Ο Θωμάς Μαλούτας ερευνά τη διαχρονική εξέλιξη του κοινωνικού διαχωρισμού στην πόλη της Αθήνας , δηλαδή την κατανομή των κοινωνικών τάξεων και εθνοτικών ομάδων στον αστικό χώρο, τα συστήματα και τους μηχανισμούς στέγασης. Εντοπίζει και αναδεικνύει ιδιαίτερες στεγαστικές και κοινωνικο-χωρικές διαδικασίες, όπως η κάθετη κοινωνική διαφοροποίηση και η ενδογενής κοινωνική κινητικότητα, που ερμηνεύουν την σημερινή εικόνα του μητροπολιτικού χώρου της Αθήνας.
Αλεξάνδρεια, 2018 | 296 σελίδες
Η μελέτη Η κοινωνική γεωγραφία της Αθήνας. Κοινωνικές ομάδες και δομημένο περιβάλλον σε μια νοτιοευρωπαϊκή μητρόπολη είναι το πιο πρόσφατο προϊόν της πολύχρονης ερευνητικής και συγγραφικής εργασίας του Θωμά Μαλούτα, πάνω στα ζητήματα της ανάπτυξης (και κρίσης) του ελληνικού κράτους πρόνοιας, της κοινωνικής δομής της σύγχρονης ελληνικής πόλης και ιδιαίτερα της Αθήνας, τους ποικίλους μετασχηματισμούς και διαχωρισμούς του αστικού χώρου. Το συγκεκριμένο έργο αποτελεί απόπειρα ενδελεχούς εξιστόρησης και καταγραφής της στεγαστικής/οικιστικής αποτύπωσης των κοινωνικών διαιρέσεων, του κοινωνικού διαχωρισμού στη μητροπολιτική Αθήνα (ο συγγραφέας ορίζει ως μητροπολιτική Αθήνα το ηπειρωτικό τμήμα της Αττικής και τη Σαλαμίνα).
Ο όρος κοινωνικός διαχωρισμός, εκφράζει μια χωρική μορφή της κοινωνικής ανισότητας εντός του αστικού περιβάλλοντος. Αναφέρεται στο βαθμό στεγαστικού διαχωρισμού των κοινωνικών τάξεων και εθνοτικών ομάδων μιας πόλης. Ο διαχωρισμός είναι αποτέλεσμα και ταυτόχρονα μηχανισμός κοινωνικής αναπαραγωγής των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων (εν προκειμένω των κεφαλαιοκρατικών, αν και ως αστικό κοινωνικό φαινόμενο προηγείται του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής). Η έκταση του κοινωνικού διαχωρισμού ποικίλει ανάλογα με την επίδραση της αγοράς (ταξικές ανισότητες στην κατοχή, αγορά ή ενοικίαση κατοικίας) τις κρατικές πολιτικές και το ιδιαίτερο κοινωνικό, πολιτικό, πολιτισμικό περιβάλλον. Ο κοινωνικός διαχωρισμός στις ΗΠΑ χρωματίζεται από την εγγραφή του εθνοφυλετικού ζητήματος στην ιστορία της κοινωνίας και του κράτους αυτού, ενώ η μορφή του είναι διαφορετική στις μεγάλες πόλεις της δυτικής Ευρώπης (μικρότερος ή πιο καθυστερημένος βαθμός προαστιοποίησης των αρχουσών κοινωνικών τάξεων για παράδειγμα) ή στις πόλεις της νότιας Ευρώπης με το υπολειμματικό κράτος πρόνοιας και τα εκτεταμένα οικογενειακά και γειτονικά δίκτυα. Αυτό που πρέπει να συγκρατηθεί είναι ότι η μείωση του κοινωνικού διαχωρισμού σε μια πόλη δε συνεπάγεται απαραίτητα και μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, ούτε μεγαλύτερο βαθμό επικοινωνίας και διάδρασης μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών ομάδων που συνυπάρχουν σε μια χωρική/ στεγαστική ενότητα, για παράδειγμα σε μια γειτονιά.
Η μεταπολεμική μεγέθυνση της Αθήνας σφραγίστηκε από δύο στεγαστικά πρότυπα: την αυτοστέγαση (χαμηλή κατά κύριο λόγο δόμηση, έντονη τις δεκαετίες 1950–1960 ) και την αντιπαροχή (δεκαετίες 1960–1970, δημιουργία ενός μεγάλο οικιστικού αποθέματος). Η αυτοστέγαση στο δυτικό τμήμα της πολης ενέτεινε τον κοινωνικό διαχωρισμό μεταξύ ενός αστικού τμήματος, στην ανατολική πλευρά του κέντρου και του λεκανοπεδίου και ενός εργατικού τμήματος στη δυτική πλευρά της πόλης.
Γύρω από την αντιπαροχή αρθρώθηκαν ποικίλα κοινωνικά συμφέροντα και υποκείμενα: ο ιδιοκτήτης του οικοπέδου, ο εργολάβος, οι μισθωτοί, επαγγελματίες, και επιχειρηματίες του κατασκευαστικού κλάδου, με χαρακτηριστικό γνώρισμα για μια μεγάλη περίοδο την απουσία του μεγάλου χρηματοπιστωτικού και κατασκευαστικού κεφαλαίου. Η αντιπαροχή συνυφάνθηκε με την κυοφορία ενδιάμεσων κοινωνικών κατηγοριών και την κοινωνική κινητικότητα. Η διευρυμένη δυνατότητα ιδιοκατοίκησης καθώς και η εκτεταμένη από τη δεκαετία του 60 πρόσβαση στην εκπαίδευση, αποτέλεσαν βασικούς πυλώνες σε αυτή τη διαδικασία της κινητικότητας. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα η αντιπαροχή αποτέλεσε παράγοντα υποβάθμισης των βιοτικών συνθηκών στο κέντρο της πόλης: από τη μία δημιουργήθηκε ένα τεράστιο στεγαστικό απόθεμα ενώ από την άλλη δεν υπήρξε καμία αντίστοιχη πρόβλεψη για δημιουργία υπηρεσιών, σχολείων, δημόσιων χώρων. Το στεγαστικό απόθεμα οδήγησε σταδιακά στην κυριαρχία της αγοράς στον τρόπο απόκτησης κατοικίας και εκτόπισε τελικά την αυτοστέγαση. Τη δεκαετία του ’90, ο τραπεζικός δανεισμός θα εξελιχθεί σε βασικό χρηματοδοτικό εργαλείο στην αγορά κατοικίας, διαδικασία που επιβοηθήθηκε από τη μείωση των επιτοκίων και του πληθωρισμού.
Η υποβάθμιση του κέντρου της πόλης θα οδηγήσει, από τη δεκαετία του ’70, τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα στην έξοδο είτε προς τα βορειοανατολικά προάστια είτε προς τον νότο . Έτσι ο παλιότερος κοινωνικός διαχωρισμός μεταξύ του αστικού κέντρου και της εργατικής δυτικής πλευράς και περιφέρειας της πόλης αντικαταστάθηκε από έναν διαχωρισμό μεταξύ από τη μία του βορειοανατολικού και νότιου τμήματος και από την άλλη του δυτικού τμήματος της πόλης. Εκτός από τη μετακίνηση των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων (αστική τάξη και ανώτερα μεσαία στρώματα) οι υπόλοιπες αλλαγές κατά την τεσσαρακονταετία 1970–2011 είναι πρώτον η αύξηση του πληθυσμού της πόλης, ο οποίος προσέγγισε τα τέσσερα εκατομμύρια και η επέκτασή της εκτός των ορίων του λεκανοπεδίου και δεύτερον η μεταβολή της κοινωνικής δομής της πόλης, με τη διεύρυνση των υψηλών κοινωνικών ομάδων και την καθήλωση των χαμηλών.
Η τελευταία παρατήρηση, σχετικά με τη μείωση της εργατικής τάξης στον πληθυσμό της πόλης, είναι κατά τη γνώμη μας προβληματική (γνωρίζουμε, βέβαια, ότι το αντικείμενο της μελέτης δεν είναι η ταξική διάρθρωση της Αθήνας). Η παραδοχή για τη μείωση των εργατικών στρωμάτων, (τα ανώτερα στρώματα αποτελούν το 1971 το 11% στο σύνολο του πληθυσμού για να ανέλθουν το 2011 στο 37,1%, ενώ η εργατική τάξη αντίστοιχα αποτελεί το 46% το 1971, για να συρρικνωθεί στο 28,2 % το 2011) βασίζεται στην επεξεργασία στοιχείων από τις απογραφές πληθυσμού της ΕΣΥΕ και τις αντίστοιχες επαγγελματικές και κοινωνικοταξικές ταξινομήσεις και κατηγοριοποιήσεις. Ο συγγραφέας προβαίνει σε μια τριαδική ταξινόμηση: υψηλές κοινωνικοεπαγγελαματικές κατηγορίες που περιλαμβάνουν διευθυντικά στελέχη κι επαγγελματίες, ενδιάμεσες που περιλαμβάνουν τεχνολόγους, υπάλληλους γραφείου και απασχολούμενους στην παροχή υπηρεσιών, μικροεργοδότες και χαμηλές επαγγελματικές κατηγορίες που περιλαμβάνουν εργάτες, τεχνίτες, ειδικευμένους κι ανειδίκευτους εργάτες και απασχολούμενους του πρωτογενούς τομέα. Οι ταξινομήσεις αυτές μάλλον συμπεριλαμβάνουν διαφορετικές ταξικές εντάξεις σε κάποιες επαγγελματικές κατηγορίες. Για παράδειγμα η κατηγορία των υπαλλήλων γραφείου και των απασχολούμενων στην παροχή υπηρεσιών συμπεριλαμβάνει εργάτες και τμήματα της νέας μικροαστικής τάξης, γι’ αυτό ο όρος μεσαία κοινωνικοεπαγγελματική κατηγορία είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση παραπλανητικός ως προς την ταξική ένταξη τμήματος της κατηγορίας αυτής.
Η εξέλιξη της κοινωνικής και στεγαστικής φυσιογνωμίας της πόλης, διακλαδώνεται σε τρία διαφορετικά πρότυπα : α) το πρώτο αφορά τις περιοχές στα βόρεια και νότια προάστια της πόλης στα οποία πυκνώνουν από τη δεκαετία του ’70 και μετά την παρουσία τους τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, καθώς και περιοχές στις οποίες δημιουργούνται μαζικά κατοικίες την τελευταία τριακονταετία με την επέκταση της πόλης β) το δεύτερο αφορά τις εργατικές περιοχές στη δυτική πλευρά της πόλης και κάποιους περιφερειακούς εργατικούς θύλακες (όπως για παράδειγμα ο Μαραθώνας), όπου σταδιακά η εργατική παρουσία μειώνεται σε σχέση με την παρουσία των μεσαίων επαγγελματικών κατηγοριών γ) το τρίτο πρότυπο αφορά το κέντρο της πόλης, με τη μείωση των μεσαίων και ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων εκτός κάποιων θυλάκων (Κολωνάκι, Πλάκα).
Oι μεταναστευτικές ροές αυξάνονται σημαντικά καθόλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90, εξαιτίας των παγκόσμιων οικονομικών και γεωπολιτικών μετατοπίσεων, για να σταθεροποιηθούν τη δεκαετία του 2000. Ο συγγραφέας εξετάζει τις χωρικές και στεγαστικές παραμέτρους της παρουσίας των μεταναστών στην πόλη της Αθήνας. Ο μεταναστευτικός πληθυσμός ανήλθε από τους 82.000 το 1991 σε 399.000 το 2011, ενώ ειδικά στο Δήμο Αθηναίων ζουν περίπου 150.000 μετανάστες σε ένα συνολικό πληθυσμό 663.000 κατοίκων, περίπου 23%. Αντιστρόφως ανάλογη είναι η διαχρονική παρουσία των Ελλήνων, καθώς από το 1991 έως το 2011 μειώθηκε κατά 290.000 ανθρώπους, αποτελώντας βέβαια πάντα την πλειοψηφία του πληθυσμού του δήμου (77% επί του συνόλου).
Οι μετανάστες κατοικούν αρχικά στις υποβαθμισμένες πολεοδομικά και οικιστικά περιοχές του κέντρου, διαμένοντας στα υπόγεια, ημιυπόγεια και ισόγεια διαμερίσματα των πολυκατοικιών που οικοδομήθηκαν τις δεκαετίες ’60–’70. Η επαγγελματική τους κατάσταση χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι καταλαμβάνουν τις πιο χαμηλές θέσεις, εργάζονται στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα (ενώ σταδιακά σχηματίστηκε ένα είδος μοντέλου εθνοτικού καταμερισμού εργασίας), παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά ανεργίας κι έχουν χαμηλή παρουσία σε εργοδοτικές θέσεις. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα χαρακτηριστικά αυτά αναφέρονται σε μετανάστες προερχόμενους από αναπτυσσόμενες χώρες, καθώς ορθώς ο συγγραφέας προβαίνει στις σχετικές διαφοροποιήσεις μεταξύ χωρών προέλευσης. Η ενοικίαση αποτελεί την κυρίαρχη μέθοδο στέγασης για την πλειοψηφία των μεταναστών, ενώ οι Αλβανοί που αποτελούν την μεγαλύτερη εθνική ομάδα, παρουσιάζουν σταδιακά αξιόλογο ποσοστό ιδιοκατοίκησης, που ανέρχεται στο 21% στην ευρύτερη περιοχή της μητροπολιτικής Αθήνας.
Ακολούθως εξετάζεται μια πολύ ενδιαφέρουσα ιδιομορφία των κοινωνικών και στεγαστικών μεταβολών στη φυσιογνωμία της πόλης. Η στεγαστική κινητικότητα στοιχειοθετεί μια καθοριστική ένδειξη της κοινωνικής κινητικότητας σε μια πόλη, σε τέτοιο βαθμό που κάποιες φορές ταυτίζονται. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η στεγαστική κινητικότητα δεν αποτελεί τη μοναδική παράμετρο αλλαγής της κοινωνικής φυσιογνωμίας μιας περιοχής. Στην περίπτωση της Αθήνας είναι πολύ σημαντική, αν κι ενδεχομένως αγνοημένη, η περίπτωση της κοινωνικής κινητικότητας που δεν συνοδεύεται από στεγαστική κινητικότητα. Η ανθεκτικότητα οικογενειακών δικτύων, παραδοσιακών κοινωνικών δομών και πολιτισμικών πρακτικών, σε συνδυασμό με την ύπαρξη ενός υπολειμματικού κράτους πρόνοιας (το κράτος πρόνοιας νοτιοευρωπαϊκού τύπου που βασίζεται στην οικογένεια για πληθώρα κοινωνικών παροχών/υπηρεσιών) συνέβαλε στην ύπαρξη ενδογενούς κοινωνικής κινητικότητας δίχως στεγαστική κινητικότητα.
Το φαινόμενο αυτό από τη μια πλευρά αυξάνει την κοινωνική ποικιλομορφία παλιότερων αμιγώς εργατικών περιοχών, διαμορφώνοντας νεοπαγή σχήματα κοινωνικού διαχωρισμού στη μικροκλίμακα, ενώ από την άλλη πλευρά μειώνει το συνολικό κοινωνικό διαχωρισμό σε επίπεδο πόλης, καθώς μειώνει την απόσταση της κατοίκησης μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών ομάδων. Αναφορικά με το συσχετισμό κοινωνικής και στεγαστικής κινητικότητας είναι ενδιαφέρον να μελετηθεί ποιες κοινωνικές κατηγορίες είναι αυτές που επέλεξαν να μετακινηθούν προς τα βορειοανατολικά και νότια προάστια και ποιες αυτές που παρέμειναν στον τόπο αρχικής κατοικίας. Υπάρχει άραγε μια διαφορετική στεγαστική πρακτική μεταξύ παραδοσιακής και νέας μικροαστικής τάξης;
Η κάθετη κοινωνική διαφοροποίηση στο αθηναϊκό κέντρο αποτελεί για το συγγραφέα ένα ιδιαίτερο, στεγαστικό και κοινωνικό φαινόμενο, διακριτό από τον κάθετο διαχωρισμό των πόλεων της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης, στις οποίες ένα αξιοσημείωτο ποσοστό των ανώτερων τάξεων επέλεξε την παραμονή στο κέντρο της πόλης, στα καλά διαμερίσματα των κάτω ορόφων των πολυκατοικιών καθόλη τη διάρκεια του 19ου και του 20ου αιώνα. Στην ελληνική περίπτωση, η κάθετη γειτνίαση διαφορετικών κοινωνικών ομάδων είναι πολύ πιο πρόσφατη και υποβοηθήθηκε από τις μετακινήσεις εύπορων στρωμάτων εκτός του κέντρου, την αλλαγή κοινωνικής φυσιογνωμίας περιοχών και γειτονιών και τα μεταναστευτικά ρεύματα. Κατά κύριο λόγο είναι ένα φαινόμενο που εντοπίζεται στο κέντρο της πόλης με την πληθώρα ύπαρξης πολυκατοικιών χτισμένων την εικοσαετία 60–80 και με τα συγκεκριμένα στεγαστικά χαρακτηριστικά, όπως είναι η ύπαρξη μικρών διαμερισμάτων στο ισόγειο και τους πρώτους ορόφους.
Ο εξευγενισμός [gentrification] είναι ένας όρος ευρέως διαδεδομένος και ίσως καταχρηστικά χρησιμοποιούμενος. Συνδέεται με την επιλογή κατοικίας στο κέντρο της πόλης, νέων συνήθως νοικοκυριών (είτε μονοπρόσωπων είτε νέων ζευγαριών), προερχόμενων από τα νέα μισθωτά μεσαία και τα ανώτερα στρώματα, που αναζητούν μέσω του τόπου κατοικίας να δομήσουν μια συγκεκριμένη ταυτότητα. Οι στεγαστικές επιλογές διαδέχονται ή προκαλούν νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις στο κέντρο των πόλεων μέσω εκτεταμένων σχεδίων ανάπλασης, συχνά σε χώρους προϋπάρχουσας βιομηχανικής χρήσης.
Στην περίπτωση της Αθήνας τα διαθέσιμα στοιχεία δεν συνηγορούν στην ύπαρξη διαδικασιών εξευγενισμού άξιων λόγου, εκτός ίσως από την περίπτωση της Πλάκας, τη δεκαετία του 80, με την ανάπλαση ιστορικών κτιρίων και τον εκτοπισμό διαφόρων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων συνδεόμενων με τη νυχτερινή διασκέδαση. Η έλλειψη ζήτησης κατοικιών στο κέντρο της Αθήνας, η επιλογή των προαστίων ως τόπου κατοικίας των μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων, η απουσία χώρων κι εκτάσεων προς εξευγενισμό, η επενδυτική απροθυμία του κατασκευαστικού κεφαλαίου, η υπερτροφία της πολυκατοικίας συνετέλεσαν ώστε ο όρος εξευγενισμός μάλλον να τυγχάνει πολύ μεγαλύτερης προβολής ή χρήσης σε σχέση με την πραγματική του παρουσία σε στεγαστικές/οικιστικές πρακτικές. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η κατάχρηση του όρου έχει οδηγήσει στην απώλεια της εννοιολογικής του στιβαρότητας καθώς και σε μεθοδολογικές παρανοήσεις καθώς μια διαδικασία άμεσα συνδεόμενη με το νεοφιλελεύθερο πρότυπο αστικής ανάπτυξης, χρησιμοποιείται για να περιγράψει διαδικασίες σε εντελώς διαφορετικά ιστορικά και κοινωνικοοικονομικά περιβάλλοντα.
Συμπερασματικά, η αναδίφηση στις πρακτικές, την εξέλιξη και τις ιδιαιτερότητες του στεγαστικού φαινομένου στην Αθήνα, αποτελεί αναντικατάστατη συνεισφορά στη γνώση της κοινωνικής ανατομίας της πόλης και των μετατοπίσεων της κοινωνικής σύνθεσης των περιοχών κατοικίας και την επισήμανση ιδιοτυπιών, όπως η ενδογενής κοινωνική κινητικότητα και η κάθετη κοινωνική διαφοροποίηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου