Μάζευαν κι άρπαζαν, μα δε χόρταιναν ποτέ. Διαρκώς ζητούσαν κι άλλο. Στο τραπέζι χιλιάδες πιάτα με τα πιο νόστιμα φαγητά, κι όμως, μόνο που τα κοίταζες, σ’ έπιανε το στομάχι σου. Κρέατα, ψάρια, σάλτσες, ζυμαρικά, λίπη, όσπρια, λαχανικά, μπαχαρικά, παγωτά, όλα ανακατεμένα. Κάθε λίγο και λιγάκι, έκαναν τις πιο απίθανες παραγγελίες. Τελείωνε το ένα γεύμα και καλούσαν το γκαρσόνι, για να τους φέρει το επόμενο.
Το υπηρετικό προσωπικό, κάθε βράδυ, έβαζε τ’ αποφάγια και τα κόκαλα σε μαύρες σακούλες σκουπιδιών. Το πρωί τις άδειαζαν και μοίραζαν τα «προϊόντα» σε ειδικές συσκευασίες, με διαφορετικές ετικέτες. Ηταν έτοιμα να πουληθούν. Είχαν στήσει, μάλιστα, κι έναν ολόκληρο μηχανισμό διαφήμισης για τ’ αποφάγια τους!
Ενίοτε, διοργάνωναν φανταχτερές εκδηλώσεις, με την κατάλληλη μουσική υπόκρουση και τα απαραίτητα χαμόγελα. Οι κυρίες των κυρίων «χάριζαν» μικρές ποσότητες στους πολύ ταλαιπωρημένους. «Δάκρυζαν» για τον άδικο τούτο κόσμο. Αργότερα, γυρνούσαν στο τραπέζι, αφιέρωναν (για… ποικιλία) λίγα λεπτά στις «περιπέτειες των δυστυχισμένων» κι άρχιζαν το επόμενο φαγοπότι.
Οι συμμετέχοντες στο τραπέζι δεν είχαν σταθερό αριθμό. Τρωγοπίναν, αντάλλασσαν φιλοφρονήσεις και μαχαιριές, το ίδιο μαχαίρι για το φαγητό, το ίδιο για τις μαχαιριές. Δεν είχαν κανένα, απολύτως, πρόβλημα να το χρησιμοποιούν και για τις δυο «δουλειές». Τα τραύματα, για ορισμένους, ήταν ανεπανόρθωτα κι έχαναν τη θέση τους.
Έναν ξεχωριστό ρόλο, σ’ αυτή την ιστορία, είχαν τα «χρυσά γκαρσόνια». Η διαδρομή απ’ την κουζίνα μέχρι το τραπέζι ήταν πολύ προσοδοφόρα. Μια μικρή «κλεψιά» δεν άφηνε κανένα σημάδι. Τα πιο «ξύπνια», δε, έκαναν και συμφωνίες με τους συμμετέχοντες του τραπεζιού. Έτσι, πού και πού, έδιναν και καμιά μαχαιριά, φυσικά με την απαραίτητη αμοιβή.
Η πείνα των μελών του μεγάλου τραπεζιού ήταν ανεξέλεγκτη. Ορισμένες φορές αδυνατούσαν να δουν ο ένας τον άλλον! Τα ψυγεία γεμάτα, οι αποθήκες γεμάτες και το τραπέζι έμοιαζε μ’ ένα βουνό από πιάτα και φαγητά! Ήθελε προσπάθεια για να διακρίνεις ανθρώπινο πρόσωπο ή σώμα. Οι μαχαιριές – ανάμεσα στ’ αποφάγια, τις καρέκλες και τις κοιλιές τους – πολλαπλασιάζονταν. Οι συμμετέχοντες λιγόστευαν. Οι χαμένοι κατηγορούσαν τα «χρυσά γκαρσόνια» για την …απληστία τους!
Τότε, η αγορά με τ’ αποφάγια περνούσε κρίση. Οι κερδισμένοι τρώγανε όλο και πιο πολύ, συνεπώς τ’ αποφάγια και τα κόκαλα ήταν περισσότερα. Έλα, όμως, που ελάχιστοι, πια, μπορούσαν να τ’ αγοράσουν! Είχαν αρπάξει από παντού! Δεν ήταν, όμως, διατεθειμένοι να χάσουν. Σ’ αυτές τις συνθήκες οι διορισμένοι «ρυθμιστές» αναλάμβαναν δράση. Αγόραζαν, σε πολύ υψηλή τιμή, τις αποθήκες που είχαν κηρύξει πτώχευση. Πού έβρισκαν τα χρήματα; Μα, «φυσικά» απ’ τους φόρους των πολλών!
Έκαναν τα απαραίτητα μερεμέτια και τις πουλούσαν, μετά από λίγο διάστημα, στην ελάχιστη τιμή, στους συμμετέχοντες στο μεγάλο τραπέζι. Οι «ρυθμιστές» έταζαν, στους πολλούς, καλύτερης ποιότητας αποφάγια και μερικά κόκαλα δωρεάν. Τελικά, ούτε το ένα δέκατο δεν έφτανε στα χέρια τους. Η «ρύθμιση» είχε έναν και μοναδικό σκοπό: Να εξασφαλιστεί η καλή λειτουργία του τραπεζιού.
Χρόνια και χρόνια, η ίδια ιστορία έκανε «κύκλους». Τίποτα, όμως, δε μπορούσε να σταματήσει την αθεράπευτη βουλιμία τους. Η δικαιολογία με τα …άπληστα «χρυσά γκαρσόνια», με τον καιρό, μόνο ως ανέκδοτο μπορούσε να εκληφθεί. Οι μάσκες των «ρυθμιστών» όλο και ξεθώριαζαν. Πολλοί άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι η ευθύνη βρίσκεται στο …τραπέζι. Η «κοινωνική συνοχή» διαταράχθηκε. Τότε να δεις τι πάθανε…
Μην αψηφάς τους νόμους του Δαρβίνου
ΑπάντησηΔιαγραφήΚακή παράσταση
για πρώτη φορά
………………….
Τόσα χρόνια τα κατάφερνα
ασήμωνα και χρύσωνα
(αυτοσχεδιάζοντας
στο ίδιο έργο)
παραλλάζοντας
όσο χρειάζεται τα λόγια μου
ώστε ν’ ακολουθεί
τους νόμους του Δαρβίνου
Κρυφά σταυρούς μου πρόσθετε
ο μυστικός στρατός μου
ώστε να καταστώ
από ένας ηθοποιός
μικρός κι ασήμαντος
αστέρας της πολιτικής
σε αθηναίους πρώτης γενιάς
κι εσωτερικούς μετανάστες
οπαδούς του γνωμικού
«το μη άμεσα χρήσιμον άχρηστον»
Πάντα με αναδείκνυαν
πληρωμένοι γραφιάδες
μ’ αργομισθίες και μυστικά κονδύλια
τους εξαγόραζα
και χάριζα
στ’ αφεντικά τους –διαφημιστές μου
δημόσια έργα κι οφειλές,
προμήθειες μεγάλες
Τα όπλα μου απλά
η ατελής του ανθρώπου φύσις :
ο φόβος του αγνώστου, η θρησκεία,
η οδός της ήσσονος προσπαθείας
(κοινώς το βόλεμα).
η απληστία
κι άλλα πολλά
……………………………………….
Για να ξεσκίζω στα κρυφά
τις σάρκες των θυμάτων μου
μεγάλωσαν οι κυνόδοντες
(ο νόμος του Δαρβίνου)
δεν χαμογέλαγα όπως παλιά
μη τρομάξουν τον λαό,
κρυβόμουν για πολλά χρόνια.
Όμως κομμάντος φωτογράφοι
σε τσιμπούσι σαρκοβόρων
πίσω από ψηλές μάντρες καστροβίλλας
μ’ αποθανάτισαν να σπάω
με τους τεράστιους κυνόδοντες
το παϊδάκι αθώου αρνιού.
Φωτογραφίες μου είδαν και λιοντάρια
που ξεπερνούσαν την εφηβεία τους
μαζί με τ’ άλλα ζώα , τον λαό
ότι –τελικά- δεν ήμουν χορτοφάγος
ελληνιστi vegetarian
……………………………………….
Εκεί που εκφωνούσα
τον τελευταίο λόγο μου
άρχισε η γιαουρτο-βροχή
η προσωπική μου φρουρά
προσπάθησε μ’ ομπρέλες να με σώσει
μα ‘σπάσαν οι μπαλένες
οι πρώτοι – οι πιο κοντοί-
γλίστρησαν και πέφτοντας
θάφτηκαν κάτω απ’ την άσπρη λάβα
με τους ύστατους πομφόλυγες.
της τελευταίας ανάσας τους.
Εγώ σαν πιο ψηλός
άντεξα λίγο ακόμη
μα η γιαουρτο-βροχή
έγινε γιαουρτο-καταιγίδα
και σαν καταλάγιασε
με σύμπλεγμα του Λαόκοντα
έμοιαζε το άσπρο επιτύμβιό μου.
Οι μάνες των αρνιών
με το γάλα τους εκδικήθηκαν .
19.10.2009