Από εδώ
[12] Πουλαντζάς, ο.π. σ.115
Πηγή: Ουτοπία, τ. 106, Μάρτιος-Απρίλιος 2014.
- See more at: http://aristerisymporefsi.gr/index.php/dikaiomata/item/80-sarafianos-neofilelefthero-kratos#sthash.aQmBUBDe.dpuf
του Δημήτρη Σαραφιανού
Η ολοένα και εντεινόμενη παραβίαση
δημοκρατικών δικαιωμάτων (από την προσβολή του πυρήνα των κοινωνικών
δικαιωμάτων στην υγεία, την παιδεία, την εργασία, την κοινωνική
ασφάλιση, ακόμα και του ίδιου του δικαιώματος στην ιδιοκτησία, της
κορωνίδας δηλαδή των αστικών δικαιωμάτων, με την φορομπηξία και την
απελευθέρωση των πλειστηριασμών), η ένταση της καταστολής και του
αυταρχισμού
(σε υλικό και θεσμικό επίπεδο που φτάνει
μέχρι και την δημιουργία χώρων –όπως τα στρατόπεδα συγκέντρωσης- στους
οποίους απουσιάζει παντελώς το δίκαιο[1]),
αλλά και ο περιορισμός της λαϊκής κυριαρχίας με τις επιτηρήσεις, την
τρόικα και τη νομοθέτηση με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, έχουν
ανοίξει μια πολύ μεγάλη συζήτηση για τη φύση του μετανεοφιλελεύθερου
κράτους την περίοδο της κρίσης: οι χαρακτηρισμοί για κράτος (ανοικτής ή
συγκεκαλυμμένης) έκτακτης ανάγκης, καθεστώς εξαίρεσης, κοινοβουλευτικό
ολοκληρωτισμό κλπ. βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη[2]
–και μάλιστα όχι μόνο στο λόγο της αριστεράς και της αναρχίας. Ο
Τζιόρτζιο Αγκάμπεν εμφανίζεται σήμερα ως ο πλέον παραπεμπόμενος
διανοητής στην Ελλάδα. Η συζήτηση πολλές φορές συνδυάζεται με την μόνιμη
πλέον (παρά τις διώξεις) παρουσία της Χρυσής Αυγής στο πολιτικό
προσκήνιο και επιχειρούνται ακροβασίες που επιχειρούν να αναδείξουν την
δομική σημασία μιας διαδικασίας κοινωνικού και κρατικού εκφασισμού στο
σύγχρονο μετανεοφιλελεύθερο κράτος (μιλώντας πχ ακόμα και για
νεοφιλελεύθερο νεοφασισμό).
Το ιδεολογικό υπόβαθρο που τείνει να
αποκρύπτει τους διαχωρισμούς μεταξύ όλων αυτών των φαινομένων δεν είναι
άλλο από τον οικονομισμό: η καπιταλιστική κρίση (είτε γίνεται αντιληπτή
ως κρίση υπερσυσσώρευσης που κρατάει από το 1971, είτε ως κρίση ενός
συγκεκριμένου σταδίου ή φάσης του νεοφιλελεύθερου –ή ολοκληρωτικού-
καπιταλισμού) παράγει μια αντικειμενική επαναστατική κατάσταση την οποία
η αστική τάξη δεν έχει άλλο τρόπο να αντιμετωπίσει από την επιβολή μιας
κατάστασης έκτακτης ανάγκης, εντός της οποίας ιδιαίτερο ρόλο
διαδραματίζουν οι φασιστικές και νεοναζιστικές οργανώσεις (ως
μαντρόσκυλα του συστήματος). Επειδή δε αυτή η κρίση βιώνεται ως μια
διαρκής συνθήκη (καταστροφική ή όχι) το φαινόμενο αυτό γίνεται αντιληπτό
ως μια μόνιμη κατάσταση έκτακτης ανάγκης που πλέον θα χαρακτηρίζει τον
τρόπο που δομείται ο κρατικός μηχανισμός
Το πρόβλημα αυτών των αναγνώσεων είναι
ότι συγχέουν τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου κράτους με την κατάσταση
έκτακτης ανάγκης, δηλαδή μια κατάσταση πολιτικής κρίσης και κατ’αυτό τον
τρόπο υποβαθμίζουν την σημασία της πάλης των τάξεων[3].
Στο κείμενο που ακολουθεί θα προσπαθήσουμε να συμβάλλουμε στη συζήτηση
ξεκαθαρίζοντας τους όρους μέσα στους οποίους οφείλει να αναπτύσσεται ο
σχετικός προβληματισμός.
Από τον Αγκάμπεν υπάρχει η τάση να
αντιπαραβάλλεται, κατά τα πρότυπα του Καρλ Σμιτ, η φιλελεύθερη
κοινοβουλευτική δημοκρατία με απολυταρχικά καθεστώτα[4].
Ετσι ακόμα και η μετάθεση αρμοδιοτήτων από το κοινοβούλιο στην
εκτελεστική εξουσία γίνεται αντιληπτή ως απολυταρχικό φαινόμενο. Η
αντιπαραβολή αυτή προϋποθέτει δυο συγκρουόμενους ιδεότυπους (σχηματικά
το κράτος του ανταγωνιστικού καπιταλισμού και το κράτος του μονοπωλιακού
καπιταλισμού), οι οποίοι άλλωστε ποτέ δεν συγκροτήθηκαν με καθαρότητα
(αν μη τι άλλο γιατί ο διοικητικός μηχανισμός έπαιζε ένα ιδιαίτερο ρόλο
–και μάλιστα ως προνομιακό πεδίο εκπροσώπησης των συμφερόντων της
μεγάλης γαιοκτησίας- την εποχή του προμονοπωλιακού κράτους). Παρ’ότι ο
μύθος του κράτους ως κράτος νυχτοφύλακα στο στάδιο του ανταγωνιστικού
καπιταλισμού έχει καταρρεύσει[5],
στο στάδιο του ιμπεριαλισμού το σύγχρονο παρεμβατικό κράτος έχει
κατ’εξοχήν αναβαθμισμένες λειτουργίες στη ρύθμιση της οικονομίας και την
αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων. Αυτό παράγει συγκεκριμένες
μετατοπίσεις στο εσωτερικό των κρατικών μηχανισμών με την παρακμή του
κοινοβουλίου και τη μεταφορά του κέντρου των αρμοδιοτήτων στην
εκτελεστική εξουσία και τη διοίκηση, τη μεταβολή του τύπου της νομικής
ρύθμισης από γενικό και αφηρημένο σε τεχνικό και συγκεκριμένο και την
ένταση μιας σειράς πειθαρχικών μεθόδων και κυκλωμάτων που εξασφαλίζουν
τον εξατομικευμένο διακανονισμό των συμπεριφορών. Αντίστοιχα μεταβάλλει
τον τύπο της αντιπροσώπευσης: τα οικονομικά συμφέροντα προωθούν τα
επιμέρους συμφέροντά τους απ’ευθείας στον κυρίαρχο τόπο λήψης πολιτικών
αποφάσεων, τις κεφαλές της εκτελεστικής εξουσίας και το διοικητικό
μηχανισμό, που είναι πολύ πιο αποστειρωμένος από τις λαϊκές αντιδράσεις
απ’ότι είναι το κοινοβούλιο. Στην περίοδο του
κευνσιανού/ταιληροφορντικού μοντέλου συσσώρευσης τα λαϊκά συμφέροντα
διαμεσολαβούνται στον κρατικό μηχανισμό από τα συνδικάτα που
ενσωματώνονται υποτελώς στο διοικητικό σύστημα. Αυτές οι μεταλλαγές
καίτοι δομικές δεν είναι βέβαια ανεξάρτητες από την ταξική πάλη: ο
τρόπος, οι ρυθμοί και οι αντιφάσεις που παράγονται σε κάθε κοινωνικό
σχηματισμό εξαρτώνται άμεσα από αυτήν
Το νεοφιλελεύθερο κράτος
Παρά τα γνωστά ιδεολογήματα περί
λιγότερου κράτους, αυτό που άλλαξε στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο
συσσώρευσης δεν ήταν η παρουσία και ο ρόλος του Κράτους στη ρύθμιση των
κοινωνικών σχέσεων (αντίθετα μάλιστα το Κράτος ήταν το βασικό εργαλείο
για την προώθηση των νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων), αλλά ο τρόπος με
τον οποίο δομείται ο συνασπισμός εξουσίας υπό την ηγεμονία του
χρηματιστικού κεφαλαίου και ο τρόπος με τον οποίο οργανώνονται οι
κρατικοί μηχανισμοί για να ακυρωθούν λαϊκές κατακτήσεις μιας
προηγούμενης περιόδου. Το κράτος έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην άρση των
περιορισμών στη διακίνηση κεφαλαίων, το άνοιγμα νεων τομέων στην
κερδοφορία του κεφαλαίου, την παροχή έμμεσων και άμεσων κινήτρων για τη
συσσώρευση κεφαλαίου και φυσικά την άρση των «στρεβλώσεων» στην αγορά
εργασίας (ήτοι των λαϊκών κατακτήσεων)
Στη λειτουργία του νεοφιλελεύθερου
καθεστώτος συσσώρευσης ειδικό ρόλο έπαιξε η οικοδόμηση των θεσμών της
«παγκοσμιοποίησης» (από τις ιμπεριαλιστικές ολοκληρώσεις μέχρι τον ΠΟΕ,
τον αναβαθμισμένο ρόλο του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, μέχρι τον
ειδικό ρόλο που ανέλαβαν οι οίκοι αξιολόγησης), ως χώρων εντός των
οποίων αποτυπώνονται οι ανταγωνισμοί και διευθετούνται οι σχέσεις μεταξύ
των κυρίαρχων ιμπεριαλιστικών κρατών. Για την Δ.Ευρώπη, η ΕΕ ως δομή
αποτέλεσε κατ’εξοχήν το πεδίο αποτύπωσης αυτών των μεταλλαγών και
χρησίμευσε για να οργανωθεί, αποτυπωθεί και προωθηθεί η κατεύθυνση των
νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων με τον πλέον μυστικοποιημένο και
απομακρυσμένο από τα λαϊκά στρώματα τρόπο.
Ταυτόχρονα η κρατική γραφειοκρατία έπαψε
να αποτελεί το μοναδικό πεδίο όπου προετοιμάζονται οι αποφάσεις σε
συνεργασία με τα πολιτικά επιτελεία της εκτελεστικής εξουσίας. Ένα τμήμα
αυτής της προετοιμασίας ιδιωτικοποιείται με την ανάθεση διοικητικών
αρμοδιοτήτων σε τεχνοκρατικές ιδιωτικές εταιρείες (outsourcing). Η
κατεύθυνση αυτή παρότι παραμένει υπό την εποπτεία της διοίκησης
πολλαπλασιάζει τα κέντρα επιρροής και λήψης αποφάσεων (συνδυαζόμενο
μάλιστα με την μετάθεση αρμοδιοτήτων σε υπερεθνικούς οργανισμούς),
αυξάνοντας την αποστείρωση της διοίκησης από την εξ’ επαγωγής παρουσία
των λαϊκών στρωμάτων. Μια μορφή που εκτός του ότι δυσχεραίνει τον έλεγχο
των κρατικών μηχανισμών από τους όποιους θεσμούς ελέγχου είχαν
παραμείνει, συγκροτεί ένα νέο χώρο καπιταλιστικής επένδυσης και ένα νέο
τόπο κατάλυσης εργασιακών εγγυήσεων για λαϊκά –μικροαστικά- στρώματα
(άρση μονιμότητας, ένταση αποδοτικότητας κλπ.)
Η εκπροσώπηση των κυριαρχούμενων
στρωμάτων δεν μετατοπίζεται απλά από τα πολιτικά κόμματα, που
εμφανίζονταν ως εκφραστές ταξικών συμφερόντων (έστω εξ΄επαγωγής), στα
πολυσυλλεκτικά κόμματα των οποίων οι εσωτερικές λειτουργίες ταξικής
εκπροσώπησης τείνουν να αποδιαρθρωθούν, αλλά και σε μορφές οριζόντιας
εκπροσώπησης (είτε μη κυβερνητικές οργανώσεις, είτε επαγγελματικούς
μηχανισμούς προώθησης συμφερόντων -lobbies). Αντίστοιχα τα όρια του
κοινοβουλευτικού ελέγχου (που διατηρούσε όψεις συλλογικής εκπροσώπησης)
εκμηδενίζονται και αντικαθίστανται από την δημιουργία θεσμών ελέγχου
στις οποίες οι πολίτες εγκαλούνται ως άτομα (ανεξάρτητες διοικητικές
αρχές). Ο πολίτης απευθύνεται άμεσα προς το Κράτος για να βρει προστασία
από το ίδιο το Κράτος. Παρότι αυτή η διαδικασία μπορεί να γεννά νεες
αντιφάσεις, συμβολικά σηματοδοτεί το πέρασμα από την συλλογική
εκπροσώπηση συμφερόντων (έστω και διαστρεβλωμένη μέσω των πελατειακών
σχέσεων, του ρουσφετιού, των «δικών μας παιδιών») στην εξατομικευμένη
αναφορά σε αρχές (αξιοκρατία, διαφάνεια, καταπολέμηση της διαφθοράς). Η
νομιμοποίηση από δημοκρατική γίνεται φιλελεύθερη.
Οι διεργασίες αυτές είναι αδύνατον να
συντελεσθούν χωρίς μια ορισμένη αλλαγή των κυρίαρχων ιδεολογικών
συνόλων, και την μετατόπιση της ισχύος μεταξύ των ιδεολογικών μηχανισμών
του κράτους. Από το "δημοκρατικό" υποσύνολο-έγκληση μιας ισορροπίας των
κοινωνικών εταίρων στο "φιλελεύθερο" που παραπέμπει στην ισορροπία της
ατομικής διαπραγμάτευσης. Από τα κοινωνικά δικαιώματα-κατακτήσεις (έστω
και ατελείς) των λαϊκών στρωμάτων στις καθολικές υπηρεσίες που
προσφέρονται έναντι ανταλλάγματος. Από τη "συναίνεση κοινωνικών εταίρων"
στην "τεχνοκρατία-αξιοκρατία". Από τα κόμματα ως κυρίαρχους πολιτικούς
ιδεολογικούς μηχανισμούς, στους "ειδικούς", στην κρατική διοίκηση, στα
Μ.Μ.Ε
Ταυτόχρονα εμφανίζεται ως δομικό
στοιχείο του Κράτους και η αυταρχική θωράκιση του καθεστώτος
συσσώρευσης, από τους λαϊκούς αγώνες που ήταν ο παράγοντας κρίσης του
προηγούμενου καθεστώτος συσσώρευσης. Αυταρχική θωράκιση που συνδυάζει
την οικοδόμηση ενός τεράστιου πλέγματος κατασταλτικών εξουσιών με την
υποβάθμιση εκείνων των θεσμικά κατοχυρωμένων μορφών που υλοποιούσαν μια
ορισμένη αναδιανομή του κοινωνικού προϊόντος (συνδικάτα, πρόνοια,
κοινωνικές οργανώσεις), αλλά και την ακύρωση μιας σειράς δημοκρατικών
δικαιωμάτων (συλλογικών δικαιωμάτων δράσης και οργάνωσης, αλλά και
ατομικών εγγυήσεων διαμόρφωσης κριτικής στάσης) που εγγυώνταν την
δυνατότητα πολιτικής παρουσίας κατώτερων στρωμάτων στο πολιτικό
προσκήνιο. Στο εσωτερικό μάλιστα αυτής της κίνησης παρουσιάσθηκαν
συγκεκριμένες ιδεολογικές μετατοπίσεις από την ακύρωση δικαιωμάτων στο
όνομα της υπεράσπισης άλλων υπέρτερων δικαιωμάτων (ακύρωση ελευθεριών
στο όνομα της ελευθερίας) στην ακύρωση ελευθεριών στο όνομα της
ασφάλειας. Δίπλα και παράλληλα στους ποινικούς κώδικες και την ποινική
δικονομία –που περιείχαν συγκεκριμένες εγγυήσεις για τον κατηγορούμενο-
συγκροτήθηκε ένα ειδικό πλαίσιο για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας,
την εξάρθρωση των εγκληματικών οργανώσεων και το ξέπλυμα μαύρου χρήματος
(ένας παρα-ποινικός κώδικας και μια παρα-δικονομία) που αίρουν αυτές
τις εγγυήσεις (από τον κατηγορούμενο περνάμε στον ύποπτο, από την
καταπολέμηση της πράξης στην καταπολέμηση της πρόθεσης, από την ατομική
ευθύνη στη συλλογική[6]).
Αυτό το ποινικό δίκαιο του εχθρού που αρχικά καθιερώθηκε ως
«εξαιρετικό» δίκαιο απευθυνόμενο σε συγκεκριμένες μόνο ομάδες (και που
φυσικά αποσκοπούσε στην κατατρομοκράτηση όλης της κοινωνίας) άρχισε
σιγά-σιγά να διαβρώνει όλο το ποινικό σύστημα. Ολη αυτή η διαδικασία
συνδυάσθηκε όχι απλά με αναβαθμισμένες μεθόδους αστυνομικής καταστολής,
αλλά κυρίως με την εμπέδωση πρακτικών πειθάρχησης που καλύπτει τόσο τον
δημόσιο, όσο και τον ιδιωτικό χώρο (κάμερες στους δρόμους-κάμερες στους
χώρους δουλειάς), καθώς και τη χρήση νεων τεχνολογιών που επιτρέπουν την
ένταση του φακελλώματος και της παρακολούθησης (καταγραφή βιομετρικών
στοιχείων, διακρατικές μεταφορές προσωπικών δεδομένων). Η κατεύθυνση
αυτή παράγει πολύ σημαντικές και συγκεκριμένες αντιφάσεις με το
παραδοσιακό φιλελεύθερο ιδεολογικό υποσύνολο, σύμφωνα με το οποίο η
αστική τάξη και το Κράτος εγγυώνται τα δικαιώματα όλων των πολιτών
Αντίστοιχα, η προσπάθεια επέκτασης των
κυρίαρχων καπιταλιστικών σχέσεων στο σύνολο του πλανήτη οδηγησε σε μια
σειρά ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων που υπερέβη κάθε έννοια διεθνούς
δικαίου αρχικά στο όνομα του ανθρωπισμού και στη συνέχεια στο όνομα της
καταπολέμησης της τρομοκρατίας
Είναι λοιπόν σίγουρο ότι ο συσχετισμός
δύναμης που αποτυπώνει το νεοφιλελεύθερο καθεστώς συσσώρευσης (νίκες της
αστικής τάξης έναντι των δυνάμεων της εργασίας, διαμόρφωση του
συνασπισμού εξουσίας με την ηγεμονία του χρηματιστικού κεφαλαίου και
συστράτευση όλων των μερίδων του κεφαλαίου στην κατεύθυνση της ακύρωσης
των λαϊκών κατακτήσεων) αποτυπώνεται και στον τρόπο λειτουργίας των
κρατικών μηχανισμών με δομικό τρόπο. Οι μεταλλαγές αυτές δεν πρέπει όμως
να μας αποκρύπτουν ότι και το νεοφιλελεύθερο καθεστώς συσσώρευσης
αποτέλεσε πεδίο οικοδόμησης νεων κοινωνικών συμμαχιών και συμβιβασμών.
Νεα στρώματα-στηρίγματα γεννιούνται από το βάθεμα του κοινωνικού
καταμερισμού της εργασίας και επωφελούνται από κρατικές και υπερεθνικές
επιδοτήσεις, αλλά και από το σκληρό νόμισμα, ενώ ταυτόχρονα ευρύτερα
λαϊκά στρώματα προσδένονται στο άρμα του συνασπισμού εξουσίας με την
καθολική επέκταση της χρήσης των νεων τεχνολογιών και των χρηματιστικών
προϊόντων (μεταξύ αυτών και η επιδότηση της ζήτησης μέσω του δανεισμού,
βασικός μηχανισμός λειτουργίας και απόσβεσης των εντάσεων στα πλαίσια
του νεοφιλελευθερισμού). Στα πλαίσια αυτά η νομιμοποίηση τείνει να
γίνεται ολοένα και περισσότερο τεχνοκρατική, να εξαρτάται όλο και
περισσότερο από την αποτελεσματικότητα των οικονομικών παρεμβάσεων του
κράτους, παρά από τη δημοκρατικότητα των επιλογών του. Το νεοφιλελεύθερο
κράτος βρίσκεται σε μια διαρκή ένταση με τις συνταγματικές αρχές που το
διέπουν και υποχρεώνεται πολλές φορές είτε να τις ανασημασιοδοτήσει
μέσω κυρίως του δικαστικού μηχανισμού[7],
είτε να τις παρακάμψει μέσω των υπερεθνικών ολοκληρώσεων (εδώ το
Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο), είτε να
αναθεωρήσει ορισμένες από αυτές, είτε ακόμα και να συγκρουσθεί ευθέως
μαζί τους. Παραταύτα υποχρεούται να αναμετριέται συνεχώς με αυτές. Το
νεοφιλελεύθερο κράτος δεν αποτολμά να αμφισβητήσει την «κανονικότητα»
της συνταγματικής και νομικής ρύθμισης, όσο και αν παράγει διαρκώς
χώρους εξαίρεσης.
Το νεοφιλελεύθερο κράτος σε κρίση
Στην περίοδο της κρίσης οι οικονομικές
παρεμβάσεις του κράτους αίρουν κάθε αμφισβήτηση για τον πραγματικό του
ρόλο. Το ύψος των κρατικών επιδοτήσεων προς τις τράπεζες και τις μεγάλες
ασφαλιστικές εταιρείες ήταν δυσθεόρατο και παρήγαγε κρίσεις δημόσιου
χρεους σε μια πληθώρα χωρών. Ταυτόχρονα τα μέτρα που επιβλήθηκαν
επέβαλλαν με βιαιο τρόπο νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις, οδηγώντας σε
μια ραγδαία υποβάθμιση του κοινωνικού μεριδίου των λαϊκών στρωμάτων,
αλλά και στην καταστροφή μικροαστικών στρωμάτων (φαινόμενο ιδιαίτερα
έντονο στις πιο αδύναμες χώρες της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας). Μάλιστα, η
προσπάθεια αντιμετώπισης της κρίσης του νεοφιλελεύθερου καθεστώτος
συσσώρευσης με τα ίδια τα μέσα του νεοφιλελευθερισμού (και όχι ακόμα με
ευρύτερες αναδιαρθρώσεις στο παραγωγικό και καταναλωτικό υπόδειγμα)
οξύνει τις αντιφάσεις των αστικών πολιτικών (χαρακτηριστικά παραδείγματα
τα σπιραλ ύφεσης) διακυβεύοντας την όποια συναίνεση στις δήθεν
«αναγκαίες» θυσίες. Ετσι η οξεία κοινωνική μεταλλαγή μετατρέπεται σε
κρίση εκπροσώπησης του πολιτικού συστήματος. Μια τέτοια οξεία κοινωνική
μεταλλαγή οδηγεί στην ενεργοποίηση μηχανισμών που ευθέως παρακάμπτουν
την νομιμότητα. Στο όνομα της οικονομικής ανάγκης διαρρηγνύεται η
κανονικότητα της συνταγματικής και νομικής ρύθμισης. Η εξαίρεση
προβάλλει ως τρόπος κανονικής ρύθμισης και ως περιεχόμενο και ως μορφή. Η
αστική τάξη αναγκάζεται ανοικτά να καταπατήσει τη νομιμότητα
υιοθετώντας μια σειρά θεσμών και μέτρων που να παρακάμπτουν τα
προβλήματα της πολιτικής σκηνής. Το αν όμως μια κρίση εκπροσώπησης θα
μετατραπεί σε πολιτική κρίση ή πολλώ δε μάλλον σε κρίση του κράτους
εξαρτάται από την ταξική πάλη. Τις περιόδους που εντείνονται οι ταξικές
αντιστάσεις εντείνεται και η καταστολή και η ανοικτή και διακηρυγμένη
προσφυγή στην εξαίρεση. Η κυριαρχία προβάλλει γυμνή χωρίς τα στολίδια
των εγγυήσεων. Εάν όμως οι αντιστάσεις αυτές δεν κλιμακώνονται σε
εξεγερτικά γεγονότα ή δεν οξύνουν με καταλυτικό τρόπο τις αντιφάσεις της
αστικής πολιτικής (όπως παραδείγματος χάριν θα ήταν μια έξοδος των
χωρών της περιφέρειας της ευρωζώνης από το κοινό νόμισμα) παράγοντας
ευρύτερες αστάθειες στο συνασπισμό εξουσίας αποφεύγεται η επιβολή
καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, είτε με την αναστολή άρθρων του Συντάγματος
(με κοινοβουλευτικό ή μη μανδύα), είτε με την παράδοση έκτακτων
εξουσιών σε αδιαφανείς κρατικούς μηχανισμούς. Σε περιόδους ύφεσης των
αντιστάσεων η μορφή της ρύθμισης μπορεί να επανακτά την κανονικότητά της
χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι το περιεχόμενο δεν κινείται στα πλαίσια
της εξαίρεσης, πολλώ δε μάλλον αφού εντωμεταξύ έχει μεταβληθεί το
νομικό πλαίσιο και έχει διαμορφωθεί ένα πλαίσιο ερμηνείας των κανόνων
που επιτρέπουν την εξαίρεση να εμφανίζεται και να νομιμοποιείται ως
μέρος της κανονικότητας.
Η ταύτιση όμως αυτού του καθεστώτος
εξαίρεσης με το κράτος έκτακτης ανάγκης είναι εσφαλμένη. Η επιβολή του
κράτους έκτακτης ανάγκης σε μια περίοδο κρίσης μεταλάσσει και τις
σχέσεις μεταξύ των κρατικών μηχανισμών, είτε πρόκειται για μεταλλαγή που
οργανώνεται από μια δικτατορική κυβέρνηση (με κοινοβουλευτικό ή μη
μανδύα-αν και αυτή η διάκριση δεν είναι χωρίς σημασία), είτε με την
εγκαθίδρυση ενός φασιστικού καθεστώτος. Το κύριο χαρακτηριστικό είναι ο
περιορισμός της αυτονομίας των ιδεολογικών μηχανισμών[8]:
αφενός μεν επιβάλλονται ασφυκτικοί περιορισμοί ή και άμεσος έλεγχος στη
δράση των μηχανισμών όπου είναι άμεση η παρουσία των λαϊκών μαζών
(κόμματα,συνδικάτα κλπ), αφετέρου δε επιβάλλεται μια συνεκτική
κατεύθυνση στην συγκρότηση και εκφορά της κυρίαρχης ιδεολογίας (που στο
φασισμό επεκτείνεται και στον ιδεολογικό μηχανισμό της οικογένειας): ο
κρατικός μηχανισμός που αποτελεί το εκάστοτε κυρίαρχο κέντρο εξουσίας
στο κράτος έκτακτης ανάγκης
(ο στρατός, η αστυνομία, το φασιστικό κόμμα, η Εκκλησία, το παλάτι) αναλαμβάνει να συγκεντρώσει πάνω του και κατασταλτικές και οικονομικές, αλλά και ιδεολογικές λειτουργίες και να τις υπερεπιβάλλει στο σύνολο των ιδεολογικών μηχανισμών. Αντίστοιχα μεταλλάσσεται και ο τύπος νομικής ρύθμισης: εδώ δεν έχουμε απλώς εξαιρέσεις που αναιρούν τα όρια των θεσμισμένων ισορροπιών του πολιτικού συστήματος και του συστήματος των δικαιωμάτων (δηλαδή του συστήματος κοινωνικών συμβιβασμών). Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Πουλαντζάς εκείνο που χαρακτηρίζει το κράτος έκτακτης ανάγκης δεν είναι τόσο ότι παραβιάζει τους κανόνες του δικαίου, αλλά το ότι δεν θέτει καν δικούς του «κανόνες» λειτουργίας, δεν θέτει καν δικά του όρια παιχνιδιού[9]. Τέλος (ακόμα και στην περίπτωση της κοινοβουλευτικής δικτατορίας) μεταλλάσσονται οι όροι του τρόπου ταξικής εκπροσώπησης: οι εκλογικές διαδικασίες αναστέλλονται ή ακυρώνονται (ακόμα και αν πραγματοποιούνται)
(ο στρατός, η αστυνομία, το φασιστικό κόμμα, η Εκκλησία, το παλάτι) αναλαμβάνει να συγκεντρώσει πάνω του και κατασταλτικές και οικονομικές, αλλά και ιδεολογικές λειτουργίες και να τις υπερεπιβάλλει στο σύνολο των ιδεολογικών μηχανισμών. Αντίστοιχα μεταλλάσσεται και ο τύπος νομικής ρύθμισης: εδώ δεν έχουμε απλώς εξαιρέσεις που αναιρούν τα όρια των θεσμισμένων ισορροπιών του πολιτικού συστήματος και του συστήματος των δικαιωμάτων (δηλαδή του συστήματος κοινωνικών συμβιβασμών). Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Πουλαντζάς εκείνο που χαρακτηρίζει το κράτος έκτακτης ανάγκης δεν είναι τόσο ότι παραβιάζει τους κανόνες του δικαίου, αλλά το ότι δεν θέτει καν δικούς του «κανόνες» λειτουργίας, δεν θέτει καν δικά του όρια παιχνιδιού[9]. Τέλος (ακόμα και στην περίπτωση της κοινοβουλευτικής δικτατορίας) μεταλλάσσονται οι όροι του τρόπου ταξικής εκπροσώπησης: οι εκλογικές διαδικασίες αναστέλλονται ή ακυρώνονται (ακόμα και αν πραγματοποιούνται)
Το φασιστικό φαινόμενο
Αντίστοιχα θα πρέπει να γίνονται
κατανοητά τα όρια ανάπτυξης και δράσης των φασιστικών οργανώσεων. Οι
φασιστικές οργανώσεις δεν αποτελούν απλώς ένα εργαλείο στα χέρια του
συνασπισμού εξουσίας[10].
Ακόμα κι αν στην οικοδόμησή τους μπορεί να εμπλέκονται και κρατικοί
μηχανισμοί (με μια διπολικότητα χρηματοδότησης/ελέγχου) η ανάπτυξή τους
σε φασιστικά κόμματα προϋποθέτει μια διαπλοκή τους με συγκεκριμένα
κοινωνικά στρώματα (κυρίως καταστρεφόμενα μικροαστικά, ανέργους, αλλά
και τμήματα της εργατικής τάξης) που προσδίδουν στο φασιστικό φαινόμενο
την επικίνδυνη ιδιομορφία του ως μαζικό κίνημα με βαθιές κοινωνικές
βάσεις και τη σχετική του αυτονομια ακόμα και από την ηγεμονική μερίδα
του κεφαλαίου. Παρότι η πολιτική του δράση ενισχύει τις επιδιώξεις του
χρηματιστικού κεφαλαίου, δεν αποτελεί άνευ ετέρου ένα πολιτικό σχέδιο
του χρηματιστικού κεφαλαίου για να επιβάλλει την κυριαρχία του στις
υπόλοιπες μερίδες της αστικής τάξης (παρότι την περίοδο της επικράτησης
του φασισμού είχε ακριβώς αυτό το αποτέλεσμα)[11].
Πολλώ δε μάλλον αυτό δεν ισχύει σήμερα που το χρηματιστικό κεφάλαιο
μέσω του νεοφιλελεύθερου καθεστώτος συσσώρευσης έχει αποκρυσταλλώσει την
ηγεμονία του και στο πεδίο του συνασπισμού εξουσίας και σε μια σειρά
κρατικών και υπερεθνικών μηχανισμών. Η έναρξη της διαδικασίας εκφασισμού
είναι πρωτίστως δείκτης και αποτέλεσμα της κρίσης του πολιτικού
συστήματος (υπό την έννοια της πολιτικής σκηνής) και ενισχύεται από τον
συνασπισμό εξουσίας ως ανάχωμα, έτσι ώστε η κρίση της πολιτικής
εκπροσώπησης να μην πάρει αριστερόστροφα χαρακτηριστικά. Η διαδικασία
του κοινωνικού εκφασισμού έχει άμεσες αντανακλάσεις και στους κρατικούς
μηχανισμούς, κυρίως τους κατασταλτικούς, που αποκτούν στη σημερινή
περίοδο αναβαθμισμένο κατά τα ανωτέρω ρόλο. Από τη στιγμή που θα
εμπεδωθεί αυτή η διαδικασία (χωρίς όμως να φτάσει και στο σημείο μη
επιστροφής, ήτοι στο σημείο όπου η αστική τάξη ή το κυρίαρχο τμήμα της
διαβλέπει στο φασιστικό κόμμα ένα πολιτικό εκπρόσωπό της[12])
ανατροφοδοτείται και από τις πολιτικές που ασκεί το κυβερνητικό κέντρο
(ως αποτέλεσμα και της πολιτικής παρουσίας του φασιστικού κόμματος) και
από τις επιρροές που έχει κατακτήσει εντός των κρατικών μηχανισμών. Αυτό
δεν σημαίνει ότι στη διαδικασία αυτή το κράτος δεν μπορεί να επιφέρει
πλήγματα στο φασιστικό κόμμα, ανάλογα και με το επίπεδο πρακτικών του
ίδιου του φασιστικού κόμματος και του πόσο επικινδυνο γίνεται στη
συγκυρία για τις κυρίαρχες πολιτικές επιλογές του συνασπισμού εξουσίας,
αλλά και κυρίως ανάλογα με το επίπεδο της ταξικής πάλης. Η ανακοπή όμως
της διαδικασίας εκφασισμού εξαρτάται κυρίως από την επίλυση ή μη των
στοιχείων κρίσης του πολιτικού συστήματος. Κυρίως δεν πρέπει να
συγχέεται η χρηματοδότηση προς τα φασιστικά κόμματα με την αποδοχή του
ως εναλλακτικό σχέδιο εξουσίας. Η διαδικασία εκφασισμού συγκροτεί τους
δικούς της θεσμούς νομιμοποίησης (από μορφές κοινωνικής αλληλεγγύης
μέχρι παραστρατιωτικά τάγματα) που βρίσκεται σε ένταση με τους όρους που
συγκροτείται η νομιμοποίηση από τους κυρίαρχους κρατικούς μηχανισμούς.
Με αυτό τον τρόπο η παρουσία ενός μαζικού φασιστικού κόμματος και θεσμών
εκφασισμού επιτείνει τα στοιχεία μιας πολιτικής κρίσης και σε περιόδους
ύφεσης των ταξικών αγώνων μπορεί να δημιουργεί παρά να επιλύει
προβλήματα για τον αστισμό
Από τα ανωτέρω μπορούμε να εξάγουμε και κάποια πολιτικά συμπεράσματα για τη σημερινή συγκυρία:
Η ΧΑ ενισχύθηκε συνειδητά από τους
κρατικούς μηχανισμούς και την αστική τάξη μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη
του 2008 και ακόμα περισσότερο μετά το κίνημα των πλατειών και τις
μεγάλες εξεγερτικές διαδηλώσεις του 2010-2012. Στο διάστημα αυτό, αλλά
και στη συνέχεια, οικοδόμησε οργανικές σχέσεις με καταστρεφόμενα
μικροαστικά στρώματα και ανέργους αλλά και τμήματα κυρίως των
κατασταλτικών μηχανισμών. Ανατροφοδοτήθηκε από την πολιτική ατζέντα του
αστισμού όλο αυτό το χρονικό διάστημα, αλλά και μετά, κυρίως μέσα από
την αντιμεταναστευτική πολιτική και την καταστολή των κινημάτων. Σε αυτό
το διάστημα η ΧΑ δεν έχασε την ευκαιρεία να επιτίθεται μεν στο πολιτικό
σύστημα, αλλά ταυτόχρονα να παρέχει εχέγγυα προς το μεγάλο κεφάλαιο για
τις προθέσεις της και να χρηματοδοτείται από αυτό. Οι κυρίαρχες αστικές
δυνάμεις, παίζοντας με τη φωτιά, χάιδεψαν, αλλά και προσπάθησαν να
προσεταιρισθούν τμήμα της ΧΑ ως πιθανό κυβερνητικό εταίρο, αποσκοπώντας
στην επανασταθεροποίηση της πολιτικής σκηνής. Η προσπάθεια της ΧΑ να
επεκτείνει τη δράση της στον έλεγχο τμημάτων του εργατικού κινήματος που
συναρθρώθηκε με πρακτικές χτυπημάτων κατά της αριστεράς ήρθε σε μια
συγκυρία ύφεσης των ταξικών αγώνων σε σύγκρουση με τις επιδιώξεις του
συνασπισμού εξουσίας, που είναι η σταθεροποίηση μιας μνημονιακής
κοινοβουλευτικής κυβέρνησης. Πολλώ δε μάλλον με το δεδομένο ότι
συνδυάσθηκε με προσπάθεια από τη μεριά της ΧΑ να διεκδικήσει ανοικτά
μέρος της εκλογικής πελατείας της ΝΔ (ως γνήσια μορφή εκπροσώπησης της
εθνικιστικής δεξιάς). Το χτύπημα που καταφέρθηκε εναντίον της ΧΑ
εξαρτήθηκε βέβαια και από την άνοδο του αντιφασιστικού κινήματος με τις
μαζικές διαδηλώσεις που έβαλαν στο στόχαστρο τα γραφεία της ΧΑ,
καθιστώντας επικίνδυνη την επαναδιαπραγμάτευση από μεριάς κυβέρνησης της
ομαλής παρουσίας της ΧΑ στο πολιτικό προσκήνιο (αν μη τι άλλο γιατί σε
μια περίοδο κινηματικής ύφεσης μια τέτοια άνοδος των αντιφασιστικών
διαθέσεων μπορούσε να οδηγήσει σε ένα νέο κύκλο κινηματικής έντασης).
Είναι όμως ενδεικτικό ότι σ’αυτό το χτύπημα συστρατεύτηκαν όλοι οι
κρατικοί μηχανισμοί, ακόμα και αυτοί που προωθούσαν την ΧΑ ως πιθανό
κυβερνητικό εταίρο, επιχειρώντας βέβαια να χρησιμοποιήσουν αυτό το
χτύπημα για την ενίσχυση του αυταρχικού θεσμικού πλαισίου και την
οριοθέτηση της αριστεράς. Τα όρια αυτού του χτυπήματος φάνηκαν γρήγορα: η
απόκτηση κοινωνικών βάσεων από τη μεριά της ΧΑ και η συνεχιζόμενη κρίση
πολιτικής εκπροσώπησης κρατάνε ψηλά τη δημοφιλία της, ενώ ταυτόχρονα τα
ερείσματα της ΧΑ μέσα στους κρατικούς μηχανισμούς δημιουργούν
προσκόμματα στην ολοκλήρωση αυτού του χτυπήματος. Ο αστισμός δεν
πρόκειται βέβαια να ολοκληρώσει αυτό το χτύπημα γιατί φοβάται ότι κάτι
τέτοιο υπό συνθήκες κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης μπορεί να ενισχύσει
την αριστερά. Θα προσπαθήσει να διατηρήσει μια επαμφοτερίζουσα στάση και
ως διαπραγματευτικό όπλο με το φασιστικό κόμμα και ως προσπάθεια
επίδειξης δημοκρατικότητας, σε μια προσπάθεια επανασυγκρότησης
συναινέσεων. Αυτή είναι μια πρακτική που έχει βέβαια κοντά ποδάρια για
τις επίσημα αστικά πολιτικά κόμματα. Σε μια περίοδο όξυνσης της
πολιτικής κρίσης, όπως π.χ. θα μπορούσε να συμβεί με την όξυνση της
ταξικής πάλης ή/και την όξυνση των αντιφάσεων της αστικής πολιτικής με
την έξοδο από το ευρώ (ως ατυχήματος-πολλώ δε μάλλον ως ατυχήματος που
μπορεί να σκάσει στα χέρια μια αριστερής ρεφορμιστικής κυβέρνησης), η
συνεπακόλουθη ένταση των ενδοαστικών αντιθέσεων μπορεί να οδηγήσει και
στην επιβολή κράτους έκτακτης ανάγκης (με δικαιολογία την αντιμετώπιση
ανεξέλεγκτων κινητοποιήσεων ή λεηλασιών), αλλά και στην χρησιμοποίηση
του φασιστικού κόμματος ως συνεταίρου σε ένα εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο
του αστισμού
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι ο φασισμός
δεν είναι η εκδίκηση της αστικής τάξης απέναντι στο εξεγερμένο
προλεταριάτο-έρχεται ως τιμωρός ακριβώς επειδή το προλεταριάτο δεν
μπόρεσε να ολοκληρώσει μια επαναστατική διαδικασία και να τσακίσει την
άνοδο του φασισμού
[1]
όχι όμως και η πειθαρχική ρύθμιση –δεν πρόκειται για αντίφαση: όπου
απουσιάζουν τα δικαιώματα η εξαντλητική μέχρι εξατομικεύσεως αποτύπωση
πειθαρχικών κανόνων παράγει την αίσθηση της κανονικότητας. Η πειθαρχία
αποτελεί τον κανόνα της εξαίρεσης βλ. FleurJohns,
GuantanamoBayandtheannihilationoftheexception,
TheEuropeanJournalofInternationalLaw 16 (2005), σ. 613 επ. που όμως
φαίνεται να αδυνατεί να καταλάβει αυτή τη διάκριση
[2]
για τη σχετική συζήτηση βλ. ενδεικτικά Δ.Μπελαντής, «Γιατί δεν
πρόκειται να γίνει δικτατορία»: όψεις της σύγχρονης κοινοβουλευτικής
κατάστασης ανάγκης και εξαίρεσης, http://www.iskra.gr/ index.php? option=com_content
& view=article & id=14461:ektakth- anagkh- ksiresh&
catid=81: kivernisi&Itemid=198 , Αθηνά Αθανασίου, Η βιοπολιτική της
αυταρχικής δημοκρατίας και η διακυβέρνηση του επικίνδυνου σώματος,
Ενθέματα Αυγή 16-9-2012, Γ.Σωτηρόπουλος, Εξαίρεση σε φόντο φαιογάλανο: η
δεξιά νομιμότητα ως έκτακτη ανάγκη, http://eagainst.com/articles/ deksi/,
Χ.Αβραμίδης-Α.Γαλανόπουλος, Στην επαύριο της δολοφονίας του Π.Φύσσα:
σκέψεις για τη διαδικασία εκφασισμού, Μαρξιστική Σκέψη τ.11 Οκτ.-Δεκ.
2013
[3]
Που αποτελεί άλλωστε κοινό χαρακτηριστικό τόσο του οικονομισμού της Β
και Γ Διεθνούς, όσο και της κριτικής θεωρίας της Σχολής της Φρανκφούρτης
(που μέσω του Αντόρνο, του Μπενγιαμιν και των επιρροών τους στο Φουκώ
επηρέασε αποφασιστικά και το έργο του Αγκαμπεν)
[4]
Agamben, Κατάσταση εξαίρεσης: Οταν η έκακτη ανάγκη μετατρέπει την
εξαίρεση σε κανόνα, Πατάκης 2006. Φυσικά η ατζέντα του Αγκάμπεν για την
εξαίρεση δεν είναι ίδια με την ατζέντα του Σμιτ. Ο Σμιτ ως γνήσιος
θεωρητικός της πολιτικής κρίσης έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα του
πώς θα διατηρηθεί η ενότητα του Κράτους όταν η κοινωνία σπαράσσεται από
ταξικές αντιπαραθέσεις και αντιλαμβάνεται την εξαίρεση ως συστατικό
στοιχείο μιας νομικο-πολιτικής θεωρίας για την κυριαρχία, ενώ ο Αγκάμπεν
μεταθέτει την προβληματική στον τρόπο με τον οποίο η πολιτική κυριαρχία
ρυθμίζει τη βιολογική ζωή, συγκροτώντας δια του αποκλεισμού ακόμα και
τον ίδιο της τον εαυτό (ποιος μπορεί να θεωρηθεί ως πολιτικό υποκείμενο
και ποιος όχι), γεγονός που παρουσιάζεται ανάγλυφα στο σύγχρονο δομικό
καθεστώς εξαίρεσης. Οι θεωρήσεις αυτές είναι εξαιρετικά χρήσιμες γιατί
αναδεικνύουν όψεις της πραγματικότητας: η αστική δημοκρατία (όπως και
κάθε κράτος) θεμελιώνεται πάνω στη βία και διαδραματίζει ένα ειδικό ρόλο
στην αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων και τη διαχείριση των
κοινωνικών υποκειμένων (συμβάλλοντας στη διαμόρφωση και τη διαχείριση
κοινωνικών ταυτοτήτων, αλλά και ρυθμίζοντας με μια σειρά πειθαρχικών
κανόνων τις ατομικές ταυτότητες). Με αυτούς τους τρόπους η «εξαίρεση»,
όπως και να την αντιληφθούμε, είναι συστατικό στοιχείο του
καπιταλιστικού κράτους (πολλώ δε μάλλον του σύγχρονου). Αυτή όμως η
διαπίστωση δεν μας επιτρέπει να καταλάβουμε τις μεταλλαγές που
επισυμβαίνουν στο σύγχρονο κράτος. Για τη σχετική συζήτηση βλ.
ενδεικτικά Σμιτ, Πολιτική Θεολογία, Λεβιάθαν 1994, του ίδιου Η έννοια
του πολιτικού,Κριτική 2009, Αγκάμπεν, Homosacer, κυρίαρχη εξουσία και
γυμή ζωή, εκδ. Scripta 2005, JefHuysmans,
TheJargonofException-OnSchmitt, AgambenandtheAbsenceoPoliticalSociety,
InternationalPoliticalSociology (2008) σ. 165 επ.
[5] Πουλαντζάς, Φασισμος και Δικτατορία, Ολκός 1975 σ. 27
[6] ας μην ξεχνάμε ότι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αλλά και οι διακρατικές απαγωγές σε αυτό το πλαίσιο εμφανίζονται
[7] Η αντιπαράθεση με τον νομικό θετικισμό-εγγυητισμό και η επίκληση «αξιών» προσδίδει μεγαλύτερη ευελιξία στην ανασημασιοδότηση
[8] Πουλαντζάς, ο.π. σ. 432 επ.
[9] Πουλατζάς, ο.π. σ.441 και προσθέτει σωστά ότι αυτό είναι ιδιαίτερα ενδεικτικό στην περίπτωση της φασιστικής αρχής του Αρχηγού
[10]
κι αυτή είναι μια βασική διαφορά τους από τις παρακρατικές οργανώσεις.
Ακόμα κι αν τα φασιστικά κόμματα ξεκινάνε τη διαδρομή τους ως
παρακρατικοί μηχανισμοί, η μαζικοποίησή τους γεννά μια νεα δυναμική
αυτονόμησής τους από τον ή τους κρατικούς μηχανισμούς με τους οποίους
συλλειτουργούν παραπληρωματικά. Αντίθετα, η σε ορισμένες συγκυρίες
αυτονόμηση των παρακρατικών οργανώσεων από το κυρίαρχο κυβερνητικό
κέντρο δεν σηματοδοτεί μια αυτονόμησή τους από τους κρατικούς
μηχανισμούς. Αντίθετα υποδηλώνει μια κρίση στο εσωτερικό του κράτους
με την αυτονόμηση συγκεκριμένων κρατικών μηχανισμών από το κυβερνητικό
κέντρο. Κρίση που πολλές φορές –και με την όξυνση των ταξικών
αντιθέσεων- καταλήγει σε μορφές κράτους έκτακης ανάγκης. Χαρακτηριστική
εν προκειμένω η περίπτωση της μετεμφυλιακής Ελλάδας τη δεκαετία του 1960
με τη διαπάλη μεταξύ κυβέρνησης-στρατού-παλατιού και την αντίστοιχη
χρησιμοποίηση των παρακρατικών οργανώσεων από τα κέντρα αυτά.
[11] Πουλαντζάς, ο.π.σ.95.[12] Πουλαντζάς, ο.π. σ.115
Πηγή: Ουτοπία, τ. 106, Μάρτιος-Απρίλιος 2014.
- See more at: http://aristerisymporefsi.gr/index.php/dikaiomata/item/80-sarafianos-neofilelefthero-kratos#sthash.aQmBUBDe.dpuf
Καλό!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή