Σάββατο 1 Αυγούστου 2015

Για την πολιτική συγκρότηση του ΟΧΙ

αναδημοσίευση από iskra.gr

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΣΤΑΘΗ ΚΟΥΒΕΛΑΚΗ ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ KOMMON ΤΗΣ 23ης ΙΟΥΛΗ.
Ο κό­σμος της Αρι­στε­ράς, αλλά και οι ευ­ρύ­τε­ρες κοι­νω­νι­κές δυ­νά­μεις που πί­στε­ψαν στην ελ­πί­δα που κό­μι­ζε μια κυ­βέρ­νη­ση Σύ­ρι­ζα, βρί­σκο­νται ακόμη σε μια κα­τά­στα­ση ενός «με­τα­τραυ­μα­τι­κού σοκ» όπως εύ­στο­χα το χα­ρα­κτή­ρι­σε ο Σε­ρα­φείμ Σε­φε­ριά­δης[1]. Το σοκ αυτό οφεί­λε­ται πρω­τί­στως στην ήττα ενός συ­γκε­κρι­μέ­νου πο­λι­τι­κού σχε­δί­ου στο οποίο θα ανα­φερ­θώ στη συ­νέ­χεια, αλλά η έκτα­ση αυτής της ήττας, και ο συ­ντρι­πτι­κός της χα­ρα­κτή­ρας, αφορά και υπερ­βαί­νει ταυ­τό­χρο­να όσους το υπη­ρέ­τη­σαν με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο.
Από αυτήν την άποψη, οφεί­λω να ξε­κα­θα­ρί­σω ότι ως μέλος της Κ.Ε. του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ τα τρία τε­λευ­ταία χρό­νια έχω κι εγώ ένα με­ρί­διο της συλ­λο­γι­κής αυτής ευ­θύ­νης. Βε­βαί­ως, δεν εί­μα­στε όλοι το ίδιο στον Σύ­ρι­ζα και θα μπο­ρού­σα να πω ότι ως μέλος της Αρι­στε­ρής Πλατ­φόρ­μας, και με την πα­ρέμ­βα­ση που προ­σπά­θη­σα να ανα­πτύ­ξω ει­δι­κό­τε­ρα τα τε­λευ­ταία πέντε χρό­νια γύρω από κά­ποια θέ­μα­τα όπως αυτό του ευρώ, δεν είμαι από αυ­τούς που εξε­πλά­γη­σαν από την αρ­νη­τι­κή έκ­βα­ση αυτής της μάχης. Θα ήταν όμως πάρα πολύ εύ­κο­λο να ισχυ­ρι­στώ ότι αυτό που έγινε δεν με αφορά. Προ­φα­νώς όταν ένα εγ­χεί­ρη­μα αυτού του εί­δους απο­τυγ­χά­νει, η η ευ­θύ­νη είναι συλ­λο­γι­κή. Η πλειο­ψη­φι­κή γραμ­μή του Σύ­ρι­ζα οδή­γη­σε σε πα­νω­λε­θρία, αλλά και η μειο­ψη­φία του δεν μπό­ρε­σε από την πλευ­ρά της να ανα­τρέ­ψει αυτήν την εξέ­λι­ξη αν και δι­καιώ­θη­κε από­λυ­τα στις θέ­σεις και στις προει­δο­ποι­ή­σεις που είχε απευ­θύ­νει.
Πα­ρό­λα αυτά, δεν συμ­με­τέ­χω σε αυτήν την συ­ζή­τη­ση με πρό­θε­ση αυ­το­μα­στι­γώ­μα­τος, αφε­νός γιατί πι­στεύω ότι κάτι τέ­τοιο δεν βοη­θά­ει, αφε­τέ­ρου διότι και αυτή η στάση ενέ­χει μια ευ­κο­λία, αυτήν της φυγής μπρο­στά στην πο­λι­τι­κή ουσία του προ­βλή­μα­τος. Οσοι ανα­λά­βα­με κά­ποιες ευ­θύ­νες, ο κα­θέ­νας με τον τρόπο του, οφεί­λου­με θαρρώ να προ­σπα­θή­σου­με να συμ­βά­λου­με στην συλ­λο­γι­κή και αγω­νι­στι­κή ανα­ζή­τη­ση του τι μπο­ρού­με να κά­νου­με μαζί από εδώ και μπρος και όχι να κα­τα­θέ­σου­με τα όπλα.
Θα προ­σπα­θή­σω από τη δική μου τη σκο­πιά να συμ­βά­λω σε αυτή την κα­τεύ­θυν­ση κα­τα­θέ­το­ντας ορι­σμέ­νες σκέ­ψεις πάνω σε τρία ση­μεία.
Το πρώτο είναι τι ακρι­βώς ητ­τή­θη­κε μέσα σε αυτή την ήττα.
Το δεύ­τε­ρο, όσο και αν φανεί πα­ρά­δο­ξο, είναι τι δεν ητ­τή­θη­κε μέσα σε αυτή την ήττα, τι μένει και μπο­ρεί να είναι χρή­σιν­μο για το μέλ­λον.
Και το τρίτο βε­βαί­ως είναι τι συ­γκε­κρι­μέ­να πράτ­του­με αυτή τη στιγ­μή.
ΤΙ ΗΤ­ΤΗ­ΘΗ­ΚΕ
Πρώτο λοι­πόν ση­μείο: τι ητ­τή­θη­κε. Ποτέ δεν είναι αυ­το­νό­η­το σε μία ήττα, και μά­λι­στα με­γά­λης, ιστο­ρι­κής, έκτα­σης, να ορί­σου­με τι ακρι­βώς είναι αυτό ητ­τή­θη­κε μέσα σε αυτήν.
Το πιο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα είναι αυτό της πτώ­σης της Σο­βιε­τι­κής Ένω­σης και των κα­θε­στώ­των του υπαρ­κτού σο­σια­λι­σμού. Ακόμα και τώρα δεν υπάρ­χει συμ­φω­νία στο τι ητ­τή­θη­κε με την κα­τάρ­ρευ­ση αυτών των κα­θε­στώ­των. Η αφή­γη­ση που κυ­ριαρ­χεί σ’αυ­τό που θα λέ­γα­με τον «κοινό νου της επο­χής μας» δεν είναι η δικιά μας. Ο μέσος άν­θρω­πος σή­με­ρα πι­στεύ­ει ότι αυτό που ητ­τή­θη­κε ορι­στι­κά μαζί με την ΕΣΣΔ είναι ο κομ­μου­νι­σμός, ο σο­σια­λι­σμός, η επα­νά­στα­ση, το όραμα της κοι­νω­νι­κής απε­λευ­θέ­ρω­σης. Όσοι δια­φω­νού­με με αυτό, και νο­μί­ζω όλοι όσοι εί­μα­στε σε αυτή την αί­θου­σα δια­φω­νού­με με αυτό, εί­μα­στε μειο­ψη­φία αλλά αυτό δεν ση­μαί­νει ανα­γκα­στι­κά ότι σφάλ­λου­με. Ση­μαί­νει ωστό­σο σί­γου­ρα ότι δεν έχου­με ακόμη βγεί από αυτήν την ήττα.
Το τι ητ­τή­θη­κε απο­τε­λεί κατά συ­νέ­πεια ένα επί­δι­κο και δεν έχω την αυ­τα­πά­τη ότι αυτά τα οποία θα πω στη συ­νέ­χεια χαί­ρουν κά­ποιας ευ­ρύ­τε­ρης συ­ναί­νε­σης, το ακρι­βώς αντί­θε­το μά­λι­στα.

Ας αρ­χί­σω ωστό­σο από το λι­γό­τε­ρο αμ­φι­σβη­τή­σι­μο, κατά τη γνώμη μου, ση­μείο. Αυτό που ητ­τή­θη­κε με πά­τα­γο είναι ένα πο­λι­τι­κό σχέ­διο, αυτό το οποίο ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ στην πλειο­ψη­φία του, άρα ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ως τέ­τοιος, κό­μι­σε τα τε­λευ­ταία πέντε χρό­νια και το οποίο ακού­ει στο όνομα «αρι­στε­ρός ευ­ρω­παϊ­σμός». Ήταν η αντί­λη­ψη ότι τα μνη­μό­νια και η λι­τό­τη­τα μπο­ρού­σαν να ανα­τρα­πούν στα πλαί­σια συ­γκε­κρι­μέ­να της ευ­ρω­ζώ­νης και ευ­ρύ­τε­ρα της Ευ­ρω­παϊ­κής Ένω­σης. Οτι δεν χρεια­ζό­μα­στε «εναλ­λα­κτι­κό σχέ­διο», διότι εν τέλει θα βρε­θεί μια θε­τι­κή λύση εντός ευρώ, και ότι τα πι­στο­ποι­η­τι­κά καλής «ευ­ρω­παϊ­κής δια­γω­γής» και οι όρκοι πί­στης στο ευρώ απο­τε­λούν δια­πραγ­μα­τευ­τι­κά χαρ­τιά.
Νο­μί­ζω ότι απο­δεί­χτη­κε εξα­ντλη­τι­κά όλους αυ­τούς μήνες ότι κάτι τέ­τοιο είναι αδύ­να­το. Και απο­δεί­χθη­κε εξα­ντλη­τι­κά ακρι­βώς διότι επι­χει­ρή­θη­κε από ένα πο­λι­τι­κό υπο­κεί­με­νο που πί­στε­ψε μέχρι τέ­λους σε αυτή τη δυ­να­τό­τη­τα, που όντως προ­σπά­θη­σε όσο μπο­ρού­σε σ’αυ­τό το συ­γκε­κρι­μέ­νο πλαί­σιο, και που αρ­νή­θη­κε πει­σμα­τι­κά να εξε­τά­σει οποιο­δή­πο­τε άλλο.
Για αυτό οι κου­βέ­ντες περί «προ­δο­σί­ας» και περί «προ­δό­τη Τσί­πρα», πα­ρό­λο που αντα­πο­κρί­νο­νται σε ένα κα­τα­νοη­τό αυ­θόρ­μη­το αί­σθη­μα - προ­φα­νώς και αι­σθά­νε­ται κα­νείς προ­δο­μέ­νος όταν μέσα σε μία εβδο­μά­δα το 62% του ΟΧΙ γί­νε­ται ΝΑΙ - δεν μας βοη­θούν στην κα­τα­νό­η­ση των όσων συ­νέ­βη­σαν. Αυτό που συ­μπε­ραί­νω από τα τε­κται­νό­με­να αλλά και από προη­γού­με­νες ιστο­ρι­κές εμπει­ρί­ες, είναι ότι η έν­νοια της «προ­δο­σί­ας» δεν μπο­ρεί να εξη­γή­σει την εξέ­λι­ξη των γε­γο­νό­των. Ο Αλέ­ξης Τσί­πρας δεν υλο­ποί­η­σε κά­ποιο κρυφό σχέ­διο που είχε κατά νου του «να τα που­λή­σει». Βρέ­θη­κε μπρο­στά στην από­λυ­τη χρε­ο­κο­πία μιας συ­γκε­κρι­μέ­νης στρα­τη­γι­κής και όταν μια πο­λι­τι­κή στρα­τη­γι­κή απο­τυγ­χά­νει, ση­μαί­νει ότι απο­μέ­νουν μόνο οι κακές, οι κά­κι­στες, επι­λο­γές, ή, μάλ­λον ότι δεν απο­μέ­νει παρά μόνο η χεί­ρι­στη – και αυτό ακρι­βώς είναι που συ­νέ­βη.
Απέ­τυ­χε λοι­πόν με πά­τα­γο αυτό η προ­σέγ­γι­ση του «αρι­στε­ρού ευ­ρω­παϊ­σμού», που απο­τέ­λε­σε τον βα­σι­κό άξονα αντι­πα­ρά­θε­σης και εντός του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και στο αρι­στε­ρό κί­νη­μα, και που απο­τε­λεί αναμ­φι­σβή­τη­τα την πλευ­ρά που συ­μπυ­κνώ­νει τις αντι­θέ­σεις της πε­ριό­δου και τα όρια του ίδιου του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Σ’αυ­τό το γε­νι­κό πε­ρί­γραμ­μα, υπάρ­χουν ωστό­σο και μια σειρά από άλλες πτυ­χές, που έχουν ένα ει­δι­κό βάρος, και στις οποί­ες θα ήθελα τώρα να σταθώ λίγο πε­ρισ­σό­τε­ρο.
Η πρώτη είναι ότι η συ­γκε­κρι­μέ­νη στρα­τη­γι­κή του «αρι­στε­ρού ευ­ρω­παϊ­σμού» επέ­φε­ρε αυ­το­μά­τως μιαλο­γι­κή πα­θη­τι­κο­ποί­η­σης και υπο­βάθ­μι­σης της κι­νη­μα­τι­κής δυ­να­μι­κής. Η επι­λο­γή της επι­κέ­ντρω­σης γύρω από δια­πραγ­μα­τεύ­σεις με τους Ευ­ρω­παί­ους με στόχο μια κοινά απο­δε­κτή λύση οδή­γη­σε πολύ σύ­ντο­μα στην πρώτη με­γά­λη απο­τυ­χία, που ήταν η συμ­φω­νία της 20ης Φλε­βά­ρη. Η συμ­φω­νία αυτή δεν έδεσε μόνο τα χέρια της κυ­βέρ­νη­σης ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, ανοί­γο­ντας το δρόμο για τη συν­θη­κο­λό­γη­ση που επα­κο­λού­θη­σε. Το πρώτο και ακόμη πιο άμεσο απο­τέ­λε­σμά της ήταν ότι στα­μά­τη­σε από­το­μα την αγω­νι­στι­κή λο­γι­κή, το κλίμα αι­σιο­δο­ξί­ας και μα­χη­τι­κό­τη­τας που επι­κρα­τού­σε τις πρώ­τες εβδο­μά­δες μετά τη με­γά­λη νίκη της 25ης Γε­νά­ρη.
Βε­βαί­ως η υπο­βάθ­μι­ση της κι­νη­μα­τι­κής δρά­σης δεν είναι κάτι το οποίο άρ­χι­σε στις 25 Γε­νά­ρη ή στις 20 Φλε­βά­ρη, ως απόρ­ροια της συ­γκε­κρι­μέ­νης τα­κτι­κής της κυ­βέρ­νη­σης, είναι κάτι που προ­ϋ­πήρ­χε στη στρα­τη­γι­κή του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Ηταν κάτι που συ­νό­δευ­σε την υπο­χώ­ρη­ση των με­γά­λων μα­ζι­κών κι­νη­το­ποι­ή­σε­ων των δύο πρώ­των χρό­νων της μνη­μο­νια­κής πε­ριό­δου, που έχει τις δικές της αι­τί­ες, «αντι­κει­με­νι­κού» κυ­ρί­ως αλλά υπο­κει­με­νι­κού χα­ρα­κτή­ρα. Παρ' όλα αυτά η προ­σαρ­μο­γή σε αυτή τη συν­θή­κη, στην τάση υπο­χώ­ρη­σης του μα­ζι­κού κι­νή­μα­τος, ήταν μια πο­λι­τι­κή επι­λο­γή της ηγε­σί­ας του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Από ένα ση­μείο και πέρα η ίδια η με­τα­τό­πι­σή της σε ολο­έ­να και πιο «με­τριο­πα­θείς θέ­σεις», το πέ­ρα­σμα από το «καμία θυσία για το ευρώ»/«το ευρώ δεν είναι φετίχ», που ακου­γό­ταν ακόμα στις εκλο­γές του 2012, μέχρι το «δεν πρό­κει­ται να φύ­γου­με από το ευρώ, θα δε­χτούν αυτά τα οποία λέμε και θα 'ναι μέρα με­ση­μέ­ρι», επέ­τει­νε και ανα­πα­ρή­γα­γε αυτή την υπο­χώ­ρη­ση και την υπο­βάθ­μι­ση της κι­νη­μα­τι­κής δρά­σης. Την κα­θι­στού­σε προ­ϋ­πό­θε­ση και εκ των πραγ­μά­των στόχο της συ­ντε­λού­με­νης δε­ξιό­στρο­φης με­τα­τό­πι­σης. Και εδώ υπάρ­χει βε­βαί­ως ένα στοι­χείο πο­λι­τι­κής ευ­θύ­νης.
Το δεύ­τε­ρο ση­μείο της στρα­τη­γι­κής που ητ­τή­θη­κε ήταν η λο­γι­κή κα­τευ­να­σμού που επι­κρά­τη­σε στο «εσω­τε­ρι­κό μέ­τω­πο» αφό­του ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ανέ­λα­βε κυ­βερ­νη­τι­κές ευ­θύ­νες. Αυτή η λο­γι­κή έχει με τη σειρά της τρεις όψεις που θα ήθελα να επι­ση­μά­νω εν συ­ντο­μία.
Η πρώτη είναι ότι έγινε μια συ­γκε­κρι­μέ­νη επι­λο­γή συμ­μα­χί­ας με το παλιό αστι­κό πο­λι­τι­κό προ­σω­πι­κό. Αυτό ση­μα­το­δο­τεί η εκλο­γή Παυ­λό­που­λου ως Προ­έ­δρου της Δη­μο­κρα­τί­ας, και κα­το­πι­νού αρ­χη­γού στην ουσία της κα­μπά­νιας για το ΝΑΙ – καθώς και άλλες εξί­σου βα­ρύ­νου­σες επι­λο­γές, όπως για πα­ρά­δειγ­μα η επι­λο­γή του Λ. Ταγ­μα­τάρ­χη για τη διοί­κη­ση της ΕΡΤ, μιας θέσης που δεν συν­δέ­ε­ται καν με το θέμα της δια­πραγ­μά­τευ­σης και με την αντι­πα­ρά­θε­ση με τους δα­νει­στές.
Δεύ­τε­ρη όψη του κα­τευ­να­σμού, πιο βαθιά ακόμη, είναι η λο­γι­κή μη σύ­γκρου­σης και συ­νέ­χειας με τους μη­χα­νι­σμούς του βα­θέ­ος κρά­τους και του αστι­κού κρα­τι­κού μη­χα­νι­σμού. Δύο πα­ρα­δείγ­μα­τα μόνο εδώ: η το­πο­θέ­τη­ση Καμ­μέ­νου στον τομέα της Άμυ­νας και της εξω­τε­ρι­κής πο­λι­τι­κής, παρά το αντί­βα­ρο της πα­ρου­σί­ας του σ. Ήσυ­χου στο υπουρ­γείο Άμυ­νας, με πε­ριο­ρι­σμέ­νες όμως δυ­να­τό­τη­τες. Ο ρόλος του υπουρ­γού Αμυ­νας φά­νη­κε φε­ρ’ει­πείν στη συ­νέ­χι­ση της στρα­τιω­τι­κής συ­νερ­γα­σί­ας της Ελ­λά­δας με το Ισ­ρα­ήλ - και μι­λά­με εδώ για μια απο­λύ­τως στρα­τη­γι­κή επι­λο­γή για τα γε­ω­πο­λι­τι­κά τε­κται­νό­με­να στην πε­ριο­χή – αν και θα ήταν λάθος να νο­μί­ζου­με ότι ο Καμ­μέ­νος φέρει μόνος την ευ­θύ­νη. Το άλλο πα­ρά­δειγ­μα είναι βε­βαί­ως ό,τι συμ­βο­λί­ζει η το­πο­θέ­τη­ση του Πα­νού­ση στο υπουρ­γείο Δη­μό­σιας Τάξης, και τώρα μά­λι­στα με διευ­ρυ­μέ­νες αρ­μο­διό­τη­τες. Εδώ έχου­με μια κα­θα­ρή επι­λο­γή μη σύ­γκρου­σης και συ­νέ­χειας στο επί­πε­δο των κα­τα­σταλ­τι­κών μη­χα­νι­σμών του κρά­τους, με προ­φα­νείς επι­πτώ­σεις στον συ­νο­λι­κό πο­λι­τι­κό και τα­ξι­κό συ­σχε­τι­σμό.
Τρίτη όψη, ο κα­τευ­να­σμός απέ­να­ντι στο κέ­ντρο της οι­κο­νο­μι­κής εξου­σί­ας, της ολι­γαρ­χί­ας, και αυτού που λέμε «δια­πλο­κή». Και εδώ πρέ­πει να εί­μα­στε πάρα πολύ συ­γκε­κρι­μέ­νοι. Θα ήταν βε­βαί­ως λάθος να τα ρί­χνου­με όλα σε συ­γκε­κρι­μέ­να πρό­σω­πα – πρέ­πει όμως να εί­μα­στε από­λυ­τα σα­φείς: υπήρ­ξαν κα­θε­στω­τι­κοί θύ­λα­κες μέσα στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και πριν ακόμη την ανά­λη­ψη της κυ­βερ­νη­τι­κής εξου­σί­ας. Δεν είναι τυ­χαί­ος ο εξαι­ρε­τι­κά αδια­φα­νής ρόλος του Γιάν­νη Δρα­γα­σά­κη ως του κα­τε­ξο­χήν αν­θρώ­που ο οποί­ος προ­στά­τευ­σε το τρα­πε­ζι­κό κα­τε­στη­μέ­νο και ο οποί­ος στά­θη­κε πραγ­μα­τι­κός κυ­μα­το­θραύ­στης απέ­να­ντι σε οποια­δή­πο­τε από­πει­ρα αλ­λα­γής που σχε­τί­ζε­ται με το τρα­πε­ζι­κό σύ­στη­μα, ένα σύ­στη­μα που είναι σή­με­ρα το νευ­ραλ­γι­κό κέ­ντρο, κυ­ριο­λε­κτι­κά η καρ­διά του κα­θε­στώ­τος και της οι­κο­νο­μι­κής εξου­σί­ας.
Τρίτο και τε­λευ­ταίο στοι­χείο της απο­τυ­χί­ας της στρα­τη­γι­κής του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ η αντί­λη­ψη για το κόμμα και η εξέ­λι­ξη του ίδιου του κομ­μα­τι­κού σχη­μα­τι­σμού - που συ­νά­δει απο­λύ­τως με όλα τα προη­γού­με­να. Πριν ακόμα ανα­λά­βει την κυ­βέρ­νη­ση, ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ έτει­νε να γίνει ένα κόμμα όλο και λι­γό­τε­ρο δη­μο­κρα­τι­κό, όχι με την επι­φα­νεια­κή έν­νοια του όρου – ότι δεν μπο­ρού­σε κα­νείς να πει την άποψή του – αλλά με την έν­νοια ότι τα μέλη του κα­θό­ρι­ζαν όλο και λι­γό­τε­ρο την δια­μόρ­φω­ση της πο­λι­τι­κής και το πού παίρ­νο­νταν οι απο­φά­σεις μέσα στο κόμμα.
Αυτό το οποίο εί­δα­με να οι­κο­δο­μεί­ται στα­δι­κά αλλά συ­στη­μα­τι­κά μετά τον Ιούνη του 2012 είναι ένας μη­χα­νι­σμός όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο αρ­χη­γι­κός, όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο συ­γκε­ντρω­τι­κός, όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο αυ­το­νο­μη­μέ­νος από τη δράση και τη σκέψη των μελών του. Η δια­δι­κα­σία πήρε ανε­ξέ­λεγ­κτες δια­στά­σεις όταν ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ έγινε κυ­βέρ­νη­ση. Από εκεί­νη τη στιγ­μή το κυ­βερ­νη­τι­κό επι­τε­λείο και τα νευ­ραλ­γι­κά κέ­ντρα λήψης των απο­φά­σε­ων αυ­το­νο­μή­θη­καν απο­λύ­τως από το κόμμα. Αρκεί να επι­ση­μαν­θεί ότι η Κ.Ε. συ­γκλή­θη­κε όλες κι όλες δύο φορές από τότε που ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ανέ­λα­βε την κυ­βέρ­νη­ση. Ετσι ολο­κλη­ρώ­θη­κε η απα­ξί­ω­ση του κόμ­μα­τος, η απα­ξί­ω­ση του κόμ­μα­τος ως χώρου πα­ρα­γω­γής πο­λι­τι­κής και η κρα­τι­κο­ποί­η­ση της ίδιας τη μορφή του, που είχε όμως δρο­μο­λο­γη­θεί πριν την ανά­λη­ψη της κυ­βερ­νη­τι­κής εξου­σί­ας.
ΤΙ ΔΕΝ ΗΤ­ΤΗ­ΘΗ­ΚΕ
Στις σκέ­ψεις που ακο­λου­θούν με εμπνέ­ει ένα κεί­με­νο της Ανα­το­λι­κο­γερ­μα­νί­δας κομ­μου­νί­στριας συγ­γρα­φέ­ως Κρί­στα Βολφ, το οποίο το είχε γρά­ψει πριν από την πτώση της Λαϊ­κής Δη­μο­κρα­τί­ας της Γερ­μα­νί­ας, αλλά που δη­μο­σιεύ­τη­κε μετά, με τον τίτλο Was bleibtδη­λα­δή Τι απο­μέ­νειTι μας μένει. Είναι ένα πάρα πολύ ση­μα­ντι­κό βι­βλίο το οποίο κατά τη γνώμη μου προ­σπα­θεί να πει τα εξής: η πιο σκλη­ρή αυ­το­κρι­τι­κή δεν πρέ­πει να κα­τα­λή­γει στην κα­τε­δά­φι­ση αυτού που υπήρ­ξε μία πολύ με­γά­λη και ση­μα­ντι­κή συλ­λο­γι­κή προ­σπά­θεια. Δεν είναι όμως μόνο αυτό: η ανα­ζή­τη­ση αυτών των ψυγ­μά­των αλή­θειας που ενυ­πήρ­χαν, εν μέσω αντι­φά­σε­ων, σ’αυ­τήν την ανο­λο­κλή­τω­τη προ­σπά­θεια απο­κτά μια ιδιαί­τε­ρη ση­μα­σία σε συν­θή­κες ήττας, γιατί κα­τα­δει­κνύ­ει ότι ακόμη κι αν δια­ψεύ­στη­καν, υπάρ­χουν πάντα και άλλες δυ­να­τό­τη­τες σε ένα με­γά­λο εγ­χεί­ρη­μα. Η ιστο­ρία δεν είναι ποτέ γραμ­μέ­νη εκ των προ­τέ­ρων, πάντα περ­νά­ει από δια­κλα­δώ­σεις όπου κρί­νε­ται η πο­ρεία της εξέ­λι­ξης.
Τι δεν ητ­τή­θη­κε λοι­πόν στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, τι θε­τι­κό κό­μι­σε με άλλα λόγια η εμπει­ρία αυτή στο αρι­στε­ρό και στο λαϊκό κί­νη­μα;
Ως πρώτη προ­σέγ­γι­ση θα έλεγα τα εξής τέσ­σε­ρα στοι­χεία που, υπό όρους, μπο­ρούν κατά τη γνώμη να απο­βούν χρή­σι­μα για τη μελ­λο­ντι­κή ανα­συ­γκρό­τη­ση της ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς και την επα­να­δια­τύ­πω­ση μιας σύγ­χρο­νης αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κής στρα­τη­γι­κής – χωρίς να ση­μαί­νει ότι αρ­κούν.
Δεν ητ­τή­θη­κε κα­τ’αρ­χήν η πρό­τα­ση της αρι­στε­ρής κυ­βέρ­νη­σης ως του απα­ραί­τη­του και δό­κι­μου ερ­γα­λεί­ου για να προ­σεγ­γι­στεί σή­με­ρα το ζή­τη­μα της εξου­σί­ας. Να προ­σεγ­γι­στεί, όχι να λυθεί. Ξέ­ρου­με βέ­βαια ότι άλλο πράγ­μα είναι να είσαι κυ­βέρ­νη­ση, άλλο πράγ­μα είναι να είσαι εξου­σία. Το ζή­τη­μα βε­βαί­ως αν μπο­ρού­με να πε­ρά­σου­με, και πώς, από το ένα στο άλλο. Αν μπο­ρεί δη­λα­δή η κα­τά­κτη­ση της κυ­βερ­νη­τι­κής εξου­σί­ας μέσω ενός συν­δυα­σμού εκλο­γι­κών επι­τυ­χιών και μα­ζι­κών αγώ­νων να χρη­σι­μο­ποι­η­θεί ως ένα εφαλ­τή­ριο για την ανά­πτυ­ξη των αγώ­νων, των κι­νη­το­ποι­ή­σε­ων, να ανοί­ξει χώ­ρους για την ανα­τρο­πή των τα­ξι­κών συ­σχε­τι­σμών.
Δεύ­τε­ρο στοι­χείο, το με­τα­βα­τι­κό πρό­γραμ­μα. Εκτι­μώ ότι παρά τα όριά του, ει­δι­κό­τε­ρα σε ότι αφορά την ονο­μα­ζό­με­νη «κο­στο­λό­γη­σή του», το «Πρό­γραμ­μα της Θεσ­σα­λο­νί­κης» ήταν μια ατελή μορφή, αλλά κατά βάση σωστή προ­σέγ­γι­ση ενός τέ­τοιου προ­γράμ­μα­τος. Δεν είναι τυ­χαίο εξ’άλ­λου ότι πολύ σύ­ντο­μα ήρθε σε σύ­γκρου­ση με την γραμ­μή που ακο­λού­θη­σε η κυ­βέρ­νη­ση σε ση­μείο που πολύ σύ­ντο­μα κα­τέ­λη­ξε να είναι ένα τα­μπού μέσα τα κυ­βερ­νη­τι­κά επι­τε­λεία, και εν μέρει στο ίδιο το κόμμα.
Η έν­νοια του με­τα­βα­τι­κού προ­γράμ­μα­τος ση­μαί­νει ότι δεν αρ­κού­μα­στε σε έναν αφη­ρη­μέ­νο, προ­πα­γαν­δι­στι­κό, αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κό λόγο ο οποί­ος ισχύ­ει για οποια­δή­πο­τε συ­γκυ­ρία και που απλά επα­να­λαμ­βά­νει τον στρα­τη­γι­κό στόχο του σο­σια­λι­σμού και της επα­να­στα­τι­κής ανα­τρο­πής. Οι δό­κι­μες δια­χω­ρι­στι­κές γραμ­μές, αυτές που επι­τρέ­πουν να αντι­με­τω­πι­στεί με απο­τε­λε­σμα­τι­κό τρόπο η επί­θε­ση του τα­ξι­κού αντι­πά­λου και να ανα­τρα­πεί ο συ­νο­λι­κός συ­σχε­τι­σμός, πρέ­πει να ορί­ζο­νται εκ νέου κάθε φορά, μέσα στη συ­γκε­κρι­μέ­νη συ­γκυ­ρία. Και εδώ ο αντι­μνη­μο­νια­κός στό­χος ήταν, κατά τη γνώμη μου, πολύ σωστά ο βα­σι­κός άξο­νας αυτού του με­τα­βα­τι­κού προ­γράμ­μα­τος – υπό τον όρο βέ­βαια, που δεν τη­ρή­θη­κε, ότι η συ­νε­πής αντι­μνη­μο­νια­κή γραμ­μή οδη­γού­σε ανα­πό­φευ­κτα σε μία συ­νο­λι­κή σύ­γκρου­ση με την Ευ­ρω­ζώ­νη και με την ίδια την Ευ­ρω­παϊ­κή Ένωση.
Το με­τα­βα­τι­κό πρό­γραμ­μα συν­δέ­ε­ται επί­σης, και είναι κάτι που το μα­θαί­νου­με από την κλη­ρο­νο­μιά του τρί­του και του τέ­ταρ­του συ­νέ­δριου της Κομ­μου­νι­στι­κής Διε­θνούς και τις κα­το­πι­νές επε­ξερ­γα­σί­ες του Γκράμ­σι και του Το­λιά­τι, συν­δέ­ε­ται ορ­γα­νι­κά με τον στόχο του ενιαί­ου με­τώ­που, της συ­σπεί­ρω­σης σε ένα ανώ­τε­ρο, πο­λι­τι­κό και στρα­τη­γι­κό, επί­πε­δο όλων των δυ­νά­με­ων του μπλοκ των υπο­τε­λών τά­ξε­ων. Αυτή η ενω­τι­κή ή ενιαιο­με­τω­πι­κή προ­σέγ­γι­ση που κό­μι­ζε η ιδέα της «κυ­βέρ­νη­σης της Αρι­στε­ράς», έτσι όπως πρω­το­δια­τυ­πώ­θη­κε το 2012, ήταν που συ­νε­πή­ρε το πνεύ­μα ευ­ρύ­τε­ρων μαζών και που επέ­τρε­ψε στο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ να πραγ­μα­το­ποι­ή­σει τότε τη με­γά­λη εκτί­να­ξη της ερ­γα­τι­κής και λαϊ­κής επιρ­ρο­ής του.
Και τούτο διότι ο στό­χος της «κυ­βέρ­νη­σης της Αρι­στε­ράς» δεν ήταν απλά μια «κυ­βέρ­νη­ση ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ», και, πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο, δεν ήταν η κυ­βέρ­νης ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ-ΑΝΕΛ που τε­λι­κά προ­έ­κυ­ψε, ήταν ένας τρό­πος ανα­συ­γκρό­τη­σης του ίδιου του κι­νή­μα­τος και των κοι­νω­νι­κών του ανα­φο­ρών και των πο­λι­τι­κών του συ­μπυ­κνώ­σε­ων. Οπως ξέ­ρου­με όμως, ο στό­χος προ­σέ­κρου­σε σε δύο εμπό­δια που οδή­γη­σαν σε μια εξαι­ρε­τι­κά προ­βλη­μα­τι­κή και εγ­γε­νώς αντι­φα­τι­κής υλο­ποί­η­σή του μετά της 25 Γε­νά­ρη, δη­λα­δή από την μια στην άρ­νη­ση όλων των υπό­λοι­πων δυ­νά­με­ων της Αρι­στε­ράς, στην αδυ­να­μία τους να αντα­πο­κρι­θούν στο καί­ριο επί­δι­κο εκεί­νης της στιγ­μής, και αφε­τέ­ρου στα αδιέ­ξο­δα και τα όρια της ίδιας της στρα­τη­γι­κής του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, και ει­δι­κό­τε­ρα στην δε­ξιό­στρο­φη διο­λί­σθη­ση μετά τον Ιούνη του 2012.
Η πα­ρα­πά­νω δια­πί­στω­ση με οδη­γεί στο τέ­ταρ­το και τε­λευ­ταίο ση­μείο του «τι μένει» από την εμπει­ρία αυτή,στη σχέση του κοι­νω­νι­κού με το πο­λι­τι­κό. Αυτό που εί­δα­με λοι­πόν στη συ­γκε­κρι­μέ­νη συ­γκυ­ρία της μνη­μο­νια­κής πε­ντα­ε­τί­ας, την οποία είχα ονο­μά­σει σε πα­λαιό­τε­ρα κεί­με­νά μου «πα­ρα­τε­τα­μέ­νο λαϊκό πό­λε­μο», είναι ότι οι αντι­θέ­σεις που ξε­δι­πλώ­νο­νται κατά τη διάρ­κεια της τα­ξι­κής ανα­μέ­τρη­σης συ­μπυ­κνώ­νο­νται και κα­λού­νται να λυ­θούν στο πο­λι­τι­κό επί­πε­δο. Από ένα ση­μείο και πέρα, η επι­τυ­χία, η νίκη, ή επι­μέ­ρους έστω νίκη, κρί­νε­ται στο πο­λι­τι­κό επί­πε­δο και γί­νε­ται όρος για να μπο­ρέ­σει το κί­νη­μα να πε­ρά­σει σε ένα ανώ­τε­ρο επί­πε­δο. Αυτό ακρι­βώς πι­στεύω είναι το στοί­χη­μα που παί­χτη­κε από το 2012 και μετά, με όλες τις αντι­φά­σεις και τα όριά του, δη­λα­δή ο συν­δυα­σμός μιας αρι­στε­ρής κυ­βέρ­νη­σης και ενός κι­νη­μα­τι­κού κε­κτη­μέ­νου, που φυ­σι­κά δεν είναι ποτέ δε­δο­μέ­νο και πρέ­πει διαρ­κώς να ανα­βα­πτί­ζε­ται μέσα στους αγώ­νες, έτσι ώστε να ανοί­ξει μια προ­ο­πτι­κή βα­θιάς κοι­νω­νι­κής αλ­λα­γής.
Χρειά­ζε­ται νο­μί­ζω να επι­μεί­νω σε αυτό το τε­λευ­ταίο ση­μείο. Αυτό το οποίο παί­χτη­κε στην Ελ­λά­δα δεν είναι μία συ­νη­θι­σμέ­νη εναλ­λα­γή στην εξου­σία κομ­μά­των δια­χεί­ρι­σης του συ­στή­μα­τος. Δεν είναι κάτι σαν την εκλο­γή του Φραν­σουά Ολάντ, ούτε σαν το «κε­ντρο­α­ρι­στε­ρό εγ­χεί­ρη­μα» του Ρο­μά­νο Πρό­ντι στην Ιτα­λία, δεν είναι καν η πε­ρί­πτω­ση του Φραν­σουά Μι­τε­ράν του 1981, που ανα­λαμ­βά­νει την εξου­σία με ένα πρό­γραμ­μα αρ­κε­τά ρι­ζο­σπα­στι­κό για τα δε­δο­μέ­να της επο­χής.
Το στοί­χη­μα που παί­χτη­κε στην Ελ­λά­δα ήταν ένα βα­θύ­τε­ρο για αυτό ακρι­βώς προ­κά­λε­σε όχι μόνο μία ελ­λη­νι­κή, αλλά μία ευ­ρω­παϊ­κή και διε­θνή κρίση, μια ανα­μέ­τρη­ση πολύ με­γά­λων δια­στά­σε­ων στην οποία το δικό μας στρα­τό­πε­δο απο­δεί­χθη­κε εντε­λώς ανί­κα­νο όχι μόνο να νι­κή­σει, αλλά θα έλεγα να επι­δεί­ξει ακόμα και τη στοι­χειώ­δη αυ­το­ά­μυ­να και κα­τα­λή­ξα­με στη συν­θη­κο­λό­γη­ση στην οποία κα­τα­λή­ξα­με.
ΚΑΙ ΤΩΡΑ;
Αυτή τη στιγ­μή, όπως είπα αρ­χι­κά, στην ευ­ρύ­τε­ρη κοι­νω­νία επι­κρα­τεί ακόμη η κα­τά­στα­ση του με­τα­τραυ­μα­τι­κού σοκ. Το δικό μας στρα­τό­πε­δο έχει ζα­λι­στεί από την ανα­τρο­πή των δε­δο­μέ­νων που συ­νε­τε­λέ­σθη σε λίγες μόνο μέρες μετά το βρο­ντε­ρό ΟΧΙ του δη­μο­ψη­φί­σμα­τος. Όταν βγαί­νου­με έξω από τους πο­λι­τι­κο­ποι­η­μέ­νους κι­νη­μα­τι­κά δρα­στή­ριους κύ­κλους βλέ­που­με να κυ­ριαρ­χούν αντι­φα­τι­κά συ­ναι­σθή­μα­τα, ένα μείγ­μα απο­γο­ή­τευ­σης, οργής, βα­θιάς ανη­συ­χί­ας για το τι έρ­χε­ται, αλλά και ορια­κά ανο­χής απέ­να­ντι στην επι­λο­γή που έγινε από το κυ­βερ­νη­τι­κό επι­τε­λείο και τον ίδιο τον Τσί­πρα.
Κομ­βι­κό ση­μείο για την υπέρ­βα­ση αυτού του κλί­μα­τος και για ένα νέο ξε­κί­νη­μα είναι η εξής δια­πί­στω­ση: το 62% του ΟΧΙ είναι αυτή τη στιγ­μή πο­λι­τι­κά ορ­φα­νό. Η πο­λι­τι­κή του συ­γκρό­τη­ση και έκ­φρα­ση είναι το υπ' αριθ­μόν ένα, το κε­ντρι­κό κα­θή­κον όλων μας στην πε­ρί­ο­δο που ανοί­γε­ται μπρο­στά μας. Αυτή η πο­λι­τι­κή συ­γκρό­τη­ση δεν μπο­ρεί να νοη­θεί ως γραμ­μι­κή προ­έ­κτα­ση κα­νε­νός από τους υπάρ­χο­ντες σχη­μα­τι­σμούς - ούτε του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, ούτε της ΑΝΤΑΡ­ΣΥΑ, ούτε άλλων σχη­μά­των, ούτε τμη­μά­των αυτών των σχη­μα­τι­σμών.
Νο­μί­ζω ότι πρέ­πει να μι­λή­σου­με με όρους ενός νέου πο­λι­τι­κού σχε­δί­ου. Ενός νέου πο­λι­τι­κού σχε­δί­ου που θα είναι τα­ξι­κό, δη­μο­κρα­τι­κό και αντι-ευ­ρω­παϊ­στι­κό και θα έχει σε μια πρώτη φάση μια με­τω­πι­κή μορφή, ανοι­χτή σε πει­ρα­μα­τι­σμούς και νέες ορ­γα­νω­τι­κές πρα­κτι­κές. Μια με­τω­πι­κή μορφή που θα συν­δυά­ζει κι­νή­σεις από τα πάνω και πρω­το­βου­λί­ες από τα κάτω με κι­νη­μα­τι­κή διά­στα­ση, όπως αυτές που ξε­πή­δη­σαν κατά τη διάρ­κεια της μάχης του δη­μο­ψη­φί­σμα­τος αλλά και μετά από αυτήν.
Είναι δύ­σκο­λο, αν όχι αδύ­να­το να λε­χθούν αυτή τη στιγ­μή πε­ρισ­σό­τε­ρα για τη συ­γκε­κρι­μέ­νη μορφή που μπο­ρεί να πάρει αυτό το πο­λι­τι­κό σχέ­διο. Είναι προ­φα­νές ότι εξαρ­τά­ται σε έναν κα­θο­ρι­στι­κό βαθμό από την εσω­τε­ρι­κή μάχη που δί­νου­με αυτή τη στιγ­μή μέσα στο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ με τους συ­ντρό­φους της Αρι­στε­ρής Πλατ­φόρ­μας και άλ­λους. Όλοι κα­τα­λα­βαί­νου­με ότι για να μπο­ρέ­σει αυτό το σχέ­διο να προ­χω­ρή­σει χρειά­ζο­νται πολλά πράγ­μα­τα. Σε καμία πε­ρί­πτω­ση η αρι­στε­ρά του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, και πιο συ­γκε­κρι­μέ­να η Αρι­στε­ρή Πλατ­φόρ­μα που απο­τε­λεί το πιο συ­γκρο­τη­μέ­νο της κομ­μά­τι, δεν μπο­ρεί να διεκ­δι­κή­σει κά­ποια απο­κλει­στι­κό­τη­τα. Ο ρόλος της είναι όμως, όπως γί­νε­ται πλέον ευ­ρύ­τε­ρα αντι­λη­πτό, από φί­λους και εχθρούς, κομ­βι­κός. Και αυτό με μία έν­νοια είναι ίσως από τα πιο ση­μα­ντι­κά κε­κτη­μέ­να της προη­γού­με­νης πε­ριό­δου.
Σε ότι αφορά τους στό­χους του, όπως πρό­σφα­τα συ­νό­ψι­σε σε ένα πολύ ωραίο άρθρο της η συ­ντρό­φισ­σά μου από τα χρό­νια τα παλιά, του αγώνα για την κομ­μου­νι­στι­κή ανα­νέ­ω­ση, η Ελένη Πορ­τά­λιου[2], το εγ­χεί­ρη­μα πε­ρι­στρέ­φε­ραι γύρω από τους εξής δύο βα­σι­κούς:
-          την απε­λευ­θέ­ρω­ση της χώρας και του ελ­λη­νι­κού λαού από τα δεσμά της Ευ­ρω­ζώ­νης με άμεση επε­ξερ­γα­σία ενός σχε­δί­ου εξό­δου από Μνη­μό­νια και ευρώ και τη συ­νο­λι­κή σύ­γκρου­ση με την Ευ­ρω­παϊ­κή Ένωση που αν χρεια­στεί – κα­τα­θέ­τω εδώ μια προ­σω­πι­κή μου σκέψη – πρέ­πει να φτά­σει μέχρι την απο­χώ­ρη­ση.
-          την ανα­συ­γκρό­τη­ση και ανοι­κο­δό­μη­ση αυτής της κα­τε­στραμ­μέ­νης χώρας, της οι­κο­νο­μί­ας, του κρά­τους και του κοι­νω­νι­κού τους ιστού, με πρω­τα­γω­νι­στές τις ερ­γα­ζό­με­νες τά­ξεις και το λαϊκό μπλοκ του οποί­ου κα­λού­νται να ηγη­θούν.
- Το σχέ­διο αυτό είναι βα­θειά τα­ξι­κό – δεν θα επε­κτα­θώ σ’αυ­τό το ση­μείο γιατί όλοι σ’αυ­τήν αί­θου­σα κα­τα­λα­βαί­νου­με περί τίνος πρό­κει­ται. Είναι ταυ­τό­χρο­να και εθνι­κό. Και εδώ χρειά­ζο­νται ασφα­λώς πε­ρισ­σό­τε­ρες εξη­γή­σεις. Ο όρο «εθνι­κό» ανα­φέ­ρε­ται σε δυό δια­στά­σεις.
Η πρώτη είναι το είναι το «εθνι­κό-λαϊ­κό» με την έν­νοια του Γκράμ­σι, με την έν­νοια ότι οι ερ­γα­ζό­με­νες τά­ξεις πρέ­πει να ανα­δει­χτούν σε διευ­θυ­ντι­κή δύ­να­μη της κοι­νω­νί­ας, να γί­νουν οι ίδιες έθνος, όπως έλε­γαν οι Μαρξ και Εν­γκελς για το προ­λε­τα­ριά­το στο Κομ­μου­νι­στι­κό Μα­νι­φέ­στο, και να το στρέ­ψουν συ­νο­λι­κά σε μία δια­φο­ρε­τι­κή κα­τεύ­θυν­ση.
Η δεύ­τε­ρη είναι το σχέ­διο είναι εθνι­κό με την έν­νοια ότι αυτή τη στιγ­μή υπάρ­χει θέμα εθνι­κής κυ­ριαρ­χί­αςστην Ελ­λά­δα, δη­λα­δή ύπαρ­ξης της λαϊ­κής κυ­ρια­ρα­χί­ας και της ίδιας της δη­μο­κρα­τί­ας. Με τη νέα μνη­μο­νια­κής συμ­φω­νία που υπο­γρά­φη­κε δεν μι­λά­με απλά για διαιώ­νι­ση της τροϊ­κα­νής επι­κυ­ριαρ­χί­ας, αλλά για εμ­βά­θυν­σή της με νέα ποιο­τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. Βρι­σκό­μα­στε πλέον σε μία κα­τά­στα­ση όπου το ελ­λη­νι­κό κρά­τος και οποια­δή­πο­τε εκλεγ­μέ­νη ελ­λη­νι­κή κυ­βέρ­νη­ση δεν έχει στην ουσία ούτε έναν μοχλό στα χέρια της για να ασκή­σει την οποια­δή­πο­τε πο­λι­τι­κή.
Αυτός είναι ίσως ο βα­θύ­τε­ρος στό­χος του νέου μνη­μο­νί­ου πέρα από την επι­βο­λή μιας ακόμη δέ­σμης βάρ­βα­ρων αντι­λαϊ­κών μέ­τρων. Η Γ.Γ. Εσό­δων αυ­το­νο­μεί­ται τε­λεί­ως και ξε­φεύ­γει από τον έλεγ­χο της κυ­βέρ­νη­σης και είναι κάτω από τον έλεγ­χο της τρόι­κας. Συ­γκρο­τεί­ται Δη­μο­σιο­νο­μι­κό Συμ­βού­λιο το οποίο θα μπο­ρεί να κάνει ορι­ζό­ντιες πε­ρι­κο­πές αυ­τό­μα­τα εάν υπάρ­χει από­κλι­ση από οποιο­δή­πο­τε δη­μο­σιο­νο­μι­κό στόχο και δη­μιουρ­γεί­ται επί­σης κάτω από άμεσο τροϊ­κα­νό έλεγ­χο το δια­βό­η­το Τα­μείο ύψους 50 δισ. στο όποίο υπά­γο­νται όλα τα υπό ιδιω­τι­κο­ποί­η­ση πε­ριου­σια­κά στοι­χεία του ελ­λη­νι­κού δη­μο­σί­ου. Ακόμα και η ΕΛ.ΣΤΑΤ, η στα­στι­σκή υπη­ρε­σία, με­τα­μορ­φώ­νε­ται σε «ανε­ξάρ­τη­τη» δήθεν αρχή που θα ελέγ­χε­ται κα­τευ­θεί­αν από την τρόι­κα και θα χρη­σι­μεύ­ει ως μη­χα­νι­σμός αστυ­νό­μευ­σης και ελέγ­χου σε κα­θη­με­ρι­νή βάση της υλο­ποί­η­σης των μνη­μο­νια­κών στό­χων από το ελ­λη­νι­κό κρά­τος.
Στη συν­θή­κη που δια­μορ­φώ­νε­ται η Ελ­λά­δα με­τα­τρέ­πε­ται – τολμώ να κάνω την ανα­λο­γία – σε ένα είδος με­γά­λου Κό­σο­βου, σε μια χώρα πα­ρα­δο­μέ­νη χει­ρο­πό­δε­ρα σε νε­ο­α­πο­κια­κρα­τι­κά δεσμά, σε ένα ασή­μα­ντο και ρη­μαγ­μέ­νο βαλ­κα­νι­κό ημι-προ­τε­κτο­ρά­το. Σε μια τέ­τοια συ­γκυ­ρία, η ανα­φο­ρά στο εθνι­κό ση­μαί­νει ότι υπάρ­χει θέμα ανά­κτη­σης της εθνι­κής κυ­ριαρ­χί­ας ως προ­ϋ­πό­θε­ση για την άσκη­ση – δεν σας λέω μίας αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κής απλά μίας οποιασ­δή­πο­τε στοι­χειω­δώς δη­μο­κρα­τι­κής και προ­ο­δευ­τι­κής πο­λι­τι­κής.
Το σχέ­διο αυτό τέλος, και αυτό διό­λου δεν αντι­τί­θε­ται στα πα­ρα­πά­νω, είναι βα­θύ­τα­τα διε­θνι­στι­κό. Και τούτο όχι μόνο γιατί η υπε­ρά­σπι­ση των ζω­τι­κών τα­ξι­κών συμ­φε­ρό­νων των ερ­γα­ζό­με­νων και των λαϊ­κών τά­ξε­ων μιας χώρας είναι από τη φύση της διε­θνι­στι­κή, εφό­σον οι εκ­με­τα­λευό­με­νοι δια­φο­ρε­τι­κών χωρών δεν έχουν τί­πο­τε να μοι­ρά­σουν με­τα­ξύ τους. Είναι διε­θνι­στι­κό με μια πιο συ­γκε­κρι­μέ­νη έν­νοια, διότι μια ρήξη στον αδύ­να­μο κρίκο της ευ­ρω­ζώ­νης και της ΕΕ ανοί­γει το δρόμο σε άλλες ανα­τρο­πές στην Ευ­ρώ­πη και επι­φέ­ρει ένα δυ­να­τό χτύ­πη­μα στο αντι­δρα­στι­κό και βάρ­βα­ρα αντι­λαϊ­κό ευ­ρω­ε­νω­σια­κό οι­κο­δό­μη­μα. Για να το πάμε και ένα βήμα πα­ρα­πέ­ρα, όχι μόνο ο δικός μας διε­θνι­σμός δεν έχει καμ­μιά σχέση με το ευρώ και την ΕΕ αλλά θα οι­κο­δο­μη­θεί στη βάση της ολό­ε­να ανερ­χό­με­νης αντί­στα­σης και απόρ­ρι­ψη αυτών των σχη­μα­τι­σμών από τους λαούς της Ευ­ρώ­πης. Προ­ϋ­πό­θε­ση για την πο­ρεία προς μια πραγ­μα­τι­κά «άλλη Ευ­ρώ­πη», που δεν μπο­ρεί παρά να έχει σο­σια­λι­στι­κή κα­τεύ­θυν­ση, είναι η διά­λυ­ση της ση­με­ρι­νής Ευ­ρω­ζώ­νης και της ΕΕ μέσα από ένα ντό­μι­νο ανα­τρο­πών με ση­μείο εκ­κί­νη­σης τους πιο αδύ­να­μους κρί­κους.
Συ­νο­ψί­ζο­ντας θα έλεγα ότι πή­ρα­με ένα μά­θη­μα σκλη­ρό, με ένα τί­μη­μα βαρύ που πρώτα απ' όλα κα­λεί­ται να το πλη­ρώ­σει ο ερ­γα­ζό­με­νος λαός, και η Ελ­λά­δα. Ηταν όμως ένα μά­θη­μα ανα­γκαίο – εάν μπο­ρέ­σου­με να ανα­στο­χα­στού­με πάνω σε αυτό αλλά ταυ­τό­χρο­να και να δρά­σου­με. Ηταν ένα μά­θη­μα που ενέ­χει τη δυ­να­τό­τη­τα μίας νέας αρχής ή, όπως έλεγε ο ποι­η­τής, μιάς «και­νούρ­γιας γέν­νας».
- Ευ­χα­ρι­στώ τον Πα­να­γιώ­τη Φραν­τζή για την πο­λύ­τι­μη βο­ή­θειά του στην απο­μα­γνη­το­φώ­νη­ση της ει­σή­γη­σης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου