Δευτέρα 1 Μαΐου 2017

Από την πρώτη εν Ελλάδι εργατική Πρωτομαγιά μέχρι το… τροχαίο του Παναγούλη

Το ergasianet.gr αναδημοσιεύει το απομαγνητοφωνημένο κείμενο της εκπομπής «Στη δουλειά & στον αγώνα», που μεταδόθηκε από το ραδιόφωνο της ΕΡΤopen στους 106,7 FM, στις 2 Μάη 2016, και είχε επετειακό χαρακτήρα, με αναφορές από την Εργατική Πρωτομαγιά του 1886 στο Σικάγο, την «Κόκκινη Πρωτομαγιά», μέχρι τον πρώτο εορτασμό της Πρωτομαγιάς στην Ελλάδα το 1893, την Πρωτομαγιά στη Θεσσαλονίκη το 1936, την εκτέλεση των 200 κομμουνιστών το 1944 στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής και το «περίεργο» θανατηφόρο τροχαίο του Αλέκου Παναγούλη το 1976 – ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ


Στη χώρα μας, ο πρώτος εορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς έγινε το 1893, στην Αθήνα, με πρωτοβουλία του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου του Σταύρου Καλλέργη. Η 1η Μαΐου ήταν Σάββατο και εργάσιμη. Έτσι, επελέγη η Κυριακή 2 Μαΐου, για να έχει η γιορτή μαζικό χαρακτήρα.

1893: ΑΡΧΙΖΕΙ Ο ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Σύμφωνα με την εφημερίδα «Σοσιαλιστής», που εξέδιδε ο Καλλέργης, στις 5 το απόγευμα της Κυριακής συγκεντρώθηκαν στο Στάδιο πάνω από 2.000 σοσιαλιστές και εργαζόμενοι. Η «Εφημερίς» τους υπολόγισε μόνο σε 200 και σημείωνε σε άρθρο της: «Οι πλείστοι εξ αυτών ήσαν εργάται, ευπρεπώς κατά το πλείστον ενδεδυμένοι, με ερυθράς κονκάρδας επί της κομβιοδόχης, και πολύ ήσυχοι άνθρωποι. Αυτοί είναι οι πρώτοι σοσιαλισταί εν Ελλάδι, και συνήλθον χθες εις το πρώτον αυτών εν Αθήναις συλλαλητήριον».


Οι συγκεντρωμένοι ενέκριναν ψήφισμα το οποίο είχε ως εξής: «Συνελθόντες σήμερον την 2 Μαΐου, ημέραν Κυριακήν και ώραν 5 μ.μ. εν τω Αρχαίω Σταδίω, οι κάτωθι υπογεγραμμένοι μέλη του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου» και υπό μισθόν πάσχοντες εψηφίσαμεν: Α) Την Κυριακήν να κλείωσι τα καταστήματα, καθ’ όλην την ημέραν, και οι πολίται ν’ αναπαύωνται. Β) Οι εργάται να εργάζωνται 8 ώρας την ημέραν. Γ) Ν’ απονέμηται σύνταξις εις τους εκ της εργασίας παθόντας και καταστάντας ανικάνους προς διατήρησιν εαυτών και της οικογενείας των. Δ) Το συμβούλιον του «Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου» να επιδώση το ψήφισμα εις την Βουλήν».

Το ψήφισμα επεδόθη, τελικά, στον Πρόεδρο της Βουλής την 1η Δεκεμβρίου 1893 από τον Σταύρο Καλλέργη. Ο πρωτοπόρος σοσιαλιστής ανήλθε στη συνέχεια στο δημοσιογραφικό θεωρείο και περίμενε με ανυπομονησία από τον Πρόεδρο της Βουλής να το εκφωνήσει. Αυτός κωλυσιεργούσε και «ησχολείτο εις την ανάγνωσιν ετέρων αναφορών προερχομένων εκ διαφόρων προσώπων και πραγματευομένων κατά το μάλλον και ήττον περί ανέμων και υδάτων», όπως έγραψε στον «Σοσιαλιστή».

Ο Καλλέργης διαμαρτυρήθηκε μεγαλοφώνως και με εντολή του Προέδρου συνελήφθη για διατάραξη της συνεδρίασης. Οι στρατιώτες της φρουράς, αφού τον κτύπησαν με τα κοντάκια των όπλων τους, τον μετέφεραν στο αστυνομικό τμήμα, όπου παρέμεινε επί διήμερο. Στις 9 Δεκεμβρίου 1983 δικάστηκε και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 10 ημερών, τις οποίες εξέτισε στις φυλακές του Παλαιού Στρατώνα. Με τον περιπετειώδη αυτό τρόπο έληξε και τυπικά ο πρώτος εορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς στην Ελλάδα.

Τον επόμενο χρόνο, οι σοσιαλιστικές ενώσεις επανέλαβαν τον εορτασμό στο Παναθηναϊκό Στάδιο, με ομιλητές τον Πλάτωνα Δρακούλη και τον Σταύρο Καλλέργη. Στα αιτήματα προστέθηκε και η κατάργηση της θανατικής ποινής. Μετά το τέλος της εκδήλωσης, οι αρχές έκαναν συλλήψεις και ο εορτασμός της «εργατικής Πρωτομαγιάς» απαγορεύτηκε.

ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ 1911: ΔΙΑΔΗΛΩΣΕΙΣ ΣΕ 19 ΠΟΛΕΙΣ ΜΕΤΑ ΣΥΛΛΗΨΕΩΝ

Στην Ελλάδα, θα χρειαστεί να περάσουν δεκαεπτά χρόνια, έως ότου επιχειρηθεί εκ νέου η οργάνωση εργατικών εκδηλώσεων την Πρωτομαγιά. Την 1η Μαΐου του 1911, η Φεντερασιόν στη Θεσσαλονίκη, οργανώνει συλλαλητήριο. Στην Αθήνα, την ίδια μέρα, πραγματοποιείται συγκέντρωση στο Μετς με πρωτοβουλία της σοσιαλιστικής ομάδας του Νίκου Γιαννιού και σύνθημα «8 ώρες δουλειά, 8 ώρες ανάπαυση και 8 ώρες ύπνο».

Στη Θεσσαλονίκη, επεμβαίνει η Αστυνομία και συλλαμβάνονται οι ηγέτες της Φεντερασιόν, Αβραάμ Μπεναρόγια, Σαμπετάι Λεβί και Σαμουήλ Γιονά. Ο πρώτος μαζικός εορτασμός της Πρωτομαγιάς θα γίνει ταυτόχρονα σε δώδεκα πόλεις το 1919, ένα χρόνο μετά την ίδρυση της ΓΣΕΕ. Οι εκδηλώσεις της Πρωτομαγιάς επαναλαμβάνονται τα επόμενα χρόνια, με κοινό χαρακτηριστικό τη διάσπαση του συνδικαλιστικού κινήματος, τη χαμηλή συμμετοχή των εργαζομένων και την καταστολή.


ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1936: ΤΟ «ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΙΚΑΓΟ» ΚΑΙ Ο «ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ»

Τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης την Πρωτομαγιά του 1936, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως το «ελληνικό Σικάγο». Η διεθνής ύφεση του 1929 είχε προκαλέσει σημαντική πτώση στις εξαγωγές του καπνού και της σταφίδας. Η πτώχευση του 1932 είχε επιδεινώσει την κατάσταση και από τις αρχές του 1936, ξεσπούν απεργιακές κινητοποιήσεις στην Αθήνα, στην Καλαμάτα, στη Θεσσαλονίκη, στη Δράμα και στην Ξάνθη. Από την αρχή του έτους και έως την επιβολή της δικτατορίας στις 4 Αυγούστου, είχαν προκηρυχθεί περισσότερες από 200 τοπικές και γενικές απεργίες.

Ειδικότερα, στη Βόρεια Ελλάδα η αλλαγή στον τρόπο παραγωγής του καπνού είχε επιφέρει μεγάλη ανεργία στον κλάδο. Παράλληλα, ο μεγάλος αριθμός των προσφύγων που αναζητούσαν εργασία είχε μειώσει τις αμοιβές των καπνεργατών, τουλάχιστον κατά 50%, ενώ η συλλογική σύμβαση του κλάδου δεν είχε ανανεωθεί από το 1924. Οι καπνεργάτες αποτελούσαν στη βόρεια Ελλάδα ένα συμπαγή κλάδο, ο οποίος αριθμούσε την εποχή εκείνη περισσότερους από 40.000 εργαζομένους με αναπτυγμένη συνδικαλιστική συνείδηση, ήδη από την εποχή της Φεντερασιόν.

Στις 29 Απριλίου ο κλάδος ξεκίνησε γενική απεργία. Τα βασικά αιτήματα ήταν η αναπροσαρμογή του ημερομισθίου, το οποίο είχε φθάσει τις 65 έως 70 δραχμές για τους άνδρες και τις 24 έως 30 για τις γυναίκες. Η εφαρμογή του νόμου «περί Τόγκας» όριζε υψηλότερες κατώτερες αμοιβές, τη βελτίωση των παροχών του κλαδικού ταμείου για τους «παρήλικας και τους φυματικούς» και τη χορήγηση έκτακτου επιδόματος 500 δραχμών στους άνεργους καπνεργάτες ενόψει των εορτών του Πάσχα. Στις διεκδικήσεις είχαν ενταχθεί και πολιτικά αιτήματα, όπως «η χορήγηση γενικής αμνηστίας εις τους πολιτικούς φυλακισμένους, εξορίστους και καταδικασμένους και ιδιαίτερα των καπνεργατικών στελεχών».

Από την 1η και έως τις 8 Μαΐου, οι απεργίες και οι κινητοποιήσεις επεκτείνονται στις Σέρρες, στη Δράμα, στην Ξάνθη, στον Λαγκαδά, στον Βόλο και στην Καρδίτσα. Ταυτόχρονα οι βιομήχανοι και οι έμποροι καπνού έκλεισαν τις επιχειρήσεις τους κηρύσσοντας λόκ άουτ. Στις 9 Μαΐου ξεκινά γενική απεργία στη Θεσσαλονίκη, στην οποία συμμετέχουν και άλλοι κλάδοι σε ένδειξη συμπαράστασης στους καπνεργάτες. Οργανώνονται συλλαλητήρια και πορείες, ενώ η Χωροφυλακή προσπαθεί να εμποδίσει τους διαδηλωτές να κατευθυνθούν προς το Διοικητήριο (το κτίριο που στεγάζεται σήμερα η γραμματεία Μακεδονίας Θράκης).

Τα επεισόδια ξεκίνησαν από τη συμβολή των οδών Βενιζέλου και Εγνατίας, όπου το συνδικάτο των αυτοκινητιστών είχε στήσει οδόφραγμα. Οι αυτοκινητιστές προσπάθησαν να απελευθερώσουν συνάδελφό τους που είχε συλληφθεί και η χωροφυλακή απάντησε με πυροβολισμούς. Σκοτώθηκε ο Τάσος Τούσης. Ο νεκρός μεταφέρεται πάνω σε μια πόρτα από διαδηλωτές που κατευθύνονται προς το Διοικητήριο και οι ταραχές γενικεύονται.

Ο απολογισμός είναι 16 νεκροί και δεκάδες τραυματίες. Την επομένη, οι κηδείες των θυμάτων μετατρέπονται με μαζικές διαδηλώσεις. Στις 11 Μαΐου κηρύσσονται απεργίες διαμαρτυρίας σε πολλές πόλεις της χώρας και στις 13 Μαΐου πανελλαδική απεργία.

Η αναταραχή τερματίζεται την επομένη, με σημαντικές υποχωρήσεις από την πλευρά των καπνεμπόρων, ενώ το κράτος υπόσχεται να χορηγήσει συντάξεις στις οικογένειες των θυμάτων.

Ο θρήνος της μητέρας πάνω από το νεκρό γιο της απαθανατίστηκε από τον φωτογραφικό φακό και ενέπνευσε τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο, στο έργο «Επιτάφιος».


ΕΠΙΒΟΛΗ ΤΗΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ 4ης ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΑΠΟ ΜΕΤΑΞΑ

Τον Ιούλιο ξεσπούν νέες απεργίες και μετά τη δημοσίευση του διατάγματος, το οποίο καθιστά υποχρεωτική την διαιτησία σε κάθε περίπτωση εργατικής διαφοράς, τα συνδικάτα κηρύσσουν γενική πανελλαδική απεργία για τις 5 Αυγούστου του 1936. Με αφορμή την απεργία αυτή, ο Ιωάννης Μεταξάς ζητά από τον τότε βασιλιά Γεώργιο Β’ την αναστολή των άρθρων του Συντάγματος, που προστατεύουν τις ατομικές ελευθερίες και στις 4 Αυγούστου επιβάλλει δικτατορία.

Οι συγκεντρώσεις και οι απεργίες απαγορεύονται και επιβάλλεται κρατικός έλεγχος στα συνδικάτα. Λίγους μήνες αργότερα, στις 7 Απριλίου του 1937, με τον Αναγκαστικό Νόμο 606/1937 το καθεστώς καθιερώνει την τελευταία εβδομάδα του Απριλίου σαν «Εβδομάδα Εργατικής Αλληλεγγύης» και την 1η Μαΐου σαν «Ημέρα Εορτασμού της Εργασίας».

Ο νόμος προβλέπει, μεταξύ άλλων, ηθικές αμοιβές σε εργαζόμενους αλλά και σε εργοδότες, οι οποίοι θα κριθούν από τους υπευθύνους της Εργατικής Εστίας αν έχουν προσφέρει στην βελτίωση της εθνικής παραγωγής, «ώστε να απονέμονται αι προσήκουσαι τιμαί εις την εργασίαν εν τη εθνική ιδεολογική και πραγματική αυτής έννοια λαμβανομένης». Οι αμοιβές απονέμονται την 1η Μαΐου παράλληλα με οργανωμένες εκδρομές εργαζομένων στην ύπαιθρο και πολιτιστικές εκδηλώσεις στα εργατικά κέντρα. Επιβάλλεται, επίσης, ειδική εισφορά στους εργοδότες προς την Εργατική Εστία, πέντε δραχμών ανά μισθωτό, προκειμένου να καλυφθούν οι δαπάνες για τις δραστηριότητες αυτές.


1η ΜΑΪΟΥ 1944: Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΩΝ 200 ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ ΣΤΗΝ ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ

Κατά την περίοδο της τριπλής κατοχής, και συγκεκριμένα το 1942 και το 1943 τα παράνομα συνδικάτα επιχειρούν να σπάσουν τις απαγορεύσεις των αρχών κατοχής με μικρές κινητοποιήσεις σε ορισμένους κλάδους, όπως τα μηχανουργεία, με συμβολικούς κυρίως στόχους. Η πρωτομαγιά του 1944 θα καταγραφεί στη συλλογική μνήμη, όχι λόγω των εργατικών κινητοποιήσεων, αλλά εξαιτίας ενός τρομερού εγκλήματος, το οποίο συνδέεται, με την «Εργατική Πρωτομαγιά».

Στις 27 Απριλίου του 1944 διμοιρία του 8ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου σκοτώνει, σε ενέδρα στον δρόμο Μολάων Σπάρτης στη Λακωνία, τον Γερμανό στρατιωτικό διοικητή Πελοποννήσου, στρατηγό Φράντς Κρεχ και τρεις άνδρες της συνοδείας του. Σε αντίποινα, ο στρατός κατοχής αποφάσισε «την εκτέλεση 200 κομμουνιστών, καθώς και την εκτέλεση όλων των ανδρών που θα συλλαμβάνονται μεταξύ Μολάων και Σπάρτης».

Παρά τις προσπάθειες των οργανώσεων του ΕΑΜ και του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού για τη διάσωσή τους, η απόφαση υλοποιήθηκε και οι εκτελέσεις των 200 έγιναν την 1η Μαΐου στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Από αυτούς, οι 170 ήταν πρώην κρατούμενοι των φυλακών της Ακροναυπλίας και οι 30 πρώην εξόριστοι από την Ανάφη, που είχαν συλληφθεί για «κομμουνιστική δράση» πριν από την Κατοχή. Ανάμεσά τους πολλά συνδικαλιστικά στελέχη και ο πρώην βουλευτής του ΚΚΕ Στέλιος Σκλάβαινας.

Η πρώτη ανοικτή συγκέντρωση για την Πρωτομαγιά μετά τον πόλεμο γίνεται στο Παναθηναϊκό Στάδιο, σχεδόν αμέσως μετά τα Δεκεμβριανά. Μετά τη λήξη του Εμφυλίου πολέμου, ο εορτασμός γίνεται με πολλές δυσκολίες, κυρίως σε κλειστούς χώρους, καθώς υπάρχουν σοβαροί περιορισμοί στις δημόσιες συναθροίσεις και την πολιτική δράση. Οι διοικήσεις της ΓΣΕΕ διορίζονται από τα δικαστήρια, τακτική που θα συνεχισθεί έως τη Μεταπολίτευση και σε ορισμένες περιπτώσεις μετά από αυτήν.


21 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 67: ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΩΝ – ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΘΕ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ

Με την κήρυξη της δικτατορίας των συνταγματαρχών, στις 21 Απριλίου του 1967, επιβλήθηκε ο στρατιωτικός νόμος και απαγορεύτηκε κάθε συγκέντρωση. Σχεδόν ένα χρόνο μετά, στις 15 Απριλίου του 1968, το καθεστώς καθιερώνει την Πρωτομαγιά ως αργία με τον Αναγκαστικό Νόμο 380/68. Σύμφωνα με το πρώτο άρθρο του νόμου, η πρωτομαγιά μπορεί να κηρύσσεται υποχρεωτική αργία με απόφαση του υπουργού Απασχόλησης, διαφορετικά εντάσσεται στις προαιρετικές αργίες.

Ο πρώτος εορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς, σε συνθήκες νομιμότητας θα γίνει τον Μάιο του 1975. Η 1η Μαΐου συνέπιπτε με τη Μεγάλη Παρασκευή και η διοίκηση της ΓΣΕΕ με το Εργατικό Κέντρο όρισαν σαν ημέρα του εορτασμού τις 9 Μαΐου. Η απεργιακή συγκέντρωση πραγματοποιήθηκε μπροστά από το δημαρχείο της Αθήνας και ήταν ιδιαίτερα μαζική. Ανάλογη συγκέντρωση έγινε και στη Θεσσαλονίκη μπροστά στο Εργατικό Κέντρο της Πόλης.


ΤΟ ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΟ ΤΡΟΧΑΙΟ ΤΟΥ ΑΛΕΚΟΥ ΠΑΝΑΓΟΥΛΗ

Εφέτος, συμπληρώθηκαν 41 χρόνια από το θάνατο του αντιστασιακού ήρωα του Αλέκου Παναγούλη. Ξημερώματα Σαββάτου Πρωτομαγιάς του 1976 το αυτοκίνητο του 38χρονου βουλευτή Αλέξανδρου Παναγούλη τρέχει με μεγάλη ταχύτητα στη λεωφόρο Βουλιαγμένης κατευθυνόμενο προς τη Γλυφάδα, ενώ δίπλα του ένα ή δύο αυτοκίνητα μοιάζουν σαν να κάνουν κόντρα μαζί του. Δευτερόλεπτα αργότερα ακούγεται ένας μεγάλος κρότος και ένα σύννεφο καπνού και σκόνης απλώνεται στη δεξιά πλευρά του δρόμου. Οι πρώτοι περαστικοί που πλησιάζουν στο ατύχημα για να βοηθήσουν βρίσκουν τον Αλέκο Παναγούλη ετοιμοθάνατο στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα ξεψυχάει. Από την επόμενη ημέρα ο όρος «πολιτική δολοφονία» είναι σε όλα τα στόματα. Ο «μοναδικός αντιστασιακός» δεν άφηνε κανέναν αδιάφορο, μέσα στο έντονο πολιτικοποιημένο κλίμα της εποχής.

Και ο εισαγγελέας της υπόθεσης Δημήτρης Τσεβάς μιλούσε στην αρχή για εγκληματική ενέργεια: «Ερευνάται η υπόθεσις προς πάσα κατεύθυνσιν και αφήνει μεγάλα λογικά περιθώρια στην πιθανότητα της εγκληματικής ενέργειας. Είναι περίεργο τροχαίο ατύχημα. Τόσο περίεργο, ώστε να μην μπορεί κανείς να υποστηρίξει λογικώς ότι είναι ατύχημα». Όλοι ψάχνουν τα άγνωστα «Πεζώ» «Φορντ» «Αλφα Ρομέο» ή «Τζάγκουαρ» που τον έβγαλαν από την πορεία του, ενώ κάποιοι μιλάνε για σφαίρα με αναισθητικό που τον ακινητοποίησε. Η σύγχυση επιτείνει η εμφάνιση του Μιχάλη Στέφα στις 3 Μαΐου, ο οποίος ισχυρίζεται πως προκάλεσε χωρίς δόλο το ατύχημα με ένα ξαφνικό φρενάρισμά του, το οποίο λόγω μεγάλης ταχύτητας ο Παναγούλης δεν μπόρεσε να αποφύγει. Η παρουσία του αυτόκλητου Στέφα, που παρουσιάζεται από τις φιλοκυβερνητικές εφημερίδες σαν μέλος του «Ρήγα Φεραίου», αλλά και η δυσκολία να τεκμηριώσει τα λεγόμενά του στην αναπαράσταση που γίνεται, πείθει μόνο αυτούς που είναι έτοιμοι να πειστούν και πεισμώνει αυτούς που δεν θέλουν να δεχτούν τη θεωρία του ατυχήματος. Όλοι έχουν από ένα δικό τους ερώτημα, ένα δικό τους σενάριο.

Η κηδεία γίνεται στις 5 Μαΐου και μεταβάλλεται σε πάνδημο δημοκρατικό συλλαλητήριο με συνθήματα κατά του Αβέρωφ, ενώ ακούγεται συνέχεια μια κραυγή που θα κοσμούσε τους τοίχους της πόλης για πολλά χρόνια: «ZEΙ». Σε αυτή την παλλαϊκή διακομματική συγκέντρωση – κηδεία δεν παρίστανται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο πρωθυπουργός Καραμανλής, ενώ οι ένοπλες δυνάμεις δεν στέλνουν επίσημο εκπρόσωπο.

Λίγο διάστημα μετά, ένας παρακρατικός με το όνομα Γεώργιος Λεονάρδος είχε μιλήσει για κάποια οργάνωση «Αράχνη» που δολοφόνησε τον Παναγούλη, αλλά στη δίκη που έγινε κατέπεσαν όλοι οι ισχυρισμοί του και καταδικάστηκε για συκοφαντική δυσφήμηση. Υπήρξε δικαστική καταδίκη για τον θάνατο του Παναγούλη, μόνο που αυτή δεν ήταν για δολοφονία, αλλά για αυτοκινητικό δυστύχημα. Ο Στέφας καταδικάστηκε σε φυλάκιση 11 μηνών και η ποινή εξαγοράστηκε προς 150 δρχ. την ημέρα.

Για τα ΜΜΕ της εποχής, ο θάνατος του Παναγούλη ήταν η σημαντικότερη είδηση μετά την επάνοδο της δημοκρατίας. Τις πρώτες ημέρες που δεν υπήρχαν εφημερίδες λόγω της αργίας της Πρωτομαγιάς και της Κυριακής, Από τη Δευτέρα 3 Μαΐου που κυκλοφόρησαν οι εφημερίδες, παρουσιάστηκαν όλες οι απόψεις, που στην ουσία ήταν οι εξής δύο: δολοφονία ή ατύχημα.

Να θυμίσω πως μετά την ηρωική απόπειρά του να δολοφονήσει τον δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλο και τα βασανιστήρια τα οποία υπέστη ο Παναγούλης εξελέγη βουλευτής με την Ένωση Κέντρου, πάλεψε κατά των πολιτικών που συνεργάστηκαν με το δικτατορικό καθεστώς της Χούντας με συνέπεια την παραίτησή του από το κόμμα. Συνέχισε απτόητος τον αγώνα του για απομόνωση των συνεργατών της επταετίας, μέχρι το μοιραίο αυτοκινητιστικό δυστύχημα στο οποίο έχασε τη ζωή του, την Πρωτομαγιά του 1976, λίγες μέρες πριν την αποκάλυψη του φακέλου σχετικά με τα όργανα ασφαλείας της Χούντας (Φάκελος ΕΣΑ). Η αποκάλυψη του φακέλου δεν έγινε τελικά ποτέ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου