Ο Αλβάρο Ρέγιες αναλύει τις αντιφάσεις και τις ασυνέπειες των «προοδευτικών κυβερνήσεων» στη Λ. Αμερική, τη σχέση τους με τα κοινωνικά κινήματα, αλλά και την ενσωμάτωσή τους στην κυρίαρχη καπιταλιστική λογική. Οι επισημάνσεις του αποτελούν έναν πολύτιμο οδηγό για τις πάσης φύσεως αριστερές και προοδευτικές κυβερνήσεις και στη Δύση.
• Ποια είναι τα μαθήματα από την αντιφατική σχέση μεταξύ κοινωνικών κινημάτων στη Λατινική Αμερική και των «προοδευτικών κυβερνήσεων», τις οποίες αυτά τα κινήματα βοήθησαν να έρθουν στην εξουσία;
Πιστεύω ότι στη Λατινική Αμερική τα κινήματα τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, κυρίως αυτά των ιθαγενών λαών, ήταν πιο συνεκτικά και ριζοσπαστικά απ’ ό,τι έχουμε δει μέχρι σήμερα οπουδήποτε αλλού.
Το βασικότερο όμως είναι να καταλάβουμε ότι αυτή η σχέση μεταξύ κινημάτων και «προοδευτικών κυβερνήσεων» στις περισσότερες περιπτώσεις αποδείχτηκε μοιραία. Αυτό το αποκαρδιωτικό αποτέλεσμα οφείλεται σε μια υποτίμηση της παγκόσμιας πολιτικής κατάστασης.
Δηλαδή, πολλά απ’ αυτά τα κινήματα προσδιόρισαν τον αγώνα τους ως κάτι που αντιτίθεται στα αποτελέσματα του «νεοφιλελευθερισμού» - μια βαθιά κρίση χρέους, μέτρα λιτότητας και ένα ατέλειωτο κύμα ιδιωτικοποιήσεων. Κατά συνέπεια ξόδεψαν όλη τους την ενέργεια στο να απομακρύνουν την παραδοσιακή πολιτική τάξη και να φέρουν στην εξουσία ρητά αντινεοφιλελεύθερα κόμματα.
Μετά την επιτυχία σ’ αυτήν την προσπάθειά τους, τους ήταν δύσκολο να αντιληφθούν πως αυτή η ίδια η επιτυχία –παρά τα προγράμματα για την ανακούφιση των χειρότερων αποτελεσμάτων του νεοφιλελευθερισμού– οδήγησε στο να μείνει ανέγγιχτη η μηχανή που γεννούσε αυτά τα αποτελέσματα: μια άκρως ανισότιμη και φευγαλέα μορφή καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Εκ των υστέρων, και χάρη σ’ αυτούς τους αγώνες, είναι ευκολότερο να δούμε ότι αυτό το αδιέξοδο δημιουργήθηκε επειδή η γενική στρατηγική των κυρίαρχων τάσεων αυτών των κινημάτων θεωρούσε ότι ο «νεοφιλελευθερισμός» ήταν μια υποκειμενική πολιτική επίθεση ενός μέρους των ελίτ, η οποία θα μπορούσε να αναστραφεί με μια υποκειμενική αντεπίθεση μέσω των υπαρχόντων κρατικών διαύλων.
Αυτό που δεν ήταν ξεκάθαρο τότε είναι ότι ο «νεοφιλελευθερισμός» ήταν περισσότερο ένα αντικειμενικό αποτέλεσμα, παρά μια υποκειμενική αιτία τής χωρίς προηγούμενο αποσύνθεσης της καπιταλιστικής κοινωνικής μορφής.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, της εμφανούς συρρίκνωσης της «αυτοαξιοποίησης της αξίας», ο αφανής δομικός δεσμός ανάμεσα σε μια διαρκώς μειούμενη καπιταλιστική ανάπτυξη και τις «προοδευτικές κυβερνήσεις» ήρθε στο προσκήνιο.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η πολιτική τάξη έθεσε ξανά και με δυναμικό τρόπο σε λειτουργία και προσδιόρισε έναν νέο στόχο, ελπίζοντας ότι θα αποφύγει την κατάρρευση: τη διαφύλαξη της «κερδοφορίας». Αυτό με τη σειρά του έκανε ξεκάθαρο ότι οι απρόσωποι μηχανισμοί της αγοράς είχαν γίνει ένας μάλλον άμεσος παρά έμμεσος περιορισμός για τους κρατικούς φορείς, αφήνοντας ελάχιστο περιθώριο στα «προοδευτικά» κόμματα να ανταποκριθούν στις κοινωνικές ανάγκες, ακόμα και στις πιο μετριοπαθείς δομικές αλλαγές.
Δεδομένων αυτών των περιορισμών και θεωρώντας τα δομικά αιτήματα του λαού απειλή, δεν αποτελεί έκπληξη ότι οι κεντρικές φιγούρες των «προοδευτικών κυβερνήσεων» κινήθηκαν αργά στον παραγκωνισμό και την εξουδετέρωση των κινημάτων.
Εν ολίγοις, παρότι αυτά τα αντιηγεμονικά σχέδια υπέθεσαν ότι μέσω των «προοδευτικών κυβερνήσεων» είχαν «καταλάβει την εξουσία», εκ των υστέρων νομίζω ότι δεν είναι υπερβολή να πούμε πως στην πραγματικότητα η εξουσία τα κατέλαβε.
• Ορισμένες απ’ αυτές τις «προοδευτικές κυβερνήσεις» στη Λ. Αμερική συνεχίζουν να εφαρμόζουν την ίδια νεοφιλελεύθερη «αναπτυξιακή» πολιτική των προκατόχων τους, δηλαδή τον εξορυκτισμό και τον εξαγωγισμό. Πώς το εξηγείτε αυτό;
Ακριβώς. Πολλές από τις «προοδευτικές κυβερνήσεις» μπόρεσαν να συγκαλύψουν τα καθαρά αποτελέσματα αυτού του δομικού αδιεξόδου του σύγχρονου καπιταλισμού, εκμεταλλευόμενες τα απροσδόκητα κέρδη τα οποία απορρέουν από μια μάλλον μοναδική και προφανώς μη επαναληπτέα παγκόσμια ζήτηση για φυσικούς πόρους (πετρέλαιο κ.λπ.).
Αυτή η «άνθηση» (boom) δημιούργησε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα περιφερειακής οικονομικής ανάπτυξης και έδωσε στις «προοδευτικές κυβερνήσεις» πρόσθετα έσοδα, με τα οποία μπόρεσαν να χορηγήσουν κρατικά επιδόματα για τους πιο περιθωριοποιημένους τομείς.
Και τα δύο αυτά δεδομένα επέτρεψαν στις «προοδευτικές κυβερνήσεις» να μειώσουν προσωρινά τις κοινωνικές συγκρούσεις, οι οποίες υπό άλλες συνθήκες θα συνόδευαν την κρίση. Οπως βλέπουμε σήμερα, από τη στιγμή που αυτή η «άνθηση» τέλειωσε, αυτές οι συγκρούσεις έχουν επανεμφανιστεί με ιδιαίτερη δύναμη.
• Ποιος είναι συγκεκριμένα ο ρόλος των «προγραμμάτων κατά της φτώχειας» στη διαδικασία εξουδετέρωσης των μαζικών κοινωνικών κινημάτων;
Θα έλεγα ότι η μεγαλύτερη ζημιά έγινε από τις «προοδευτικές κυβερνήσεις» στο επίπεδο της κατασκευής και της διαχείρισης των υποκειμενικών επιθυμιών του κινήματος. Δηλαδή, τα κινήματα που είχαν επιδείξει τέτοια απίστευτη πολιτική αποτελεσματικότητα στην εκδίωξη των παραδοσιακών πολιτικών ελίτ της περιοχής ενθαρρύνθηκαν μέσω αυτών των προγραμμάτων να διοχετεύσουν όλη την κοινωνική δυσαρέσκεια σε καταναλωτικά αιτήματα, με άμεσο αντίτιμο την απώλεια της λογικής της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Κατά ειρωνικό τρόπο τότε, οι «προοδευτικές κυβερνήσεις», προσπαθώντας να εξουδετερώσουν τις πιθανές απειλές από τους πιο περιθωριοποιημένους τομείς, διάβρωσαν ταυτόχρονα τη συνοχή των μόνων κοινωνικών δυνάμεων που μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τη Δεξιά. Μ’ αυτή την έννοια, οι «προοδευτικές κυβερνήσεις» αποδεκάτισαν τα κινήματα, αλλά υπονόμευσαν επίσης τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά τους.
• Ο Ουρουγουανός διανοούμενος Ραούλ Ζιμπέκι υποστηρίζει ότι η κοινωνική αλλαγή δεν θα είναι αποτέλεσμα κυβερνητικής δράσης, αλλά της κινητοποίησης και της πάλης εκείνων που βρίσκονται «κάτω και αριστερά». Ποια είναι η γνώμη σας;
Λοιπόν, να διευκρινίσουμε ότι η αντίληψη γι’ αυτούς που βρίσκονται «κάτω και αριστερά» προέρχεται από τους Ζαπατίστας.
Θεωρώ σημαντικό να το τονίσω αυτό, διότι επινόησαν αυτή την έννοια προκειμένου να δείξουν ότι, δεδομένων των δομικών περιορισμών που έχουν τεθεί στο σύγχρονο κράτος από τη δυναμική της αποσύνθεσης του κεφαλαίου, σήμερα το «επάνω και αριστερά» μπορεί να υπάρξει μόνο σαν ένα οξύμωρο σχήμα. Ετσι λοιπόν, ναι, μια πάλη εκείνων που βρίσκονται «κάτω και αριστερά».
Ομως μια πάλη για ποιο πράγμα; Εάν πρόκειται απλά για μια πάλη για να επηρεαστούν ή να πιεστούν οι από πάνω, τότε η εμπειρία των τελευταίων τριάντα χρόνων στη Λατινική Αμερική μας δείχνει με ποιον τρόπο είναι πιθανό να τελειώσει μια τέτοια κινητοποίηση.
Αντίθετα, οι Ζαπατίστας επιμένουν ότι στο πλαίσιο μιας γενικευόμενης κοινωνικής εγκατάλειψης, πρέπει να κινηθούμε πέρα από τον κύκλο των αιτημάτων, των διαμαρτυριών, των εκλογών και των σπασμένων τζαμαριών, τα οποία χαρακτηρίζουν πολλά κινήματα ανά τον κόσμο σήμερα.
Ως μια εναλλακτική, προτείνουν ότι αυτοί που βρίσκονται «κάτω και αριστερά» πρέπει να κάνουν τη διαρκή άσκηση της αυτο-κυβέρνησης μοναδική στρατηγική τους προτεραιότητα (και με την κρατική εμπλοκή να περιορίζεται σε άνισες τακτικές αναγκαιότητες).
Πιστεύουν ότι μόνο με τη δημιουργία ενός νέου δικτύου θεσμικότητας (σε διαρκώς διευρυνόμενα επίπεδα του τοπικού, του περιφερειακού, του υπερ-περιφερειακού κ.λπ.) -προκειμένου αφενός να εξασκούμε την ικανότητα συλλογικής λήψης των αποφάσεων και αφετέρου να ικανοποιούμε τις πιεστικές μας ανάγκες (διατροφή, στέγαση, εκπαίδευση)- μπορούμε να οργανώσουμε τις αναγκαίες κοινωνικές δυνάμεις που απαιτούνται για να αναστρέψουμε τις συνέπειες του σύγχρονου καπιταλισμού και να κάνουμε αυτούς τους νέους θεσμούς τη βάση για μια νέα τάξη σε επίπεδο κοινωνίας.
Μοιάζει αδύνατο, αλλά νομίζω ότι μια νηφάλια ματιά στην κατάστασή μας δείχνει ότι κανένα είδος αδύνατου δεν μας φτάνει.
• Οι δυτικές χώρες τι έχουν να μάθουν από την κουλτούρα των ιθαγενών λαών για τη σχέση ανθρώπου-φύσης και για την ιδέα της προόδου;
Αυτό που έχουν να μας διδάξουν αυτοί οι άνθρωποι είναι απολύτως ζωτικό, αλλά δεν είμαι βέβαιος ότι είναι πολιτιστικό. Ο «καπιταλιστικός πολιτισμός» (εάν μπορούμε να μιλήσουμε με τέτοιους όρους) χώρισε τον κόσμο σε ένα σύστημα παραγωγής και ένα σύστημα σκλαβιάς και λεηλασίας.
Οι ευρωπαϊκής καταγωγής λαοί ήταν ασφαλείς εντός της προστασίας που τους παρείχαν οι κατηγορίες του «εργάτη» και του «πολίτη», ενώ οι μη ευρωπαϊκοί λαοί (και συγκεκριμένα οι μαύροι και οι ιθαγενείς) ήταν συχνότερα αντικείμενα της αποικιοκρατίας και της εξολόθρευσης.
Αυτός ο «πολιτισμός» βρίσκεται στο μέσο μιας ολοκληρωτικής παλινδρόμησης και συνεπώς η προστασία που ήταν εξασφαλισμένη για τους ευρωπαϊκής καταγωγής λαούς εξαφανίζεται.
Ετσι, οι ευρωπαϊκής καταγωγής λαοί σήμερα έχουν μια επιλογή: είτε να θρηνούν γι’ αυτή την καταστροφή και να υποκρίνονται ότι κατηγορούν τους μη ευρωπαϊκούς λαούς για την τωρινή τους κατάσταση, είτε μπορούν να γίνουν μαθητές των μαύρων και ιθαγενών λαών, οι οποίοι αναγκάστηκαν να μάθουν να επιβιώνουν και να αντιστέκονται ΕΝΤΟΣ αυτής της καταστροφής, η οποία ξεκίνησε γι’ αυτούς πέντε αιώνες πριν, και μαζί τους να προσπαθήσουν να φτιάξουν μια ζωή μετά την καπιταλιστική «ανάπτυξη».
Ο Αλβάρο Ρέγιες διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Chapel Hill της Βόρειας Καρολίνας. Στα ερευνητικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνονται η πολιτική γεωγραφία, οι μαύροι και ιθαγενείς πολιτισμοί της Λ. Αμερικής, τα κοινωνικά κινήματα και η αποαποικιοποίηση. Στα ελληνικά κυκλοφορεί το βιβλίο «Κοινά αγαθά και κοινωνικά κινήματα» (Εκδόσεις των Συναδέλφων), το οποίο έχει συγγράψει με τους Μάικλ Χαρντ και Ραούλ Ζιμπέκι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου