Αναρτούμε κείμενο του συναδέλφου Γιώργου Αγγελή, το οποίο πρωτοδημοσιεύθυκε στο www.greekarchitects.gr
Κρίση και Αρχιτεκτονική
Οι συνέπειες της διάσπασης του επιστημονικού αντικειμένου της, στην εκπαίδευση και την εργασία του αρχιτέκτονα
Η τοποθέτησή μου θα επιχειρήσει, μέσα από μία προβολή στο επερχόμενο, να φωτίσει κρίσιμες και δομικές συναλληλίες, που αναπτύσσονται μεταξύ αρχιτεκτονικής εκπαίδευσης και εργασίας του αρχιτέκτονα, στο πλαίσιο της σημερινής διεθνούς και τοπικής, πολυεπίπεδης κρίσης.
Θεωρώ σκόπιμο, να αναφερθώ στην κρίση ως σύμπτωμα των σύγχρονων κοινωνιών, αποτέλεσμα της πολύχρονης και πολυμέτωπης επίθεσης των αγορών στις κοινωνίες, με βασικό μοχλό την ιδεολογία και τις πρακτικές του νεοφιλελευθερισμού. Επίθεση, που αποσκοπεί σε δομικές αναδιαρθρώσεις των κοινωνιών και της παραγωγής, επ’ ωφελεία των αγορών. Παρ’ ότι σήμερα η επίθεση αυτή εκφράζεται απροκάλυπτα και ωμά, καθώς πια η κρίση γίνεται οικονομική και απειλεί με σφοδρότητα το βιοπορισμό μεγάλων κοινωνικών συνόλων, εκδιπλώνεται εδώ και αρκετό καιρό -δεκαετίες θα έλεγα- στο πολιτικό, πνευματικό, ηθικό και αισθητικό πεδίο, αλλά και στους όρους της καθημερινής ζωής, μέσα από την ιδεολογική επικράτηση του μεταμοντερνισμού και της σύγχυσης των εννοιών που αυτός επιβάλλει. Έτσι, η έννοια του προσώπου υποκαθίσταται από αυτήν του ατόμου και η κοινωνία εξατομικεύεται μέσα στην αποδιάρθρωση θεσμών και στη διάλυση συλλογικοτήτων της· η έννοια του πολίτη υποκαθίσταται από αυτήν του καταναλωτή, μέσα από την υπερπροβολή ενός υπερκαταναλωτικού προτύπου· η εργασία υποκαθίσταται από την απασχόληση, κατά την αναγόρευση της «αυτοπραγμάτωσης» σε βασικό μότο της ζωής.
Η τοποθέτησή μου θα επιχειρήσει, μέσα από μία προβολή στο επερχόμενο, να φωτίσει κρίσιμες και δομικές συναλληλίες, που αναπτύσσονται μεταξύ αρχιτεκτονικής εκπαίδευσης και εργασίας του αρχιτέκτονα, στο πλαίσιο της σημερινής διεθνούς και τοπικής, πολυεπίπεδης κρίσης.
Θεωρώ σκόπιμο, να αναφερθώ στην κρίση ως σύμπτωμα των σύγχρονων κοινωνιών, αποτέλεσμα της πολύχρονης και πολυμέτωπης επίθεσης των αγορών στις κοινωνίες, με βασικό μοχλό την ιδεολογία και τις πρακτικές του νεοφιλελευθερισμού. Επίθεση, που αποσκοπεί σε δομικές αναδιαρθρώσεις των κοινωνιών και της παραγωγής, επ’ ωφελεία των αγορών. Παρ’ ότι σήμερα η επίθεση αυτή εκφράζεται απροκάλυπτα και ωμά, καθώς πια η κρίση γίνεται οικονομική και απειλεί με σφοδρότητα το βιοπορισμό μεγάλων κοινωνικών συνόλων, εκδιπλώνεται εδώ και αρκετό καιρό -δεκαετίες θα έλεγα- στο πολιτικό, πνευματικό, ηθικό και αισθητικό πεδίο, αλλά και στους όρους της καθημερινής ζωής, μέσα από την ιδεολογική επικράτηση του μεταμοντερνισμού και της σύγχυσης των εννοιών που αυτός επιβάλλει. Έτσι, η έννοια του προσώπου υποκαθίσταται από αυτήν του ατόμου και η κοινωνία εξατομικεύεται μέσα στην αποδιάρθρωση θεσμών και στη διάλυση συλλογικοτήτων της· η έννοια του πολίτη υποκαθίσταται από αυτήν του καταναλωτή, μέσα από την υπερπροβολή ενός υπερκαταναλωτικού προτύπου· η εργασία υποκαθίσταται από την απασχόληση, κατά την αναγόρευση της «αυτοπραγμάτωσης» σε βασικό μότο της ζωής.
Στο
πλαίσιο αυτό της υπερπροβολής, υπόσχεσης
του ιδιωτικού καταναλωτικού παραδείσου
και της αυτοπραγματούμενης ατομικότητας,
είναι αναμενόμενη -ως φυσικό επακόλουθο-
η συστηματική και μεθοδευμένη δυσφήμιση
και απαξίωση των δημόσιων, κοινωνικών
αγαθών και των φορέων τους, με την εκ
παραλλήλου έντεχνη υποβολή στην κοινωνία
προεπιλεγμένων, προκατασκευασμένων
και κίβδηλων αναγκών.
Έτσι
λοιπόν, ως δημόσια κοινωνικά αγαθά, η
εκπαίδευση και η εργασία, αλλά μαζί με
αυτά και η διατροφή, η περίθαλψη και
πολλά άλλα -ανάμεσά τους και η Αρχιτεκτονική-
απειλούνται και βάλλονται, με απώτερο
σκοπό τη φανερή ή κρυφή, βίαιη ή μη
προσαρμογή τους στις επιταγές του
νεοφιλελεύθερου εκσυγχρονισμού και
των αγορών.
Όσον
αφορά την εκπαίδευση γενικά, σήμερα
προωθείται μετ’ επιτάσεως, ο περιορισμός
της ακαδημαϊκής -σχετικής- αυτονομίας
των Ιδρυμάτων, με στόχο της ιδιωτικοποίησή
τους1.
Η δημόσια χρηματοδότηση των Ιδρυμάτων
περιορίζεται ασφυκτικά για να
αντικατασταθεί από χρηματοδοτήσεις
και χορηγίες αγορών, οι οποίες μέσω
εκπροσώπων τους στη διοίκηση θα
υπαγορεύουν όχι μόνο τα προγράμματα
σπουδών, επιβάλλοντας έτσι το είδος της
εξειδικευμένης γνώσης και έρευνας που
τις εξυπηρετεί, αλλά και το είδος των
αναγκών που καλύπτουν τα προγράμματα.
Από
την άλλη, οι σπουδές της Αρχιτεκτονικής,
όπως τις γνωρίζω μέχρι σήμερα, αρθρώνονται
σε έναν πολυετή και πολυεπίπεδο κύκλο
σπουδών που θεραπεύει την Αρχιτεκτονική,
ως ένα ενιαίο, συνολικό επιστημονικό
και καλλιτεχνικό αντικείμενο. Μέσα σε
αυτόν τον κύκλο, επιχειρείται συστηματικά
ο εξοπλισμός του σπουδαστή, με δεξιότητες
που πρέπει να αποκτήσει αλλά και με
συνθετικές αρχές και μεθόδους… δηλαδή,
η σπουδή άλλοτε εξειδικεύει και άλλοτε
γενικεύει, διδάσκοντας κυρίως έναν
τρόπο κριτικής σκέψης και μία μέθοδο
έρευνας και αναζήτησης· ώστε ο σπουδαστής,
ως μελλοντικός αρχιτέκτονας, να μπορεί
ψάχνοντας να ενημερώνεται και να
προσαρμόζεται με ευελιξία, στην εξέλιξη
και την ποικιλομορφία της εργασίας του
και στις ανάγκες του βιοπορισμού του.
Ακόμη, επιχειρεί να του μεταδώσει την
κοινωνική αλλά και πνευματική ευθύνη
και ουσία της Αρχιτεκτονικής, ώστε
αφενός να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις
της κοινωνίας και των καιρών και αφ’
ετέρου να μπορεί, μέσω της Αρχιτεκτονικής,
να αναζητήσει τη σχέση του με την κοινωνία
στην οποία μετέχει αλλά και με τον Κόσμο.
Σε
αντιδιαστολή με τα παραπάνω, αυτό που
προκρίνεται σήμερα γενικά για την
τριτοβάθμια εκπαίδευση, είναι ένα
μοντέλο ταχύρυθμων, εξειδικευμένων
σπουδών σεμιναριακού τύπου, που δεν
«κλείνουν» γύρω από ένα συγκεκριμένο
και συνολικό επιστημονικό αντικείμενο,
αλλά εστιάζουν σε συγκεκριμένες πτυχές
- μερικότητες διαφόρων διασπασμένων
επιστημονικών αντικειμένων… ένα menu
προσφερομένων μαθημάτων κατά τα λεγόμενα
της Υπουργού Παιδείας. Σα να πρόκειται
δηλαδή, για την υποκατάσταση της
καλλιέργειας και όξυνσης της κριτικής
σκέψης και της επιμονής στη βάσανο της
επιστημονικής απόφανσης, από την επιλογή
μεταξύ έτοιμων, προπαρασκευασμένων
δυνατοτήτων, εν είδη φόρμας πολλαπλών
επιλογών. Μάλιστα, αυτό το menu
οδηγεί στην απόκτηση όχι διπλώματος,
αλλά διάφορων τύπων και βαθμίδων
πιστοποιητικών κατάρτισης, ενώ η
πολυθρύλητη άμεση, ταχεία και ευέλικτη…
ή καλύτερα εύκαμπτη… προσαρμογή στις
επιταγές της αγοράς, θα καλύπτεται με
την «δια βίου μάθηση», δηλαδή με την
τακτικά επαναλαμβανόμενη -επί πληρωμή-
διδασκαλία εξειδικεύσεων σε νέες
αποσπασματικές δεξιότητες που απαιτούν
οι αγορές και που οδηγούν σε νέα
πιστοποίηση κ.ο.κ.
Τι
σημαίνει άραγε η μεταφορά αυτού του
εκπαιδευτικού μοντέλου στην Αρχιτεκτονική
εκπαίδευση; Δηλαδή, τι επιπτώσεις έχει
στο περιεχόμενο της Αρχιτεκτονικής
αυτή η αλλαγή στη μορφή και στη λειτουργία
της διδασκαλίας της; Διαισθάνομαι, ότι
πίσω από τους εύηχους όρους «δια βίου
μάθηση», «κοινωνία της γνώσης», «κοινωνική
λογοδοσία Ιδρυμάτων», «εξωστρέφεια,
καινοτομία, ανταγωνιστικότητα και
αριστεία», «διασφάλιση ποιότητας»,
«αξιολόγηση» και άλλα τέτοια, βρίσκεται
ο εξευγενιστικός, μεταμοντέρνος χυλός
και η επιταχυνόμενη εγκατάστασή του
στην ιδεολογία και στις πρακτικές της
νέας διδασκαλίας της νέας Αρχιτεκτονικής.
Έχω
την άποψη, ότι η στρατηγική επιλογή της
διάσπασης του επιστημονικού αντικειμένου
της Αρχιτεκτονικής στη διδασκαλία της
-και όχι μόνο της Αρχιτεκτονικής- σε
απόλυτη ευθυγράμμιση με τα δόγματα - τα
θέσφατα του νεοφιλελευθερισμού,
εξυπηρετεί τις αγορές εις βάρος της
ίδιας της Αρχιτεκτονικής και των
κοινωνιών που τη χρησιμοποιούν.
Πιο
αναλυτικά, και όσον αφορά την ιδεολογική
αναπαραγωγή του νεοφιλελευθερισμού
και την περαιτέρω κατίσχυσή του, μία
διδασκαλία κατάρτισης στην αρχιτεκτονική
προσπερνά, αποσιωπά και αποκρύπτει τα
«γιατί» της Αρχιτεκτονικής, ενώ απεναντίας
εστιάζει αποκλειστικά στο «πώς». Αυτό
συμβαίνει διότι, καθώς το «τι» και το
«γιατί» της Αρχιτεκτονικής αποκαλύπτουν
τους ιστορικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς
και ιδεολογικούς όρους της, δεν έχουν
την εργαλειακή αξία που έχει το «πώς».
Αφ’ ετέρου, η αποκάλυψη αυτών των όρων,
υποσκάπτει την ιδεολογική βάση του
ίδιου του νεοφιλελευθερισμού. Έτσι, το
«γιατί» μπορεί να θεωρείται διπλά ως
περιττή διδακτέα ύλη, ως περιττή
ερωτηματοθεσία στο πλαίσιο μίας
επαγγελματικής κατάρτισης, σε μία
«εργαλειακή» αρχιτεκτονική. Πέραν
αυτών, η χρηματοδότηση μίας διδασκαλίας
που καταρτίζει στην Αρχιτεκτονική,
είναι κατά πολύ φθηνότερη -για το
χρηματοδότη- από μία επίπονη, πολυετή,
πολυεπίπεδη και πολυδάπανη μεταφορά
στο σχεδιαστήριο και στην εφαρμογή στα
εργαστηριακά μαθήματα της Αρχιτεκτονικής,
του πλούτου των σκέψεων, των ιδεών και
των ερωτημάτων που γεννά η Ιστορία, η
Θεωρία και οι υπόλοιπες ανθρωπιστικές
εκφάνσεις της σπουδής της και του
περιεχομένου της. Μια τέτοια διδασκαλία,
καθώς εξουδετερώνει τα ιδεολογικά,
πολιτικά και κοινωνικά περιεχόμενα της
Αρχιτεκτονικής, διαμορφώνει έναν
σπουδαστή, αλλά και στον εργασιακό χώρο,
έναν μελλοντικό, όχι αρχιτέκτονα αλλά
επαγγελματία καταρτισμένο στην
αρχιτεκτονική, άκριτο διεκπεραιωτή
επιταγών, έξωθεν και άνωθεν προερχομένων.
Παράλληλα, η άμβλυνση της κριτικής
σκέψης και της κοινωνικής ευαισθησίας
και συνείδησης που επιφέρει αυτή η
διδασκαλία, περιστέλλει στο ελάχιστο
δυνατό της κοινωνικές εντάσεις που
προκαλεί η επιχειρούμενη αναδιάρθρωση,
τόσο στον ευαίσθητο χώρο της παιδείας,
όσο και στο χώρο της εργασίας.
Σχετικά
δε, με την υλική αναπαραγωγή του
νεοφιλελευθερισμού, μαζί με την σπουδή,
που πλέον δεν θα είναι δημόσια και δωρεάν
αλλά θα πωλείται, εμπορευματοποιείται
περαιτέρω και η ίδια η Αρχιτεκτονική:
καθώς αποσπώνται από τον πυρήνα της οι
συστατικοί κοινωνικοί και ιδεολογικοί
όροι της, χάνει τη δημόσια και κοινωνική
ουσία της. Έτσι εργαλειοποιούμενη, η
Αρχιτεκτονική εξαντλείται στη μορφολογική
εκζήτηση και συρρικνώνεται στην
εμπορευματική της αξία. Με αυτόν τον
τρόπο δηλαδή, προωθείται περαιτέρω και
ευκολότερα, μέσα και έξω από τις σχολές,
η εμπορευματοποίηση και κατανάλωση του
δημόσιου και ιδιωτικού χώρου, του
περιβάλλοντος και της Αρχιτεκτονικής
ως θέαμα. Εξ’ ου άλλωστε, και η προώθησή
της σαν καταναλωτικό προϊόν, μέσα από
την υπερβολή και τον ανελλιπή σχολιασμό
από τα ΜΜΕ των κενών περιεχομένου,
θεαματικών μορφοπλασιών της αρχιτεκτονικής
των star
αρχιτεκτόνων και του lifestyle.
Ακόμη,
όσον αφορά όχι μόνο την υλική αλλά την
κοινωνική αναπαραγωγή του, η διάσπαση
του αντικειμένου της Αρχιτεκτονικής
και οι συνακόλουθες εξειδικεύσεις της,
καθιστούν το σημερινό σπουδαστή και
αυριανό εργαζόμενο, γνωσιακά όμηρο. Και
αυτό διότι, ο σπουδαστής δεν θα εξοπλίζεται
με σχεδιαστικές και θεωρητικές αρχές,
μέθοδο έρευνας, γενική και αφαιρετική
σκέψη, ώστε δια βίου να αυτομορφώνεται
και να συμμετέχει στην εξέλιξη της ζωής
και των δοχείων που την περιέχουν, παρά
μόνο θα μετέχει σε έναν αέναο, δια βίου
κύκλο καταρτίσεων και πιστοποιήσεων
σε νέες δεξιότητες, περιορισμένης
εμβέλειας και διάρκειας.
Όμως,
γνωσιακή ομηρία και επιστημονική
ανεστιότητα, έχουν ως φυσικό επακόλουθο
την εργασιακή ομηρία. Ζωηρά σημάδια
αυτής της νέας -εκσυγχρονισμένης- τάξης
πραγμάτων, έχουν ήδη εγκατασταθεί μέσα
στο νέο πεδίο της εργασίας των αρχιτεκτόνων,
δηλαδή αυτό της αυξανόμενης ανεργίας
-ειδικά των νεότερων- και της ύφεσης.
Αναφέρομαι, στην κατάρτιση και πιστοποίηση
που χρειάζονται οι επιθεωρητές ενεργειακής
απόδοσης κτηρίων σήμερα, οι επιθεωρητές
δόμησης αύριο, οι «πράσινοι» αρχιτέκτονες
μεθαύριο, και πάει λέγοντας.
Στην
επιταχυνόμενη προσαρμογή μας σε αυτό
το νεοφιλελεύθερο, νέο εργασιακό
περιβάλλον, περιλαμβάνεται ακόμη η
«μαύρη», δωρεάν και απλήρωτη εργασία,
στην Ελλάδα ή στους τόπους μετανάστευσης,
των νεότατων συναδέλφων -χθεσινών
σπουδαστών- προκειμένου να συμπληρώσουν
κάτι στο εδάφιο «προϋπηρεσία - επαγγελματική
εμπειρία» του βιογραφικού τους, λίγο
μετά από εκεί που περιγράφονται οι
μεταπτυχιακές σπουδές τους.
Επίσης,
περιλαμβάνεται η κάλυψη των αυξημένων
εισφορών ΤΣΜΕΔΕ, που βαρύνουν τα άνεργα
μικρά αρχιτεκτονικά γραφεία, μέσω των
τακτοποιήσεων που κάνουν σε αυθαίρετες
κατασκευές… προς χάριν του «πράσινου»
περιβαλλοντικού ισοζυγίου, σύμφωνα με
τα όσα λέει το αρμόδιο Υπουργείο.
Τέλος,
περιλαμβάνεται το ακόμη μεγαλύτερο
άνοιγμα του επαγγέλματος και η κατάργηση
των ελάχιστων αμοιβών -καίριο πλήγμα
στα μικρά ανεξάρτητα γραφεία και στο
περιβάλλον, αστικό ή μη- με την παράλληλη
προώθηση των μεγάλων, κατά κανόνα
ανεξέλεγκτων, εταιρικών σχημάτων. Ως
προώθηση εννοώ τα fast
track,
τους νέους μορφολογικούς κανόνες ή το
νέο «πράσινο» ΓΟΚ και τους επίσης
«πράσινους» ουρανοξύστες που θα φέρει
στην πόλη· φυσικά με την απαραίτητη
βοήθεια της μεγάλης κλίμακας αλλαγής
τίτλων ιδιοκτησίας που βίαια και σχεδόν
καταναγκαστικά γίνεται σήμερα στις
γειτονιές του κέντρου της Αθήνας, όπως
για παράδειγμα σε όλο το μήκος των αξόνων
της Αχαρνών και της Πατησίων, από Άγιο
Παντελεήμονα και Πλατεία Βικτωρίας
μέχρι Κυψέλη και Πατήσια.
Κλείνοντας
σχετικά με το τι μπορούμε να κάνουμε,
όπως έχω αναφέρει και σε άλλη τοποθέτησή
μου2,
εκτιμώ ότι η αναγκαία ανασύνταξη σκέψης
και δράσης, προκειμένου η Αρχιτεκτονική
ως διδασκαλία, θεωρία και εφαρμογή, να
τοποθετηθεί βάσιμα και με διάρκεια
απέναντι στην κρίση, διέρχεται αναπόδραστα
μέσα από τον απολογισμό της προηγούμενης,
μακράς περιόδου. Πρόκειται για την
απαραίτητη ιστορική, κοινωνική,
οικονομική, κατασκευαστική, λειτουργική
και αισθητική ανάλυση του προβλήματος.
Σε αυτό το πλαίσιο αντιλαμβάνομαι και
το σημερινό διάλογό μας. Ενώ όμως αυτή
η διαδικασία χρειάζεται χρόνο, το αίτημα
της υιοθέτησης μίας στάσης παραμένει
ανοικτό, επιτακτικό και επείγον. Πιθανόν,
ως προς αυτήν την άμεση ανταπόκριση στο
παρόν, δηλαδή την υπεράσπιση της μόρφωσης
και της εργασίας, αποβούν χρήσιμες
ανεξάρτητες πρωτοβουλίες, νέες και
παλιότερες συλλογικότητες αρχιτεκτόνων,
αλλά και ευρύτερες, ίσως πια πιο
ενισχυμένες, πιο πλούσιες και πιο
περιεκτικές· δίκτυα ανθρώπων στον
κοινωνικό, εργασιακό και ακαδημαϊκό
χώρο, που τα γεννά και ενδυναμώνει η
κρίση καθεαυτή.
1
Ως προς αυτό, είναι χαρακτηριστικοί
και αποκαλυπτικοί οι διάλογοι της
Υπουργού Παιδείας Α. Διαμαντοπούλου
και των ταγών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης
καθηγητών Βερέμη και Μπαμπινιώτη με
τον Αμερικάνο Πρέσβη· διάλογοι οι
οποίοι σχετικά πρόσφατα διέρρευσαν
στο διαδίκτυο.
2
Γιώργος Αγγελής, Κρίση και Ιδεολογία,
στο περιοδικό του ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ Αρχιτέκτονες,
τεύχος 80 - περίοδος Β, Ιούλιος/Αύγουστος
2010, σελ.40
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου