του Δ. Πετρόπουλου από εδώ
Οι επιπτώσεις πέντε ετών μνημονιακών πολιτικών και της εσωτερικής υποτίμησης σε βάρος των εργαζόμενων τάξεων έχουν ήδη παράξει τα πρώτα συντριπτικά αποτελέσματα σε βάρος τους. Βασικά τους συστατικά η πλήρης αναίρεση του προηγούμενου νεοφιλελεύθερου παραδείγματος και των όψεων κοινωνικών συμβολαίων – συμβιβασμών που διατηρούσε, η διαμόρφωση ενός νέου σημείου ισορροπίας μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας σε χαμηλότερο επίπεδο για τους εργαζόμενους σε ολόκληρο το φάσμα (μισθός, κοινωνικός μισθός, ασφάλιση, δικαιώματα, οργάνωση, φορολογία), η εμπέδωση και ενίσχυση του νεοφιλελευθερισμού.
Οι δυνάμεις της εργασίας δέχτηκαν τη μνημονιακή περίοδο συντριπτικό πλήγμα σε όλα τα επίπεδα. Οι επιπτώσεις της επίθεσης του κεφαλαίου πάνω στην εργατική τάξη και τα αποτελέσματα που αυτή παράγει ευθύνονται κυρίως για την υποχώρηση των κοινωνικών - ταξικών αγώνων και δευτερευόντως οι χειρισμοί της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας.
Σημαντικότερα στοιχεία της:
- Η εκτόξευση της ανεργίας (σε σταθερά ποσοστά της τάξης του 30%)
- Η μείωση των ονομαστικών μισθών κατά 16% και της αγοραστικής δύναμης κατά 36%
- Η μείωση των κατώτατων μισθών
- Η αύξηση του εργάσιμου χρόνου
- Η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων
- Η ασφαλιστική αντιμεταρρύθμιση η οποία είναι σε εξέλιξη
Η υπογραφή του 3ου μνημονίου και η εφαρμογή των προαπαιτουμένων του από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ συνεχίζει και επιτείνει την επίθεση.
Η στρατηγική που ακολουθείται που ακολουθείται διατηρεί αντιφάσεις έχει όμως εσωτερική συνοχή. Ο στόχος της είναι σαφής, να μειώσει τα εξωτερικά ελλείμματα με τη μείωση της κατανάλωσης και να αυξήσει το ποσοστό κέρδους αυξάνοντας κατ αρχήν το βαθμό εκμετάλλευσης της εργασίας. Η κεντρική παράμετρος αυτής της στρατηγικής είναι η μείωση του εργατικού κόστους και η εμπέδωση μίας πιο αυστηρής εργασιακής πειθαρχίας στους εργασιακούς χώρους και την διεύρυνση της σε όλες τις μονάδες παραγωγής.
Τα παραπάνω παράγουν ως επιταχυνόμενα αποτελέσματα την εξατομίκευση και την αποδιάρθρωση συλλογικών πρακτικών (ήδη είναι ορατή παντού η μείωση της συνδικαλιστικής πυκνότητας). Η αδυναμία απάντησης, έστω και ανάσχεσης, της επίθεσης από πλευράς εργατικού κινήματος κινδυνεύει να αποκτήσει στρατηγικά χαρακτηριστικά (απανωτές ήττες)
Η πρώτη διετία 2010-2012 αποτέλεσε μια μοναδική περίοδο ανάτασης των κοινωνικών (και του εργατικού) κινημάτων. Προέκυψαν μεγάλοι αλλά ασυντόνιστοι αγώνες που τη δυναμική τους την αντλούσαν από την προηγούμενη περίοδο νεοφιλελεύθερης διαχείρισης που διατηρούσε όψεις συμβιβασμών. Για το λόγο αυτό και σε επίπεδο εργατικών αγώνων διακρίνονταν από τη μαχητικότητα τους κυρίως ανά κλάδο ή χώρο (συγκοινωνίες, δημόσιο, καθηγητές, γιατροί, ΟΤΑ, πανεπιστήμια, χαλυβουργία, εργοστάσια που έκλειναν κλπ) με αποτέλεσμα να αδυνατούν να απαντήσουν στη συνολικότητα της επίθεσης, αλλά και στην αναίρεση κάθε δυνατότητας συμβιβασμού εντός του μνημονιακού πλαισίου.
Η εμπέδωση της αστικής στρατηγικής της βίαιης αναδιάρθρωσης και της εσωτερικής υποτίμησης μεταβάλλει το συσχετισμό δυνάμεων, γεγονός που αντανακλά και στο ιδεολογικό πεδίο με την ένταση της εξατομίκευσης και της ηττοπάθειας και δυσχεραίνει τους όρους ανάπτυξης κοινωνικών αγώνων και συγκρούσεων. Οι αγώνες της προηγούμενης περιόδου, ακόμη και όταν πήραν ιδιαίτερα μαζικά και ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά, ενέτειναν την αστάθεια αλλά δεν κατόρθωσαν να σηματοδοτήσουν μία συνολικότερη κρίση του πολιτικού συστήματος ούτε και να ανακόψουν πτυχές της ασκούμενης πολιτικής, έστω και σε επιμέρους κλάδους. Σήμερα, οι κοινωνικοί αγώνες βρίσκονται σε ύφεση, εμφανίζονται κατακερματισμένα και αποσπασματικά, χωρίς να κατορθώνουν να ενοποιούνται και να επάγουν ευρύτερες πολιτικές πιέσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι σαφές ότι όσο οι κοινωνικοί αγώνες δε συγκλίνουν σε ένα συνολικό κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο στη βάση μιας εναλλακτικής πολιτικής διεξόδου από την κρίση, δε θα κατορθώνουν να αποκρυσταλλώνουν ευρύτερα πολιτικά αποτελέσματα αλλά ούτε και να αποσπούν επιμέρους νίκες. Με αυτά τα δεδομένα, γίνεται ακόμα πιο φανερό ότι το ζήτημα του αριστερού κοινωνικοπολιτικού μετώπου και των συγκεκριμένων βημάτων για τη συγκρότησή του έχει κεντρική σημασία.
Η εργατική διέξοδος από την κρίση συνεπώς περνάει μέσα από τη συγκρότηση ενός αριστερού κοινωνικοπολιτικού μετώπου που θα επιχειρούσε να αποτυπώσει και να οργανώσει μια κοινωνική συμμαχία υπό την ηγεμονία των δυνάμεων της εργασίας με τη νεολαία και τα καταστρεφόμενα ή υποβαθμιζόμενα μικροαστικά στρώματα στη βάση του αναγκαίου πολιτικού προγράμματος που θα επιβάλλει θυσίες στο κεφάλαιο: καταγγελία μνημονίων/δανειακών συμβάσεων, στάση πληρωμών/διαγραφή χρέους, έξοδος από την ΟΝΕ, ρήξη-σύγκρουση με την ΕΕ στην κατεύθυνση της αποδέσμευσης, εθνικοποιήσεις τραπεζών και στρατηγικών επιχειρήσεων, αύξηση του κοινωνικού μεριδίου της εργασίας. Αυτή η προγραμματική βάση πρέπει να εμπλουτιστεί με εκείνα τα μέτρα που θα προετοιμάζουν τα λαϊκά στρώματα για το πώς θα θωρακισθεί το λαϊκό εισόδημα σε περίπτωση επιβολής αυτού του μεταβατικού προγράμματος (προστασία κρατικής περιουσίας, φορολόγηση του κεφαλαίου, αναπροσανατολισμός της οικονομίας στην εξυπηρέτηση λαϊκών αναγκών, απαγόρευση εξαγωγής κεφαλαίων, υποτίμηση του εθνικού νομίσματος, έλεγχος της αγοράς, επιβολή δασμών, μείωση παρασιτικής κατανάλωσης, ρήξη με τις επιταγές απελευθέρωσης των τομέων ενέργειας-μεταφορών-επικοινωνιών, ρήξη με την ΚΑΠ, αλλά και τα επιβαλλόμενα εμπάργκο).
Το αριστερό κοινωνικό – πολιτικό μέτωπο πρέπει να εκκινά από την κοινωνία, τους χώρους και τα μέτωπα όπου θα επιχειρεί την οικοδόμηση μιας ενιαίας πολιτικής-κινηματικής απάντησης απέναντι στις κυρίαρχες πολιτικές. Η απάντηση αυτή θα συμβάλλει στην καλύτερη κινηματική αντιμετώπιση της επίθεσης, στην παραγωγή πολιτικών αποτελεσμάτων και επιτυχιών που τόσο λείπουν. Θα συμβάλλει επίσης στη διαμόρφωση συναντίληψης και στην όσμωση μεταξύ διαφορετικών πολιτικό-ιδεολογικών ρευμάτων που έχουν μάθει σε πολύπλευρους διαχωρισμούς και όχι σε συνεργασίες. Θα παίξει επίσης καθοριστικό ρόλο στην επανενεργοποίηση όλου αυτού του κοινωνικού δυναμικού, το οποίο είχε εναποθέσει όλες τις ελπίδες του σε μια ενδεχόμενη κυβερνητική αλλαγή και όχι στην πολιτική παρέμβαση που οδηγεί σε ρήξεις. Το ζήτημα της κυβέρνησης αντικειμενικά -λόγω της εξέλιξης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ- πηγαίνει σε δεύτερο επίπεδο, ο κόμβος σήμερα είναι η επανενεργοποίηση των κοινωνικών κινημάτων με πιο ουσιαστικό και μόνιμο τρόπο από την περίοδο 2010-12 με ουσιαστική εμπλοκή της κοινωνίας, ώστε όταν και αν τεθεί ξανά το ζήτημα της αριστερής κυβέρνησης, αυτό να συμπληρώνεται με τις απαραίτητες προϋποθέσεις του και όχι την ανάθεση. Δηλαδή την εμπλοκή των εργαζομένων και της κοινωνίας τόσο στο περιεχόμενο του προγράμματος (παραγωγικός ανασχεδιασμός) όσο και στην υλοποίηση του. Για να μην επαναληφθεί ξανά το καλοκαίρι του 2015.
ΜΕΤΩΠΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ
Στο πλαίσιο αυτό, κεντρικά κοινωνικά μέτωπα για το επόμενο χρονικό διάστημα θα πρέπει να είναι:
Η επερχόμενη λεηλασία στο ασφαλιστικό Μια και ολοκληρώνεται αυτές τις ημέρες και αφορά όλους: τους συνταξιούχους ,τους εργαζόμενους, τους νέους, τους ανέργους, τους αγρότες, τους επαγγελματίες, τις γυναίκες. Οι αυξήσεις εισφορών μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων, η εξαφάνιση της κρατικής χρηματοδότησης για να εξοικονομούνται πόροι για να αποπληρωθεί ένα παράνομο χρέος, η μείωση των πόρων που καταβάλλει το κεφάλαιο, οι ενοποιήσεις ταμείων και η εξομοίωση προς τα κάτω δικαιωμάτων και παροχών, η σταδιακή κατάργηση των επικουρικών ταμείων ενίσχυσης των πενιχρών συντάξεων έχουν ένα και μόνο στόχο. Την κατάργηση της δημόσιας κοινωνικής ασφάλισης, δηλαδή του δικαιώματος μας σε δημόσια δωρεάν περίθαλψη και του δικαιώματος να παίρνουμε μια σύνταξη για να ζήσουμε με αξιοπρέπεια, μετά το εργασιακό βίος. Και την αντικατάστασή της από μια ατομική – άμεσα ή έμμεσα ιδιωτική ασφάλιση ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες του καθένα. Αντί της κοινωνικής αλληλεγγύης προωθείται ο πλήρης κοινωνικός κανιβαλισμός. Τώρα προχωρούν ένα βήμα παραπάνω και επιδιώκουν να μεταφέρουν σταδιακά όλη την ευθύνη στον ασφαλισμένο, αλλάζοντας το χαραχτήρα του συστήματος από αναδιανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό, από ένα σύστημα αλληλεγγύης σε ένα άθροισμα ατομικών κουμπαράδων, από δημόσια κοινωνική ασφάλιση σε ιδιωτική, από ένα σύστημα που δίνει χαμηλές συντάξεις σε ένα συνταξιοδοτικό φτωχοκομείο.
Η υπεράσπιση της περιουσίας από την υφαρπαγή των τραπεζών και την υπερφορολόγηση Η συνέχιση της επιβολής του ΕΝΦΙΑ από κοινού με την ουσιαστική απελευθέρωση των πλειστηριασμών της πρώτης κατοικίας από τις τράπεζες κτυπούν ολοκληρωτικά το δικαίωμα στη στέγαση. Το οποιοδήποτε χρέος προς τις τράπεζες θα οδηγήσει χιλιάδες νοικοκυριά στην άμεση απώλεια ακόμη και της κύριας στέγης. Θα είναι για όλους, «συνεργάσιμους» αρχικά ή μη, θηλιά που θα σφίγγει μέχρι πνιγμού κάθε νοικοκυριό. Θα δημιουργήσουν πρωτοφανή αδιέξοδα για χιλιάδες εργαζόμενους και θα ανοίξουν το δρόμο για την αλλαγή του μοντέλου ιδιοκατοίκησης στη χώρα μας.
Ο αγώνας ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις. Η παρέμβαση στο μέτωπο των ιδιωτικοποιήσεων θα πρέπει να έχει ως κεντρικό σκοπό, την οικοδόμηση μιας πλατιάς συσπείρωσης που θα προσπαθεί να συνδέσει τους εργαζόμενους στις υπό ιδιωτικοποίηση επιχειρήσεις, να θέτει στοιχεία κριτικής των ιδιωτικοποιήσεων και να τα εισάγει σε πανεθνικό επίπεδο και να συμβάλλει στην ανάπτυξη μαχητικών κινητοποιήσεων για την αποτροπή τους. Το γεγονός, ότι το εύρος και οι ρυθμοί ιδιωτικοποιήσεων θα αυξάνονται, παρέχει μία δυνατότητα συσπείρωσης πρακτικών και συντονισμού κινητοποιήσεων σε αυτούς τους χώρους. Ο βασικός κόμβος του αγώνα ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις πρέπει να είναι ο χώρος της Δ.Ε.Η. - ΑΔΜΗΕ, επειδή: α) υπάρχει σχετικά ισχυρό συνδικαλιστικό κίνημα και β) η ανάπτυξη κινητοποιήσεων στο συγκεκριμένο χώρο μπορεί να ασκήσει πιέσεις στις αστικές κυβερνήσεις και ταυτόχρονα να παράγει τάσεις στήριξης στους αγώνες από άλλες κατηγορίες εργαζομένων. Η δυνάμεις της ΛΑΕ και τα άλλα τμήματα της αριστεράς πρέπει να συμβάλλουν από τώρα, στην οικοδόμηση μίας τέτοιας συσπείρωσης.
Ο αγώνας για επαναφορά των Συλλογικών Συμβάσεων ενάντια στις περικοπές των αμοιβών στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα και στις απολύσεις. Η θεσμική εμπέδωση των μέτρων, ο συσχετισμός δυνάμεων στους εργασιακούς χώρους, η κατάσταση των επιχειρησιακών συνδικάτων, ο εργοδοτικός δεσποτισμός και η ανεργία, έχουν ήδη οδηγήσει στην αύξηση των ενδοεπιχειρησιακών συμβάσεων, ενώ αφήνουν μικρά περιθώρια για μία αυτόνομη συνδικαλιστική παρέμβαση σε επιχειρησιακό επίπεδο στον ιδιωτικό τομέα. Παρόλα αυτά, η ένταση των πιέσεων σε οικονομικό επίπεδο, σε συνδυασμό με την ύπαρξη μίας συσπείρωσης συνδικαλιστικών δυνάμεων, μπορεί να αποτρέψει την εργοδοτική αυθαιρεσία σε μια σειρά χώρους. Η εγκατάλειψη της επαναφοράς του κατώτατου μισθού και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Ταυτόχρονα, το νέο μισθολόγιο στο δημόσιο τομέα μπορούν να οδηγήσουν στη συγκρότηση κινητοποιήσεων στους χώρους του δημοσίου, όπου υπάρχουν συσσωρευμένες συνδικαλιστικές δυνάμεις. Γενικότερα όμως, μια τόσο συνολική μεταβολή συσχετισμού δύναμης που έχει εμπεδωθεί με την περικοπή των αμοιβών και την άρση των εργασιακών δικαιωμάτων, δεν μπορεί να αναιρεθεί από επιμέρους συνδικαλιστικούς αγώνες, αλλά μόνο, από μια συνολικότερη πολιτική ρήξη και αλλαγή του πολιτικού συσχετισμού δυνάμεων.
Ο αγώνας ενάντια στην αύξηση της ανεργίας και για την οργάνωση των ανέργων. Η αύξηση της ανεργίας σε συνθήκες οξύτατης καπιταλιστικής κρίσης πλήττει μεγάλα τμήματα του λαού. Πρώτα και κύρια τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, που μαζικά χάνουν τις δουλειές τους. Ομως δεν είναι μόνο αυτοί. Είναι και εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα που απασχολούνταν με συμβάσεις έργου και χρόνου, είναι επίσης αυτοαπασχολούμενοι ή και μικροί επιχειρηματίες των οποίων τα γραφεία ή επιχειρήσεις αναστέλλουν την λειτουργία ή κλείνουν. Είναι επίσης οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας που δεν μπορούν να βρουν εργασία. Η μαζική ανεργία των τελευταίων ετών έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά από την δομική ανεργία σε συνθήκες ανάπτυξης του καπιταλισμού. Σήμερα οι μεγάλες μάζες των ανέργων αντιμετωπίζουν προβλήματα επιβίωσης τα οποία δεν μπορούν να καλυφθούν από τις παραδοσιακές δομές του ούτως η άλλως αδύνατου ελληνικού κράτους πρόνοιας. Ταυτόχρονα η ένταξη ή και η επανένταξη στην αγορά εργασίας είναι πολύ δυσκολότερη και γίνεται με χειρότερους όρους. Το μέτωπο για την αντιμετώπιση της ανεργίας έχει να αναμετρηθεί με τις δυσκολίες κοινωνικής και συνδικαλιστικής έκφρασης των ανέργων, που εκτός από το γεγονός ότι δεν είναι ενταγμένοι σήμερα σε κοινωνικούς χώρους τα ποιο μαζικά τμήματα τους νέοι άνεργοι, αυτοαπασχολούμενοι κ.λ.π. δεν είχαν ούτως ή άλλως σχέση με τις συνδικαλιστικές δομές. Η ανάδειξη του ζητήματος της ανεργίας ως κεντρικού και σημαντικότερου αποτελέσματος της καπιταλιστικής κρίσης περνάει μέσα 1) από την κοινωνική οργάνωση των ανέργων μέσω επιτροπών ανέργων ανά περιοχή, με τη συμμετοχή τους στα υφιστάμενα συνδικάτα όπου αυτό είναι δυνατόν, με τη συμμετοχή τους σε δομές κοινωνικής αλληλεγγύης, μέσα από τις νέες μορφές οργάνωσης όπως είναι οι τοπικές λαϊκές συνελεύσεις ή και εγχειρήματα αυτοοργάνωσης και επαναλειτουργίας επιχειρήσεων από τους ίδιους τους εργαζόμενους και 2) μέσα από την σύνδεση του μεταβατικού πολιτικού προγράμματος με την αντιμετώπιση της ανεργίας στην οποία μπορεί να βοηθήσει η εφαρμογή του. Τη μείωση του χρόνου εργασίας, τις μαζικές προσλήψεις σε τομείς που αφορούν την ανάπτυξη κοινωνικών αγαθών (στις κοινωνικοποιημένες επιχειρήσεις, στην εκπαίδευση, στην περίθαλψη, στην πρόνοια, στον πολιτισμό) με τη δυνατότητα χορήγησης δανείων σε μικρούς επιχειρηματίες και αυτοαπασχολούμενους από ένα ενιαίο και δημόσιο τραπεζικό σύστημα.
Προϋπόθεση για τα παραπάνω αποτελεί η επανασυγκρότηση ενός ταξικού εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος σε νέες βάσεις χωρίς τα συντεχνιακά, κατακερματισμένα και κρατικά ελεγχόμενο χαρακτηριστικά που είχε αποκτήσει. Να αποκτήσει ξανά τον ταξικό -και απέναντι στην εργοδοσία πρώτιστα- ρόλο του. Να οργανώσει και να συντονίσει νικηφόρους κοινωνικούς αγώνες στα παραπάνω μέτωπα. Να κερδίσει την πλειοψηφία από τις δυνάμεις τις συνδιαλλαγής σε πρωτοβάθμια σωματεία, εργατικά κέντρα, ομοσπονδίες αλλά και σε τριτοβάθμιο επίπεδο. Να οργανώσει τους ανέργους και να συνευρεθεί με τα τοπικά κινήματα, κινήσεις αλληλεγγύης, λαϊκές συνελεύσεις κλπ. Να αναγκάσει την πολιτική αριστερά να κινηθεί σε μετωπικές και αγωνιστικές πρακτικές. Να ξαναδούμε τις συνδικαλιστικές παρατάξεις όχι ως αναγωγές των κεντρικών πολιτικών σχηματισμών στο συνδικαλιστικό πεδίο, αλλά ως αυτόνομες πολιτικό-συνδικαλιστικές διαδικασίες ανά χώρο με κύριο στόχο την υπεράσπιση των ταξικών συμφερόντων των εργαζομένων. Οι συνδικαλιστικές παρατάξεις ειδικά στην περίοδο αυτή εκτός των άμεσων ταξικών συμφερόντων που εκπροσωπούν σε πρωτόλειο επίπεδο, οφείλουν να έχουν πολιτική κατεύθυνση αναδεικνύοντας τα κεντρικά ζητήματα της περιόδου, ειδικά το ζήτημα τους χρέους, των μνημονίων, τη σχέση με ΕΕ και ΔΝΤ. Η μνημονιακή στροφή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ απαιτεί επίσης μια ορισμένη και σαφή αντικυβερνητική τοποθέτηση, από τη στιγμή που πρόθυμα υλοποιεί τις βασικές μνημονιακές απαιτήσεις της “εσωτερικής υποτίμησης”. Πρέπει να κινηθούμε στην κατεύθυνση διαμόρφωσης πλατειών, ενωτικών, ταξικών, αγωνιστικών παρατάξεων με αριστερά, αντιμνημονιακά χαρακτηριστικά. Χαρακτηριστικά που ενυπάρχουν ήδη σε αρκετές παρατάξεις και υπερβαίνουν ποιοτικά και ποσοτικά το χώρο του ΜΕΤΑ και των Παρεμβάσεων-Συσπειρώσεων. Η κατεύθυνση αυτή μπορεί να υλοποιηθεί καταρχάς με πολιτική συνεργασία όσων παρατάξεων συμφωνούν σε αντίστοιχη κατέυθυνση (κινηματική-εκλογική σε δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια όργανα) και στη συνέχεια να οδηγεί στη σταδιακή διμόρφωση κοινών παρατάξεων.
Οι συντονισμοί σωματείων, ομοσπονδιών αλλά και ΕΚ μπορούν να συμβάλλουν σε αυτή την κατεύθυνση. Υπάρχει ήδη μια πολύτιμη πείρα από την περίοδο 2010-2012 με τα θετικά της αλλά και τα αρνητικά της. Οι συντονισμοί έχουν ειδική βαρύτητα α) σε τοπικό επίπεδο, πόλης, γειτονιάς, περιοχής ώστε να συντονίσουν αγώνες και να εμπλέξουν το εργατικό κίνημα με το σύνολο των λαϊκών συμφερόντων (πχ ενάντια σε ιδιωτικοποιήσεις, πλειστηριασμούς κλπ) β) ειδικά στον ιδιωτικό τομέα όπου απουσιάζει η συνδικαλιστική εκπροσώπηση της πλειοψηφίας των εργαζομένων και η μνημονιακή κατεύθυνση της ΓΣΕΕ (με αποκορύφωμα τη στάση της στο δημοψήφισμα της 5ης Ιούλη) δημιουργεί κενό εκπροσώπησης. Στο Δημόσιο τόσο μια σειρά από Ομοσπονδίες αλλά και η ίδια η ΑΔΕΔΥ θα μπορούσαν να αναλάβουν έναν πιο αγωνιστικό ρόλο (και είναι λάθος να ταυτίζονται με τη ΓΣΕΕ).
Τέλος χρειαζόμαστε ένα σχέδιο κινητοποιήσεων που να υπερβαίνει τόσο τις άνευρες-εθιμοτυπικές 24ωρες απεργίες χωρίς σχέδιο, όσο και τη συνεχή επίκληση της γενικής απεργίας διαρκείας (η ώρα της ήταν το 2011 και δεν είναι σήμερα). Η πείρα πολλών επιμέρους αγώνων με συνέχεια, αποφασιστικότητα και αποτελεσματικότητα οφείλει να αξιοποιηθεί (ενδεικτικά η απεργία-αποχή των δημοσίων υπαλλήλων από την αξιολόγηση-λαιμητόμο).
Ο πληθυσμός είναι ΑΠΑΘΗΣ και ΠΕΙΘΗΝΙΟΣ. Με τέτοιο υπόστρωμα είναι ΑΔΥΝΑΤΗ οιαδήποτε κινηματική δράση.
ΑπάντησηΔιαγραφή