Η ασφαλής διαχείριση των επικίνδυνων αποβλήτων στη χώρα μας εξακολουθεί να παραμένει ζητούμενη. Η πρόσφατη καταδίκη από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, απλά, υπογραμμίζει το γεγονός. Στην προσπάθεια να μπει μια κάποια «τάξη» σε αυτόν τον τομέα, υπάρχει ένα ιστορικό άκαρπων προσπαθειών τα τελευταία έξι χρόνια. Η εκπόνηση του νέου εθνικού σχεδίου διαχείρισης επικίνδυνων αποβλήτων (ΕΣΔΕΑ) είναι η τελευταία από αυτές. Το νέο ΕΣΔΕΑ δημοσιοποιήθηκε το Φλεβάρη του 2016 και αυτήν την περίοδο συζητιέται στα περιφερειακά συμβούλια της χώρας η στρατηγική μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) του σχεδίου, προκειμένου να ολοκληρωθεί η τυπική διαδικασία της επικύρωσής του.
Το μέγα ερώτημα είναι αν, αυτή τη φορά, θα έχουμε απτά αποτελέσματα. Η ΠΡΩΣΥΝΑΤ, με παρέμβασή της στη σχετική συζήτηση στο περιφερειακό συμβούλιο της Αττικής (15/9), εκφράζει τον έντονο προβληματισμό και την ανησυχία της. Αφού, ανεξάρτητα από τις γενικές -θετικές στα περισσότερα σημεία- κατευθύνσεις, φαίνεται να απουσιάζει η απάντηση σε ορισμένα από τα πιο κρίσιμα ζητήματα. Δηλαδή, στο ποιος έχει την πρωτεύουσα ευθύνη για την κατασκευή και λειτουργία των βασικών υποδομών και στο με ποιες συγκεκριμένες πολιτικές και πρακτικές η πολιτεία θα διασφαλίσει την τήρηση των όρων και των δεσμεύσεων του όποιου σχεδίου.
Η ΠΡΩΣΥΝΑΤ επισημαίνει ότι, σε διάκριση με άλλες κατηγορίες αποβλήτων όπως τα αστικά, είναι καθοριστική η ευθύνη της βιομηχανίας, που είναι η κύρια παραγωγός των επικίνδυνων αποβλήτων, μαζί με κάποιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, νοσοκομεία, εισαγωγείς και διακινητές οχημάτων κλπ.. Θεωρεί, κατά συνέπεια, ότι οι μεγάλοι παραγωγοί των επικίνδυνων αποβλήτων πρέπει να αναλάβουν τη (μεγάλη) ευθύνη που τους αντιστοιχεί για τη διαχείριση των αποβλήτων που παράγουν οι επιχειρήσεις τους ή τα προϊόντα που εισάγουν και διακινούν. Και οι οποίοι, όταν πρόκειται για μεταπρατική - εργολαβική - κρατικοδίαιτη δραστηριότητα, με χαμηλό ρίσκο, με διασφαλισμένο αντικείμενο και κερδοφορία σε βάθος χρόνου επιδεικνύουν και επινοητικότητα και ενδιαφέρον. Όπως γίνεται με τον τομέα της διαχείρισης των αστικών αποβλήτων, στον οποίο «πριμοδοτούνται» παντοιοτρόπως. Όταν, όμως, πρόκειται για επενδύσεις με ρίσκο, με υψηλή τεχνολογία και κόστος και αφορά τα δικά τους απόβλητα και τις δικές τους υποχρεώσεις «σφυρίζουν» αδιάφορα.
Στην παρέμβαση της ΠΡΩΣΥΝΑΤ θίγονται και μια σειρά ειδικότερα ζητήματα, που συνδέονται με τη διαχείριση των επικίνδυνων αποβλήτων στην περιφέρεια της Αττικής. Όπου, επίσης, κυριαρχεί η γενικολογία και η αποφυγή αντιμετώπισης συγκεκριμένων προβλημάτων, όπως η λειτουργία του αποτεφρωτήρα υγειονομικών αποβλήτων της Φυλής, η καταγραφή και παρακολούθηση της υφιστάμενης κατάστασης και η χωροθέτηση των αναγκαίων υποδομών, που για μια ακόμη φορά φαίνεται να κατευθύνεται προς τις ήδη υποβαθμισμένες περιοχές της Δυτικής Αττικής.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της παρέμβασης της ΠΡΩΣΥΝΑΤ:
(15/9/2016)
Γνωμοδότηση για τη στρατηγική μελέτη
περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΣΜΠΕ)
του εθνικού σχεδίου διαχείρισης επικίνδυνων αποβλήτων
(ΕΣΔΕΑ)
Παρέμβαση ΠΡΩΣΥΝΑΤ
Η πρόσφατη ποινή από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σχετικά με τα επικίνδυνα βιομηχανικά απόβλητα είναι ενδεικτική της ανεξέλεγκτης κατάστασης που υπάρχει, επί σειρά ετών, η οποία χαρακτηρίζεται από με πλημμελή διαχείριση των επικίνδυνων αποβλήτων και, πολλές φορές από παραβατικές συμπεριφορές. Κυριότερες των οποίων η παράνομη διάθεση και η ανάμειξή τους με αστικά απόβλητα. Βασική αιτία είναι το υψηλό κόστος της διαχείρισής των επικίνδυνων αποβλήτων και η προσπάθεια των παραγωγών τους να το αποφύγουν.
Σε αυτόν τον τομέα και σε διάκριση με άλλες κατηγορίες αποβλήτων, όπως τα αστικά, είναι καθοριστική η ευθύνη της βιομηχανίας, που είναι η κύρια παραγωγός των επικίνδυνων αποβλήτων, μαζί με κάποιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, νοσοκομεία, εισαγωγείς και διακινητές οχημάτων κλπ.. Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να επισημάνουμε τη στάση του ιδιωτικού τομέα και του κεφαλαίου. Που όταν πρόκειται για μεταπρατική – εργολαβική – κρατικοδίαιτη δραστηριότητα, με χαμηλό ρίσκο, με διασφαλισμένο αντικείμενο και κερδοφορία σε βάθος χρόνου επιδεικνύει και επινοητικότητα και ενδιαφέρον. Όπως γίνεται με τον τομέα της διαχείρισης των αστικών αποβλήτων. Όταν, όμως, πρόκειται για επενδύσεις με ρίσκο, με υψηλή τεχνολογία και κόστος και αφορά τα δικά τους απόβλητα και τις δικές τους υποχρεώσεις «σφυρίζουν» αδιάφορα.
Η υπόθεση έχει προϊστορία.
· Τον Ιούνιο του 2010 το ΥΠΕΚΑ απευθύνει δημόσια πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για προτάσεις χώρων για την κατασκευή μονάδων διαχείρισης επικίνδυνων βιομηχανικών αποβλήτων. Πέρασαν μήνες και χρόνια, το ενδιαφέρον και η περιβαλλοντική ευαισθησία του κεφαλαίου δεν εκδηλώθηκε και το «εγχείρημα» ναυάγησε.
· Το 2011 εκπονήθηκε μελέτη συμπλήρωσης – εξειδίκευσης του ΕΣΔΕΑ και ΣΜΠΕ, με ιδιαίτερο στόχο την εξεύρεση κατάλληλων χώρων για εγκαταστάσεις επεξεργασίας και τελικής διάθεσης των επικίνδυνων αποβλήτων, που δεν είχε κάποιο πρακτικό αντίκρισμα. Ταυτόχρονα, το ΥΠΕΚΑ εξειδικεύει τα κριτήρια χωροθέτησης των εγκαταστάσεων διάθεσης επικίνδυνων αποβλήτων, αλλά, μάλλον, σε «ώτα μη ακουόντων».
· Αφού απέτυχαν αυτές οι προσπάθειες, το ΥΠΕΚΑ το 2013 συγκροτεί ομάδα εργασίας για τη διερεύνηση θέσεων χωροθέτησης εγκαταστάσεων διαχείρισης επικινδύνων αποβλήτων. Το έργο της ομάδας έπρεπε να παραδοθεί σε δύο βδομάδες. Έχουν περάσει τρία χρόνια και αποτέλεσμα δεν έχει δημοσιοποιηθεί.
· Το 2014 ανατίθεται μελέτη για την καταγραφή και πρώτη αξιολόγηση της επικινδυνότητας ρυπασμένων χώρων από βιομηχανικά – επικίνδυνα απόβλητα σε μια σειρά εννέα νομών. Παρόλα αυτά, το νέο σχέδιο που συζητάμε (ξανα)μιλά για καταγραφή των ρυπασμένων χώρων. Δηλαδή, δεν απέδωσε τίποτα η ειδική μελέτη;
· Το 2015 ξεκινά η τελευταία προσπάθεια για ένα νέο ΕΣΔΕΑ, που κατέληξε στις υπό διαβούλευση μελέτες.
Το ερώτημα που μπαίνει είναι αν έχει βγει κάποιο συμπέρασμα από τις αποτυχημένες απόπειρες του παρελθόντος. Τι είναι αυτό που θα κάνει υλοποιήσιμο κατ΄ αρχήν και βιώσιμο στη συνέχεια το νέο ΕΣΔΑ;
Το πρώτο και κεντρικό ζήτημα είναι ποιος έχει τη βασική ευθύνη. Αν κάπου έχει νόημα η έννοια της «ευθύνης του παραγωγού» είναι στη διαχείριση των βιομηχανικών και επικίνδυνων αποβλήτων. Οι μεγάλοι παραγωγοί των επικίνδυνων αποβλήτων πρέπει να αναλάβουν τη (μεγάλη) ευθύνη που τους αντιστοιχεί για τη διαχείριση των αποβλήτων που παράγουν οι επιχειρήσεις τους ή τα προϊόντα που εισάγουν και διακινούν. Με ποια λογική οι μεγάλες εταιρείες «υποχρεώνονται» να συγκροτήσουν ΣΕΔ και εταιρείες στον κλάδο της ανακύκλωσης των συσκευασιών και το ίδιο πράγμα δεν μπορεί να γίνει με τη διαχείριση των καθαρά δικών τους αποβλήτων.
Η ευθύνη της πολιτείας συνίσταται στο να βάλει τους όρους της διαχείρισης, ανάμεσά τους και αυτούς για τη χωροθέτηση των σχετικών υποδομών. Φυσικά, βοηθώντας την υλοποίησή τους και όχι παρεμβάλλοντας εμπόδια και δυσκολίες, πράγμα που κάνει ακόμη και για τις απλές – ήπιες υποδομές ανάκτησης υλικών από τα αστικά απόβλητα. Η πολιτεία, επίσης, σε ορισμένες κατηγορίες αποβλήτων, που δεν υπάρχει μαζική ή συγκεντρωμένη παραγωγή, θα πρέπει να φροντίσει να κατασκευάσει και να λειτουργήσει η ίδια τις αναγκαίες υποδομές. Όλες αυτές οι μελέτες για την αποκατάσταση των ρυπασμένων χώρων και για τη χωροθέτηση υποδομών πρέπει να οδηγήσουν, κάποτε, σε ένα πρακτικό αποτέλεσμα. Από την παραπάνω υποχρέωση δεν πρέπει να εξαιρεθούν ορισμένες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, όπως η ΔΕΗ, ή ακόμη και τα νοσοκομεία (ενδεχομένως, συντονιζόμενα μέσω του υπουργείου υγείας).
Το δεύτερο θεμελιώδες ζήτημα είναι η παρακολούθηση, η ακριβής καταγραφή και η ιχνηλασιμότητα των αποβλήτων γενικά και, ιδιαίτερα, των επικίνδυνων αποβλήτων. Με σκοπό, φυσικά, τη διασφάλιση της σωστής διαχείρισης. Το βασικό εργαλείο είναι οι περιβαλλοντικές αδειοδοτήσεις των επιχειρήσεων, στις οποίες (πρέπει να) περιγράφονται το είδος και οι ποσότητες των παραγόμενων αποβλήτων, σε συνδυασμό με το μητρώο παραγωγών αποβλήτων. Και, από πάνω, ένας αξιόπιστος μηχανισμός παρακολούθησης και διασταύρωσης των στοιχείων και ροής των αποβλήτων. Πάντα με την προϋπόθεση ότι έχουν υλοποιηθεί οι βασικές υποδομές επεξεργασίας και τελικής διάθεσης. Αλλιώς, είναι βέβαιο ότι θα εξακολουθήσει να συνεχίζεται το καθεστώς της ανεξέλεγκτης διάθεσης και της επιμόλυνσης των αστικών αποβλήτων.
Υπάρχουν προϋποθέσεις να ξεκινήσει μια τέτοια καταγραφή και παρακολούθηση; Δεν είναι βέβαιο. Χαρακτηριστικό στοιχείο είναι οι αποκλίσεις που υπάρχουν, ως προς την εκτίμηση των ποσοτήτων των επικίνδυνων αποβλήτων, ανάμεσα στη μελέτη του ΕΣΔΑ και στις μελέτες του ΕΣΔΕΑ, παρότι εκπονήθηκαν σχεδόν παράλληλα. Στοιχεία για το μητρώο παραγωγών αποβλήτων δεν έχουμε. Η δημοσιοποίηση των διασυνοριακών μεταφορών επικίνδυνων αποβλήτων έχει σταματήσει στο 2011.
Μιλώντας για χώρους και υποδομές, δεν μπορούμε να αφήσουμε ασχολίαστα τα εξής:
· Έχουν υπόψη τους οι θιασώτες της καύσης στη διαχείριση των αστικών αποβλήτων, ότι αυτή συνοδεύεται από τους αναγκαίους χώρους υγειονομικής ταφής επικίνδυνων αποβλήτων (ΧΥΤΕΑ). Αν δεν το έχουν υπόψη τους ας ανατρέξουν στην περιβαλλοντική αδειοδότηση της ΟΕΔΑ ΝΑ Θεσσαλονίκης, που -ευτυχώς- δεν έχει υλοποιηθεί. Οι θιασώτες της καύσης στον ΕΔΣΝΑ έχουν κάποια σκέψη γι αυτό;
· Το υφιστάμενο, από το 2012, Ειδικό Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης Επικίνδυνων Αποβλήτων Υγειονομικών Μονάδων (ΕΣΔΕΑΥΜ) προβλέπει διασπορά των μονάδων διαχείρισης και όχι μόνο τη μονάδα της Φυλής. Ωστόσο, τίποτα δε δείχνει ότι κινούμαστε προς αυτή την κατεύθυνση. Σημαντικό, επίσης, πρόβλημα είναι το τι καταλήγει στον αποτεφρωτήρα. Υπάρχουν έγκυρες απόψεις που υποστηρίζουν ότι σημαντικές ποσότητες υγειονομικών αποβλήτων καταχρηστικά κατευθύνονται στον αποτεφρωτήρα, παρόλο που η διαχείρισή τους θα μπορούσε να γίνει πιο απλά και πιο φτηνά μέσα στα νοσοκομεία. Έχει παρθεί, υπόψη αυτή πρακτική στον υπολογισμό των ποσοτήτων των ΑΥΜ, που χρειάζονται αποτέφρωση; Και ακόμη: η περιφέρεια Αττικής και ο ΕΔΣΝΑ έχουν υποσχεθεί την απομάκρυνση του αποτεφρωτήρα εκτός οικιστικού ιστού και ο ΕΔΣΝΑ έχει συγκροτήσει ομάδα εργασίας για τη μελέτη του θέματος. Την ίδια στιγμή εκχωρεί τη λειτουργία και διαχείριση του αποτεφρωτήρα στους εργολάβους για μακρύ χρονικό διάστημα. Ποιες είναι οι πραγματικές προθέσεις και ποιο το πόρισμα της ομάδας εργασίας;
· Η διεύθυνση περιβάλλοντος της περιφέρειας, στις προτάσεις της (σελ. 20, σημείο 8), διαφωνεί με την πρόβλεψη του σχεδίου για «Οργάνωση και λειτουργία επαρκούς δικτύου υποδομών διάθεσης ΒΕΑ, κατά προτεραιότητα στους χώρους βιομηχανικής συγκέντρωσης». Αντιπροτείνει την «Οργάνωση και λειτουργία δικτύων διαχείρισης των ΒΕΑ στους χώρους βιομηχανικής συγκέντρωσης», θεωρώντας ότι «η περαιτέρω διάθεση των Β.Ε.Α. μπορεί να καλυφθεί από το υφιστάμενο δίκτυο διάθεσης». Συμφωνούμε με την πρόταση για οργάνωση και λειτουργία δικτύων διαχείρισης των ΒΕΑ στους χώρους βιομηχανικής συγκέντρωσης. Αλλά, αναρωτιόμαστε ποιο είναι το υφιστάμενο δίκτυο διάθεσης ΒΕΑ;
Οι στρατηγικές της διαχείρισης των επικίνδυνων αποβλήτων, όπως προτάσσονται στο νέο ΕΣΔΕΑ, έχουν αρκετά γενικό χαρακτήρα και δύσκολα θα μπορούσε κανείς να εκφράσει μια γενικευμένη διαφωνία. Η πρόσφατη εμπειρία, ωστόσο, με το ΕΣΔΑ δείχνει ότι ο «διάβολος» βρίσκεται στην εξειδίκευση και στις πολιτικές με τις οποίες υποτίθεται ότι υλοποιούνται οι γενικοί στόχοι. Να θυμίσουμε το ναι στη δημόσια διαχείριση, που μεταφράστηκε σε αναβίωση των ΣΔΙΤ; Ή να πούμε για το στόχο της ριζικής αναδιάρθρωσης του συστήματος της ανακύκλωσης (επαναλαμβάνεται και στους στρατηγικούς στόχους του ΕΣΔΕΑ), που μεταφράστηκε σε συντήρηση των υφιστάμενων ιδιωτικών ΣΕΔ σε όλους τους ΠΕΣΔΑ; Σε αυτό το επίπεδο θα κριθούν οι πραγματικές προθέσεις του υπουργείου και της κυβέρνησης και θίξαμε, ήδη, παραπάνω τα πιο κομβικά, κατά τη γνώμη μας σημεία.
Αισθανόμαστε την ανάγκη να επισημάνουμε ότι και στους στρατηγικούς στόχους του ΕΣΔΕΑ η ενεργειακή αξιοποίηση δεν θεωρείται πρωτεύουσα επιλογή. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται:
· Συμπληρωματική χρήση μεθόδων ανάκτηση ενέργειας, με την προϋπόθεση ότι δεν αλλοιώνουν τους στόχους ανάκτησης υλικών.
· Προτεραιότητα στην περαιτέρω ανάκτηση υλικών, έναντι της παραγωγής δευτερογενών καυσίμων, στα εργοστάσια επεξεργασίας αποβλήτων.
Το θυμίζουμε σε όσους προσπαθούν να μας πείσουν για το αντίθετο και θα συνεχίσουμε να το κάνουμε, όσο στην πράξη δεν διαψεύδεται αυτή η επιλογή.
Οι προτάσεις που εισηγείται η διεύθυνση περιβάλλοντος της περιφέρειας, στις τελευταίες σελίδες του εισηγητικού κειμένου έχουν ένα γενικόλογο χαρακτήρα. Παρόλα αυτά, οι περισσότερες από αυτές κινούνται σε θετική κατεύθυνση. Κάποιες από αυτές, όμως, θα θέλαμε να τις σχολιάσουμε:
· Αναφερθήκαμε, ήδη, στο θέμα των δικτύων επεξεργασίας και των δικτύων διάθεσης στους χώρους βιομηχανικής συγκέντρωσης.
· Προτείνεται: «Να προβλέπεται η κατά προτεραιότητα επιλογή υποβαθµισµένων περιοχών και παλαιών λατοµείων για την αποθήκευση ΕΑ». Η προτεραιότητα που δίνεται στις υποβαθμισμένες περιοχές εγκυμονεί τον κίνδυνο της περαιτέρω υποβάθμισης. Μιλώντας πιο συγκεκριμένα, το μυαλό μας πηγαίνει στην εγκατάσταση της Φυλής, της οποίας η συνέχιση της λειτουργίας φαίνεται προαποφασισμένη από την περιφέρεια και τους δήμους. Σε κάθε περίπτωση οι αναγκαίες υποδομές για τη διαχείριση των ΕΑ δεν μπορεί να παραπεμφθούν εξολοκλήρου στους συντάκτες του ΕΣΔΑ. Οι υπηρεσίες της περιφέρειας πρέπει να έχουν συγκεκριμένη άποψη. Το ίδιο ισχύει και με τα λατομεία, τα οποία ο συζητούμενος ΠΕΣΔΑ τα θέλει τόπους ταφής αστικών αποβλήτων. Τι θα πρωτογίνει σε αυτά τα λατομεία και με ποιο τρόπο; Το Μελετάνι, που έχει στοχοποιηθεί για ταφή και επικίνδυνων αποβλήτων και αστικών αποβλήτων, περιλαμβάνεται στους νέους σχεδιασμούς;
· Προτείνεται, επίσης: «Να ελαχιστοποιηθούν όσο το δυνατόν περισσότερο οι νέες χωροθετήσεις για τα έργα διαχείρισης που προτείνονται στο ΕΣΔΕΑ, µε την χωροθέτηση τους σε ήδη αδειοδοτημένες περιοχές, προκειμένου να μειωθούν οι αρνητικές επιπτώσεις φυσιογνωμίας της περιοχής εγκατάστασης των έργων (π.χ. μονάδες επεξεργασίας, έργα προσπελασιμότητας κλπ.)». Μιλώντας για την Αττική και εδώ το μυαλό μας πηγαίνει στη Φυλή και στο Μελετάνι; Πρέπει να ειπωθεί με σαφήνεια, αν υποκρύπτεται τέτοια πρόθεση;
Εκμεταλλευόμαστε την ευκαιρία για να θέσουμε ορισμένα ερωτήματα που αφορούν στον ΠΕΣΔΑ και τη διαχείριση των αστικών αποβλήτων:
· Πληροφορούμαστε ότι επίκειται η δημοσιοποίηση της ΣΜΠΕ του ΠΕΣΔΑ. Ρωτάμε για ποιο λόγο δεν έχει δημοσιοποιηθεί ακόμη ο ΠΕΣΔΑ; Πρώτα η περιβαλλοντική αξιολόγηση του σχεδίου και μετά το ίδιο το σχέδιο; Είναι εντελώς παράλογο.
· Η Δυτική Αθήνα και η Δυτική Αττική ταλαιπωρείται τους τελευταίους μήνες από μια συνεχή δυσοσμία, η οποία πιθανολογείται ότι οφείλεται στη λειτουργία του ΕΜΑΚ. Η περιφερειάρχης και πρόεδρος του ΕΔΣΝΑ ανέθεσε το έργο της μέτρησης των οσμών, εδώ και δύο μήνες. Ποια είναι τα αποτελέσματα των μετρήσεων και ποιο το πόρισμα του ΕΔΣΝΑ για τις αιτίες του φαινομένου;
ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΣΥΝΕΝΝΟΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ (ΠΡΩΣΥΝΑΤ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου