Το παράδειγμα της Ενέργειας δείχνει με σαφήνεια που οδηγούν οι ιδιωτικοποιήσεις
Όλοι και όλες είμαστε μάρτυρες των ανεξέλεγκτων αυξήσεων εδώ και ένα χρόνο τουλάχιστον στο ενεργειακό κόστος. Αυξήσεις τόσο στην ηλεκτρική ενέργεια, όσο στα καύσιμα (πετρέλαιο, βενζίνη, φυσικό αέριο) που μεταφέρονται πολλαπλασιαστικά σε όλη την αλυσίδα της παραγωγής και της κατανάλωσης και εξανεμίζουν το εισόδημα των εργαζομένων, αλλά οδηγούν και σε ακραία φαινόμενα όπως αυτό της ενεργειακής φτώχειας.
Η εκκίνηση των ληστρικών αυτών αυξήσεων είναι αρκετά παλαιότερη και προφανώς έχει επιδεινωθεί από τη διεθνή συγκυρία. Όροι όπως «Χρηματιστήριο Ενέργειας», “Target Model” και «Ρήτρα Αναπροσαρμογής» έχουν νομοθετηθεί και τεθεί σε εφαρμογή πολύ πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία. Τον Ιανουάριο του 2018, εφαρμόζοντας τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες για την ολοκλήρωση της ενιαίας και απελευθερωμένης αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, ιδρύθηκε το «Χρηματιστήριο Ενέργειας» με σκοπό του την «ενίσχυση του ανταγωνισμού για διασφάλιση καλύτερων τιμών για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις». Η επόμενη κυβέρνηση το 2020 ενεργοποίησε το Χρηματιστήριο Ενέργειας με αποτέλεσμα τα νοικοκυριά και οι επαγγελματίες να δουν κατακόρυφη αύξηση στους λογαριασμούς του ρεύματος. Αποκαλύφθηκε στην πράξη, ότι σκοπός αυτών των επιλογών, ήταν η εξασφάλιση της κερδοφορίας των εταιρειών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, με παραπέρα στράγγισμα του λαού και όξυνση της ενεργειακής φτώχειας. Ο δε Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας το 2020 δήλωνε «αποφασισμένος να σπάσει αυγά» και ότι «η λειτουργία του target model οδηγεί σε χαμηλότερες τιμές μέσω του ανταγωνισμού».
Ας δούμε πως λειτουργεί το Χρηματιστήριο Ενέργειας. Ας υποθέσουμε ότι παράγεται ενέργεια 100 μονάδες από τρεις πηγές, που η πρώτη δίνει 70 μονάδες ενέργειας με προσφερόμενη στο χρηματιστήριο τιμή μονάδας 10 ευρώ, η δεύτερη 25 μονάδες με 100 ευρώ, και η τρίτη 5 μονάδες με 250 ευρώ. Τότε, όλη η παραγόμενη ενέργεια και από τις τρεις πηγές, τιμολογείται με την ακριβότερη σε κόστος μονάδα δηλαδή 250 ευρώ! Δηλαδή, οι καταναλωτές θα κληθούν να πληρώσουν 100Χ250 = 25.000 ευρώ, αντί για 70Χ10+25Χ100+5Χ250 = 4.450 ευρώ. Η νόμιμη αυτή ληστεία, εμφανίζεται στη «ρήτρα αναπροσαρμογής», που είναι από τριπλάσια μέχρι και πενταπλάσια από το ποσό, που αντιστοιχεί στην ηλεκτρική ενέργεια που καταναλώσαμε. Φυσικά ακόμη και μετά την «κατάργηση της Ρήτρας Αναπροσαρμογής» οι ιδιωτικές εταιρίες ενέργειας συνεχίζουν να τιμολογούν με τον ίδιο τρόπο ενσωματώνοντας την στην τιμή του επόμενου μήνα (που έφτασε ήδη τα 0,8 € την Kwh από 0,11 € πριν).
Η ηλεκτρική ενέργεια η οποία παράγεται από πλήθος μορφών όπως λιγνιτικά εργοστάσια, φωτοβολταϊκά και ανεμογεννήτριες (ΑΠΕ), υδροηλεκτρικά και εργοστάσια με φυσικό αέριο η πετρέλαιο, όμως η χρηματιστηριακή τιμή της, διαμορφώνεται με βάση την ακριβότερη προσφορά στο «χρηματιστήριο ενέργειας» η οποία είναι αυτή την περίοδο του Φυσικού Αερίου, το οποίο έχει εκτιναχθεί στα ύψη. Συνεπώς, η τιμή του φυσικού αέριου, που εκτινάχθηκε από τα 16,6 ευρώ η μεγαβατώρα τον Μάρτιο του 2021, στα 133 ευρώ τον Δεκέμβριο και μετά την έναρξη του πολέμου ξεπέρασε τα 300 ευρώ, συμπαρασύρει συνολικά την τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας. Κι αυτό γιατί, όπως είπαμε, η χρηματιστηριακή τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας διαμορφώνεται με βάση τη μέγιστη προσφερόμενη τιμή, δηλαδή τα 300 ευρώ, που είναι η τιμή του φυσικού αερίου και όχι με το συνολικό κόστος, που για τα υδροηλεκτρικά είναι γύρω στα 15 ευρώ, για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) είναι 100 ευρώ σύμφωνα με την «εγγυημένη τιμή», ενώ και για τα λιγνιτικά, το πραγματικό κόστος είναι πολύ μικρότερο από το ονομαστικό, αν δεν φορτώνονταν με το «δικαίωμα ρύπων», το οποίο ανεβάζει τεχνητά την τιμή του λιγνίτη.
Προϋπήρχαν άλλες δύο μορφές νομιμοποιημένης ληστείας των καταναλωτών που επιβαρύνουν πρόσθετα (α) η εγγυημένη τιμή της κιλοβατώρας για τις ΑΠΕ, που πληρώνεται επίσης μέσω «χαρατσιού», το οποίο κατευθύνεται στην πριμοδότηση των ιδιωτικών εταιρειών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ώστε να έχουν οι συγκεκριμένοι επιχειρηματίες, «εγγυημένα» τα κέρδη τους και (β) η κατανομή του «δικαιώματος ρύπων», από το οποίο, οι κυβερνήσεις, απάλλαξαν τις μεγάλες ενεργοβόρες επιχειρήσεις και το φόρτωσαν κι αυτό στους λογαριασμούς μας, μέσω των εταιρειών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Να λάβουμε εδώ υπ’ όψιν, ότι το Σεπτέμβρη του 2021 το κόστος αγοράς ρύπων έφτασε να είναι διπλάσιο από το κόστος λιγνιτικής παραγωγής μιας μεγαβατώρας.
Επίσης η κυβέρνηση επέλεξε ένα βιαστικό και αναιτιολόγητο κλείσιμο των λιγνιτικών εργοστασίων, με στόχο δήθεν τον περιορισμό των ρύπων, την ίδια στιγμή που σχεδιάζουν την κατασκευή 4 μεγάλων εργοστασίων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, μέσω της καρκινογόνας καύσης σκουπιδιών. Δυστυχώς η «πράσινη μετάβαση» αντί να γίνει με σχεδιασμό και προτεραιότητα τους πολίτες και το περιβάλλον γίνεται με μόνο σχέδιο την εκτόξευση της κερδοφορίας των ενεργειακών και κατασκευαστικών επιχειρηματιών.
Που πηγαίνουν όμως τα χρήματα που πληρώνουμε με την «ρήτρα αναπροσαρμογής» και την εκτόξευση του ενεργειακού κόστους; Οι 4 μεγαλύτερες ελληνικές επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας συσσώρευσαν κέρδη ενός περίπου δισεκατομμυρίου ευρώ το 2021, ενώ για το 2022 προβλέπεται ακόμη πιο «λαμπρό» μέλλον. Την ίδια χρονιά οι τρεις παγκόσμιοι κολοσσοί της ενέργειας BP, Shell, ExxonMobil, είχαν κέρδη 55 δισεκατομμυρίων ευρώ. Και τώρα, με τον πόλεμο, τα κέρδη τους αναμένεται να εκτιναχθούν, αφού πουλάνε υγροποιημένο φυσικό αέριο στην Ευρώπη σε σχεδόν εικοσαπλάσιες τιμές από ότι πριν ένα χρόνο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή τη στιγμή οι τιμές του ρεύματος στην Ελλάδα είναι από τις ακριβότερες στην Ευρώπη. Συγκεκριμένα η χώρα μας, με 616,38 ευρώ τη χονδρεμπορική τιμή της μεγαβατώρας, μοιράζεται μαζί με τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ και συγκεκριμένα με τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, τη Σλοβενία, τη Σλοβακία και την Ουγγαρία, τη δεύτερη ακριβότερη τιμή ρεύματος στην Ευρώπη. Ενδεικτικά στην Ισπανία και στην Πορτογαλία, οι κυβερνήσεις των οποίων έλαβαν κάποια μέτρα για την ενεργειακή κρίση και εντάχθηκαν σε ειδικό καθεστώς, η τιμή της μεγαβατώρας είναι μόλις 183 ευρώ, 3,5 φορές δηλαδή φτηνότερη από τη δική μας. Κι ακόμη, η λιανική τιμή του ρεύματος στη Γερμανία των πολύ καλύτερων αμοιβών για τους εργαζόμενους, είναι 0,33 ευρώ ανά κιλοβατώρα, 3 δηλαδή φορές χαμηλότερη από τις αυξημένες τιμές που ανακοίνωσαν οι πάροχοι ρεύματος στην Ελλάδα.
Η «λύση» της επιδοματική πολιτική, ενώ φαίνεται να στηρίζει τους καταναλωτές, στην πραγματικότητα επιδοτεί τις μεγάλες επιχειρήσεις που κερδοσκοπούν σε βάρος του πολίτη. Γιατί οι επιδοτήσεις μεταβιβάζονται απευθείας από τους καταναλωτές στους κερδοσκόπους της ενέργειας. Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα τεράστιο σκάνδαλο μεταφοράς δημόσιου χρήματος από τα δημόσια ταμεία στις ιδιωτικές επιχειρήσεις παραγωγής και παροχής ρεύματος. Οι οποίες, αν και διαχειρίζονται και εμπορεύονται ενέργεια, ένα φυσικό και κοινωνικό, δηλαδή, αγαθό απαραίτητο για την επιβίωση της κοινωνίας, αυξάνουν ανεξέλεγκτα τις τιμές του στα ύψη προκειμένου να προσποριστούν υπερκέρδη. Και το υπεύθυνο κράτος αντί να εμποδίζει και να διώκει αυτή την αντικοινωνική και κερδοσκοπική πολιτική, την επιδοτεί με 1,9 δις (κάθε μήνα!) από τα δημόσια ταμεία, τη στιγμή που η ΔΕΗ ιδιωτικοποιήθηκε με μόλις 2,3 δις ! Και φυσικά αυτές τις επιδοτήσεις των κερδοσκόπων θα τις πληρώσουμε ξανά εμείς μέσω αυξήσεων στη φορολογία, περικοπών, πάγωμα των μισθών κλπ.
Για αντίστοιχους λόγους και ο κλάδος μας αντιστέκεται στην ιδιωτικοποίηση των Δημόσιων Τεχνικών Υπηρεσιών, είτε μέσω ΣΔΙΤ, είτε μέσω «Αναπτυξιακών Οργανισμών», είτε μέσω Συμβούλων και «Ιδιωτών Επιβλεπόντων». Διότι όπως και με την ενέργεια, οι ιδιωτικοποιήσεις οδηγούν σε κερδοφορία των λίγων, χειρότερες υπηρεσίες και οικονομικά βάρη στους πολλούς. Ενώνουμε τη φωνή μας με το κίνημα των εργαζομένων και πολιτών που αγωνίζονται για Δημόσια Κοινωνικά Αγαθά και για κατάργηση του «χρηματιστηρίου Ενέργειας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου