του Γιώργου Νικολαϊδη από εδώ
Από την ανακοίνωση της υπηρεσιακής κυβέρνησης και μετά όλοι αντιλήφθηκαν πως αυτή δεν ήταν και τελείως «υπηρεσιακή»: πρόκειται για μια οικουμενική κυβέρνηση έτοιμη διά παν ενδεχόμενο, ικανή δηλαδή να κυβερνήσει εφαρμόζοντας τις μνημονιακές δεσμεύσεις της κυβέρνησης Τσίπρα, αν τυχόν από τις επερχόμενες εκλογές δεν προκύψει αποτέλεσμα που να επιτρέπει άμεσο σχηματισμό κυβερνητικού συνασπισμού και η χώρα εισέλθει σε περίοδο νέας πολιτικής αστάθειας. Τα μέλη της, από το Χριστοδουλάκη ως τον Μουσουρούλη κι από το Χουλιαράκη ως τον Μολυβιάτη, προέρχονται από όλο το –διευρυμένο πλέον μετά την κωλοτούμπα του Τσίπρα– φάσμα των μνημονιακών δυνάμεων και έχουν ήδη επιδείξει δείγματα γραφής πιστής εκτέλεσης των πολιτικών της λιτότητας που μαστίζουν την ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια, σηματοδοτώντας έτσι την απρόσκοπτη αντιλαϊκή «συνέχεια του κράτους».
Η πολιτική της ΔΗΜΑΡ και το project του Γιωργάκη
Ο τέως πρωθυπουργός πάλι σίγουρα θα διδάσκεται στο μέλλον στα πανεπιστήμια πολιτικής θεωρίας ως υποδειγματική περίπτωση τυχοδιωκτικής δεινότητας: έτσι όπως πάνε τα πράγματα ο νέος, μνημονιακά εξαλλαγμένος ΣΥΡΙΖΑ του Αλ. Τσίπρα θα είναι σε συντομότατο χρονικό διάστημα ένα τελείως άλλο κόμμα σε σχέση με εκείνο που κέρδισε τις εκλογές τον Γενάρη του 2015. Μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο από τα προβεβλημένα στελέχη που το σηματοδοτούν στην κοινωνία ως τα μέλη και από τον προγραμματικό λόγο και την πολιτική που πρεσβεύει μέχρι τις οικοδομημένες σχέσεις εκπροσώπησης και τα κοινωνικά στρώματα τα οποία προσανατολίζονται σε αυτό, όλα θα έχουν αλλάξει σε εκείνο το κόμμα. Έτσι:
- οι τέως Πασόκοι τεχνοκράτες έχουν σαφώς αναλάβει τα ηνία,
- τα μέλη με αριστερές καταβολές και κινηματική δράση φυλλορρόησαν το ένα μετά το άλλο,
- η πολιτική που προβάλλεται πια έχει «αποκαθαρθεί» από κάθε στοιχείο ριζοσπαστισμού,
- η κατεύθυνση που υιοθετείται έχει ενσωματώσει πλήρως το μονόδρομο του νεοφιλελευθερισμού,
- η φτωχολογιά που πίστεψε στις εξαγγελίες του παλιού ΣΥΡΙΖΑ για μια άλλη πολιτική τον εγκατέλειψε απογοητευμένη, ενώ μερικώς την αντικατέστησαν τρομαγμένα μεσοστρώματα με φοβικό σύνδρομο και συντηρητική πολιτική προέλευση,
- οι σχέσεις εκπροσώπησης του νέου αυτού «κόμματος του Μαξίμου» είναι οι κλασικές πελατειακές με πολύ περισσότερη βαρύτητα των ΜΜΕ στην αναμετάδοση των κελευσμάτων του τσιπρικού μεταλλαγμένου ΣΥΡΙΖΑ (και άρα, παρά τις περί του αντιθέτου εξαγγελίες, με την αναλόγως βαρύνουσα θέση των βαρόνων των media στο πολιτικό DNA του νέου αυτού κόμματος).
Βέβαια αποτελεί ερώτημα κατά πόσο όλο αυτό το σμάρι των νεοαφιχθέντων ενοίκων του κόμματος του Αλέξη Τσίπρα «ήρθε για να μείνει» εκεί ή θα τον εγκαταλείψει ευθύς μόλις διαπιστώσει την ελεύθερη πτώση της δημοτικότητάς του (όπως ακριβώς εγκατέλειψε και το ΠΑΣΟΚ προηγουμένως για τους ίδιους ακριβώς λόγους).
Πολλοί κατηγορούν τον Τσίπρα και το επιτελείο του πως μ’ αυτά και μ’ αυτά υλοποιεί την (ήδη καταδικασμένη από το λαό) στρατηγική του Κουβέλη και της ΔΗΜΑΡ υποδεικνύοντας προς επίρρωση αυτού και την άκρως υποστηρικτική θέση του ίδιου και πλείστων στελεχών της Δημοκρατικής Αριστεράς υπέρ του νέου ΣΥΡΙΖΑ σε αυτή τη φάση. Κάποιοι επίσης υπέδειξαν τη γλωσσική και πραγματολογική συνάφεια των εννοιών της πάλαι ποτέ «απαγκίστρωσης» της δημαρίτικης ρητορικής με τον «απεγκλωβισμό» που κινδύνεψε να εγκλωβίσει μέρος της αριστερής διαφωνίας εντός του ΣΥΡΙΖΑ. Η αλήθεια είναι πως άπαξ και ξεκινά κανείς από την αποδοχή του ευρωμονόδρομου υπάρχει πραγματικά ελάχιστο περιθώριο να μην καταλήξει σε μια ταπεινωτική ήττα και συνθηκολόγηση, όπως αυτή του Τσίπρα στις 12 Ιούλη. Μόνο που εκείνο που έκανε τον Κουβέλη να συντριβεί ενώ τον Τσίπρα να ανέλθει στα ύπατα αξιώματα ήταν πως ο δεύτερος υλοποίησε την ίδια στρατηγική αρχικώς διεγείροντας και όχι καταστέλλοντας τα αντινεοφιλελεύθερα αισθήματα του λαού. Κι αυτό έκανε τελικά τη στρατηγική που υλοποίησε ο Τσίπρας πολύ πιο χρήσιμη για τις ντόπιες και ξένες ελίτ από ό,τι η εμφανώς αποτυχημένη του Κουβέλη.
Ωστόσο η μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ αφορά κάτι πολύ βαθύτερο: να μετατρέψει τον ΣΥΡΙΖΑ από κόμμα συνιστωσών αριστερίστικου παρελθόντος και κοινωνικών κινημάτων σε κάτι σαν το Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ, χωρίς κομματική δομή και αποφασιστικά όργανα, με μια ηγεσία αποστασιοποιημένη και ανεξέλεγκτη από τη βάση αλλά τη δυνατότητα κάτω από την ομπρέλα αυτή να συνυπάρχουν από αστοί πολιτικοί μέχρι ριζοσπάστες ακτιβιστές εστιασμένοι κυρίως σε μονοθεματικές καμπάνιες (χωρίς καν πολλές πολλές ελπίδες επιτυχιών) – αρκεί να μη διεκδικείται ο έλεγχος επί των όποιων αποφάσεων της ηγεσίας και της βασικής νεοφιλελεύθερης προσήλωσής της. Ο Γιωργάκης ο Παπανδρέου, που επιχείρησε ανεπιτυχώς να μετατρέψει με τον ίδιο τρόπο το ΠΑΣΟΚ (την αλήστου μνήμης εποχή του democracy.gr), θα κλαίει από συγκίνηση ετούτες τις ημέρες… Βέβαια ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος να έχει και ο Τσίπρας την μοίρα του Γιωργάκη μετά από λίγο
Οι κόκκινες γραμμές και η μάχη της Μπαλακλάβας
Με την επίσημη πάντως έναρξη της προεκλογικής καμπάνιας έγινε αντιληπτό πως από την πλευρά του Αλέξη Τσίπρα υιοθετείται μια τακτική για το κόμμα του που ετούτη τη φορά μοιάζει σαν μια γενικευμένη έφοδος, μια «φυγή προς τα μπρος» (ίσως και επιχειρώντας να αποφύγει κινδύνους όπως οι παραπάνω). Κατηγορίες προς τον Λαφαζάνη ότι τον παραπλάνησε για τα ρωσικά ρούβλια που θα «έσωζαν την παρτίδα», βολές εναντίον της Κωνσταντοπούλου πως τάχα έβαλε στο συρτάρι υποθέσεις διασπάθισης του δημόσιου χρήματος με πρωταγωνιστή ανάμεσα σε άλλους και τον Μεϊμαράκη, αιχμές εναντίον όσων τάχα ήθελαν από την αρχή να ρίξουν την κυβέρνηση της «Αριστεράς», ενώ από το περιβάλλον του διαχέονται προς κάθε κατεύθυνση μελλοντικά σχέδια πάταξης της διαφθοράς και επισείεται ο δήθεν κίνδυνος να επανακάμψει το παλιό, σάπιο πολιτικό κατεστημένο. Γενικά η όλη προσπάθεια του τσιπρικού περιβάλλοντος συμπυκνωμένη στο σύνθημα «μπροστά» δίνει την εικόνα μιας γενικευμένης επίθεσης. Άσχετα βέβαια με το πασιφανές πως η χρήση του άξονα «μπροστά-πίσω» («προόδου-οπισθοδρόμησης» κ.λπ.) είναι για να συγκαλύψει την οριστική εγκατάλειψη του άξονα «αριστερά-δεξιά» στον οποίο αυτή τη στιγμή ο νεομνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ μάλλον έχει πρόβλημα αυτοπροσδιορισμού.
Η εικόνα αυτή βέβαια έρχεται σε τρανταχτή αντίθεση με εκείνη των μηνών που μεσολάβησαν από την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ τον Γενάρη ως την αποφράδα 12η Ιουλίου. Στους μήνες αυτούς κυριαρχούσαν στη δημόσια ρητορική του περιβάλλοντος του Μαξίμου οι μάλλον αμυντικές έννοιες της «διαπραγμάτευσης» καθώς και των «κόκκινων γραμμών» που βέβαια εντέλει αποδείχτηκαν εντελώς διάτρητες. Πολλοί συζήτησαν αυτούς τους μήνες για αυτές τις «κόκκινες γραμμές», όμως λιγότεροι γνωρίζουν από πού προήλθε αυτή η έκφραση: στις 25 Οκτωβρίου του 1854 κατά τη διάρκεια της κριμαϊκής εκστρατείας Άγγλων και Γάλλων εναντίον της τσαρικής Ρωσίας ένα σύνταγμα Σκωτσέζων πεζοναυτών παρατάχθηκε σε ευθεία γραμμή, χωρίς μετόπισθεν, στην κορυφή ενός μικρού υψώματος και μπόρεσε να κρατήσει τις επιθέσεις του υπερπενταπλάσιου τσαρικού ιππικού. Λόγω δε της στρατιωτικής τους στολής την εποχή εκείνη, οι Σκωτσέζοι φαίνονταν σαν μια λεπτή κόκκινη γραμμή, δίνοντας έτσι την αφορμή να γεννηθεί η σχετική έκφραση που υποδηλώνει στη μεταφορική της χρήση το όριο από το οποίο κανείς δεν μπορεί να περάσει, το «μη παρέκει».
Βέβαια, οι ιστορικοί αναλυτές αποδίδουν το κατόρθωμα αυτό στο παροιμιώδες πείσμα των Σκωτσέζων, στην ηρωική τους αυταπάρνηση και στην αποφασιστικότητά τους να πεθάνουν παρά να εγκαταλείψουν τη θέση τους, έτοιμοι να υποστούν κάθε συνέπεια της αμετακίνητης στάσης τους. Όπως δυστυχώς διαπιστώσαμε όλοι, στην περίπτωσή μας από την κυβέρνηση Τσίπρα εξέλειπαν και η αποφασιστικότητα και η διάθεση να αντέξει κανείς τις συνέπειες μιας ανυποχώρητης αντίστασης. Συνακόλουθα οι «κόκκινες γραμμές» του Τσίπρα δεν άντεξαν και διαλύθηκαν σε μια άτακτη υποχώρηση που του στοίχησε τελικά υπερπολλαπλάσιες απώλειες.
Στην ίδια όμως μάχη της Μπαλακλάβας αμέσως μετά τη νίκη αυτή των Βρετανών συνέβη άλλο ένα στιγμιότυπο που έμελε να δώσει στην ιστορία μια ακόμα παροιμιώδη φράση: η επέλαση της ελαφράς ταξιαρχίας. Αμέσως μετά τη συγκράτηση του τσαρικού ιππικού και μέσα στην ταραχή της μάχης, μια ασυνεννοησία ανάμεσα στους υψηλόβαθμους αξιωματικούς του βρετανικού στρατού και η πειθαρχημένη άκριτη προσήλωση στην πιστή εφαρμογή των διαταγών, οδήγησαν πέντε μοίρες του βρετανικού ελαφρού ιππικού να επιχειρήσουν να καταλάβουν μια φυσικά οχυρή θέση στην οποία ήδη είχαν στηθεί τα κανόνια του τσαρικού βαρέος πυροβολικού. Φυσικά η επίθεση ήταν ατυχής και στο τέλος της σύγκρουσης σχεδόν οι μισοί άνδρες των Ουσάρων κείτονταν νεκροί ή βαριά πληγωμένοι δίνοντας ωστόσο αφορμή να γραφτούν ποιήματα από τον Τέννυσον, τον Κίπλινγκ και άλλους για τον παραδειγματικό ηρωισμό τους σε μια μάχη όμως εντελώς χαμένη από την αρχή. Μια μάχη που επιπλέον ήταν και άδικη, γιατί η όλη κριμαϊκή εκστρατεία δεν ήταν παρά μια στυγνή ιμπεριαλιστική εισβολή στρατευμάτων Άγγλων και Γάλλων σε μια μακρινή χώρα για χάρη και μόνο των συμφερόντων των αυτοκρατοριών τους.
Κάπως έτσι φοβούμαστε πως θα είναι και η εξέλιξη της εφόδου που επιχειρεί σήμερα το επιτελείο του Τσίπρα. Και ιδιαίτερα όσοι από συναισθηματική προσκόλληση ή πιστή κομματική πειθαρχία εξακολουθούν να παραμένουν στο στρατόπεδο του νέου μνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ και επιχειρήσουν να εκτελέσουν αυτές τις απονενοημένες εντολές «εφόδου μπροστά» πιθανότατα θα έχουν ανάλογο πλην πολύ περισσότερο άδοξο τέλος. Γιατί προφανώς το να επιχειρείς να καταλογίσεις συγκάλυψη της διαφθοράς σε όσους είχαν το πολιτικό θάρρος να αφήσουν οφίκια και εξασφαλίσεις, για να μην υποκύψουν στους εκβιασμούς των ξένων και ντόπιων πολιτικών ελίτ και των ποικιλώνυμων κατεστημένων, είναι πραγματικά σαν να ξιφουλκείς πρακτικά άοπλος σε μια απέλπιδα μάχη. Πόσο μάλλον που η γύμνια των τσιπρικών στρατευμάτων συνοδεύεται από την έσχατη προσχώρηση στο στρατόπεδο αυτό κάθε είδους μαλακίων της εκάστοτε εξουσίας, διαπλεκόμενων ή βολικών στο εκάστοτε κατεστημένο που καθιστούν ακόμα και την υστεροφημία των όσων πέσουν γι’ αυτό τον άδικο σκοπό αμφίβολη.
Τέλος, ας μη λησμονούμε πως την κριμαϊκή εκστρατεία δεν την έκρινε ούτε το πείσμα και η αυταπάρνηση των Σκωτσέζων, που έδωσαν μια προσωρινή νίκη, ούτε η τυφλή πειθαρχία στις εντολές «άνωθεν» που οδήγησε σε παροδική συντριβή τους Βρετανούς. Τον πόλεμο τον έκριναν η πείνα, οι αρρώστιες, οι κακουχίες και η εχθρικότητα του ντόπιου πληθυσμού της Κριμαίας στους ξένους εισβολείς, αναγκάζοντάς τους να φύγουν όπως όπως μετρώντας τραγικές απώλειες. Κάπως έτσι μάλλον θα κριθεί και στην περίπτωσή μας: δεν θα είναι τα επικοινωνιακά τρικ, οι προσεκτικά ζυγιασμένες κινήσεις «σκακιέρας» στο πολιτικό σκηνικό αλλά οι πραγματικές βιοτικές ανάγκες του λαού, η αγωνία του να γλυτώσει από την εξαθλίωση και η εχθρότητά του σε κάθε πολιτική που θέλει να τον εξανδραποδίσει. Αυτά, με τον μοναδικό τρόπο που οι αντικειμενικές συνθήκες και τα αντικρουόμενα κοινωνικά συμφέροντα επηρεάζουν την πολιτική σκηνή, θα καθορίσουν την έκβαση του εγχειρήματος του Τσίπρα. Και καθώς πια έχει ήδη επανακαθορίσει τον εαυτό του πολιτικά ως αλλότριο προς το λαό, επέλεξε να τον αποξενώσει και τον έχει τοποθετήσει εναντίον του, θα πληρώσει κι αυτός το βαρύ τίμημα της ήττας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου