Το παρακάτω κείμενο αποτελεί κοινή εισήγηση της Αριστερής Κίνησης Εργαζόμενων Αρχιτεκτόνων, του Νέου Κινήματος Αρχιτεκτόνων και της Συσπείρωσης Αριστερών Αρχιτεκτόνων στην Αντιπροσωπεία του ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ που έγινε το Σάββατο 7 Ιούλη 2012. Πρόκειται για αναλυτική παρουσίαση των εξελίξεων σχετικά με τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας στην εποχή του μνημόνιου, με έμφαση στον κλάδο των μηχανικών/τεχνικών:
Από τα πλέον ακραία αντεργατικά και αντικοινωνικά μέτρα που πάρθηκαν στο πλαίσιο των αλλεπάλληλων μνημονίων με την τρόικα ΔΝΤ/ΕΚΤ/ΕΕ είναι η αποδυνάμωση του θεσμού των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας μέχρι του σημείου της εξαφάνισής του. Διακηρυγμένος στόχος των μέτρων είναι η αύξηση της ανταγωνιστικότητας μέσω της μείωσης του εργατικού κόστους, έτσι ώστε αυτό να καταστεί συγκρίσιμο με το κόστος εργασίας στις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες.
Έτσι τα τελευταία δύο χρόνια έχουν ψηφιστεί:
- Η κατάργηση, ήδη από το πρώτο μνημόνιο, της δυνατότητας επέκτασης των συλλογικών συμβάσεων, δηλαδή η κήρυξή τους ως υποχρεωτικές ανεξάρτητα από το αν ο εργοδότης και ο εργαζόμενος είναι ή όχι μέλη των αντίστοιχων εργοδοτικών και εργατικών οργανώσεων που υπέγραψαν τη σύμβαση (N.4024/2011 - διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής πολιτικής 2012 – 2015 – , Αρ.27, Παρ6.).
- Η κατάργηση της ρύθμισης ότι σε περίπτωση «συρροής» περισσότερων της μίας συλλογικών συμβάσεων ισχύει η ευνοϊκότερη για τον εργαζόμενο. Η κατάργηση αυτή αποτελεί επίσης ρύθμιση του πρώτου μνημόνιου καθώς σύμφωνα με τον Ν.4024/2011, Αρ.37, Παρ.5 «όσο διαρκεί η εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής η επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας υπερισχύει σε περίπτωση συρροής με κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας». Η κατάργηση αυτή ανοίγει το δρόμο στην αντικατάσταση των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων από επιχειρησιακές με χειρότερους όρους, οι οποίες μάλιστα με ρύθμιση που συμπεριλαμβάνεται στον ίδιο νόμο (Ν.4024/2011, Αρ.37, Παρ1) μπορούν να συνυπογράφονται όχι μόνο από επιχειρησιακά σωματεία αλλά και από ενώσεις προσώπων: «οι επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις συνάπτονται, κατά σειρά προτεραιότητας, από συνδικαλιστικές οργανώσεις της επιχείρησης που καλύπτουν τους εργαζόμενους ή, σε περίπτωση που δεν υπάρχει συνδικαλιστική οργάνωση στην επιχείρηση, από ένωση προσώπων». Η ένωση προσώπων θεσμοθετήθηκε με το Ν.1264/1982 χωρίς την αρμοδιότητα βέβαια να υπογράφει συμβάσεις, καθώς οι εκπρόσωποί της δεν απολαμβάνουν της συνδικαλιστικής προστασίας της διοίκησης ενός σωματείου. Έτσι πρόκειται επί της ουσίας για ένα εργαλείο αποδοχής κάθε εργοδοτικής απαίτησης με στόχο την ταχύτερη προώθηση συμβάσεων με μειώσεις μισθών στις επιχειρήσεις.
- Παράλληλα με την Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου ν.6/2012, Αρ.4, η οποία ρυθμίζει την εφαρμογή της Παρ.6 του Αρ.1 του Ν.4046/2012 (δεύτερο μνημόνιο) καταργείται δια νόμου και ανεξάρτητα από την διαπραγμάτευση μεταξύ εργαζόμενων και εργοδοτών κάθε συλλογική σύμβαση που περιλαμβάνει αυξήσεις: «από 14/2/2012 και μέχρι το ποσοστό της ανεργίας να διαμορφωθεί σε ποσοστό κάτω του 10%, αναστέλλεται η ισχύς διατάξεων νόμων, κανονιστικών πράξεων, Συλλογικών Συμβάσεων ή Διαιτητικών Αποφάσεων, οι οποίες προβλέπουν αυξήσεις μισθών ή ημερομισθίων, περιλαμβανομένων και εκείνων περί υπηρεσιακών ωριμάνσεων, με μόνη προϋπόθεση την πάροδο συγκεκριμένου χρόνου εργασίας».
- Συνεπώς αναστέλλονται δια νόμου και οι μισθολογικές «ωριμάνσεις» (οι αυξήσεις που συνήθως ανά τριετία χρόνου εργασίας περιλάμβαναν οι συλλογικές συμβάσεις, η πολυετίες στον ίδιο εργοδότη κ.ά) μέχρι το ποσοστό της ανεργίας να πέσει κάτω από 10%(!). Έτσι πρακτικά παγώνει η μισθολογική εξέλιξη και κάθε εργαζόμενος σε ότι αφορά τις ωριμάνσεις παραμένει στο μισθολογικό κλιμάκιο που βρίσκεται με την ψήφιση του νόμου.
- Ταυτόχρονα με την ΠΥΣ ν.6/2012, Αρ.3, Παρ.1, καταργείται η δυνατότητα των εργαζόμενων να προσφεύγουν μονομερώς μέσω του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) στη «διαιτησία», για την υπογραφή νέας συλλογικής σύμβασης: «από 14/2/2012 η προσφυγή στη διαιτησία, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 16 του Ν. 1876/1990 (Α΄27), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, γίνεται αποκλειστικά με κοινή συμφωνία των μερών». Η προσφυγή στη λεγόμενη διαιτησία αποτελούσε τη συνηθισμένη οδό που ακολουθούσαν τα σωματεία των εργαζομένων στις περιπτώσεις που η εργοδοσία εμφανίζονταν απρόθυμη να υπογράψει συλλογική σύμβαση. Εφόσον η διαδικασία της μεσολάβησης δεν κατέληγε σε συμφωνία μεταξύ εργαζόμενων και εργοδοτών οι εργαζόμενοι είχαν το δικαίωμα να προσφύγουν στη διαιτησία, οι αποφάσεις της οποίας εξομοιώνονται σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας και εφαρμόζονται άμεσα. Η νέα ρύθμιση δίνει τη δυνατότητα στις εργοδοτικές οργανώσεις να μπορούν να αποφύγουν να έρθουν σε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση με τις οργανώσεις των εργαζομένων.
- Επίσης με την ΠΥΣ ν.6/2012, Αρ.3, Παρ.2, καταργείται η δυνατότητα της διαιτησίας να ρυθμίζει οτιδήποτε άλλο πέρα από το ύψος του βασικού μισθού, δηλαδή οι λεγόμενες διαιτητικές αποφάσεις δεν μπορούν πλέον να ρυθμίζουν σε όφελος του εργαζόμενου τα επιδόματα και τους όρους εργασίας. Καταργείται δηλαδή η ρήτρα διατήρησης κανονιστικών όρων προηγούμενων συμβάσεων, συνεπώς όλα τα εργασιακά δικαιώματα πλην της αμοιβής: «η προσφυγή στη διαιτησία περιορίζεται αποκλειστικά στον καθορισμό βασικού μισθού ή/και βασικού ημερομισθίου, και δεν επιτρέπεται να περιλαμβάνεται σε αυτήν κανένα άλλο ζήτημα αλλά ούτε και ρήτρες που διατηρούν κανονιστικούς όρους προηγούμενων Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας ή Διαιτητικών Αποφάσεων». Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι σύμφωνα με εγκύκλιο της ΓΣΕΕ οι υπόλοιποι όροι της σύμβασης εκτός του ύψους της αμοιβής συνεχίζουν να μετενεργούν.
- Τέλος με την Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου ν.6/2012 Αρ.2, επιβάλλεται η λήξη όσων συλλογικών συμβάσεων είχαν κηρυχθεί αορίστου χρόνου (Παρ.2 και 3) και πλέον καμία σύμβαση δεν μπορεί να υπογράφεται για διάστημα μεγαλύτερο από τρία χρόνια (Παρ.1). Για παράδειγμα με τη ρύθμιση αυτή η συλλογική σύμβαση του Σωματείου Μισθωτών Τεχνικών που εφαρμόζονταν ήδη για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός έτους, θα έληγε μετά από ένα χρόνο από την ψήφιση του δεύτερου μνημόνιου, δηλαδή στις 14/2/2013. Οι εργοδοτικές οργανώσεις έσπευσαν όμως να την καταγγείλουν. Με την ΠΥΣ ν.6/2012, Αρ.2, Παρ.4, περιορίζεται επίσης η διάρκεια παράτασης της κανονιστικής ισχύος των συμβάσεων μετά τη λήξη ή την καταγγελία τους από το εξάμηνο στο τρίμηνο, δηλαδή π.χ. η σύμβαση του ΣΜΤ που καταγγέλθηκε στις 20/4/2012 ισχύει πλέον μέχρι την 20/7/2012. Μετά τη λήξη της τρίμηνης παράτασης «και εφόσον εν τω μεταξύ δεν έχει συναφθεί νέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, εξακολουθούν να ισχύουν από τους κανονιστικούς αυτούς όρους αποκλειστικώς οι όροι εκείνοι που αφορούν α) τον βασικό μισθό ή το βασικό ημερομίσθιο και β) τα επιδόματα ωρίμανσης, τέκνων, σπουδών και επικινδύνου εργασίας» (ΠΥΣ ν.6/2012, Αρ.2, Παρ.4). Επομένως καταργούνται όλα τα επιδόματα εκτός από τα παραπάνω τέσσερα βασικά (εγκύκλιος της ΓΣΕΕ ισχυρίζεται ότι διατηρείται και το επίδομα γάμου επειδή είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο). Όμως, όπως ξεκαθαρίζει ερμηνευτική εγκύκλιος του Υπουργείου Εργασίας, οι παραπάνω ρυθμίσεις ισχύουν μόνο για τους ήδη εργαζόμενους και εφόσον δεν κληθούν να υπογράψουν νέα ατομική σύμβαση. Τόσο για τους νεοπροσλαμβανόμενους όσο και για τις τυχόν νέες ατομικές συμβάσεις που θα κληθούν οι εργαζόμενοι να υπογράψουν σύμφωνα με την εγκύκλιο «όσον αφορά τη σύναψη νέας ή τροποποιημένης ατομικής σύμβασης εργασίας, εργοδότες και εργαζόμενοι μπορούν να συμφωνήσουν αμοιβές τουλάχιστον στο ύψος των μισθών και ημερομισθίων της παρ. 1 α του άρθρου 1 της παρούσης εγκυκλίου». Όπου οι μισθοί της παραγράφου αυτής είναι οι κατώτατες αποδοχές που καθορίζονται από την εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας που υπογράφει η ΓΣΕΕ, δηλαδή αυτές που με το δεύτερο μνημόνιο μειώθηκαν κατά 22% και ξεκινάνε από τα 586,08€ το μήνα μικτά και για τους νέους κάτω των 25 κατά 32% ή αλλιώς 510,95€ το μήνα μικτά (ΠΥΣ ν.6/2012, Αρ.1). Πρόκειται για την κατάργηση της λεγόμενης «μετενέργειας». Ενώ μέχρι τώρα μετά τη λήξη της παράτασης και μέχρι την υπογραφή νέας συλλογικής σύμβασης εργασίας, οι όροι της παλιάς «μετενεργούσανε» στις ατομικές συμβάσεις που τυχόν θα υπογράφονταν στο μεταξύ, το νέο καθεστώς ανατρέπει αυτή τη ρύθμιση.
Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι αν οι εργοδοτικές οργανώσεις καταγγείλουν την αντίστοιχη συλλογική σύμβαση ενός κλάδου και ακολούθως αρνούνται να προσέλθουν σε διαπραγματεύσεις (ή καλύτερα ακολουθούν παρελκυστική τακτική), μετά το τρίμηνο της παράτασης ισχύος, έχουν δικαίωμα να υπογράφουν με τους εργαζόμενους ατομικές συμβάσεις με μοναδικό προς τα κάτω όριο τον κατώτατο μισθό της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας συν τα τέσσερα βασικά επιδόματα (ωρίμανσης, τέκνων, σπουδών και επικινδύνου εργασίας). Αυτό για μία σειρά από κλάδους, συμπεριλαμβανομένου και του κλάδου των μηχανικών – τεχνικών συνεπάγεται μεγάλες μειώσεις αποδοχών ακόμα και πάνω από 50%!
Οι εργοδοτικές οργανώσεις του κλάδου των τεχνικών έσπευσαν να εκμεταλλευτούν τις δυνατότητες των νέων αντεργατικών νομοθετημάτων και κατήγγειλαν συντονισμένα όλες τις συλλογικές συμβάσεις του κλάδου, με το Σωματείο Μισθωτών Τεχνικών, την ΟΣΕΤΕΕ-ΣΤΥΕ και τον ΣΤΕΒ. Αυτό που φαίνεται να επιδιώκουν είναι να εκβιάσουν τα σωματεία των εργαζόμενων να αποδεχτούν (στην καλύτερη περίπτωση) νέες συμβάσεις με «συντεταγμένες» μειώσεις μισθών και χωρίς τα πέραν της αμοιβής δικαιώματα των εργαζόμενων που καθόριζαν μέχρι σήμερα οι συμβάσεις. Ο εκβιασμός έγκειται στην απειλή ότι σε διαφορετική περίπτωση οι εργοδότες θα αρνηθούν να υπογράψουν οποιαδήποτε σύμβαση και αυτό θα οδηγήσει σε «χαοτικές» μειώσεις μισθών άνω του 50% καθώς θα υπογράφονται ατομικές συμβάσεις που θα δεσμεύονται νομικά μόνο από τον κατώτατο μισθό της ΓΣΕΕ!
Οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να αποδεχτούν αυτό τον εκβιασμό. Η υποταγή άλλωστε οδηγεί με σιγουριά στη μείωση των αμοιβών και τη χειροτέρευση των εργασιακών συνθηκών. Τον δρόμο και στον κλάδο των μηχανικών – τεχνικών τον δείχνουν εκείνα τα σωματεία (κλάδος τροφίμων και ποτών, εργαζόμενοι στον ΟΚΑΝΑ) που μέσω του συλλογικού αγώνα και δυναμικών μορφών κινητοποιήσεων (απεργίες, καταλήψεις, κτλ.) πέτυχαν πρόσφατα την υπογραφή νέων συλλογικών συμβάσεων χωρίς μειώσεις.
Να σημειωθεί εδώ ότι ο θεσμός των συλλογικών συμβάσεων αφορά όλους τους μισθωτούς μηχανικούς και τεχνικούς ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής τους, αν δηλαδή διαθέτουν κανονική – τυπική πρόσληψη ή πληρώνονται με Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών όπως είναι ο κανόνας, ειδικά στους νέους. Οι τελευταίοι άλλωστε καλύπτονται ρητά από τη συλλογική σύμβαση του Σωματείου Μισθωτών Τεχνικών, γεγονός που αποτέλεσε σημαντική επιτυχία και άνοιξε το δρόμο για να αποκτήσουν εργασιακά δικαιώματα και οι πλέον ελαστικά εργαζόμενοι του κλάδου. Δεν είναι τυχαίο ότι για τη συγκεκριμένη σύμβαση οι εργοδοτικές οργανώσεις δεν καλούν καν σε διαπραγμάτευση για την υπογραφή νέας, δείχνοντας την πρόθεσή τους να μην υπάρχει καμία σύμβαση που να καλύπτει τους εργαζόμενους με ΔΠΥ.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της ευρύτερης απορρύθμισης των εργασιακών δικαιωμάτων ήδη από το πρώτο μνημόνιο. Σε αυτό περιλαμβάνονται μέτρα όπως η δυνατότητα των εργοδοτών να προσλαμβάνουν νέους με χαμηλότερες αμοιβές είτε ως νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας κάτω των 25 ετών, είτε με ακόμα χαμηλότερες όπως η μορφή της μαθητείας για νέους κάτω των 18 ετών (Ν.3863/10, Αρ.74, παρ.9). Οι αποζημιώσεις σε περίπτωση απόλυσης έχουν μειωθεί κατά 50% όταν προηγείται προειδοποίηση (Ν.3863/10, Αρ.74, παρ.2), οι δυνατότητες ομαδικών απολύσεων αυξήθηκαν (Ν.3863/10, Αρ.74, παρ.1) και η περίοδος κατά την οποία ο νεοπροσλαμβανόμενος θεωρείται υπό δοκιμή και δεν δικαιούται καθόλου αποζημίωση απόλυσης αυξήθηκε από τους 2 στους 12 μήνες (Ν.3899/2011, Αρ.16, παρ.4), αποτελώντας ένα σαφές κίνητρο για να απολύεται ο εργαζόμενος πριν κλείσει ένα χρόνο στην ίδια επιχείρηση. Ταυτόχρονα η εργασία ελαστικοποιείται πλήρως καθώς δίνεται η δυνατότητα στους εργοδότες να επιβάλλουν στους εργαζόμενους εκ περιτροπής απασχόληση (απασχόληση για λιγότερες ημέρες την εβδομάδα με αντίστοιχη μείωση των αποδοχών – βλ. Ν.3846/2010, Αρ.2, παρ.3) για έξι μήνες ή διαθεσιμότητα για ένα τρίμηνο αντίστοιχα. Κατά τη διάρκεια της (έως και) τρίμηνης διαθεσιμότητας «ο μισθωτός λαμβάνει το ήμισυ του μέσου όρου των τακτικών αποδοχών των δύο τελευταίων μηνών, υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης» (Ν.3846/2010, Αρ.4, παρ.1). Επιπλέον δίνεται στους εργοδότες η δυνατότητα της «διευθέτησης του χρόνου εργασίας» του εργαζόμενου, δηλαδή η υπερωριακή του απασχόληση για ένα διάστημα έως 4 μήνες και αντί για την πληρωμή υπερωριών οι ώρες αυτές θα αφαιρούνται από επόμενο χρονικό διάστημα (Ν.3846/2010, Αρ.7, παρ.1).
Αξίζει τέλος να σχολιαστεί η στάση του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών ο οποίος με επιστολή του εμφανίζεται να κάνει «γενναιόδωρες» παραχωρήσεις, ζητώντας την κατάργηση της μείωσης κατά 22% του μισθού της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας και της μείωσης κατά τρεις μήνες της παράτασης της κανονιστικής ισχύος των συμβάσεων. Ο ΣΕΒ ξεχνάει βέβαια να ζητήσει την κατάργηση της μείωσης κατά 32% στους νέους ενώ η πρόταση του απλά συνεπάγεται μια τρίμηνη παράταση πριν την μισθολογική ισοπέδωση. Σε αντάλλαγμα ζητάει την μείωση των αποδοχών που διασφαλίζουν όσες συμβάσεις ονομάζει ευγενείς (δηλαδή μιλάμε ακόμα και για μισθούς κατά 20% μεγαλύτερους από την ΕΓΣΣΕ του 2010, ήτοι 858€ το μήνα συν τα επιδόματα) και τη μείωση του λεγόμενου μη μισθολογικού κόστους της εργασίας, δηλαδή των εργοδοτικών εισφορών, δηλαδή ακόμα ένα χτύπημα στα ασφαλιστικά ταμεία. Οι προθέσεις του ΣΕΒ φάνηκαν εξάλλου στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν την καταγγελία της συλλογικής σύμβασης του Συλλόγου Τεχνικών Επιστημόνων Βιομηχανίας. Στις διαπραγματεύσεις αυτές οι εκπρόσωποί του προσήλθαν με μία πρόταση που περιλαμβάνει μόνο κατώτατο μισθό και επίδομα επικίνδυνης εργασίας και χωρίς τα ποσά συμπληρωμένα. Μια σύγκριση αυτής της πρότασης με μια πλήρη συλλογική σύμβαση εργασίας, όπως αυτή του Σωματείου Μισθωτών Τεχνικών, που περιλαμβάνει εξελίξεις, επιδόματα, άδειες και πολλά άλλα είναι ενδεικτική του νέου καθεστώτος που θέλουν να φέρουν στις συμβάσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου