Αναδημοσίευση από το Ριζοσπάστη
«Κυρίες και κύριοι σκεφτείτε,
«Οπερα της πεντάρας» γράφτηκε από τον Μπρεχτ στα 1928, την παραμονή
δηλαδή της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, με το οικονομικό κραχ του
1929. Αποτελεί διασκευή του έργου του Τζον Γκέι «H Οπερα του ζητιάνου»
(1728), από το οποίο διατήρησε το σατιρικό ύφος, όχι όμως διακωμωδώντας
την ιταλική όπερα, αλλά καυτηριάζοντας την αστική υποκρισία. Λίγο
αργότερα, το 1931, σκηνοθετήθηκε για τη μεγάλη οθόνη από τον Γκεόργκ
Βίλχελμ Παμπστ.
Ο
Μπρεχτ και ο Βάιλ είχαν όμως δίκιο. Η ταινία έχει αρκετές διαφορές από
το θεατρικό. Στόχος τους ήταν ένα έργο «από ζητιάνους, για ζητιάνους» με
λιτά σκηνικά και κοστούμια, ενώ ο Παμπστ μαζί με τον καλλιτεχνικό
διευθυντή Αντρέγιεφ έστησαν το πιο εντυπωσιακό σκηνικό ταινίας που είχε
ποτέ δει το γερμανικό θέατρο. Ο Μπρεχτ πίστευε, σύμφωνα με την περίφημη
θεωρία της «αποξένωσης», πως το κοινό του παρακολουθούσε ένα δράμα και
δε θα έπρεπε να ταυτίζεται με τους χαρακτήρες. Ο Παμπστ, από την άλλη,
μέσω του μονοκόμματου μοντάζ και της κλίσης του για ψυχολογική
εξερεύνηση των χαρακτήρων, εμπλέκει το θεατή. Αρκετά από τα πιο πικρά
και καυστικά τραγούδια του θεατρικού, λείπουν από την ταινία. Ωστόσο, η
ταινία, με το αιχμηρό και έντονο αντικαπιταλιστικό κλείσιμό της, παίρνει
ουσιαστικά μια πιο ισχυρή πολιτική θέση σε σχέση με το θεατρικό έργο. Ο
Μπρεχτ δεν είδε τη γαλλική βερσιόν της ταινίας, η οποία, μάλλον θα τον
ενοχλούσε περισσότερο. Λείπουν μερικές μικρές σκηνές λόγω της γαλλικής
λογοκρισίας της εποχής εκείνης, αλλά ακόμη και αν υπήρχαν, πάλι η
γαλλική εκδοχή θα ήταν δέκα λεπτά μικρότερη από τη γερμανική, καθώς οι
Γάλλοι ηθοποιοί παίζουν με ταχύτερο ρυθμό.
Η ΟΠΕΡΑ ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΡΑΣ
Δριμύ «κατηγορώ» στο εκμεταλλευτικό καπιταλιστικό σύστημα
τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας
μπροστά στην ίδρυσή της
και τι η δολοφονία ενός ανθρώπου
μπροστά στην πρόσληψή του» (Μπέρτολτ Μπρεχτ)
Μια από τις πιο δυνατές κινηματογραφικές δημιουργίες, «Η όπερα της πεντάρας», το κλασικό αριστούργημα του Μπέρτολτ Μπρεχτ, σε σκηνοθεσία Γκεόργκ Βίλχελμ Παμπστ, με την αξεπέραστη μουσική του Κουρτ Βάιλ, προβάλλεται, επίσης, στο πλαίσιο του αφιερώματος.
Η
ταινία αποτελεί ορόσημο των πρώιμων χρόνων του ομιλούντος
κινηματογράφου. Ο Παμπστ καταφέρνει να δημιουργήσει μια πολύ όμορφη
οπτική αίσθηση του χώρου και του χρόνου στο βικτοριανό Σόχο του
Λονδίνου. Ο σκιερός φωτισμός αναδεικνύει το στοιχείο της διεφθαρμένης
κοινωνίας και τα τραγούδια μάς διασκεδάζουν με τον κυνισμό τους («Μακ ο
Μαχαιροβγάλτης»), τον κυνισμό για την αφελή αγάπη («Το γαμήλιο τραγούδι
των φτωχών»), το κυνισμό της ρεαλιστικής αγάπης («Το τραγούδι της
Πόλυ»), τον κυνισμό του στρατού («Τραγούδι των κανονιών») και τέλος τον
κυνισμό της απέχθειας («Η Τζένη των πειρατών»).
Η
ταινία είναι μια επίκαιρη επιλογή και κριτικό σχόλιο για τις εποχές που
διανύουμε. Μια σάτιρα για όσα σήμερα απλώς επαναλαμβάνονται στο γύρισμα
του χρόνου, εν μέσω βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης... Ογδόντα χρόνια μετά
το γύρισμά της, το έργο παραμένει επίκαιρο, σαρκαστικό και ένα δριμύ
«κατηγορώ» στο εκμεταλλευτικό καπιταλιστικό σύστημα, που είναι σύμφυτο
με την ανεργία και την εμπορευματοποίηση των πάντων.
Καυτηριάζοντας την αστική υποκρισία
Πρωταγωνιστές,
ένας στυγνός «επιχειρηματίας» με εταιρεία - βιτρίνα που εκμεταλλεύεται
τους επαίτες του Λονδίνου, αλλά δηλώνει φτωχός, ένας επίορκος
αστυνομικός, ένας ληστής που λιγουρεύεται τα μεγάλα «πορτοφόλια», μια
διάσημη πόρνη. Πρόκειται για μορφές βγαλμένες από τη φαντασία του
Μπρεχτ, με φόντο την αστική τάξη του βικτοριανού Λονδίνου, όπου εμπόριο
μπορούν να γίνουν τα πάντα, ακόμη και η ελεημοσύνη.
Το
1930, ο Γκέοργκ Βίλχεμ Παμπστ άρχισε τα γυρίσματα της «Οπερας της
πεντάρας», σε δύο εκδοχές, τη γερμανική και τη γαλλική με διαφορετικούς
ηθοποιούς στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, αλλά με τους ίδιους ηθοποιούς
στους δεύτερους ρόλους και τα ίδια σκηνικά. Ο λόγος ήταν πως ήθελε, όπως
και πολλοί άλλοι σκηνοθέτες της ίδιας εποχής, να χαρίσει στην ταινία το
διεθνές κύρος που είχαν οι ταινίες του βωβού κινηματογράφου μερικά
χρόνια πιο πριν. Η πρακτική όμως αυτή διόγκωνε τον προϋπολογισμό και
παρέτεινε το χρόνο των γυρισμάτων κι έτσι εγκαταλείφθηκε στα μέσα της
δεκαετίας του '30. Οσες ταινίες επέζησαν εκείνης της περιόδου σε δύο
εκδοχές, προσφέρουν συναρπαστικό υλικό για σύγκριση. Η εταιρεία
παραγωγής Warner Bros, σε συνεργασία με την Nero Film, σκόπευε να
γυρίσει την ταινία και σε αγγλική εκδοχή, αλλά η ιδέα αυτή σκιάστηκε από
τη δικαστική διαμάχη του Μπρεχτ και του Βάιλ με τη Nero Film. Λόγος
ήταν πως οι δύο δημιουργοί θεωρούσαν πως η εταιρεία παραγωγής είχε
διαστρεβλώσει το έργο τους. Αργότερα, αποδείχτηκε πως ο ίδιος ο Μπρεχτ
είχε κάνει μόνος του πολλές αλλαγές στο σενάριο της ταινίας του Παμπστ
και έτσι έχασε το δικαστήριο, αλλά ο Βάιλ κέρδισε παίρνοντας και
αποζημίωση.
Η
πρεμιέρα της ταινίας στη Γερμανία έγινε στις 19 Φεβρουαρίου του 1931
και σύντομα προβλήθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο. Πολύ σύντομα, η φήμη του
έργου έφτασε στην Αμερική, όπου προβλήθηκε για πρώτη φορά στις 13
Απριλίου του 1933 στο Empire Theatre της Νέας Υόρκης. Αξίζει να
σημειωθεί πως στην ταινία του Παμπστ, το ρόλο της Τζένη έχει η Βιεννέζα
ηθοποιός Λότε Λένια, ο μεγάλος έρωτας και σύζυγος του Κουρτ Βάιλ.
Η υπόθεση
Η
ταινία ακολουθεί την ιστορία του Μακήθ Μέσερ ή Μακ του Μαχαιροβγάλτη.
Ενός δολοφόνου, βιαστή, εμπρηστή και κλέφτη. Ο Μακήθ, εμφανίζεται ως
αξιοπρεπής κύριος με το στενό του κοστούμι, το γκρι του καπέλο και την
ακριβή πίπα τσιγάρου από ελεφαντόδοντο, κι έτσι ρίχνει εύκολα τους
άλλους στα δίχτυα του. Γι' αυτόν τα μαθαίνουμε όλα από έναν πλανόδιο
μουσικό, που διασκεδάζει το πλήθος στο δρόμο, λέγοντας ιστορίες με τα
κατορθώματα του περιβόητου κακοποιού. Στην ιστορία μπαίνει τώρα ο
Ιερεμίας Πήτσαμ, ο οποίος δηλώνει φτωχός, αλλά είναι ιδιοκτήτης της
μεγαλύτερης εταιρείας ζητιάνων στο Λονδίνο, την «Τζόναθαν Τζερεμάια
Πήτσαμ ΑΕ». Ο Πήτσαμ προσλαμβάνει ανέργους και τους εκμεταλλεύεται,
μετατρέποντάς τους σε «εξειδικευμένους» ζητιάνους που εργάζονται γι'
αυτόν. Ο Μακήθ ερωτεύεται την όμορφη Πόλυ, κόρη του Πήτσαμ, ενώ βάζει
στο μάτι και την «επιχείρησή» του. Ετσι, παντρεύεται κρυφά την Πόλυ με
σκοπό να βάλει χέρι στα κέρδη. Ο γάμος γίνεται σε μια σκονισμένη υπόγεια
αποθήκη, διακοσμημένη πολυτελώς με κλεψιμαίικα από τα καλύτερα μαγαζιά
του Λονδίνου και με την παρουσία ζητιάνων και ληστών, αλλά και του
Τάιγκερ Μπράουν (ή Μπράουν ο Τίγρης), αρχηγού της αστυνομίας και
κολλητού του Μακήθ! Οταν ο Πήτσαμ το μαθαίνει, καταλαβαίνει ότι η
«εταιρεία» του κινδυνεύει, και αποφασίζει να εκδικηθεί τον Μακήθ.
Προσπαθεί λοιπόν να τον καταδώσει στην αστυνομία, και απειλεί τον
Τάιγκερ Μπράουν πως αν δε συλλάβει τον Μακήθ, θα οργανώσει εξέγερση όλων
των ζητιάνων της πόλης με σκοπό τη διατάραξη της επικείμενης στέψης της
βασίλισσας. Ο Τάιγκερ προειδοποιεί τον Μακήθ, και ο Μακήθ καταφεύγει
στην Τζένη, την ερωμένη του, ζητώντας της να τον κρύψει. Η Τζένη όμως θα
τον προδώσει από ζήλια και θα τον παραδώσει στην αστυνομία. Ο Μακήθ
κλείνεται στη φυλακή, περιμένοντας την κρεμάλα. Εν τω μεταξύ, η Πόλυ
έχει αναδειχτεί σε εξαιρετική αρχηγός των ζητιάνων - παίρνοντας την
«κλίση» του πατέρα της. Η πανουργία του Πήτσαμ βρίσκει συνεργό την
πεποίθηση του Μακήθ ότι όλα λύνονται με απειλές και χρήμα, κι έτσι,
συμφωνούν από κοινού ότι ο πιο εύκολος τρόπος να ληστεύουν τους άλλους
δεν είναι πλέον με τον παράνομο τρόπο, αλλά με την ίδρυση μιας τράπεζας,
μέσω της οποίας θα ληστεύουν τους άλλους νόμιμα! Ετσι, με αυτό το
«χαρούμενο» τέλος, μένουν όλοι ευχαριστημένοι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου