Η εισήγηση του Δημήτρη Μπελαντή στην εκδήλωση του ΚΟΜΜΟΝ που πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 25 Μαΐου 2015.
Όσο κυλάει ο
χρόνος προς τον Ιούνιο, η χώρα βρίσκεται όλο και περισσότερο
εγκλωβισμένη σε ένα καθοδικό σπιράλ ασφυξίας, έλλειψης οικονομικών πόρων
και αδυναμίας χάραξης μιας κυρίαρχης πολιτικής, όπως θα αντιστοιχούσε
στην πολιτική εντολή που έδωσε ο λαός στον ΣΥΡΙΖΑ την 25η Ιανουαρίου.
Χωρίς να θέλει κανείς να μηδενίσει τις πραγματοποιημένες ήδη νομοθετικές
πρωτοβουλίες της κυβέρνησης (ανθρωπιστική κρίση, 100 δόσεις,
αποκατάσταση των αδικιών στο Δημόσιο, κατάργηση τω φυλακών Γ’ κ.α. ) και
να αποδώσει κάποιες a priori αρνητικές προθέσεις, είναι
απολύτως σαφές ότι το σημαντικότερο τμήμα του εκλογικού προγράμματος του
ΣΥΡΙΖΑ (Πρόγραμμα της ΔΕΘ), ο πυρήνας του όσον αφορά τις
αντιμνημονιακές αλλαγές στα εργασιακά, στην κοινωνική ασφάλιση, στην
φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας και το σταμάτημα των ιδιωτικοποιήσεων
έχει «παγώσει» και κινδυνεύει να ματαιωθεί εν όψει της πολύ πιθανής
επικείμενης συμφωνίας με τους δανειστές και την ηγεσία της ευρωζώνης.
Αντίθετα, μάλιστα, προχωράει η επιβολή ορισμένων αντιλαϊκών μέτρων όπως η
ιδιωτικοποίηση του ΟΛΠ, των λιμανιών και των αεροδρομίων της χώρας και
πιθανότατα θα υπάρξει αύξηση του ΦΠΑ ακόμη και σε είδη βασικής ανάγκης. Επίσης, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση έχει προχωρήσει ήδη από την συμφωνία της 20ης
Φλεβάρη σε σημαντικές υποχωρήσεις, όπως ιδίως το ζήτημα των
ιδιωτικοποιήσεων, οι δανειστές και ιδίως η πιο επιθετική τους πτέρυγα,
όπως αυτή εκφράζεται από τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, επιδιώκουν μια ακόμη
πιο αρνητική, πιο αμείλικτη και πιο ταπεινωτική για την ελληνική
κυβέρνηση συμφωνία, μια πλήρη παράδοση. Ή εναλλακτικά, μια χρεοκοπία της
Ελλάδας εντός του ευρώ.
Ποια μπορεί
να είναι η πολιτική διέξοδος από αυτήν την κατάσταση; Σίγουρα, δεν
μπορεί και δεν πρέπει να είναι η υπογραφή μιας «ανέντιμης» και
ταπεινωτικής συμφωνίας. Τίθεται, εδώ, το ερώτημα αν όντως μπορεί
η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να επιτύχει μια «έντιμη συμφωνία», μια επωφελή
συμφωνία και μια λύση του τύπου win-win.
Από πουθενά δεν προκύπτει κάτι τέτοιο. Ακόμη και αρμόδιοι υπουργοί της
κυβέρνησης, όπως ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, δέχονται ρητώς πλέον ότι
συνάψαμε την 20η Φλεβάρη συμφωνία χωρίς καμία χρηματοδοτική
κάλυψη/πρόνοια και ότι η κυβέρνηση έκανε τουλάχιστον λάθη χειρισμών.
Όμως, το πρόβλημα είναι πολύ οξύτερο από ένα λάθος χειρισμών . Και
γίνεται ακόμη οξύτερο με κινήσεις όπως η σχετική απόφαση της ΚΠΕ του
ΣΥΡΙΖΑ, όπου διαπιστώνεται ο χαρακτήρας της 20ης Φλεβάρη ως
θετική βάση για μια επόμενη συμφωνία και όπου υποστηρίζεται ότι εμείς
εφαρμόσαμε την συμφωνία, ενώ οι δανειστές μας την «έφεραν». Τίποτε
αναληθέστερο. Η συμφωνία της 20ης
Φλεβάρη έδεσε τα χέρια της κυβέρνησης ως προς την νομοθέτηση των δικών
της κόκκινων γραμμών και παρέτεινε την ασφυξία ως μηχανισμό εκβιασμού
προς την κατεύθυνση μιας συμφωνίας υποταγής στο κεφάλαιο και τον
ιμπεριαλισμό.
Όμως και η συμφωνία της 20ης Φλεβάρη πρέπει να αντιμετωπισθεί ως απόρροια ενός προγενέστερου στρατηγικού σφάλματος του ΣΥΡΙΖΑ. Της
άποψης, δηλαδή, ότι μπορεί να επιτευχθεί ένας θετικός συμβιβασμός στα
όρια της ευρωζώνης με θετική μετατόπιση των πολιτικών της ευρωζώνης λόγω
της πίεσης των λαών στην Ελλάδα και την Ευρώπη και λόγω του δήθεν
εύκαμπτου, μεταρρυθμίσιμου και προσαρμόσιμου χαρακτήρα της ευρωζώνης και
της Ε.Ε. . Η μεν ιδέα της Διεθνούς Συνδιάσκεψης για το χρέος
ναυάγησε την επομένη των εκλογών μετά τις αρνήσεις των κυβερνήσεων του
Νότου, και από τις αρχές Φλεβάρη η κυβέρνηση παραδέχθηκε ότι θα καλύψει
στο ακέραιο τις δανειακές της υποχρεώσεις. Προκύπτει, έτσι, ότι η
εγκατάλειψη της προοπτικής διαγραφής του μεγαλύτερου τμήματος του
χρέους, ακόμη και αν μένει στην ατζέντα το ζήτημα κάποιας σταδιακής
«αναδιάρθρωσης του χρέους», καθίσταται κομβικό ζήτημα , αφού το χρέος
αποτελεί βασικό μέσο για την νομιμοποίηση της λιτότητας και των
μνημονιακών πολιτικών και διαρκή βρόγχο για την παραμονή στα όρια του
ακραίου νεοφιλελευθερισμού και της ευρωζώνης. Σε μια φάση όπου
εντείνεται η δομική κρίση της ευρωζώνης, όλα τα βασικά κέντρα εξουσίας,
εθνικά και υπερεθνικά, παρά τις διαφορές τους, ζητούν την διατήρηση της
υπαγωγής στο χρέος και τα μνημόνια και την αντιδημοκρατική ακύρωση της
λαϊκής εντολής.
Συνεπώς, το δίλημμα «έντιμη συμφωνία» ή ρήξη είναι το απόλυτο ψευτοδίλημμα. Υποκαθιστά το πραγματικό δίλημμα «μη έντιμη υποχώρηση» ή ρήξη.
Ακόμη και μια απομονωμένη άρνηση πληρωμής μιας δόσης, όπως φαίνεται να
παρουσιάζεται στην χτεσινή απόφαση της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ, με την θέση ότι
θα προτιμήσουμε να καλύψουμε τις κοινωνικές ανάγκες έναντι του χρέους,
δεν είναι καθόλου επαρκής. Αντίθετα, μάλιστα, μια απομονωμένη μη
καταβολή δόσης χωρίς συνολική αμφισβήτηση του χρέους, χωρίς μια πιο
γενική στάση πληρωμών και χωρίς να αμφισβητηθεί το όριο του ευρώ
κινδυνεύει να οδηγήσει σε μια πολιτική τραγωδία : σε μια εξέλιξη όπως
της Κύπρου το 2013, όπου μια αρχικά περήφανη στάση ακολουθήθηκε από
τεράστια υποχώρηση με αποτέλεσμα την ριζική απομείωση της κυπριακής
καπιταλιστικής οικονομίας και την ρίψη των βαρών στους εργαζόμενους.
Αυτό που οι
εργαζόμενοι, οι υποτελείς τάξεις και η κοινωνία έχουν ανάγκη είναι ένα
πολιτικό εναλλακτικό σχέδιο που μπορεί να μην φέρνει τον σοσιαλισμό
αύριο αλλά οδηγεί στην ανάκτηση της νομισματικής και δημοσιονομικής
κυριαρχίας, συνδέεται με μέτρα ταξικής αναδιανομής και κοινωνικού και
εργατικού ελέγχου στις τράπεζες και τις στρατηγικές επιχειρήσεις της
χώρας, ανατρέπει την λιτότητα και εγκαινιάζει ένα αριστερό ριζοσπαστικό
μεταβατικό πρόγραμμα. Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο. Επίσης,
δεν ισχύει καθόλου η αφήγηση ότι μπορεί να υπάρξει μια καλύτερη
διαχείριση εντός της ευρωζώνης όπου θα φορολογήσουμε τους πλούσιους, θα
περάσουμε φιλεργατικά μέτρα και θα στριμώξουμε τους καπιταλιστές. Αυτή η
αφήγηση, την οποία υποστηρίζει εντός του ΣΥΡΙΖΑ κυρίως η τάση των 53,
είναι παραπλανητική. Κατά πρώτον επειδή η ηγεσία της ευρωζώνης δεν θα
εγκαταλείψει στρατηγικά τα ταξικά της στηρίγματα, ακόμη και αν αυτά
κάπως επιβαρυνθούν . Κατά δεύτερον, επειδή καμία αναδιανομή δεν μπορεί
να γίνει υπό τον βρόγχο του χρέους, της δημοσιονομικής σταθερότητας, των
ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και της χρηματοδοτικής ασφυξίας από την
ευρωζώνη και την ΕΚΤ. Κατά τρίτον, επειδή η ρήξη με τους δανειστές .
πέραν του ότι χρειάζεται και τα νομισματικά και δημοσιονομικά μέσα, δεν
μπορεί να σταθεί μόνο στην φορολόγηση ως μηχανισμό ταξικής αναδιανομής. Όπως είχε υποστηρίξει ο σ. Μηλιός στο 1ο
τεύχος του περιοδικού «Θέσεις» το 1982, καμία σημαντική σύγκρουση με το
κεφάλαιο δεν μπορεί έστω και αρχικά να περιορισθεί στο πεδίο της
διανομής. Και γενικά και ακόμη περισσότερο σήμερα στον στρόβιλο
της κρίσης της ευρωζώνης και σε συνθήκες ενίσχυσης της
χρηματιστικοποίησης, πρέπει ιδίως ως προς τις τράπεζες και τις
στρατηγικές επιχειρήσεις να παρέμβεις με έναν τρόπο που θα ακουμπά τις
ίδιες τις παραγωγικές σχέσεις και την φύση του κρατικού μηχανισμού και
μάλιστα από την αρχή εφαρμογής του μεταβατικού προγράμματος. Χωρίς αυτές
τις προϋποθέσεις, με απόλυτο έλεγχο του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού
στην ελληνική οικονομία και με αποδοχή του πλαισίου της Ε.Ε. για τα
ελλείμματα, το χρέος, τον πληθωρισμό και άλλα μεγέθη (Σύμφωνα) , όχι
μόνο δεν μπορείς να κάνεις ρήξη με το κεφάλαιο αλλά αυτήν την στιγμή δεν
μπορείς να εφαρμόσεις ούτε ένα μετριοπαθές μίνιμουμ φιλολαϊκό
πρόγραμμα, όπως αυτό της ΔΕΘ. Συνεπώς, η άποψη για καταπολέμηση της
λιτότητας και του νεοφιλελευθερισμού εντός των δομών ευρωζώνης-ΕΕ και
εντός των στρατηγικών ορίων που θέτουν οι δανειστές και ο κεφάλαιο είναι
μια , ανεξάρτητα από προθέσεις, απολογητική τοποθέτηση, της οποίας
τελική κατάληξη στις σημερινές συνθήκες δεν είναι καν μια ανδρεϊκή
σοσιαλδημοκρατία του ’80 αλλά ο ήπιος νεοφιλελευθερισμός. Αυτό που
ακούγεται ως «ταξική μεροληψία» , είναι στην πραγματικότητα ταξική
υποχώρηση.
Όμως,
υπάρχει και το επιχείρημα ότι ο λαός δεν θέλει κάτι τέτοιο, ψήφισε τον
ΣΥΡΙΖΑ για μια ρήξη χωρίς ρήξη, για την άρση των μνημονίων οπωσδήποτε
εντός του ευρώ, τελικά για μια ευκολία ως προς την αντιπαράθεση. Αυτό
ψυχαναλυτικά λέγεται «προβολή». Ο λαός μας ψήφισε για την άρνηση των
μνημονιακών πολιτικών και εμείς του είπαμε ότι αυτό είναι εφικτό εντός
του ευρώ. Επί μήνες τον διαβεβαιώνουμε ότι αυτό είναι εφικτό, παρά την
τροπή των εξελίξεων, και συμβαίνει δημοσκοπικά μια ιδιόμορφη λήψη του
ζητουμένου. Παρ’όλα αυτά, υπάρχει ένα ορφανό 30 % που αναζητά λύσεις
εκτός ευρωζώνης. Υπάρχει η γλώσσα της αλήθειας, η οποία αν ασκηθεί
συστηματικά έστω και στον λίγο χρόνο που έχουμε, μπορεί να ανατρέψει τον
κοινωνικό συσχετισμό και να οδηγήσει στην ριζοσπαστική ερμηνεία και
εφαρμογή της λαϊκής εντολής. Αντίθετα, μια πολιτική που θα οδηγήσει σε
εκλογές ή σε δημοψήφισμα με παραπλανητικά διλήμματα του τύπου «ευρώ ή
καταστροφή» θα είναι εκείνη που θα παραχαράξει την λαϊκή εντολή και θα
μετατρέψει πραγματικά την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ σε «αριστερή παρένθεση».
Ένα ασθενές
σημείο της αριστερής τάσης του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και γενικότερα της
αντισυστημικής Αριστεράς στην Ελλάδα ( με την εξαίρεση πιθανόν του
Σχεδίου Β’) είναι το ζήτημα ότι πρέπει να προβάλουμε έντονα και
να εξειδικεύσουμε το εναλλακτικό σχέδιο, να περιγράψουμε τουλάχιστον τα
αρχικά βήματά του και την αντιμετώπιση των πρώτων δυσκολιών στην αρχική
φάση του, να χαρτογραφήσουμε τα αχαρτογράφητα νερά. Αυτό δεν
συνεπάγεται υποχρεωτικά την πλήρη οικονομοτεχνική του διατύπωση αλλά την
περιγραφή των εκδηλώσεων και της μορφοποίησης μιας τέτοιας πολιτικής
στρατηγικής. Μια τέτοια στρατηγική έχει κατά την γνώμη μου δύο συμμετρικούς κινδύνους.
Ο ένας κίνδυνος είναι να προσδιορίσεις τόσο έντονα την ταξικότητα αυτής
της επιλογής ώστε να την ταυτίσεις ουσιαστικά με την ολοκλήρωση της
επαναστατικής ρήξης και την εξουσία των εργαζομένων. Είναι το «αριστερό»
λάθος του ΚΚΕ και ορισμένων οργανώσεων της Άκρας Αριστεράς, οι οποίοι
εγκαταλείπουν ουσιαστικά το έδαφος του μεταβατικού προγράμματος. Το
συμμετρικό «δεξιό» λάθος είναι το να μιλήσεις μόνο για την ανάκτηση της
εθνικής κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας της χώρας χωρίς ταξικό πρόσημο
στον έλεγχο των βασικών πλουτοπαραγωγικών πηγών και χωρίς την καίρια
έννοια του εργατικού και κοινωνικού ελέγχου, ως να μπορείς πράγματι να
υλοποιήσεις έναν πλήρως λειτουργικό καπιταλισμό εκτός ευρωζώνης και
μάλιστα αδιαφορώντας για το ζήτημα του εργατικού διεθνισμού. Πράγματι,
το ζήτημα του εναλλακτικού πολιτικού σχεδίου συνδυάζει το ταξικό με το
εθνικό υπό την επικυριαρχία, όμως, του ταξικού σε τελική καθοριστική
ανάλυση. Πρόκειτια για μια αντίληψη η οποία συγκροτεί απέναντι στο έθνος
του ευρώ ένα εναλλακτικό έθνος των υποτελών τάξεων, η ηγεμονία του
οποίου και μόνο μπορεί να νοηματοδοτήσει και να προχωρήσει την πολιτική
που προανέφερα:
Συνεπώς,
θέλουμε την ανάκτηση της νομισματικής κυριαρχίας αλλά με έναν τρόπο που
θα υποτιμά τα ποσοστά κέρδους και όχι το εργατικό εισόδημα. Θέλουμε μια
έξοδο που θα οργανώνει συμμαχίες κυρίως με τους λαούς και τους
εργαζόμενους και δευτερευόντως- αν και ίσως αναγκαία- με τους
ανταγωνιστικούς προς την Ε./Ε. καπιταλιστικούς ομίλους. Δεν θέλουμε να
σώσουμε τα αεροδρόμια από τους Γερμανούς για να τα πουλήσουμε στους
Κινέζους. Δεν θέλουμε να σώσουμε την ενέργεια και τις επικοινωνίες από
τα μονοπώλια της ΕΕ για να τα εκχωρήσουμε στην Ρωσία ή το Αζερμπαιτζάν.
Επίσης, πρέπει να πούμε την αλήθεια ότι η αρχική περίοδος είναι όχι μόνο
πολύ δύσκολη αλλά και αχαρτογράφητη. Η συνέχεια θα δείξει. Ο άλλος ,
όμως, δρόμος, είναι χαρτογραφημένος. Είναι ο δρόμος του ατελείωτου και
όλο και πιο βάρβαρου νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού Μεσαίωνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου