Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

ο μητροπολιτικός σχεδιασμός της Αθηνάς υπό το πρίσμα της κρίσης και της προωθούμενης θεσμικής μεταρρύθμισης του χωρικού σχεδιασμού

Αναδημοσίευση από τις Οικοτριβές

PHOTO-1
Η Αθήνα είναι πλέον μια πόλη με εμφανή τα συμπτώματα μιας εντεινόμενης χωρικής και κοινωνικής πόλωσης, ανοιχτή σε ένα αντιοικονομικό πρότυπο οργάνωσης των δραστηριοτήτων και των μετακινήσεων, έχοντας να διαχειριστεί τα απομεινάρια ημιτελών δημόσιων επενδύσεων που δεν απέδωσαν όπως αναμένονταν, και ένα διευρυνόμενο φάσμα κοινωνικών προβλημάτων που αφορούν ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Τα τελευταία βιώνονται άνισα, ιδιαίτερα στο κέντρο της πόλης, όπου τα σημάδια της αστικής κρίσης μαρτυρούν με ξεκάθαρο τρόπο το έλλειμμα χωρικής πολιτικής των τελευταίων δύο δεκαετιών.
Παράλληλα σε όλο αυτό το διάστημα η δυνατότητα του να υπάρξει ξανά μια γραμμή πολιτικής η οποία να εκφράζει την επιζητούμενη συσπείρωση των κοινωνικών ομάδων γύρω από ένα κοινό στόχο, μοιάζει ολοένα και πιο δύσκολο εγχείρημα, είτε εξαιτίας του ότι η συνθετότητα των προβλημάτων που καλείται να αντιμετωπίσει ο μητροπολιτικός σχεδιασμός έχει αυξηθεί σημαντικά, είτε επειδή οι δυνατότητες της κρατικής παρέμβασης στο να κατευθύνει τη μελλοντική πορεία ανάπτυξης περιορίζονται για αντικειμενικούς ή ιδεολογικούς λόγους, είτε γιατί η διατύπωση συνθετικών οραματικών συλλήψεων για το χώρο που υποτίθεται ότι εκφράζουν μια συνισταμένη αντίληψη περί «κοινού καλού» γίνεται όλο και δυσκολότερα αποδεκτή ως βάση αφετηρίας συζήτησης.
Από τα παραπάνω είναι προφανές ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες κατατίθεται σήμερα το σχέδιο αναθεώρησης του ΡΣΑ είναι αρκετά πιο δυσμενείς από αυτές του 1985 και γίνονται ακόμη δυσμενέστερες με τη συγκυρία της κρίσης και το ειδικό καθεστώς διακυβέρνησης που επιβάλλει το Μνημόνιο. Αυτοί οι παράγοντες επιτρέπουν λίγα περιθώρια αισιοδοξίας απέναντι στους αφηρημένα θετικούς στόχους και τις επιδιώξεις του Σχεδίου, πχ σχετικά με την προώθηση του διεθνούς ρόλου της πόλης, τη βελτίωση της ποιότητας ζωής κτλ.
Εύλογα ερωτήματα
Παράλληλα προκύπτουν εύλογα ερωτήματα όπως, τι νόημα έχει αυτή τη στιγμή ο μακροπρόθεσμος στρατηγικός σχεδιασμός/προγραμματισμός σε μια κοινωνία και σε μια πόλη που βιώνει ένα καθεστώς πλήρους αβεβαιότητας και ασάφειας για το μέλλον της; Πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν ζητήματα παραγωγικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης που ανακύπτουν από την οικονομική συρρίκνωση με εργαλείο τη χωροταξική και πολεοδομική πολιτική όταν ποτέ έως σήμερα αυτή δεν έπαιξε τέτοιο ρόλο ακόμα και κάτω από υγιείς οικονομικές συνθήκες; Σε ποια βάση τοποθετείται η πολιτική καθορισμού ρυθμίσεων για τις χρήσεις γης σε καθεστώς ουσιαστικής κατάρρευσης της αγοράς ακινήτων και συνθηκών μηδενικής ζήτησης; Τι περιθώρια επιλογών έχει άραγε μια κοινωνία να προσδιορίσει το μέλλον της μέσω ενός στρατηγικού σχεδίου, ενώ τελεί υπό το καθεστώς ανελαστικών περιορισμών που επιβάλλονται από ένα εξωτερικό πλαίσιο πολιτικής; Και, καταλήγοντας ίσως στο πιο κεντρικό ζήτημα, με ποιο τρόπο το ΡΣΑ θα μας βοηθήσει στο να αντιμετωπίσουμε την κρίση και τα συμπτώματα της;
Αυτό είναι το βασικό πρίσμα μέσα από το οποίο θα πρέπει να αξιολογηθούν οι προτάσεις της μητροπολιτικής πολιτικής και η μεταξύ τους εσωτερική συνάφεια. Μια τέτοια επιχειρηματολογία άλλωστε θα περίμενε κανείς υποθετικά να παρατίθεται εξαρχής στην «εισηγητική έκθεση» που θα έπρεπε να συνοδεύει το Σχέδιο Νόμου δηλαδή τη συνθετική αναγνώριση των προβλημάτων της υφιστάμενης κατάστασης και την αιτιολόγηση του πως το ΡΣΑ ανταποκρίνεται σε αυτά. Θα μπορούσε δε να αφορά σε διαφορετικής κλίμακας και εστίασης ζητήματα, ξεκινώντας από το κατά πόσον το Σχέδιο προάγει ένα διαφορετικό πρότυπο ανάπτυξης που να διαφοροποιείται από το καταναλωτικό πρότυπο των τελευταίων δεκαετιών το οποίο στηρίχτηκε στην προώθηση της οικοδομικής δραστηριότητας ως κινητήριου μοχλού οικονομικής ανάπτυξης, μέχρι και την υιοθέτηση πιο ριζοσπαστικών μέτρων πολιτικής για την αναζωογόνηση του κέντρου της πόλης. Ενδεικτικά έρχεται στο μυαλό μια αμφιλεγόμενη πολιτική που ακολουθήθηκε στην πόλη του Μεξικού, όχι απαραίτητα καταλληλη για να εφαρμοστεί στην περίπτωση της Αθήνας αλλά εξαιρετικά αποτελεσματική, που περιλάμβανε πάγωμα των αδειών για την κατασκευή νέων κατοικιών για 5 χρόνια σε όλη την μητροπολιτική περιοχή πλην του κεντρικού τμήματος της με σκοπό να ανατραπεί η τάση εξόδου πληθυσμού και δραστηριοτήτων προς τα προάστια.
Ένα δεύτερο πρίσμα μέσα από το οποίο θα πρέπει να εξετάσουμε το νέο πλαίσιο μητροπολιτικής πολιτικής για την Αθήνα είναι ως προς την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της μέχρι σήμερα πορείας εφαρμογής του και την ενσωμάτωση των αναγκαίων προσαρμογών. Αυτό το ερώτημα περιλαμβάνει μια σειρά επιμέρους ζητημάτων που σχετίζονται με το είδος του προωθούμενου σχεδιασμού, τη μορφή του σχεδίου αλλά και τη φιλοσοφία των προωθούμενων ρυθμίσεων. Άραγε το σχέδιο που χρειαζόμαστε πρέπει να έχει την ίδια μορφή με το ΡΣΑ του 85; Θα πρέπει να είναι μεγαλύτερο σε έκταση ή μικρότερο, περισσότερο ή λιγότερο δεσμευτικό; Τέτοια ζητήματα δεν μπορούν να απαντηθούν έξω από την θεώρηση της θέσης του ΡΣΑ εντός του ευρύτερου πλαισίου ρυθμιστικού σχεδιασμού. Από αυτή την άποψη παρουσιάζει ενδιαφέρον το γεγονός ότι η προωθούμενη αναθεώρηση των ΡΣ Αθήνας και Θεσσαλονίκης συμπίπτει με την πρόταση μεταρρύθμισης του θεσμικού πλαισίου του χωρικού σχεδιασμού που αναμένεται να δημοσιοποιηθεί σύντομα.
Έτσι λοιπόν, 30 χρόνια μετά την ψήφιση του ιστορικού νόμου 1337/1983 που προσδιόρισε τα επίπεδα του εγχώριου συστήματος του χωρικού σχεδιασμού και τα βασικά εργαλεία εφαρμογής του, μέρος του οποίου αποτελούν και τα ΡΣ Αθήνας και Θεσσαλονίκης, βρισκόμαστε ίσως μπροστά σε μια ανάλογη ιστορική στιγμή που θα πρέπει να προβληματιστούμε ξανά ως προς το τι είδους σχεδιασμό χρειαζόμαστε ως κοινωνία και τι θέλουμε από αυτόν. Μια τέτοια συζήτηση απαιτεί ζυμώσεις που δεν θα πρέπει περιοριστούν «εντός των τειχών» του επιστημονικού κόσμου αλλά να είναι ανοιχτές προς την κοινωνία και τις ανάγκες της. Μπορεί οι σημερινές συνθήκες να μην επιτρέπουν την αισιοδοξία και τον ενθουσιασμό της δεκαετίας του ‘80 με τις μεγάλες υποσχέσεις και τις προσμονές αλλά θα μπορούσε να οικοδομηθεί με πιο προσεκτικά και μετριοπαθή βήματα προς την δύσκολη αρχή ενός νέου ξεκινήματος.
ΘΑΝΟΣ ΠΑΓΩΝΗΣ
Λέκτορας, Τομέας Πολεοδομίας και Χωροταξίας,
Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου