Του Αντ. Νταβανέλου από εδώ
Οι
εκδόσεις Red Marks εκδίδουν ένα μικρό βιβλίο στηριγμένο στον ογκώδη
τόμο (των 1.300 σελίδων!) του συνόλου των πρακτικών και των συζητήσεων
του 4ου Συνεδρίου της Κομουνιστικής Διεθνούς (1922) που επιμελήθηκε ο
Τζον Ριντέλ, ενεργός μαρξιστής, ιστορικός και πολιτικός ακτιβιστής του
κινήματος αντίστασης στις ΗΠΑ και στον Καναδά. Η έκδοση στα ελληνικά
γίνεται σε συνεννόηση με τον ίδιο τον Ριντέλ. Εδώ προδημοσιεύουμε τον
πρόλογο.
Στις
συνθήκες της βαθιάς κρίσης του διεθνούς καπιταλισμού, όπου κάθε
συστημική προοπτική είναι μια εκδοχή βαρβαρότητας, η επιστροφή στην
ιστορία είναι αναγκαία.
Η περίοδος κατά την οποία συγκλήθηκε το 4ο Συνέδριο της Τρίτης, Κομουνιστικής, Διεθνούς (Κομιντέρν) είχε σημαντικές αναλογίες με αυτή που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Καθοριζόταν από την παράταση της κρίσης του καπιταλισμού διεθνώς, από την υποχώρηση του επαναστατικού κύματος που είχε εξαπολύσει η Οκτωβριανή Επανάσταση, από την υποχώρηση της γενικευμένης διάθεσης των εργατικών και λαϊκών μαζών να «σπάσουν τον τοίχο του καπιταλισμού» από την επώαση αντιδραστικών και εξαιρετικά επικίνδυνων πολιτικών ρευμάτων (φασισμός, ναζισμός, φιλοπόλεμες και εθνικιστικές πολιτικές) κ.ο.κ.
Είχε όμως και σημαντικές διαφορές. Παρά την υποχώρηση των επαναστατικών διαθέσεων, η ίδια η ύπαρξη της εργατικής εξουσίας στην ΕΣΣΔ λειτουργούσε σαν φάρος για την παγκόσμια εργατική τάξη. Έδινε με σαφήνεια την ιδεολογική προοπτική στην οποία όφειλαν να λογοδοτούν οι τακτικές και οι πολιτικές των επαναστατικών κομμάτων. Παρά την υποχώρηση των εργατικών αγώνων από την κορύφωση της περιόδου 1917-1921, αυτοί παρέμεναν σε εξαιρετικά πιο ψηλό επίπεδο από αυτό που γνωρίζουμε σήμερα διεθνώς.
Παρά τις διαδοχικές προδοσίες των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, τα εργατικά κόμματα της εποχής ήταν πολύ πιο εργατικά (με την έννοια της άμεσης σύνδεσης με μεγάλα τμήματα της τάξης) και πολύ πιο κόμματα, σε σύγκριση με τα σκορποχώρια που σήμερα έχουν απομείνει στη σοσιαλδημοκρατία, αλλά και τις περιορισμένες δυνάμεις της κομουνιστικής Αριστεράς. Τέλος, η ίδια η ύπαρξη της Κομιντέρν αποτελούσε μια σημαντική διαφορά: στο επαναστατικό κίνημα της εποχής υπήρχε ένα «διεθνές κέντρο» που μπορούσε να συζητά τα κρίσιμα ζητήματα στρατηγικής και τακτικής σε βάθος, με ευθύτητα και εντιμότητα, με ελευθερία και δημοκρατία, όπως αποδεικνύεται από τα πρακτικά των τεσσάρων πρώτων συνεδρίων της Τρίτης Διεθνούς.
Ακριβώς επειδή πέρα από τις ιστορικές αναλογίες υπάρχουν και σημαντικές διαφορές, η συζήτηση για την ιστορία του κινήματός μας δεν είναι δυνατόν να μας δώσει έτοιμες λύσεις. Δεν μπορούμε να βρούμε εκεί τις οδηγίες για το πώς θα αντιμετωπίσουμε τα σημερινά προβλήματα. Αυτό εξακολουθεί να αποτελεί ζήτημα της «συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης», δηλαδή ζήτημα οικοδόμησης του σύγχρονου κινήματος και της κομουνιστικής Αριστεράς στον 21ο αιώνα. Μπορούμε όμως να βρούμε στην ιστορία του κινήματός μας κάτι πολύτιμο: τα κριτήρια και τη λογική που χρησιμοποίησαν οι επαναστάτες στο παρελθόν και τα οποία είναι εξαιρετικά χρήσιμα στη σημερινή προσπάθειά μας για να ανοίξουμε δρόμους μέσα στα σκοτάδια της κρίσης.
Γι’ αυτό, άλλωστε, ο Τζον Ριντέλ –ένας ενεργός μαρξιστής, ιστορικός και πολιτικός ακτιβιστής του κινήματος αντίστασης στις ΗΠΑ και στον Καναδά– καταπιάστηκε με την ανάδειξη όλης της συζήτησης, των συνεδριάσεων, των πρακτικών και των ντοκουμέντων του 4ου Συνεδρίου της Κομιντέρν. Διακρίνοντας ότι η έμφαση στην τακτική του Ενιαίου Μετώπου και το σύνθημα για τις Εργατικές Κυβερνήσεις αφορούν σήμερα άμεσα την παγκόσμια Αριστερά. Η εργασία του Ριντέλ αποτυπώνεται σε έναν τόμο 1.300 σελίδων (διαθέσιμο, στα αγγλικά, από τις εκδόσεις Haymarket Books, Σικάγο, εκδόσεις συνδεδεμένες με τη Διεθνιστική Σοσιαλιστική Οργάνωση –ISO– στις ΗΠΑ).
Παρόλο που θεωρούμε το σύνολο αυτής της εργασίας πολύτιμο (και συνιστούμε ανεπιφύλακτα στον αγγλόφωνο αναγνώστη να ανατρέξει στο βιβλίο), ήταν αδύνατο να το εκδώσουμε στα ελληνικά λόγω κόστους. Το βιβλίο που κρατάτε, περιλαμβάνει τρία τμήματα:
1) Η καταγωγή της πολιτικής του Ενιαίου Μετώπου. Είναι ένα παλιότερο κείμενο του Ριντέλ, που εξηγεί μέσα από ποια συγκεκριμένα προβλήματα και μέσα από ποιες μεγάλες πολιτικές μάχες, η ηγεσία της Κομιντέρν προσανατολίστηκε στην τακτική του Ενιαίου Μετώπου.
2) Το Ενιαίο Μέτωπο-Το 4ο Συνέδριο της Τρίτης Διεθνούς. Πρόκειται για τμήμα της εισαγωγής του Ριντέλ στον τόμο με τα πρακτικά του 4ου Συνεδρίου, για έναν «οδικό χάρτη» που βοηθά τον μη εξοικειωμένο με την ιστορία αναγνώστη να παρακολουθήσει τη συζήτηση, τις αντιπαραθέσεις και τελικά τις αποφάσεις του 4ου Συνεδρίου.
3) Τμήματα των πρακτικών, της συζήτησης στο 4ο Συνέδριο, που επιλέξαμε σε συνεννόηση με τον ίδιο τον Ριντέλ.
Η Τρίτη, Κομουνιστική, Διεθνής
Η Κομουνιστική Διεθνής, στο 1ο (1919) και στο 2ο (1920) Συνέδριό της, καταπιάστηκε με τα ζητήματα της ρήξης ανάμεσα στο κομουνιστικό ρεύμα και το ρεύμα του ρεφορμισμού της Δεύτερης Διεθνούς. Καταπιάστηκε με την αναγκαία διάσπαση με τους σοσιαλδημοκράτες, που είχαν προηγουμένως ταυτιστεί με τον πόλεμο, που είχαν πρωτοστατήσει για την ήττα της επανάστασης στη Γερμανία, που είχαν χρεωθεί το αίμα της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Λίμπκνεχτ. Τα καθήκοντα αυτά ήταν αυτονόητα μέσα στις συνθήκες ανόδου του επαναστατικού κύματος που ακολούθησε το 1917.
Όμως τι θα έπρεπε να κάνουν τα τμήματα της Διεθνούς, τα νεαρά και σχετικά άπειρα Κομουνιστικά Κόμματα, αν οι συνθήκες αντιστρέφονταν; Αν το επαναστατικό κύμα υποχωρούσε, αν ο καπιταλισμός σταθεροποιείτο και αν η σταθεροποίηση έδινε τη θέση της σε μια καπιταλιστική αντεπίθεση; Γιατί αυτή η στροφή στην αντικειμενική κατάσταση είχε ήδη διαφανεί το 1921 και ήταν πλέον δεδομένη το 1922.
Με την απάντηση σε αυτό το αποφασιστικής σημασίας ερώτημα καταπιάστηκε το 3ο Συνέδριο (Ιούνης-Ιούλης 1921) και την ολοκλήρωσε το 4ο Συνέδριο της Διεθνούς (Νοέμβρης-Δεκέμβρης 1922). Και το κέντρο της απάντησης ήταν η λογική, η τακτική του Ενιαίου Μετώπου.
Το Ενιαίο Μέτωπο
Στο 4ο Συνέδριο, ο Λένιν (ήδη βαριά άρρωστος) και ο Τρότσκι (επιφορτισμένος, ακόμα, με κρίσιμα καθήκοντα στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ) συμμετέχουν αποφασιστικά, καθοδηγώντας –κυρίως– την αντιπροσωπεία των Μπολσεβίκων στην Κομιντέρν (Λένιν, Τρότσκι, Ζινόβιεφ, Μπουχάριν, Ράντεκ). Αντιπροσωπεία που παρενέβαινε στη συνεδριακή συζήτηση ελεύθερα και κάθε άλλο παρά μονολιθικά –ενθαρρύνοντας έτσι την έκφραση των πιο διαφορετικών απόψεων που ενυπήρχαν μέσα στα τμήματα της Διεθνούς– αλλά ενοποιείτο, όταν έφτανε η ώρα των αποφάσεων.
Ο Λένιν και ο Τρότσκι –οι κορυφαίοι, μέχρι τότε, εκφραστές της ανεξάρτητης συγκρότησης του κομουνιστικού ρεύματος σε σύγκρουση με τη σοσιαλδημοκρατία– έδωσαν στο 4ο Συνέδριο πολιτική μάχη για το ξεκαθάρισμα της τακτικής του Ενιαίου Μετώπου και την οριστική αποδοχή της από την Κομιντέρν. Συγκρούστηκαν πολιτικά με τους υποστηρικτές μιας «υπερ-αριστερής» πολιτικής, είτε μέσα στο Μπολσεβίκικο κόμμα (Ζινόβιεφ, Μπουχάριν), είτε μέσα στα τμήματα της Διεθνούς (μειοψηφία της γερμανικής ηγεσίας υπό την Ρουθ Φίσερ και τον Μάσλοφ, ιταλική ηγεσία υπό τον Μπορντίγκα κ.ά.). Είχαν την υποστήριξη της πλειοψηφίας της γερμανικής ηγεσίας (Κλάρα Τσέτκιν κ.ά.), που μέσα από τα καταστροφικά λάθη της προηγούμενης περιόδου (Δράση του Μάρτη, θεωρίες της «επίθεσης») είχε προσανατολιστεί σταθερά στη λογική του Ενιαίου Μετώπου.
Το 4ο Συνέδριο ολοκλήρωσε τις εκτιμήσεις για τη διεθνή συγκυρία, που καθόριζαν η καπιταλιστική επίθεση και η υποχώρηση των επαναστατικών αγώνων της εργατικής τάξης. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες αναγνώρισε ως αυθεντικό το αίτημα πλατιών εργατικών μαζών για ενότητα στη δράση των εργατικών κομμάτων, ως προϋπόθεση για επιτυχίες στον αμυντικό αγώνα του εργατικού κινήματος.
Σε αυτή τη βάση ξεκαθαρίστηκαν οι συγκεκριμένες αντιρρήσεις για το Ενιαίο Μέτωπο, που είχαν εγερθεί κατά την περίοδο μετά το 3ο Συνέδριο: Το Ενιαίο Μέτωπο πρέπει να υποστηριχθεί από τα Κομουνιστικά Κόμματα ως ειλικρινής επιλογή και όχι ως μια υποκριτική «τακτική» που θα αποσκοπεί κυρίως στο να αποσπάσει μέλη από τους ρεφορμιστές, από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Το Ενιαίο Μέτωπο αφορά ασφαλώς τους συγκεκριμένους οικονομικούς-συνδικαλιστικούς αγώνες της τάξης μας, αλλά δεν περιορίζεται σε αυτούς, μπορεί και πρέπει να επεκταθεί στον γενικευμένο πολιτικό αγώνα. Το Ενιαίο Μέτωπο ξεκινά πιθανότατα από συγκυριακά ζητήματα, όμως είναι λάθος να περιορίζεται χρονικά, αφορά μάλλον «μια ολόκληρη περίοδο, ακόμα και μια ολόκληρη εποχή».
Το Ενιαίο Μέτωπο οφείλει να στηρίζεται στην αντίληψη για τα «μεταβατικά αιτήματα»: Συγκεκριμένα αιτήματα που, έχοντας τη συναίνεση της πλειοψηφίας των εργατών, μπορούν να στηρίξουν άμεσους ενωτικούς αγώνες. Το Ενιαίο Μέτωπο πρέπει να επιδιώκεται πρωταρχικά «από τα κάτω», αλλά η άρνηση της υποστήριξης «από τα πάνω», η απέχθεια προς τις «διαπραγματεύσεις μεταξύ ηγεσιών», πρέπει να απορριφθεί ως «παιδιάστικη ανωριμότητα». Το Ενιαίο Μέτωπο είναι μια πολιτική αμυντικής μάχης, πολέμου για «κάθε σπιθαμή γης», που προϋποθέτει το ξεπέρασμα της σεχταριστικής-προπαγανδιστικής παθητικότητας, αποσκοπώντας και στο να βοηθήσει την εργατική τάξη να κατανοήσει τις πραγματικές διαφορές μεταξύ ρεφορμιστών και επαναστατών, μέσα από τη ζωντανή εμπειρία των αναγκαίων αγώνων.
Σε όλους όσοι συμμετείχαν σε αυτή τη συζήτηση ήταν ολοφάνερο ότι η γραμμή του Ενιαίου Μετώπου ενέχει σοβαρούς κινδύνους, κινδύνους υποταγής ή προσαρμογής στους ρεφορμιστές. Για την αποφυγή αυτής της παγίδας ο Λένιν και ο Τρότσκι επιμένουν σε δύο σημεία:
α) Στο αναλυτικό ξεκαθάρισμα της λογικής του Ενιαίου Μετώπου, που από την Κομιντέρν ποτέ δεν επιχειρηματολογείται ως μια μέθοδος ειρηνικής και κοινοβουλευτικής πορείας προς το σοσιαλισμό, αλλά ως μια αναγκαστική επιλογή για την καλύτερη οργάνωση της άμυνας της εργατικής τάξης, με στόχο το ταχύτερο δυνατόν πέρασμα στην εργατική αντεπίθεση.
β) Στην απαράβατη αρχή της διατήρησης της ανεξαρτησίας των επαναστατικών δυνάμεων, στην άρνηση των ΚΚ να αυτοδιαλυθούν μέσα σε κοινούς με τους ρεφορμιστές ή τους αριστερότερους «κεντριστές» πολιτικούς σχηματισμούς.
Με βάση αυτή τη λογική για το Ενιαίο Μέτωπο, δηλαδή στην προσπάθεια συσπείρωσης των μέγιστων δυνάμεων στον αγώνα για την ανατροπή της καπιταλιστικής επίθεσης, το 4ο Συνέδριο πήρε αποφάσεις και για μια σειρά από καυτά πολιτικά ζητήματα που έθετε η συγκυρία: Έθεσε τα θεμέλια για μια σοβαρή μαζική πολιτική ενάντια στο φασισμό, αποδοκιμάζοντας την «υπερ-αριστερή» υποτίμηση αυτού του κινδύνου (Μπορντίγκα), αλλά και τη συμμετρική τακτική «ίσων αποστάσεων» ενάντια τόσο στους φασίστες όσο και στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Έθεσε τα θεμέλια για μια σοβαρή μαζική πολιτική στο ζήτημα της απελευθέρωσης των γυναικών –αναγνωρίζοντας τη σημασία των απόψεων της Τσέτκιν, που πριν είχαν λοιδωρηθεί– ορίζοντας αντίστοιχα καθήκοντα για τα τμήματα της Διεθνούς.
Έθεσε τα θεμέλια για μια σοβαρή μαζική πολιτική στο ζήτημα των αντι-ιμπεριαλιστικών, αντι-αποικιοκρατικών αγώνων, αναγνωρίζοντας τους «λαούς της Ανατολής» ως πολύτιμους συμμάχους στον αγώνα της εργατικής τάξης για κοινωνική απελευθέρωση.
Αν ειδωθεί έτσι, συνολικά, το 4ο Συνέδριο της Κομιντέρν αποτελεί μια μεγάλη «στιγμή» ωριμότητας, που προσπαθούσε να προσανατολίσει τη διεθνή επαναστατική Αριστερά σε μια ενεργητική γραμμή (πόλεμος «για κάθε σπιθαμή γης»), αφήνοντας πίσω την παθητικότητα που συνιστά η, τάχα, «επαναστατική υπομονή» για καλύτερες μέρες. Αυτό αφορούσε τους συγκεκριμένους αγώνες στις χώρες όπου η Διεθνής είχε τις δυνάμεις της (αγώνας ακόμα και «για μια κόρα ψωμιού»). Αφορούσε τη διεύρυνση του εργατικού μετώπου με επέκταση στα ζητήματα της καταπίεσης (δημοκρατικά δικαιώματα, γυναικείο). Αφορούσε στα ζητήματα της πολιτικής πάλης (γραμμή για το φασισμό, απάντηση στο ζήτημα της κυβέρνησης).
Αφορούσε την παγκόσμια κλίμακα, με τις θέσεις για τον πόλεμο και τις αντιαποικιοκρατικές επαναστάσεις. Έδινε το υπόδειγμα μιας μεταβατικής πολιτικής, που ξεκινούσε από τις υποχρεώσεις οργάνωσης της άμυνας, διεκδικώντας συγκεκριμένα το ταχύτερο πέρασμα στην αντεπίθεση, κρατώντας ζωντανή την προοπτική της σοσιαλιστικής απελευθέρωσης.
Η εργατική κυβέρνηση
Στο 4ο Συνέδριο η συζήτηση για το Ενιαίο Μέτωπο επικεντρώθηκε στο ζήτημα της εργατικής κυβέρνησης, δηλαδή στην πιθανότητα να αναδειχθεί (μέσα από έναν συνδυασμό των μαζικών αγώνων από τα κάτω και μιας κοινοβουλευτικής κρίσης), μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού, μια κυβέρνηση στηριγμένη στα αριστερά-εργατικά κόμματα. Παρά τις έντονες αντιρρήσεις, κάτω από την επιμονή του Λένιν, το σύνθημα για τις Εργατικές Κυβερνήσεις εγκρίθηκε ως «απόληξη της λογικής του Ενιαίου Μετώπου». Εγκρίθηκε για γενική προπαγανδιστική χρήση παντού και ως άμεση πολιτική προοπτική για τις χώρες όπου η κρίση των αστικών κομμάτων δημιουργεί τη δυνατότητα κυβερνητικής εξουσίας στα εργατικά κόμματα, χωρίς να υπάρχουν οι συνθήκες άμεσης εργατικής εξουσίας.
Εγκρίθηκε επίσης μια «τυπολογία» εργατικών κυβερνήσεων που κατέληγε σε διαφορετικά καθήκοντα για τα Κομουνιστικά Κόμματα: την ψήφο, την ανοχή, την κριτική υποστήριξη ή και τη συμμετοχή υπό προϋποθέσεις. Αυτή η γραμμή σε καμία περίπτωση δεν αποτελούσε υπόκλιση στον «κοινοβουλευτικό κρετινισμό»: αντίθετα η εργατική κυβέρνηση έγινε δεκτή από την Κομιντέρν ως «μια πιθανή οδός μετάβασης» προς την εργατική εξουσία, προβλέποντας ότι σε συγκεκριμένες συνθήκες και υπό συγκεκριμένες πολιτικές προϋποθέσεις θα οδηγούσε «σε κλιμάκωση και επιτάχυνση της ταξικής πάλης».
Ο Τρότσκι, ο θεωρητικός της Διαρκούς Επανάστασης, έγραφε αργότερα: «Ο σκοπός του Ενιαίου Μετώπου δεν μπορεί παρά να είναι μια κυβέρνηση Ενιαίου Μετώπου, δηλαδή μια κυβέρνηση κομμουνιστών-σοσιαλιστών, ένα “υπουργείο” Μπλουμ-Κασέν. Πρέπει να το πούμε ανοιχτά. Αν το Ενιαίο Μέτωπο παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά –και μόνον έτσι θα το πάρουν στα σοβαρά και οι λαϊκές μάζες– δεν μπορεί να αποφύγει το ζήτημα της κατάληψης της εξουσίας. Με ποια μέσα; Με όλα τα μέσα που οδηγούν στο σκοπό. Το Ενιαίο Μέτωπο δεν αρνείται τον κοινοβουλευτικό αγώνα...».
Η έμφαση που δόθηκε στο 4ο Συνέδριο στη συζήτηση για την Εργατική Κυβέρνηση συγκροτεί μια αντίληψη για την πολιτική πρόταση της κομουνιστικής Αριστεράς σχετικά με το κεντρικό ζήτημα της κυβερνητικής εξουσίας, σε συνθήκες οξείας πολιτικοκοινωνικής κρίσης, όπου –όμως– η δύναμη της εργατικής τάξης δεν είναι ώριμη για να θέσει άμεσα το θέμα της εργατικής εξουσίας. Η πρόταση του 4ου Συνεδρίου της Κομιντέρν περιγράφει μια μεταβατική διαδικασία από τη μία συνθήκη στην επόμενη.
Έκτοτε, πολλοί έχουν ισχυριστεί ότι αυτή η συζήτηση ήταν μια ατυχής στιγμή της Διεθνούς, ότι οι παρεμβάσεις του Λένιν, του Τρότσκι, της Τσέτκιν αφορούσαν ένα φανταστικό σενάριο που ουδέποτε δοκιμάστηκε στην πράξη. Και όμως, στη σύγχρονη ιστορία η Αριστερά δοκιμάστηκε συχνά σε αυτό το ερώτημα και πλήρωσε ακριβά τα κενά στη στρατηγική και στην τακτική της.
Στη Χιλή, στις αρχές του 1970, η εκλογική νίκη της Λαϊκής Ενότητας, ανεξάρτητα από τις προθέσεις του Σαλβαδόρ Αλιέντε και του ΚΚ Χιλής, πυροδότησε μια οξύτατη κλιμάκωση της ταξικής πάλης, που έφτασε σε τραγική ήττα, επειδή κανένα από τα μαζικά κόμματα της Αριστεράς δεν είχε καθαρή γραμμή για το χαρακτήρα της κυβέρνησης της Αριστεράς και για το μοναδικό δρόμο προς τη νίκη που ήταν η μεταβατική διεκδίκηση της συνολικής σοσιαλιστικής απελευθέρωσης.
Μπροστά στο ζήτημα της κυβερνητικής εξουσίας, σαν ένα κρίσιμο βήμα προς τη σοσιαλιστική ανατροπή, βρέθηκε η Αριστερά στην Πορτογαλία το 1974 και στην Ιταλία στα μέσα της δεκαετίας του 1970.
Όμως το μεγαλύτερο παράδειγμα, που ανοίγει ξανά και σε μαζικό επίπεδο αυτή τη συζήτηση, είναι η σύγχρονη ελληνική εμπειρία. Το ξέσπασμα της κρίσης το 2010 κατεδάφισε, σχεδόν ακαριαία, μεγάλο τμήμα των κατακτήσεων της εργατικής τάξης και των λαϊκών δυνάμεων στον 20ό αιώνα. Κατεδάφισε, επίσης σχεδόν ακαριαία, τη μαζική επιρροή της σοσιαλδημοκρατίας. Στους μεγάλους αγώνες που ακολούθησαν, ως προϋπόθεση για την προάσπιση των εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων έμπαινε το ζήτημα της ανατροπής, το «να φύγουν τώρα» και κατά συνέπεια το ζήτημα της κυβερνητικής εξουσίας. Γιατί τι άλλο έθεταν οι γιγαντιαίες γενικές απεργίες και διαδηλώσεις και οι διαδοχικές πολιορκίες του κοινοβουλίου από εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές; Το «μόνο» που χώριζε αυτή την κατάσταση από μια άμεσα επαναστατική κατάσταση ήταν το χαμηλό επίπεδο δύναμης των εργατικών-κοινωνικών οργανώσεων και ο δισταγμός των εργατικών-λαϊκών μαζών απέναντι στη γυμνή δύναμη του κράτους, που παρουσιάστηκε στους δρόμους.
Σε αυτή την κατάσταση ο ΣΥΡΙΖΑ, αν και εκκινούσε από χαμηλότερο σε σχέση με το ΚΚΕ επίπεδο δύναμης, απάντησε με το σύνθημα: Κυβέρνηση της Αριστεράς!
Το ΚΚΕ, αλλά και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, απάντησαν με τον προπαγανδισμό διαφόρων προγραμμάτων, που περιείχαν θέσεις επί παντός θέματος, πλην του κρίσιμου: Πώς έπρεπε να απαντηθεί αυτή η καυτή συγκυρία; Το αποτέλεσμα της σύγκρισης το γνωρίζουμε σήμερα, αλλά αυτό δεν λέει πολλά, γιατί εξακολουθούμε να μη γνωρίζουμε την έκβαση της μάχης που έχει ήδη αρχίσει.
Κατά τη γνώμη μας, η συζήτηση στο 4ο Συνέδριο της Κομιντέρν υποδεικνύει μια λογική διεκδίκησης της νίκης. Και ορίζει διαφορετικά καθήκοντα, στις διάφορες πτέρυγες της Αριστεράς.
Για τις δυνάμεις που βρίσκονται μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ δίνει τα κριτήρια για το τι είναι και τι δεν είναι μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Τα κριτήρια για το πρόγραμμά της, που οφείλει να λογοδοτεί, κυρίως ή αποκλειστικά, στις ανάγκες της εργατικής τάξης και των λαϊκών δυνάμεων και όχι σε κάποια διαταξικά νεφελώματα όπως η «χώρα» και η «παραγωγική ανασυγκρότηση». Τα κριτήρια για τις συμμαχίες, που οφείλουν να περιορίζονται στα εργατικά κόμματα και οργανώσεις και όχι σε εναλλασσόμενες πλατιές συμμαχίες που θυσιάζουν τον κοινωνικοπολιτικό προσανατολισμό στο όνομα της κοινοβουλευτικής αποδοτικότητας. Τα κριτήρια για τις προοπτικές μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, που πρέπει να γίνεται κατανοητή σαν μεταβατικός σταθμός στην πορεία προς τη σοσιαλιστική ανατροπή και όχι σαν ένας τελικός σταθμός όπου θα κριθεί η «σωτηρία της χώρας».
Όμως η συζήτηση του 4ου Συνεδρίου θέτει κρίσιμα ζητήματα και στην εκτός ΣΥΡΙΖΑ Αριστερά. Που οφείλει να σταματήσει να σκέφτεται για την κυβέρνηση της Αριστεράς σαν να είναι ένα «ψευδώνυμο της δικτατορίας του προλεταριάτου» και να πάρει τη θέση της στις υπαρκτές πολιτικές συγκρούσεις εδώ και τώρα, ρίχνοντας το βάρος της στο αριστερό άκρο της ζυγαριάς.
Από τον Ζινόβιεφ στον Δημητρόφ
Αυτά τα κριτήρια καταστράφηκαν στη συνέχεια. Η επικράτηση του σταλινισμού στην ΕΣΣΔ μετέτρεψε τη ρωσική αντιπροσωπεία στην Κομιντέρν σε έναν πολιορκητικό κριό κατεδάφισης της παράδοσης των τεσσάρων πρώτων συνεδρίων. Στο 5ο και στο 6ο Συνέδριο της Διεθνούς, υπό την επιφανειακή ηγεσία του Ζινόβιεφ, η «υπεραριστερή» επίθεση στη σοσιαλδημοκρατία ξεδόντιασε την πολιτική του Ενιαίου Μετώπου, φτάνοντας στην αυτοκτονική πολιτική της «3ης περιόδου», του «σοσιαλφασισμού», που ταύτιζε το SPD με τον Χίτλερ.
Από το 7ο συνέδριο και μετά, η άμεσα σταλινική ηγεσία της Διεθνούς αντέστρεψε πλήρως το Ενιαίο Μέτωπο, υιοθετώντας τη «στρατηγική των σταδίων» και τα Λαϊκά Μέτωπα, δηλαδή τη συνεργασία ακόμα και με τα δημοκρατικά αστικά κόμματα. Άνοιγε έτσι ο δρόμος για την ήττα της επανάστασης στην Ισπανία, για την ήττα του Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία, για τη Γιάλτα, για τις κυβερνήσεις εθνικής ενότητας στη Γαλλία και την Ιταλία του 1945... Μέσα από την υποταγή στο σταλινικό «διεθνές κέντρο», η ίδια η Κομιντέρν έπαιρνε το δρόμο της ντροπιαστικής αυτοδιάλυσης, ενώ γύρω μαινόταν η κόλαση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Όμως αυτά είναι μια άλλη ιστορία.
Αθήνα, 11 Σεπτέμβρη 2014
Η περίοδος κατά την οποία συγκλήθηκε το 4ο Συνέδριο της Τρίτης, Κομουνιστικής, Διεθνούς (Κομιντέρν) είχε σημαντικές αναλογίες με αυτή που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Καθοριζόταν από την παράταση της κρίσης του καπιταλισμού διεθνώς, από την υποχώρηση του επαναστατικού κύματος που είχε εξαπολύσει η Οκτωβριανή Επανάσταση, από την υποχώρηση της γενικευμένης διάθεσης των εργατικών και λαϊκών μαζών να «σπάσουν τον τοίχο του καπιταλισμού» από την επώαση αντιδραστικών και εξαιρετικά επικίνδυνων πολιτικών ρευμάτων (φασισμός, ναζισμός, φιλοπόλεμες και εθνικιστικές πολιτικές) κ.ο.κ.
Είχε όμως και σημαντικές διαφορές. Παρά την υποχώρηση των επαναστατικών διαθέσεων, η ίδια η ύπαρξη της εργατικής εξουσίας στην ΕΣΣΔ λειτουργούσε σαν φάρος για την παγκόσμια εργατική τάξη. Έδινε με σαφήνεια την ιδεολογική προοπτική στην οποία όφειλαν να λογοδοτούν οι τακτικές και οι πολιτικές των επαναστατικών κομμάτων. Παρά την υποχώρηση των εργατικών αγώνων από την κορύφωση της περιόδου 1917-1921, αυτοί παρέμεναν σε εξαιρετικά πιο ψηλό επίπεδο από αυτό που γνωρίζουμε σήμερα διεθνώς.
Παρά τις διαδοχικές προδοσίες των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, τα εργατικά κόμματα της εποχής ήταν πολύ πιο εργατικά (με την έννοια της άμεσης σύνδεσης με μεγάλα τμήματα της τάξης) και πολύ πιο κόμματα, σε σύγκριση με τα σκορποχώρια που σήμερα έχουν απομείνει στη σοσιαλδημοκρατία, αλλά και τις περιορισμένες δυνάμεις της κομουνιστικής Αριστεράς. Τέλος, η ίδια η ύπαρξη της Κομιντέρν αποτελούσε μια σημαντική διαφορά: στο επαναστατικό κίνημα της εποχής υπήρχε ένα «διεθνές κέντρο» που μπορούσε να συζητά τα κρίσιμα ζητήματα στρατηγικής και τακτικής σε βάθος, με ευθύτητα και εντιμότητα, με ελευθερία και δημοκρατία, όπως αποδεικνύεται από τα πρακτικά των τεσσάρων πρώτων συνεδρίων της Τρίτης Διεθνούς.
Ακριβώς επειδή πέρα από τις ιστορικές αναλογίες υπάρχουν και σημαντικές διαφορές, η συζήτηση για την ιστορία του κινήματός μας δεν είναι δυνατόν να μας δώσει έτοιμες λύσεις. Δεν μπορούμε να βρούμε εκεί τις οδηγίες για το πώς θα αντιμετωπίσουμε τα σημερινά προβλήματα. Αυτό εξακολουθεί να αποτελεί ζήτημα της «συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης», δηλαδή ζήτημα οικοδόμησης του σύγχρονου κινήματος και της κομουνιστικής Αριστεράς στον 21ο αιώνα. Μπορούμε όμως να βρούμε στην ιστορία του κινήματός μας κάτι πολύτιμο: τα κριτήρια και τη λογική που χρησιμοποίησαν οι επαναστάτες στο παρελθόν και τα οποία είναι εξαιρετικά χρήσιμα στη σημερινή προσπάθειά μας για να ανοίξουμε δρόμους μέσα στα σκοτάδια της κρίσης.
Γι’ αυτό, άλλωστε, ο Τζον Ριντέλ –ένας ενεργός μαρξιστής, ιστορικός και πολιτικός ακτιβιστής του κινήματος αντίστασης στις ΗΠΑ και στον Καναδά– καταπιάστηκε με την ανάδειξη όλης της συζήτησης, των συνεδριάσεων, των πρακτικών και των ντοκουμέντων του 4ου Συνεδρίου της Κομιντέρν. Διακρίνοντας ότι η έμφαση στην τακτική του Ενιαίου Μετώπου και το σύνθημα για τις Εργατικές Κυβερνήσεις αφορούν σήμερα άμεσα την παγκόσμια Αριστερά. Η εργασία του Ριντέλ αποτυπώνεται σε έναν τόμο 1.300 σελίδων (διαθέσιμο, στα αγγλικά, από τις εκδόσεις Haymarket Books, Σικάγο, εκδόσεις συνδεδεμένες με τη Διεθνιστική Σοσιαλιστική Οργάνωση –ISO– στις ΗΠΑ).
Παρόλο που θεωρούμε το σύνολο αυτής της εργασίας πολύτιμο (και συνιστούμε ανεπιφύλακτα στον αγγλόφωνο αναγνώστη να ανατρέξει στο βιβλίο), ήταν αδύνατο να το εκδώσουμε στα ελληνικά λόγω κόστους. Το βιβλίο που κρατάτε, περιλαμβάνει τρία τμήματα:
1) Η καταγωγή της πολιτικής του Ενιαίου Μετώπου. Είναι ένα παλιότερο κείμενο του Ριντέλ, που εξηγεί μέσα από ποια συγκεκριμένα προβλήματα και μέσα από ποιες μεγάλες πολιτικές μάχες, η ηγεσία της Κομιντέρν προσανατολίστηκε στην τακτική του Ενιαίου Μετώπου.
2) Το Ενιαίο Μέτωπο-Το 4ο Συνέδριο της Τρίτης Διεθνούς. Πρόκειται για τμήμα της εισαγωγής του Ριντέλ στον τόμο με τα πρακτικά του 4ου Συνεδρίου, για έναν «οδικό χάρτη» που βοηθά τον μη εξοικειωμένο με την ιστορία αναγνώστη να παρακολουθήσει τη συζήτηση, τις αντιπαραθέσεις και τελικά τις αποφάσεις του 4ου Συνεδρίου.
3) Τμήματα των πρακτικών, της συζήτησης στο 4ο Συνέδριο, που επιλέξαμε σε συνεννόηση με τον ίδιο τον Ριντέλ.
Η Τρίτη, Κομουνιστική, Διεθνής
Η Κομουνιστική Διεθνής, στο 1ο (1919) και στο 2ο (1920) Συνέδριό της, καταπιάστηκε με τα ζητήματα της ρήξης ανάμεσα στο κομουνιστικό ρεύμα και το ρεύμα του ρεφορμισμού της Δεύτερης Διεθνούς. Καταπιάστηκε με την αναγκαία διάσπαση με τους σοσιαλδημοκράτες, που είχαν προηγουμένως ταυτιστεί με τον πόλεμο, που είχαν πρωτοστατήσει για την ήττα της επανάστασης στη Γερμανία, που είχαν χρεωθεί το αίμα της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Λίμπκνεχτ. Τα καθήκοντα αυτά ήταν αυτονόητα μέσα στις συνθήκες ανόδου του επαναστατικού κύματος που ακολούθησε το 1917.
Όμως τι θα έπρεπε να κάνουν τα τμήματα της Διεθνούς, τα νεαρά και σχετικά άπειρα Κομουνιστικά Κόμματα, αν οι συνθήκες αντιστρέφονταν; Αν το επαναστατικό κύμα υποχωρούσε, αν ο καπιταλισμός σταθεροποιείτο και αν η σταθεροποίηση έδινε τη θέση της σε μια καπιταλιστική αντεπίθεση; Γιατί αυτή η στροφή στην αντικειμενική κατάσταση είχε ήδη διαφανεί το 1921 και ήταν πλέον δεδομένη το 1922.
Με την απάντηση σε αυτό το αποφασιστικής σημασίας ερώτημα καταπιάστηκε το 3ο Συνέδριο (Ιούνης-Ιούλης 1921) και την ολοκλήρωσε το 4ο Συνέδριο της Διεθνούς (Νοέμβρης-Δεκέμβρης 1922). Και το κέντρο της απάντησης ήταν η λογική, η τακτική του Ενιαίου Μετώπου.
Το Ενιαίο Μέτωπο
Στο 4ο Συνέδριο, ο Λένιν (ήδη βαριά άρρωστος) και ο Τρότσκι (επιφορτισμένος, ακόμα, με κρίσιμα καθήκοντα στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ) συμμετέχουν αποφασιστικά, καθοδηγώντας –κυρίως– την αντιπροσωπεία των Μπολσεβίκων στην Κομιντέρν (Λένιν, Τρότσκι, Ζινόβιεφ, Μπουχάριν, Ράντεκ). Αντιπροσωπεία που παρενέβαινε στη συνεδριακή συζήτηση ελεύθερα και κάθε άλλο παρά μονολιθικά –ενθαρρύνοντας έτσι την έκφραση των πιο διαφορετικών απόψεων που ενυπήρχαν μέσα στα τμήματα της Διεθνούς– αλλά ενοποιείτο, όταν έφτανε η ώρα των αποφάσεων.
Ο Λένιν και ο Τρότσκι –οι κορυφαίοι, μέχρι τότε, εκφραστές της ανεξάρτητης συγκρότησης του κομουνιστικού ρεύματος σε σύγκρουση με τη σοσιαλδημοκρατία– έδωσαν στο 4ο Συνέδριο πολιτική μάχη για το ξεκαθάρισμα της τακτικής του Ενιαίου Μετώπου και την οριστική αποδοχή της από την Κομιντέρν. Συγκρούστηκαν πολιτικά με τους υποστηρικτές μιας «υπερ-αριστερής» πολιτικής, είτε μέσα στο Μπολσεβίκικο κόμμα (Ζινόβιεφ, Μπουχάριν), είτε μέσα στα τμήματα της Διεθνούς (μειοψηφία της γερμανικής ηγεσίας υπό την Ρουθ Φίσερ και τον Μάσλοφ, ιταλική ηγεσία υπό τον Μπορντίγκα κ.ά.). Είχαν την υποστήριξη της πλειοψηφίας της γερμανικής ηγεσίας (Κλάρα Τσέτκιν κ.ά.), που μέσα από τα καταστροφικά λάθη της προηγούμενης περιόδου (Δράση του Μάρτη, θεωρίες της «επίθεσης») είχε προσανατολιστεί σταθερά στη λογική του Ενιαίου Μετώπου.
Το 4ο Συνέδριο ολοκλήρωσε τις εκτιμήσεις για τη διεθνή συγκυρία, που καθόριζαν η καπιταλιστική επίθεση και η υποχώρηση των επαναστατικών αγώνων της εργατικής τάξης. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες αναγνώρισε ως αυθεντικό το αίτημα πλατιών εργατικών μαζών για ενότητα στη δράση των εργατικών κομμάτων, ως προϋπόθεση για επιτυχίες στον αμυντικό αγώνα του εργατικού κινήματος.
Σε αυτή τη βάση ξεκαθαρίστηκαν οι συγκεκριμένες αντιρρήσεις για το Ενιαίο Μέτωπο, που είχαν εγερθεί κατά την περίοδο μετά το 3ο Συνέδριο: Το Ενιαίο Μέτωπο πρέπει να υποστηριχθεί από τα Κομουνιστικά Κόμματα ως ειλικρινής επιλογή και όχι ως μια υποκριτική «τακτική» που θα αποσκοπεί κυρίως στο να αποσπάσει μέλη από τους ρεφορμιστές, από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Το Ενιαίο Μέτωπο αφορά ασφαλώς τους συγκεκριμένους οικονομικούς-συνδικαλιστικούς αγώνες της τάξης μας, αλλά δεν περιορίζεται σε αυτούς, μπορεί και πρέπει να επεκταθεί στον γενικευμένο πολιτικό αγώνα. Το Ενιαίο Μέτωπο ξεκινά πιθανότατα από συγκυριακά ζητήματα, όμως είναι λάθος να περιορίζεται χρονικά, αφορά μάλλον «μια ολόκληρη περίοδο, ακόμα και μια ολόκληρη εποχή».
Το Ενιαίο Μέτωπο οφείλει να στηρίζεται στην αντίληψη για τα «μεταβατικά αιτήματα»: Συγκεκριμένα αιτήματα που, έχοντας τη συναίνεση της πλειοψηφίας των εργατών, μπορούν να στηρίξουν άμεσους ενωτικούς αγώνες. Το Ενιαίο Μέτωπο πρέπει να επιδιώκεται πρωταρχικά «από τα κάτω», αλλά η άρνηση της υποστήριξης «από τα πάνω», η απέχθεια προς τις «διαπραγματεύσεις μεταξύ ηγεσιών», πρέπει να απορριφθεί ως «παιδιάστικη ανωριμότητα». Το Ενιαίο Μέτωπο είναι μια πολιτική αμυντικής μάχης, πολέμου για «κάθε σπιθαμή γης», που προϋποθέτει το ξεπέρασμα της σεχταριστικής-προπαγανδιστικής παθητικότητας, αποσκοπώντας και στο να βοηθήσει την εργατική τάξη να κατανοήσει τις πραγματικές διαφορές μεταξύ ρεφορμιστών και επαναστατών, μέσα από τη ζωντανή εμπειρία των αναγκαίων αγώνων.
Σε όλους όσοι συμμετείχαν σε αυτή τη συζήτηση ήταν ολοφάνερο ότι η γραμμή του Ενιαίου Μετώπου ενέχει σοβαρούς κινδύνους, κινδύνους υποταγής ή προσαρμογής στους ρεφορμιστές. Για την αποφυγή αυτής της παγίδας ο Λένιν και ο Τρότσκι επιμένουν σε δύο σημεία:
α) Στο αναλυτικό ξεκαθάρισμα της λογικής του Ενιαίου Μετώπου, που από την Κομιντέρν ποτέ δεν επιχειρηματολογείται ως μια μέθοδος ειρηνικής και κοινοβουλευτικής πορείας προς το σοσιαλισμό, αλλά ως μια αναγκαστική επιλογή για την καλύτερη οργάνωση της άμυνας της εργατικής τάξης, με στόχο το ταχύτερο δυνατόν πέρασμα στην εργατική αντεπίθεση.
β) Στην απαράβατη αρχή της διατήρησης της ανεξαρτησίας των επαναστατικών δυνάμεων, στην άρνηση των ΚΚ να αυτοδιαλυθούν μέσα σε κοινούς με τους ρεφορμιστές ή τους αριστερότερους «κεντριστές» πολιτικούς σχηματισμούς.
Με βάση αυτή τη λογική για το Ενιαίο Μέτωπο, δηλαδή στην προσπάθεια συσπείρωσης των μέγιστων δυνάμεων στον αγώνα για την ανατροπή της καπιταλιστικής επίθεσης, το 4ο Συνέδριο πήρε αποφάσεις και για μια σειρά από καυτά πολιτικά ζητήματα που έθετε η συγκυρία: Έθεσε τα θεμέλια για μια σοβαρή μαζική πολιτική ενάντια στο φασισμό, αποδοκιμάζοντας την «υπερ-αριστερή» υποτίμηση αυτού του κινδύνου (Μπορντίγκα), αλλά και τη συμμετρική τακτική «ίσων αποστάσεων» ενάντια τόσο στους φασίστες όσο και στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Έθεσε τα θεμέλια για μια σοβαρή μαζική πολιτική στο ζήτημα της απελευθέρωσης των γυναικών –αναγνωρίζοντας τη σημασία των απόψεων της Τσέτκιν, που πριν είχαν λοιδωρηθεί– ορίζοντας αντίστοιχα καθήκοντα για τα τμήματα της Διεθνούς.
Έθεσε τα θεμέλια για μια σοβαρή μαζική πολιτική στο ζήτημα των αντι-ιμπεριαλιστικών, αντι-αποικιοκρατικών αγώνων, αναγνωρίζοντας τους «λαούς της Ανατολής» ως πολύτιμους συμμάχους στον αγώνα της εργατικής τάξης για κοινωνική απελευθέρωση.
Αν ειδωθεί έτσι, συνολικά, το 4ο Συνέδριο της Κομιντέρν αποτελεί μια μεγάλη «στιγμή» ωριμότητας, που προσπαθούσε να προσανατολίσει τη διεθνή επαναστατική Αριστερά σε μια ενεργητική γραμμή (πόλεμος «για κάθε σπιθαμή γης»), αφήνοντας πίσω την παθητικότητα που συνιστά η, τάχα, «επαναστατική υπομονή» για καλύτερες μέρες. Αυτό αφορούσε τους συγκεκριμένους αγώνες στις χώρες όπου η Διεθνής είχε τις δυνάμεις της (αγώνας ακόμα και «για μια κόρα ψωμιού»). Αφορούσε τη διεύρυνση του εργατικού μετώπου με επέκταση στα ζητήματα της καταπίεσης (δημοκρατικά δικαιώματα, γυναικείο). Αφορούσε στα ζητήματα της πολιτικής πάλης (γραμμή για το φασισμό, απάντηση στο ζήτημα της κυβέρνησης).
Αφορούσε την παγκόσμια κλίμακα, με τις θέσεις για τον πόλεμο και τις αντιαποικιοκρατικές επαναστάσεις. Έδινε το υπόδειγμα μιας μεταβατικής πολιτικής, που ξεκινούσε από τις υποχρεώσεις οργάνωσης της άμυνας, διεκδικώντας συγκεκριμένα το ταχύτερο πέρασμα στην αντεπίθεση, κρατώντας ζωντανή την προοπτική της σοσιαλιστικής απελευθέρωσης.
Η εργατική κυβέρνηση
Στο 4ο Συνέδριο η συζήτηση για το Ενιαίο Μέτωπο επικεντρώθηκε στο ζήτημα της εργατικής κυβέρνησης, δηλαδή στην πιθανότητα να αναδειχθεί (μέσα από έναν συνδυασμό των μαζικών αγώνων από τα κάτω και μιας κοινοβουλευτικής κρίσης), μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού, μια κυβέρνηση στηριγμένη στα αριστερά-εργατικά κόμματα. Παρά τις έντονες αντιρρήσεις, κάτω από την επιμονή του Λένιν, το σύνθημα για τις Εργατικές Κυβερνήσεις εγκρίθηκε ως «απόληξη της λογικής του Ενιαίου Μετώπου». Εγκρίθηκε για γενική προπαγανδιστική χρήση παντού και ως άμεση πολιτική προοπτική για τις χώρες όπου η κρίση των αστικών κομμάτων δημιουργεί τη δυνατότητα κυβερνητικής εξουσίας στα εργατικά κόμματα, χωρίς να υπάρχουν οι συνθήκες άμεσης εργατικής εξουσίας.
Εγκρίθηκε επίσης μια «τυπολογία» εργατικών κυβερνήσεων που κατέληγε σε διαφορετικά καθήκοντα για τα Κομουνιστικά Κόμματα: την ψήφο, την ανοχή, την κριτική υποστήριξη ή και τη συμμετοχή υπό προϋποθέσεις. Αυτή η γραμμή σε καμία περίπτωση δεν αποτελούσε υπόκλιση στον «κοινοβουλευτικό κρετινισμό»: αντίθετα η εργατική κυβέρνηση έγινε δεκτή από την Κομιντέρν ως «μια πιθανή οδός μετάβασης» προς την εργατική εξουσία, προβλέποντας ότι σε συγκεκριμένες συνθήκες και υπό συγκεκριμένες πολιτικές προϋποθέσεις θα οδηγούσε «σε κλιμάκωση και επιτάχυνση της ταξικής πάλης».
Ο Τρότσκι, ο θεωρητικός της Διαρκούς Επανάστασης, έγραφε αργότερα: «Ο σκοπός του Ενιαίου Μετώπου δεν μπορεί παρά να είναι μια κυβέρνηση Ενιαίου Μετώπου, δηλαδή μια κυβέρνηση κομμουνιστών-σοσιαλιστών, ένα “υπουργείο” Μπλουμ-Κασέν. Πρέπει να το πούμε ανοιχτά. Αν το Ενιαίο Μέτωπο παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά –και μόνον έτσι θα το πάρουν στα σοβαρά και οι λαϊκές μάζες– δεν μπορεί να αποφύγει το ζήτημα της κατάληψης της εξουσίας. Με ποια μέσα; Με όλα τα μέσα που οδηγούν στο σκοπό. Το Ενιαίο Μέτωπο δεν αρνείται τον κοινοβουλευτικό αγώνα...».
Η έμφαση που δόθηκε στο 4ο Συνέδριο στη συζήτηση για την Εργατική Κυβέρνηση συγκροτεί μια αντίληψη για την πολιτική πρόταση της κομουνιστικής Αριστεράς σχετικά με το κεντρικό ζήτημα της κυβερνητικής εξουσίας, σε συνθήκες οξείας πολιτικοκοινωνικής κρίσης, όπου –όμως– η δύναμη της εργατικής τάξης δεν είναι ώριμη για να θέσει άμεσα το θέμα της εργατικής εξουσίας. Η πρόταση του 4ου Συνεδρίου της Κομιντέρν περιγράφει μια μεταβατική διαδικασία από τη μία συνθήκη στην επόμενη.
Έκτοτε, πολλοί έχουν ισχυριστεί ότι αυτή η συζήτηση ήταν μια ατυχής στιγμή της Διεθνούς, ότι οι παρεμβάσεις του Λένιν, του Τρότσκι, της Τσέτκιν αφορούσαν ένα φανταστικό σενάριο που ουδέποτε δοκιμάστηκε στην πράξη. Και όμως, στη σύγχρονη ιστορία η Αριστερά δοκιμάστηκε συχνά σε αυτό το ερώτημα και πλήρωσε ακριβά τα κενά στη στρατηγική και στην τακτική της.
Στη Χιλή, στις αρχές του 1970, η εκλογική νίκη της Λαϊκής Ενότητας, ανεξάρτητα από τις προθέσεις του Σαλβαδόρ Αλιέντε και του ΚΚ Χιλής, πυροδότησε μια οξύτατη κλιμάκωση της ταξικής πάλης, που έφτασε σε τραγική ήττα, επειδή κανένα από τα μαζικά κόμματα της Αριστεράς δεν είχε καθαρή γραμμή για το χαρακτήρα της κυβέρνησης της Αριστεράς και για το μοναδικό δρόμο προς τη νίκη που ήταν η μεταβατική διεκδίκηση της συνολικής σοσιαλιστικής απελευθέρωσης.
Μπροστά στο ζήτημα της κυβερνητικής εξουσίας, σαν ένα κρίσιμο βήμα προς τη σοσιαλιστική ανατροπή, βρέθηκε η Αριστερά στην Πορτογαλία το 1974 και στην Ιταλία στα μέσα της δεκαετίας του 1970.
Όμως το μεγαλύτερο παράδειγμα, που ανοίγει ξανά και σε μαζικό επίπεδο αυτή τη συζήτηση, είναι η σύγχρονη ελληνική εμπειρία. Το ξέσπασμα της κρίσης το 2010 κατεδάφισε, σχεδόν ακαριαία, μεγάλο τμήμα των κατακτήσεων της εργατικής τάξης και των λαϊκών δυνάμεων στον 20ό αιώνα. Κατεδάφισε, επίσης σχεδόν ακαριαία, τη μαζική επιρροή της σοσιαλδημοκρατίας. Στους μεγάλους αγώνες που ακολούθησαν, ως προϋπόθεση για την προάσπιση των εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων έμπαινε το ζήτημα της ανατροπής, το «να φύγουν τώρα» και κατά συνέπεια το ζήτημα της κυβερνητικής εξουσίας. Γιατί τι άλλο έθεταν οι γιγαντιαίες γενικές απεργίες και διαδηλώσεις και οι διαδοχικές πολιορκίες του κοινοβουλίου από εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές; Το «μόνο» που χώριζε αυτή την κατάσταση από μια άμεσα επαναστατική κατάσταση ήταν το χαμηλό επίπεδο δύναμης των εργατικών-κοινωνικών οργανώσεων και ο δισταγμός των εργατικών-λαϊκών μαζών απέναντι στη γυμνή δύναμη του κράτους, που παρουσιάστηκε στους δρόμους.
Σε αυτή την κατάσταση ο ΣΥΡΙΖΑ, αν και εκκινούσε από χαμηλότερο σε σχέση με το ΚΚΕ επίπεδο δύναμης, απάντησε με το σύνθημα: Κυβέρνηση της Αριστεράς!
Το ΚΚΕ, αλλά και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, απάντησαν με τον προπαγανδισμό διαφόρων προγραμμάτων, που περιείχαν θέσεις επί παντός θέματος, πλην του κρίσιμου: Πώς έπρεπε να απαντηθεί αυτή η καυτή συγκυρία; Το αποτέλεσμα της σύγκρισης το γνωρίζουμε σήμερα, αλλά αυτό δεν λέει πολλά, γιατί εξακολουθούμε να μη γνωρίζουμε την έκβαση της μάχης που έχει ήδη αρχίσει.
Κατά τη γνώμη μας, η συζήτηση στο 4ο Συνέδριο της Κομιντέρν υποδεικνύει μια λογική διεκδίκησης της νίκης. Και ορίζει διαφορετικά καθήκοντα, στις διάφορες πτέρυγες της Αριστεράς.
Για τις δυνάμεις που βρίσκονται μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ δίνει τα κριτήρια για το τι είναι και τι δεν είναι μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Τα κριτήρια για το πρόγραμμά της, που οφείλει να λογοδοτεί, κυρίως ή αποκλειστικά, στις ανάγκες της εργατικής τάξης και των λαϊκών δυνάμεων και όχι σε κάποια διαταξικά νεφελώματα όπως η «χώρα» και η «παραγωγική ανασυγκρότηση». Τα κριτήρια για τις συμμαχίες, που οφείλουν να περιορίζονται στα εργατικά κόμματα και οργανώσεις και όχι σε εναλλασσόμενες πλατιές συμμαχίες που θυσιάζουν τον κοινωνικοπολιτικό προσανατολισμό στο όνομα της κοινοβουλευτικής αποδοτικότητας. Τα κριτήρια για τις προοπτικές μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, που πρέπει να γίνεται κατανοητή σαν μεταβατικός σταθμός στην πορεία προς τη σοσιαλιστική ανατροπή και όχι σαν ένας τελικός σταθμός όπου θα κριθεί η «σωτηρία της χώρας».
Όμως η συζήτηση του 4ου Συνεδρίου θέτει κρίσιμα ζητήματα και στην εκτός ΣΥΡΙΖΑ Αριστερά. Που οφείλει να σταματήσει να σκέφτεται για την κυβέρνηση της Αριστεράς σαν να είναι ένα «ψευδώνυμο της δικτατορίας του προλεταριάτου» και να πάρει τη θέση της στις υπαρκτές πολιτικές συγκρούσεις εδώ και τώρα, ρίχνοντας το βάρος της στο αριστερό άκρο της ζυγαριάς.
Από τον Ζινόβιεφ στον Δημητρόφ
Αυτά τα κριτήρια καταστράφηκαν στη συνέχεια. Η επικράτηση του σταλινισμού στην ΕΣΣΔ μετέτρεψε τη ρωσική αντιπροσωπεία στην Κομιντέρν σε έναν πολιορκητικό κριό κατεδάφισης της παράδοσης των τεσσάρων πρώτων συνεδρίων. Στο 5ο και στο 6ο Συνέδριο της Διεθνούς, υπό την επιφανειακή ηγεσία του Ζινόβιεφ, η «υπεραριστερή» επίθεση στη σοσιαλδημοκρατία ξεδόντιασε την πολιτική του Ενιαίου Μετώπου, φτάνοντας στην αυτοκτονική πολιτική της «3ης περιόδου», του «σοσιαλφασισμού», που ταύτιζε το SPD με τον Χίτλερ.
Από το 7ο συνέδριο και μετά, η άμεσα σταλινική ηγεσία της Διεθνούς αντέστρεψε πλήρως το Ενιαίο Μέτωπο, υιοθετώντας τη «στρατηγική των σταδίων» και τα Λαϊκά Μέτωπα, δηλαδή τη συνεργασία ακόμα και με τα δημοκρατικά αστικά κόμματα. Άνοιγε έτσι ο δρόμος για την ήττα της επανάστασης στην Ισπανία, για την ήττα του Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία, για τη Γιάλτα, για τις κυβερνήσεις εθνικής ενότητας στη Γαλλία και την Ιταλία του 1945... Μέσα από την υποταγή στο σταλινικό «διεθνές κέντρο», η ίδια η Κομιντέρν έπαιρνε το δρόμο της ντροπιαστικής αυτοδιάλυσης, ενώ γύρω μαινόταν η κόλαση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Όμως αυτά είναι μια άλλη ιστορία.
Αθήνα, 11 Σεπτέμβρη 2014
Αυτό το κείμενο έχει σήμερα μόνον ιστορική αξία για την πολιτική του "ΕΝΙΑΙΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ", όχι όμως πολιτική, γιατί τωρινή συγκυρία απουσιάζει το "υποκείμενο" αυτής της πολιτικής, δηλαδή το "κομμουνιστικό κίνημα" καθώς και οι πραγματικές ή φαντασιακές σχέσεις του με τον κόσμο της εργασίας. Επίσης, όλη η συζήτηση για τα «μεταβατικά αιτήματα» προϋποθέτει δεδομένη κάποια "στρατηγική" στην οποία εντάσσονται. Όμως η τωρινή συγκυρία σε σχέση με όλες τις εκδοχές της κομμουνιστικής (και όχι μόνο) Αριστεράς εκείνο που έχει αναδείξει πρώτα απ' όλα είναι η χρεωκοπία των στρατηγικών της στόχων.
ΑπάντησηΔιαγραφή. Όμως σ