Αναδημοσίευση από ΕΑΚ ΥΠΠΟ
Η
διαμαρτυρία καλλιτεχνών που, όπως οι ίδιοι δηλώνουν, «αισθανόμενοι ότι ο
πολιτισμός χλευάζεται εξέφρασαν την αντίθεσή τους γελώντας» http://kinisimavili.blogspot.gr χαρακτήρισε
την έναρξη των εργασιών του Συνεδρίου «Χρηματοδοτώντας τη
Δημιουργικότητα» που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της Ελληνικής
Προεδρίας στην ΕΕ στο Μέγαρο Μουσικής 20-21/2, λίγες ημέρες αφού η
κυβέρνηση ανέλαβε την αποπληρωμή των δανείων του.
Θα
παραβλέψουμε το σχολιασμό της αντίδρασης του Υπουργού Πολιτισμού που
έγινε ευρέως γνωστή από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, υπογραμμίζοντας
πάντως τη σημασία της διατήρησης διόδου επικοινωνίας με τους
καλλιτέχνες, χωρίς τους οποίους τέχνη και πολιτισμός δεν δημιουργούνται,
από πλευράς του δημόσιου φορέα χάραξης και εφαρμογής πολιτιστικής
πολιτικής.
Δεν
μπορούμε όμως να μη σχολιάσουμε ορισμένα από τα πολλαπλά και σημαντικά
για την πολιτιστική πολιτική στη χώρα μας και διεθνώς μηνύματα του
Συνεδρίου:
Ο πολιτισμός είναι οικονομία;
Η
πρόταση να υπερβούμε ως κοινωνία την παραδοσιακή – με ρίζες στο ρεύμα
του ρομαντικού ουμανισμού – αντίληψη που αδυνατεί να δει τον πολιτισμό
ως οικονομικό μέγεθος αξιοποιείται για να συσκοτίσει την επιδίωξη ο πολιτισμός να αναπτύσσεται ως οικονομικό μέγεθος στη βάση της ανταποδοτικότητας με όποιο κόστος (κοινωνικό, δημιουργικό, πολιτικό) αυτό συνεπάγεται.
Στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο ό,τι είναι μη ανταποδοτικό
είτε μέσω της αξίας που δημιουργεί είτε μέσω της «υπεραξίας» που
παράγει (πχ το πολιτιστικό κεφάλαιο περιοχών της Αθήνας όπως το
Μεταξουργείο και το Γκάζι για την κατασκευαστική αγορά και το real
estate) οδηγείται στο περιθώριο.
Οι δημιουργικές βιομηχανίες,
όρος στον οποίο συγκλίνουν οι δημιουργικές τέχνες με τις πολιτιστικές
βιομηχανίες (μαζική παραγωγή), με την αξιοποίηση των τεχνολογιών νέων
μέσων (ICTs) στο πλαίσιο της νέας οικονομίας της γνώσης, εφαρμόστηκαν
ως νέος τομέας της Βρετανικής οικονομίας το 1997, με την άνοδο στην πρωθυπουργία του Ηνωμένου Βασιλείου του T. Blair.
Βασικά χαρακτηριστικά της ανάπτυξής τους αποτέλεσαν:
· η διεύρυνση της έννοιας του πολιτισμού- από την πολιτιστική κληρονομιά και τις τέχνες στον τρόπο ζωής · η πληροφορία αποτέλεσε νέο πλαίσιο παραγωγής πλούτου. Τα προϊόντα έχασαν την υλική τους υπόσταση.
· η δημιουργία παγκόσμιας αγοράς πολιτιστικών συμβόλων
· η άνοδος της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στον πολιτιστικό τομέα σε σχέση με προηγούμενες εποχές
· Η χάραξη δημόσιας πολιτικής για τον πολιτισμό στη βάση της ανταποδοτικότητας
· Η εφαρμογή κανόνων επιχειρηματικότητας στις δημιουργικές βιομηχανίες προκειμένου να ανταπεξέλθουν στον ανταγωνισμό της παγκοσμιοποιημένης αγοράς
Αφετηρία της κριτικής του μοντέλου των δημιουργικών βιομηχανιών δε θα μπορούσε να μην είναι η κριτική της Σχολής της Φρανκφούρτης στην πολιτιστική βιομηχανία και τη μαζική κουλτούρα
«Το έργο τέχνης γίνεται «χρήσιμο», δηλαδή χρηστικό. Αποκτά ανταλλακτική
αξία, η οποία ορίζεται με όρους αγοράς. Το έργο τέχνης χάνει την
ιδιότητα του της προσφοράς καλλιτεχνικής απόλαυσης και ικανοποιεί
ανάγκες. Η κοινωνική αξία αντικαθιστά την καλλιτεχνική και ο
εμπορευματικός χαρακτήρας «πραγματώνεται πλήρως».
Σημαντικά σημεία της κριτικής μας έναντι του μοντέλου των δημιουργικών βιομηχανιών σχετίζονται με τις ακόλουθες πλευρές αυτής της πολιτικής:
· Η εισβολή του ιδιωτικού τομέα στη νέα οικονομία της γνώσης, μέρος της οποίας αποτελούν και οι δημιουργικές βιομηχανίες, περιορίζει την κρατική χρηματοδότηση.
· Η
μετακύλιση δημόσιου χρήματος προς τις μεγάλες «εταιρείες» πολιτιστικής
παραγωγής στο πλαίσιο συμπράξεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα οδηγεί σε
ολιγοπωλιακή κυριαρχία ιδιωτών στην εθνική αγορά και εξοντώνει τις
μικρές «επιχειρήσεις» του τομέα.
· Η
κρατική χρηματοδότηση ως δημόσια πολιτική για τις δημιουργικές
βιομηχανίες καθορίζεται πλέον από το κριτήριο της ανταποδοτικότητας που
αντικαθιστά, τουλάχιστον σε επίπεδο διακηρύξεων, την πελατειακού τύπου
δημόσια επιχορήγηση προς τους φορείς πολιτισμού. Αυτό συνεπάγεται να
καταδικάζονται οι πολιτιστικές δομές που δεν μπορούν ή δεν επιλέγουν να
ανταπεξέλθουν στο νέο ανταγωνιστικό οικονομικό περιβάλλον σε αφανισμό.
· Το
περιεχόμενο του πολιτιστικού «προϊόντος» καθορίζεται από την ανάγκη να
είναι ανταγωνιστικό στη διεθνή παγκοσμιοποιημένη αγορά με ό,τι αυτό
συνεπάγεται για την αισθητική αξία του και ο δημιουργός μετατρέπεται σε manager που προωθεί το προϊόν στην παγκόσμια αγορά.
Υπερασπιζόμαστε
τον πολιτισμό ως δημιουργία, την αναγκαιότητα δημόσιας πολιτικής για
την ενίσχυση των φορέων δημιουργίας πολιτιστικών αγαθών με κριτήριο την
κοινωνική ωφελιμότητά τους, την άσκηση ελέγχου από το δημόσιο (μέσω
φορολογικής πολιτικής) στις μεγάλες επιχειρήσεις παραγωγής πολιτιστικών
προϊόντων (ο φόρος 1,5 % ιδιωτικών καναλιών επί κερδών διαφημίσεων για
ενίσχυση κινηματογραφικών παραγωγών αν και έχει ψηφιστεί δεν
εφαρμόζεται), τη δυνατότητα άσκησης προστατευτικής πολιτικής σε τομείς
που θα επιλέγονται ώστε να διασφαλίζεται η εγχώρια δημιουργία που δεν
μπορεί να ανταγωνιστεί με τους όρους της διεθνούς αγοράς.
Πολιτιστική πολιτική στην Ελλάδα και ευρωπαϊκή χρηματοδότηση
Στην
Ελλάδα, η πολιτιστική πολιτική δεν είχε σχεδόν ποτέ σαφείς στόχους.
Κυριαρχούσε η εμμονή αναφορικά με την ανάδειξη και προβολή της
πολιτιστικής κληρονομιάς που συνδεόταν με πολιτικές προώθησης του
τουρισμού.
Ο
σύγχρονος πολιτισμός αποτέλεσε χαμηλή προτεραιότητα για το Υπουργείο
Πολιτισμού. Οι πολιτικές για τη σύγχρονη δημιουργία (θέατρο,
κινηματογράφος, μουσική, εικαστικά, βιβλίο κ.λπ.) μέχρι σήμερα δεν
χαρακτηρίζονται από συνέχεια και διαλεκτική σύνδεση με την κοινωνία και
τους δημιουργούς (παρά τις επιμέρους και σποραδικές αναλαμπές).
Οι
πολιτικές για τον πολιτισμό στην Ελλάδα ακολουθούσαν τις προτεραιότητες
και τους στόχους της ευρωπαϊκής πολιτιστικής πολιτικής, όπως αυτές διαμορφώνονταν μέσω των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης.
Στο πλαίσιο του νέου ΕΣΠΑ για τη νέα προγραμματική περίοδο 2014 – 2020 που ονομάζεται Σύμφωνο Εταιρικής Σχέσης (ΣΕΣ) και του Επιχειρησιακού Προγράμματος Ανταγωνιστικότητα – Επιχειρηματικότητα – Καινοτομία (ΕΠΑΝΕΚ) 3,8 δις € επί συνόλου νέου ΕΣΠΑ 16,5 δις €, μία από τις τομεακές προτεραιότητες είναι οι δημιουργικές βιομηχανίες και ο πολιτισμός.
Να
θυμίσουμε ότι πρόκειται για προγράμματα συγχρηματοδότησης κυβερνήσεων
και ΕΕ (μέσω του κοινοτικού προϋπολογισμού στον οποίο μετέχουν αναλογικά
τα κ-μ) βάσει πολιτικών προτεραιοτήτων που καθορίζονται σε επίπεδο ΕΕ
(με καθοριστικό ρόλο των ισχυρών χωρών και τις χώρες της περιφέρειας να
ακολουθούν) που για την επόμενη περίοδο είναι η «έξυπνη, βιώσιμη και
χωρίς αποκλεισμούς» ανάπτυξη για την υπέρβαση της κρίσης (Στρατηγική ΕΕ
2020).
Και να θέσουμε ορισμένα ερωτήματα για τη συνέχεια της συζήτησης που και το Συνέδριο αποτέλεσε αφορμή να ανοίξει εκ νέου.
Ως
πότε η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση θα αντιμετωπίζεται ως «μάνα εξ ουρανού»
και θα συνοδεύεται από το κυνήγι της απορροφητικότητας χωρίς να
συζητιέται επί της ουσίας η πολιτική, με την ευρεία έννοια του όρου,
κατεύθυνση που υπαγορεύει;
Όταν
η κοινοτική χρηματοδότηση σταματήσει ο πολιτισμός θα
αυτοχρηματοδοτείται ή θα αφεθεί στη διακριτική ευχέρεια του ιδιωτικού
τομέα;
Η πολιτιστική δημιουργία θα καθορίζεται από κανόνες της αγοράς ή από τις κοινωνικές ανάγκες;
Ο
ρόλος του κράτους θα παραμείνει επιτελικός ή θα γίνει ουσιαστικός στη
διαμόρφωση πολιτιστικής πολιτικής βάσει των κοινωνικών αναγκών;
Ο
ρόλος των καλλιτεχνών θα περιορίζεται στην ικανότητα του «επιχειρείν» ή
θα επεκτείνεται στη δυνατότητα διασύνδεσης με το κοινωνικό όραμα και
τις συλλογικές αξίες;
Οι εργαζόμενοι-ες στο ΥΠΠΟ θα γίνουμε κοινωνοί και συνδημιουργοί της δημόσιας πολιτιστικής πολιτικής;
Πριν όλοι-ες διαπιστώσουμε πως «γυρίσαμε διψασμένοι από τη Δύση» ας αναμετρηθούμε με αυτά τα ερωτήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου