Του συναδέλφου και μέλους της συσπείρωσης Νίκου Γαλάνη από εδώ.
Πέθανε ένας σπουδαίος και γλυκός άνθρωπος, ένας απο τους καλύτερους αρχιτέκτονες της Ελλάδας με σημαντικό έργο ενας κομμουνιστής με μεγάλο πάθος και με μια τεράστια ανοιχτή αγκαλιά. Πολλά χρόνια στο κίνημα και στις γραμμές της ΟΜΛΕ και του ΚΚΕ(μ-λ) απο τους βασικούς συντελεστές της προσπάθειας "ένα καράβι για την Γάζα", στρατευμένος με την αριστερά, αγαπούσε γνήσια τη νεολαία.
Πέθανε ένας σπουδαίος και γλυκός άνθρωπος, ένας απο τους καλύτερους αρχιτέκτονες της Ελλάδας με σημαντικό έργο ενας κομμουνιστής με μεγάλο πάθος και με μια τεράστια ανοιχτή αγκαλιά. Πολλά χρόνια στο κίνημα και στις γραμμές της ΟΜΛΕ και του ΚΚΕ(μ-λ) απο τους βασικούς συντελεστές της προσπάθειας "ένα καράβι για την Γάζα", στρατευμένος με την αριστερά, αγαπούσε γνήσια τη νεολαία.
Μαζί με τον σ. Κλεφτοδήμο και τον Κωστή λέγαμε να περπατήσουμε στα
βήματα, τους τόπους και τα λημέρια του Αρη... Έμεινε υπόσχεση, όπως
υπόσχεση θα μείνει για τον Κωστή η μετωπική συμπόρευση που σχεδόν μέρα
παρά μέρα μου τηλεφωνούσε να μάθει -τότε που γίνονταν οι συζητήσεις - αν
συμφωνήσαμε.
Τιθασευμένες οι γραμμές, σχεδιασμένες τέλεια,
οργανωμένες με όραμα, με πείσμα, με μεράκι
- ούτε που διανοήθηκε καμιά τους να ξεφύγει,
να ξεστρατίσει, να βρεθεί αλλού, σε λάθος δρόμο.
Τα σχήματα ολοκάθαρα και τακτοποιημένα,
βαλμένα πάνω στο χαρτί με γνώση, με σοφία,
στη θέση που τους άρμοζε, και τόσο δουλεμένα,
σαν ένας νόμος φυσικός να τα κανοναρχούσε.
Οι όγκοι πεντακάθαροι, ήρεμα ν’ ακουμπάνε
στο φυσικό ανάγλυφο με τρόπο εμπνευσμένο.
Καμία παραχώρηση σε περιττά στολίδια,
σε φλυαρίες του συρμού, μοδάτες ευκολίες.
Όλα λιτά, λειτουργικά, κατάλληλα δοχεία
για ν’ αγκαλιάσουν, των θνητών που θα τα κατοικήσουν,
ανάγκες καθημερινές κι εσώτερες ανάγκες.
Μονάχα τέτοια κτίρια το χέρι του ευλογούσε!
Μα, πάνω απ’ όλα, μάτωνε και ράγιζε η καρδιά του
γι΄ αυτού του κόσμου τ’ άδικο, για του Καλού τα πάθη.
Στους ταπεινούς, στους πένητες και στους κατατρεγμένους
στριφογυρνούσε αδιάκοπα η σκέψη του με πόνο.
Περιφρονούσε ολόψυχα τους άρχοντες του πλούτου
και τους σφουγγοκωλάριους που τους υπηρετούνε.
Γι’ αυτό και δε σπατάλησε ούτε λεπτό ποτέ του,
σ’ αυτούς να γίνει αρεστός. Του έφτανε η αγάπη
των φίλων, των συνεργατών και των πολύ δικών του.
Κι αν κάποτε, κάπου στη γη, σύντροφοι ψυχωμένοι
μ’ αίμα κι αγώνες κέρδιζαν κάποια σπουδαία νίκη,
το μέσα του αναγάλλιαζε και σαν παιδί χαιρόταν.
Τέτοιο κρασί γευότανε και κέρναγε τους γύρω!
Και τώρα το ποτήρι του εδώ στην άκρη άδειο.
Δίπλα εμείς, εμβρόντητοι, αμήχανα κοιτάμε
με μάτια που γυαλίζουνε, με μάγουλα βρεγμένα.
Αναμετράμε τις στιγμές, τις ώρες και τα χρόνια,
αναμετράμε τις χαρές, τις πίκρες κι όλα τ’ άλλα
που μοιραστήκαμε μαζί και θα σκουριάσει ο χρόνος.
Κι όσα για πάντα θα κλειστούν σε τούτο το κιβούρι
για να τα πάρει η λησμονιά προίκα της στους αιώνες.
Όμως, το καταστάλαγμα, αυτό που θ’ απομείνει,
θα ‘ναι πολύ ευφρόσυνο, θα’ ναι γλυκό σα νέκταρ,
θα πλημμυρίζει το είναι μας, θα μας ενδυναμώνει.
Γι’ αυτό, πετάξτε μακριά της θλίψης μαυροπούλια!
Κι εσείς, καμπάνες πένθιμες, σιγήστε, μη θρηνείτε!
Ανοίξτε πέπλα τ’ ουρανού, παραμερίστε νέφη,
τώρα διαβαίνει αγέρωχος τη μαύρη πύλη ο Κώστας!
Ηταν ταπεινός, γλυκός και δεκάδες αρχιτέκτονες που στην ουσία σπούδασαν στο γραφείο του τού έδωσαν το όνομα δάσκαλος...
Ακολουθεί o αποχαιρετισμός του Αντρέα Γιολάση στον σύντροφο Κώστα
οργανωμένες με όραμα, με πείσμα, με μεράκι
- ούτε που διανοήθηκε καμιά τους να ξεφύγει,
να ξεστρατίσει, να βρεθεί αλλού, σε λάθος δρόμο.
Τα σχήματα ολοκάθαρα και τακτοποιημένα,
βαλμένα πάνω στο χαρτί με γνώση, με σοφία,
στη θέση που τους άρμοζε, και τόσο δουλεμένα,
σαν ένας νόμος φυσικός να τα κανοναρχούσε.
Οι όγκοι πεντακάθαροι, ήρεμα ν’ ακουμπάνε
στο φυσικό ανάγλυφο με τρόπο εμπνευσμένο.
Καμία παραχώρηση σε περιττά στολίδια,
σε φλυαρίες του συρμού, μοδάτες ευκολίες.
Όλα λιτά, λειτουργικά, κατάλληλα δοχεία
για ν’ αγκαλιάσουν, των θνητών που θα τα κατοικήσουν,
ανάγκες καθημερινές κι εσώτερες ανάγκες.
Μονάχα τέτοια κτίρια το χέρι του ευλογούσε!
Μα, πάνω απ’ όλα, μάτωνε και ράγιζε η καρδιά του
γι΄ αυτού του κόσμου τ’ άδικο, για του Καλού τα πάθη.
Στους ταπεινούς, στους πένητες και στους κατατρεγμένους
στριφογυρνούσε αδιάκοπα η σκέψη του με πόνο.
Περιφρονούσε ολόψυχα τους άρχοντες του πλούτου
και τους σφουγγοκωλάριους που τους υπηρετούνε.
Γι’ αυτό και δε σπατάλησε ούτε λεπτό ποτέ του,
σ’ αυτούς να γίνει αρεστός. Του έφτανε η αγάπη
των φίλων, των συνεργατών και των πολύ δικών του.
Κι αν κάποτε, κάπου στη γη, σύντροφοι ψυχωμένοι
μ’ αίμα κι αγώνες κέρδιζαν κάποια σπουδαία νίκη,
το μέσα του αναγάλλιαζε και σαν παιδί χαιρόταν.
Τέτοιο κρασί γευότανε και κέρναγε τους γύρω!
Και τώρα το ποτήρι του εδώ στην άκρη άδειο.
Δίπλα εμείς, εμβρόντητοι, αμήχανα κοιτάμε
με μάτια που γυαλίζουνε, με μάγουλα βρεγμένα.
Αναμετράμε τις στιγμές, τις ώρες και τα χρόνια,
αναμετράμε τις χαρές, τις πίκρες κι όλα τ’ άλλα
που μοιραστήκαμε μαζί και θα σκουριάσει ο χρόνος.
Κι όσα για πάντα θα κλειστούν σε τούτο το κιβούρι
για να τα πάρει η λησμονιά προίκα της στους αιώνες.
Όμως, το καταστάλαγμα, αυτό που θ’ απομείνει,
θα ‘ναι πολύ ευφρόσυνο, θα’ ναι γλυκό σα νέκταρ,
θα πλημμυρίζει το είναι μας, θα μας ενδυναμώνει.
Γι’ αυτό, πετάξτε μακριά της θλίψης μαυροπούλια!
Κι εσείς, καμπάνες πένθιμες, σιγήστε, μη θρηνείτε!
Ανοίξτε πέπλα τ’ ουρανού, παραμερίστε νέφη,
τώρα διαβαίνει αγέρωχος τη μαύρη πύλη ο Κώστας!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου