Από την Εποχή.
Τη συνέντευξη πήρε ο Αδάμος Ζαχαριάδης
Τα ζητήματα της παιδείας και ειδικότερα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ήταν στο επίκεντρο της επικαιρότητας την εβδομάδα που μας πέρασε. Αφορμή στάθηκαν οι κινητοποιήσεις στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και η στοχοποίηση τριών βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, από τον Πρύτανη του Ιδρύματος. Συζητάμε με τη Θεανώ Φωτίου, υπεύθυνη της ΕΕΚΕ Παιδείας, για τα προβλήματα της ανώτατης εκπαίδευσης, τον τρόπο που προωθείται η ιδιωτικοποίηση της παιδείας και τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Τέλος, αναλύει γιατί το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι ενάντια στο προτεινόμενο νομοσχέδιο για την έρευνα.
Πώς διαμορφώνεται το γενικό τοπίο στην Ανώτατη Εκπαίδευση σήμερα;
Το τοπίο, σήμερα, καθορίζεται από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά που διαμορφώθηκαν την τελευταία τετραετία, μέσω των μνημονιακών επιταγών. Από τη μια υπάρχει η εκπτώχευση σε πόρους, ανθρώπινο δυναμικό και στη χρηματοδότηση, από την άλλη μια διπλή ιδιωτικοποίηση που αφορά την πριμοδότηση με νόμους μιας μεγάλης αγοράς ιδιωτικών «πανεπιστημίων», αλλά και τον εξαναγκασμό των δημόσιων ΑΕΙ να λειτουργούν με όρους επιχειρηματικότητας προκειμένου να επιβιώσουν. Δηλαδή, να ψάχνουν για έσοδα πουλώντας τις υπηρεσίες τους στην αγορά και να χρησιμοποιούν αυτά τα έσοδα για να πληρώνονται οι μισθοί, τα αναλώσιμα είδη και η καθαριότητα.
Το νέο χαρακτηριστικό είναι ότι πλέον μεταλλάσσεται ο τρόπος διοίκησης των Ιδρυμάτων. Αυτό ξεκίνησε με τα Συμβούλια Ιδρύματος, τα οποία εξελέγησαν πέρυσι με τους γνωστούς τρόπους και φέτος με τους νέους Πρυτάνεις που είναι οι εκλεκτοί των Συμβουλίων Ιδρύματος, καθώς όσοι δεν ήταν της αρεσκείας τους κόπηκαν στην προεπιλογή. Όπως έδειξαν και τα πρόσφατα γεγονότα στο ΕΚΠΑ, στη Θεσσαλονίκη και στη Πάτρα, συντονισμένα οι νέοι Πρυτάνεις επιχειρούν να εφαρμόσουν ένα δόγμα που δεν δέχεται το διάλογο με την ακαδημαϊκή κοινότητα και επιπλέον, όποιος δεν υπακούει σε αυτές τις επιταγές αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της δίωξης με κάθε τρόπο. Χωρίς αυτό δεν μπορεί να προωθηθεί η ιδιωτικοποίηση των ΑΕΙ. Είναι στην πραγματικότητα η απόπειρα εγκαθίδρυσης του φόβου μέσα στα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ. Ένας φόβος που αλλάζει τη φοιτητική ταυτότητα.
Έτσι εξηγείς και το γεγονός ότι παρά τις μεγάλες αλλαγές των τελευταίων χρόνων, δεν υπάρχει ανάλογη αντίδραση από το φοιτητικό κίνημα;
Δεν υπάρχει μονοδιάστατη εξήγηση για αυτό. Θα έλεγα ότι υπάρχει μια διαντίδραση ανάμεσα στο φοιτητικό κόσμο και την κοινωνία η οποία δεν αντιδρά ανάλογα με ό,τι υφίσταται. Ο φοιτητικός χώρος είναι ευαίσθητος δέκτης των μηνυμάτων της κοινωνίας και της αγωνίας των οικογενειών τους για το μέλλον. Δεν μπορούμε να ξεχνάμε ότι αυτή η γενιά αντιμετωπίζει το φάσμα της ανεργίας κατά 62% ως προοπτική της και τη μετανάστευση ως μέλλον της. Δέχεται, παράλληλα, τεράστια πίεση του περίγυρού της να τελειώσει γρήγορα τις σπουδές της. Με αυτή την έννοια θα έλεγα ότι αλλάζει η φοιτητική ταυτότητα. Οι φοιτητές νιώθουν ότι δεν έχουν πλέον το χρόνο για να σκεφτούν, να μάθουν, να αμφισβητήσουν ακόμα και να ερευνήσουν σε βάθος ό,τι τους ενδιαφέρει. Ο φοιτητής σήμερα νιώθει εκπαιδεύομενος, καταρτιζόμενος που πρέπει γρήγορα να τελειώσει την κατάρτισή του και δεν έχει τη «νομιμοποίηση» να αφιερώσει ένα-δύο χρόνια σε παράλληλα θέματα. Αυτό την πιθανή αλλαγή της φοιτητικής κατάστασης επιχειρούν να επιταχύνουν οι ρυθμίσεις για τις διαγραφές των «αιωνίων» και οι μετεγγραφές των πρωτοετών.
Μεταλλάσσεται η φοιτητική ταυτότητα
Με ποιόν τρόπο διαγραφές και μετεγγραφές των πρωτοετών εντάσσονται στο νέο πλαίσιο;
Είναι δύο καίριες κινήσεις που θα έχουν άμεσες επιπτώσεις. Πρόκειται για έναν επικίνδυνο λαϊκισμό που έχει ευήκοα ώτα αφού «θα μαζέψει τα παιδιά να διαβάσουν και να μην καθυστερούν» και «θα φροντίσει τους φτωχούς φοιτητές». Η διαγραφή ενισχύει το γενικό φόβο και τη μετάλλαξη της φοιτητικής ταυτότητας. Δεν αφορά τους «αιώνιους φοιτητές», αλλά τους φοιτούντες κυρίως, αφού δεν επιτρέπεται να χάσεις πάνω από δύο χρόνια κατά τις σπουδές τους. Η διάταξη αυτή θέτει υπό διαγραφή το 50% περίπου του φοιτητικού πληθυσμού. Συγχρόνως, μέσω των διαγραφών, δημιουργείται μια μεγάλη πελατεία για την αγορά των ιδιωτικών «πανεπιστημίων». Αυτομάτως, όμως, επιτυγχάνεται και το σπάσιμο των πτυχίων, αφού τα ΑΕΙ θα κληθούν να πιστοποιήσουν με πιστωτικές μονάδες τις γνώσεις του κάθε φοιτητή που διαγράφουν. Και τι τίτλο, τελικά, αποκτά; Bachelor ή Master;
Οι μετεγγραφές είναι επίσης μεγάλο χτύπημα για τα ΑΕΙ. Για το λόγο αυτό έφεραν πέντε φορές τροπολογίες με θέμα «μετεγγραφές», μέσα σε ένα χρόνο. Η τελευταία εκδοχή ήταν στο νόμο για τις λαϊκές αγορές, όπου δίνεται η δυνατότητα σε φοιτητές να μετεγγράφονται χωρίς οικονομικά κριτήρια. Δεν αφορά, λοιπόν, τη φτωχή νεολαία αλλά την απόπειρα να κλείσουν πολλά περιφερειακά Πανεπιστήμια και ΤΕΙ προκειμένου να ανοίξουν στη θέση τους ιδιωτικά ιδρύματα. Αυτή τη στιγμή ο αριθμός των πρωτοετών στα κεντρικά ΑΕΙ έχει υπερδιπλασιαστεί, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να λειτουργήσουν. Η διάλυση, δηλαδή, της δημόσιας Εκπαίδευσης γίνεται στο όνομα των φτωχών τάξεων.
Οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ
Πώς προγραμματίζει να τα αντιμετωπίσει αυτά ο ΣΥΡΙΖΑ; Έχει ήδη κατατεθεί το πρόγραμμα Παιδείας προς δημόσια διαβούλευση. Τι προβλέπει;
Πρώτος στόχος είναι να άρουμε το φόβο. Θα φέρουμε έναν μεταβατικό νόμο πλαίσιο που θα επιτρέψει στα ιδρύματα να επαναλειτουργήσουν με όρους ακαδημαϊκής ελευθερίας και δημοκρατίας με συλλογικά όργανα, συγκλήτους, κοσμητείες και πρυτανείες, τα οποία θα εκλέγονται από το σύνολο της πανεπιστημιακής κοινότητας και με τη συμμετοχή των φοιτητών. Ο δεύτερος στόχος, είναι η άρση της διπλής ιδιωτικοποίησης. Θα σταματήσουμε νομοθετικά και οικονομικά την προνομιακή μεταχείριση των ιδιωτικών ιδρυμάτων και βεβαίως θα σταματήσουμε την πελατειακή ροή προς αυτά με άρση των διαγραφών και αλλαγή των όρων για τις μετεγγραφές. Εμείς έχουμε ένα πρόγραμμα άμεσων βελτιώσεων δομών και κτηρίων προκειμένου να καλύψουμε τις ανάγκες των περιφερειακών ΑΕΙ σε στέγη και τροφή. Μεσοπρόθεσμα, θα σχεδιάσουμε την αναδιάρθρωση του χάρτη της Ανώτατης Εκπαίδευσης με συνεργασία, διάλογο και συμμετοχή όλων όσων όλης της ακαδημαϊκής κοινότητας. Για να προετοιμάσουμε την πολύ μεγάλη αλλαγή που θα γίνει και η οποία αφορά τη δημιουργία Ενιαίου Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας.
Κοντόφθαλμο το σχέδιο για την Έρευνα
Γιατί διαφωνείτε με το σχέδιο νόμου του υπουργείου για την Έρευνα;
Διότι καταργείται η Έρευνα ως δημόσιο αγαθό, που σημαίνει ότι δεν θα επιτελείται από δημόσιους φορείς, με δημόσιους λειτουργούς και δημόσια χρηματοδότηση. Αντίθετα, με αυτό το νομοσχέδιο πριμοδοτείται η διπλή ιδιωτικοποίηση της έρευνας, ιδιωτικοποιούνται τα δημόσια ερευνητικά κέντρα, πριμοδοτείται μια νέα αγορά ιδιωτικών ερευνητικών κέντρων και φορέων. Όλοι θα λειτουργούν με επιχειρηματικά κριτήρια. Σε συνθήκες κρίσης, η κυβέρνηση γνωρίζει ότι το μόνο υπαρκτό χρήμα είναι το ΣΕΣ, δηλαδή το νέο ΕΣΠΑ 2014 -2020, το οποίο θα διανεμηθεί σε 13 Περιφέρειες της χώρας με ανταγωνιστικά προγράμματα προς τις ευρωπαϊκές Περιφέρειες. Προϋπόθεση, όμως, είναι η σύνδεση των ερευνητικών κέντρων με αυτές και αντί να αξιοποιηθεί ο υφιστάμενος ερευνητικός ιστός, η κυβέρνηση θέλει να δημιουργήσει μια νέα ιδιωτική αγορά υπηρεσιών, διασπαρμένων στις 13 περιφέρειες, σε συνεργασία με ευρωπαϊκά κέντρα, η οποία θα χρηματοδοτείται από ευρωπαϊκά κονδύλια και από τον πενιχρό κρατικό προϋπολογισμό. Αυτή, λοιπόν, την αγορά θέλει να πριμοδοτήσει με χαλαρούς κανόνες, χωρίς να την νοιάζει ότι καταστρέφει τον υφιστάμενο ιστό, τον οποίο κατά τα άλλα εξυμνεί. Επιπλέον, από το νομοσχέδιο απουσιάζει παντελώς η βασική έρευνα. Η βασική έρευνα σε όλες τις επιστημονικές περιοχές είναι προαπαιτούμενο για την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη της χώρας με σύγχρονους όρους, ακόμη και αν δεν οδηγεί σε άμεσες επενδύσεις ή άμεση οικονομική αξιοποίηση, όπως είναι για παράδειγμα, η έρευνα σε ανθρωπιστικές επιστήμες, στα μαθηματικά, στη θεωρητική φυσική. Η βασική και η εφαρμοσμένη έρευνα αποτελούν προϋπόθεση για την καινοτομία και την ανάπτυξη. Το νομοσχέδιο είναι ένα κοντόφθαλμο σχέδιο που βλέπει την Έρευνα μόνο ως καινοτομία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου