Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2019

Σκόπια, η πόλη του 22ου αιώνα

Το κέντρο των Σκοπίων, όπως το φαντάστηκε το 1965 ο νικητής του διαγωνισμού, Κένζο Τάνγκε

Το κέντρο των Σκοπίων, όπως το φαντάστηκε το 1965 ο νικητής του διαγωνισμού, Κένζο Τάνγκε
«Ο,τι καλύτερο υπάρχει σε όλη την υφήλιο από άποψη επιστημονικής και τεχνικής δεξιότητας
θα επιδειχθεί στην ανοικοδόμηση των Σκοπίων»
Ερνεστ Βάισμαν, υποδιευθυντής της Επιτροπής Κοινωνικών & Οικονομικών Υποθέσεων του ΟΗΕ (23/7/1964)

Μια ενδιαφέρουσα έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη -ανοιχτή ώς τις 17 Φεβρουαρίου- ήρθε να μας θυμίσει όχι μόνο μια ξεχασμένη σελίδα των σχέσεων της χώρας μας με τους Βόρειους γείτονές της, την εποχή που η Σοσιαλιστική Δημοκρατία Μακεδονίας αποτελούσε συστατικό τμήμα της τιτοϊκής Γιουγκοσλαβίας, αλλά και τον πολυσύνθετο χαρακτήρα των αντιθέσεων που διαπερνούσαν κάθε έκφανση της διεθνούς πολιτικής την εποχή του Ψυχρού Πολέμου.
Με τίτλο «Μέλλον υπό Κατασκευή: Ο Δοξιάδης στα Σκόπια» και αντικείμενο την ελληνική συμβολή στην ανοικοδόμηση της πόλης των Σκοπίων μετά τον καταστροφικό σεισμό της 26ης Ιουλίου 1963, η έκθεση οργανώθηκε ως σύμπραξη αρχιτεκτόνων και μουσείων των δυο χωρών· επί της ουσίας, συνιστά το πρώτο δείγμα παρόμοιας συνεργασίας μετά τη θετική έκβαση των διαπραγματεύσεων της περασμένης χρονιάς.
Επιμελητές της είναι οι Καλλιόπη Αμυγδάλου, Αννα Ιβάνοφσκα Ντέσκοβα, Γιόβαν Ιβάνοφσκι, Βλάντιμιρ Ντέσκοβ και Κώστας Τσιαμπάος, το δε υλικό της αντλήθηκε από το Αρχείο Κωνσταντίνου Δοξιάδη (Μουσείο Μπενάκη), το Μουσείο της Πόλης των Σκοπίων και την ιδιωτική συλλογή των επιμελητών από την ΠΓΔΜ.
Εξίσου ενδιαφέρουσα αποδείχθηκε η επιστημονική ημερίδα που οργανώθηκε κατά το άνοιγμά της (17/12), προσφέροντας σε όσους την παρακολούθησαν μια πλήρη εικόνα τόσο της αρχιτεκτονικής όσο και της πολιτικής διάστασης του αντικειμένου.
Η ευχάριστη αυτή έκπληξη ήρθε λίγες μόνο μέρες μετά από τη φιλοξενία στον ίδιο χώρο μιας εντελώς διαφορετικής εκδήλωσης: της διάλεξης «Ιων Δραγούμης: Η ζωή, οι ιδέες και η πνευματική παρακαταθήκη του» (13/12) που οργάνωσε το σωματείο «Φίλοι του Μουσείου Μπενάκη» με βασικό ομιλητή τον Σταμάτη Μαμούτο −αρχηγό μιας «οργανωμένης συλλογικότητας νεορομαντικών» ονόματι Φ.ΛΕ.ΦΑ.ΛΟ., με πολιτική δράση που περιλαμβάνει από δημόσιες διαμαρτυρίες για το «πογκρόμ» που υπέστησαν οι χρυσαυγίτες «συναγωνιστές» τους μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα μέχρι διακηρύξεις συμπαράστασης στους φυσικούς αυτουργούς των πρόσφατων λιντσαρισμάτων του Γιάννη Μπουτάρη και του Ζακ Κωστόπουλου (στο πλαίσιο, πάντα, της κοινής καταπολέμησης των προϊόντων του επάρατου διαφωτισμούφιλελευθερισμού, μαρξισμού, αντιφασισμού).
Φιλοξενία που πιστοποιεί πως η ακροδεξιά εξόρμηση κατά του «εθνομηδενισμού» και των παραφυάδων του βρίσκει πλέον ερείσματα ακόμη και σε υπεράνω πάση υποψίας προπύργια του εγχώριου αστικού πολιτισμού...
Ας επιστρέψουμε, όμως, στο (σαφώς πιο ενδιαφέρον και επίκαιρο) σημερινό αντικείμενό μας: την πολιτικοϊδεολογική, διπλωματική και αρχιτεκτονική αναμέτρηση που σημειώθηκε τη δεκαετία του 1960 γύρω από την «πρότυπη» ανοικοδόμηση μιας ευρωπαϊκής πόλης από την επιστημονικοτεχνική αφρόκρεμα Ανατολής και Δύσης.
Ενα διεθνές πρότζεκτ
Ο καταστροφικός σεισμός της 26/7/1963 βιώθηκε ως ευκαιρία για ένα πρωτοπόρο πολεοδομικό πείραμα
Ο καταστροφικός σεισμός της 26/07/1963 βιώθηκε ως ευκαιρία για ένα πρωτοπόρο πολεοδομικό πείραμα. | 
Η ανάδειξη των Σκοπίων σε τόσο κεντρικό διακύβευμα δεν υπήρξε καθόλου τυχαία. Κατ’ αρχάς, η έκταση των καταστροφών του 1963 υπήρξε τέτοια, ώστε ν’ απαιτεί το ξαναχτίσιμο της πόλης εκ βάθρων.
Μέσα σε 20 δευτερόλεπτα σεισμού 6,9 Ρίχτερ και 26 λεπτά συνεχών μετασεισμικών δονήσεων, το 80% των κτιρίων της πόλης καταστράφηκε ή υπέστη σοβαρές ζημιές· από τους 171.000 κατοίκους της, 1.070 σκοτώθηκαν, 3.300 τραυματίστηκαν, 80.000 έμειναν άστεγοι κι άλλοι 70.000 σε σπίτια με πρόβλημα στατικότητας. Το υλικό κόστος των ζημιών υπολογίστηκε στο διπλάσιο του ετήσιου ΑΕΠ της Σ.Δ. Μακεδονίας.
Μέσα σε χρόνο μηδέν, η κυβέρνηση του Βελιγραδίου αναγόρευσε την ανοικοδόμηση της πόλης σε διεθνές ζήτημα. Επισκεπτόμενος τα Σκόπια την επομένη της συμφοράς, ο Τίτο διακήρυξε πως όχι μόνο θ’ ανοικοδομηθούν αλλά και θ’ αποτελέσουν «καύχημα και σύμβολο αδελφότητας κι ενότητας, τόσο της γιουγκοσλαβικής όσο και της διεθνούς αλληλεγγύης».
Στις 30 Ιουλίου η ομοσπονδιακή κυβέρνηση μοίρασε σε όλες τις ξένες αντιπροσωπείες ειδικό φυλλάδιο με αναλυτικές πληροφορίες για τις καταστροφές και τα κονδύλια που η ίδια θα διέθετε για την αποκατάστασή τους.
Στις 2 Αυγούστου, επέτειο της τοπικής εθνικής γιορτής του Ιλιντεν, το Εκτελεστικό Γραφείο της Ενωσης Κομμουνιστών Γιουγκοσλαβίας (το ανώτατο, δηλαδή, καθοδηγητικό όργανο της χώρας) αποφάσισε να προσφύγει στον ΟΗΕ για συμπληρωματική οικονομική και τεχνική βοήθεια.
Στις 14 Οκτωβρίου, τέλος, η απόφαση 1882 της Γ.Σ. του ΟΗΕ κάλεσε τις υπηρεσίες και τα κράτη-μέλη του οργανισμού να συνδράμουν το Βελιγράδι «στην εκτέλεση του πενταετούς σχεδίου για την ανοικοδόμηση των Σκοπίων».
Τα επόμενα χρόνια, 77 χώρες θ’ ανταποκριθούν στην έκκληση αυτή με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Η διεθνής βοήθεια πήρε διττή μορφή: (α) άμεση «τεχνική συνδρομή» στην περίθαλψη των πληγέντων και την προσωρινή στέγαση των αστέγων μέσα στους επόμενους μήνες και (β) ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα, χρηματοδοτημένο από το Ειδικό Ταμείο του ΟΗΕ για τη στήριξη των αναπτυσσόμενων χωρών, για την οργανωμένη ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης πόλης.
Ο ρόλος της Γιουγκοσλαβίας ως ηγετικού παράγοντα του Κινήματος των Αδεσμεύτων διευκόλυνε αισθητά αυτή την εξέλιξη, μετατρέποντας το όλο έργο σε αντικείμενο άμιλλας μεταξύ των δυο αντίπαλων συνασπισμών. Το ίδιο και η συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, που συνέπεσε με τα πρώτα βήματα ύφεσης του Ψυχρού Πολέμου.
Μετά την παραλίγο παγκόσμια θερμοπυρηνική σύρραξη του προηγούμενου Οκτωβρίου για την Κούβα, η ειρηνική συνύπαρξη πρόβαλλε πλέον ως μοναδική επιλογή για Ανατολή και Δύση· ακριβώς την παραμονή του σεισμού είχε μάλιστα υπογραφεί η πρώτη αμερικανοσοβιετική συμφωνία για τη διακοπή των υπέργειων πυρηνικών δοκιμών (25/7/1963).
Εξίσου καθοριστική αποδείχθηκε η παρουσία του Κροάτη αρχιτέκτονα Ερνεστ Βάισμαν ως υποδιευθυντή του Συμβουλίου Οικονομικών και Κοινωνικών Υποθέσεων του ΟΗΕ.
Μαθητής του Λε Κορμπιζιέ, ο Βάισμαν έθεσε ως στόχο την ανάδειξη των Σκοπίων σε πρότυπο «παγκόσμιο άστυ», αντίδοτο στη διάχυτη τότε φιλολογία περί «άρρωστων πόλεων» και κρίσης της πολεοδομίας.
Η σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή της πόλης έγινε ως εκ τούτου αντιληπτή όχι μόνο ως συμφορά αλλά και ως πολεοδομική ευκαιρία: σε αντίθεση με ορισμένες πρωτεύουσες μεγάλων τριτοκοσμικών κρατών που οικοδομούνταν εκείνο τον καιρό από το πουθενά (Ισλαμαμπάντ, Μπραζίλια κ.λπ.), η πρόκληση εδώ περιλάμβανε την ανασύσταση ενός αστικού κέντρου με ταυτόχρονη κάλυψη των πιεστικών αναγκών του ήδη υφιστάμενου πληθυσμού του.
Η όλη πρόσληψη είχε φυσικά αρκετές δόσεις μεγαλομανίας, σε μια εποχή γεμάτη από τυφλή πίστη στις δυνατότητες της τεχνικής προόδου. Το πιστοποιούν, μεταξύ άλλων, και οι ιδιόχειρες προσωπικές σημειώσεις του πρώτου απεσταλμένου του ΟΗΕ, Μορίς Ροτιβάλ, το φθινόπωρο του 1963:
«Ο κόσμος τώρα αναμένει να γίνουν τα Νέα Σκόπια μια πρότυπη πόλη, χτισμένη όχι για το παρόν αλλά για το μέλλον. Οποιοδήποτε λιγότερο εύγλωττο αποτέλεσμα δεν θα γίνει κατανοητό και θα πει στα εκατομμύρια τουρίστες που θα έρθουν να δουν το έργο που πραγματοποιείται κάτω από την ηγεσία των Ηνωμένων Εθνών ότι μια μεγάλη ευκαιρία σπαταλήθηκε. Για χάρη της Υφηλίου, τα Σκόπια πρέπει να είναι όχι μόνο μια πόλη για να ζει κανείς, αλλά επίσης ένα μνημείο στην ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο» (Tolić 2012, σ. 221).
Οι αυξημένες αυτές προσδοκίες έρχονταν να ταιριάξουν με τους οραματισμούς της εγχώριας διανόησης, σύμφωνα με τους οποίους η μεταπολεμική γιουγκοσλαβική αρχιτεκτονική, αμάλγαμα ποικίλων πολιτισμικών καταβολών και της αναμέτρησης με την ΕΣΣΔ για τα χαρακτηριστικά του σοσιαλιστικού μέλλοντος, αποτύπωνε «το περίγραμμα του 22ου αιώνα».
Ελληνοπολωνική μονομαχία
Οι βασικοί παίκτες του πολεοδομικού «ματς»: πάνω ο Δοξιάδης με τους συνεργάτες του στα Σκόπια, κάτω ο Σιμπόροφσκι επί το έργον
Οι βασικοί παίκτες του πολεοδομικού «ματς»: πάνω ο Δοξιάδης με τους συνεργάτες του στα Σκόπια, κάτω ο Σιμπόροφσκι επί το έργον | ΑΡΧΕΙΟ ΔΟΞΙΑΔΗ | «SKOPJE RESURGENT» (Ν. Υόρκη 1970)
Με δεδομένο τον διεθνή χαρακτήρα της ανοικοδόμησης, ΟΗΕ και γιουγκοσλαβική κυβέρνηση συγκρότησαν στις αρχές του 1964 ένα Διεθνές Γραφείο Συμβούλων (IBC) με πρόεδρο τον Βάισμαν, ως συντονιστικό όργανο της όλης προσπάθειας.
Ακολούθησε τον Φεβρουάριο η υποβολή τριών υποψηφιοτήτων για την κατάρτιση του Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου (ΓΠΣ) της νέας πόλης και η επιλογή από τον ΟΗΕ της εταιρείας του Κωνσταντίνου Δοξιάδη (Doxiades Associates, DA), με κυριότερο επιχείρημα την «αξιόλογη εμπειρία της σε πολλά μέρη του κόσμου».
Εκτός από τον κομβικό ρόλο του στη μεταπολεμική ανοικοδόμηση της Ελλάδας, το Γραφείο Δοξιάδη είχε ήδη στο ενεργητικό του ουκ ολίγα ΓΠΣ, από τη Βαγδάτη ώς το Ισλαμαμπάντ.
Στα τέλη Μαρτίου η ομάδα του Δοξιάδη κατέφθασε στα Σκόπια, για να διαπιστώσει πως εκεί δούλευαν ήδη οι ανταγωνιστές της: η πολωνική Polservice μ’ επικεφαλής τον διάσημο αρχιτέκτονα Αντολφ Σιμπόροφσκι, επιβλέποντα της μνημειώδους ανασύστασης της κατεστραμμένης από τον πόλεμο Βαρσοβίας (1956-1964) και μελλοντικό νικητή του διαγωνισμού για την ανοικοδόμηση των βομβαρδισμένων συνοικιών του Αμβούργου (1965).
Προσκεκλημένη των τοπικών αρχών, με αρχικό επίσημο προορισμό την οργάνωση σε βιώσιμα σύνολα των προκατασκευασμένων οικισμών που είχαν ήδη στηθεί για τη στέγαση των αστέγων, ανέλαβε στη συνέχεια να υποβάλει το δικό της εναλλακτικό ΓΠΣ με βάση την εμπειρία της από την ισοπεδωμένη Βαρσοβία −όπου το 85% των κτιρίων είχε καταστραφεί στη διάρκεια του πολέμου του 1939 και της καταστολής των εξεγέρσεων του 1943-1944 από τους ναζί (Senior 1970, σ. 96 & 37).
Στην πραγματικότητα ο Σιμπόροφσκι επιλέχθηκε ως αντίβαρο στους Ελληνες εκλεκτούς του ΟΗΕ, που εκλαμβάνονταν σαν το μακρύ χέρι της Ουάσινγκτον: καθώς «το όνομα του Δοξιάδη ήταν ήδη στενά συνδεδεμένο μ’ έναν αριθμό πολεοδομικών πρωτοβουλιών που προωθούνταν από οργανισμούς με έδρα τις ΗΠΑ (όπως ο ίδιος ο ΟΗΕ ή το Ιδρυμα Φορντ) και, ως τέτοιου, η φήμη του είχε αμαυρωθεί, ιδίως μεταξύ των χωρών του ανατολικού μπλοκ, που έβλεπαν αυτά τα σχέδια ως μέσο επιδίωξης μιας νεοϊμπεριαλιστικής πολιτικής», διαβάζουμε σε πρόσφατη μελέτη του σχετικού παρασκηνίου, ήταν φανερό πως «η πολωνική βοήθεια δεν έγινε δεκτή από τη γιουγκοσλαβική κυβέρνηση εξαιτίας των ομοιοτήτων ανάμεσα στα Σκόπια και τη Βαρσοβία, αλλά επειδή η παρουσία ενός Δυτικού κι ενός Ανατολικού πολεοδόμου στη Μακεδονία θα συνέβαλλε στη διατήρηση των πολιτικών ισορροπιών, διπλασιάζοντας ταυτόχρονα τα μέσα για την ανοικοδόμηση των Σκοπίων» (Tolić 2011, σ. 145-6).
Μέσα στο επόμενο τετράμηνο, καθεμιά από τις δυο ομάδες θα καταστρώσει και θα υποβάλει το δικό της Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο, με εμφανείς τις μεταξύ τους διαφορές.
Σύμφωνα με τις προσωπικές του αντιλήψεις που είχε κωδικοποιήσει ως «οικιστική» (ekistics), ο Δοξιάδης θεώρησε δεδομένη την προοπτική μιας υδροκέφαλης πόλης 800-900.000 κατοίκων κι επικέντρωσε τη μελέτη του στην ορθολογική διαχείριση αυτής της εξέλιξης.
Ο Σιμπόροφσκι, από την άλλη, πρόκρινε την εκτόνωση των μελλοντικών πληθυσμιακών εισροών προς τρία δορυφορικά κέντρα (Κουμάνοβο, Τέτοβο, Τίτοβ Βέλες) και την οικοδόμηση μιας πρωτεύουσας 350.000 κατοίκων το 1981, με μια «μέθοδο βέλτιστου συνδυασμού» που συνυπολόγιζε την ελαχιστοποίηση του κατασκευαστικού κόστους με τα κοινωνικά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα κάθε εναλλακτικής (Senior 1970, σ. 82-3, 96 & 186-8).
Για την προώθηση του δικού της σχεδίου, σε μια αναμέτρηση που σύμφωνα με πολωνικό περιοδικό της εποχής θύμιζε «αθλητικό ματς», κάθε πλευρά επιστράτευσε όλα τα δυνατά μέσα: από την εμπειρία της στην αντίστοιχη μεταπολεμική ανοικοδόμηση μέχρι την πρόσβασή της στις νέες τεχνολογίες.
Οι Πολωνοί τόνισαν π.χ. επανειλημμένα ότι διέθεταν ηλεκτρονικούς υπολογιστές, που θα επέλεγαν -αυτοί κι όχι κάποιος ανθρώπινος νους- τη βέλτιστη λύση κάθε επιμέρους προβλήματος.
Φιλοδοξώντας να πάρει την επίβλεψη του έργου, ο Ροτιβάλ φρόντισε πάλι να υποσκάψει την πρόταση Δοξιάδη σαν εγγενώς επιρρεπή σε ανθρώπινα λάθη, επισημαίνοντας ότι ο ίδιος μόλις είχε προμηθευτεί «δυο κομπιούτερ της ΙΒΜ» (Tolić 2011, σ. 149-151).
Οπως διαπιστώνουμε από τη δημοσιευμένη αλληλογραφία της, η DA μάλλον υστερούσε σ’ αυτό το πεδίο, όντας υποχρεωμένη να μεταφέρει το υλικό της για ηλεκτρονική επεξεργασία από τα Σκόπια και την Αθήνα στη Ζυρίχη και το Λονδίνο (Amygdalou κ.α. 2018, σ. 84). Ευδιάκριτη ήταν επίσης η προτίμηση των τοπικών αρχών στους Πολωνούς, αν κρίνουμε από την προνομιακή πρόσβασή τους στον εγχώριο Τύπο.
Η τελική απόφαση του IBC, τον Ιούλιο του 1964, υπήρξε από κάθε άποψη σολομώντεια: ο μεν Σιμπόροφσκι διορίστηκε ως κεντρικός διαχειριστής του έργου, ενώ στον Δοξιάδη ανατέθηκε η μελέτη συγκεκριμένων κρίσιμων πτυχών του (κατοικία, κυκλοφοριακό, μέσα μεταφοράς). Στη Νέα Υόρκη ο Ροτιβάλ θα γίνει έξω φρενών, οι διαμαρτυρίες του όμως θα πέσουν στο κενό.
Μια κομβική πτυχή αυτής της αντιπαράθεσης, αποκαλυπτική για τα λιγότερο ορατά συμφραζόμενά της, αφορούσε την ενδελεχή επιτόπια κοινωνική έρευνα που ο Δοξιάδης θεωρούσε προαπαιτούμενο του σχεδιασμού του, αλλά οι Γιουγκοσλάβοι προτίμησαν να αναθέσουν στο νεοσύστατο Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας (ΙΤΡΑ) των Σκοπίων.
Σύμφωνα με το αρχείο του, ο Δοξιάδης είχε βολιδοσκοπήσει ως επικεφαλής της «ομάδας κοινωνικού σχεδιασμού» που θα διεκπεραίωνε αυτή την έρευνα τον Λουί Μινικλιέ, προϊστάμενο της «Μονάδας Κοινοτικής Αναπτύξεως» της υπηρεσίας του Στέιτ Ντιπάρτμεντ (ICA) που εξελίχθηκε κατόπιν στη σημερινή USAID.
Με τη σειρά του, ο τελευταίος απευθύνθηκε για την επάνδρωση του ερευνητικού συνεργείου στον ανθρωπολόγο Τζόελ Χάλπερν, που είχε πραγματοποιήσει έρευνες στη Σερβία και το Λάος και πηγαινοερχόταν μεταξύ πανεπιστημίου και ICA (Amygdalou κ.ά. 2018, σ. 58-59).
Οπως πληροφορούμαστε από σχετικά πρόσφατη διάλεξή του, ο Χάλπερν διεκπεραίωνε επίσης προγράμματα Ψυχολογικού Πολέμου για λογαριασμό του Πενταγώνου, στους τελικούς αποδέκτες των οποίων περιλαμβανόταν και η CIA (Joel Halpern, «American Imperialism in SE Asia. A Micro-Anthropological Perspective», 20/11/2012, Part II, σ. 1).
Τα προγράμματα «κοινοτικής ανάπτυξης» της ICA/USAID που διηύθυνε ο Μινικλιέ ήταν πάλι ένας μηχανισμός προληπτικής αντιεξέγερσης, με σκοπό την ανάπτυξη πρωτοβάθμιων αντικομμουνιστικών πυρήνων στα υπαίθρια μετόπισθεν του «ελεύθερου κόσμου».
Ο Γιαπωνέζος και οι Βαλκάνιοι
Ο Κένζο Τάνγκε με το επιτελείο του
Ο Κένζο Τάνγκε με το επιτελείο του | 
Ακόμη μεγαλύτερη δημοσιότητα από την ελληνοπολωνική αυτή αναμέτρηση πήρε ο διεθνής διαγωνισμός που προκηρύχθηκε τον Δεκέμβριο του 1964 για ένα πρωτότυπο σχέδιο ανοικοδόμησης του κέντρου των Σκοπίων, έκτασης 3.000 στρεμμάτων.
ΟΗΕ και Βελιγράδι επέλεξαν από τέσσερις υποψηφίους: έναν Ιάπωνα, έναν Ιταλό, έναν Ολλανδό και τον γνωστό μας Ροτιβάλ (σαν Αμερικανό) ο πρώτος, από ένα γραφείο ισάριθμων γιουγκοσλαβικών Δημοκρατιών (Σερβία, Σλοβενία, Κροατία και Μακεδονία) το δεύτερο.
Οι εμπνεύσεις τους κάλυψαν όλη την γκάμα δυνατών προτάσεων, από το ρομαντικό όραμα του Ιταλού Λουίτζι Πιτσινάτο για άπλωμα της νέας πόλης σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη έκταση, με μονοκατοικίες και όρους δόμησης που θ’ αναπαρήγαγαν επί το λειτουργικότερο τις δομές του παραδοσιακού κέντρου της, μέχρι τα μεγαλομανή σχέδια του Ροτιβάλ για συγκέντρωση όλων των κεντρικών λειτουργιών σε μια πελώρια τριγωνική πυραμίδα που θα επισκίαζε τα πάντα γύρω της (Amygdalou κ.α. 2018, σ. 90-1).
Η τελική επιλογή, τον Ιούλιο του 1965, υπήρξε κι εδώ σολομώντεια: τα 20.000 δολάρια του βραβείου μοιράστηκαν ανάμεσα στον Ιάπωνα Κένζο Τάνγκε (κατά 60%) και στους Κροάτες Ράντοβαν Μίστσεβιτς και Φέντορ Βέντσλερ (κατά 40%), με εντολή προς το εγχώριο ITPA να συγκεράσει τις δυο ιδέες (και να ενσωματώσει «έναν αριθμό πολύτιμων προτάσεων» των λοιπών υποψηφίων) σ’ ένα μικτό «ένατο σχέδιο» (Senior 1970, σ.370).
Η συνθετική αυτή οδηγία προκάλεσε εύλογες απορίες, καθώς το πραγματιστικό και «καλομελετημένο» σχέδιο των Κροατών δύσκολα μπορούσε να συνδυαστεί με τις φουτουριστικές ιδέες του Τάνγκε, που εξαφάνιζε κάθε απομεινάρι της παλιάς πόλης προς όφελος ενός εγκάρσιου άξονα όπου τον πρώτο λόγο θα είχε η κυκλοφορία των ΙΧ.
Στην πραγματικότητα, η πανηγυρική πρόκριση του ιαπωνικού σχεδίου δεν αποτελούσε παρά μία άσκηση δημόσιων σχέσεων παγκόσμιας εμβέλειας, προκειμένου ν’ αποσπαστούν όσο το δυνατόν μεγαλύτερα κονδύλια μέσω του ΟΗΕ −δεδομένου ότι ο Τάνγκε ήταν όχι μόνο διάσημος (ως σχεδιαστής των βασικών εγκαταστάσεων της Ολυμπιάδας του Τόκιο) αλλά επιπλέον διέθετε ισχυρές γνωριμίες στη γραφειοκρατία του Οργανισμού, κάτω από την επίβλεψη της οποίας είχε μετάσχει στη μεταπολεμική ανοικοδόμηση της Ιαπωνίας (Tolić 2012).
Από κει και πέρα, οι ντόπιοι επιστήμονες ανέλαβαν την προσαρμογή των μεγαλόπνοων ιδεών του (που, όπως αποδείχθηκε, δεν είχαν και πολλή σχέση με τις πραγματικές διαστάσεις του χώρου) στις υλικές δυνατότητες των εκτελεστών.
Σχεδιάγραμμα του τελικού ΓΠΣ (1966), με τις χρήσεις γης των ανοικοδομημένων Σκοπίων
Σχεδιάγραμμα του τελικού ΓΠΣ (1966), με τις χρήσεις γης των ανοικοδομημένων Σκοπίων | «SKOPJE RESURGENT» (Ν. Υόρκη 1970)
Το τελικό σχέδιο που κατατέθηκε τον Μάιο του 1966 δεν περιείχε έτσι από τις εμπνεύσεις του διάσημου σχεδιαστή, όπως ο ίδιος διαπίστωσε με θλίψη, παρά «μια σκιά στο φεγγαρόφωτο».
Ακολουθώντας την πάγια πρακτική του, το IBC μοίρασε το έργο στα τρία: από την πρόταση του Τάνγκε κράτησε μόνο τα στοιχεία του «Τείχους» (από πολυώροφα συγκροτήματα κατοικιών) και της «Πύλης» (που, αντί για το αρχικά προγραμματισμένο σύνολο υπηρεσιών, εξελίχθηκε τελικά σε απλό συγκοινωνιακό κόμβο)· οι Κροάτες ανέλαβαν τα φουτουριστικά εκπαιδευτικά και πολιτιστικά ιδρύματα κατά μήκος της βόρειας όχθης του Βαρδάρη, οι δε ντόπιοι κατασκευαστές το διοικητικό, εμπορικό και ψυχαγωγικό κέντρο της νότιας όχθης.
Εισάγοντας προς έγκριση το τελικό κείμενο, ο Βάισμαν φρόντισε από την πλευρά του να προειδοποιήσει τα μέλη του οργάνου για το ποιος είχε στην πραγματικότητα τον τελικό λόγο: ενδεχόμενη εμμονή στα αρχικά σχέδια, τόνισε, σημαίνει ότι «ζητάμε κάτι που ίσως δεν θα μπορούσε να χτιστεί. Αυτό που τα κομπιούτερ και καμιά πολεοδομική μέθοδος δεν μπορεί να υποκαταστήσει είναι οι πολιτικές αποφάσεις· πρέπει συνεπώς να συνειδητοποιήσουμε πως δεν είναι οι πολεοδόμοι αυτοί που αποφασίζουν. Αποστολή μας είναι μόνο να δείξουμε σ’ εκείνους που παίρνουν τις αποφάσεις ποιες εναλλακτικές λύσεις υπάρχουν» (Tolić 2011, σ. 152).
Οταν η ανοικοδόμηση ολοκληρώθηκε πανηγυρικά το 1980, το ορατότερο αποτύπωμά της ήταν μια αλυσίδα από φουτουριστικά τσιμεντένια δημόσια κτίρια στις δυο όχθες του Βαρδάρη, τα περισσότερα από τα οποία σχεδιάστηκαν από ντόπιους αρχιτέκτονες· ορισμένοι απ’ αυτούς τους τελευταίους, όπως ο Γκιόργκι Κονσταντίνοφσκι, είχαν μετεκπαιδευτεί στις ΗΠΑ στο πλαίσιο ακριβώς του προγράμματος βοήθειας (Amygdalou κ.ά. 2018, σ. 105-110).
Η υποδοχή των σημαδιακών αυτών κτιρίων από το κοινό υπήρξε αρκετά αμφιλεγόμενη, καθώς ο «μπρουταλισμός» τους ερχόταν συνήθως σε χτυπητή αντίθεση με βαθιά εδραιωμένες προσλήψεις περί αισθητικής.
Για τη νέα όμως γενιά των ντόπιων αρχιτεκτόνων, που πρωτοστάτησε τα τελευταία χρόνια στις δημόσιες διαμαρτυρίες ενάντια στο κιτσάτο πρόγραμμα «εξαρχαϊσμού» του δημόσιου χώρου από την κυβέρνηση Γκρούεφσκι, τα κτίρια αυτά δεν αποτελούν μόνο κατάλοιπα μιας εποχής γεμάτης πίστη στην ανθρώπινη πρόοδο και τη δυνατότητα συλλογικής οικοδόμησης ενός καλύτερου μέλλοντος. Συνιστούν επίσης τεκμήρια μιας κρατικής διαχείρισης ποιοτικά διαφορετικής από τις σημερινές πρακτικές.
Οπως επισήμανε κατά την ημερίδα του Μουσείου Μπενάκη η συνεπιμελήτρια της έκθεσης Αννα Ιβάνοφσκα Ντέσκοβα, όλα τα έργα της ανοικοδόμησης του 1963-1980 δόθηκαν με ανοιχτό διαγωνισμό, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό στην πράξη· η αρχαιοπρεπής ανάπλαση των Σκοπίων από το ΒΜΡΟ, αντίθετα, όχι μόνο υλοποιήθηκε με απευθείας αναθέσεις εν κρυπτώ, αλλά και τα επιμέρους στοιχεία της παραμένουν κατά κανόνα ανυπόγραφα.
Δυο πόλεις σε μία
↳ Το τηλεπικοι­νωνιακό κέντρο των Σκοπίων, έργο του Γιάνκο Κονσταντίνοφ, αποτελεί ένα από τα εμβληματικότερα δείγματα αρχιτεκτονικής των μετα­σεισμικών Σκοπίων. Επάνω, παρουσίασή του από την αρχιτέκτονα Αννα Ιβάνοφσκα Ντέσκοβα, κάτω δεξιά μικρογραφία του στην έκθεση του Μουσείου Μπενάκη και χαρακτηριστική λεπτομέρεια από το εξωτερικό του. Αριστερά, αφίσα -με σύνθημα «Μου αρέσει!»- και κάτω, στιγμιότυπο από τις αντιδράσεις των πολιτών που προστάτεψαν το 2014-2015 το Εμπορικό Κέντρο της πόλης από την «εξαρχαϊστική» αναμόρφωσή του.
Στρατηγικά κρισιμότερη επίπτωση αυτού του υπερσύγχρονου πολεοδομικού σχεδιασμού υπήρξε, ωστόσο, η πανθομολογούμενη αποτυχία του να εξομαλύνει την κοινωνική περιχαράκωση, επιβεβαίωση και όξυνση των εθνικών διαφορών εντός του αστικού ιστού.
Τα Σκόπια του 1980, και πολύ περισσότερο εκείνα του 1991 ή του 2018, παρέμειναν μια πόλη βαθιά διχασμένη ανάμεσα στο σύγχρονο, «ευρωπαϊκό» κομμάτι της νότιας/δεξιάς όχθης του Βαρδάρη και τις υποβαθμισμένες μουσουλμανικές (κυρίως αλβανικές ή τσιγγάνικες) συνοικίες της βόρειας/αριστερής −με μοναδική εξαίρεση, σ’ αυτή την τελευταία, τα παρόχθια φουτουριστικά δημόσια κτίρια της ανοικοδόμησης.
Ηδη ορατός στα προηγούμενα πολεοδομικά σχέδια του 1932 (προϊόν της σερβικής διοίκησης) και του 1948 (έργο του Τσέχου αρχιτέκτονα Λούντιεκ Κούμπες), ο διαχωρισμός αυτός δεν προβλεπόταν από το ΓΠΣ που καταρτίστηκε μετά τον σεισμό του 1963. Το τελευταίο ολοκληρώθηκε στις 30/9/1965, εκτέθηκε δημόσια, εγκρίθηκε από το IBC, επικυρώθηκε στις 16/11/1965 από το δημοτικό συμβούλιο των Σκοπίων και πρόβλεπε τη σταδιακή ενοποίηση του αστικού ιστού, δίχως προσφυγή σε καταναγκαστικά μέτρα.
Το κεντρικό πρόβλημα αφορούσε φυσικά τα χαμόσπιτα της παλιάς πόλης, στη βόρεια όχθη, όπου κατοικούσε μεγάλο μέρος του μουσουλμανικού πληθυσμού (21% το 1961). Το ΓΠΣ του 1966 πρόβλεπε ρητά τη μελλοντική κατεδάφιση 13.000 τέτοιων σπιτιών και τη σταδιακή μετεγκατάσταση των κατοίκων τους σε μοντέρνες πολυκατοικίες των περιχώρων (Home 2007, σ.18)· εκτός από τη συμβίωση πολλών οικογενειών στην ίδια στέγη, αρνητικά αντιμετωπίζονταν -σαν τεκμήρια «καθυστέρησης»- ακόμη και πρακτικές όπως η καλλιέργεια οικογενειακών λαχανόκηπων (Senior 1970, σ. 175).
Στο ίδιο ακριβώς μήκος κύματος, οι μελέτες του Δοξιάδη πρόβλεπαν τη υποχρεωτική κατάτμηση των πολυεστιακών μουσουλμανικών σογιών σε επιμέρους πυρηνικές οικογένειες, με χωριστή καθεμιά κατοικία. Ο μόνος προβληματισμός του ελληνικού γραφείου αφορούσε τη σκοπιμότητα μαζικής εγκατάστασης οικογενειών χαμηλού εισοδήματος σε πυκνοκατοικημένα πολυώροφα κτίρια, καθώς εμπεριείχε τον κίνδυνο συνολικής υποβάθμισής τους (Amygdalou κ.α. 2018, σ.60-62).
Η κοινωνική έρευνα του ΙΤΡΑ επιβεβαίωσε, από την άλλη, πως οι περισσότεροι κάτοικοι της «Πόλης Β» (όπως κωδικοποιήθηκαν οι μουσουλμανικές συνοικίες της βόρειας όχθης) ιεραρχούσαν ψηλότερα το πού θα ζήσουν, καθώς η κοινή διαβίωση λειτουργούσε ως επιβεβαίωση της συλλογικής ταυτότητάς τους, από το πώς θα ζήσουν −από την όποια, δηλαδή, βελτίωση των υλικών όρων της καθημερινότητάς τους (Senior 1970, σ. 172· Veron, σ. 162-4).
Απρόθυμες να επιβάλουν τη βίαιη απομάκρυνση της μουσουλμανικής κοινότητας από τις «παραγκουπόλεις» της (και προτιμώντας να δώσουν προτεραιότητα στη βελτίωση της στέγασης των ομοεθνών τους χριστιανών), οι αρχές εναπέθεσαν έτσι την επίλυση του προβλήματος στην επίδραση του χρόνου και της μίμησης, προσδοκώντας πως οι «αναμορφωμένες» νέες γενιές της μειονότητας θα έπαιρναν αργά ή γρήγορα τον δρόμο των πλειονοτικών συμπολιτών τους (Veron, σ. 165).
Στη χειρότερη περίπτωση, θα μετακινούνταν ομαδικά στις προκατασκευασμένες μονώροφες κατοικίες των περιχώρων, μόλις οι σεισμόπληκτοι ένοικοι των τελευταίων θα στεγάζονταν σε σύγχρονα διαμερίσματα του κέντρου (Senior 1970, σ. 170).
Εν αναμονή όλων αυτών, η ανοικοδόμηση των Σκοπίων απέφυγε συνειδητά οποιαδήποτε βελτιωτική παρέμβαση στις υποβαθμισμένες γειτονιές της βόρειας όχθης, προκειμένου να μη δοθούν κίνητρα για τη διαιώνιση της εκεί παραμονής των κατοίκων τους.
Το τελικό αποτέλεσμα αυτής της εσκεμμένης εγκατάλειψης διέψευσε ωστόσο πλήρως αυτούς τους σχεδιασμούς: η επιδείνωση των συνθηκών ζωής της «καθυστερημένης» μειονότητας ενέτεινε την περιχαράκωση και τη διαφοροποίησή της από τη «μοντέρνα» πλειονότητα, με συνέπεια μια διαρκώς εντεινόμενη εθνοπολιτική πόλωση.
«Αυτό που έκανε ο Δοξιάδης ήταν ν’ αποφασίσει ο ίδιος ποια ήταν η σωστή στρατηγική κι εν συνεχεία να τη δημοσιεύσει ως σχέδιό του», αποφαινόταν σε ιδιωτική επιστολή του τον Σεπτέμβριο του 1964 ο Μορίς Ροτιβάλ, εκτιμώντας πως αυτό «είναι μια πολύ επικίνδυνη διαδικασία, γιατί σπανίως πέφτει κανείς πάνω στη σωστή λύση» (Tolic 2011, σ. 149).
Ο καταφανώς υποβολιμαίος χαρακτήρας της παρατήρησης ουδόλως αναιρεί, φυσικά, την ευστοχία της. Εστω κι αν, για την τελική αποτυχία του σχεδιασμού της «πόλης του 22ου αιώνα», οι ευθύνες είναι όπως είδαμε πολύ ευρύτερα επιμερισμένες.
 Διαβάστε
 
▶ Kalliopi Amygdalou - Kostas Tsiambaos - Christos Georgios Kritikos (eds), The Future as Project. Doxiadis in Skopje (Αθήνα 2018, εκδ. Hellenic Institute of Architecture). Εκτός από πλούσιο φωτογραφικό υλικό, ο κατάλογος της έκθεσης του Μουσείου Μπενάκη περιλαμβάνει επίσης όλα τα κείμενα των εισηγήσεων της εναρκτήριας ημερίδας. Ξεχωρίζουν το κείμενο του Κώστα Τσιαμπάου με υλικό από το αρχείο Δοξιάδη, η αποδόμηση της πρότασης Τάνγκε από τον Βλάτκο Κόρομπαρ και η αναλυτική παρουσίαση της μπρουταλιστικής αρχιτεκτονικής του κέντρου των Σκοπίων από την τριάδα των Σλαβομακεδόνων συνεπιμελητών.
 
▶ Derek Senior, Skopje Resurgent. The Story of a United Nations Special Fund Town Planning Project (Ν. Υόρκη 1970, εκδ. United Nations Development Project). Η επίσημη λεπτομερής εξιστόρηση της ανοικοδόμησης των Σκοπίων. Επικεντρωμένη στο τελικό ΓΠΣ, αποσιωπά όχι μόνο τις αντιθέσεις που επικαθόρισαν την κατάστρωσή του αλλά όλη τη σχετική προϊστορία.
 
▶ Ines Tolic, «Contending Skopje. The Construction of a City Caught between Global Ambition and Local Needs», σε Olga Feitová κ.ά. (επιμ.), Evropská velkomĕsta mezi koncem války svĕtové a války studené, 1945-1949 (Πράγα 2011, εκδ. Scriptorum), σ. 133-163. Εύστοχη σκιαγράφηση της πολιτικοδιπλωματικής και πολεοδομικής διαμάχης της δεκαετίας του 1960 για την ανοικοδόμηση των Σκοπίων.
 
▶ Ines Tolic, «Japan Looks West. The Reconstruction of Skopje in the Light of Global Ambitions and Local Needs», σε Maroje Mrduljaš - Vladimir Kulić (eds), Unfinished Modernizations. Between Utopia and Pragmatism (Ζάγκρεμπ 2012, εκδ. Udruženje Hrvatskih Arhitekata), σ. 218-231. Ειδικότερη αναφορά στον διεθνή διαγωνισμό του 1964-1965 για το νέο κέντρο των Σκοπίων και την αντιφατική έκβασή του.
 
▶ Robert Home, Reconstructing Skopje, Macedonia, after the 1963 earthquake: the Master Plan forty years on (Κέμπριτζ-Τσέλμσφορντ 2007, εκδ. Anglia Ruskin University). Επισκόπηση της ανοικοδόμησης των Σκοπίων, επικεντρωμένη στο τελικό ΓΠΣ του 1966, από έναν Βρετανό πανεπιστημιακό.
 
▶ Ophélie Véron, «Decontructing the Divided City. Identity, Power and Space in Skopje» (University College London, χ.χ.). Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή για την πολεοδομική διάσταση του εθνικού διαχωρισμού στην πρωτεύουσα της ΠΓΔ Μακεδονίας. Διεισδυτική αποτίμηση των επιπτώσεων της ανοικοδόμησης το 1963-1980 στην επιβεβαίωση κι ενίσχυση των σχετικών διαχωριστικών γραμμών.
 
▶ Michelle Provoost, «New Towns on the Cold War Frontier. How modern urban planning was exported as an instrument in the battle for the developing world». Τα πολεοδομικά επιτεύγματα του Κωνσταντίνου Δοξιάδη ως κομβική ψηφίδα της ψυχροπολεμικής στρατηγικής των ΗΠΑ για τον προληπτικό έλεγχο στρατηγικά κρίσιμων αστικών κέντρων του αναπτυσσόμενου κόσμου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου