Κατά
της πράξης που τον θέτει σε αργία σύμφωνα
με τις προβλέψεις του ν. 4093/2012 ο υπάλληλος
έχει δικαίωμα να ασκήσει αίτηση ακύρωσης
ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου της
περιφέρειας όπου παρέχει τις υπηρεσίες
του εντός αποκλειστικής προθεσμίας 60
ημερών από την κοινοποίησή της.
Εφόσον
ασκήσει αίτηση ακύρωσης έχει δικαίωμα
να ασκήσει και αίτηση αναστολής με
αίτημα να μην εφαρμοστεί η απόφαση έως
ότου αποφανθεί επί της αιτήσεως ακύρωσης
το αρμόδιο Δικαστήριο. Σημειώνεται ότι
για την αίτηση αναστολής δεν προβλέπεται
προθεσμία, πρέπει όμως να ασκηθεί μετά
την άσκηση της αίτησης ακύρωσης (ή έστω
ταυτόχρονα).
ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΟ
ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Από την Πανελλήνια
Ομοσπονδία Ενώσεων Μηχανικών Δημοσίων
Υπαλλήλων Διπλωματούχων Ανωτάτων Σχολών
(Π.Ο. Ε.Μ.Δ.Υ.Δ.Α.Σ.) μας τέθηκε το ερώτημα
εάν πάσχουν οι ρυθμίσεις της Υποπαραγράφου
Ζ.3 του ν. 4093/2012 περί της αργίας (αυτοδίκαιης
και δυνητικής) των δημοσίων και δημοτικών
– κοινοτικών υπαλλήλων στο πλαίσιο της
πειθαρχικής και ποινικής διαδικασίας.
Σύμφωνα με το άρθρο
103 παρ. 4 του Συντάγματος «Οι
δημόσιοι υπάλληλοι που κατέχουν οργανικές
θέσεις είναι μόνιμοι εφόσον οι θέσεις
υπάρχουν. Αυτοί εξελίσσονται μισθολογικά
σύμφωνα με τους όρους του νόμου και,
εκτός από τις περιπτώσεις που αποχωρούν
λόγω ορίου ηλικίας ή παύονται με δικαστική
απόφαση, δεν μπορούν να μετατεθούν χωρίς
γνωμοδότηση ούτε να υποβιβαστούν ή να
παυθούν χωρίς απόφαση υπηρεσιακού
συμβουλίου, που αποτελείται τουλάχιστον
κατά τα δύο τρίτα από μόνιμους δημόσιους
υπαλλήλους. Κατά των αποφάσεων τω
συμβουλίων αυτών επιτρέπεται προσφυγή
στο Συμβούλιο της Επικρατείας όπως
νόμος ορίζει».
Η κατά την προαναφερθείσα συνταγματική
διάταξη διασφάλιση της μονιμότητας
περιλαμβάνει ασφαλώς και το
δικαίωμα του υπαλλήλου να ασκεί τα
νόμιμα καθήκοντά του.
Όπως πάγια γίνεται
δεκτό, ενόψει του ότι η θέση σε αργία
αποτελεί προσωρινή παύση, αφού ο υπάλληλος
ο οποίος τελεί σε αργία απέχει από την
άσκηση των καθηκόντων του, κύριων και
παρεπόμενων, η ως άνω διάταξη του άρθρου
103 παρ. 4 του Συντάγματος επιβάλλει όπως
για τη θέση σε αργία προηγηθεί οπωσδήποτε
και σε κάθε περίπτωση δικαστική απόφαση
ή απόφαση Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Για
τούτο άλλωστε και δεδομένης της φύσης
του μέτρου αυτού ως όλως εξαιρετικού,
όλες οι οικείες ρυθμίσεις των Υπαλληλικών
Κωδίκων που κατά καιρούς είχαν ψηφιστεί
και ίσχυαν υπό το φως της προαναφερθείσας
συνταγματικής διάταξης, έθεταν πολύ
συγκεκριμένες και αυστηρές προϋποθέσεις
θέσης σε αργία και μόνο για πολύ σοβαρά
πειθαρχικά παραπτώματα. Ακόμα και κατά
τη ρύθμιση της δυνητικής θέσης σε αργία
γίνεται πάγια δεκτό ότι ο χαρακτηρισμός
της ως «δυνητικής» έχει την έννοια ότι
το υπηρεσιακό συμβούλιο προκειμένου
να εκδώσει τη σχετική απόφασή του
οφείλει, πέρα από το να εξετάσει εάν
συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις,
να ερευνήσει πάντως εάν το δημόσιο
συμφέρον καθιστά αναγκαίο το διοικητικό
αυτό μέτρο, ενόψει και της ηθικής μείωσης
και των άλλων δυσμενών υπηρεσιακών
συνεπειών τις οποίες συνεπάγεται για
τον υπάλληλο η θέση του σε αργία αφού
του επιβάλλεται προτού η κατηγορία που
του αποδίδεται βεβαιωθεί με ποινική ή
πειθαρχική καταδίκη.
Με το ν. 4093/2012
τροποποιήθηκαν τα άρθρα 103 και 104 του
Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών
Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων
Ν.Π.Δ.Δ. καθώς και τα άρθρα 107 και 108 του
Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και
Κοινοτικών Υπαλλήλων και τέθηκαν νέες
ρυθμίσεις ως προς τη θέση των υπαλλήλων
σε αυτοδίκαιη και δυνητική αργία. Σύμφωνα
όμως και με όσα προεξετέθηκαν, οι
ρυθμίσεις αυτές προσκρούουν ευθέως
στην συνταγματική διάταξη του άρθρου
103 του Συντάγματος καθώς δεν εξασφαλίζεται
ούτε το ότι θα προηγείται πριν από τη
θέση σε αργία απόφαση υπηρεσιακού
συμβουλίου αφού δίνεται η δυνατότητα
στο αρμόδιο διοικητικό όργανο να θέσει
υπάλληλο σε αργία ακόμα και χωρίς
γνωμοδότηση του υπηρεσιακού συμβουλίου,
μόνο και μόνο εφόσον ασκηθεί πειθαρχική
δίωξη για οποιοδήποτε πειθαρχικό
παράπτωμα, προσκρούοντας ευθέως και
στη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων.
Όπως άλλωστε αναφέρεται και στην
αιτιολογική
έκθεση της
διάταξης, με τις ρυθμίσεις αυτές
διευρύνονται
οι περιπτώσεις που οι υπάλληλοι τίθενται
σε αυτοδίκαιη αργία ώστε να επιτυγχάνεται
η άμεση απομάκρυνση όσων διώκονται ή
τιμωρούνται για σοβαρά ποινικά ή
πειθαρχικά παραπτώματα.
Όμως με τις υπόψη διατάξεις δεν
εξασφαλίζεται ότι απομακρύνονται όσοι
πράγματι ενέχονται σε ποινικά ή πειθαρχικά
παραπτώματα, ενώ από μόνη της η «διεύρυνση»
εφαρμογής του ιδιαίτερα επαχθούς αυτού
μέτρου πρέπει να πραγματοποιείται υπό
πολύ αυστηρές προϋποθέσεις, υπό το φως
των όσων επιτάσσουν το Σύνταγμα και οι
διεθνείς συμβάσεις που έχει υπογράψει
η χώρα μας και έχουν επικυρωθεί νομίμως,
όπως είναι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) που
κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974. Έτσι το γεγονός
ότι δύναται σε αργία υπάλληλος που
διώκεται για οποιοδήποτε πειθαρχικό
παράπτωμα αντιστρατεύεται και την
υπερονομοθετικής ισχύος διάταξη του
άρθρου 6 της ΕΣΔΑ περί του τεκμηρίου
αθωότητας αφού ο υπάλληλος αντιμετωπίζεται
ως ένοχος και υφίσταται τις συνέπειες
μολονότι δεν έχει κριθεί αμετάκλητα
από τα οικεία δικαιοδοτικά όργανα, ενώ
άλλωστε καταργήθηκε και το δικαίωμα
λήψης των περικεκομμένων αποδοχών όταν
και εφόσον αθωωθεί ο υπάλληλος.
Αθήνα, 19 Νοεμβρίου
2012
Ο γνωμοδοτών
ποιος ειναι ο γνωμοδοτων?
ΑπάντησηΔιαγραφήυπάρχει αναρτημένο στο site της ΠΟ ΕΜΔΥΔΑΣ:
ΑπάντησηΔιαγραφήhttp://emdydas.gr/images/stories/news/2012/5.12.2012_anakoinosi_6512.doc