Το βράδυ της Παρασκευής 15/3/19, ανακοινώθηκε ότι στο εξής, οι αυτοαπασχολούμενοι συνάδελφοι υποχρεώνονται να πληρώνουν αυξημένες ασφαλιστικές εισφορές, καθώς σε αυτές περιλαμβάνονται πλέον το επικουρικό και το εφάπαξ (+71,50€).
Σε αυτήν την αύξηση προστίθενται και τα αναδρομικά των συγκεκριμένων συστατικών που δεν είχαν ζητηθεί το 2017 και 2018 (+42,98€ η μηνιαία δόση που θα καταβάλλεται επί 3 χρόνια). Έτσι η ελάχιστη μηνιαία εισφορά, από 167,94€ γίνεται αμέσως – αμέσως 282,42€.
Στις επιβαρύνσεις θα πρέπει να υπολογιστεί και η αύξηση της βασικής εισφοράς λόγω αύξησης του κατώτατου μισθού που ισχύει από το Φεβρουάριο του 2019 και θα ανεβάσει την ελάχιστη μηνιαία εισφορά περίπου στα 300 ευρώ (299,625€)
Στα παραπάνω πρέπει να προστεθεί και η υποχρέωση καταβολής των αναδρομικών του νόμου 3986/2011, που εξακολουθούν να εκδίδονται, παρότι υπάρχει προσφυγή στο ΣτΕ από το ΤΕΕ. Οι αναδρομικές αυτές εισφορές, ανέρχονται από 25,31€ μηνιαίως, στην καλύτερη περίπτωση ενώ στη χειρότερη, φτάνουν μέχρι και 36,50€ ανά μήνα.
Τίποτα από τα παραπάνω δεν θα έπρεπε να αποτελεί έκπληξη: όπως είχαμε επισημάνει από την πρώτη στιγμή ως ΑΣΜ, η απαίτηση των εισφορών επικουρικού και εφάπαξ προβλέπονταν εξαρχής από τον νόμο 4387/16. Το γεγονός ότι δεν είχαν επιβληθεί μέχρι τώρα εξυπηρέτησε την επικοινωνιακή χειραγώγηση του προς εξαφάνιση είδους των αυτοαπασχολούμενων, μέσω του εφησυχασμού και της άρνησης αποδοχής της πραγματικότητας. Τώρα, καθώς η μαγική εικόνα των «ασφαλιστικών ελαφρύνσεων» καταρρέει, αξίζει να επισημάνουμε τα εξής:
Το επικουρικό και το εφάπαξ εμφανίζονται ως συμπληρώματα της σύνταξης τα οποία ο ασφαλισμένος δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα εισπράξει κάποτε ή τι περικοπές θα έχουν επιβληθεί σε αυτά μέχρι τότε. Ωστόσο, υπό το πρόσχημα της ανταποδοτικότητας, τα σχετικά ασφάλιστρα του ζητούνται τώρα, άμεσα, υποχρεωτικά, σε “ζεστό” χρήμα. Το γεγονός αυτό αποκαλύπτει την πραγματική σκοπιμότητά τους που είναι καθαρά εισπρακτική και όχι βελτιωτική της σύνταξης.
Η εμφανής ανεπάρκεια της κανονικής σύνταξης, κατά την καθεστωτική λογική, θεραπεύεται όχι με την αναβάθμισή της σε αξιοπρεπή επίπεδα αλλά με την βοήθεια συμπληρωμάτων για τα οποία ο ασφαλισμένος ‑‑στην βάση πάντα της “ανταποδοτικότητας” η οποία θεωρείται θέσφατο‑‑ οφείλει να πληρώνει ασφάλιστρα ακόμη και πολύ πέραν των οικονομικών του δυνατοτήτων.
Οι ασφαλιστικές εισφορές προσεγγίζουν και πάλι τα προ του νόμου 4387/16 επίπεδα, ενώ οι αντίστοιχες υπηρεσίες, καθώς και οι συντάξεις –δήθεν λόγω και της ανάγκης μείωσης των εισφορών, στο ανταποδοτικό πλαίσιο– έχουν εξανεμιστεί.
Η αδυναμία ανταπόκρισης μιας μεγάλης μερίδας ήδη χρεωμένων συναδέλφων στις αυξημένες εισφορές (που για τα χαμηλότερα εισοδήματα ξαφνικά τείνουν να διπλασιαστούν) τους πετάει άμεσα εκτός των πολυδιαφημισμένων ρυθμίσεων, καθώς προϋπόθεση των τελευταίων θα είναι η εξόφληση των τρεχουσών εισφορών. Έτσι τους στέλνει κατευθείαν στο ΚΕΑΟ. Αυτό θα προκαλέσει μείζον κοινωνικό πρόβλημα, καθώς θα οδηγήσει σε μαζικές κατασχέσεις περιουσιών για ασφαλιστικά χρέη.
Ο ασυνάρτητος τρόπος συλλογής των ασφαλιστικών εισφορών, που κάθε συστατικό τους τείνει να εκδίδεται από διαφορετική υπηρεσία και κάθε υπόχρεος βρίσκεται ανυποψίαστος ή να ψάχνει που και πώς θα πληρώσει, δημιουργεί παγίδες απώλειας προθεσμιών και προσαυξήσεων ακόμη και στους ασφαλισμένους που είναι σε θέση να πληρώσουν. Έτσι η εισπρακτική επιχείρηση ενισχύεται και με δόλια μέσα.
Θεωρούμε ότι οι πρόσφατες εξελίξεις δικαιώνουν πλήρως την εκτίμηση μας ότι οι ασφαλιστικές εισφορές δεν έχουν καμία σχέση με την χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος, αλλά αποτελούν εργαλεία οικονομικής αφαίμαξης, κατασκευής χρέους ως χρηματιστικού προϊόντος, εξαφάνισης της αυτοαπασχόλησης και εκκαθάρισης του εργασιακού – επαγγελματικού τοπίου.
Απέναντι σε αυτές τις εξελίξεις δεν υπάρχουν προφανείς πρακτικές άμυνας: για να τις συγκροτήσουμε πρέπει να συνειδητοποιήσουμε την κατάσταση και να προωθήσουμε την συλλογική μας υπόσταση, στον αντίποδα του εφησυχασμού, του στρουθοκαμηλισμού και της εξατομίκευσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου