Πέτρος Σταύρου και Τόνια Κατερίνη
Σε ποια κατάσταση βρίσκονται σήμερα οι ελληνικές τράπεζες και τι σημαίνει αυτό για την υπόλοιπη οικονομία; Ποιες λύσεις προδιαγράφονται στο πλαίσιο των μνημονιακών πολιτικών και τι θα προκύψει μετά την τρίτη αξιολόγηση; Πως θα επηρεάσουν όλα αυτά την υπόθεση των “κόκκινων δανείων” και τους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας;
Οι ελληνικές τράπεζες μέχρι τώρα έχουν συμμετάσχει σε τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις, όσα ακριβώς και τα μνημόνια. Μια έγινε το 2012 -2013 με 25 δις ευρώ η οποία και κρατικοποίησε τις τράπεζες μέσω ΤΧΣ. Η δεύτερη το 2014 η οποία και μείωσε το μέγεθος της κρατικοποίησης και η τρίτη το 2015 όπου τις ιδιωτικοποίησε πλήρως, για άλλη μια φορά. Επίσης σε αυτήν την αλληλουχία του ανακεφαλαιοποιήσεων δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η πρώτη προσπάθεια στήριξης των τραπεζών έγινε επί υπουργίας Γ. Αλογοσκούφη, ήδη από το 2008, και οδήγησε τις διεθνείς αγορές να “ανησυχήσουν” και για τα υπόλοιπα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας, πλην των δίδυμων ελλειμμάτων (δημοσιονομικό και τρεχουσών συναλλαγών) με τα οποία ασχολούνταν μέχρι τότε σχεδόν αποκλειστικά. Χωρίς τη στήριξη των τραπεζών και το υπερβολικό πρωτογενές έλλειμμα των κυβερνήσεων Κ. Καραμανλή δεν θα μπορούσε να γίνει η είσοδος της χώρας στην εποχή των μνημονίων, μια πάσι θυσία αναγκαιότητα, ειδικά για όσους πιστεύουν ακράδαντα και ομνύουν στην τιμωρητική – εξυγιαντική - εκκαθαριστική πλευρά του καπιταλισμού και των αγορών. Να πούμε επίσης πως οι ανακεφαλαιοποίησεις που έγιναν μέχρι και το 2015 έγιναν εξαιτίας των προβλημάτων που δημιουργούσε η φυγή των καταθέσεων εντός του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος. Σήμερα όμως το πρόβλημα έχει μετατοπιστεί εξ’ ολοκλήρου στα “κόκκινα” δάνεια μια και η επιστροφή των καταθέσεων έχει εναποτεθεί στο αδιόρατο μέλλον.
Έχοντας στο μυαλό τα παραπάνω δεν θα πρέπει ταυτόχρονα να μας διαφεύγει το γεγονός ότι οι τράπεζες, παρότι πλήρως ιδιωτικοποιημένες και αντί πινακίου φακής, από τις παράλληλες διαδικασίες του 3ου μνημονίου της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν είναι απλές επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα όπως και δεν ήταν ανέκαθεν. Στη σύγχρονη εγχρήματη οικονομία όπου η πίστωση είναι η βασική δημιουργός δύναμη χρήματος (η μεγαλύτερη ποσότητα χρήματος που κυκλοφορεί είναι καθαρά πιστωτικό χρήμα και έχει δημιουργηθεί από τις δραστηριότητες και τις αποφάσεις των ιδιωτικών τραπεζών και όχι από την κεντρική τράπεζα) όλος σχεδόν ο ιδιωτικός τομέας, επιχειρήσεις όλων των κλάδων καθώς και τα νοικοκυριά αποτελούν στοιχεία και εγγραφές στον ισολογισμό των τραπεζών. Οι τράπεζες με λίγα λόγια και παρόλα τα όσα προβλήματά ρευστότητας, φερεγγυότητας, κεφαλαιακής επάρκειας ή κερδών έχουν ασκούν και έναν συμπληρωματικό ρόλο δίπλα σε αυτόν της πίστωσης. Ο ρόλος αυτός είναι ο ρόλος του κεντρικού ελέγχου της ελληνικής οικονομίας. Μπορεί να επικρατεί στα μαζικά μέσα ενημέρωσης μια νεοφιλελεύθερη φιλολογία περί του σοβιετικού χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας, λόγω του ελέγχου της από το υποτιθέμενο τερατώδες σε μέγεθος, ανάλγητο σε υπόσταση και αναποτελεσματικό σε λειτουργία ελληνικό κράτος αλλά η πραγματικότητα είναι πως το μεγάλο κομμάτι του ιδιωτικού τομέα, αυτήν την στιγμή, βρίσκεται υπό τον πλήρη έλεγχο του τραπεζικού συστήματος τόσο για λόγους πρόσβασης στη ρευστότητα όσο και για λόγους συνθηκών αποπληρωμής ιδιωτικού χρέους (εξυπηρετούμενα και μη εξυπηρετούμενα δάνεια). Αυτός που ελέγχει το τραπεζικό σύστημα ελέγχει σχεδόν το σύνολο της οικονομίας.
Και ενώ ισχύουν τα παραπάνω, το 2017 το ΔΝΤ αμφισβήτησε έντονα, εκτός από τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και την ποιότητα του ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών. Και αυτό έγινε κυρίως για δύο λόγους: Πρώτον για το ότι δεν υπάρχει ιστορικό και ευρωπαϊκό προηγούμενο με το ποσοστό των «κόκκινων» δανείων στα συνολικά χορηγημένα δάνεια και δεύτερον γιατί το μισό σχεδόν της κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών προέρχεται από την αναβαλλόμενη φορολογία. Κατά το ΔΝΤ τέτοιας ποιότητας κεφάλαια δεν είναι δυνατόν να απορροφήσουν μελλοντικές ζημιές που θα προκύψουν στον τραπεζικό κλάδο. Και οι ζημιές θα προκύψουν αναπόφευκτα διότι οι προβλέψεις – στόχοι για μέχρι το τέλος του 2019 είναι ότι θα εισπραχθούν 40 δις περίπου κόκκινων δανείων. Φυσικά και αυτοί οι στόχοι δεν ευσταθούν παρότι βάση των οποίων έγινε η ανακεφαλαιοποίηση του 2015. Δεν ευσταθούν διότι καμία οικονομία σαν την ελληνική δεν θα μπορούσε να τροφοδοτήσει ταυτόχρονα πλεονάσματα του 3,5% επί 2 έτη συν 35 με 40 δις αποπληρωμές κόκκινων δανείων μέχρι και το τέλος του 2019. Πως θα βγει η οικονομία από το μνημόνιο το καλοκαίρι του 2018 όταν υπάρχουν τέτοιοι στόχοι;
Γιατί βάζει το θέμα των τραπεζών τόσο έντονα το ΔΝΤ; Σε τι διαφέρει η προσέγγιση αυτή από την προσέγγιση της ΕΕ και της ΕΚΤ;
Το ΔΝΤ πιστεύει, με το δικό του σύστημα εννοιών βέβαια, πως ο ελληνικός καπιταλισμός πρέπει να βρει μια νέα αφετηρία συσσώρευσης που θα έλεγαν και οι μαρξιστές. Μια νέα αφετηρία, για έναν νέο κύκλο συσσώρευσης, με νέα χαρακτηριστικά ένα αντίστροφα προοδευτικό φορολογικό σύστημα αναδιανομής, το δραστικό περιορισμό του κοινωνικού κράτους και της κοινωνικής ασφάλισης, την εξαφάνιση των μισθολογικών και άλλων δικαιωμάτων της εργασίας και τη συγκέντρωση της αγοράς και των τίτλων σε λίγα αποδοτικά κεφάλαια (στο τελευταίο ο τραπεζικός τομέας καλείται να παίξει σημαίνοντα ρόλο). Στο πλαίσιο αυτό η ανάπτυξη θα αποκοπεί πλήρως από κάθε εισοδηματικό όφελος των πληβειακών στρωμάτων. Όλο το πρόσθετο προϊόν της οικονομίας θα είναι κέρδη και τόκοι. Εφόσον λοιπόν το ταμείο μιλάει με τον δικό του τρόπο για ένα νέο καθεστώς συσσώρευσης, τόσο η διαγραφή του δημόσιου χρέους όσο και η γρήγορη αντιμετώπιση του προβλήματος των “κόκκινων” δανείων και του ιδιωτικού χρέους είναι συνεκτικές λύσεις εντός μιας λογικής “δημιουργικής καταστροφής”.
Από την άλλη, οι ηγετικές δυνάμεις και θεσμοί της ΕΕ, στο πλαίσιο της νέας Ευρώπης διευρυμένων ανισοτήτων και ταχυτήτων δεν θέλουν αυτό το χρονικό διάστημα να δημιουργήσουν οξύτατο πρόβλημα στις τράπεζες δημιουργώντας την αίσθηση ότι αυτές δεν είναι κεφαλαιακά επαρκείς με υγιή κεφάλαια. Και δεν θέλουν κάτι τέτοιο διότι μπορεί να οδηγήσει σε νέα αύξηση του δημόσιου χρέους της Ελλάδας εάν διαπιστωθεί ότι ο ιδιωτικός τομέας δεν θέλει ή δεν μπορεί να συνεισφέρει σε νέα ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Επιπρόσθετα, οι δανειστές και ειδικότερα οι Γερμανοί μετά και το νέο πολιτικό τοπίο που προέκυψε από τις εκλογές δεν θέλουν επ’ ουδενί να συζητήσουν μεταφορά νέων δανειακών πόρων στην Ελλάδα. Αντίθετα θέλουν να εισπράξουν πίσω όσους περισσότερους πόρους μπορούν από τα προηγούμενα δάνεια.
Τα “κόκκινα” δάνεια σήμερα. Σε ποία κατάσταση βρισκόμαστε. Κινδυνεύει η πρώτη κατοικία ;Τι κάνουμε με τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς; Ποιος είναι ο κίνδυνος πίσω από τον συμβιβασμό ΔΝΤ – ΕΚΤ;
Ας δούμε με νούμερα το μακροπρόθεσμο πρόβλημα των “κόκκινων δανείων” και την κατάσταση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ανέρχονται περίπου σε 106 δις ευρώ. Οι προβλέψεις, δηλαδή τα κεφάλαια που χρησιμοποιούνται για κάλυψη του κινδύνου από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι περίπου το 48% των “κόκκινων” δανείων. Ας υποθέσουμε ότι αύριο πουλιόνται όλα τα επισφαλή δάνεια σε ειδικά ταμεία. Με τα σημερινά δεδομένα θα πουληθούν σε τιμές τέτοιες που τα 106 δις ευρώ θα αποφέρουν 20 περίπου δις ευρώ. 51 δις ευρώ είναι οι προβλέψεις (το 48% του 106) και 20 δις περίπου οι πωλήσεις σημαίνει ότι οι ζημιές που θα εγγράψουν οι τράπεζες σε περίπτωση που θα πουλήσουν όλα τα “κόκκινα” δάνεια τους ανέρχονται περίπου σε 35 δις ευρώ (106 μείον τα 20 μείον τα 51).
Ας δούμε μια άλλη διάσταση τώρα του προβλήματος. Ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας που επιβάλλει η ΕΚΤ σε όλες τις τράπεζες στην Ευρώπη είναι 8% για να μπορούν να θεωρούνται φερέγγυες και να μην αντιμετωπίζουν πρόβλημα ρευστότητας. Στην Ελλάδα αυτός ο δείκτης είναι 12%, τουλάχιστον, λόγω της εξαιρετικής κατάστασης του τραπεζικού συστήματος. Οι τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις και οι πωλήσεις στοιχείων ενεργητικού στο εξωτερικό έχουν ενισχύσει το δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας και αυτός βρίσκεται περίπου στο 17%. Να επισημάνουμε πώς εάν ο δείκτης πέσει κάτω από το 12% στην Ελλάδα και κάτω από 8% στην Ευρώπη και μια τράπεζα δεν καταφέρει να βρει κεφάλαια από τις αγορές ή δεν την ενισχύσουν οι φορολογούμενοι τότε αυξάνεται ο κίνδυνος ενεργοποίησης του bail in. Να πούμε σε αυτό το σημείο πως εάν αυξηθούν οι προβλέψεις για επισφαλή δάνεια κατά 1 ευρώ αυτό θα σημαίνει ταυτόχρονα και μείωση του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας.
Με βάση τους παραπάνω απλοϊκούς αλλά ρεαλιστικούς υπολογισμούς μπορούμε να υποθέσουμε τα εξής: Η μακροπρόθεσμη κεφαλαιακή “τρύπα” των ελληνικών τραπεζών είναι 35 δις ευρώ και παραπάνω (αν αποδεχθούμε ως υγιή κεφάλαια την αναβαλλόμενη φορολογία ή τμήμα της περίπου 10 δις ευρώ) και στο παρόν ύψος των “κόκκινων δανείων”. Αν αύριο δηλαδή βρίσκαμε 35 δις ευρώ και αλλά 10 δις ευρώ για να αντικαταστήσουμε τους υπερβολικούς αναβαλλόμενους φόρους συν άλλα 20 δις ευρώ από εισπράξεις πωλήσεων στοιχείων ενεργητικού θα μπορούσαμε να πούμε πως λύνουμε το πρόβλημα του τραπεζικού τομέα και των “κόκκινων” δανείων και ξεκινάμε από την αρχή. Προφανώς αυτό δεν θα γίνει διότι δεν βρίσκονται έτσι 65 με 70 δις ευρώ αλλά καλό είναι να γνωρίζουμε ότι το πρόβλημα των τραπεζών θα διαρκέσει για πολλά χρόνια ακόμα, υπό το παρόν πλαίσιο λειτουργίας του ελληνικού καπιταλισμού. Και εφόσον οι Ευρωπαίοι δεν θέλουν να χρηματοδοτήσουν με πρόσθετα κεφάλαια το ελληνικό πρόβλημα τότε αυτά τα κεφάλαια θα πρέπει να βρίσκονται από τον ιδιωτικό τομέα με συχνές ανακεφαλαιοποιήσεις, με πωλήσεις στοιχείων ενεργητικού, με εισπράξεις δανείων και με ρευστοποιήσεις στοιχείων ενεργητικού ή αλλιώς πλειστηριασμούς.
Όλες αυτές οι διαστάσεις του τραπεζικού προβλήματος εντείνονται κάτω από τον νέο συμβιβασμό που φαίνεται να υπάρχει τις τελευταίες μέρες μεταξύ ΔΝΤ και ΕΚΤ και αφορά στο εύρος των ελέγχων του τραπεζικού συστήματος που διενεργούνται αυτήν την περίοδο. Οι πρώτες εκτιμήσεις μιλούν για έναν συμβιβασμό που δεν θα διενεργήσει αυστηρούς κεφαλαιακούς ελέγχους παρά μόνο κάποιους ενδεικτικούς και θα επιμείνει περισσότερο σε μακροοικονομικά τεστ κινδύνου. Αυτός ο συμβιβασμός θα υποχρεώσει, πάλι με πρώτες εκτιμήσεις, τις τράπεζες να αυξήσουν τις προβλέψεις κεφαλαίων αρκετά πάνω από το 50% των επισφαλών δανείων. Αυτή η υποχρέωση θα οδηγήσει σε 6 με 7 δις ευρώ νέες προβλέψεις που με τη σειρά τους θα μειώσουν το δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας από το 17% στο 12%. Ο συμβιβασμός των ΔΝΤ – ΕΚΤ αφορά λοιπόν την αντιμετώπιση, με αυξημένα κεφάλαια, των επισφαλών δανείων μέχρι εκείνο το σημείο όμως που η φερεγγυότητα των τραπεζών δεν θα αμφισβητηθεί (κάτι που θα συνέβαινε με δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας κάτω από το 12%) και δεν θα ενεργοποιηθεί το bail in, κάτι που θα οδηγούσε σε νέα οξύτατη πολιτική κρίση την Ελλάδα. Απλά, έτσι θα απαιτηθούν νέα κεφάλαια για να ανέβει ο δείκτης πάνω από το 12%. Και τα κεφάλαια αυτά θα τα δώσει ο ιδιωτικός τομέας ο οποίος θα προσελκυστεί και από τα δελεαστικά πακέτα των πωλήσεων επισφαλών και κανονικών δανείων αλλά και από τον έλεγχο των επιχειρήσεων που με τον έναν η άλλο τρόπο είναι ενσωματωμένες στον ισολογισμό των τραπεζών.
Κατόπιν αυτού του συμβιβασμού η ΕΚΤ προέβηκε και σε μια δυναμική κανονιστική ανακοίνωση σύμφωνα με την οποία καλούνται οι ελληνικές τράπεζες να αυξήσουν τις προβλέψεις για τα δάνεια στο 100% και πιο συγκεκριμένα για τα δάνεια χωρίς εγγυήσεις εντός διορίας 2 ετών και για τα δάνεια με εγγυήσεις εντός διορίας 7 ετών. Δηλαδή στη σκληρή εκδοχή αυτής της ανακοίνωσης και αν υποθέσουμε ότι δεν θα υπάρξουν συμβιβασμοί και εξισορροπήσεις, τα επόμενα 7 χρόνια οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να ακινητοποιήσουν άλλα 50 δις ευρώ για να καλύψουν το σύνολο των επισφαλών δανείων που έχουν, γεγονός που θα δημιουργήσει τακτικές ανάγκες ανακεφαλαιοποιήσεων. Τα επόμενα χρόνια οι τράπεζες θα “διψάνε” για κεφάλαια όσο ποτέ άλλοτε στη σύγχρονη ιστορία. Δεν νομίζουμε να υπάρχει άλλη οικονομία στον πλανήτη, που να κυριαρχείται τόσο πολύ και τόσο βαθειά από το χρηματιστικό κεφάλαιο και τους θεσμούς του, όσο η ελληνική.
Την επόμενη διετία είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο πως θα εντατικοποιηθούν τόσο οι πωλήσεις δανείων όσο και οι εισπράξεις – πλειστηριασμοί. Μια ματιά στην πρόσφατη επέλαση του χρηματιστικού κεφαλαίου και τις σκανδαλώδεις μεταβιβάσεις πακέτων δανείων στην Ισπανία αλλά και οι πρόσφατες κινήσεις ελληνικών τραπεζών προοιωνίζουν ένα ζοφερό τοπίο. Φαίνεται επίσης, από το μέγεθος του προβλήματος, πως η εντατικοποίηση αυτή θα διαρκέσει πάνω από δυο χρόνια και θα χαρακτηρίσει όλη την επόμενη δεκαετία που έρχεται. Δήθεν τακτικές αναβολής και καθυστέρησης της λειτουργικότητας των πλατφορμών ηλεκτρονικού πλειστηριασμού δεν θα αποδώσουν μια και οι εισπρακτικές πολιτικές των επόμενων χρόνων θα τις ξεπεράσουν μέσα από την επίμονη και καθημερινή εφαρμογή τους. Είναι επίσης φανερό ότι το ζήτημα των πλειστηριασμών σήμερα βρίσκεται στην καρδιά του σχεδιασμού όχι μόνο των τραπεζών αλλά και της οικονομίας γενικότερα. Και αποτελεί πολιτική αφέλεια να πιστεύει κανείς ότι πρόκειται για μια επικοινωνιακή μάχη ή για μια υπόθεση της οποίας οι διαστάσεις εξαντλούνται σε μικρότερους ή μεγαλύτερους ακτιβισμούς. Πρόκειται για μια κορυφαία σύγκρουση όπου απαιτείται μακρόχρονη οργάνωση και πλατιά συσπείρωση εκείνων των κοινωνικών δυνάμεων που μπορούν να συμμαχήσουν ενάντια σε ένα σχέδιο «επανεκκίνησης» της οικονομίας με όρους κοινωνικής καταστροφής.
Η κυβέρνηση έχει αποδείξει ότι ασκεί πολιτικές και διαμορφώνει νέα νομοθετικά πλαίσια (τα οποία συνεχώς εξελίσσει) που εξυπηρετούν τις ανάγκες των τραπεζών με βάση και τις κατευθύνσεις των δανειστών. Ταυτόχρονα γνωρίζοντας ότι το πολιτικό κόστος που εισπράττει από αυτές τις πολιτικές είναι μεγάλο και μπορεί να αποβεί κρίσιμο σε επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις εφαρμόζει και εδώ την πολιτική της κατάτμησης των πληττόμενων στρωμάτων συχνά δε και της καλλιέργειας αντιπαλότητας μεταξύ τους προσπαθώντας να αποδυναμώσει την ανάπτυξη ενός δυναμικού κινήματος. Στοιχείο αυτής της προσπάθειας αποτελεί η καλλιέργεια της ιδέας περί προστασίας της πρώτης κατοικίας και δη των λαϊκότερων στρωμάτων (με όχημα τον επικαιροποιημένο νόμο Κατσέλη) αποκρύπτοντας ότι πάνω από το 50% των αιτήσεων όσων προσφεύγουν σε αυτόν απορρίπτονται. Αποκρύπτοντας επιπλέον ότι η προστασία της πρώτης κατοικίας περνά μέσα από την αποδοχή της πτώχευσης ενός νοικοκυριού. Οι πολιτικές είσπραξης των «κόκκινων δανείων» είναι πολιτικές φτωχοποίησης της κοινωνίας και μας αφορούν όλες και όλους. Το όριο του διαχωρισμού βρίσκεται στις μη «εξυπηρετούμενες» υποχρεώσεις του μεγάλου κεφαλαίου το οποίο προς το παρόν βρίσκεται στο απυρόβλητο.
Από τα παραπάνω καθίσταται έκδηλο ότι δεν υπάρχουν οριστικές απαντήσεις στο ζήτημα των υπερχρεωμένων νοικοκυριών χωρίς κοινωνικό έλεγχο του τραπεζικού συστήματος. Αυτά που σήμερα μπορούμε να διεκδικήσουμε ανυποχώρητα σε ότι αφορά τις οφειλές στα πιστωτικά ιδρύματα είναι:
Την πλήρη δια νόμου προστασία της πρώτης κατοικίας και του δικαιώματος στη στέγη σε μια χώρα που σημειωτέον έχει μηδενική πολιτική κοινωνικής κατοικίας
Την πλήρη διαγραφή χρεών των νοικοκυριών που έχουν εισόδημα κάτω από το όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης
Τη διαγραφή χρεών στο επίπεδο των εκπτώσεων που πωλούνται τα πακέτα δανείων στα διάφορα funds
Την κατ ελάχιστον μείωση της αξίας των στεγαστικών δανείων στο επίπεδο της σημερινής αξίας των ακινήτων
Την κατάργηση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών που στερούν από τη διαδικασία τον δημόσιο έλεγχο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου