Το πρώτο από μία σειρά ντοκουμέντων για την δράση των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ στην Ελλάδα μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Από εδώ
Στις 30 Αυγούστου 1949 καταλήφθηκε από τις δυνάμεις του εθνικού
στρατού το Κάμενιτς, μ΄ αποτέλεσμα να λήξουν και επίσημα οι πολεμικές
επιχειρήσεις του Εμφύλιου Πολέμου. Μία ημέρα νωρίτερα, έπειτα από σφοδρό
βομβαρδισμό, στο οποίο χρησιμοποιήθηκαν ακόμη και βόμβες Ναπάλμ, είχε
καμφθεί η άμυνα των ανταρτών στο Γράμμο.
Για την ημέρα αυτή, που επισφράγισε την πρώτη φάση του ψυχρού πολέμου, δύο πράκτορες των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, οι Neil “Billy” McLean και Julian Amery, είχαν μία συγκεχυμένη εικόνα. Τις ειδήσεις τις μάθαιναν από το ραδιόφωνο ή από τις συζητήσεις στο λόμπι του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετανία», όπου είχαν καταλύσει.
Οι McLean και Amery, την περίοδο του πολέμου ήταν οι «σύνδεσμοι αξιωματικοί» των βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Αλβανία, όπου βρίσκονταν σε άμεση επαφή, εκτός των άλλων, και με τον Εθνικό Απελευθερωτικό Στρατό του Εμβέρ Χότζα. Αν και ήταν άριστοι γνώστες της κατάστασης στα Βαλκάνια, εν τούτοις, δεν είχαν εμπλακεί, άμεσα τουλάχιστον, στον Εμφύλιο Πόλεμο στην Ελλάδα.
Ο McLean το 1942 μετείχε στις ειδικές επιχειρήσεις των Άγγλών στην Αίγυπτο, τη Συρία και την Παλαιστίνη. Το 1943 είχε πέσει μαζί με το διοικητή του David Smiley με αλεξίπτωτο στη βόρεια Ελλάδα, απ΄ όπου πέρασαν στην Αλβανία και ήρθαν σε επαφή με τον Εμβέρ Χότζα. Οι David Smiley, Mc Lean και Amery, κατά την παραμονή τους στην Αλβανία τους αποκαλούσαν «Οι τρείς σωματοφύλακες». Ο David Smiley γράφει στο βιβλίο του «Arabian»για τον McLean «Όμορφο ξανθό αγόρι, 25 χρονών (σ.σ. το 1943), εξωστρεφής, με λοφίο. Απέκτησε την εμπειρία του μη συμβατικού πολέμου κατά τη διάρκεια του 1941 στην Αιθιοπία. Διαθέτει ασυνήθιστο θάρρος, κοφτερό μυαλό και μεγάλη φυσική αντοχή. Έχει τα πάντα για να γίνει ηγέτης των ανταρτών». Το 1948 εντάχθηκε στο ΜΙ6 ενώ μετά την αποχώρησή του θα εκλεγεί βουλευτής με το συντηρητικό κόμμα.
Οι δύο Βρετανοί πράκτορες, οι Neil “Billy” McLean και Julian Amery, είχαν έρθει στην Ελλάδα για να επιτελέσουν μία συγκεκριμένη αποστολή: Να στήσουν την πρώτη παραστρατιωτική επιχείρηση ψυχολογικού πολέμου – σε συνεργασία με τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ-, με στόχο την «απελευθέρωση» των λαών των σοσιαλιστικών χωρών από την «κομμουνιστική κατοχή». Ήταν μια γιγαντιαία επιχείρηση, που αρχικά είχε των κωδική ονομασία «Valuable», γιατί θα είχε ως αντικείμενό της την Αλβανία, αλλά στη συνέχεια πήρε διάφορες κωδικές ονομασίες, καθώς επεκτάθηκε σ΄ όλες σχεδόν τις σοσιαλιστικές χώρες-Βουλγαρία, Πολωνία, Σοβιετική Ένωση και Ρουμανία κ.λπ
Το δόγμα Τρούμαν στην πράξη
Η επιχείρηση αυτή μετουσίωνε σε πράξη το «δόγμα Τρούμαν», την πολιτική που διατύπωσε ο πρόεδρος των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν στην ομιλία που εκφώνησε στις 12 Μαρτίου 1947, δηλώνοντας πως οι ΗΠΑ θα υποστήριζαν την Ελλάδα και την Τουρκία οικονομικά και στρατιωτικά για να αποτρέψουν το πέρασμά τους κάτω από τη σοβιετική σφαίρα επιρροής. Η ομιλία αυτή σηματοδοτούσε την έναρξη του ψυχρού πολέμου και την έναρξη της πολιτικής της «Συγκράτησης»(Containment),δηλαδή της ανάσχεσης της σοβιετικής επέκτασης.
Ο Πρόεδρος Τρούμαν ανέφερε στο Κογκρέσο ότι το Δόγμα ήταν «η πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών για να υποστηρίξουν τους ελεύθερους λαούς που αντιστέκονται στην προσπάθεια υποδούλωση τους από ένοπλες μειονότητες ή από εξωτερικές πιέσεις». Ο Τρούμαν αιτιολόγησε, επειδή αυτά τα «ολοκληρωτικά καθεστώτα» εξανάγκαζαν «τους ελεύθερους ανθρώπους», αντιπροσώπευαν μια απειλή στην διεθνή ειρήνη και την εθνική ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο Τρούμαν έκανε αυτή την έκκληση στη κορύφωση της κρίσης του Ελληνικού Εμφύλιου Πολέμου . Υποστήριξε πως αν η Ελλάδα και η Τουρκία δεν λάμβαναν την βοήθεια που χρειάζονταν επείγον, μοιραία θα έπεφταν στον κομμουνισμό με σοβαρές συνέπειες στην περιοχή. Επειδή η Ελλάδα και η Τουρκία ήταν ιστορικοί αντίπαλοι, ήταν απαραίτητο να βοηθηθούν και οι δύο εξίσου, παρ” όλο που η απειλή στην Ελλάδα ήταν περισσότερο άμεση.
Για χρόνια ηΜεγάλη Βρετανία υποστήριζε την Ελλάδα, αλλά τώρα βρισκόταν στο χείλος της χρεωκοπίας και αναγκάστηκε να μειώσει δραστικά την εμπλοκή της. Το Φεβρουάριο του 1947, η Βρετανία ζήτησε επισήμως από τις Ηνωμένες Πολιτείες να πάρουν την θέση της στην υποστήριξη της Ελληνικής κυβέρνησης.
Παρά ταύτα, θα παραμείνουν στη χώρα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, υποστηρίζοντας ενεργά την πρώτη επιχείρηση ψυχολογικού πολέμου, την οποία αποφάσισαν από κοινού CIA και οι ΜΙ-6 με στόχο την ανάσχεση του κομμουνισμού, τη διάβρωση των κομμουνιστικών καθεστώτων από τα μέσα και στη συνέχεια την ανατροπή τους με την πρόκληση εμφύλιου πολέμου.
Γι΄ αυτό το λόγο δημιούργησαν δεκάδες στρατόπεδα εκπαίδευσης αντιφρονούντων, ένα ευρύ δίκτυο πρακτόρων, στρατιωτικές βάσεις υποστήριξης, σταθμούς προπαγάνδας κ.λπ. Σ΄ αυτήν τη επιχείρηση εντάσσεται και η περιβόητη «Γκλάντιο» για την οποία έχουν παρουσιαστεί τόμοι «αποκαλυπτικών ντοκουμέντων», ενώ αξιοποίηθηκε και το δίκτυο που είχε στήσει και ο Γερμανός υποστράτηγος του Χίτλερ Ράινχαρτ Γκέλεν, επικεφαλής της υπηρεσίας «Ξένες Στρατιές Ανατολή (Fremde Heere Ost-FHO), η οποία ασκούσε κατασκοπεία σε βάρος του Κόκκινου Στρατού στο Ανατολικό Μέτωπο.
Για όλα αυτά όμως θα μιλήσουμε αργότερα. Όπως και για το πως, από ποιους και πού στήθηκε η πρώτη επιχείρηση ψυχολογικού πολέμου της CIA, το σενάριο της οποίας, ειρήσθω εν παρόδω, επαναλήφθηκε, σχεδόν, «καρμπόν» – δώδεκα χρόνια αργότερα – και στον κόλπο των Χοίρων για την ανατροπή του Φιντέλ Κάστρο στην Κούβα.
Η απροθυμία της πολιτικής ηγεσίας του τόπου για συνεργασία
Προς το παρόν όμως ας επανέλθουμε στους δύο Βρετανούς πράκτορες, τους Neil “Billy” McLean και Julian Amery, οι οποίοι κατά την παραμονή τους στην Ελλάδα ένα μεγάλο χρονικό διάστημα του 1949, είχαν ξεκινήσει έναν κύκλο επαφών με κυβερνητικά στελέχη και κυβερνητικούς παράγοντες της χώρας σε συνεργασία με τον τότε σταθμάρχη των Βρετανικών μυστικών υπηρεσιών στην Αθήνα Πατ Γουίνει, προκειμένου να τους πείσουν να παράσχουν κάλυψη στην κοινή επιχείρηση της ΜΙ6και της CIA.
Ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Διομήδης, με τον οποίο συναντήθηκε ο Amery, τον διαβεβαίωσε ότι «είναι πλήρως ανίσχυρος», «Δεν θα ήθελα να δεσμευτώ με καμία απόφαση τη στιγμή που η χώρα οδεύει προς τις εκλογές», που είπε. «Είμαι περαστικός από αυτή την καρέκλα, και, ως εκ τούτου, ακόμη και να ήθελα να σας παράσχω οποιαδήποτε διευκόλυνση, δεν ξέρω με ποιόν τρόπο», κατέληξε
Ο Γ. Παπανδρέου, από την πλευρά του, εξέφρασε «την πλήρη του κατανόηση στην αποστολή των συμμάχων», αλλά κι αυτός ξεκαθάρισε ότι δεν βλέπει πως θα μπορούσε, πέρα από το να θέσει στις υπηρεσίες της Μ. Βρετανίας τις μεσολαβητικές του δυνατότητες, να παρέχει ουσιαστικές διευκολύνσεις, τη στιγμή που δεν μετείχε στην κυβέρνηση.
Οι επαφές όμως αυτές οδήγησαν τους δύο πράκτορες σε ένα συμπέρασμα, όπως θα εξομολογηθούν οι ίδιοι πολλά χρόνια αργότερα: Ότι το «κλειδί» για την ευόδωση των στόχων τους ήταν ο στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος, τον οποίο θα έπρεπε να πλησιάσουν μυστικά και ιδιωτικά και να συζητήσουν μαζί του, χωρίς την παρουσία της στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας της χώρας.
Το πρόσωπο που επιλέχθηκε ώστε να μεσολαβήσει για και να μιλήσει σχετικά στον στρατάρχη, ήταν ο βιομήχανος Πρόδρομος Ανδρεάδης-Μποδοσάκης, ο οποίος ασκούσε ισχυρή επιρροή στον Παπάγο, στο Παλάτι και τους εκδότες που κινούσαν τα νήματα στο παρασκήνιο της χώρας.
Η συνάντηση των με τον Μποδοσάκη, τον δαιμόνιο επιχειρηματία και έμπορο όπλων, που θα μεσολαβούσε στον Αλέξανδρο Παπάγο, ώστε να τους επιτρέψει τη χρήση του ελληνικού εδάφους και να τους παράσχει διευκολύνσεις στην επιχείρηση «Valuable», έγινε σ΄ ένα παραθαλάσσιο ταβερνάκι στο Παλαιό Φάληρο.
Στις μαρτυρίες των Neil “Billy” McLean και Julian Amery, όπως και από τα ντοκουμέντα της CIA, δεν υπάρχουν λεπτομέρειες για τη συνάντηση με τον Μποδοσάκη. Αναφέρουν μόνο ότι κάποια στιγμή ο Μποδοσάκης, αφού του εξέθεσαν το σκοπό της συνάντησης, τους ρώτησε: «Πότε θα φύγετε από την Ελλάδα;» «Μεθαύριο ή και αύριο ακόμη αν προλάβουμε, θα πετάξουμε για τη Ρώμη»,του είπε ο Εϊμερι.«Ο χρόνος είναι επαρκής», σημείωσε ο Μποδοσάκης. «Εάν δεν τα καταφέρω με τον Παπάγο θα αφήσω στο δωμάτιο του ξενοδοχείου σας μία μπουκάλα μπράντυ. Αν πάλι η απάντηση είναι θετική, τότε θα σας αφήσω έξι μπουκάλες».
Πράγματι, το βράδυ της ίδια ημέρας, οι Neil “Billy” McLean και Julian Amery, όταν επέστρεψαν στα δωμάτιά τους στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετάνια», βρήκαν να τους περιμένουν έξι μπουκάλια μπράντι- «δώρο του Μποδοσάκη».
Ο Πρόδρομος Αθανασιάδης ή Μποδοσάκης ή Μποδόσης, σύμφωνα με το παρατσούκλι που του είχαν δώσει η Τούρκοι για το δαιμόνιο επιχειρηματικό του μυαλό, δεν μίλησε ποτέ γι΄ αυτήν την επιχείρηση σύμφωνα τουλάχιστον με τα κείμενα των βιογράφων του. Είναι γεγονός όμως ότι οι μυστικές υπηρεσίες της Αγγλίας διέθεταν έναν ογκωδέστατο φάκελλο για την πολυσχιδή αυτή προσωπικότητα η οποία σημάδεψε την μεταπολεμική ιστορία του τόπου. Ο φάκελος αυτός, απ΄ ότι, φαίνεται, «έπεισε» τον Μποδοσάκη να στρατευτεί στις παραστρατιωτικές επιχειρήσεις της ΜΙ6 και της CIA στην περιοχή των Βαλκανίων.
Ο Μποδοσάκης και οι μυστικές υπηρεσίες των Άγγλων
Γεγονός είναι ότιο Πρόδρομος (Μποδοσάκης) Αθανασιάδης, είχε συνδεθεί στενά με τα βρετανικά συμφέροντα και ουκ ολίγες φορές έχει απασχολήσει τις μυστικές υπηρεσίες, οι οποίες ανέκαθεν επεδείκνυαν έντονο ενδιαφέρον για τις αμφιβόλου νομιμότητας και ύποπτες δραστηριότητές του στο τομέα της πολεμικής βιομηχανίας.
Με τα συμφέροντα της Μεγαλειοτάτης συνδέθηκε για πρώτη φορά, όταν αρχικά φυλακίσθηκε και στη συνέχεια εξορίσθηκε το 1915, όταν δραστηριοποιούταν στη Μερσίνα της Μικράς Ασίας. Τότε, καταγγέλθηκε στις οθωμανικές αρχές ότι ο αλευρόμυλός του χρησιμοποιούταν για κατασκοπεία υπέρ των Αγγλο-γάλλων (οι Οθωμανοί ήταν σύμμαχοι των Γερμανο-αυστριακών στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο). Φυλακίστηκε για μικρό διάστημα, δικάστηκε από το στρατοδικείο και του επιβλήθηκε ποινή εκτόπισης στα Άδανα, υπό αστυνομική επιτήρηση.
Κατά η διάρκεια της εκτόπισης του στα ‘Αδανα μάλιστα γνώρισε και τον Κεμάλ Ατατούρκ, με τον οποίο συνδέθηκε με φιλία, κάτι που θα το αξιοποιήσει έντονα στα επόμενα χρόνια.Η καταγγελία για κατασκοπία υπέρ των Αγγλο -γάλλων, απ΄ ό,τι φαίνεται, υπήρξε μέρος σχεδίου ανταγωνιστών του για να εξοντωθεί επιχειρηματικά. Πλην, όμως, ο Μποδοσάκης όχι μόνο επιβίωσε, αλλά συνέχισε με άλματα την επιχειρηματική πορεία του.
Τρία χρόνια αργότερα, θα βρεθεί πάλι κατηγορούμενος. Άγγλοι αιχμάλωτοι πολέμου των Οθωμανών, που είχαν δραπετεύσει από στρατόπεδο στην Ανατολία, θα μεταβούν στη Μερσίνα -την πρώτη έδρα των επιχειρήσεών του, μα και επίκεντρο μηχανορραφιών και δολοπλοκιών την εποχή εκείνη, λόγω της γεωγραφικής θέσης της. Από το λιμάνι της θα δραπετεύσουν με δικά του ρυμουλκά (τα χρησιμοποιούσε για της ανάγκες εφοδιασμού του οθωμανικού στρατού). Η οργάνωση της φυγάδευσης αποδόθηκε στον Μποδοσάκη -κατηγορία που μπορούσε να οδηγήσει στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Με τις διασυνδέσεις του στη στρατιωτική ηγεσία της Τουρκίας, αλλά κι ένα τεράστιο ποσό (500.000 λίρες) προς τον διοικητή της περιοχής, η υπόθεση «τακτοποιήθηκε». Από τότε, όμως, ο Μποδοσάκης μετέφερε την επιχειρηματική έδρα του στην Κωνσταντινούπολη…
Οι δύο υποθέσεις «κατασκοπείας», όπως και οι κατηγορίες των τουρκικών εφημερίδων το 1920-22 ότι ήταν «πράκτορας των γκιαούρηδων», είναι απλές μπροστά σε άλλες ανάλογες τα επόμενα χρόνια.
Ο Μποδοσάκης «κόλλησε» το μικρόβιο της πολιτικής όταν γνώρισε τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που ήταν άλλωστε ο αγαπημένος όλων των αλύτρωτων Μικρασιατών. Οι δύο άντρες γνωρίσθηκαν, όταν ο Βενιζέλος ήταν πρωθυπουργός, τον Δεκέμβριο του 1919, σε μια συνάντηση στο σπίτι του Εθνάρχη στη γωνία της λεωφόρου Πανεπιστημίου και της οδού Αμερικής. Ο Μποδοσάκης όπως έχει εκμυστηρευθεί σε οικείους, γοητεύτηκε. «Όταν έφυγα από το σπίτι του Πρωθυπουργού, ένιωθα διαφορετικός άνθρωπος», έλεγε. «Είχε ενσταλάξει στην ψυχή μου τη βαθύτατη πίστη του στα πεπρωμένα της φυλής μας»».
Ο θαυμασμός προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο
Από τότε ο Μποδοσάκης έκανε ό,τι του υπεδείκνυε ο Βενιζέλος, τις επιθυμίες του οποίου άλλωστε και χρόνια πριν τις ικανοποιούσε. Έτσι, τον Δεκέμβριο του 1918 αγόρασε έναντι 5.250.000 γαλλικών φράγκων, το πολυτελέστερο ξενοδοχείο της Κωνσταντινούπολης το «Πέρα Παλλάς» που ανήκε στη γαλλική εταιρεία «Wagons-Lits» γιατί ο συνταγματάρχης Γεώργιος Κατεχάκης του είπε ότι ο Βενιζέλος θα ήθελε να καταλύουν στο ξενοδοχείο αυτό οι Έλληνες αξιωματικοί που είχαν πλημμυρίσει την Πόλη.
Επίσης, το 1921, κατόπιν πάλι επιθυμίας του Βενιζέλου έδωσε το σεβαστό ποσό των 40.000 χρυσών λιρών στον Δημήτριο Λαμπράκη για να εκδώσει δύο βενιζελικές εφημερίδες, το «Ελεύθερο Βήμα» και τα «Αθηναϊκά Νέα».
«Θα επεδίωκα και την ανταλλαγή των Ελλήνων της Κωνσταντινουπόλεως και την εγκατάσταση του Πατριαρχείου στο Άγον Όρος. Διότι γνωρίζω καλά τους Τούρκους. Με τον ασιατικό τους τρόπο θα εξαναγκάσουν τους Έλληνες να φύγουν αργότερα. Και θα φύγουν κι αυτοί γυμνοί και πεινασμένοι…», έλεγε, προς τον Ελ. Βενιζέλο κατά την περίοδο της υπογραφής της συνθήκης της Λοζάνης το 1923)
«Πρόσεξε, πρόεδρε», τον συμβούλευε ένα χρόνο αργότερα, «ο Ισμέτ (Ινονού) είναι Ασιάτης. Όσα θέλει ακούει και όσα δεν τον συμφέρουν δεν τα ακούει».
Ο Μποδοσάκης, παρότι είχε το μικρόβιο της πολιτικής, όνειρό του ήταν πάντοτε η επιχειρηματική δραστηριότητα, αν και πολλές φορές, χωρίς διαφανείς διαδικασίες. Σε κύκλους του έχει εκμυστηρευτεί: «Με τα πολλά λεφτά που απέκτησα στην Τουρκία,(όπου ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στα 15 του χρόνια ως αλευροβιομήχανος)θα μπορούσα εύκολα να γίνω ένας μεγάλος εφοπλιστής ή ένας δυνατός τραπεζίτης. Τίποτε από αυτά όμως δεν με συγκινούσε. Το μεράκι μου ήταν να φτιάχνω εργοστάσια και να αντικρίζω τον καπνό που άφηναν οι υψικάμινοι!».
Το σκάνδαλο της απόκτησης της ΠΥΡΚΑΛ
Σύμφωνα με δημοσιεύματα, ο Μποδοσάκης αναλάμβανε παρακινδυνευμένα επιχειρηματικά ρίσκα. Έτσι, το 1927, παρότι είχε χρεοκοπήσει καθώς είχε χάσει όλα του τα χρήματα σε άστοχες επενδύσεις, ο τότε υπουργός Στρατιωτικών Κονδύλης, μεσολάβησε για να του χαρίσουν την πολεμική βιομηχανία ΠΥΡΚΑΛ.
«Όταν έφθασα στην Αθήνα», εξομολογούταν σε οικείους του «παρ όλες τις ζημιές είχα μεγάλη περιουσία. Μη γνωρίζοντας ανθρώπους, την έχασα και άρχισα εκ νέου από το άλφα. Κανέναν δεν έβλαψα. Εν τούτοις οι εφημερίδες μου έγραψαν τα εξ αμάξης. Είναι πολύ περίεργος ο τόπος μας. Γι αυτό μην παραξενευτείτε αν ακούσετε να λένε ότι ο Μεγαλειότατος χρηματίζεται!»
Το «καλυκοποιείο» μετά την έκρηξη του Α” Παγκόσμιου Πολέμου ήταν ο αποκλειστικός προμηθευτής του ελληνικού στρατού. Στο τέλος του πολέμου η εταιρεία θα έχει τη δυνατότητα παραγωγής και οβίδων βαρέος πυροβολικού, ενώ στη διάρκεια του πολέμου είχε εφεύρει και μια πατέντα ανακατασκευής δεσμίδων και καλύκων πολυβόλου.
Σε αυτή την περίοδο μετά το 1920 και στη διάρκεια της δικτατορίας του Πάγκαλου, οι αδελφοί Μαλτσινιώτη που ήταν οι ιδιοκτήτες της εταιρείας αποσύρονται. Τη διοίκηση αναλαμβάνει ο Καλύβας και ο Λογοθέτης στο Καλυκοποιείο και ο Αραπίδης στο Πυριτιδοποιείο. Τότε έγινε μια σκανδαλώδης σύμβαση για παραγωγή 450 εκατομμυρίων φυσιγγίων.Η εταιρεία εκσυγχρονίστηκε για να ανταποκριθεί, στην απίστευτη παραγγελία, ενώ πήρε και αρκετά χρήματα προκαταβολή.
Πέφτοντας ο στρατηγός Πάγκαλος, η εταιρεία υποχρεώθηκε να επιστρέψει το ποσό (1927) και να περάσει στην ιδιοκτησία της Εθνικής και σε μια περίοδο υπολειτουργίας, χρεοκοπίας και αδράνειας. Από εκεί αναλαμβάνει τη νέα διαδρομή της χρεοκοπημένης εταιρείας ο Μποδοσάκης Αθανασιάδης.
Ο Μποδοσάκης εκλήθη από τον Δροσόπουλο της Εθνικής Τράπεζας να αναλάβει την εταιρεία, έχοντας την υποστήριξη του υπουργού των στρατιωτικών, Κονδύλη. Ο Μποδοσάκης έδωσε 2200 δρχ για τη μετοχή που είχε αξία μόλις 700 δρχ., αλλά τις άφησε ενέχυρο στην τράπεζα, αφού… δεν είχε να τις πληρώσει.
‘Ελαβε και δάνειο 70 εκατομμύρια από την Εθνική Τράπεζα και μια παραγγελία 25 εκατομμυρίων βλημάτων τυφεκίων και πυροβολικού.
Πριν τον Πόλεμο ο Μποδοσάκης διατηρούσε στενές σχέσεις το ναζιστικό καθεστώς, όχι μόνον λόγω των διασυνδέσεών του με το καθεστώς του Μεταξά που είχε ιδεολογική συγγένεια με το ναζισμό, αλλά και γιατί είχε προσδέσει την εταιρεία όπλων που διατηρούσε στο άρμα της γερμανικής πολεμικής βιομηχανίας.
Κατά μια εκδοχή, που έχει επιβεβαιωθεί πλήρως, κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου, λειτούργησε ως αχυράνθρωπος του Χέρμαν Γκαίρινγκ, στενού συνεργάτη του Χίτλερ, πρωθυπουργού της Πρωσίας και αρχηγού της Λουφτβαφε, της οποίας τα πολεμικά της αεροσκάφη ισοπέδωσαν την Γκουέρνικα.
Τα νέα στοιχεία που έχουν έρθει στο φως για το εμφύλιο στην Ισπανία, δείχνουν ότι οι ισπανικές κυβερνήσεις είχαν αγοράσει όπλα από τη Γερμανία πολύ πριν από την κατάληψη της εξουσίας από τους ναζί. Ο αποικιακός στρατός στο Μαρόκο μάλιστα είχε παραγγείλει και αέρια μουστάρδας με σκοπό να τα χρησιμοποιήσει εναντίον των φυλών που εξεγείρονταν.
Ο Γκαίρινγκ όμως έστελνε όπλα και στους Δημοκρατικούς χρησιμοποιώντας ως ενδιάμεσο τον Μποδοσάκη. Αυτό τουλάχιστον διατείνονται ισπανοί ερευνητές του Εμφυλίου. Κατά μία όμως άλλη αναφορά, που δεν έχει διασταυρωθεί επαρκώς, την κομπίνα την είχε στήσει ο ίδιος ο δαιμόνιος Μποδοσάκης εν αγνοία του Γκαίρινγκ, κάτι τέτοιο όμως δεν μπορεί να γίνει εύκολα πιστευτό με δεδομένο ότι οι μυστικές υπηρεσίες του Χίτλερ ήταν πολύ ισχυρές αυτή την εποχή.
Γεγονός είναι πάντως ότι, όπως προκύπτει από τα αρχεία των μυστικών υπηρεσιών της Βρετανίας, την 1η Οκτωβρίου 1936 το ουαλικό φορτηγό πλοίο Bramhill κατέπλευσε στο Αλικάντε προερχόμενο από το Αμβούργο. Μετέφερε 19.000 τουφέκια, 101 πολυβόλα και πάνω από 28.000.000 σφαίρες. Η παραγγελία είχε δοθεί από τους Δημοκρατικούς της Βαρκελώνης. Οι τελωνειακές υπηρεσίες της Βρετανίας είχαν «τσεκάρει» το φορτίο το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω,«έσπαγε» την επίσημη πολιτική της μη ανάμειξης.
Η Γερμανία αναγκάσθηκε να ζητήσει συγνώμη, αλλά το φορτίο παραδόθηκε. Η πώληση αποδίδεται στον Γκαίρινγκ που είχε χρησιμοποιήσει το γνωστό έμπορο όπλων Josef Veltjens που είχε σχέση με τον Έλληνα Πρόδρομο Μποδοσάκη-Αναστασιάδη. Την εποχή αυτή κύριος συνεργάτης της εταιρείας του Μποδοσάκη ήταν η γερμανική Rheinmentall-Borsing που ελεγχόταν από τον Γκαίρινγκ.
Η κομπίνα με τα όπλα στον εμφύλιο της Ισπανίας
Ιδού όμως πως στήθηκε η κομπίνα του δαιμόνιου Έλληνα επιχειρηματία για την εξαγωγή όπλων στην Ισπανία- σύμφωνα πάντα με τα ντοκουμέντα που έχουν έρθει στο φως.
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1936, ύστερα από γαλλική πρωτοβουλία, συστάθηκε, ως γνωστόν, στο Λονδίνο η Επιτροπή Μη Επεμβάσεως στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο με σκοπό να αποτρέψει την έξωθεν επέμβαση και αποστολή όπλων στους αντιμαχόμενους. Στην πράξη, η Επιτροπή υπονόμευσε την πολεμική προσπάθεια των Δημοκρατικών, καθώς αρνήθηκε στη Νόμιμη Ισπανική Δημοκρατική Κυβέρνηση το δικαίωμα να αγοράζει όπλα στη διεθνή αγορά, και τούτο τη στιγμή που η Γερμανία και η Ιταλία όχι μόνο πολεμούσαν στο πλευρό των εθνικιστών αλλά τους εφοδίαζαν και με τεράστιες ποσότητες πολεμικού και άλλου υλικού.
Η υποκρισία και ο κυνισμός της Επιτροπής Μη Επεμβάσεως, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η βοήθεια της ΕΣΣΔ προς τους Δημοκρατικούς υπολειπόταν κατά πολύ της βοήθειας του Άξονα προς τους εθνικιστές, ανάγκασε τη νόμιμη κυβέρνηση να προσφύγει σε ιδιώτες εμπόρους όπλων.
Η Ελληνική Εταιρεία Πυριτιδοποιείου-Καλυκοποιείου (ΕΕΠΚ) του Πρόδρομου Αθανασιάδη-Μποδοσάκη έλαβε την πρώτη παραγγελία για πέντε εκατομμύρια φυσίγγια από τους Δημοκρατικούς στα μέσα Σεπτεμβρίου 1936. Λίγες ημέρες αργότερα, η κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά εξέδωσε βασιλικό διάταγμα που απαγόρευε την εξαγωγή όπλων και πολεμοφοδίων στην Ισπανία, συμμορφούμενη κατ” αυτό τον τρόπο προς τις υποχρεώσεις της ως μέλους της Επιτροπής Μη Επεμβάσεως. Εν τούτοις, όπως διατεινόταν ο Μποδοσάκης, ο δικτάτορας κατάλαβε αμέσως ότι η συναλλαγματική ωφέλεια από την εκτέλεση παραγγελιών αυτού του είδους θα ήταν για την Ελλάδα πολύ μεγάλη. Η πληρωμή θα γινόταν αμέσως και σε υγιές νόμισμα. Γι’ αυτό όχι μόνο δεν έφερε αντίρρηση, αλλά προσφέρθηκε να κάνει και κάθε απαραίτητη διευκόλυνση.
Καθώς η Ισπανία βυθιζόταν σε μακροχρόνιο εμφύλιο πόλεμο, οι ανάγκες των Δημοκρατικών για πολεμοφόδια αυξήθηκαν τόσο ώστε ενώ η ΕΕΠΚ ετοίμαζε ακόμη την πρώτη παραγγελία, έφτασε και δεύτερη για είκοσι εκατομμύρια φυσίγγια. Για την εκτέλεση των δύο αυτών παραγγελιών η Εταιρεία έφτασε στο ανώτατο όριο απόδοσής της, αυξάνοντας το τεχνικό προσωπικό της ώστε να επιτευχθεί παραγωγή 400.000 φυσιγγίων ημερησίως. Το 1937, όταν ήλθαν περισσότερες παραγγελίες, ο Μποδοσάκης αγόρασε καινούργια μηχανήματα από τη Γερμανία και προσέλαβε χιλιάδες εργάτες, αυξάνοντας την ημερήσια παραγωγή σε ένα εκατομμύριο φυσίγγια και, λίγο αργότερα, σε δύο εκατομμύρια. Για να προλαβαίνει, αγόραζε και έτοιμους κάλυκες, τους έφερνε στις εγκαταστάσεις της ΕΕΠΚ στην Αθήνα, τους γέμιζε με πυρίτιδα και αμέσως τους έστελνε στην Ισπανία.
Σε αυτό χρειάστηκε άμεση κρατική βοήθεια. Την εξασφάλισε κι αυτή χωρίς καθυστέρηση. Έχοντας την επίσημη διαβεβαίωση της κυβέρνησης ότι τα αγοραζόμενα υλικά ήσαν απαραίτητα για τις ανάγκες του Ελληνικού Στρατού, πέτυχε να κλείσει αμέσως συμφωνίες με γερμανικά, αυστριακά και με σουηδικά εργοστάσια για την αγορά καλύκων, βολίδων και πυρίτιδας σε πολύ μεγάλες ποσότητες.
Ικανοποιημένη από τις υπηρεσίες του Μποδοσάκη, η Δημοκρατική Κυβέρνηση της Ισπανίας του ζήτησε να την εφοδιάζει με πρώτες ύλες ούτως ώστε να παράγει η ίδια πολεμοφόδια στα δικά της εργοστάσια. Ο Μποδοσάκης αρνήθηκε φοβούμενος ότι στην περίπτωση αυτή οι Δημοκρατικοί ίσως ακύρωναν τις παραγγελίες για έτοιμα φυσίγγια. Αλλά για να μην τους δυσαρεστήσει, προσφέρθηκε να ενεργήσει ως πληρεξούσιος τους για την αγορά τυφεκίων και πυροβόλων από άλλες χώρες, παραγγέλνοντάς τα δήθεν για τις ανάγκες του Ελληνικού Στρατού. Επιπλέον, πρότεινε στην ελληνική κυβέρνηση να πουλήσει στους Ισπανούς απαρχαιωμένο και άχρηστο πολεμικό υλικό από τις αποθήκες του Ελληνικού Στρατού και να χρησιμοποιήσει το κέρδος για την αντικατάστασή του με σύγχρονα εφόδια.
Συμβόλαια τύπου «φόμπ»
‘Ολα τα συμβόλαια του Μποδοσάκη με τους Δημοκρατικούς ήταν τύπου «φόμπ», δηλαδή χωρίς ευθύνη του προμηθευτή για τη φόρτωση ή την παράδοση του φορτίου σε συγκεκριμένο λιμάνι. Οι πελάτες του, από την άλλη πλευρά, πλήρωναν σε χρυσό ή σε συνάλλαγμα εκ των προτέρων και χωρίς την δυνατότητα να πάρουν τα χρήματά τους πίσω σε καμιά περίπτωση.
Μολονότι όμως, ο Μποδοσάκης δεν ήταν υπεύθυνος για τη φόρτωση και μεταφορά των παραγγελιών στους Δημοκρατικούς, φρόντιζε προσωπικά για την ασφαλή άφιξη στον προορισμό τους διότι φοβόταν ότι ακόμη και αν χανόταν ένα μόνο φορτίο, οι Ισπανοί θα έχαναν την εμπιστοσύνη τους και θα διέκοπταν τις παραγγελίες στην ΕΕΠΚ. Ο φόβος αυτός οδήγησε τον ευρηματικό επιχειρηματία να ρυθμίζει ο ίδιος τους τρόπους αποστολής των παραγγελιών.
Τα φορτία υλικού πολέμου που παρήγαγε ή αγόραζε για τους Δημοκρατικούς φορτώνονταν στον Πειραιά, ενώ και οι δύο πλευρές είχαν συμφωνήσει από πρίν ότι εικονικός προορισμός θα ήταν το Μεξικό -χώρα που βοηθούσε αφειδώς τη Β΄Ισπανική Δημοκρατία με ποικίλους τρόπους, μεταξύ των οποίων και η έκδοση ψευδών πιστοποιητικώναπό τις προξενικές αρχές της.
Μετά τη φόρτωση στον Πειραιά, τα πλοία έπλεαν σε απόμερα νησιά του Αιγαίου, όπου «καμουφλαριζόντουσαν» και άλλαζαν ακόμη και όνομα για να μη δώσουν υποψίες στους Ιταλούς περνώντας από τα στενά της Μεσσήνης. Εάν, πριν φτάσουν σε κάποιο λιμάνι της Δημοκρατικής Ισπανίας τα σταματούσαν, οι πλοίαρχοι ισχυρίζονταν ότι ο προορισμός τους ήταν το Μεξικό.
Όταν οι Ιταλοί, οι Γερμανοί και ο Φράνκο έμαθαν γι’ αυτά τα φορτία, διαμαρτυρήθηκαν στην Αθήνα. Ο Μεταξάς απάντησε πως προορισμός των ελληνικών πλοίων είναι το Μεξικό, άρα οι κατηγορίες ήσαν αβάσιμες.
Οι ενδείξεις και τα στοιχεία για συμμετοχή της Ελλάδος στην προμήθεια οπλισμού στους Δημοκρατικούς, με το πέρασμα του χρόνου πλήθαιναν.
Το καλοκαίρι του 1937ο Φράνκο άρχισε να κατηγορεί ανοικτά την Ελλάδα για παράνομη εισαγωγή πολεμικού υλικού στη Δημοκρατική Ισπανία, αλλά και για την προσφορά 15 εμπείρων Ελλήνων πλοιάρχων, όπως υπηρετήσουν ως πιλότοι των ερυθρών ισπανικών πλοίων (εμπορικών και πολεμικών).
Οι παρακολουθήσεις των μυστικών υπηρεσιών των Αγγλών
Στις 16 Αυγούστου του 1937 τα βρετανικά υπουργεία Εξωτερικών και Στρατιωτικών συνέταξαν υπόμνημα- το οποίο αποχαρακτηρίσθηκε πριν από μερικά χρόνια -, στο οποίο ανέλυαν λεπτομερώς τη συμμετοχή της Ελλάδος στον εφοδιασμό των Δημοκρατικών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που διέθεταν οι Βρετανοί, «η εταιρεία του Μποδοσάκη ετοιμάζει τον τελευταίο καιρό παραγγελίες πυρομαχικών για την Ισπανική κυβέρνηση. Ο κύριος πράκτορας σε αυτές τις συναλλαγές είναι κάποιος George Roseberg, γιός του πρώην Σοβιετικού πρέσβη στη Μαδρίτη (Marcel Rosenberg), αντιπρόσωπος της Ισπανικής κυβέρνησης.
Ο George Roseberg, έχει ένα κεντρικό γραφείο στο Παρίσι και συνεχώς επισκέπτεται την Ελλάδα, όπου διανέμει στο ξενοδοχείο ¨Μεγάλη Βρετανία¨ στην Αθήνα.
Χρήματα εμβάζονται από το Παρίσι μέσω της Banque Popularστην Αθήνα.
Ο Rosenberg βρίσκεται σε επαφή με κάποιον Μποδοσάκη.
Τα φορτία πολεμοφοδίων μεταφέρονται στη Βαλένθια και τη Βαρκελώνη με πλοία των οποίων οι σημαίες και το όνομα αλλάζουν περιοδικά αλλά η κυρίως σημαία που υψώνουν είναι η ελληνική».
Ενώ η Ελλάδα επίσημα αρνούνταν τις κατηγορίες για λαθρεμπόριο όπλων στην Ισπανία, το βρετανικό υπόμνημα πρόσθεσε μια άλλη διάσταση στις δοσοληψίες του Μποδοσάκη, κάνοντας λόγο για τις σχέσεις του με Σοβιετικούς αντιπροσώπους και για το Παρίσι ως ένα από τα κέντρα των συναλλαγών του.
Ως το φθινόπωρο του 1937 οι συναλλαγές του Μποδοσάκη με τους Δημοκρατικούς είχαν επεκταθεί τόσο ώστε για τη διεκπεραίωσή τους, ο Έλληνας επιχειρηματίας ταξίδευε στο εξωτερικό τουλάχιστον μία φορά το μήνα.
Σε ένα από τα ταξίδια του αυτά, τον Νοέμβρη του 1937, βρέθηκε στη Βαρκελώνη για να συναντήσει τον υπουργό Στρατιωτικών της νόμιμης δημοκρατικής κυβέρνησης. Με απόλυτη μυστικότητα οι Δημοκρατικοί τον μετέφεραν από το Παρίσι στη Βαρκελώνη όπου έμεινε για δύο ημέρες κι ενώ η πόλη τελούσε υπό βομβαρδισμό. Εκεί υπέγραψε νέο συμβόλαιο με τους Δημοκρατικούς για την προμήθεια πολεμοφοδίων αξίας 2.100.000 στερλινών (1.155.000.000 δραχμών) και μετά επέστρεψε στο Παρίσι και από εκεί στην Αθήνα.
Τον Νοέμβριο του 1937 ο εμπορικός ακόλουθος της βρετανικής πρεσβείας επισκέφθηκε την ΕΕΠΚ συνοδευόμενος από τον Μποδοσάκη, ο οποίος υπερηφανεύθηκε ανοιχτά ότι το εργοστάσιο δούλευε εξ ολοκλήρου για παραγγελίες από την Ισπανία, πολλές φορές 24 ώρες το εικοσιτετράωρο.
Στην ετήσια έκθεσή του για το 1937 ο Βρετανός πρέσβης ανέφερε ότι κύρια φροντίδα της ελληνικής κυβέρνησης φαίνεται να είναι να κερδίσει όσα περισσότερα χρήματα μπορεί πωλώντας πολεμικό υλικό και στις δύο πλευρές του ισπανικού εμφυλίου, πρωτίστως στους Δημοκρατικούς.
Τον Ιανουάριο του 1939 ήταν πλέον σαφές ότι οι Δημοκρατικοί είχαν ηττηθεί στρατιωτικά, και ήδη από το τέλος του προηγούμενου χρόνου οι παραγγελίες στον Μποδοσάκη για όπλα και πυρομαχικά είχαν μειωθεί σημαντικά. Ο πολυμήχανος επιχειρηματίας είχε κιόλας στρέψει την προσοχή του στον πόλεμο μεταξύ Κίνας και Ιαπωνίας με σκοπό να εφοδιάζει τους Κινέζους.
Τα φορτία για τους δημοκρατικούς κατέληγαν στον Φράνκο
Μολονότι η πλειονότητα του πολεμικού υλικού που ο Μποδοσάκης κατασκεύαζε προοριζόταν για τους Δημοκρατικούς, μερικά φορτία κατέληγαν στους Εθνικιστές.
Τον Δεκέμβριο του 1936 οι Ισπανοί Εθνικιστές ζήτησαν από την ελληνική κυβέρνηση την προμήθεια οβίδων πυροβολικού Schneider, τις οποίες κατασκεύαζε η ΕΕΠΚ. Η απάντηση της ελληνικής κυβέρνησης δεν υπάρχει στα αρχεία των Βρετανών, αλλά μεταγενέστερα στοιχεία υποδηλώνουν ότι τελικά οι Εθνικιστές κάτι θα πρέπει να αγόρασαν από την Ελλάδα.
Τον Οκτώβριο του 1937 ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Εμμανουήλ Τσουδερός είπε στο Βρετανό πρέσβη ότι, όσον αφορά τα συναλλαγματικά αποθέματα της Τραπέζης, «αυτή τη χρονιά ευνοηθήκαμε από αναπάντεχη τύχη καθώς πάνω από 600.000 αγγλικές λίρες μπήκαν στα ταμεία μας από τον στρατηγό Φράνκο».
Οι Βρετανοί θεωρούσαν υπεύθυνους γι” αυτό το διπλό παιχνίδι ορισμένους Έλληνες πλοικτήτες. Λάμβαναν μία πληρωμή από τους Δημοκρατικούς και μετά άλλη μία από τους Εθνικιστές για να τους αφήσουν να καταλάβουν το ίδιο φορτίο.
Πράγματι, κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου μερικά ελληνικά πλοία που μετέφεραν φορτία στους Δημοκρατικούς, ενώ βρίσκονταν εν πλώ, ενημέρωναν τις δυνάμεις του Φράνκο και τους επέτρεπαν να καταλάβουν τα φορτία τους.
Αν και τέτοιου είδους διπλές συμφωνίες δεν αποτελούσαν τον κανόνα, η αλήθεια του ειρωνικού σχολίου του Frank Gervasi παραμένει: «σε κάποιες μάχες Ισπανοί Δημοκρατικοί θα πρέπει να σκοτώθηκαν από σφαίρες που οι ίδιοι είχαν προπληρώσει»
Η συνάντηση με τον Γκέρινγκ στο Βερολίνο
Κατά μία αναφορά, υπήρξε μία πολυτάραχη συνάντηση του Μποδοσάκη με τον Γκέρινγκ το 1938 στο ανάκτορό του στο Βερολίνο. Στη συνάντηση αυτή ο Γκέρινκ, όπως μετέφερε αυτόπτης μάρτυρας των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, τον απείλησε γιατί το Καλυκοποιείο προμήθευε με όπλα τους Κόκκινους στην Ισπανία. «Αυτούς που λέτε κόκκινους εγώ τους ξέρω για κυβερνητικούς», απάντησε πονηρά ο Μποδοσάκης. Εκεί έκλεισε κάθε περαιτέρω συζήτηση.
Η εμπλοκή όμως του Μποδοσάκη με τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες συνεχίσθηκε και κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Λίγο πριν από την έναρξη του Πολέμου, ο Μποδοσάκης βρέθηκε στο Λονδίνο για ζητήματα πολεμικής προπαρασκευής και την ανάθεση αγγλικών παραγγελιών. Υπήρξαν έντονες διαπραγματεύσεις με το Αγγλικό Ναυαρχείο, αλλά δεν κατέληξαν πουθενά. Παρά ταύτα, ο Μποδοσάκης μετέφερε στην Αθήνα ότι οι ψύχραιμοι θαλασσοκράτορες ενθουσιάστηκαν με τα προσόντα αυτού του Έλληνα. «Αυτός», έλεγαν στελέχη του Ναυαρχείου, «αν γνώριζε και την αγγλική γλώσσα, θα κατάφερνε να τους πάρει το αγγλικό ναυαρχείο και να το μεταφέρει στον Πειραιά…»
Στην πραγματικότητα όμως η συνάντηση αυτή υπήρξε η αφορμή ώστε ο Μποδοσάκης να ταχθεί κατά των Άγγλων τις παραμονές του Πολέμου. Για να δικαιολογήσει αυτή του τη στάση, σύμφωνα με οριμένους βιογράφους του, επινοήσ και μία «πρωτότυπη» ερμηνεία των γεγονότων. «Οι Άγγλοι ήθελαν να πεινάσει ο ελληνικός λαός για να τον χρησιμοποιήσουν ευκολότερα στη μελετώμενη αντίσταση εναντίον των Γερμανών. Γι αυτό δεν επέτρεψαν να φθάσουν στην Ελλάδα τα φορτία που βρίσκονταν εν πλω και τα οποία είχαν παραγγελθεί από την ελληνική κυβέρνηση…», υποστήριζε όπου βρεθεί και όπου σταθεί.
Η φυγή του Μποδοσάκη στην Αμερική
Ο Μποδοσάκης την περίοδο της Κατοχής και συγκεκριμένα το 1942, έφυγε για τις ΗΠΑ. Κατά την εκεί παραμονή του, όπως πληροφορήθηκαν σχεδόν αμέσως οι μυστικές υπηρεσίες της Βρετανίας, συμφώνησε να συνεργαστεί με την OSS. Όπως διαβεβαίωσε τον επικεφαλής της υπηρεσίας, στο στρατηγό Ντόνοβαν, θα αποδέχονταν ευχαρίστως να αναλάβει οποιαδήποτε καθήκοντα, με έδρα το Κάιρο, όπου μετέβη η ελληνική κυβέρνηση. Οι Βρετανοί θεώρησαν αυτή την πράξη «εχθρική ενέργεια», καθώς έκριναν ότι υπάρχει ενδεχόμενο υπονόμευσης των συμφερόντων τους σε έναν χώρο αποκλειστικής τους επιρροής, από έναν άνθρωπο με υψηλές διασυνδέσεις με το Βασιλέα, τον Σοφοκλή Βενιζέλο και άλλους Έλληνες αξιωματούχους.
Κατ΄ αρχήν, ως ένα προληπτικό μέτρο, το οποίο ήλπιζαν ότι θα τον συνετίσει, αποφάσισαν να του αρνηθούν τη χορήγηση άδειας για να επιστρέψει απευθείας από τις ΗΠΑ στην Αίγυπτο. Ο Μποδοσάκης, αν και περιπλανήθηκε επί τρεις μήνες, τελικά τα κατάφερε φθάσει στο Κάιρο μέσω της Αργεντινής και της Νοτίου Αφρικής. Κατά την παραμονή του στην Αίγυπτο οι μυστικές υπηρεσίες της Βρετανίας τον παρακολουθούσαν στενά, παρά τις συνεχείς οχλήσεις που είχαν στελέχη τους από τον πρωθυπουργό της εξόριστης κυβέρνησης και στενό του φίλο Σοφ. Βενιζέλο και τον αρχηγό του στόλου, τον «άνθρωπός του» ναύαρχο Π. Βούλγαρη.
Στις 12 Μαίου 1944 ο Πρόδρομος Αθανασιάδης-Μποδοσάκης συνελήφθη μετά από προτροπή των μυστικών υπηρεσιών του στρατού. Ή, σωστά απήχθη από απόσπασμα της Αγγλο-αιγυπτιακής αστυνομίας, κατ΄ εντολήν των μυστικών υπηρεσιών των Βρετανών. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν πανομοιότυπη με τη διαδικασία της σύλληψης ενός ακόμη φίλου του Σοφοκλή Βενιζέλου, του Βύρωνα Καραπαναγιώτη. Η σύλληψη κατέστη δυνατή αμέσως μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος γνώριζαν οι Άγγλοι, δεν θα προέβαλε προσκόμματα.
Οι επαφές με την ΟSS
Οι συλληφθέντες κλείσθηκαν σε ένα δωμάτιο, το οποίο για προφανείς λόγους, είχε παγιδευτεί από μικρόφωνα, έτσι ώστε να καταστεί δυνατόν να καταγραφεί λεπτομερώς η μεταξύ τους συνομιλία. Στόχος ήταν να αποκαλυφθούν όλες οι κινήσεις και οι επαφές τους με τα μέλη της εξόριστης κυβέρνησης και τα στελέχη της OSS στη Μέση Ανατολή.
Σύμφωνα με μαρτυρίες, οι ανακριτές του ζητούσαν επίμονα να πάρουν απαντήσεις στα ερωτήματα:
-Συνεργάστηκες με τον Ντόνοβαν στη Νέα Υόρκη;
-Ποια ήταν τα σχέδια λειτουργίας των υπηρεσιών πληροφοριών;
-Γιατί δεν κατέστρεψες την πολεμική βιομηχανία σου προτού αναχωρήσεις από την Ελλάδα;
-Γιατί δεν ίδρυσες πολεμική βιομηχανία στη Νότια Αφρική (συζητούσες αυτό το ενδεχόμενο κατά την παραμονή σου εκεί);
Οι απαντήσεις που έδινε ο Μποδοσάκης ήταν συγκεχυμένες, αν και ο ίδιος στη διάρκεια της ανάκρισης, παραδέχθηκε ότι είχε στρατολογηθεί από τον στρατηγό Ντόνοβαν.
Στις 16 Μαίου 1944 ο Καραπαναγιώτης, υπουργός στρατιωτικών της κυβέρνησης Τσουδερού, που πήρε μέρος στην καταστολή της ανταρσίας του ελληνικού στρατού τον Απρίλιο 1944, μεταφέρθηκε στο φρούριο Μπαλτισέρα της Ασμάρας (Ερυθραία). Εκεί, σημειώθηκε ένα επεισόδιο που αξίζει να μνημονευτεί: Δέχθηκε επίθεση από τους αρχηγούς της στάσης του στρατού και του στόλου που ήταν κρατούμενοι στο ίδιο φρούριο και οι οποίοι τον ξυλοκόπησαν, φωνάζοντας του ότι είναι προδότης.
Η φυλάκιση Μποδοσάκη-Λαμπράκη
Ο Μποδοσάκης μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο της ερήμου, κοντά στο Κάιρο, όπου υπεβλήθη για δεύτερη φορά σε εξαντλητική ανάκριση με στόχο φυσικά να γίνουν γνωστές οι επαφές του με την OSS. Κρατήθηκε μάλιστα σε αυστηρή απομόνωση επί τρεις μήνες, μη επιτρέποντας ούτε στην γυναίκα του να τον επισκεφτεί
Για την περιπέτεια του Μποδοσάκη, ο στρατηγός Πάτζετ έγραψε ένα γράμμα στον Λήπερ μετά από τα συνεχή διαβήματα του Βενιζέλου (28/6/1944) στο οποίο αναφέρει τα εξής:
«Αναφερόμενος εις την περί Μποδοσάκην συνομιλίαν μας, επιθυμώ να καταστήσω σαφές ότι το εν λόγω άτομο συνελήφθη κατόπιν οδηγιών μου, διότι αι υπηρεσίαι Ασφαλείας τον εθεώρουν ύποπτον επικίνδυνων ενεργειών με ανυπολόγιστους συνεπείας. Θα παραμείνει κατά συνέπειαν κρατούμενος εφ όσον οι ανακρίσεις συνεχίζονται και πιθανώς αυτή η διαδικασία να είναι μακρά. Επειδή είναι αδύνατον αργότερον να απολυθή προτίθεμαι να δώσω οδηγίας όπως του απαγορευθεί η παραμονήν εις Μ Ανατολήν, ούτως ώστε εκ του τόπου όπου κρατείται να μεταφερθεί υπό συνοδείαν κατ΄ ευθείαν εις το πλοίον ή το αεροπλάνον. Θα σας ήμην ευγνώμων εάν εκθέσητε τα ανωτέρω εις τον Έλληναν πρωθυπουργόν».
Τελικά ο Πρόδρομος Αθανασιάδης-Μποδοσάκης εκτοπίσθηκε στη Βηρυτό, όπου παρέμεινε με τον έτερο φίλο του Βενιζέλου, τον εκδότη του «Βήματος» Δημ. Λαμπράκη. Αμέσως μετά την απελευθέρωση ο Μποδοσάκης, που επέστρεψε με τους άλλους εξόριστους στην Ελλάδα, ξαναπήρε τα ηνία της ΠΥΡΚΑΛ, της οποίας ωστόσο ο εξοπλισμός είχε καταστραφεί, μετά τα συνεχή σαμποτάζ των αντιστασιακών οργανώσεων και την ανατίναξή της από τους Γερμανούς, λίγο καιρό πριν εγκαταλείψουν την Αθήνα. Ο ίδιος, μ΄ άλλα λόγια, την παρέδωσε άθικτη στους Γερμανούς-μια ενέργεια που χαρακτηρίζεται ύποπτη -, εκείνοι του την ξαναπαρέδωσαν ερείπια.
Ο Μποδοσάκης αποκατέστησε γρήγορα τις ζημιές και έθεσε εκ νέου σε λειτουργία την ΠΥΡΚΑΛ. Το 1947, ολοκλήρωσε και την εξαγορά από το βιομήχανο Αλέκο Κανελλόπουλο των Λιπασμάτων της Δραπετσώνας που όδευαν προς χρεοκοπία, γεγονός που δείχνει ότι ήθελε να επεκταθεί στη βαριά βιομηχανία, σύμφωνα και με τη φιλοσοφία του ότι θέλει να αντικρίζει τον καπνό που αφήνουν οι υψικάμινοι.
Το… τίμημα γι΄ όλα αυτά ήταν η συνεργασία του με τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ και της Βρετανίας; Μάλλον…
Την Πέμπτη: Η μυστική συνάντηση στο Λονδίνο, τα στρατόπεδα στη Μάλτα και τη Χαϊδελβέργη, το ράντζο στο Μενίδι, φάρμα στη Βούλα και το ιστιοφόρο-ραδιοσταθμός
Για την ημέρα αυτή, που επισφράγισε την πρώτη φάση του ψυχρού πολέμου, δύο πράκτορες των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, οι Neil “Billy” McLean και Julian Amery, είχαν μία συγκεχυμένη εικόνα. Τις ειδήσεις τις μάθαιναν από το ραδιόφωνο ή από τις συζητήσεις στο λόμπι του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετανία», όπου είχαν καταλύσει.
Οι McLean και Amery, την περίοδο του πολέμου ήταν οι «σύνδεσμοι αξιωματικοί» των βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων στην Αλβανία, όπου βρίσκονταν σε άμεση επαφή, εκτός των άλλων, και με τον Εθνικό Απελευθερωτικό Στρατό του Εμβέρ Χότζα. Αν και ήταν άριστοι γνώστες της κατάστασης στα Βαλκάνια, εν τούτοις, δεν είχαν εμπλακεί, άμεσα τουλάχιστον, στον Εμφύλιο Πόλεμο στην Ελλάδα.
Ο McLean το 1942 μετείχε στις ειδικές επιχειρήσεις των Άγγλών στην Αίγυπτο, τη Συρία και την Παλαιστίνη. Το 1943 είχε πέσει μαζί με το διοικητή του David Smiley με αλεξίπτωτο στη βόρεια Ελλάδα, απ΄ όπου πέρασαν στην Αλβανία και ήρθαν σε επαφή με τον Εμβέρ Χότζα. Οι David Smiley, Mc Lean και Amery, κατά την παραμονή τους στην Αλβανία τους αποκαλούσαν «Οι τρείς σωματοφύλακες». Ο David Smiley γράφει στο βιβλίο του «Arabian»για τον McLean «Όμορφο ξανθό αγόρι, 25 χρονών (σ.σ. το 1943), εξωστρεφής, με λοφίο. Απέκτησε την εμπειρία του μη συμβατικού πολέμου κατά τη διάρκεια του 1941 στην Αιθιοπία. Διαθέτει ασυνήθιστο θάρρος, κοφτερό μυαλό και μεγάλη φυσική αντοχή. Έχει τα πάντα για να γίνει ηγέτης των ανταρτών». Το 1948 εντάχθηκε στο ΜΙ6 ενώ μετά την αποχώρησή του θα εκλεγεί βουλευτής με το συντηρητικό κόμμα.
Οι δύο Βρετανοί πράκτορες, οι Neil “Billy” McLean και Julian Amery, είχαν έρθει στην Ελλάδα για να επιτελέσουν μία συγκεκριμένη αποστολή: Να στήσουν την πρώτη παραστρατιωτική επιχείρηση ψυχολογικού πολέμου – σε συνεργασία με τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ-, με στόχο την «απελευθέρωση» των λαών των σοσιαλιστικών χωρών από την «κομμουνιστική κατοχή». Ήταν μια γιγαντιαία επιχείρηση, που αρχικά είχε των κωδική ονομασία «Valuable», γιατί θα είχε ως αντικείμενό της την Αλβανία, αλλά στη συνέχεια πήρε διάφορες κωδικές ονομασίες, καθώς επεκτάθηκε σ΄ όλες σχεδόν τις σοσιαλιστικές χώρες-Βουλγαρία, Πολωνία, Σοβιετική Ένωση και Ρουμανία κ.λπ
Το δόγμα Τρούμαν στην πράξη
Η επιχείρηση αυτή μετουσίωνε σε πράξη το «δόγμα Τρούμαν», την πολιτική που διατύπωσε ο πρόεδρος των ΗΠΑ Χάρι Τρούμαν στην ομιλία που εκφώνησε στις 12 Μαρτίου 1947, δηλώνοντας πως οι ΗΠΑ θα υποστήριζαν την Ελλάδα και την Τουρκία οικονομικά και στρατιωτικά για να αποτρέψουν το πέρασμά τους κάτω από τη σοβιετική σφαίρα επιρροής. Η ομιλία αυτή σηματοδοτούσε την έναρξη του ψυχρού πολέμου και την έναρξη της πολιτικής της «Συγκράτησης»(Containment),δηλαδή της ανάσχεσης της σοβιετικής επέκτασης.
Ο Πρόεδρος Τρούμαν ανέφερε στο Κογκρέσο ότι το Δόγμα ήταν «η πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών για να υποστηρίξουν τους ελεύθερους λαούς που αντιστέκονται στην προσπάθεια υποδούλωση τους από ένοπλες μειονότητες ή από εξωτερικές πιέσεις». Ο Τρούμαν αιτιολόγησε, επειδή αυτά τα «ολοκληρωτικά καθεστώτα» εξανάγκαζαν «τους ελεύθερους ανθρώπους», αντιπροσώπευαν μια απειλή στην διεθνή ειρήνη και την εθνική ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο Τρούμαν έκανε αυτή την έκκληση στη κορύφωση της κρίσης του Ελληνικού Εμφύλιου Πολέμου . Υποστήριξε πως αν η Ελλάδα και η Τουρκία δεν λάμβαναν την βοήθεια που χρειάζονταν επείγον, μοιραία θα έπεφταν στον κομμουνισμό με σοβαρές συνέπειες στην περιοχή. Επειδή η Ελλάδα και η Τουρκία ήταν ιστορικοί αντίπαλοι, ήταν απαραίτητο να βοηθηθούν και οι δύο εξίσου, παρ” όλο που η απειλή στην Ελλάδα ήταν περισσότερο άμεση.
Για χρόνια ηΜεγάλη Βρετανία υποστήριζε την Ελλάδα, αλλά τώρα βρισκόταν στο χείλος της χρεωκοπίας και αναγκάστηκε να μειώσει δραστικά την εμπλοκή της. Το Φεβρουάριο του 1947, η Βρετανία ζήτησε επισήμως από τις Ηνωμένες Πολιτείες να πάρουν την θέση της στην υποστήριξη της Ελληνικής κυβέρνησης.
Παρά ταύτα, θα παραμείνουν στη χώρα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, υποστηρίζοντας ενεργά την πρώτη επιχείρηση ψυχολογικού πολέμου, την οποία αποφάσισαν από κοινού CIA και οι ΜΙ-6 με στόχο την ανάσχεση του κομμουνισμού, τη διάβρωση των κομμουνιστικών καθεστώτων από τα μέσα και στη συνέχεια την ανατροπή τους με την πρόκληση εμφύλιου πολέμου.
Γι΄ αυτό το λόγο δημιούργησαν δεκάδες στρατόπεδα εκπαίδευσης αντιφρονούντων, ένα ευρύ δίκτυο πρακτόρων, στρατιωτικές βάσεις υποστήριξης, σταθμούς προπαγάνδας κ.λπ. Σ΄ αυτήν τη επιχείρηση εντάσσεται και η περιβόητη «Γκλάντιο» για την οποία έχουν παρουσιαστεί τόμοι «αποκαλυπτικών ντοκουμέντων», ενώ αξιοποίηθηκε και το δίκτυο που είχε στήσει και ο Γερμανός υποστράτηγος του Χίτλερ Ράινχαρτ Γκέλεν, επικεφαλής της υπηρεσίας «Ξένες Στρατιές Ανατολή (Fremde Heere Ost-FHO), η οποία ασκούσε κατασκοπεία σε βάρος του Κόκκινου Στρατού στο Ανατολικό Μέτωπο.
Για όλα αυτά όμως θα μιλήσουμε αργότερα. Όπως και για το πως, από ποιους και πού στήθηκε η πρώτη επιχείρηση ψυχολογικού πολέμου της CIA, το σενάριο της οποίας, ειρήσθω εν παρόδω, επαναλήφθηκε, σχεδόν, «καρμπόν» – δώδεκα χρόνια αργότερα – και στον κόλπο των Χοίρων για την ανατροπή του Φιντέλ Κάστρο στην Κούβα.
Η απροθυμία της πολιτικής ηγεσίας του τόπου για συνεργασία
Προς το παρόν όμως ας επανέλθουμε στους δύο Βρετανούς πράκτορες, τους Neil “Billy” McLean και Julian Amery, οι οποίοι κατά την παραμονή τους στην Ελλάδα ένα μεγάλο χρονικό διάστημα του 1949, είχαν ξεκινήσει έναν κύκλο επαφών με κυβερνητικά στελέχη και κυβερνητικούς παράγοντες της χώρας σε συνεργασία με τον τότε σταθμάρχη των Βρετανικών μυστικών υπηρεσιών στην Αθήνα Πατ Γουίνει, προκειμένου να τους πείσουν να παράσχουν κάλυψη στην κοινή επιχείρηση της ΜΙ6και της CIA.
Ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Διομήδης, με τον οποίο συναντήθηκε ο Amery, τον διαβεβαίωσε ότι «είναι πλήρως ανίσχυρος», «Δεν θα ήθελα να δεσμευτώ με καμία απόφαση τη στιγμή που η χώρα οδεύει προς τις εκλογές», που είπε. «Είμαι περαστικός από αυτή την καρέκλα, και, ως εκ τούτου, ακόμη και να ήθελα να σας παράσχω οποιαδήποτε διευκόλυνση, δεν ξέρω με ποιόν τρόπο», κατέληξε
Ο Γ. Παπανδρέου, από την πλευρά του, εξέφρασε «την πλήρη του κατανόηση στην αποστολή των συμμάχων», αλλά κι αυτός ξεκαθάρισε ότι δεν βλέπει πως θα μπορούσε, πέρα από το να θέσει στις υπηρεσίες της Μ. Βρετανίας τις μεσολαβητικές του δυνατότητες, να παρέχει ουσιαστικές διευκολύνσεις, τη στιγμή που δεν μετείχε στην κυβέρνηση.
Οι επαφές όμως αυτές οδήγησαν τους δύο πράκτορες σε ένα συμπέρασμα, όπως θα εξομολογηθούν οι ίδιοι πολλά χρόνια αργότερα: Ότι το «κλειδί» για την ευόδωση των στόχων τους ήταν ο στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος, τον οποίο θα έπρεπε να πλησιάσουν μυστικά και ιδιωτικά και να συζητήσουν μαζί του, χωρίς την παρουσία της στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας της χώρας.
Το πρόσωπο που επιλέχθηκε ώστε να μεσολαβήσει για και να μιλήσει σχετικά στον στρατάρχη, ήταν ο βιομήχανος Πρόδρομος Ανδρεάδης-Μποδοσάκης, ο οποίος ασκούσε ισχυρή επιρροή στον Παπάγο, στο Παλάτι και τους εκδότες που κινούσαν τα νήματα στο παρασκήνιο της χώρας.
Η συνάντηση των με τον Μποδοσάκη, τον δαιμόνιο επιχειρηματία και έμπορο όπλων, που θα μεσολαβούσε στον Αλέξανδρο Παπάγο, ώστε να τους επιτρέψει τη χρήση του ελληνικού εδάφους και να τους παράσχει διευκολύνσεις στην επιχείρηση «Valuable», έγινε σ΄ ένα παραθαλάσσιο ταβερνάκι στο Παλαιό Φάληρο.
Στις μαρτυρίες των Neil “Billy” McLean και Julian Amery, όπως και από τα ντοκουμέντα της CIA, δεν υπάρχουν λεπτομέρειες για τη συνάντηση με τον Μποδοσάκη. Αναφέρουν μόνο ότι κάποια στιγμή ο Μποδοσάκης, αφού του εξέθεσαν το σκοπό της συνάντησης, τους ρώτησε: «Πότε θα φύγετε από την Ελλάδα;» «Μεθαύριο ή και αύριο ακόμη αν προλάβουμε, θα πετάξουμε για τη Ρώμη»,του είπε ο Εϊμερι.«Ο χρόνος είναι επαρκής», σημείωσε ο Μποδοσάκης. «Εάν δεν τα καταφέρω με τον Παπάγο θα αφήσω στο δωμάτιο του ξενοδοχείου σας μία μπουκάλα μπράντυ. Αν πάλι η απάντηση είναι θετική, τότε θα σας αφήσω έξι μπουκάλες».
Πράγματι, το βράδυ της ίδια ημέρας, οι Neil “Billy” McLean και Julian Amery, όταν επέστρεψαν στα δωμάτιά τους στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετάνια», βρήκαν να τους περιμένουν έξι μπουκάλια μπράντι- «δώρο του Μποδοσάκη».
Ο Πρόδρομος Αθανασιάδης ή Μποδοσάκης ή Μποδόσης, σύμφωνα με το παρατσούκλι που του είχαν δώσει η Τούρκοι για το δαιμόνιο επιχειρηματικό του μυαλό, δεν μίλησε ποτέ γι΄ αυτήν την επιχείρηση σύμφωνα τουλάχιστον με τα κείμενα των βιογράφων του. Είναι γεγονός όμως ότι οι μυστικές υπηρεσίες της Αγγλίας διέθεταν έναν ογκωδέστατο φάκελλο για την πολυσχιδή αυτή προσωπικότητα η οποία σημάδεψε την μεταπολεμική ιστορία του τόπου. Ο φάκελος αυτός, απ΄ ότι, φαίνεται, «έπεισε» τον Μποδοσάκη να στρατευτεί στις παραστρατιωτικές επιχειρήσεις της ΜΙ6 και της CIA στην περιοχή των Βαλκανίων.
Ο Μποδοσάκης και οι μυστικές υπηρεσίες των Άγγλων
Γεγονός είναι ότιο Πρόδρομος (Μποδοσάκης) Αθανασιάδης, είχε συνδεθεί στενά με τα βρετανικά συμφέροντα και ουκ ολίγες φορές έχει απασχολήσει τις μυστικές υπηρεσίες, οι οποίες ανέκαθεν επεδείκνυαν έντονο ενδιαφέρον για τις αμφιβόλου νομιμότητας και ύποπτες δραστηριότητές του στο τομέα της πολεμικής βιομηχανίας.
Με τα συμφέροντα της Μεγαλειοτάτης συνδέθηκε για πρώτη φορά, όταν αρχικά φυλακίσθηκε και στη συνέχεια εξορίσθηκε το 1915, όταν δραστηριοποιούταν στη Μερσίνα της Μικράς Ασίας. Τότε, καταγγέλθηκε στις οθωμανικές αρχές ότι ο αλευρόμυλός του χρησιμοποιούταν για κατασκοπεία υπέρ των Αγγλο-γάλλων (οι Οθωμανοί ήταν σύμμαχοι των Γερμανο-αυστριακών στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο). Φυλακίστηκε για μικρό διάστημα, δικάστηκε από το στρατοδικείο και του επιβλήθηκε ποινή εκτόπισης στα Άδανα, υπό αστυνομική επιτήρηση.
Κατά η διάρκεια της εκτόπισης του στα ‘Αδανα μάλιστα γνώρισε και τον Κεμάλ Ατατούρκ, με τον οποίο συνδέθηκε με φιλία, κάτι που θα το αξιοποιήσει έντονα στα επόμενα χρόνια.Η καταγγελία για κατασκοπία υπέρ των Αγγλο -γάλλων, απ΄ ό,τι φαίνεται, υπήρξε μέρος σχεδίου ανταγωνιστών του για να εξοντωθεί επιχειρηματικά. Πλην, όμως, ο Μποδοσάκης όχι μόνο επιβίωσε, αλλά συνέχισε με άλματα την επιχειρηματική πορεία του.
Τρία χρόνια αργότερα, θα βρεθεί πάλι κατηγορούμενος. Άγγλοι αιχμάλωτοι πολέμου των Οθωμανών, που είχαν δραπετεύσει από στρατόπεδο στην Ανατολία, θα μεταβούν στη Μερσίνα -την πρώτη έδρα των επιχειρήσεών του, μα και επίκεντρο μηχανορραφιών και δολοπλοκιών την εποχή εκείνη, λόγω της γεωγραφικής θέσης της. Από το λιμάνι της θα δραπετεύσουν με δικά του ρυμουλκά (τα χρησιμοποιούσε για της ανάγκες εφοδιασμού του οθωμανικού στρατού). Η οργάνωση της φυγάδευσης αποδόθηκε στον Μποδοσάκη -κατηγορία που μπορούσε να οδηγήσει στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Με τις διασυνδέσεις του στη στρατιωτική ηγεσία της Τουρκίας, αλλά κι ένα τεράστιο ποσό (500.000 λίρες) προς τον διοικητή της περιοχής, η υπόθεση «τακτοποιήθηκε». Από τότε, όμως, ο Μποδοσάκης μετέφερε την επιχειρηματική έδρα του στην Κωνσταντινούπολη…
Οι δύο υποθέσεις «κατασκοπείας», όπως και οι κατηγορίες των τουρκικών εφημερίδων το 1920-22 ότι ήταν «πράκτορας των γκιαούρηδων», είναι απλές μπροστά σε άλλες ανάλογες τα επόμενα χρόνια.
Ο Μποδοσάκης «κόλλησε» το μικρόβιο της πολιτικής όταν γνώρισε τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που ήταν άλλωστε ο αγαπημένος όλων των αλύτρωτων Μικρασιατών. Οι δύο άντρες γνωρίσθηκαν, όταν ο Βενιζέλος ήταν πρωθυπουργός, τον Δεκέμβριο του 1919, σε μια συνάντηση στο σπίτι του Εθνάρχη στη γωνία της λεωφόρου Πανεπιστημίου και της οδού Αμερικής. Ο Μποδοσάκης όπως έχει εκμυστηρευθεί σε οικείους, γοητεύτηκε. «Όταν έφυγα από το σπίτι του Πρωθυπουργού, ένιωθα διαφορετικός άνθρωπος», έλεγε. «Είχε ενσταλάξει στην ψυχή μου τη βαθύτατη πίστη του στα πεπρωμένα της φυλής μας»».
Ο θαυμασμός προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο
Από τότε ο Μποδοσάκης έκανε ό,τι του υπεδείκνυε ο Βενιζέλος, τις επιθυμίες του οποίου άλλωστε και χρόνια πριν τις ικανοποιούσε. Έτσι, τον Δεκέμβριο του 1918 αγόρασε έναντι 5.250.000 γαλλικών φράγκων, το πολυτελέστερο ξενοδοχείο της Κωνσταντινούπολης το «Πέρα Παλλάς» που ανήκε στη γαλλική εταιρεία «Wagons-Lits» γιατί ο συνταγματάρχης Γεώργιος Κατεχάκης του είπε ότι ο Βενιζέλος θα ήθελε να καταλύουν στο ξενοδοχείο αυτό οι Έλληνες αξιωματικοί που είχαν πλημμυρίσει την Πόλη.
Επίσης, το 1921, κατόπιν πάλι επιθυμίας του Βενιζέλου έδωσε το σεβαστό ποσό των 40.000 χρυσών λιρών στον Δημήτριο Λαμπράκη για να εκδώσει δύο βενιζελικές εφημερίδες, το «Ελεύθερο Βήμα» και τα «Αθηναϊκά Νέα».
«Θα επεδίωκα και την ανταλλαγή των Ελλήνων της Κωνσταντινουπόλεως και την εγκατάσταση του Πατριαρχείου στο Άγον Όρος. Διότι γνωρίζω καλά τους Τούρκους. Με τον ασιατικό τους τρόπο θα εξαναγκάσουν τους Έλληνες να φύγουν αργότερα. Και θα φύγουν κι αυτοί γυμνοί και πεινασμένοι…», έλεγε, προς τον Ελ. Βενιζέλο κατά την περίοδο της υπογραφής της συνθήκης της Λοζάνης το 1923)
«Πρόσεξε, πρόεδρε», τον συμβούλευε ένα χρόνο αργότερα, «ο Ισμέτ (Ινονού) είναι Ασιάτης. Όσα θέλει ακούει και όσα δεν τον συμφέρουν δεν τα ακούει».
Ο Μποδοσάκης, παρότι είχε το μικρόβιο της πολιτικής, όνειρό του ήταν πάντοτε η επιχειρηματική δραστηριότητα, αν και πολλές φορές, χωρίς διαφανείς διαδικασίες. Σε κύκλους του έχει εκμυστηρευτεί: «Με τα πολλά λεφτά που απέκτησα στην Τουρκία,(όπου ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στα 15 του χρόνια ως αλευροβιομήχανος)θα μπορούσα εύκολα να γίνω ένας μεγάλος εφοπλιστής ή ένας δυνατός τραπεζίτης. Τίποτε από αυτά όμως δεν με συγκινούσε. Το μεράκι μου ήταν να φτιάχνω εργοστάσια και να αντικρίζω τον καπνό που άφηναν οι υψικάμινοι!».
Το σκάνδαλο της απόκτησης της ΠΥΡΚΑΛ
Σύμφωνα με δημοσιεύματα, ο Μποδοσάκης αναλάμβανε παρακινδυνευμένα επιχειρηματικά ρίσκα. Έτσι, το 1927, παρότι είχε χρεοκοπήσει καθώς είχε χάσει όλα του τα χρήματα σε άστοχες επενδύσεις, ο τότε υπουργός Στρατιωτικών Κονδύλης, μεσολάβησε για να του χαρίσουν την πολεμική βιομηχανία ΠΥΡΚΑΛ.
«Όταν έφθασα στην Αθήνα», εξομολογούταν σε οικείους του «παρ όλες τις ζημιές είχα μεγάλη περιουσία. Μη γνωρίζοντας ανθρώπους, την έχασα και άρχισα εκ νέου από το άλφα. Κανέναν δεν έβλαψα. Εν τούτοις οι εφημερίδες μου έγραψαν τα εξ αμάξης. Είναι πολύ περίεργος ο τόπος μας. Γι αυτό μην παραξενευτείτε αν ακούσετε να λένε ότι ο Μεγαλειότατος χρηματίζεται!»
Το «καλυκοποιείο» μετά την έκρηξη του Α” Παγκόσμιου Πολέμου ήταν ο αποκλειστικός προμηθευτής του ελληνικού στρατού. Στο τέλος του πολέμου η εταιρεία θα έχει τη δυνατότητα παραγωγής και οβίδων βαρέος πυροβολικού, ενώ στη διάρκεια του πολέμου είχε εφεύρει και μια πατέντα ανακατασκευής δεσμίδων και καλύκων πολυβόλου.
Σε αυτή την περίοδο μετά το 1920 και στη διάρκεια της δικτατορίας του Πάγκαλου, οι αδελφοί Μαλτσινιώτη που ήταν οι ιδιοκτήτες της εταιρείας αποσύρονται. Τη διοίκηση αναλαμβάνει ο Καλύβας και ο Λογοθέτης στο Καλυκοποιείο και ο Αραπίδης στο Πυριτιδοποιείο. Τότε έγινε μια σκανδαλώδης σύμβαση για παραγωγή 450 εκατομμυρίων φυσιγγίων.Η εταιρεία εκσυγχρονίστηκε για να ανταποκριθεί, στην απίστευτη παραγγελία, ενώ πήρε και αρκετά χρήματα προκαταβολή.
Πέφτοντας ο στρατηγός Πάγκαλος, η εταιρεία υποχρεώθηκε να επιστρέψει το ποσό (1927) και να περάσει στην ιδιοκτησία της Εθνικής και σε μια περίοδο υπολειτουργίας, χρεοκοπίας και αδράνειας. Από εκεί αναλαμβάνει τη νέα διαδρομή της χρεοκοπημένης εταιρείας ο Μποδοσάκης Αθανασιάδης.
Ο Μποδοσάκης εκλήθη από τον Δροσόπουλο της Εθνικής Τράπεζας να αναλάβει την εταιρεία, έχοντας την υποστήριξη του υπουργού των στρατιωτικών, Κονδύλη. Ο Μποδοσάκης έδωσε 2200 δρχ για τη μετοχή που είχε αξία μόλις 700 δρχ., αλλά τις άφησε ενέχυρο στην τράπεζα, αφού… δεν είχε να τις πληρώσει.
‘Ελαβε και δάνειο 70 εκατομμύρια από την Εθνική Τράπεζα και μια παραγγελία 25 εκατομμυρίων βλημάτων τυφεκίων και πυροβολικού.
Πριν τον Πόλεμο ο Μποδοσάκης διατηρούσε στενές σχέσεις το ναζιστικό καθεστώς, όχι μόνον λόγω των διασυνδέσεών του με το καθεστώς του Μεταξά που είχε ιδεολογική συγγένεια με το ναζισμό, αλλά και γιατί είχε προσδέσει την εταιρεία όπλων που διατηρούσε στο άρμα της γερμανικής πολεμικής βιομηχανίας.
Κατά μια εκδοχή, που έχει επιβεβαιωθεί πλήρως, κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου, λειτούργησε ως αχυράνθρωπος του Χέρμαν Γκαίρινγκ, στενού συνεργάτη του Χίτλερ, πρωθυπουργού της Πρωσίας και αρχηγού της Λουφτβαφε, της οποίας τα πολεμικά της αεροσκάφη ισοπέδωσαν την Γκουέρνικα.
Τα νέα στοιχεία που έχουν έρθει στο φως για το εμφύλιο στην Ισπανία, δείχνουν ότι οι ισπανικές κυβερνήσεις είχαν αγοράσει όπλα από τη Γερμανία πολύ πριν από την κατάληψη της εξουσίας από τους ναζί. Ο αποικιακός στρατός στο Μαρόκο μάλιστα είχε παραγγείλει και αέρια μουστάρδας με σκοπό να τα χρησιμοποιήσει εναντίον των φυλών που εξεγείρονταν.
Ο Γκαίρινγκ όμως έστελνε όπλα και στους Δημοκρατικούς χρησιμοποιώντας ως ενδιάμεσο τον Μποδοσάκη. Αυτό τουλάχιστον διατείνονται ισπανοί ερευνητές του Εμφυλίου. Κατά μία όμως άλλη αναφορά, που δεν έχει διασταυρωθεί επαρκώς, την κομπίνα την είχε στήσει ο ίδιος ο δαιμόνιος Μποδοσάκης εν αγνοία του Γκαίρινγκ, κάτι τέτοιο όμως δεν μπορεί να γίνει εύκολα πιστευτό με δεδομένο ότι οι μυστικές υπηρεσίες του Χίτλερ ήταν πολύ ισχυρές αυτή την εποχή.
Γεγονός είναι πάντως ότι, όπως προκύπτει από τα αρχεία των μυστικών υπηρεσιών της Βρετανίας, την 1η Οκτωβρίου 1936 το ουαλικό φορτηγό πλοίο Bramhill κατέπλευσε στο Αλικάντε προερχόμενο από το Αμβούργο. Μετέφερε 19.000 τουφέκια, 101 πολυβόλα και πάνω από 28.000.000 σφαίρες. Η παραγγελία είχε δοθεί από τους Δημοκρατικούς της Βαρκελώνης. Οι τελωνειακές υπηρεσίες της Βρετανίας είχαν «τσεκάρει» το φορτίο το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω,«έσπαγε» την επίσημη πολιτική της μη ανάμειξης.
Η Γερμανία αναγκάσθηκε να ζητήσει συγνώμη, αλλά το φορτίο παραδόθηκε. Η πώληση αποδίδεται στον Γκαίρινγκ που είχε χρησιμοποιήσει το γνωστό έμπορο όπλων Josef Veltjens που είχε σχέση με τον Έλληνα Πρόδρομο Μποδοσάκη-Αναστασιάδη. Την εποχή αυτή κύριος συνεργάτης της εταιρείας του Μποδοσάκη ήταν η γερμανική Rheinmentall-Borsing που ελεγχόταν από τον Γκαίρινγκ.
Η κομπίνα με τα όπλα στον εμφύλιο της Ισπανίας
Ιδού όμως πως στήθηκε η κομπίνα του δαιμόνιου Έλληνα επιχειρηματία για την εξαγωγή όπλων στην Ισπανία- σύμφωνα πάντα με τα ντοκουμέντα που έχουν έρθει στο φως.
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1936, ύστερα από γαλλική πρωτοβουλία, συστάθηκε, ως γνωστόν, στο Λονδίνο η Επιτροπή Μη Επεμβάσεως στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο με σκοπό να αποτρέψει την έξωθεν επέμβαση και αποστολή όπλων στους αντιμαχόμενους. Στην πράξη, η Επιτροπή υπονόμευσε την πολεμική προσπάθεια των Δημοκρατικών, καθώς αρνήθηκε στη Νόμιμη Ισπανική Δημοκρατική Κυβέρνηση το δικαίωμα να αγοράζει όπλα στη διεθνή αγορά, και τούτο τη στιγμή που η Γερμανία και η Ιταλία όχι μόνο πολεμούσαν στο πλευρό των εθνικιστών αλλά τους εφοδίαζαν και με τεράστιες ποσότητες πολεμικού και άλλου υλικού.
Η υποκρισία και ο κυνισμός της Επιτροπής Μη Επεμβάσεως, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η βοήθεια της ΕΣΣΔ προς τους Δημοκρατικούς υπολειπόταν κατά πολύ της βοήθειας του Άξονα προς τους εθνικιστές, ανάγκασε τη νόμιμη κυβέρνηση να προσφύγει σε ιδιώτες εμπόρους όπλων.
Η Ελληνική Εταιρεία Πυριτιδοποιείου-Καλυκοποιείου (ΕΕΠΚ) του Πρόδρομου Αθανασιάδη-Μποδοσάκη έλαβε την πρώτη παραγγελία για πέντε εκατομμύρια φυσίγγια από τους Δημοκρατικούς στα μέσα Σεπτεμβρίου 1936. Λίγες ημέρες αργότερα, η κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά εξέδωσε βασιλικό διάταγμα που απαγόρευε την εξαγωγή όπλων και πολεμοφοδίων στην Ισπανία, συμμορφούμενη κατ” αυτό τον τρόπο προς τις υποχρεώσεις της ως μέλους της Επιτροπής Μη Επεμβάσεως. Εν τούτοις, όπως διατεινόταν ο Μποδοσάκης, ο δικτάτορας κατάλαβε αμέσως ότι η συναλλαγματική ωφέλεια από την εκτέλεση παραγγελιών αυτού του είδους θα ήταν για την Ελλάδα πολύ μεγάλη. Η πληρωμή θα γινόταν αμέσως και σε υγιές νόμισμα. Γι’ αυτό όχι μόνο δεν έφερε αντίρρηση, αλλά προσφέρθηκε να κάνει και κάθε απαραίτητη διευκόλυνση.
Καθώς η Ισπανία βυθιζόταν σε μακροχρόνιο εμφύλιο πόλεμο, οι ανάγκες των Δημοκρατικών για πολεμοφόδια αυξήθηκαν τόσο ώστε ενώ η ΕΕΠΚ ετοίμαζε ακόμη την πρώτη παραγγελία, έφτασε και δεύτερη για είκοσι εκατομμύρια φυσίγγια. Για την εκτέλεση των δύο αυτών παραγγελιών η Εταιρεία έφτασε στο ανώτατο όριο απόδοσής της, αυξάνοντας το τεχνικό προσωπικό της ώστε να επιτευχθεί παραγωγή 400.000 φυσιγγίων ημερησίως. Το 1937, όταν ήλθαν περισσότερες παραγγελίες, ο Μποδοσάκης αγόρασε καινούργια μηχανήματα από τη Γερμανία και προσέλαβε χιλιάδες εργάτες, αυξάνοντας την ημερήσια παραγωγή σε ένα εκατομμύριο φυσίγγια και, λίγο αργότερα, σε δύο εκατομμύρια. Για να προλαβαίνει, αγόραζε και έτοιμους κάλυκες, τους έφερνε στις εγκαταστάσεις της ΕΕΠΚ στην Αθήνα, τους γέμιζε με πυρίτιδα και αμέσως τους έστελνε στην Ισπανία.
Σε αυτό χρειάστηκε άμεση κρατική βοήθεια. Την εξασφάλισε κι αυτή χωρίς καθυστέρηση. Έχοντας την επίσημη διαβεβαίωση της κυβέρνησης ότι τα αγοραζόμενα υλικά ήσαν απαραίτητα για τις ανάγκες του Ελληνικού Στρατού, πέτυχε να κλείσει αμέσως συμφωνίες με γερμανικά, αυστριακά και με σουηδικά εργοστάσια για την αγορά καλύκων, βολίδων και πυρίτιδας σε πολύ μεγάλες ποσότητες.
Ικανοποιημένη από τις υπηρεσίες του Μποδοσάκη, η Δημοκρατική Κυβέρνηση της Ισπανίας του ζήτησε να την εφοδιάζει με πρώτες ύλες ούτως ώστε να παράγει η ίδια πολεμοφόδια στα δικά της εργοστάσια. Ο Μποδοσάκης αρνήθηκε φοβούμενος ότι στην περίπτωση αυτή οι Δημοκρατικοί ίσως ακύρωναν τις παραγγελίες για έτοιμα φυσίγγια. Αλλά για να μην τους δυσαρεστήσει, προσφέρθηκε να ενεργήσει ως πληρεξούσιος τους για την αγορά τυφεκίων και πυροβόλων από άλλες χώρες, παραγγέλνοντάς τα δήθεν για τις ανάγκες του Ελληνικού Στρατού. Επιπλέον, πρότεινε στην ελληνική κυβέρνηση να πουλήσει στους Ισπανούς απαρχαιωμένο και άχρηστο πολεμικό υλικό από τις αποθήκες του Ελληνικού Στρατού και να χρησιμοποιήσει το κέρδος για την αντικατάστασή του με σύγχρονα εφόδια.
Συμβόλαια τύπου «φόμπ»
‘Ολα τα συμβόλαια του Μποδοσάκη με τους Δημοκρατικούς ήταν τύπου «φόμπ», δηλαδή χωρίς ευθύνη του προμηθευτή για τη φόρτωση ή την παράδοση του φορτίου σε συγκεκριμένο λιμάνι. Οι πελάτες του, από την άλλη πλευρά, πλήρωναν σε χρυσό ή σε συνάλλαγμα εκ των προτέρων και χωρίς την δυνατότητα να πάρουν τα χρήματά τους πίσω σε καμιά περίπτωση.
Μολονότι όμως, ο Μποδοσάκης δεν ήταν υπεύθυνος για τη φόρτωση και μεταφορά των παραγγελιών στους Δημοκρατικούς, φρόντιζε προσωπικά για την ασφαλή άφιξη στον προορισμό τους διότι φοβόταν ότι ακόμη και αν χανόταν ένα μόνο φορτίο, οι Ισπανοί θα έχαναν την εμπιστοσύνη τους και θα διέκοπταν τις παραγγελίες στην ΕΕΠΚ. Ο φόβος αυτός οδήγησε τον ευρηματικό επιχειρηματία να ρυθμίζει ο ίδιος τους τρόπους αποστολής των παραγγελιών.
Τα φορτία υλικού πολέμου που παρήγαγε ή αγόραζε για τους Δημοκρατικούς φορτώνονταν στον Πειραιά, ενώ και οι δύο πλευρές είχαν συμφωνήσει από πρίν ότι εικονικός προορισμός θα ήταν το Μεξικό -χώρα που βοηθούσε αφειδώς τη Β΄Ισπανική Δημοκρατία με ποικίλους τρόπους, μεταξύ των οποίων και η έκδοση ψευδών πιστοποιητικώναπό τις προξενικές αρχές της.
Μετά τη φόρτωση στον Πειραιά, τα πλοία έπλεαν σε απόμερα νησιά του Αιγαίου, όπου «καμουφλαριζόντουσαν» και άλλαζαν ακόμη και όνομα για να μη δώσουν υποψίες στους Ιταλούς περνώντας από τα στενά της Μεσσήνης. Εάν, πριν φτάσουν σε κάποιο λιμάνι της Δημοκρατικής Ισπανίας τα σταματούσαν, οι πλοίαρχοι ισχυρίζονταν ότι ο προορισμός τους ήταν το Μεξικό.
Όταν οι Ιταλοί, οι Γερμανοί και ο Φράνκο έμαθαν γι’ αυτά τα φορτία, διαμαρτυρήθηκαν στην Αθήνα. Ο Μεταξάς απάντησε πως προορισμός των ελληνικών πλοίων είναι το Μεξικό, άρα οι κατηγορίες ήσαν αβάσιμες.
Οι ενδείξεις και τα στοιχεία για συμμετοχή της Ελλάδος στην προμήθεια οπλισμού στους Δημοκρατικούς, με το πέρασμα του χρόνου πλήθαιναν.
Το καλοκαίρι του 1937ο Φράνκο άρχισε να κατηγορεί ανοικτά την Ελλάδα για παράνομη εισαγωγή πολεμικού υλικού στη Δημοκρατική Ισπανία, αλλά και για την προσφορά 15 εμπείρων Ελλήνων πλοιάρχων, όπως υπηρετήσουν ως πιλότοι των ερυθρών ισπανικών πλοίων (εμπορικών και πολεμικών).
Οι παρακολουθήσεις των μυστικών υπηρεσιών των Αγγλών
Στις 16 Αυγούστου του 1937 τα βρετανικά υπουργεία Εξωτερικών και Στρατιωτικών συνέταξαν υπόμνημα- το οποίο αποχαρακτηρίσθηκε πριν από μερικά χρόνια -, στο οποίο ανέλυαν λεπτομερώς τη συμμετοχή της Ελλάδος στον εφοδιασμό των Δημοκρατικών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που διέθεταν οι Βρετανοί, «η εταιρεία του Μποδοσάκη ετοιμάζει τον τελευταίο καιρό παραγγελίες πυρομαχικών για την Ισπανική κυβέρνηση. Ο κύριος πράκτορας σε αυτές τις συναλλαγές είναι κάποιος George Roseberg, γιός του πρώην Σοβιετικού πρέσβη στη Μαδρίτη (Marcel Rosenberg), αντιπρόσωπος της Ισπανικής κυβέρνησης.
Ο George Roseberg, έχει ένα κεντρικό γραφείο στο Παρίσι και συνεχώς επισκέπτεται την Ελλάδα, όπου διανέμει στο ξενοδοχείο ¨Μεγάλη Βρετανία¨ στην Αθήνα.
Χρήματα εμβάζονται από το Παρίσι μέσω της Banque Popularστην Αθήνα.
Ο Rosenberg βρίσκεται σε επαφή με κάποιον Μποδοσάκη.
Τα φορτία πολεμοφοδίων μεταφέρονται στη Βαλένθια και τη Βαρκελώνη με πλοία των οποίων οι σημαίες και το όνομα αλλάζουν περιοδικά αλλά η κυρίως σημαία που υψώνουν είναι η ελληνική».
Ενώ η Ελλάδα επίσημα αρνούνταν τις κατηγορίες για λαθρεμπόριο όπλων στην Ισπανία, το βρετανικό υπόμνημα πρόσθεσε μια άλλη διάσταση στις δοσοληψίες του Μποδοσάκη, κάνοντας λόγο για τις σχέσεις του με Σοβιετικούς αντιπροσώπους και για το Παρίσι ως ένα από τα κέντρα των συναλλαγών του.
Ως το φθινόπωρο του 1937 οι συναλλαγές του Μποδοσάκη με τους Δημοκρατικούς είχαν επεκταθεί τόσο ώστε για τη διεκπεραίωσή τους, ο Έλληνας επιχειρηματίας ταξίδευε στο εξωτερικό τουλάχιστον μία φορά το μήνα.
Σε ένα από τα ταξίδια του αυτά, τον Νοέμβρη του 1937, βρέθηκε στη Βαρκελώνη για να συναντήσει τον υπουργό Στρατιωτικών της νόμιμης δημοκρατικής κυβέρνησης. Με απόλυτη μυστικότητα οι Δημοκρατικοί τον μετέφεραν από το Παρίσι στη Βαρκελώνη όπου έμεινε για δύο ημέρες κι ενώ η πόλη τελούσε υπό βομβαρδισμό. Εκεί υπέγραψε νέο συμβόλαιο με τους Δημοκρατικούς για την προμήθεια πολεμοφοδίων αξίας 2.100.000 στερλινών (1.155.000.000 δραχμών) και μετά επέστρεψε στο Παρίσι και από εκεί στην Αθήνα.
Τον Νοέμβριο του 1937 ο εμπορικός ακόλουθος της βρετανικής πρεσβείας επισκέφθηκε την ΕΕΠΚ συνοδευόμενος από τον Μποδοσάκη, ο οποίος υπερηφανεύθηκε ανοιχτά ότι το εργοστάσιο δούλευε εξ ολοκλήρου για παραγγελίες από την Ισπανία, πολλές φορές 24 ώρες το εικοσιτετράωρο.
Στην ετήσια έκθεσή του για το 1937 ο Βρετανός πρέσβης ανέφερε ότι κύρια φροντίδα της ελληνικής κυβέρνησης φαίνεται να είναι να κερδίσει όσα περισσότερα χρήματα μπορεί πωλώντας πολεμικό υλικό και στις δύο πλευρές του ισπανικού εμφυλίου, πρωτίστως στους Δημοκρατικούς.
Τον Ιανουάριο του 1939 ήταν πλέον σαφές ότι οι Δημοκρατικοί είχαν ηττηθεί στρατιωτικά, και ήδη από το τέλος του προηγούμενου χρόνου οι παραγγελίες στον Μποδοσάκη για όπλα και πυρομαχικά είχαν μειωθεί σημαντικά. Ο πολυμήχανος επιχειρηματίας είχε κιόλας στρέψει την προσοχή του στον πόλεμο μεταξύ Κίνας και Ιαπωνίας με σκοπό να εφοδιάζει τους Κινέζους.
Τα φορτία για τους δημοκρατικούς κατέληγαν στον Φράνκο
Μολονότι η πλειονότητα του πολεμικού υλικού που ο Μποδοσάκης κατασκεύαζε προοριζόταν για τους Δημοκρατικούς, μερικά φορτία κατέληγαν στους Εθνικιστές.
Τον Δεκέμβριο του 1936 οι Ισπανοί Εθνικιστές ζήτησαν από την ελληνική κυβέρνηση την προμήθεια οβίδων πυροβολικού Schneider, τις οποίες κατασκεύαζε η ΕΕΠΚ. Η απάντηση της ελληνικής κυβέρνησης δεν υπάρχει στα αρχεία των Βρετανών, αλλά μεταγενέστερα στοιχεία υποδηλώνουν ότι τελικά οι Εθνικιστές κάτι θα πρέπει να αγόρασαν από την Ελλάδα.
Τον Οκτώβριο του 1937 ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Εμμανουήλ Τσουδερός είπε στο Βρετανό πρέσβη ότι, όσον αφορά τα συναλλαγματικά αποθέματα της Τραπέζης, «αυτή τη χρονιά ευνοηθήκαμε από αναπάντεχη τύχη καθώς πάνω από 600.000 αγγλικές λίρες μπήκαν στα ταμεία μας από τον στρατηγό Φράνκο».
Οι Βρετανοί θεωρούσαν υπεύθυνους γι” αυτό το διπλό παιχνίδι ορισμένους Έλληνες πλοικτήτες. Λάμβαναν μία πληρωμή από τους Δημοκρατικούς και μετά άλλη μία από τους Εθνικιστές για να τους αφήσουν να καταλάβουν το ίδιο φορτίο.
Πράγματι, κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου μερικά ελληνικά πλοία που μετέφεραν φορτία στους Δημοκρατικούς, ενώ βρίσκονταν εν πλώ, ενημέρωναν τις δυνάμεις του Φράνκο και τους επέτρεπαν να καταλάβουν τα φορτία τους.
Αν και τέτοιου είδους διπλές συμφωνίες δεν αποτελούσαν τον κανόνα, η αλήθεια του ειρωνικού σχολίου του Frank Gervasi παραμένει: «σε κάποιες μάχες Ισπανοί Δημοκρατικοί θα πρέπει να σκοτώθηκαν από σφαίρες που οι ίδιοι είχαν προπληρώσει»
Η συνάντηση με τον Γκέρινγκ στο Βερολίνο
Κατά μία αναφορά, υπήρξε μία πολυτάραχη συνάντηση του Μποδοσάκη με τον Γκέρινγκ το 1938 στο ανάκτορό του στο Βερολίνο. Στη συνάντηση αυτή ο Γκέρινκ, όπως μετέφερε αυτόπτης μάρτυρας των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, τον απείλησε γιατί το Καλυκοποιείο προμήθευε με όπλα τους Κόκκινους στην Ισπανία. «Αυτούς που λέτε κόκκινους εγώ τους ξέρω για κυβερνητικούς», απάντησε πονηρά ο Μποδοσάκης. Εκεί έκλεισε κάθε περαιτέρω συζήτηση.
Η εμπλοκή όμως του Μποδοσάκη με τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες συνεχίσθηκε και κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Λίγο πριν από την έναρξη του Πολέμου, ο Μποδοσάκης βρέθηκε στο Λονδίνο για ζητήματα πολεμικής προπαρασκευής και την ανάθεση αγγλικών παραγγελιών. Υπήρξαν έντονες διαπραγματεύσεις με το Αγγλικό Ναυαρχείο, αλλά δεν κατέληξαν πουθενά. Παρά ταύτα, ο Μποδοσάκης μετέφερε στην Αθήνα ότι οι ψύχραιμοι θαλασσοκράτορες ενθουσιάστηκαν με τα προσόντα αυτού του Έλληνα. «Αυτός», έλεγαν στελέχη του Ναυαρχείου, «αν γνώριζε και την αγγλική γλώσσα, θα κατάφερνε να τους πάρει το αγγλικό ναυαρχείο και να το μεταφέρει στον Πειραιά…»
Στην πραγματικότητα όμως η συνάντηση αυτή υπήρξε η αφορμή ώστε ο Μποδοσάκης να ταχθεί κατά των Άγγλων τις παραμονές του Πολέμου. Για να δικαιολογήσει αυτή του τη στάση, σύμφωνα με οριμένους βιογράφους του, επινοήσ και μία «πρωτότυπη» ερμηνεία των γεγονότων. «Οι Άγγλοι ήθελαν να πεινάσει ο ελληνικός λαός για να τον χρησιμοποιήσουν ευκολότερα στη μελετώμενη αντίσταση εναντίον των Γερμανών. Γι αυτό δεν επέτρεψαν να φθάσουν στην Ελλάδα τα φορτία που βρίσκονταν εν πλω και τα οποία είχαν παραγγελθεί από την ελληνική κυβέρνηση…», υποστήριζε όπου βρεθεί και όπου σταθεί.
Η φυγή του Μποδοσάκη στην Αμερική
Ο Μποδοσάκης την περίοδο της Κατοχής και συγκεκριμένα το 1942, έφυγε για τις ΗΠΑ. Κατά την εκεί παραμονή του, όπως πληροφορήθηκαν σχεδόν αμέσως οι μυστικές υπηρεσίες της Βρετανίας, συμφώνησε να συνεργαστεί με την OSS. Όπως διαβεβαίωσε τον επικεφαλής της υπηρεσίας, στο στρατηγό Ντόνοβαν, θα αποδέχονταν ευχαρίστως να αναλάβει οποιαδήποτε καθήκοντα, με έδρα το Κάιρο, όπου μετέβη η ελληνική κυβέρνηση. Οι Βρετανοί θεώρησαν αυτή την πράξη «εχθρική ενέργεια», καθώς έκριναν ότι υπάρχει ενδεχόμενο υπονόμευσης των συμφερόντων τους σε έναν χώρο αποκλειστικής τους επιρροής, από έναν άνθρωπο με υψηλές διασυνδέσεις με το Βασιλέα, τον Σοφοκλή Βενιζέλο και άλλους Έλληνες αξιωματούχους.
Κατ΄ αρχήν, ως ένα προληπτικό μέτρο, το οποίο ήλπιζαν ότι θα τον συνετίσει, αποφάσισαν να του αρνηθούν τη χορήγηση άδειας για να επιστρέψει απευθείας από τις ΗΠΑ στην Αίγυπτο. Ο Μποδοσάκης, αν και περιπλανήθηκε επί τρεις μήνες, τελικά τα κατάφερε φθάσει στο Κάιρο μέσω της Αργεντινής και της Νοτίου Αφρικής. Κατά την παραμονή του στην Αίγυπτο οι μυστικές υπηρεσίες της Βρετανίας τον παρακολουθούσαν στενά, παρά τις συνεχείς οχλήσεις που είχαν στελέχη τους από τον πρωθυπουργό της εξόριστης κυβέρνησης και στενό του φίλο Σοφ. Βενιζέλο και τον αρχηγό του στόλου, τον «άνθρωπός του» ναύαρχο Π. Βούλγαρη.
Στις 12 Μαίου 1944 ο Πρόδρομος Αθανασιάδης-Μποδοσάκης συνελήφθη μετά από προτροπή των μυστικών υπηρεσιών του στρατού. Ή, σωστά απήχθη από απόσπασμα της Αγγλο-αιγυπτιακής αστυνομίας, κατ΄ εντολήν των μυστικών υπηρεσιών των Βρετανών. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν πανομοιότυπη με τη διαδικασία της σύλληψης ενός ακόμη φίλου του Σοφοκλή Βενιζέλου, του Βύρωνα Καραπαναγιώτη. Η σύλληψη κατέστη δυνατή αμέσως μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος γνώριζαν οι Άγγλοι, δεν θα προέβαλε προσκόμματα.
Οι επαφές με την ΟSS
Οι συλληφθέντες κλείσθηκαν σε ένα δωμάτιο, το οποίο για προφανείς λόγους, είχε παγιδευτεί από μικρόφωνα, έτσι ώστε να καταστεί δυνατόν να καταγραφεί λεπτομερώς η μεταξύ τους συνομιλία. Στόχος ήταν να αποκαλυφθούν όλες οι κινήσεις και οι επαφές τους με τα μέλη της εξόριστης κυβέρνησης και τα στελέχη της OSS στη Μέση Ανατολή.
Σύμφωνα με μαρτυρίες, οι ανακριτές του ζητούσαν επίμονα να πάρουν απαντήσεις στα ερωτήματα:
-Συνεργάστηκες με τον Ντόνοβαν στη Νέα Υόρκη;
-Ποια ήταν τα σχέδια λειτουργίας των υπηρεσιών πληροφοριών;
-Γιατί δεν κατέστρεψες την πολεμική βιομηχανία σου προτού αναχωρήσεις από την Ελλάδα;
-Γιατί δεν ίδρυσες πολεμική βιομηχανία στη Νότια Αφρική (συζητούσες αυτό το ενδεχόμενο κατά την παραμονή σου εκεί);
Οι απαντήσεις που έδινε ο Μποδοσάκης ήταν συγκεχυμένες, αν και ο ίδιος στη διάρκεια της ανάκρισης, παραδέχθηκε ότι είχε στρατολογηθεί από τον στρατηγό Ντόνοβαν.
Στις 16 Μαίου 1944 ο Καραπαναγιώτης, υπουργός στρατιωτικών της κυβέρνησης Τσουδερού, που πήρε μέρος στην καταστολή της ανταρσίας του ελληνικού στρατού τον Απρίλιο 1944, μεταφέρθηκε στο φρούριο Μπαλτισέρα της Ασμάρας (Ερυθραία). Εκεί, σημειώθηκε ένα επεισόδιο που αξίζει να μνημονευτεί: Δέχθηκε επίθεση από τους αρχηγούς της στάσης του στρατού και του στόλου που ήταν κρατούμενοι στο ίδιο φρούριο και οι οποίοι τον ξυλοκόπησαν, φωνάζοντας του ότι είναι προδότης.
Η φυλάκιση Μποδοσάκη-Λαμπράκη
Ο Μποδοσάκης μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο της ερήμου, κοντά στο Κάιρο, όπου υπεβλήθη για δεύτερη φορά σε εξαντλητική ανάκριση με στόχο φυσικά να γίνουν γνωστές οι επαφές του με την OSS. Κρατήθηκε μάλιστα σε αυστηρή απομόνωση επί τρεις μήνες, μη επιτρέποντας ούτε στην γυναίκα του να τον επισκεφτεί
Για την περιπέτεια του Μποδοσάκη, ο στρατηγός Πάτζετ έγραψε ένα γράμμα στον Λήπερ μετά από τα συνεχή διαβήματα του Βενιζέλου (28/6/1944) στο οποίο αναφέρει τα εξής:
«Αναφερόμενος εις την περί Μποδοσάκην συνομιλίαν μας, επιθυμώ να καταστήσω σαφές ότι το εν λόγω άτομο συνελήφθη κατόπιν οδηγιών μου, διότι αι υπηρεσίαι Ασφαλείας τον εθεώρουν ύποπτον επικίνδυνων ενεργειών με ανυπολόγιστους συνεπείας. Θα παραμείνει κατά συνέπειαν κρατούμενος εφ όσον οι ανακρίσεις συνεχίζονται και πιθανώς αυτή η διαδικασία να είναι μακρά. Επειδή είναι αδύνατον αργότερον να απολυθή προτίθεμαι να δώσω οδηγίας όπως του απαγορευθεί η παραμονήν εις Μ Ανατολήν, ούτως ώστε εκ του τόπου όπου κρατείται να μεταφερθεί υπό συνοδείαν κατ΄ ευθείαν εις το πλοίον ή το αεροπλάνον. Θα σας ήμην ευγνώμων εάν εκθέσητε τα ανωτέρω εις τον Έλληναν πρωθυπουργόν».
Τελικά ο Πρόδρομος Αθανασιάδης-Μποδοσάκης εκτοπίσθηκε στη Βηρυτό, όπου παρέμεινε με τον έτερο φίλο του Βενιζέλου, τον εκδότη του «Βήματος» Δημ. Λαμπράκη. Αμέσως μετά την απελευθέρωση ο Μποδοσάκης, που επέστρεψε με τους άλλους εξόριστους στην Ελλάδα, ξαναπήρε τα ηνία της ΠΥΡΚΑΛ, της οποίας ωστόσο ο εξοπλισμός είχε καταστραφεί, μετά τα συνεχή σαμποτάζ των αντιστασιακών οργανώσεων και την ανατίναξή της από τους Γερμανούς, λίγο καιρό πριν εγκαταλείψουν την Αθήνα. Ο ίδιος, μ΄ άλλα λόγια, την παρέδωσε άθικτη στους Γερμανούς-μια ενέργεια που χαρακτηρίζεται ύποπτη -, εκείνοι του την ξαναπαρέδωσαν ερείπια.
Ο Μποδοσάκης αποκατέστησε γρήγορα τις ζημιές και έθεσε εκ νέου σε λειτουργία την ΠΥΡΚΑΛ. Το 1947, ολοκλήρωσε και την εξαγορά από το βιομήχανο Αλέκο Κανελλόπουλο των Λιπασμάτων της Δραπετσώνας που όδευαν προς χρεοκοπία, γεγονός που δείχνει ότι ήθελε να επεκταθεί στη βαριά βιομηχανία, σύμφωνα και με τη φιλοσοφία του ότι θέλει να αντικρίζει τον καπνό που αφήνουν οι υψικάμινοι.
Το… τίμημα γι΄ όλα αυτά ήταν η συνεργασία του με τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ και της Βρετανίας; Μάλλον…
Την Πέμπτη: Η μυστική συνάντηση στο Λονδίνο, τα στρατόπεδα στη Μάλτα και τη Χαϊδελβέργη, το ράντζο στο Μενίδι, φάρμα στη Βούλα και το ιστιοφόρο-ραδιοσταθμός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου