Όχι στην
αξιολόγηση της υποτέλειας και της
ανθρωποφαγίας
Η Κυβέρνηση,
η Ε.Ε. και το ΔΝΤ, έχουν αποφασίσει να
περιορίσουν στο ελάχιστο όλες τις
Κοινωνικές Δομές και Υπηρεσίες, αυτές
που αποτελούν κατακτήσεις του εργατικού
και λαϊκού κινήματος τα τελευταία εκατό
χρόνια. Αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις
αυτής της πολιτικής στα λαϊκά στρώματα,
στους εργαζόμενους και στους ανέργους,
προχωράει με εντατικούς ρυθμούς στο
ξήλωμα των κατακτήσεων σε Παιδεία,
Υγεία, Κοινωνική Ασφάλιση, Τοπική
Αυτοδιοίκηση, καθώς και σε τομείς
Κοινωνικών Αγαθών, όπως οι Δημόσιες
Υποδομές, η Ενέργεια, το Νερό κ.ά.,
παραχωρώντας ολόκληρους τομείς στους
ιδιώτες μεγαλοεργολάβους.
Εμείς όμως
δεν τρέφουμε αυταπάτες. Γνωρίζουμε ότι
βασικός στόχος της ασκούμενης πολιτικής
είναι η βίαιη απορρύθμιση των εργασιακών
σχέσεων στο Δημόσιο. Επί της ουσίας,
μεθοδεύεται η αντικατάσταση του «ακριβού»
προσωπικού, με εργαζόμενους που θα έχουν
εκπέσει στο καθεστώς του «ωφελούμενου»
ή του ενοικιαζόμενου, θα αμείβονται με
μισθούς πείνας και θα εργάζονται χωρίς
ασφαλιστικά και εργασιακά δικαιώματα.
Αυτόν το στόχο εξυπηρετεί και η
«αξιολόγηση». Έπειτα από την κατασκευή
χιλιάδων «επίορκων υπαλλήλων» (ποιος
θυμάται τις χιλιάδες που θα έβγαιναν
σε αργία), καθώς και «πλεονάζοντος
προσωπικού», η Κυβέρνηση προσπαθεί τώρα
με εργαλείο τη συγκριτική αξιολόγηση
να εμπλουτίσει τη φαρέτρα της στο στόχο
της για ένα δημόσιο τομέα πειθαρχημένο
και υποχείριο στις αντικοινωνικές
πολιτικές της.
η προϊστορία
της αξιολόγησης...
Οι κατευθύνσεις
που βάζει η κυβέρνηση για την αξιολόγηση
και τη μέτρηση αποδοτικότητας των
δημόσιων υπηρεσιών δεν είναι προφανώς
«κεραυνός εν αιθρία», μετρούν ήδη μια
25ετία τουλάχιστον πίσω τους. Στο Ν.
1943/1991 (ΦΕΚ 50/Α!, 11-4-1991) «περί εκσυγχρονισμού
της δημόσιας διοίκησης κ.λ.π…..» (τι
σύμπτωση, με έναν άλλο Μητσοτάκη στην
κυβέρνηση) αναφερόταν στο άρθρο 54, παρ.2
: « Με απόφαση του Υπουργού Προεδρίας
της Κυβέρνησης καθορίζεται, μετά από
σύμφωνη γνώμη της Κεντρικής επιτροπής
αξιολόγησης, το ανώτατο και το κατώτατο
ποσοστό υπαλλήλων που μπορούν να
αξιολογούνται σε σχέση με τους βαθμούς
ή τις κλίμακες του συστήματος αξιολόγησης».
Λίγο μετά ήρθε το Π.Δ. 318/1992 που καθόρισε
τον τύπο και τη μορφή της αξιολόγησης
των υπαλλήλων που ίσχυε μέχρι την ψήφιση
του Ν. 4250/2014. Από τις αρχές της δεκαετίας
του 2000 άρχισαν να εμφανίζονται με μεγάλη
συχνότητα, στα οργανογράμματα των
δημοσίων υπηρεσιών, διευθύνσεις και
τμήματα ποιότητας και αποδοτικότητας.
Ο διακηρυγμένος στόχος των δομών αυτών
ήταν η «αξιολόγηση των δημοσίων υπηρεσιών
σε όλα τα επίπεδα και η λήψη μέτρων
βελτίωσης της ποιότητας των παρεχομένων
υπηρεσιών». Ήδη η λέξη «αξιολόγηση»
είχε εισαχθεί εμφατικά στο λεξιλόγιο
των κυβερνώντων και των πολιτικοσυνδικαλιστικών
δυνάμεων του συστήματος. Ακολούθησε,
πιο ολοκληρωμένα, ο Ν.3230/2004 (ΦΕΚ 44/Α!,
11-2-2004) που στο άρθρο 1 παρ. 2 καθιέρωσε
νομοθετικά την μέτρηση της αποτελεσματικότητας
και αποδοτικότητας της δημόσιας διοίκησης
ενώ με το άρθρο 6 του νόμου αυτού
προβλέπεται ότι με Π.Δ. συνιστώνται στα
Υπουργεία μονάδες ποιότητας και
αποδοτικότητας (δηλαδή θεσμοθετείται
συνολικά η τάση των αρχών της δεκαετίας).
...και το παρόν της
Ο Ν. 4250/2014
αποτελεί την πιο ακραία μορφή της.
Θεσπίζει σύστημα συγκριτικής αξιολόγησης
με εκ των προτέρων ορισμό ανώτατων
ποσοστών υπαλλήλων που μπορούν να
αξιολογηθούν ανά βαθμολογική κλίμακα.
Δηλαδή, με βαθμό 9 έως 10 θα αξιολογείται
ποσοστό έως και 25% των υπαλλήλων, με
βαθμό 7 έως 8 θα αξιολογείται ποσοστό
έως και 60% των υπαλλήλων και με βαθμό
κάτω του 6 θα αξιολογείται ποσοστό 15%
των υπαλλήλων. Είναι χαρακτηριστικό
ότι, ειδικά για τους κάθε βαθμίδας
Προϊσταμένους, το ποσοστό των «αρίστων»
εκτινάσσεται από 25% σε 70%, οικοδομώντας
έτσι της αναγκαίες
συμμαχίες
υλοποίησης της (όπως φυσικά και με την
εξαίρεση όλων των ενστόλων από τη
διαδικασία αυτή). Βλέπε
προηγούμενη ανάλυση
όπου οι ένστολοι αποτελούν συνολικά
δηλαδή τους 150 στις 600 χιλιάδες (ένα
ποσοστό της τάξης του 25% συγκροτεί το
στενό κατασταλτικό πυρήνα του κράτους),
οι οποίοι μάλιστα έχουν εξαιρεθεί
ολοτελώς από τις διαδικασίες απολύσεων
κλπ, έχει διατηρήσει ειδικά μισθολόγια
και πρόσφατα κατοχύρωσαν και μέσω ΣτΕ,
ότι αποτελούν το βαθύ κράτος και
εξαιρούνται τελείως των μισθολογικών
περικοπών. Αντίστοιχα οι προϊστάμενοι
αποτελούν άλλες 50.000 υπαλλήλους οι οποίοι
αμείβονται με 20% περισσότερο από τους
λοιπούς υπαλλήλους και δεν κινδυνεύουν
με αρνητική αξιολόγηση.
Αποκαλυπτική
είναι η πρόβλεψη του νόμου για το γεγονός
ότι τα επιμεριζόμενα ποσοστά υπολογίζονται
επί του συνόλου των υπαλλήλων που
υπηρετούν στην ίδια Γενική Διεύθυνση
και αρμόδιος για τον επιμερισμό τους
ανά Διεύθυνση και Τμήμα είναι ο
Προϊστάμενος της Γενικής Διεύθυνσης
με βάση κριτήρια όπως η παραγωγικότητα
των υποκείμενων οργανικών μονάδων και
οι αρμοδιότητες που έχουν σε σχέση με
τις προτεραιότητες της ασκούμενης
πολιτικής.
Προφανώς
η αξιολόγηση με το Ν.4024/2011 (ή με τον
νεότερο νόμο που θα ακολουθήσει) είναι σε άμεση σύνδεση - εμπλοκή με όλο το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο (πειθαρχικό δίκαιο, μισθολογική – βαθμολογική εξέλιξη, διαθεσιμότητες - απολύσεις, αλλαγές οργανισμών, επιλογή προϊσταμένων)
με αποτέλεσμα τη ριζική τροποποίηση όλου του πλέγματος σχέσεων εργασίας και λειτουργίας του δημόσιου τομέα.
Τα κυρίαρχα
πολιτικά χαρακτηριστικά του νόμου αυτού
είναι η:
• Χειραγώγηση και
τρομοκράτηση των Δ.Υ., πλήρης υποταγή
των εργαζομένων στην υπηρεσιακή και
πολιτική ιεραρχία, ιδεολογική αναπαραγωγή
της υπεροχής του ατομικού απέναντι στο
συλλογικό, περαιτέρω ασφυκτικός έλεγχος
στην ανάδειξη στελεχών σε συνέχεια του
υφισταμένου σήμερα πλαισίου (Π.Δ.
318/1992, Δημοσιοϋπαλληλικός κώδικας,
Πειθαρχικό δίκαιο, Μισθολόγιο –
Βαθμολόγιο).
• Δημιουργία
δεξαμενής προς απόλυση Δ.Υ. μέσω της
κατηγορίας του 15% καθώς και η προσπάθεια
«νομιμοποίησης» των απολύσεων που θα
γίνουν στο μέλλον μια και δε θα έχουν
τον οριζόντιο χαρακτήρα που ακολούθησαν
στις προηγούμενες, αλλά πλέον θα
• Αλλαγή
των εργασιακών σχέσεων στο δημόσιο με
ταχύτατη προώθηση ελαστικών μορφών
απασχόλησης, που ήδη αποτελούν καθεστώς
(stage,
voucher
κλπ)
• Τιμωρητική
αντιμετώπιση των ενσυνείδητων υπαλλήλων
που αρνούνται να εκτελέσουν εμφανώς
αυθαίρετες και παράνομες εντολές
πολιτικών και υπηρεσιακών Προϊσταμένων.
Θέλουν να περιθωριοποιήσουν κάθε τίμια
φωνή που δεν πειθαρχεί σε κομματικά και
οικονομικά συμφέροντα
• Υλοποίηση
των επιλογών κυβέρνησης - Ε.Ε. – Ε.Κ.Τ. –
Δ.Ν.Τ. για μια κρατική διοίκηση (σε
κεντρικό και τοπικό επίπεδο) ανελαστικό
όργανο στην υπηρεσία του κεφαλαίου και
των συμφερόντων του.
• Επαναφορά
του πελατειακού κράτους και του
ρουσφετιού, μια και η κυβέρνηση διορίζει
τους δικούς της προϊστάμενους (με
συνεντεύξεις κλπ) ώστε εκείνοι θα
αποφασίσουν για το ποιοι θα μείνουν και
πιοι θα φύγουν. Για μια δημόσια διοίκηση
με σχέσεις υποταγής και αναξιοπρέπειας.
Παρά τις
διαβεβαιώσεις της συγκυβέρνησης και
των διαφόρων παπαγάλων της
ότι η αξιολόγηση
δεν συνδέεται με απολύσεις, μειώσεις
μισθών και ιδιωτικοποιήσεις , η ίδια η
νομοθεσία που έχουν ψηφίσει και υλοποιούν
τους διαψεύδει οικτρά:
• Νόμος
της αξιολόγησης (4250/2014), άρθρο 32 (Μεταβατικές
διατάξεις), παράγραφος 5: «Οι εκθέσεις
αξιολόγησης έτους 2013, οι οποίες έχουν
συνταχθεί κατά τις διατάξεις του
παρόντος... δεν θα ληφθούν υπόψη... για
τη θέση των υπαλλήλων σε διαθεσιμότητα
και κινητικότητα...». Δηλαδή δεν συνδέονται
με τη διαθεσιμότητα μόνο με τις εκθέσεις
του 2013.
• Νόμος
για το μισθολόγιο (4024/2011), άρθρο 7 (Σύστημα
βαθμολογικής εξέλιξης), παράγραφος 1:
«Για την
προαγωγή από βαθμό σε βαθμό... λαμβάνεται
υπόψη: α) η αξιολόγηση...».
Και η αλλαγή βαθμού λόγω του μισθολογίου
είναι ο μόνος τρόπος βελτίωσης των
αποδοχών των ΔΥ μια και έχει καταργηθεί
η αυτόματη ανά διετία αλλαγή κλιμακίου
και έχει συνδεθεί απόλυτα ο μισθός με
το βαθμό. Και υπενθυμίζουμε ότι η μεταφορά
σε ανώτερο βαθμό αφορά μικρό μόνο ποσοστό
κάθε βαθμού (πχ από τον Γ στον Β θα περνά
κάθε φορά μόνο το 30% σύμφωνα με τον
4024/2011).
• Υπαλληλικός
Κώδικας (3528/2007), άρθρο 95 (Παραπομπή μη
προακτέου υπαλλήλου): «Υπάλληλος, ο
οποίος εγγράφεται σε
δύο διαδοχικούς πίνακες μη προακτέων
στον ίδιο βαθμό,
παραπέμπεται... υποχρεωτικώς προς κρίση
στο υπηρεσιακό συμβούλιο, το οποίο...
μπορεί να τον απολύσει ή να τον υποβιβάσει
κατά ένα βαθμό...».
Εξάλλου οι
επιμερισμοί των ποσοστώσεων, που έχουν
ήδη κάνει τα στελέχη της διοίκησης που
τάχθηκαν με το μέρος της κυβέρνησης
(γενικοί διευθυντές), αποτυπώνουν και
τις προθέσεις της, μοίρασμα των ποσοστών
σε βάρος των υπηρεσιών που προσφέρονται
για ιδιωτικοποίηση ή κλείσιμο. Όπως και
το φόρτωμα στο 15% των συναδέλφους που
βγαίνουν στη σύνταξη ή στους ήδη
διαθέσιμους, ενδεικτικό του κλίματος
κανιβαλισμού και ανθρωποφαγίας που
διαμορφώνεται όπου κυριαρχούν αυτές
οι λογικές.
Οι
νεοφιλελεύθεροι μέντορες του Μητσοτάκη
και της συγκυβέρνησης θα μας πουν ότι
και ο ιδιωτικός τομέας ακολουθεί για
χρόνια αυτό το σύστημα για την αξιολόγηση
των υπαλλήλων της. Δεν θα μας πουν όμως
ότι καταργήθηκε ως αντιπαραγωγικό ακόμα
και από τη Microsoft, γιατί είχε ολέθριες
επιπτώσεις. Γιατί όπως σωστά γράφτηκε
είναι σαν να ξεκινά η σχολική χρονιά
και να απορρίπτεται εξ αρχής το 15% των
μαθητών. Το σχέδιο τους φιλοδοξεί να
μετατρέψει το δημόσιο σε ένα απέραντο
Big Brother, όπου κάθε φορά μέρος των εργαζομένων
θα είναι a priori υποψήφιο για αποχώρηση.
Το μέλλον των Δ.Υ. θέλουν να είναι η
απομόνωση, ο φόβος, η εξατομίκευση, ο
απόλυτος έλεγχος, ο κανιβαλισμός απέναντι
στους δίπλα και η υποταγή. Στα ζητήματα
λειτουργίας – αποδοτικότητας των
δημοσίων υπηρεσιών, είναι απολύτως
σίγουρο ότι ο νόμος αυτός θα οδηγήσει
σε ακόμα περισσότερη αποσύνθεση,
κοινωνικό κανιβαλισμό, κατάλυση της
συλλογικής προσπάθειας, συνολική
απομάκρυνση από τη λογική της εξυπηρέτησης
του δημοσίου συμφέροντος.
Ήδη αποτελέσματα αυτής
της φιγούρας εργαζομένου τη βλέπουμε
σε πολλές υπηρεσίες με τους «πρόθυμους»
και «επισπεύδοντες» να εφαρμόσουν τις
βάρβαρες μνημονιακές πολιτικές.
δε δεχόμαστε
τις αξίες σας για να ανεχτούμε την
αξιολόγηση σας
Είναι
προφανές ότι η ριζική διαφωνία μας με
το παρόν (αλλά και όλα τα προηγούμενα)
συστήματα αξιολόγησης οφείλεται στις
ριζικά διαφορετικές προτεραιότητες
που έχουμε απέναντι στις δικές τους
κυρίαρχες μνημονιακές διαχειριστικές
επιλογές (αλλά και σε ολόκληρο το
προηγούμενο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο).
• Δεν
θέλουμε αξιολόγηση που υπαγορεύεται
από τις κυρίαρχες κατευθύνσεις του
κεφαλαίου. Του Δ.Ν.Τ. και της Ε.Ε. για μια
κρατική διοίκηση που βασικό μέλημα της
είναι η ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών
λειτουργιών (υγεία, υποδομές, δημόσια
περιουσία, παιδεία, πρόνοια κ.λ.π.) και
που η απόδοσή της θα κρίνεται κυρίως
από την «αποτελεσματικότητά» της στους
τομείς αυτούς.
• Δεν
θέλουμε αξιολόγηση από τους, κατά μεγάλη
πλειοψηφία, εγκάθετους και διορισμένους
προϊσταμένους που το σύστημα μεθοδικά
έχει τοποθετήσει στην ιεραρχία (και
φροντίζει με πρόσφατο νόμο να τους
διατηρήσει και να προωθήσει μέσω
συνεντεύξεων). Αυτοί στην πλειοψηφία
τους θα εξυπηρετήσουν τις κατευθύνσεις
των πολιτικών και οικονομικών εξαρτήσεων
τους.
• Δεν θέλουμε αξιολόγηση
με κριτήρια ανταμοιβής την υπηρεσιακή
και κοινωνική υποταγή, την πίστη στις
αξίες τους και κατευθύνσεις τους, την
υλοποίηση αντιλαϊκών και αντεργατικών
επιλογών και προοπτικών.
• Δεν θέλουμε αξιολόγηση
που είναι σίγουρο ότι τους ικανούς,
τίμιους και αντίθετους με οικονομικά
συμφέροντα και κομματικές σκοπιμότητες
θα τους περιθωριοποιεί, υποβαθμίζει,
εξοστρακίζει. Δεν θέλουμε αξιολόγηση
που θα ανταμείβει υπηρεσιακά και
μισθολογικά τους υπάκουος και τους
πρόθυμους στην υλοποίηση αντικοινωνικών
πολιτικών.
Οι πολιτικές της κυβέρνησης, της ΕΕ και του ΔΝΤ για αυξήσεις φορολογίας και εισφορών, μειώσεις μισθών και απολύσεις, δήμευση περιουσιών, ιδιωτικοποιήσεις, εκποίηση της δημόσιας περιουσίας και καταστροφή του περιβάλλοντος δε μπορούν να υλοποιηθούν αν δεν υπάρχει ένας κρατικός μηχανισμός πρόθυμος -και χωρίς αντιστάσεις- για να τις υλοποιήσει. Με αυτή την έννοια η αντίθεση στην αξιολόγηση, δεν αφορά κυρίως του ΔΥ, αλλά ολόκληρη την κοινωνία και ειδικά τα αγωνιζόμενα τμήματα της.
Οι πολιτικές της κυβέρνησης, της ΕΕ και του ΔΝΤ για αυξήσεις φορολογίας και εισφορών, μειώσεις μισθών και απολύσεις, δήμευση περιουσιών, ιδιωτικοποιήσεις, εκποίηση της δημόσιας περιουσίας και καταστροφή του περιβάλλοντος δε μπορούν να υλοποιηθούν αν δεν υπάρχει ένας κρατικός μηχανισμός πρόθυμος -και χωρίς αντιστάσεις- για να τις υλοποιήσει. Με αυτή την έννοια η αντίθεση στην αξιολόγηση, δεν αφορά κυρίως του ΔΥ, αλλά ολόκληρη την κοινωνία και ειδικά τα αγωνιζόμενα τμήματα της.
το κίνημα ενάντια
στην αξιολόγηση
Η μάχη
ενάντια στην αξιολόγηση σημαδεύτηκε
κυρίως από την επιτυχημένη επιλογή μιας
μορφής αγώνα που οδηγούσε σε γενικευμένη
ανυπακοή σε όλα τα επίπεδα. Για όποιον
ζει και εργάζεται στο δημόσιο είναι
προφανές ότι -αυτή
τη στιγμή-
μια γενικευμένη απεργιακή κινητοποίηση,
υπό τη μορφή απεργίας διαρκείας είναι
σχεδόν αδύνατη. Στιγμές που αυτό μπορούσε
να γίνει υπήρξαν (ειδικά την περίοδο
των πλατειών, καλοκαίρι 2011, αλλά και τον
Οκτώβρη του 2011 με την ψήφιση του Ν.4024
και τις καταλήψεις υπουργείων), αλλά η
ευκαιρία αυτή χάθηκε για μια σειρά από
λόγους. Σε μια συγκυρία σχετικής κάμψης
του αγωνιστικού φρονήματος πρώτιστα,
αλλά και της δυναμικής και μαζικότητας
των κινητοποιήσεων, η συνεχής επίκληση
της ανάγκης για γενικευμένο απεργιακό
ξεσηκωμό φαντάζουν περισσότερο ως
ευχολόγιο και όχι ως υπαρκτό ενδεχόμενο.
Ενδεχομένως μπορούν να οδηγήσουν και
σε έναν ιδιότυπο αναχωρητισμό, ότι αφού
δε γίνεται Απεργία Διαρκείας, δε γίνεται
τίποτα. Δεν είναι τυχαίο ότι υπόγεια οι
αντιλήψεις αυτές ενώνουν υπόγεια τα
πιο ριζοσπαστικά τμήματα του κινήματος
με τα πιο συντηρητικά.
Η επιλογή
της απεργίας – αποχής από όλα τα καθήκοντα
που σχετίζονται με τη διαδικασία της
αξιολόγησης αποδείχθηκε ως μια πολύ
σωστή επιλογή που λαμβάνει υπόψιν, τόσο
την ιδιαιτερότητα της μάχης αυτής, όσο
και την υπαρκτή κατάσταση του κινήματος
των εργαζομένων (χαμηλό φρόνημα, αδυναμία
πολυήμερων απεργιών για οικονομικούς
λόγους κλπ). Ο συνδυασμός της με τις
γενικές συνελεύσεις ανά χώρο εργασίας,
με τη συλλογή υπογραφών (που δέσμευε
τον κάθε έναν εργαζόμενο χωριστά και
άνοιγε τη συζήτηση), με απεργιακές
κινητοποιήσεις και κατά τόπου
συγκεντρώσεις, αλλά και με νομικές
κινήσεις, ανάγκασε το σύνολο των υπαλλήλων
να τοποθετηθούν και να κινηθούν.
Η μορφή αυτή αγώνα, που
στο παρελθόν έχει χρησιμοποιηθεί πολλές
φορές από την ΕΜΔΥΔΑΣ (μηχανικοί δημοσίου,
αποχή από εκτός έδρας, από συμμετοχή σε
επιτροπές κλπ) αλλά και από καθηγητές
(αποχή από βαθμολόγηση γραπτών), έδινε
τη δυνατότητα μιας νόμιμης μορφής
μαζικής και οργανωμένης ανυπακοής. Η
μορφή αυτή είναι μια εκδοχή της λευκής
απεργίας με τη διαφορά ότι προκηρύσσεται
κανονικά (νομίμως) και μπορεί να έχει
επιτυχία, με μεγάλη συμμετοχή, ώστε να
μπλοκάρει πράγματι τη διαδικασία.
Δυστυχώς αν και σωστά αρχικά προτάθηκε
από τις δυνάμεις του ΜΕΤΑ, δε στηρίχθηκε
ως όφειλε από τις υπόλοιπες δυνάμεις
της συνδικαλιστικής αριστεράς (ΠΑΜΕ
και Παρεμβάσεις), αν και οι Παρεμβάσεις
πιστεύω ότι αντιλήφθηκαν έγκαιρα το
λάθος αυτό και διόρθωσαν τη στάση τους
στηρίζοντας την απεργία-αποχή.
Δεν είναι τυχαίο ότι η
μορφή αυτή αγώνα λοιδωρήθηκε από τα πιο
κομματικά και συντηρητικά τμήματα των
κυρίαρχων συνδικαλιστικών δυνάμεων
(ΠΑΣΚ, ΔΑΚΕ), οι οποίες επέλεξαν να
σιγοντάρουν την κυβέρνηση στη διαδικασία
αυτή. Καταρχάς επιλέγοντας μορφές
υπακοής επί της ουσίας στο νόμο (υπογραφή
με επιφυλάξεις σε όλες τις πράξεις της
αξιολόγησης), με κινδυνολογία ότι όσοι
δεν υλοποιήσουν το Νόμο κινδυνεύουν,
με μη υλοποίηση στις Ομοσπονδίες και
τα σωματεία που ελέγχουν της απόφασης
της ΑΔΕΔΥ, με ανοικτή προπαγάνδιση της
άποψης ότι πρόκειται για μια «παράνομη»
μορφή αγώνα, με σαμποτάρισμα των
προσπαθειών συντονισμού που υπήρξαν.
Υπήρξε μάλιστα το πρωτοφανές γεγονός
η ΑΔΕΔΥ να κινείται αγωνιστικότερα από
μεγάλο μέρος σωματείων και Ομοσπονδιών,
όπου οι παραδοσιακές γραφειοκρατικές
δυνάμεις κρατούν ακόμα τα ηνία.
Οι ελιγμοί της
κυβέρνησης
Η συμμετοχή
στην απεργία – αποχή (διστακτικά στην
αρχή, μαζικότερα και δυναμικότερα στη
συνέχεια) οδήγησε σε απανωτές καθυστερήσεις
στην υλοποίηση των ασφυκτικών προθεσμιών
που έβαλε η κυβέρνηση και την ανάγκασε
-όταν έφτασε στα όρια της- να προσφύγει
στη δικαιοσύνη, προκειμένου να βγάλει
την απεργία – αποχή ως παράνομη και
καταχρηστική, γεγονός το οποίο για πρώτη
φορά συμβαίνει έναντι τριτοβάθμιου
συνδικαλιστικού οργάνου (σε αντίθεση
με άλλες απεργίες πρωτοβάθμιων σωματείων
ή Ομοσπονδιών, όπως Λιμενεργάτες,
Εκπαιδευτικοί, Μετρό , ΔΕΗ κλπ). Η προσφυγή
έβαλε αυτή έβαλε στο στόχαστρο, τόσο τη
συγκεκριμένη μορφή αγώνα (που ήταν
φανερό ότι της δημιουργούσε πολύ
περισσότερα προβλήματα, από όσο μια
τυπική 24ωρη ή 48ωρη απεργία για την τιμή
των όπλων, ή ακόμα και από μια 5ήμερη
απεργία, όσο και τον τρόπο και τη
διαδικασία προκήρυξης των απεργιών. Με
τον τρόπο αυτό αποτελεί τροχιοδεικτική
βολή για το νέο συνδικαλιστικό νόμο
που ετοιμάζει και προφανώς θα δυσκολέψει
-έως απαγορεύσει- τις δυναμικές
κινητοποιήσεις (απεργίες κλπ). Όσον
αφορά το πρώτο σκέλος η κυβέρνηση δέχθηκε
πλήγμα μια και η μορφή της απεργίας-αποχής
από συγκεκριμένα καθήκοντα δεν
αμφισβητήθηκε νομικά, όσον αφορά το
δεύτερο τα δικαστήρια έβαλαν ένα ακόμα
λιθαράκι στο σωρό των “παράνομων”
απεργιών, χωρίς όμως να μπορούν να τη
σταματήσουν (αμφισβήτησαν απλά το
αρμόδιο όργανο το οποίο μπορεί να
προκηρύξει απεργία – εξέλιξη που σύντομα
θα τη βρούμε μπροστά μας.
Προφανώς
οι απόψεις που κατήγγειλαν τη μορφή
αυτή αγώνα, ως επικίνδυνη και «παράνομη»
από τη μία, ή ως λίγη και ενδοτική από
την άλλη, αποδείχθηκαν λανθασμένες, αν
και οι γραφειοκράτες των ΠΑΣΚ-ΔΑΚΕ
περιμένουν στη γωνία.
Το αποτέλεσμα των
παραπάνω μια πρωτοφανής συμμετοχή
–ειδικά όπου υπήρξε κινητοποίηση και
εμπλοκή των τοπικών σωματείων- με
χιλιάδες υπογραφές, δεκάδες συνελεύσεις
και συγκεντρώσεις και πάρα πολλές
υπηρεσίες, όπου η αποχή ανάγκασε τα
ανώτερα στελέχη της κρατικής γραφειοκρατίας
(ή και αιρετοί όπως δήμαρχοι-περιφερειάρχες
κλπ) να μην εκκινήσουν καν τη διαδικασία.
Οι διαδοχικές παρατάσεις
στην υλοποίηση της διαδικασίας καθώς
και οι διαβεβαιώσεις ότι το αρνητικά
αξιολογημένο 15% του προσωπικού δεν
κινδυνεύει, είναι πρόδηλο ότι έχουν ως
στόχο την παραπλάνηση
και την διάσπαση
του μετώπου των
εργαζομένων, την αναζωογόνηση
των πελατειακών δικτύων του
κυβερνητικού συνδικαλισμού και τη
δημιουργία κλίματος ''κανιβαλισμού''
στους εργασιακούς χώρους. Άλλωστε, οι
πάγιοι στόχοι της αξιολόγησης, ως
εργαλείου χειραγώγησης,
πειθάρχησης
και οικονομικής
υποβάθμισης των εργαζομένων θα επανέλθουν
σύντομα με το νέο αναθεωρημένο σύστημα
αξιολόγησης το οποίο αναμένεται να
κατατεθεί μέσα στο φθινόπωρο.
το νέο μισθολόγιο του
διαχωρισμού και της “παραγωγικότητας”
Όσα έχουν δει το φως
της δημοσιότητας η κυβέρνηση με το νέο
μισθολόγιο θα βαθύνει τις διαφορές οι
οποίες χωρίζουν εργασιακά τους
εργαζόμενους σε πολλαπλές μισθολογικές
ταχύτητες ανάλογα με το μορφωτικό τους
επίπεδο, την αξιολόγηση της παραγωγικότητας
τους και τον χρόνο πρόσληψής τους (αν
είναι δηλαδή νεοπροσλαμβανόμενοι στο
Δημόσιο ή παλιοί εργαζόμενοι).
Πρώτον θα βαθύνει τους
διαχωρισμούς ανάμεσα σε ΠΕ και ΤΕ (περί
τους 300.000) από τη μιά και όλους τους
υπόλοιπους από την άλλη (άλλες 300.000 ΔΕ
και ΥΕ), αυξάνοντας ελάχιστα τους μισθούς
των πρώτων περιορίζοντας αντίστοιχα
αυτούς των δεύτερων, ενώ θα δυσκολέψει
και τη διαδικασία αλλαγής βαθμού για
τους δεύτερους (διαδικασία που έχει
παγώσει βέβαι εδώ και μια 3ετία καθηλώνοντας
όλους στο ίδιο μειωμένο επίπεδο).
Δεύτερος
τρόπος μισθολογικού διαχωρισμού των
υπαλλήλων, με στόχο τη διαίρεση και τον
ανταγωνισμό μεταξύ τους -αλλά και
περικοπές- θα είναι η αξιοποίηση του
περιβόητου πριμ παραγωγικότητας.
Συγκεκριμένα: Θα δίνεται μισθολογικό
μπόνους παραγωγικότητας (που θα είναι
έξω από τον μισθό) σε εκείνους τους
υπαλλήλους που θα κρίνονται, μέσω της
αξιολόγησης, «άριστοι» ή αποδοτικοί
στη δουλειά τους, ενώ θα βλέπουν τις
αποδοχές τους να μειώνονται εκείνοι
που θα αξιολογούνται ως
«κακοί» ή μη αποδοτικοί.
Στο πλαίσιο αυτό είναι σαφές ότι στην
παρούσα φάση η ποσοστιαία κατάταξη των
υπαλλήλων -με την τωρινή αξιολόγηση-
μπορεί να μην επιφέρει, στην παρούσα
φάση, μισθολογικές επιπτώσεις στους
υπαλλήλους του 15%,
αλλά είναι ένα χρήσιμο εργαλείο στα
χέρια της κυβέρνησης, ένας οδικός χάρτης
δηλαδή, ώστε με το νέο σύστημα αξιολόγησης
που θα ψηφιστεί το φθινόπωρο αυτές οι
μισθολογικές μειώσεις να μπορούν να
εφαρμοστούν από το 2015
με καλύτερο και πιο
στοχευμένο τρόπο.
Παράλληλα θα περικοπούν
τυχόν επιδόματα και παροχές που είχαν
απομείνει (πχ αποζημιώσεις για εκτός
έδρας κλπ), ενώ
είναι βέβαιο ότι οι νέες προσλήψεις
(εφ'όσον γίνουν ποτέ) θα πραγματοποιούνται
με
τις
αμοιβές πείνας που ισχύουν στον ιδιωτικό
τομέα. Δηλαδή, για ένα έτος (που θα είναι
χρόνος δοκιμασίας) όσοι είναι πάνω
από 25 ετών θα παίρνουν μισθό 585 ευρώ
μεικτά και όσοι είναι κάτω από 25 ετών
510 ευρώ μεικτά. Μετά την πάροδο της
δοκιμασίας θα αξιολογείται η απόδοσή
τους κι εφόσον κρίνονται κατάλληλοι θα
προσλαμβάνονται κανονικά με μισθό 780
ευρώ μεικτά για όσους το μορφωτικό τους
επίπεδο είναι υποχρεωτικής εκπαίδευσης.
Για τους υπολοίπους (Μέσης, Πανεπιστημιακής
και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης) θα υπάρχουν
ανάλογες μισθολογικές διαβαθμίσεις.
Μ' αυτό τον τρόπο η κυβέρνηση καταφέρνει
να αξιοποιεί φτηνό -εξαθλιωμένο
μισθολογικά- εργατικό δυναμικό, με όρους
ανταγωνισμού μεταξύ των ίδιων των
νεοπροσλαμβανόμενων για το ποιος θα
μείνει και το ποιος θα φύγει, αλλά και
με μια μισθολογική απόσταση μεταξύ
παλιών και νέων υπαλλήλων.
Φυσικά παραμένουν
ενεργές και όλες οι ήδη υφιστάμενες
ρυθμίσεις αυστηροποίησης του πειθαρχικού
δικαίου καθώς, όπως η αργία όσων
καταδικασθούν ή και κατηγορηθούν για
οποιοδήποτε ενδο ή εξωυπηρεσιακό ζήτημα.
Επίσης εκκρεμούν ακόμα κάποιες χιλιάδες
απολύσεων από τους υπαλλήλους που έχουν
τεθεί εδώ και ένα χρόνο σε διαθεσιμότητα,
αλλά και από επανελέγχους συμβάσεων ή
και “ξαφνικό θάνατο” οργανισμών στα
πρότυπα του ΟΑΕΔ και της ΕΡΤ. Όπως
εκκρεμούν και οι αλλαγές οργανισμών
στα Υπουργεία και τους φορείς (με
καταληκτικό όριο το 12ο
του 2014, οι οποίοι θα μειώσουν τις δομές
(Διευθύνσεις, Τμήματα κλπ) τουλάχιστον
κατά 30% (προφανώς και το προσωπικό που
θα κατέχει οργανικές θέσεις), οπότε με
τον τρόπο αυτό θα ανοίξουν νέες
θέσεις «διαθεσιμοτήτων» και «κινητικότητας»,
αλλά και θα προσαρμόσουν
τη δομή της δημόσιας διοίκησης στις
μνημονιακές απαιτήσεις
για βέλτιστη εξυπηρέτηση των ιδιωτικών
συμφερόντων, του ξεπουλήματος της
δημόσιας περιουσίας, της εφαρμογής
αντεργατικών και καταστροφικών για το
περιβάλλον πολιτικών.
το αναγκαίο μέτωπο
Η υλοποίηση της
μνημονιακής πολιτικής και οι συντριπτικές
επιπτώσεις που έχει φέρει στο εισόδημα
και στις σχέσεις εργασίας των ΔΥ, έχει
οδηγήσει και στη διαλυτοποίηση των
κοινωνικών εκπροσωπήσεων που κυριαρχούσαν
τα τελευταία 30 χρόνια, μέσω του δικτύου
των δικομματικών συνδικαλιστικών
παρατάξεων. Με αποτέλεσμα στο πρόσφατο
συνέδριο της ΑΔΕΔΥ, οι δυνάμεις αυτές
να αδυνατούν να συγκροτήσουν για πρώτη
φορά από κοινού Προεδρείο. Επέφερε
επίσης μια σχετική ριζοσπαστικοποίηση
των υφιστάμεων αριστερών συνδικαλιστικών
δυνάμεων και τη μαζικοποίηση τους (όπως
αυτή καταγράφεται κυρίως μέσα από το
ρεύμα των Παρεμβάσεων- Συσπειρώσεων
αλλά και από την αριστερή στροφή του
χώρου του ΣΥΡΙΖΑ, όπως αυτή αποτυπώθηκε
-μέσω ίδρυσης του ΜΕΤΑ- στην αποκήρυξη
λογικών συν διοίκησης με ΠΑΣΚ-ΔΑΚΕ.
Τα παραπάνω χωρίς να
συνιστούν κάποια πραγματική ανατροπή
στους ταξικούς συσχετισμούς, αποτελούν
θετικά δείγματα που εφόσον αξιοποιηθούν
από τις αριστερές αγωνιστικές δυνάμεις,
μπορούν να συνδράμουν στη διαμόρφωση
κινήσεων που θα τροποποιούν και τον
πραγματικό συσχετισμό δύναμης και την
άνοδο της συνειδητοποίησης των
εργαζομένων.
Χωρίς την αλλαγή αυτή
στους συσχετισμούς των οργάνων, δε θα
ήταν και εφικτή η κινητοποίηση μέσω της
απεργίας-αποχής και τα αποτελέσματα
που έχει φέρει. Θα είχε γίνει η συνηθισμένη
24ωρη ή 48 τυπική απεργία και σήμερα θα
μετράγαμε και άλλες απώλειες. Όφειλε
από την πρώτη στιγμή που οι κυρίαρχες
δυνάμεις έχασαν την πρωτοβουλία των
κινήσεων, να διαμορφωθεί τόσο από τα
κάτω (μέσα στα σωματεία και στις
συνελεύσεις με ενωτικές παρατάξεις και
πρωτοβουλίες αγώνα), όσο και από τα πάνω
(στις Ομοσπονδίες, στην ΑΔΕΔΥ) ένα μέτωπο
αγωνιστικής ενότητας για την ανατροπή,
που να περιλαμβάνει το σύνολο των
αριστερών συνδικαλιστικών δυνάμεων
(ΜΕΤΑ – ΠΑΜΕ - Παρεμβάσεις) και όσους
διαφοροποιούνται από τις κυρίαρχες
παρατάξεις με αγωνιστικό τρόπο, γύρω
από αγωνιστικό πρόγραμμα. Πρόγραμμα
που να περιλαμβάνει τόσο τις βασικές
διεκδικήσεις του κινήματος των εργαζομένων
στο δημόσιο (όχι στις απολύσεις, στις
ιδιωτικοποιήσεις, επαναφορά μισθών και
δικαιωμάτων, ανατροπή της πολιτικής
κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ, ακύρωση μνημονιακών
νόμων), όσο και ένα σχέδιο δυναμικών
κινητοποιήσεων για την υλοποίηση του.
Χρειάζεται τέλος μέτωπο με τους
εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, τους
άνεργους, τους αυτοπασχολούμενους και
τα σωματεία, οργανώσεις τους. Σε αρκετούς
χώρους έχουν προχωρήσει αντίστοιχες
διαδικασίες και η αποτίμηση που πρέπει
να κάνουμε είναι θετική. Μέτωπο δε
σημαίνει ούτε ταύτιση, ούτε ενοποίηση,
ο κάθε χώρος διατηρεί την αυτονομία του
και το λόγο του, αλλά από κοινού πάλη
για την ανατροπή των κυρίαρχων πολιτικών,
πάλη για την ενεργοποίηση και τη
συνειδητοποίησης των εργαζόμενων
τάξεων. Σε κάθε μεγάλη πολιτική και
κοινωνική σύγκρουση διαμορφώνεται εκ
των πραγμάτων μέτωπο των αγωνιζόμενων
απέναντι στο βάρβαρο μέτωπο των “από
πάνω” που αντίστοιχα από πλευράς τους
κάνουν ότι μπορούν για να διασπάσουν
την ενότητα των “από κάτω'.
Οι συνδικαλιστικές
δυνάμεις της αριστεράς έχουν τεράστια
ευθύνη (όχι ίση βέβαια) για το γεγονός
ότι αυτό δεν προχώρησε και δεν προχωρά.
Όπως απέδειξε και το πρόσφατο κίνημα
(και η συνέχεια που πρέπει να παλέψουμε
να έχει) μπροστά στην καθολική επίθεση
τσακίσματος δικαιωμάτων, μόνο ένα πλατύ
κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο,
με επαρκές πρόγραμμα και αποφασιστικούς
αγώνες μπορεί να φέρει αποτελέσματα.
Γιατί τα υπαρκτά ρήγματα που υπάρχουν
στους εργαζόμενους ή θα βαθύνουν και
θα οδηγήσουν σε ρήξεις και ανατροπές ή
θα έχουμε πισωγύρισμα στην ομαλότητα
με κυρίαρχο όμως πλέον τον κοινωνικό
κανιβαλισμό και την ανθρωποφαγία για
το ποιος θα “επιβιώσει”.
Η επιστολή
της ΑΝΤΑΡΣΥΑ προς όλα τα κόμματα και
τις οργανώσεις της Αριστεράς για τη
στήριξη της πολιτικής ανυπακοής και
των αγώνων στο δημόσιο, ήταν μια θετική
πρωτοβουλία, που χρειάζεται συνέχεια.
Για μια
ολική επαναφορά του κινήματος
Η επαναπροκήρυξη
της απεργίας – αποχής από την ΑΔΕΔΥ
είναι ένα πρώτο σημαντικό εργαλείο για
τη συνέχιση του αγώνα, ο οποίος δεν
πρέπει να σταματήσει αλλά να κλιμακωθεί.
Μέσα από Γενικές Συνελεύσεις, συνεχή
ενημέρωση των υπαλλήλων, συγκέντρωση
υπογραφών, συγκεντρώσεις και απεργιακές
κινητοποιήσεις πρέπει να γίνει ευρύτατη
συσπείρωση με αιτήματα και ενέργειες
όπως τα παρακάτω:
• Να καταργηθεί ο Ν.
4250/2014. Να μην εφαρμοστεί στην πράξη η
ποσόστωση που επιβάλλει ο Ν. 4250/2014 και
να απαιτηθεί δυναμικά να μην υλοποιηθεί
ο νόμος και κάθε αντίστοιχος, να
• Να απομονωθούν όσες
δυνάμεις καλλιέργησαν κλίμα ηττοπάθειας
και παραίτησης, να φύγουν από τα σωματεία
όσοι “συνδικαλιστές” έσπευσαν να
συμμετέχουν στη διαδικασία αυτή
• Να συνεχιστεί και
να επεκταθεί η λογική της μαζικής μη
συμπλήρωσης των εκθέσεων αξιολόγησης
από τους υπαλλήλους.
• Να αξιοποιηθεί η
μορφή της απεργίας – αποχής και σε άλλες
περιπτώσεις καθηκόντων (όπως πχ κατά
τόπους σε περιπτώσεις εκποίησης δημόσιας
περιουσίας κλπ).
• Να δημιουργηθούν
μόνιμοι και σταθεροί δεσμοί συμπαράστασης
και συμπόρευσης σωματείων και Ομοσπονδιών
του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα.Να βαθύνουν, να ενοποιηθούν και να συνεχιστούν οι συντονισμοί που λειτούργησαν ενάντια στις απολύσεις-διαθεσιμότητες και ενάντια στην αξιολόγηση.
Το
1992 κάτω από την αντίδραση
του τότε πολιτικοσυνδικαλιστικού
κινήματος η προβλεπόμενη υπουργική
απόφαση, που ήταν ένας γενικότερος
προάγγελος της τωρινής ρύθμισης, δεν
εκδόθηκε ποτέ. Έμεινε στα χαρτιά και
ξεχάστηκε ουσιαστικά. Αυτόν
το δρόμο οφείλουμε να ακολουθήσουμε
και τώρα. Η
αξιολόγηση της υποτέλειας και της ανθρωποφαγίας δεν πρέπει
να προχωρήσει.
Το μέλλον των Δ.Υ. δεν
μπορεί να είναι η απομόνωση, η εξατομίκευση,
ο απόλυτος έλεγχος, ο φόβος και η υποταγή
- είναι η συμμετοχή τους στο απαιτούμενο
κοινωνικό-πολιτικό μέτωπο για την
ανατροπή. Οι πολιτικές και συνδικαλιστικές
δυνάμεις της αριστεράς έχουν ευθύνη να
συμβάλουν στην κατεύθυνση αυτή.
υγ. Στοιχεία για το
παρόν από άρθρο
του συν. Δροσόπουλου, αρθρογραφία του
Τύπου και προηγούμενο σχετικό
κείμενο για το Δημόσιο
Πετρόπουλος Δημήτρης
ΓΓ τμ. ΥΕΘΑ της ΕΜΔΥΔΑΣ
Αττικής
μέλος της συσπειρωσης αριστερων μηχανικων
27-8-2014
πολύ καλό κείμενο
ΑπάντησηΔιαγραφή