Κυριακή 16 Αυγούστου 2020

«Η ζωή στην πόλη δεν είναι ένας μεγάλος περίπατος»


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ 15.08.2020, 18:32
«Η ζωή στην πόλη δεν είναι ένας μεγάλος περίπατος»

«Στις μεγαλουπόλεις του κόσμου μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, δομικά εξορισμένα από τις περιοχές της κατανάλωσης και της πρόνοιας, έχουν οργανωθεί στους δημόσιους χώρους και επανεφευρίσκουν την κοινή ζωή, τη ζωή ως κοινό... Η περίοδος του εγκλεισμού ανέδειξε τέτοιες πρακτικές εκεί που οι κεντρικές κυβερνήσεις σχεδόν αδιαφόρησαν για την τύχη «πληθυσμών αναλώσιμων», όπως στις φαβέλες της Βραζιλίας. Κοινός χώρος γεννιέται σε μεγάλα πειράματα κοινωνικής συλλογικής χειραφέτησης».

Δεν είναι ότι με αυτό το βιβλίο κάνεις ακριβώς τον γύρο του κόσμου. Είναι ότι οι αναφορές του σε συγκεκριμένα παραδείγματα ξετυλίγουν τις πιθανές μορφές που μπορούν να πάρουν οι πρακτικές χειραφέτησης, που συχνά έχουν σημείο αφετηρίας τις ανάγκες των λιγότερο προνομιούχων, το «θέατρο των αδυνάτων», το οποίο στην αναζήτηση ζωής και δικαιοσύνης επιστρατεύει στρατηγικές επιβίωσης που αναδεικνύουν το μοίρασμα σε τρόπο... αντίστασης.

Νοηματοδοτεί έτσι τον χώρο και τη θεωρία του μέσα από απτές απόπειρες, οι οποίες αφηγούνται τις πολυσήμαντες διαστάσεις της συμμετοχικής οργάνωσης χαράζοντας το μονοπάτι προς ένα εναλλακτικό μέλλον που ακόμη και αν ο χαρακτήρας του αποδεικνύεται πρόσκαιρος, δεν παύει να αφήνει ανοιχτό τον δρόμο που οδηγεί στην ελπίδα ενός άλλου κόσμου.

Αφορμή γι’ αυτή τη συζήτηση με τον αρχιτέκτονα, ακτιβιστή και καθηγητή στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Σταύρο Σταυρίδη, δεν είναι μόνο η μετάφραση στα ελληνικά του βιβλίου του «Κοινός Χώρος. Η πόλη ως τόπος των κοινών» (εκδόσεις angelus novus), ούτε η κυκλοφορία στα αγγλικά της συνέχειάς του «Οι κοινοί χώροι της χειραφέτησης στην πόλη», που παραμένει αμετάφραστο στα ελληνικά (Common Spaces of Urban Emancipation, 2019, Manchester University Press).

Είναι και οι αμφισβητούμενες παρεμβάσεις στην πόλη που ζει και εργάζεται η μισή Ελλάδα και η προφανής γελοιότητα του να δημιουργείς τον Μεγάλο Περίπατο δίνοντας επιπλέον χώρο στους πεζούς στον μοναδικό δρόμο της Αθήνας που έχει τα μεγαλύτερα πεζοδρόμια, αγνοώντας τις ανάγκες στις γειτονιές της πόλης. Στη συζήτησή μας εκθέτει την πρότασή του για τον τρόπο που οι ίδιοι οι κάτοικοι μιας πόλης, μέσω της οργανωμένης συμμετοχής τους, θα μπορούσαν να συνδιαμορφώσουν κοινούς χώρους που θα ικανοποιούν τις ανάγκες τους, ακόμη και στην εποχή της κοινωνικής αποστασιοποίησης που επιβάλλει η πανδημία.

● Ακούγοντας για τον κοινό χώρο ο νους μας πάει στον δημόσιο. Ποιο είναι το ξεχωριστό νόημα του κοινού χώρου που απασχολεί το πρόσφατο συγγραφικό σας έργο;

Η έννοια του κοινού χώρου έχει να κάνει με το πώς μπορείς να ζεις την πόλη αλλιώς, τη δύναμη των κατοίκων να του δώσουν μορφή. Πρόκειται για μια προσπάθεια να ανιχνευτεί ένα είδος σχέσης με τον δημόσιο χώρο που υπερβαίνει τη διάκριση ανάμεσα στον δημόσιο χώρο που παράγεται από μια αρχή ή εξουσία και τον ιδιωτικό χώρο ο οποίος οριοθετείται με βάση τους όρους που ισχύουν σε κάθε διαφορετική κοινωνία.

Ο κοινός χώρος γεννιέται μέσα από τις δράσεις των ανθρώπων: καθώς μοιράζονται τον χώρο, τον συνδημιουργούν και τον συλλειτουργούν ως πεδίο συναντήσεων και κοινής αναφοράς. Δεν είναι ένας χώρος του οποίου τη χρήση έχει εξουσιοδοτήσει κάποια αρχή, γιατί σε αυτήν την περίπτωση, ανάλογα με τον χαρακτήρα της αρχής, υπάρχουν και αντίστοιχοι περιορισμοί. Τους κανόνες χρήσης του κοινού χώρου τους διαμορφώνουν από κοινού εκείνοι που τον κατοικούν.

● Υπάρχουν κάποια παραδείγματα που θα μας βοηθούσαν να τον κατανοήσουμε;

Τέτοιους κοινούς χώρους παρήγαγαν κατά καιρούς οι πρακτικές των κινημάτων που διεκδικούσαν την πόλη ως τόπο των κοινών. Ολο το κίνημα της «αραβικής άνοιξης», το κίνημα των πλατειών στην Ευρώπη και το Occupy στις ΗΠΑ δημιούργησαν τους δικούς τους κοινούς χώρους, ανοιχτούς και δημοκρατικούς, στους οποίους οι αποφάσεις για τη διαχείρισή τους παίρνονταν μέσα από οριζόντιες διαδικασίες ανοιχτών συνελεύσεων. Κοινοί χώροι παράγονται και μέσα από την καθημερινή ζωή, είτε αυτοί είναι προσωρινοί και εφήμεροι, όπως για παράδειγμα ένα πεζοδρόμιο τη στιγμή που συναντιούνται κάποιοι στη γειτονιά και μοιράζονται τη χρήση του με βάση τους άτυπους κανόνες της κοινότητάς τους, είτε στις μεγαλουπόλεις του κόσμου από το άτυπο εμπόριο που με τους δικούς του τρόπους μπορεί να οικειοποιείται δημόσιους χώρους και να τους μετατρέπει σε χώρους κοινούς.

Ας μη σκεφτόμαστε την αγορά ως ένα σύστημα κυρίως οικονομικών σχέσεων, καθώς προϋπήρχε του καπιταλισμού και πολλές φορές μέσα από τις διαδικασίες της γεννήθηκε το πρόπλασμα της δημοκρατικής συμμετοχής και διαβούλευσης. Και ασφαλώς κοινός χώρος γεννιέται επίσης σε μεγάλα πειράματα κοινωνικής συλλογικής χειραφέτησης. Είχαμε τέτοιες ενδιαφέρουσες εμπειρίες στο παρελθόν με την Κομμούνα του Παρισιού, το τεράστιο κίνημα της δεκαετίας του 1960 από τις ΗΠΑ έως τον γαλλικό Μάη και πιο πρόσφατα την αντίστοιχη εμπειρία της κατειλημμένης Οαχάκα στο Μεξικό.

● Θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν κοινοί χώροι οι καταλήψεις;

Ο κοινός χώρος για να υπάρχει πρέπει διαρκώς να είναι ανοιχτός σε νεοφερμένους, δίνοντάς τους το δικαίωμα να συμμετάσχουν στον προσδιορισμό των κανόνων και της χρήσης, εφόσον βέβαια δέχονται τη βασική αρχή ότι είναι ένας χώρος ισότητας και μοιράσματος. Καταλήψεις που αρνούνται μια τέτοιου είδους καταστατική ανοιχτότητα δεν είναι κοινοί χώροι.

Σε κάποιες περιπτώσεις βέβαια, το κίνημα αναγκάστηκε να υπερασπιστεί τον εαυτό του οχυρώνοντας τους χώρους του αγώνα και αυτό τους εμπόδιζε να παραμείνουν ανοιχτοί χώροι υποδοχής. Κάτι που συνήθως έγινε επειδή απειλούνταν από τις δυνάμεις καταστολής παρά επειδή ήταν επιλογή εκείνων που τους δημιούργησαν, όπως συνέβη με το κίνημα των πλατειών, από την πλατεία Συντάγματος, στην πλατεία Ταχρίρ στο Κάιρο, στο πάρκο Ζουκότι στη Νέα Υόρκη και στο πάρκο Γκεζί στην Πόλη.

● Σαν πολύ ουτοπικό δεν ακούγεται αυτό για να είναι αληθινό;

Οχι απαραίτητα, είναι μια προοπτική και όταν μιλάμε σε ένα επίπεδο αξιακό και θεωρητικό, καλό είναι να έχουμε μια σαφήνεια στα κριτήρια με βάση τα οποία συγκροτούμε μια πρόταση.

Ομως, αυτό το βιβλίο, όπως και το επόμενο δεν έχουν στόχο μόνο να θεμελιώσουν μια θεωρία για την πόλη ως τόπο των κοινών αλλά και να διδαχτούν από τα παραδείγματα που αναπτύσσονται σε όλο τον κόσμο, στα οποία φαίνονται και οι δυσκολίες αλλά και οι προοπτικές ενός τέτοιου εγχειρήματος. Υπάρχει μια μεγάλη έρευνα, κυρίως στην Ευρώπη και στη Λατινική Αμερική, που υποστηρίζει αυτά τα δύο βιβλία, γιατί πιστεύω δεν έχει νόημα να μιλάς για πράγματα που συμβαίνουν σε διάφορα μέρη του κόσμου αν δεν έχεις τη δυνατότητα να ζήσεις κάποιες εμπειρίες που αφορούν αυτές τις πρακτικές και να ακούσεις τον λόγο εκείνων που τις αναλαμβάνουν, τις εφευρίσκουν και αναρωτιούνται για αυτές.

● Στο βιβλίο σας μνημονεύετε πολλά παραδείγματα γύρω από τη λειτουργία ενός κοινού χώρου, θέλετε να μας πείτε δυο λόγια γύρω από αυτά τα κινήματα;

Κάποιοι κοινοί χώροι μπορεί να αναδυθούν μέσα από πρακτικές προσωρινής οικειοποίησης δημόσιων χώρων, όπως στα αυτοσχέδια πάρτι του δρόμου στο Ρίο αλλά και στο Λονδίνο την εποχή του κινήματος Reclaim the streets. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις κινήματα διεκδίκησης (όπως για παράδειγμα τα κινήματα των αστέγων στη Βραζιλία), που οργανώνουν την κοινή τους ζωή σε μεγάλες κατειλημμένες εκτάσεις όχι μόνο κατασκευάζοντας πρόχειρα καταλύματα αλλά και ένα δίκτυο από κοινούς χώρους ανοιχτούς στις γύρω γειτονιές.

Είναι παραδείγματα από τα οποία μπορούμε να μάθουμε πολλά γιατί δείχνουν πώς αλλιώς θα μπορούσε να είναι η κοινή μας ζωή, αν οι άνθρωποι είχαν τη δυνατότητα από κοινού, με πλήρη και ισότιμη συμμετοχή να προσδιορίσουν τους χώρους της. Οι αυτόνομες κοινότητες των Ζαπατίστας στο Μεξικό μάς προσφέρουν βέβαια ένα παράδειγμα άλλης κλίμακας: εκεί ο κοινός χώρος πλάθεται μαζί με μια κοινωνία της ισότητας και της αλληλεγγύης που μοιάζει να αναπνέει τη συλλογική ελευθερία μέσα από τους πόρους του.


Βρεθήκαμε έτσι μπροστά στο γελοίο: λες και η Πανεπιστημίου, η μόνη με τα τεράστια πεζοδρόμια, χρειαζόταν επιπλέον χώρους για τους πεζούς

● Στα παραδείγματά σας η κοινή ζωή οργανώνεται από τα κάτω, στη βάση ενός κοινού παρονομαστή που είναι η αδήριτη ανάγκη επιβίωσης. Πώς μπορεί να επιβιώσει απέναντι στα μεγαλόπνοα σχέδια εξευγενισμού των πόλεων από τους από πάνω που είναι σαν να σχεδιάζονται σχεδόν ερήμην των ανθρώπων;

Οι πρακτικές του εξευγενισμού είναι πρακτικές που υποτάσσουν την αστική ζωή στις προτεραιότητες των ιδιωτικών επενδύσεων. Συχνά συνοδεύονται από την έμμεση ή άμεση ιδιωτικοποίηση δημόσιων χώρων. Η νεοφιλελεύθερη προσέγγιση οδηγεί σε ένα μοντέλο παραγωγής του δημόσιου χώρου όπου ακόμη και η δημόσια χρήση του αποτιμάται με βάση το πόσο έμμεσα ή άμεσα παρακινεί διαδικασίες κερδοφορίας.

Ο δήμαρχος της Αθήνας δεν έκρυψε ότι την πλατεία Ομονοίας τη «σχεδίασαν» και την υλοποίησαν με προσφορές χρημάτων από εκείνους που θα είχαν κάθε συμφέρον να δημιουργήσουν ένα περιβάλλον όπου η δική τους επένδυση θα καρποφορήσει. Πρόκειται για την παραγωγή ενός δημόσιου χώρου από το κράτος και τον δήμο σε συνθήκες νεοφιλελεύθερης διοίκησης που εκφράζει πιστά την αναγωγή της επιχειρηματικότητας σε υπέρτατη αξία.

● Ωστόσο, μερικοί είδαν με ανακούφιση την αντικατάσταση του εργοταξίου από το σιντριβάνι ή θεώρησαν οφειλή το αφήγημα για το πρασίνισμα της πόλης από τότε που η μητέρα του σημερινού δημάρχου κατείχε την ίδια θέση, το ένδοξο 2004...

Ξέρω ότι πολλές φορές μάς φαίνεται ελκυστική η αναφορά σε αξίες όπως «πράσινη πόλη» ή «η πόλη για τους πεζούς», αλλά εδώ πρόκειται για την εργαλειοποίησή τους στην προσέλκυση επενδύσεων, στην αύξηση της αξίας της γης και στη δημιουργία προνομιούχων περιοχών κατανάλωσης. Γι’ αυτό και προφανώς δεν ξεκίνησαν τις αναπλάσεις από τις γειτονιές που έχουν την περισσότερη ανάγκη για χώρους πρασίνου και κοινόχρηστες εγκαταστάσεις αλλά από το κέντρο της Αθήνας.

Βρεθήκαμε έτσι μπροστά στο γελοίο: λες και η Πανεπιστημίου, η μόνη με τα τεράστια πεζοδρόμια, χρειαζόταν επιπλέον χώρους για τους πεζούς. Η ζωή στην πόλη δεν είναι ένας μεγάλος περίπατος, είναι ένα σύνθετο δίκτυο από τροχιές και συναντήσεις που αφορούν σχέσεις εργασίας, εμπορίου, αναψυχής, μετακίνησης, δημόσιων συναθροίσεων κ.λπ. Εχει σημασία αν επιλέγεις να ευνοήσεις τον περίπατο βάζοντας σε δεύτερη μοίρα την καθημερινή ζωή των ανθρώπων.

● Εσείς τι προτείνετε;

Εγώ δεν προτείνω έναν καλύτερο σχεδιασμό της πόλης «από τα πάνω», αλλά μια άμεση, απαιτητική και οργανωμένη συμμετοχή των ίδιων των κατοίκων, έτσι που να φτάσουν στο σημείο να επιβάλουν λύσεις οι οποίες θα αφορούν τη μορφή των κοινών χώρων της κοινής τους ζωής. Ελάχιστο παράδειγμα μιας τέτοιας προοπτικής ήταν το εγχείρημα του πάρκου Ναυαρίνου που έδειξε πως μπορεί να γεννηθεί στη θέση ενός πάρκινγκ ένας πυρήνας κοινής ζωής. Είναι με τη συμμετοχή των κατοίκων της πόλης που γεννιούνται και νέες ιδέες για τον σχεδιασμό του χώρου της.


Οι πρακτικές του εξευγενισμού είναι πρακτικές που υποτάσσουν την αστική ζωή στις προτεραιότητες των ιδιωτικών επενδύσεων. Συχνά συνοδεύονται από την έμμεση ή άμεση ιδιωτικοποίηση δημόσιων χώρων

● Η οργάνωση σε κοινούς χώρους προϋποθέτει συμμετοχή, κάτι μάλλον απαγορευτικό στις νέες πρωτόγνωρες συνθήκες στις οποίες ζούμε - και δεν είναι μόνο η υγειονομική καταστολή αλλά και ο πρόσφατος νόμος περί συναθροίσεων κ.λπ. Ποιες είναι οι σκέψεις σας γύρω από αυτές τις σημερινές προκλήσεις;

Οι ανάγκες για κοινωνική ζωή την περίοδο του εγκλεισμού εκδηλώθηκαν με νέο τρόπο από τις πρώτες μέρες της λήξης των απαγορεύσεων με την παρουσία των νέων στις πλατείες. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η παρουσία δαιμονοποιήθηκε και απέναντί της κινητοποιήθηκαν μηχανισμοί καταστολής, ενώ ήταν από τις λίγες φορές που, καθώς ήταν κλειστά τα μαγαζιά, φάνηκε ότι μπορείς να ζήσεις την πόλη και αλλιώς, όχι με βάση τους κανόνες της κατανάλωσης και της πληρωμένης διασκέδασης αλλά με αυτοσχεδιασμό, με κέφι και δημιουργικότητα.

Είναι εντυπωσιακό ότι την ίδια στιγμή που στις πλατείες κυνηγήθηκαν οι νέοι διότι παραβίαζαν τους υγειονομικούς κανόνες, σε κάποιες άλλες πλατείες, όπου οργανώθηκαν φιέστες από το επίσημο κράτος, οι ίδιοι υγειονομικοί κανόνες παραβιάζονταν με τον πιο ακραίο τρόπο χωρίς καμία συνέπεια. Αρα εδώ κάτι άλλο παιζόταν.

Στις μεγαλουπόλεις του κόσμου μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, δομικά εξορισμένα από τις περιοχές της κατανάλωσης και της πρόνοιας, έχουν οργανωθεί στους δημόσιους χώρους και επανεφευρίσκουν την κοινή ζωή, τη ζωή ως κοινό. Και αυτό συμβαίνει τόσο στα γκέτο των προσφύγων, που η ζωή ξεχειλίζει από τα όρια που την έχουν εγκλωβίσει οι κυρίαρχοι, κάτι που είδαμε και στην πανδημία, όσο και στις φτωχογειτονιές του κόσμου, όπου η αλληλεγγύη και η αλληλοϋποστήριξη δημιούργησαν στους κατοίκους τους τη δυνατότητα να αποκτήσουν πρόσβαση σε μέσα και αγαθά που τους στερεί η άδικη κατανομή του χώρου στην πόλη.

Η περίοδος του εγκλεισμού ανέδειξε τέτοιες πρακτικές εκεί που οι κεντρικές κυβερνήσεις σχεδόν αδιαφόρησαν για την τύχη «πληθυσμών αναλώσιμων», όπως στις φαβέλες της Βραζιλίας και τις παραγκουπόλεις της Ν. Αφρικής, όπου οργανώθηκαν δίκτυα διανομής, προφύλαξης και στήριξης των πιο ευάλωτων εκεί που δεν είχαν ούτε καν νερό για να πλένουν τα χέρια τους. Tόσο η αγωνία για την καθημερινή επιβίωση των αποκλεισμένων όσο και οι αγώνες για μια δίκαιη κοινωνία τροφοδοτούν με εμπειρίες και ιδέες την παραγωγή χώρων κοινών. Χρειάζονται κοινούς χώρους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου