της Ελένης Πορτάλιου [*] από εδώ
Η Αριστερά μετά τις εκλογές δεν φαίνεται ν’ αναστοχάζεται, τουλάχιστον όσον αφορά τις πλειοψηφικές αποτιμήσεις των κομμάτων και οργανώσεών της, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τα εκλογικά αποτελέσματα, για τα μείζονα στρατηγικά και πολιτικά επίδικα που αφορούν στο ζήτημα της αριστερής κυβέρνησης και της διαδικασίας αφαίρεσης της εξουσίας από τις κυρίαρχες νεοφιλελεύθερες, μνημονιακές δυνάμεις του αστισμού.
Η κρίση του πολιτικού συστήματος μεταφράζεται σήμερα σε κρίση αντιπροσώπευσης και σε εκλογική ήττα της κυβερνητικής συμμαχίας ΠΑΣΟΚ-ΝΔ στις ευρωεκλογές, όχι, όμως, και σε κρίση του κράτους, οι οικονομικοί, κατασταλτικοί και ιδεολογικοί μηχανισμοί του οποίου διαμόρφωσαν και διαμορφώνουν τη μεγαλύτερη ταξική πόλωση που γνώρισε η χώρα από την εποχή του εμφυλίου μέχρι την έναρξη των μνημονίων.
Η ακραία αυτή νεοφιλελεύθερη ταξική πολιτική υφαρπαγής εισοδημάτων, δικαιωμάτων, δημόσιας περιουσίας και αγαθών, που εφαρμόζεται σήμερα σε βάρος των λαϊκών τάξεων αλλά και μεσαίων στρωμάτων των πόλεων και της υπαίθρου, αποτυπώθηκε με μεγάλη ευκρίνεια στην κοινωνική γεωγραφία του εκλογικού αποτελέσματος, όπως και στη μειωμένη συμμετοχή ιδιαίτερα σε σχέση με τον Μάιο του 2012 (544.718 λιγότεροι ψηφίσαντες). Αυτοί που πλήττονται κατά κύριο λόγο από τις μνημονιακές πολιτικές ψηφίζουν αριστερά και, πάντως, αντιμνημονιακά ή αποσύρονται από την κάλπη. Ψηφίζουν, όμως, και Χρυσή Αυγή, δηλαδή ένα νεοναζιστικό κόμμα υπόδικο ως εγκληματική οργάνωση, το οποίο υπερβαίνει σε ακρότητα όλα τα ακροδεξιά ευρωπαϊκά κόμματα πλην του Ουγγρικού Jobbic. Δεν θ’ αναφερθώ σ’ αυτό το μείζον ζήτημα - έχω καταθέσει ένα εκτενές κείμενο - θεωρώ, όμως αδιανόητο το ότι η άνοδος της Χρυσής Αυγής δεν έχει απασχολήσει σοβαρά, εκτός εξαιρέσεων, την αριστερά.
Θα αναφερθώ κυρίως στον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος αποτίμησε από διάφορες και εν μέρει διαφορετικές προσεγγίσεις το εκλογικό αποτέλεσμα. Η πλειοψηφία αποσκοπεί στην εμπέδωση στο εσωτερικό του κόμματος ταυτόχρονα με τη δημόσια προβολή μιας κατά βάση εκλογικής τακτικής/καμπάνιας με στόχο την επίσπευση των εκλογών, την ήττα της ΝΔ, την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ ως πρώτου κόμματος και τον σχηματισμό κυβερνητικής συνεργασίας, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της οποίας καθώς και το εύρος των συνεργασιών θα καθορίσει εν πολλοίς το εκλογικό αποτέλεσμα. Θα μας υποδείξει ο λαός με την ψήφο του, είπε ο γραμματέας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, τη σύνθεση της κυβέρνησης. Η θέση αυτή αφήνει ανοιχτές όλες τις πιθανότητες.
Σπεύδω να πω ότι μια κυβέρνηση αριστεράς, η οποία θα συγκρουστεί με την Ευρωπαϊκή Ένωση στο θέμα της διαγραφής του χρέους και με τις κυρίαρχες δυνάμεις εντός και εκτός Ελλάδας για να διασφαλίσει την επιβίωση/ ανασυγκρότηση της κοινωνίας και τον παραγωγικό μετασχηματισμό της χώρας είναι ένα εγχείρημα εξαιρετικά δύσκολο και πολυσύνθετο.
Στον ΣΥΡΙΖΑ συζητάμε πολύ περισσότερο διατυπώσεις αποφάσεων, που υποδηλώνουν πολιτικά προβλήματα και διαφορές, αλλά πολύ λιγότερο το πώς μπορεί να γίνουν πραγματικές ανατροπές στην κυβέρνηση και την αστική εξουσία και το πώς πορευόμαστε για να κατακτήσουμε αυτούς τους στόχους.
Οι εκλογές αποτέλεσαν για τον ΣΥΡΙΖΑ μια κατά βάση επικοινωνιακή διαδικασία. Γι’ αυτό, άλλωστε, την εκλογική παρουσία ανέλαβε ένας περιορισμένος και άτυπος κεντρικός μηχανισμός με καθοριστικό ρόλο και δημόσια παρουσία του προέδρου. Ο μηχανισμός αυτός ζήτησε τη συνδρομή εταιριών επικοινωνίας και η σύνθεση η οποία έγινε οδήγησε στα βασικά συνθήματα που συμπυκνώνουν την εκλογική τακτική : 3 κάλπες 1 επιλογή και στις 25 ψηφίζουμε στις 26 φεύγουν. Υπήρξαν και παρατράγουδα σ’ αυτή τη διαδικασία, όπως το γνωστό επεισόδιο του κατηγορούμενου για πλαστές εγγυητικές επιστολές συμβούλου του Γ. Παπανδρέου, ο οποίος εφεύρε το «όραμα» και την ιστοσελίδα «Νέα Ελλάδα», που διεκδικεί και η ΝΔ.
Πιο σοβαρό, όμως, θέμα είναι η ουσία της πολιτικής που επέλεξε ο ΣΥΡΙΖΑ. Από την Κεντρική Επιτροπή (τέλος Αυγούστου 2013) η αυτοδιοικητική πολιτική άλλαξε ριζικά, παρότι δεν διατυπώθηκε η αλλαγή αυτή στην απόφαση. Τα δημοτικά σχήματα θεωρήθηκαν αχρείαστα, αν όχι τροχοπέδη, όπως και η παρουσία στις τοπικές κοινωνίες, ενώ δεν δημιουργήθηκαν περιφερειακές παρατάξεις από ήδη ενεργές ομάδες και κινήματα. Η άποψη ότι ο λαός θα ψηφίσει το «brand name» ΣΥΡΙΖΑ επειδή βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο και θα δώσει αρνητική ψήφο σε ΠΑΣΟΚ- ΝΔ, χαρακτηρίζεται από «υπεροψία και μέθη», υποτιμά βαθύτατα τον κόσμο και αγνοεί ότι οι τοπικές κοινωνίες αποτελούν προνομιακό πεδίο κοινωνικής γείωσης του ΣΥΡΙΖΑ και δείγματος γραφής για το πώς εννοεί το «Αποκέντρωση με Αυτοδιοίκηση». Το βάρος έπεσε αποκλειστικά στα πρόσωπα, τα οποία επελέγησαν, όπου υπήρξαν κεντρικές παρεμβάσεις, με εντελώς λανθασμένα, ακόμα και από ψηφοθηρική σκοπιά, κριτήρια, ενώ η εξώθηση βουλευτών να εμφανιστούν σε ρόλο περιφερειάρχη απέδειξε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αγνοεί το τι σημαίνει αντιπρόσωποι της αριστεράς και προτιμά ν’ ανακυκλώνει τους βουλευτές του. Όσα δημοτικά σχήματα κέρδισαν δήμους ή πήγαν καλά γα τα δεδομένα της απουσίας του κόμματος είχαν δεσμούς με τις τοπικές κοινωνίες και οι επικεφαλής ήταν αγωνιστές με συνεχή παρουσία, όχι κατασκευασμένα πρόσωπα της τελευταίας στιγμής ή ετερόκλιτοι σύμμαχοι. Το ίδιο ισχύει και για την Περιφέρεια Ιονίων Νήσων, όπου το περιφερειακό σχήμα εξελέγη με 59,93% ενώ δεν ήταν επιλογή του όλου ΣΥΡΙΖΑ. Όσο για την Περιφέρεια Αττικής υπήρξαν αδιαφανείς συνεργασίες που έφτασαν μέχρι τον Μαρινάκη και τη Χρυσή Αυγή, στη βάση της άποψης : ο εχθρός του εχθρού μου είναι προς στιγμή φίλος.
Στη διάρκεια της εκλογικής διαδικασίας λειτούργησαν περισσότερα κέντρα, σχετικά αυτονομημένες ομάδες και ρεύματα, που βρίσκονται ήδη στον ΣΥΡΙΖΑ ή ετοιμάζονται να τον προσεγγίσουν. Όλοι αυτοί θεμελιώνουν παρουσία, ενισχύουν την ισχύ τους στο σημερινό κόμμα και στον ευρύτερο περίγυρο και ετοιμάζονται για τη μελλοντική κυβέρνηση και την κρατική εξουσία. Σε αρκετές περιπτώσεις οι κομματικοί υποψήφιοι δεν υποστηρίχθηκαν από όλο το κόμμα.
Οι εκλογές δεν αλλάζουν αυτό που υπήρξε ένα κόμμα της αριστεράς τα προηγούμενα χρόνια. Δεν δημιουργούν δεσμούς με τις λαϊκές τάξεις, αποτυπώνουν σχέσεις που έχουν ήδη δημιουργηθεί. Οι εκλογές δεν είναι η μακριά πορεία στο λαό, αν και αποτελούν ευκαιρία επαφής μαζί του. Οι σχέσεις ενός κόμματος της αριστεράς με την κοινωνία δημιουργούνται μέσα στην ταξική πάλη. Ο ΣΥΡΙΖΑ των δύο πρώτων μνημονιακών χρόνων, με τη συμμετοχή στις πλατείες των «αγανακτισμένων», με την αποδοχή ή/και συμμετοχή των μελών του σε πράξεις ανυπακοής - από τις παρελάσεις μέχρι το κίνημα «δεν πληρώνω» - με τη συμμετοχή του στις ζωντανές κινητοποιήσεις του εργατικού κινήματος και τις μεγαλειώδεις συγκρουσιακές διαδηλώσεις εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, με όλ’ αυτά ο τότε ΣΥΡΙΖΑ συμβάδιζε με τις κοινωνικές ανάγκες. Το σύνθημα ο λαός στην εξουσία, που επαναλαμβάνει ο Μανόλης Γλέζος ενθυμούμενος τη λαϊκή εποποιία του ΕΑΜ στον πόλεμο και στους θεσμούς στην Ελεύθερη Ελλάδα, σημαίνει ότι ο λαός δεν είναι ένα άθροισμα ψηφοφόρων αλλά ένα δυναμικό, ετερόκλητο και ενοποιούμενο σε μείζονα αιτήματα συγκρουσιακό σώμα, στο οποίο χτυπούν πολλές ψυχές. Οι άνθρωποι γράφουν την ιστορία σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες μέσα από τους αγώνες, τις ιδέες και τη συνολική τους ύπαρξη, δεν αναθέτουν σε άλλους να λύσουν αντ’ αυτών τους κόμπους που δυναστεύουν τη ζωή τους.
Η κοινωνική δυναμική των δύο πρώτων μνημονιακών χρόνων και η συμβολή, αν και με μέγεθος αναντίστοιχο των αναγκών, στους κοινωνικούς αγώνες, οδήγησαν μαζί με τη σαφή πρόταση : κυβέρνηση της αριστεράς στη ραγδαία εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, που έφτασε από τον Μαϊο στον Ιούνιο του 2012 στο 27%.
Δεν υπάρχει κοινωνική έρευνα που ν’ αποτυπώνει το τι εννοούν όσοι και όσες επέλεξαν τον ΣΥΡΙΖΑ το 2012 με τη θέση : κυβέρνηση της αριστεράς. Όπως γνωρίζουμε και, άλλωστε, φάνηκε καθαρά στη συνέχεια ούτε οι διάφορες συνιστώσες, τάσεις και μέλη του ΣΥΡΙΖΑ εννοούν ταυτόσημα ή παρόμοια πράγματα. Ένα είναι σίγουρο ότι όσοι και όσες ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ τον έβλεπαν και, πάντως, τον ήθελαν ως το αντίπαλο δέος των μνημονιακών κυβερνήσεων. Ήθελαν μια κυβέρνηση που θα σταματήσει την καταστροφή της χώρας και θα πολιτευτεί σε ρήξη με όλα όσα οι λαϊκές τάξεις και ο ΣΥΡΙΖΑ αποδοκίμαζαν στα δύο πρώτα μνημονιακά χρόνια και τα οποία διέλυσαν τις ζωές μας. Ήθελαν μια άλλη ηθική της πολιτικής και πρωτίστως δημοκρατία, ό,τι δηλαδή αναδεικνύουν και δημιουργούν όλες οι μεγάλες κοινωνικές εξεγέρσεις στην ανθρώπινη ιστορία. Το 27% μπορούσε να λύσει τα χέρια του ΣΥΡΙΖΑ και της κοινωνίας. Δεν υπάρχει ούτε ένα ιστορικό παράδειγμα που να έχει πραγματοποιηθεί μια σοβαρή πολιτική αλλαγή χωρίς την έμπρακτη μαζική, εφευρετική και ανατρεπτική παρουσία των λαϊκών τάξεων. Ένα αριστερό κόμμα οφείλει να γνωρίζει ότι η ανάθεση και η υποκατάσταση είναι αστικές, βαθύτατα συντηρητικές πρακτικές, που οδηγούν τον λαό στην ακινησία, στην αίσθηση ματαιότητας των αγώνων και τα κόμματα στη γραφειοκρατικοποίηση και τη μετάλλαξη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, παρότι διεύρυνε τους καταλόγους των μελών του με ψηφοφόρους των εκλογών 2012, δεν ανασυστήθηκε αιμοδοτούμενος από την κοινωνική δυναμική. Αντίθετα, περιόρισε και την προηγούμενη ενεργητικότητα των μελών, ενώ οι βουλευτές ανέλαβαν την πολιτική διαμεσολάβηση με την κοινωνία. Αλλά μέλη σ’ ένα «κόμμα μελών» δεν σημαίνει διανομείς έντυπου κομματικού υλικού και ο όρος βάση είναι μια απαράδεκτη αναφορά σε χρεωκοπημένα ιεραρχικά πρότυπα. Τα μέλη συγκροτούν αυτοπρόσωπους δεσμούς με την κοινωνία και χαλαρώνουν τις άσκοπες οριοθετήσεις εντός/εκτός. Δεν νοείται μέλος αριστερού κόμματος χωρίς κοινωνική γείωση και συμμετοχή στους κοινωνικούς αγώνες και τις συναφείς πολιτικές πρακτικές. Εξάλλου, η δόμηση της εσωτερικής πολιτικής γεωγραφίας του ΣΥΡΙΖΑ σε νέες τάσεις/τέως συνιστώσες, νέες συνιστώσες, ομάδες και μηχανισμούς αποπροσανατόλισε από το κύριο ζήτημα της συγκυρίας : την εμπλοκή του κόμματος στις κοινωνικές συγκρούσεις και τα κοινωνικά προβλήματα με στόχο τη δημιουργία της ευρύτατης συμμετοχής, συσπείρωσης και ενότητας των κατακερματισμένων λαϊκών τάξεων.
Οι πρόσφατες εκλογές και η περίοδος προετοιμασίας δεν έλυσαν τα προβλήματα αυτά, αντίθετα απομάκρυναν τις πολιτικές αποφάσεις από τα μέλη και τα τοπικά στελέχη. Οι εκλογές δεν αποτέλεσαν ένα συνθετικό βήμα για όσα είχαν ήδη γίνει στην κοινωνία ώστε αυτά να κεφαλαιοποιηθούν σε μια πορεία ανατροπής. Ο ΣΥΡΙΖΑ πανηγυρίζει για τη νίκη του στις Ευρωεκλογές, που όμως απορρέει από την ήττα της ΝΔ και τη μείωση των ποσοστών της συγκυβέρνησης ΝΔ- ΠΑΣΟΚ, όχι από τη δική του ενίσχυση. Υπήρξε μικρή ποσοστιαία μείωση και απώλεια 136.414 ψήφων από τις εθνικές εκλογές Ιουνίου 2012. Πέραν, όμως, των αριθμών, το ερώτημα παραμένει αμείλικτο. Μπορεί να υπάρξει κυβέρνηση της αριστεράς χωρίς να έχει δημιουργηθεί ένας συνασπισμός πολιτικών κομμάτων, οργανώσεων και κοινωνικών κινημάτων - αυτόνομων από τα κόμματα - ένα μπλοκ που, κερδίζοντας την αριθμητική πλειοψηφία, θα συγκρουστεί με ισχυρούς ταξικούς αντιπάλους εντός και εκτός χώρας ; Και πως δημιουργείται ένας τέτοιος συνασπισμός ; Τι έχουμε ως δεδομένα και τι πρέπει να κάνουμε ;
Θα αναφερθώ στις άλλες συνιστώσες της αριστεράς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ του 26,5 % των Ευρωεκλογών δεν έχει την αποκλειστική ευθύνη για τη σωτηρία του λαού και της χώρας. Κι εδώ θα ήθελα να μιλήσω χωρίς περιστροφές για το ΚΚΕ. Κάνει τραγικό λάθος όποιος το τοποθετεί αριστερά στην πολιτική γεωγραφία. Κάνει λάθος όποιος θεωρεί ότι οι αναφορές του στα ιερά και όσια της ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος διαμορφώνουν μια κριτική σχέση του σημερινού κόμματος με την ιστορία. Το ΚΚΕ στο παρόν εργάζεται βασικά για την αναπαραγωγή του ως μηχανισμού, έχοντας αποσυρθεί από τα πραγματικά πεδία της ταξικής πάλης, από τις συγκρούσεις της πραγματικής κοινωνίας. Μέρος αυτής της αναπαραγωγής, χωρίς πολιτικό και κοινωνικό αντικείμενο, είναι η αδιαφορία του για το ζήτημα της κυβέρνησης και ο αυτοεγκλεισμός του σε μια καταγγελτική ρητορεία.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ενώ είναι παρούσα σε όλους τους κοινωνικούς αγώνες με αφοσίωση και ανιδιοτέλεια, αποστασιοποιείται από το πραγματικό επίδικο της κρίσης που αφορά στο ερώτημα : μπορεί και πώς να υπάρξει κυβέρνηση της αριστεράς, αντιγράφοντας σ’ αυτό το θέμα, με ιδιότυπο τρόπο, τον αναχωρητισμό του ΚΚΕ. Κατανοώ, γιατί και προσωπικά συμμερίζομαι, το βάρος από τη συνείδηση μιας πραγματικότητας εξαιρετικά δύσκολης, όπου οι αριστερές απόψεις δεν μπορούν εύκολα και να συντεθούν σε ρεαλιστική βάση και να επηρεάσουν. Τα δεδομένα μιας μεγάλης κοινωνικής και πολιτικής σύγκρουσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ισχυρές δυνάμεις του μεγάλου κεφαλαίου στην Ελλάδα - γιατί περί αυτού πρόκειται - που θα διαμορφώσει ευνοϊκούς συσχετισμούς για μια κυβέρνηση με βασικό κορμό την αριστερά είναι σήμερα ανεπαρκή αλλά και δεν θα υπάρξουν χωρίς να εργαστούμε ώστε να δημιουργηθούν. Δεν θα υπάρξει καν κυβέρνηση η οποία δεν θα ενσωματωθεί για να έχει βάση και ο ρόλος της κριτικής από τ’ αριστερά, τον οποίο προβάλλουν συνιστώσες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Είναι αλήθεια ότι η τελευταία απόφαση της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως τα δείγματα γραφής της εφαρμοσμένης πολιτικής, αθροιζόμενα με την περιθωριοποίηση των πιο ριζοσπαστικών μελών και στελεχών του κόμματος, με τις συνεχιζόμενες «εκκαθαρίσεις» ή εθελούσιες αποστασιοποιήσεις μελών, κάνουν τα πράγματα δυσκολότερα και για τον ΣΥΡΙΖΑ και για τις άλλες μάχιμες δυνάμεις της αριστεράς.
Έχουμε όλοι ένα βαρύ και ηρωϊκό παρελθόν και ταυτόχρονα μια βαριά ιστορική ήττα. Ζούμε σε μια χώρα που ο λαός της καταστρέφεται. Χρειάζεται να επαναπροσδιορίσουμε τη θέση μας σ’ αυτή τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή.
[*] Το κείμενο βασίζεται στην ομιλία της Ε. Πορτάλιου σε εκδήλωση που οργάνωσε το ΣΕΚ (29/6/2014) στο πλαίσιο του τετραήμερου «Μαρξισμός 2014», με θέμα «Η αριστερά μετά τις εκλογές» και συνομιλητές τούς Πάνο Γκαργκάνα, Παναγιώτη Λαφαζάνη, Ελένη Πορτάλιου.
Η κρίση του πολιτικού συστήματος μεταφράζεται σήμερα σε κρίση αντιπροσώπευσης και σε εκλογική ήττα της κυβερνητικής συμμαχίας ΠΑΣΟΚ-ΝΔ στις ευρωεκλογές, όχι, όμως, και σε κρίση του κράτους, οι οικονομικοί, κατασταλτικοί και ιδεολογικοί μηχανισμοί του οποίου διαμόρφωσαν και διαμορφώνουν τη μεγαλύτερη ταξική πόλωση που γνώρισε η χώρα από την εποχή του εμφυλίου μέχρι την έναρξη των μνημονίων.
Η ακραία αυτή νεοφιλελεύθερη ταξική πολιτική υφαρπαγής εισοδημάτων, δικαιωμάτων, δημόσιας περιουσίας και αγαθών, που εφαρμόζεται σήμερα σε βάρος των λαϊκών τάξεων αλλά και μεσαίων στρωμάτων των πόλεων και της υπαίθρου, αποτυπώθηκε με μεγάλη ευκρίνεια στην κοινωνική γεωγραφία του εκλογικού αποτελέσματος, όπως και στη μειωμένη συμμετοχή ιδιαίτερα σε σχέση με τον Μάιο του 2012 (544.718 λιγότεροι ψηφίσαντες). Αυτοί που πλήττονται κατά κύριο λόγο από τις μνημονιακές πολιτικές ψηφίζουν αριστερά και, πάντως, αντιμνημονιακά ή αποσύρονται από την κάλπη. Ψηφίζουν, όμως, και Χρυσή Αυγή, δηλαδή ένα νεοναζιστικό κόμμα υπόδικο ως εγκληματική οργάνωση, το οποίο υπερβαίνει σε ακρότητα όλα τα ακροδεξιά ευρωπαϊκά κόμματα πλην του Ουγγρικού Jobbic. Δεν θ’ αναφερθώ σ’ αυτό το μείζον ζήτημα - έχω καταθέσει ένα εκτενές κείμενο - θεωρώ, όμως αδιανόητο το ότι η άνοδος της Χρυσής Αυγής δεν έχει απασχολήσει σοβαρά, εκτός εξαιρέσεων, την αριστερά.
Θα αναφερθώ κυρίως στον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος αποτίμησε από διάφορες και εν μέρει διαφορετικές προσεγγίσεις το εκλογικό αποτέλεσμα. Η πλειοψηφία αποσκοπεί στην εμπέδωση στο εσωτερικό του κόμματος ταυτόχρονα με τη δημόσια προβολή μιας κατά βάση εκλογικής τακτικής/καμπάνιας με στόχο την επίσπευση των εκλογών, την ήττα της ΝΔ, την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ ως πρώτου κόμματος και τον σχηματισμό κυβερνητικής συνεργασίας, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της οποίας καθώς και το εύρος των συνεργασιών θα καθορίσει εν πολλοίς το εκλογικό αποτέλεσμα. Θα μας υποδείξει ο λαός με την ψήφο του, είπε ο γραμματέας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, τη σύνθεση της κυβέρνησης. Η θέση αυτή αφήνει ανοιχτές όλες τις πιθανότητες.
Σπεύδω να πω ότι μια κυβέρνηση αριστεράς, η οποία θα συγκρουστεί με την Ευρωπαϊκή Ένωση στο θέμα της διαγραφής του χρέους και με τις κυρίαρχες δυνάμεις εντός και εκτός Ελλάδας για να διασφαλίσει την επιβίωση/ ανασυγκρότηση της κοινωνίας και τον παραγωγικό μετασχηματισμό της χώρας είναι ένα εγχείρημα εξαιρετικά δύσκολο και πολυσύνθετο.
Στον ΣΥΡΙΖΑ συζητάμε πολύ περισσότερο διατυπώσεις αποφάσεων, που υποδηλώνουν πολιτικά προβλήματα και διαφορές, αλλά πολύ λιγότερο το πώς μπορεί να γίνουν πραγματικές ανατροπές στην κυβέρνηση και την αστική εξουσία και το πώς πορευόμαστε για να κατακτήσουμε αυτούς τους στόχους.
Οι εκλογές αποτέλεσαν για τον ΣΥΡΙΖΑ μια κατά βάση επικοινωνιακή διαδικασία. Γι’ αυτό, άλλωστε, την εκλογική παρουσία ανέλαβε ένας περιορισμένος και άτυπος κεντρικός μηχανισμός με καθοριστικό ρόλο και δημόσια παρουσία του προέδρου. Ο μηχανισμός αυτός ζήτησε τη συνδρομή εταιριών επικοινωνίας και η σύνθεση η οποία έγινε οδήγησε στα βασικά συνθήματα που συμπυκνώνουν την εκλογική τακτική : 3 κάλπες 1 επιλογή και στις 25 ψηφίζουμε στις 26 φεύγουν. Υπήρξαν και παρατράγουδα σ’ αυτή τη διαδικασία, όπως το γνωστό επεισόδιο του κατηγορούμενου για πλαστές εγγυητικές επιστολές συμβούλου του Γ. Παπανδρέου, ο οποίος εφεύρε το «όραμα» και την ιστοσελίδα «Νέα Ελλάδα», που διεκδικεί και η ΝΔ.
Πιο σοβαρό, όμως, θέμα είναι η ουσία της πολιτικής που επέλεξε ο ΣΥΡΙΖΑ. Από την Κεντρική Επιτροπή (τέλος Αυγούστου 2013) η αυτοδιοικητική πολιτική άλλαξε ριζικά, παρότι δεν διατυπώθηκε η αλλαγή αυτή στην απόφαση. Τα δημοτικά σχήματα θεωρήθηκαν αχρείαστα, αν όχι τροχοπέδη, όπως και η παρουσία στις τοπικές κοινωνίες, ενώ δεν δημιουργήθηκαν περιφερειακές παρατάξεις από ήδη ενεργές ομάδες και κινήματα. Η άποψη ότι ο λαός θα ψηφίσει το «brand name» ΣΥΡΙΖΑ επειδή βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο και θα δώσει αρνητική ψήφο σε ΠΑΣΟΚ- ΝΔ, χαρακτηρίζεται από «υπεροψία και μέθη», υποτιμά βαθύτατα τον κόσμο και αγνοεί ότι οι τοπικές κοινωνίες αποτελούν προνομιακό πεδίο κοινωνικής γείωσης του ΣΥΡΙΖΑ και δείγματος γραφής για το πώς εννοεί το «Αποκέντρωση με Αυτοδιοίκηση». Το βάρος έπεσε αποκλειστικά στα πρόσωπα, τα οποία επελέγησαν, όπου υπήρξαν κεντρικές παρεμβάσεις, με εντελώς λανθασμένα, ακόμα και από ψηφοθηρική σκοπιά, κριτήρια, ενώ η εξώθηση βουλευτών να εμφανιστούν σε ρόλο περιφερειάρχη απέδειξε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αγνοεί το τι σημαίνει αντιπρόσωποι της αριστεράς και προτιμά ν’ ανακυκλώνει τους βουλευτές του. Όσα δημοτικά σχήματα κέρδισαν δήμους ή πήγαν καλά γα τα δεδομένα της απουσίας του κόμματος είχαν δεσμούς με τις τοπικές κοινωνίες και οι επικεφαλής ήταν αγωνιστές με συνεχή παρουσία, όχι κατασκευασμένα πρόσωπα της τελευταίας στιγμής ή ετερόκλιτοι σύμμαχοι. Το ίδιο ισχύει και για την Περιφέρεια Ιονίων Νήσων, όπου το περιφερειακό σχήμα εξελέγη με 59,93% ενώ δεν ήταν επιλογή του όλου ΣΥΡΙΖΑ. Όσο για την Περιφέρεια Αττικής υπήρξαν αδιαφανείς συνεργασίες που έφτασαν μέχρι τον Μαρινάκη και τη Χρυσή Αυγή, στη βάση της άποψης : ο εχθρός του εχθρού μου είναι προς στιγμή φίλος.
Στη διάρκεια της εκλογικής διαδικασίας λειτούργησαν περισσότερα κέντρα, σχετικά αυτονομημένες ομάδες και ρεύματα, που βρίσκονται ήδη στον ΣΥΡΙΖΑ ή ετοιμάζονται να τον προσεγγίσουν. Όλοι αυτοί θεμελιώνουν παρουσία, ενισχύουν την ισχύ τους στο σημερινό κόμμα και στον ευρύτερο περίγυρο και ετοιμάζονται για τη μελλοντική κυβέρνηση και την κρατική εξουσία. Σε αρκετές περιπτώσεις οι κομματικοί υποψήφιοι δεν υποστηρίχθηκαν από όλο το κόμμα.
Οι εκλογές δεν αλλάζουν αυτό που υπήρξε ένα κόμμα της αριστεράς τα προηγούμενα χρόνια. Δεν δημιουργούν δεσμούς με τις λαϊκές τάξεις, αποτυπώνουν σχέσεις που έχουν ήδη δημιουργηθεί. Οι εκλογές δεν είναι η μακριά πορεία στο λαό, αν και αποτελούν ευκαιρία επαφής μαζί του. Οι σχέσεις ενός κόμματος της αριστεράς με την κοινωνία δημιουργούνται μέσα στην ταξική πάλη. Ο ΣΥΡΙΖΑ των δύο πρώτων μνημονιακών χρόνων, με τη συμμετοχή στις πλατείες των «αγανακτισμένων», με την αποδοχή ή/και συμμετοχή των μελών του σε πράξεις ανυπακοής - από τις παρελάσεις μέχρι το κίνημα «δεν πληρώνω» - με τη συμμετοχή του στις ζωντανές κινητοποιήσεις του εργατικού κινήματος και τις μεγαλειώδεις συγκρουσιακές διαδηλώσεις εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, με όλ’ αυτά ο τότε ΣΥΡΙΖΑ συμβάδιζε με τις κοινωνικές ανάγκες. Το σύνθημα ο λαός στην εξουσία, που επαναλαμβάνει ο Μανόλης Γλέζος ενθυμούμενος τη λαϊκή εποποιία του ΕΑΜ στον πόλεμο και στους θεσμούς στην Ελεύθερη Ελλάδα, σημαίνει ότι ο λαός δεν είναι ένα άθροισμα ψηφοφόρων αλλά ένα δυναμικό, ετερόκλητο και ενοποιούμενο σε μείζονα αιτήματα συγκρουσιακό σώμα, στο οποίο χτυπούν πολλές ψυχές. Οι άνθρωποι γράφουν την ιστορία σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες μέσα από τους αγώνες, τις ιδέες και τη συνολική τους ύπαρξη, δεν αναθέτουν σε άλλους να λύσουν αντ’ αυτών τους κόμπους που δυναστεύουν τη ζωή τους.
Η κοινωνική δυναμική των δύο πρώτων μνημονιακών χρόνων και η συμβολή, αν και με μέγεθος αναντίστοιχο των αναγκών, στους κοινωνικούς αγώνες, οδήγησαν μαζί με τη σαφή πρόταση : κυβέρνηση της αριστεράς στη ραγδαία εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, που έφτασε από τον Μαϊο στον Ιούνιο του 2012 στο 27%.
Δεν υπάρχει κοινωνική έρευνα που ν’ αποτυπώνει το τι εννοούν όσοι και όσες επέλεξαν τον ΣΥΡΙΖΑ το 2012 με τη θέση : κυβέρνηση της αριστεράς. Όπως γνωρίζουμε και, άλλωστε, φάνηκε καθαρά στη συνέχεια ούτε οι διάφορες συνιστώσες, τάσεις και μέλη του ΣΥΡΙΖΑ εννοούν ταυτόσημα ή παρόμοια πράγματα. Ένα είναι σίγουρο ότι όσοι και όσες ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ τον έβλεπαν και, πάντως, τον ήθελαν ως το αντίπαλο δέος των μνημονιακών κυβερνήσεων. Ήθελαν μια κυβέρνηση που θα σταματήσει την καταστροφή της χώρας και θα πολιτευτεί σε ρήξη με όλα όσα οι λαϊκές τάξεις και ο ΣΥΡΙΖΑ αποδοκίμαζαν στα δύο πρώτα μνημονιακά χρόνια και τα οποία διέλυσαν τις ζωές μας. Ήθελαν μια άλλη ηθική της πολιτικής και πρωτίστως δημοκρατία, ό,τι δηλαδή αναδεικνύουν και δημιουργούν όλες οι μεγάλες κοινωνικές εξεγέρσεις στην ανθρώπινη ιστορία. Το 27% μπορούσε να λύσει τα χέρια του ΣΥΡΙΖΑ και της κοινωνίας. Δεν υπάρχει ούτε ένα ιστορικό παράδειγμα που να έχει πραγματοποιηθεί μια σοβαρή πολιτική αλλαγή χωρίς την έμπρακτη μαζική, εφευρετική και ανατρεπτική παρουσία των λαϊκών τάξεων. Ένα αριστερό κόμμα οφείλει να γνωρίζει ότι η ανάθεση και η υποκατάσταση είναι αστικές, βαθύτατα συντηρητικές πρακτικές, που οδηγούν τον λαό στην ακινησία, στην αίσθηση ματαιότητας των αγώνων και τα κόμματα στη γραφειοκρατικοποίηση και τη μετάλλαξη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, παρότι διεύρυνε τους καταλόγους των μελών του με ψηφοφόρους των εκλογών 2012, δεν ανασυστήθηκε αιμοδοτούμενος από την κοινωνική δυναμική. Αντίθετα, περιόρισε και την προηγούμενη ενεργητικότητα των μελών, ενώ οι βουλευτές ανέλαβαν την πολιτική διαμεσολάβηση με την κοινωνία. Αλλά μέλη σ’ ένα «κόμμα μελών» δεν σημαίνει διανομείς έντυπου κομματικού υλικού και ο όρος βάση είναι μια απαράδεκτη αναφορά σε χρεωκοπημένα ιεραρχικά πρότυπα. Τα μέλη συγκροτούν αυτοπρόσωπους δεσμούς με την κοινωνία και χαλαρώνουν τις άσκοπες οριοθετήσεις εντός/εκτός. Δεν νοείται μέλος αριστερού κόμματος χωρίς κοινωνική γείωση και συμμετοχή στους κοινωνικούς αγώνες και τις συναφείς πολιτικές πρακτικές. Εξάλλου, η δόμηση της εσωτερικής πολιτικής γεωγραφίας του ΣΥΡΙΖΑ σε νέες τάσεις/τέως συνιστώσες, νέες συνιστώσες, ομάδες και μηχανισμούς αποπροσανατόλισε από το κύριο ζήτημα της συγκυρίας : την εμπλοκή του κόμματος στις κοινωνικές συγκρούσεις και τα κοινωνικά προβλήματα με στόχο τη δημιουργία της ευρύτατης συμμετοχής, συσπείρωσης και ενότητας των κατακερματισμένων λαϊκών τάξεων.
Οι πρόσφατες εκλογές και η περίοδος προετοιμασίας δεν έλυσαν τα προβλήματα αυτά, αντίθετα απομάκρυναν τις πολιτικές αποφάσεις από τα μέλη και τα τοπικά στελέχη. Οι εκλογές δεν αποτέλεσαν ένα συνθετικό βήμα για όσα είχαν ήδη γίνει στην κοινωνία ώστε αυτά να κεφαλαιοποιηθούν σε μια πορεία ανατροπής. Ο ΣΥΡΙΖΑ πανηγυρίζει για τη νίκη του στις Ευρωεκλογές, που όμως απορρέει από την ήττα της ΝΔ και τη μείωση των ποσοστών της συγκυβέρνησης ΝΔ- ΠΑΣΟΚ, όχι από τη δική του ενίσχυση. Υπήρξε μικρή ποσοστιαία μείωση και απώλεια 136.414 ψήφων από τις εθνικές εκλογές Ιουνίου 2012. Πέραν, όμως, των αριθμών, το ερώτημα παραμένει αμείλικτο. Μπορεί να υπάρξει κυβέρνηση της αριστεράς χωρίς να έχει δημιουργηθεί ένας συνασπισμός πολιτικών κομμάτων, οργανώσεων και κοινωνικών κινημάτων - αυτόνομων από τα κόμματα - ένα μπλοκ που, κερδίζοντας την αριθμητική πλειοψηφία, θα συγκρουστεί με ισχυρούς ταξικούς αντιπάλους εντός και εκτός χώρας ; Και πως δημιουργείται ένας τέτοιος συνασπισμός ; Τι έχουμε ως δεδομένα και τι πρέπει να κάνουμε ;
Θα αναφερθώ στις άλλες συνιστώσες της αριστεράς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ του 26,5 % των Ευρωεκλογών δεν έχει την αποκλειστική ευθύνη για τη σωτηρία του λαού και της χώρας. Κι εδώ θα ήθελα να μιλήσω χωρίς περιστροφές για το ΚΚΕ. Κάνει τραγικό λάθος όποιος το τοποθετεί αριστερά στην πολιτική γεωγραφία. Κάνει λάθος όποιος θεωρεί ότι οι αναφορές του στα ιερά και όσια της ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος διαμορφώνουν μια κριτική σχέση του σημερινού κόμματος με την ιστορία. Το ΚΚΕ στο παρόν εργάζεται βασικά για την αναπαραγωγή του ως μηχανισμού, έχοντας αποσυρθεί από τα πραγματικά πεδία της ταξικής πάλης, από τις συγκρούσεις της πραγματικής κοινωνίας. Μέρος αυτής της αναπαραγωγής, χωρίς πολιτικό και κοινωνικό αντικείμενο, είναι η αδιαφορία του για το ζήτημα της κυβέρνησης και ο αυτοεγκλεισμός του σε μια καταγγελτική ρητορεία.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ενώ είναι παρούσα σε όλους τους κοινωνικούς αγώνες με αφοσίωση και ανιδιοτέλεια, αποστασιοποιείται από το πραγματικό επίδικο της κρίσης που αφορά στο ερώτημα : μπορεί και πώς να υπάρξει κυβέρνηση της αριστεράς, αντιγράφοντας σ’ αυτό το θέμα, με ιδιότυπο τρόπο, τον αναχωρητισμό του ΚΚΕ. Κατανοώ, γιατί και προσωπικά συμμερίζομαι, το βάρος από τη συνείδηση μιας πραγματικότητας εξαιρετικά δύσκολης, όπου οι αριστερές απόψεις δεν μπορούν εύκολα και να συντεθούν σε ρεαλιστική βάση και να επηρεάσουν. Τα δεδομένα μιας μεγάλης κοινωνικής και πολιτικής σύγκρουσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ισχυρές δυνάμεις του μεγάλου κεφαλαίου στην Ελλάδα - γιατί περί αυτού πρόκειται - που θα διαμορφώσει ευνοϊκούς συσχετισμούς για μια κυβέρνηση με βασικό κορμό την αριστερά είναι σήμερα ανεπαρκή αλλά και δεν θα υπάρξουν χωρίς να εργαστούμε ώστε να δημιουργηθούν. Δεν θα υπάρξει καν κυβέρνηση η οποία δεν θα ενσωματωθεί για να έχει βάση και ο ρόλος της κριτικής από τ’ αριστερά, τον οποίο προβάλλουν συνιστώσες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Είναι αλήθεια ότι η τελευταία απόφαση της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως τα δείγματα γραφής της εφαρμοσμένης πολιτικής, αθροιζόμενα με την περιθωριοποίηση των πιο ριζοσπαστικών μελών και στελεχών του κόμματος, με τις συνεχιζόμενες «εκκαθαρίσεις» ή εθελούσιες αποστασιοποιήσεις μελών, κάνουν τα πράγματα δυσκολότερα και για τον ΣΥΡΙΖΑ και για τις άλλες μάχιμες δυνάμεις της αριστεράς.
Έχουμε όλοι ένα βαρύ και ηρωϊκό παρελθόν και ταυτόχρονα μια βαριά ιστορική ήττα. Ζούμε σε μια χώρα που ο λαός της καταστρέφεται. Χρειάζεται να επαναπροσδιορίσουμε τη θέση μας σ’ αυτή τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή.
[*] Το κείμενο βασίζεται στην ομιλία της Ε. Πορτάλιου σε εκδήλωση που οργάνωσε το ΣΕΚ (29/6/2014) στο πλαίσιο του τετραήμερου «Μαρξισμός 2014», με θέμα «Η αριστερά μετά τις εκλογές» και συνομιλητές τούς Πάνο Γκαργκάνα, Παναγιώτη Λαφαζάνη, Ελένη Πορτάλιου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου