ΔΥΟ ΚΟΣΜΟΙ
Εδώ στο λεγόμενο «Πανεπιστήμιο» δεν υπάρχει καμιά διαφορά μεταξύ της ακαδημαϊκής τύχης και των ίδιων των ανθρώπων. Κανένας δεν είναι κάτι διαφορετικό από τους ακαδημαϊκούς του τίτλους, τις δημοσιεύσεις του, το χρήμα που φέρνει, τη θέση του, τις ευκαιρίες του. Το ακαδημαϊκό του προσωπείο και ό,τι κρύβεται πίσω του συμπίπτουν στη συνείδηση των «Πανεπιστημιακών» ανθρώπων, ακόμη και αυτού που το φέρει, ως την τελευταία του ρυτίδα. Ο καθένας αξίζει όσες δημοσιεύσεις έχει και ο καθένας έχει όσες δημοσιεύσεις αξίζει. Μαθαίνει τι είναι ο ίδιος μέσα από τις αλλαγές της ακαδημαϊκής του ύπαρξης. Δεν γνωρίζει τον εαυτό του ως κάτι διαφορετικό. Αν η υλιστική κριτική αντέτεινε κάποτε στον ιδεαλισμό ότι δεν ορίζει η συνείδηση το είναι, αλλά το είναι τη συνείδηση, ότι η αλήθεια για το «Πανεπιστήμιο» δεν βρίσκεται στις ιδεαλιστικές του παραστάσεις για τον εαυτό του, αλλά στην ακαδημαϊκή του ζωή, η σύγχρονη συνείδηση έχει αποτινάξει στο μεταξύ αυτό τον ιδεαλισμό. Οι σημερινοί «Πανεπιστημιακοί» άνθρωποι κρίνουν τον εαυτό τους σύμφωνα με την αγοραία τους αξία και μαθαίνουν τι είναι οι ίδιοι μέσα από την ακαδημαϊκή τους κατάσταση στην αγορά.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Πόσοι διατηρούν σήμερα την ιστορική μνήμη ότι το πρώτο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο, που ιδρύθηκε στη Μπολόνια το 1088, αναπτύχθηκε ως ένωση φοιτητών;
Στο Πανεπιστήμιο αυτό, οι φοιτητές όριζαν τις αρχές και τους τρόπους των σπουδών και τις αρμοδιότητες και υποχρεώσεις των καθηγητών, ο Rector στον οποίο οι καθηγητές έδιναν όρκο υπακοής ήταν ένα πρεσβύτερο μέλος των φοιτητών. Και οι καθηγητές, επιλεγμένοι και διορισμένοι από τους φοιτητές, δεν είχαν δικαίωμα ψήφου στις συνελεύσεις, στις οποίες υπήρχαν μόνο ως παρατηρητές. Υπήρξε βέβαια και το σημερινό πρότυπο, του δεύτερου στην ιστορική σειρά Ευρωπαικού Πανεπιστημίου, που ιδρύθηκε στο Παρίσι μερικές δεκαετίες αργότερα. Εδώ, το Πανεπιστήμιο αναπτύχθηκε ως ένωση καθηγητών, όπου οι φοιτητές ήταν υπό την κυριαρχία των καθηγητών. Η ιστορική μνήμη του προτύπου αυτού διατηρείται απ’ όλους μέχρι σήμερα.
Τα δύο συμμετρικά ιστορικά πρότυπα, το φοιτητικό Πανεπιστήμιο και το καθηγητικό Πανεπιστήμιο, τα κατ’ αντίθεση αναπτυσσόμενα πρότυπα της φοιτητικής και καθηγητικής κυριαρχίας στην πανεπιστημιακή κοινότητα φοιτητών-καθηγητών, καθόρισαν τη διαφορετική ανάπτυξη των Πανεπιστημίων του Ευρωπαϊκού Νότου, το πρώτο, και του Ευρωπαϊκού Βορρά, το δεύτερο, από τον 12ο αιώνα μέχρι τους νεότερους χρόνους. Η άνοδος του έθνους-κράτους στους νεότερους χρόνους σφράγισε το τέλος του φοιτητικού ελέγχου. Εθνικό πλέον το Πανεπιστήμιο, διατηρώντας την αυτονομία του ως Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα, ήταν υπό τον έλεγχο μια καθηγητικής ιεραρχίας αναδυόμενης στην κορυφή του εθνικού Εκπαιδευτικού Συστήματος υπό την εποπτεία της Πολιτείας.
Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι οι πανεπιστημιακές αρχές οριακά μόνο υπήρξαν καθαρά φοιτητικές ή καθηγητικές. Μιλώντας γενικά, θα ήταν καλύτερα να τις δούμε στην ιστορική τους ανάπτυξη ως μικτές, φοιτητικές-καθηγητικές, με μια ανταγωνιστική διαφοροποίηση Βορρά και Νότου ως προς τον καθοριστικό παράγοντα: φοιτητικό στο Νότο, καθηγητικό στο Βορρά. Αλλά και όταν στο έθνος-κράτος ο ανταγωνισμός αυτός έλαβε θεσμικό τέλος, καθώς επικράτησε ο υπό την κρατική εξουσία καθηγητικός έλεγχος του Πανεπιστημίου, ο καθηγητικός έλεγχος καθορίστηκε ως έλεγχος με στόχο την ακαδημαϊκή ελευθερία ως ελευθερία της γνώσης. Ενώ παράλληλα, ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, οι φοιτητικές ενώσεις συνέδεαν την αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας με τη συμμετοχή των φοιτητών στην επιλογή των καθηγητών και την κατανομή των εκπαιδευτικών και ερευνητικών ακαδημαϊκών καθηκόντων, καθώς η ελευθερία της γνώσης θεωρήθηκε αδιαίρετα ως ελευθερία σπουδών, διδασκαλίας και έρευνας.
Το νέο πρότυπο του Πανεπιστημίου, που μπορούμε να το δούμε ως τρίτο στην ιστορική σειρά, αναπτύχθηκε παράλληλα στην Αγγλία, τη Γαλλία και τη Γερμανία και συγκροτήθηκε υποδειγματικά από τον Humboldt το 1810 στο Βερολίνο. Και μπορούμε να πούμε ότι στο τέλος του 19ου αιώνα το νέο ιστορικό πρότυπο, που με μία έννοια υπερβαίνει διαλεκτικά τα δύο προηγούμενα, διαπέρασε οικουμενικά την ανάπτυξη των Πανεπιστημίων. Σε ό,τι ακολουθεί θα δούμε την ιστορική εξέλιξη του Πανεπιστημίου ξεκινώντας από αυτό το ιστορικό πρότυπο.
ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΗΜΕΡΑ
1. Το Πανεπιστήμιο και η ακαδημαϊκή ελευθερία της γνώσης
Η συζήτηση για το κατά τα παραπάνω ενιαίο Ευρωπαικό πρότυπο του Πανεπιστημίου, τις αρχές του και την πορεία του μέχρι σήμερα είναι πολύ μεγάλη. Ας περιοριστούμε εδώ στη σύλληψη του σε πέντε αρχές, η αναίρεση των οποίων ορίζει το πέρασμα στο λεγόμενο σήμερα «Πανεπιστήμιο». Με μία προκαταρκτική παρατήρηση. Η διατύπωση των αρχών που ακολουθεί εκφράζει μόνο την αφηρημένη τους παρουσία στην Πανεπιστημιακή ιδεολογία, συνοψίζοντάς τες στο πνεύμα του γράφοντος. Δεν προχωράει στην εξέταση των τρόπων αναγνώρισης της παρουσίας αυτής κατά την πράξη των Πανεπιστημιακών σε συγκεκριμένες περιστάσεις – των τρόπων αποδοχής ή απόρριψης τους.
Πρώτη και εισαγωγική αρχή του πρότυπου Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου είναι η ενότητα έρευνας και διδασκαλίας. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου είναι αδιαίρετα δάσκαλος και ερευνητής: διδάσκει αυτό που ερευνά και ερευνά αυτό που διδάσκει.
Πρώτη και εισαγωγική αρχή είναι η ισότητα διδάσκοντα διδασκόμενου. Η ισότητα αρχίζει ως συμμετρία διδασκαλίας και μάθησης: ο δάσκαλος μαθαίνει από το μαθητή του. Αν δε μαθαίνει, δεν διδάσκει, ρητορεύει. Η ισότητα ολοκληρώνεται με τη συνέχεια της ενότητας έρευνας και διδασκαλίας στην ενότητα μάθησης και έρευνας. Κατά τη διαδικασία της διδασκαλίας, η έρευνα του μαθητή είναι συνέχεια της έρευνας του δασκάλου. Ενώ γενικά, ισχύει το αντίστροφο: η έρευνα του δασκάλου είναι συνέχεια της έρευνάς του ως μαθητή και της έρευνας των μαθητών του.
Τρίτη αρχή είναι η ολότητα της γνώσης, που αποτελεί τον σκοπό της πανεπιστημιακής μάθησης, διδασκαλίας και έρευνας στην ενότητά τους. Ως προς τον ίδιο τον Humboldt, η ολότητα αυτή είναι η κατά την Αριστοτελική παράδοση απόλυτη ολότητα – μια παράδοση κεντρική στη γέννηση και την ανάπτυξη του Πανεπιστημίου. Η γνώση διαφοροποιείται, δεν τεμαχίζεται, η έρευνα και η διδασκαλία κινείται ενιαία, χωρίς διακρίσεις, στο συνεχές της γνώσης του φυσικού κόσμου και του ανθρώπουστον κόσμο, ως μοναδικού ανθρώπου και κοινωνίας των ανθρώπων.
Αλλά η κατ’ αυτόν τον απόλυτο τρόπο προσέγγιση της ολότητας της γνώσης, αντιστοιχούσε στην διάκριση ανάμεσα στο ακαδημαϊκό Πανεπιστήμιο και τιςεπαγγελματικές σχολές, κατά την οποία οι πανεπιστημιακές σπουδές δεν οδηγούσαν στην άσκηση ενός επαγγέλματος. Η τροπή των πανεπιστημιακών σπουδών σε επαγγελματικές, σχετικοποίησε τον όρο της ολότητας της γνώσης κατά διττό τρόπο. Αφενός, το πεδίο της κάθε ιδιαίτερης επαγγελματικής γνώσης όφειλε να καλύπτει το μέγιστο δυνατό μέρος της γνωστικής ολότητας που του αντιστοιχεί. Αφετέρου, οι πανεπιστημιακές σπουδές σε κάθε επαγγελματικό πεδίο – ως πανεπιστημιακές – όφειλαν να εδράζονται σε μια βάση στοιχειώδους ολικής γνώσης. Η βάση αυτή αναπτύχθηκε κατά διττό, επίσης, τρόπο. Πρώτον, η εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο προϋπέθετε την επιτυχή ολοκλήρωση γενικών δευτεροβάθμιων σπουδών εισαγωγικών σε κάθε περιοχή της γνωστικής ολότητας, των φυσικών και ανθρωπογνωστικών επιστημών. Δεύτερον, οι πανεπιστημιακές τριτοβάθμιες σπουδές που οδηγούσαν στο επαγγελματικό πτυχίο όφειλαν κατά ένα τρόπο, κατ΄επιλογή μεν πλην όμως υποχρεωτικό, να εκτείνονται και σε περιοχές πέραν του ιδιαίτερου επαγγελματικού γνωστικού πεδίου.
Τέταρτη αρχή, στο πλαίσιο των τριών προηγούμενων, είναι η αυτομόρφωση. Το συνεχές της γνώσης του φυσικού κόσμου, της κοινωνίας των ανθρώπων στον κόσμο και του μοναδικού ανθρώπου στην κοινωνία, ενυπάρχει στον κάθε άνθρωπο χωριστά. Ο κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός και η ευθύνη της μόρφωσής του – της ολικής και κατά θέμα μόρφωσης – είναι προσωπική του ευθύνη. Η γνώση του κόσμου και η αυτογνωσία, ως τελικός της στόχος, είναι αποτέλεσμα της αυτομόρφωσης. Ο δάσκαλος – αν είναι δάσκαλος – δεν επιβάλλεται, επιλέγεται.
Πέμπτη και θεμελιώδης αρχή, η σε συνέχεια της αυτομόρφωσης καταστατική αρχή του Πανεπιστημίου, είναι η ελευθερία της γνώσης, την οποία διασφαλίζει η αυτονομία του Πανεπιστημίου απέναντι στους θεσμούς της οικονομικής δύναμης και πολιτικής εξουσίας.
Αναφερόμενη στην ελευθερία της πανεπιστημιακής γνώσης, η φράση «ακαδημαϊκή ελευθερία», έχει συγκεκριμένο νόημα: χαρακτηρίζει το πρότυπο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο. Η παρουσία της ίδιας φράσης στον λόγο για τα σύγχρονα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της δίνει ριζικά διαφορετικό νόημα – για την ακρίβεια, αντίθετο. Η ακαδημαϊκή ελευθερία τρέπεται σε ελευθερία της αγοράς. Και ποια είναι η αντίθεση; Τι είναι η ελευθερία της αγοράς που αναφέρεται ως «ακαδημαϊκή ελευθερία»; Κατ’ αρχήν δεν είναι Πανεπιστημιακή, με την ιστορική έννοια του όρου κατά την εξέλιξη των Ευρωπαϊκών Πανεπιστημιακών προτύπων. Και, κατά συνέπεια, δεν είναι ελευθερία της γνώσης.
2. Το «Πανεπιστήμιο» και η αγοραία «ελευθερία της γνώσης»
Η ειρωνεία της Magna Charta Universitatum.
Το 1988 οι Πρυτάνεις των Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων συνέταξαν την Magna Charta «με την ευκαιρία της ένατης εκατονταετηρίδας του παλαιότερου Πανεπιστημίου της Ευρώπης, τέσσερα χρόνια πριν από την οριστική κατάργηση των συνόρων ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας», όπως δηλώνουν στο προοίμιο της Χάρτας. Με την Magna Charta «διακηρύσσουν προς όλα τα κράτη και στη συνείδηση όλων των εθνών τις θεμελιώδεις αρχές που πρέπει, τώρα και πάντοτε, να στηρίζουν την αποστολή των Πανεπιστημίων». Η πρώτη από τις «θεμελιώδεις αρχές», είναι το κείμενο της Χάρτας, είναι ότι «Τα πανεπιστήμια είναι αυτόνομα ιδρύματα», στα οποία η έρευνα και η διδασκαλία «πρέπει να είναι ηθικά και πνευματικά ανεξάρτητη από κάθε πολιτική εξουσία και πολιτική δύναμη». Η δεύτερη αρχή είναι ότι «Η διδασκαλία και η έρευνα είναι αδιαίρετη». Η πρώτη από τις αρχές της Χάρτας είναι η τελευταία, και η θεμελιώδης, αρχή του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου όπως την είδαμε παραπάνω. Η δεύτερη είναι η πρώτη, και εισαγωγική, του αρχή. Και οι άλλες, η ισότητα διδασκόντων-διδασκομένων, η ολότητα της γνώσης και η αυτομόρφωση; Εξυπακούονται ή παραγράφονται;
Η ειρωνεία της Magna Charta είναι ότι η επιστροφή στις αρχές γίνεται την εποχή ακριβώς, που ολοκληρώνεται ιστορικά η κατάργηση των αρχών – η πλήρης, χωρίς κατάλοιπα, κατάργησή τους. Ένα χρόνο μετά την ένατη εκατονταετηρίδα, το 1989, το τέλος του «υπαρκτού σοσιαλισμού» επισφραγίζει τη νεοφιλελεύθερη εποχή του τέλους του εθνικού και, οριακά, κρατικού καπιταλισμού. Είναι η εποχή της υπέρβασης του έθνους-κράτους και της διεθνούς αγοράς στο υπερεθνικό κράτος και τηνπαγκόσμια αγορά – η εποχή του περάσματος από την εθνική αστική δημοκρατία και, οριακά, το κράτος πρόνοιας, στην υπερεθνική ολιγαρχία του πλούτου και, γενικά, το κράτος καταστολής. Την εποχή αυτή σε ό, τι λέγεται στο «Πανεπιστήμιο» έχουν καταργηθεί ανεπιστρεπτί οι αρχές στις οποίες επιστρέφει λεκτικά η Magna Charta.
Και τι είναι το λεγόμενο αυτήν την εποχή «Πανεπιστήμιο»; Στη Διάσκεψη της Ένωσης των Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων (EUA) το 2003, δόθηκε η ακόλουθη απάντηση στο ερώτημα: «Η EUA χρησιμοποιεί τον όρο “Πανεπιστήμιο” για να αναφερθεί σε ιδρύματα με “΄πλήρη ισχύ απονομής διδακτορικών διπλωμάτων”», με την επισήμανση ότι «στον χώρο της Ευρωπαϊκής ανώτατης εκπαίδευσης μιλάμε συνεπώς για 1000 ιδρύματα σε όλη την ήπειρο». Η επισήμανση διακρίνει τα ιδρύματα αυτά από τα 4000 ιδρύματα, τα οποία περιέχει ο Ευρωπαϊκός Χώρος Ανώτατης Εκπαίδευσης, ο χώρος αγοράς τριτοβάθμιων εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Αλλά, παράλληλα με αυτόν και διακεκριμένα από αυτόν, υπάρχει και ο Ευρωπαϊκός Χώρος Έρευνας, ο χώρος της αγοράς ερευνητικών υπηρεσιών. Τελικά, το «Πανεπιστήμιο» είναι σήμερα ένα ίδρυμα, ιδιωτικό ή κρατικό, που αναπτύσσεται στην τομή των δύο αυτών χώρων της παγκόσμιας αγοράς υπηρεσιών – ένα ίδρυμα στο οποίο οι διακεκριμένες αγοραίες υπηρεσίες ανώτατης εκπαίδευσης και έρευνας τέμνονται στην εκπόνηση της διδακτορικής διατριβής.
Η διαδικασία της Μπολόνιας
Κατά την «Κοινή Διακήρυξη των Ευρωπαίων Υπουργών Παιδείας», η οποία έγινε στην Μπολόνια τον Ιούνιο του 1999 και η οποία αναφέρεται στη Magna Charta, ο πρώτος από τους βασικούς στόχους στον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης είναι η «διεθνής ανταγωνιστικότητα» στο πλαίσιο της «προώθησης του Ευρωπαϊκού συστήματος ανώτατης εκπαίδευσης σε ολόκληρο τον κόσμο». Η αναφερόμενη ως «διαδικασία της Μπολόνιας», που άρχισε με τη διακήρυξη και συνεχίζεται έκτοτε, είναι, μένοντας στην ουσία της, μια διαδικασία εφαρμογής της Γενικής Συμφωνίας για το Εμπόριο των Υπηρεσιών(GATS) στην Ευρωπαική αγορά των υπηρεσιών εκπαίδευσης και έρευνας. Η Συμφωνία αυτή είναι μία συνθήκη που υπογράφτηκε από τα μέλη του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (WTO) και τέθηκε σε εφαρμογή το 1995, τέσσερα χρόνια πριν τη διακήρυξη της Μπολόνιας.
Έρευνα και Εκπαίδευση: καινοτομία και κατάρτιση
Κατά τη διακήρυξη της Μπολόνιας, οι Πανεπιστημιακές σπουδές έχουν δύο κύκλους, έναν πτυχιακό, που οδηγεί σε ένα πτυχίο το οποίο συνίσταται σε έναν ατομικό κατάλογο πιστοποιημένων δεξιοτήτων που δίνει πρόσβαση στην Ευρωπαϊκή αγορά εργασίας, και έναν μεταπτυχιακό, που οδηγεί σε, ατομικό επίσης, δίπλωμα ειδίκευσης ή /και διδακτορικό δίπλωμα. Σε αυτήν την ατομική βάση – η ατομικότητα έχει ιδιαίτερη σημασία – τα Πανεπιστημιακά προγράμματα σπουδών είναι ολοκληρωμένα προγράμματα αγοραίας εκπαίδευσης και έρευνας – το «ολοκληρωμένα» είναι όρος διακήρυξης. Τίθεται το ερώτημα, καθοριστικό για την σύμφωνα με την διακήρυξη κατανόηση του όρου «Πανεπιστήμιο»: σε τι συνίστανται τα δύο μέρη των «ολοκληρωμένων προγραμμάτων», η «εκπαίδευση» και η «έρευνα»;
Η «εκπαίδευση» είναι παροχή κατάρτισης – η κατάρτιση είναι όρος της διακήρυξης επίσης. Η «έρευνα» είναι παραγωγή καινοτομίας – ο όρος καινοτομία δεν αναφέρεται στη διακήρυξη, αλλά είναι κεντρικός στο λόγο της διαδικασίας της Μπολόνιας. Και η «ολοκλήρωση»; Είναι η σύμπτωση παρόχου και παραγωγού: το «Πανεπιστήμιο», ως πάροχος κατάρτισης στους διδασκόμενους σπουδαστές του, ολοκληρώνεται σε παραγωγό καινοτομίας από τους εποπτευόμενους διδάκτορές του. Και είναι η ενότητα παρεχόμενου και παραγόμενου: η ολοκληρωμένη κατάρτιση είναι κατάρτιση για την παραγωγή επαγγελματικών υπηρεσιών σε ένα γνωστικό πεδίο και κατάρτιση για την παραγωγή καινοτομιών στο πεδίο αυτό. Κλείνουμε με την κρίσιμη παρατήρηση: η παροχή κατάρτισης και η παραγωγή καινοτομίας είναι αγοραίες υπηρεσίες ιδιωτικών ή κρατικών εκπαιδευτικών επιχειρήσεων αντίστοιχα.
Κοινωνική μόρφωση και αγοραία κατάρτιση
Για να γίνουν κατανοητά τα παραπάνω, θα πρέπει να δούμε την ακόλουθη αντιθετική διαφορά ικανότητας και δεξιότητας – η «δεξιότητα» (competence) είναι ο κεντρικός όρος στις συζητήσεις για την εκπαίδευση σήμερα. Συνοπτικά, η διαφορά είναι η εξής. Η κοινωνική μόρφωση αναπτύσσει ικανότητες. Η αγοραία κατάρτιση παράγει δεξιότητες. Και ποια είναι η αντίθεση των δύο; Οι ικανότητες δεν παράγονται, αναπτύσσονται μέσω της κοινωνικής μόρφωσης του ελεύθερου προσώπου, ως υποκειμενική διάσταση των κοινωνικών του δυνάμεων. Οι δεξιότητες παράγονται. Δεξιότητα είναι η παραγόμενη από τις εκπαιδευτικές επιχειρήσειςεμπορευματοποιημένη ικανότητα. Και, συγκεκριμένα, είναι μια ικανότητα εκπραγματισμένη και μετρίσιμη (σε ορισμένη βαθμολογική κλίμακα) για να μπορεί να εισαχθεί στην αγορά ως εμπορεύσιμη εργατική δύναμη, και αποτελεσματική, για να είναι ανταγωνιστική.
3. Μετά το «Πανεπιστήμιο»: η κοινωνική ελευθερία της γνώσης
Ειπώθηκε πριν ότι η αναφερόμενη ως «ακαδημαϊκή ελευθερία» σήμερα δεν είναι πανεπιστημιακή ελευθερία, με την ιστορική έννοια του όρου, είναι ελευθερία της αγοράς. Όσα ακολούθησαν είχαν σκοπό να διευκρινίσουν αυτή τη θέση. Αλλά ειπώθηκε επίσης ότι, κατά συνέπεια, δεν είναι ελευθερία της γνώσης.
Τίθεται αμέσως το ερώτημα: με ποια έννοια του όρου δεν είναι ελευθερία της γνώσης; Η παροχή κατάρτισης και η παραγωγή καινοτομίας δεν είναι εν τέλει παραγωγή γνώσης εκατέρωθεν – αγοραίας μεν, πλην όμως γνώσης; Ναι, αλλά όχι ελεύθερης γνώσης. Είναι η παραγωγή μιας γνώσης που ορίζουν οι αγοραίες ανάγκες του αλλοτριωμένου υποκειμένου – η παραγωγή μιας αναγκαστικής γνώσης, αγοραία καθοριζόμενης και κρατικά επιβαλλόμενης. Δεν είναι η ανάδυση της γνώσης που ορίζουν οι κοινωνικές επιθυμίες του ελεύθερου προσώπου – η ανάδυση μιας κοινωνικά ελεύθερης γνώσης.
Ας μην μπούμε και σε αυτό το θέμα: το κρίσιμο θέμα του κοινωνικού υποκειμένου, της συγκρότησής του σε ελεύθερο πρόσωπο, της απώλειας της ελευθερίας μέσω της αλλοτρίωσής του και της κεντρικής θέσης της αγοράς στον εκπραγματισμό των ικανοτήτων που οδηγεί στην αλλοτρίωση του υποκειμένου: την αποσυγκρότηση του προσώπου. Μένουμε στη σχετική με αυτό το θέμα αυτομόρφωση, την τέταρτη από τις αρχές του πρότυπου Πανεπιστημίου που είδαμε, και στη συνέχειά της: τηνελευθερία της γνώσης, ως καταστατική αρχή του Πανεπιστημίου. Και θα περιοριστούμε σε μια αξιωματική έκθεση του νοήματός της με βάση την έννοια του προσώπου. Τρεις είναι οι θεμελιώδεις αρχές της ελευθερίας της γνώσης σε αυτή τη βάση.
Πρώτη αρχή είναι η ελευθερία του προσώπου. Ονομάζουμε «ελεύθερη γνώση» τη γνώση που αποκτάται από το συγκροτημένο σε πρόσωπο κοινωνικό υποκείμενο κατά την άσκηση της ελευθερίας του. Δεύτερη αρχή είναι η συλλογικότητα. Κάθε κοινωνικό υποκείμενο δεν είναι πρόσωπο. Το πρόσωπο, ως τόπος της κοινωνικής ελευθερίας, είναι ένα παρουσιαζόμενο σε άλλους και αναγνωριζόμενο από αυτούς υποκείμενο. Το πρόσωπο προϋποθέτει τη συλλογικότητα. Η ελεύθερη γνώση, συνεπώς, προϋποθέτει τη συλλογικότητα που συγκροτεί το κοινωνικό υποκείμενο σε πρόσωπο – για την ακρίβεια, τη συλλογικότητα που συγκροτεί το υποκείμενο των σπουδών σε πρόσωπο. Τρίτη αρχή είναι η δημιουργικότητα. Η γνώση που αποκτάται κατά την άσκηση της ελευθερίας, πραγματώνεται κατά την άσκηση της ελευθερίας επίσης. Δημιουργία είναι η πραγμάτωση της ελευθερίας.
ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ
Σύμφωνα με τις αρχές της, και συγκεκριμένα τη συλλογικότητα ως προϋπόθεση της ελευθερίας του προσώπου της ελευθερίας του προσώπου και ως κοινωνικό χώρο της δημιουργικότητάς του, η ελευθερία της γνώσης θεμελιώνεται στο Κοινό της Γνώσης. Τίθεται το ερώτημα τι είναι αυτό το Κοινό.
Στη συζήτηση που οργάνωσε το Εργαστήριο Συναντήσεις και Συγκρούσεις στην Πόλη τον Ιούνιο του 2013 με θέμα «Ο Χώρος των Κοινών και της κρίσης», είχα δώσει τη γενική απάντηση στο ερώτημα τι είναι το Κοινό στην εισήγησή μου με θέμα «Η έννοια του Κοινού: Κοινωνικός Χώρος και Τρόπος Επικοινωνίας». Ήταν μια απάντηση κριτική προς τον συνήθη λόγο για τα «Κοινά» (στον πληθυντικό). Συνοπτικά, όπως φαίνεται και στον τίτλο της εισήγησης, η απάντηση που δόθηκε είναι η εξής. «Το Κοινό είναι ο τρόπος επικοινωνίας που συγκροτεί το πλήθος σε δημόσιο σώμα, ο τρόπος επικοινωνίας που ολοκληρώνει την διαφοροποιημένη προσωπική ζωή του καθένα σε μια ενιαιοποιημένη δημόσια ζωή όλων». Όπου τρόπος επικοινωνίας σε έναν κοινωνικό χώρο, ως γενίκευση της Μαρξιστικής έννοιας του τρόπου παραγωγής, είναι η ενότητα των κοινωνικών σχέσεων και των κοινωνικών δυνάμεων του χώρου. Και κοινωνικές δυνάμεις του χώρου είναι η ενότητα των αντικειμενικών δυνατοτήτων και των υποκειμενικών ικανοτήτων πραγμάτωσης των σχέσεών του.
Με βάση αυτήν την έννοια του Κοινού, εστιάζοντας στη γνώση βλέπουμε το Κοινό της Γνώσης ως το γνωστικό μέρος των ικανοτήτων που ορίζουν το Κοινό. Δηλαδή, το Κοινό της Γνώσης είναι η γνωστική διάσταση του τρόπου επικοινωνίας που ολοκληρώνει τη διαφοροποιημένη προσωπική ζωή του κάθε ανθρώπου, με την έννοια ότι ο κάθε άνθρωπος ως ελεύθερο πρόσωπο είναι μοναδικός, σε μια ενιαιοποιημένη δημόσια ζωή όλων.
Καταληκτικό σχόλιο: Το μετά το «Πανεπιστήμιο» Κοινό της Γνώσης
Το θέμα εδώ δεν είναι το Κοινό της λεγόμενης «Πανεπιστημιακής» γνώσης, ως αγοραία καθοριζόμενης και κρατικά επιβαλλόμενης αναγκαστικής γνώσης, της γνώσης που ορίζουν οι αγοραίες ανάγκες του αλλοτριωμένου υποκειμένου για τις οποίες μιλήσαμε πριν. Το θέμα εδώ είναι το Κοινό της Γνώσης ως ελεύθερης γνώσης.
Το Κοινό της Γνώσης διαιρείται σε μέρη, που αντιστοιχούν στη διαίρεση του πλήθους σε επιμέρους κοινωνικές συλλογικότητες και πολιτικές ενότητες στον Κοινό Χώρο. Όπου Κοινός Χώρος είναι, στη σύνθεσή τους, ο συλλογικός χώρος της ιδιωτικής κοινωνίας και ο χώρος των πολιτών της πολιτικής κοινωνίας. Δηλαδή, είναι ο χώρος που συνθέτει τις δύο κεντρικές διαιρέσεις στο τετραμερές του Κοινωνικού Χώρου: προσωπικός, συλλογικός, των πολιτών, της πολιτείας. Η κατ’ αυτόν τον τρόπο διαίρεση του Κοινού της Γνώσης σε μέρη δεν αναιρεί την ενότητά του ως κοινού. Ο λόγος είναι ότι τα διαφορετικά μέρη επικαλύπτονται στην παραγωγή της κοινωνικής ζωής και την αναπαραγωγή του κοινωνικού συστήματος σε ένα συνεχές, της κοινωνικής συγκρότησης των σχέσεων, της συντήρησης των επιθυμητών σχέσεων και της ανατροπής των ανεπιθύμητων σχέσεων, από τη μικρότερη κλίμακα της προσωπικής ζωής έως τη μεγαλύτερη κλίμακα της πολιτειακής ζωής στο τετραμερές του χώρου.
Επιστρέφουμε έτσι, από διαφορετική ιστορική οπτική, στην ολότητα της γνώσης ως σκοπό της μάθησης, της διδασκαλίας και της έρευνας στην ενότητά τους, και τηναυτομόρφωση με βάση την ισότητα διδάσκοντα διδασκόμενου. Η ελεύθερη γνώση δεν είναι δυνατή μέσα-από το Πανεπιστήμιο – ό,τι σήμερα λέγεται «Πανεπιστήμιο». Στον κόσμο που η γνώση μπορεί ακόμα να διατηρεί, σε ορισμένες περιοχές του, το πνεύμα της γνώσης – τελικά η αναγκαστική γνώση είναι αλλοτριωμένη γνώση – το «Πανεπιστήμιο» μπορεί να υπάρχει μόνο εκεί όπου είναι δυνατή η ανάδυση της ελεύθερης γνώσης μέσα-σε αυτό και έξω-από αυτό, σε δίκτυα ελεύθερης συνάντησης προσώπων και συλλογικοτήτων που αναπτύσσουν το Κοινό της Γνώσης. Τα δίκτυα αυτά είναι τόποι ομαδοσυνεργατικής ανάπτυξης της γνώσης με την κοινωνικά μεταβαλλόμενη διαίρεση της ολότητας της γνώσης σε μέρη και τη σύνθεσή των μερών αυτών σε αλληλοσυνδεόμενους γνωστικούς τομείς της κοινωνικής πράξης, ως ενότητα θεωρίας και πρακτικής.
1-εισήγηση στη συνάντηση uniconflicts in space of crisis.critical approaches in, against nad beyong the University
11-14 june 2015.international gathering. Department of Architecture/ AUTH
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου