Αναδημοσιεύουμε από τα Ενθέματα άρθρο της Τόνιας Κατερίνη
Μακέτα με τα κενά κτίρια |
Τα τελευταία δύο τουλάχιστον χρόνια έχει ξαναφουντώσει η συζήτηση για την υποβάθμιση του κέντρου της Αθήνας, με άξονα την αύξηση της εγκληματικότητας, της διακίνησης ναρκωτικών, της πορνείας, την αύξηση του ελλείμματος ασφάλειας. Ταυτόχρονα, επισημαίνεται ως πρόβλημα η αλλαγή της πληθυσμιακής σύνθεσης, με αύξηση των μεταναστών και εγκατάλειψη πολλών κατοικιών από τους παλαιούς κατοίκους τους. Πριν από λίγους μήνες, μάλιστα, η οργάνωση «Γιατροί του κόσμου» πρότεινε να αναλάβει μια πρωτοβουλία δράσης στο κέντρο της Αθήνας, στο πλαίσιο αυτού που οι παγκόσμιοι οργανισμοί χαρακτηρίζουν «ανθρωπιστική κρίση».
Τι όμως είναι αλήθεια από τα παραπάνω και τι κατασκευή, και πώς σχετίζονται με τις επίσημες στρατηγικές για την απάντηση στην κρίση που η συζήτησή τους βρίσκεται στο κέντρο της επικαιρότητας το τελευταίο διάστημα;
Η συζήτηση για την υποβάθμιση του κέντρου της Αθήνας έχει ξεκινήσει από τις αρχές της μεταπολίτευσης, με πρώτη ενέργεια από τη μεριά της πολιτείας το διάταγμα χρήσεων γης και προστασίας της Πλάκας, με αποτέλεσμα μια Πλάκα προστατευμένη, χωρίς οπτική και ηχητική ρύπανση, με ευρεία ανακαίνιση κτισμάτων, αλλά και με υψηλές αξίες γης και πλέον τόπο κατοικίας υψηλών εισοδημάτων. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 η συζήτηση αυτή βρέθηκε πάλι στο προσκήνιο, με έμφαση στην υποβάθμιση του ιστορικού κέντρου λόγω της ύπαρξης βιοτεχνίας και χονδρεμπόριου (τότε ξεκίνησε και η συζήτηση για την πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου). Η εκδίωξη και στη συνέχεια η παρακμή αυτών των χρήσεων στο ιστορικό κέντρο άνοιξε τον δρόμο για την σημερινή εξέλιξη της περιοχής του Ψυρρή. Εξάρχεια, Γκάζι , Μεταξουργείο, Γεράνι, Αγ. Παντελεήμονας, Φυλής ακολουθούν σε αυτή την συζήτηση. Σε αντίθεση με το Μεταξουργείο και το Γκάζι, τα Εξάρχεια αντιστάθηκαν στην επίθεση που ξεκίνησε το 1985, όταν εμφάνιζαν έντονα σημάδια παρακμής, χάρη στην υψηλή κοινωνική συσπείρωση των κατοίκων.
Το διακύβευμα σε όλες αυτές τις αναλύσεις είναι ένα και δεν έχει αλλάξει τα τελευταία σαράντα χρόνια: η Αθήνα είναι η μόνη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που το κέντρο της δεν «ανήκει» στην αστική τάξη. Ως συνέπεια της υπερπροβολής της νεωτερικότητας των πολυκατοικιών της αντιπαροχής (δεκαετίες ’60-’70) και της συμβολικής κοινωνικής αναβάθμισης που σήμαινε η μετακίνηση από το παλιό σπίτι του κέντρου στην σύγχρονη κατοικία του προαστίου, η αστική τάξη έχασε το κέντρο· σήμερα αγωνίζεται να το ανακτήσει, κυρίως για την τεράστια αξία της οικονομίας χρόνου-μετακινήσεων, για τη διεύρυνση του πεδίου δράσης των κατασκευαστικών εταιρειών μετά τον κορεσμό των προαστίων, και για την ανάγκη επανάκτησης της κυριαρχίας και του ελέγχου σε ουσιαστικό αλλά και σε συμβολικό επίπεδο.
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι το τελευταίο διάστημα έχουμε μια έξαρση προβλημάτων σε πολλά επίπεδα. Η οικονομική κρίση στην ίδια τη χώρα, οι πόλεμοι και οι κλιματολογικές καταστροφές στον πλανήτη έχουν αυξήσει δραματικά τους πληθυσμούς που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Οι κάτοικοι που ζουν σήμερα στο κέντρο της πόλης έχουν πολλά προβλήματα, αλλά δεν είναι αυτοί το πρόβλημα: η προηγούμενη φράση, που ακούγεται συχνά σαν σύνθημα, δεν μπορεί παρά να είναι ο μόνος άξονας δράσης για όποιον ενδιαφέρεται πραγματικά να λύσει τα προβλήματα.*
Αντίθετα, οι επίσημες προτάσεις, όπως αυτές διατυπώνονται σε μελέτες του ΥΠΕΚΑ, του Οργανισμού Αθήνας, σε κάποιο βαθμό και του Πολυτεχνείου, δείχνουν να μην αντιλαμβάνονται τα πράγματα από αυτή την σκοπιά. Η ημερίδα που έγινε στο Μουσείο Μπενάκη για την Αθήνα ήταν πολύ εύγλωττη σε σχέση με τα παραπάνω. Φράσεις όπως «είμαστε η μόνη ευρωπαϊκή πόλη που το μεταναστευτικό εγκαταστάθηκε στο κέντρο» (Ν. Σηφουνάκης), «σήμερα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την αποτυχία της πόλης» (ομάδα SARCHA), καθώς και ο νεόκοπος ορισμός της ΓΓ του ΥΠΕΚΑ ότι «πολιτικές κοινωνικής κατοικίας είναι και τα κίνητρα για να επιστρέψουν τα μεσοστρώματα στο κέντρο» είναι αποκαλυπτικές. Παραπέμπουν στην εικόνα των ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων όπου μετανάστες, ναρκομανείς, αλλά και φτωχοί εργάτες ζουν σε γκέτο της περιφέρειας και κανένα άτομο χαμηλού εισοδήματος δεν διανοείται να κατοικήσει στο κέντρο, εκτός αν αρκείται σε έναν χώρο λίγων τετραγωνικών.
Για όλους αυτούς τους λόγους, σήμερα είναι επιτακτική η ανάγκη ενεργοποίησης όλων των κοινωνικών και επιστημονικών δυναμικών που θα μπορούσαν, σε άμεση επαφή με τα πεδία όπου εντοπίζονται τα προβλήματα, να διατυπώσουν εναλλακτικές στρατηγικές δουλεύοντας χωρίς φοβικότητα και προκαταλήψεις.
Η δουλειά της Κίνησης Κατοίκων του 6ου Διαμερίσματος και της αρχιτεκτονικής ομάδας που την υποστηρίζει αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα τέτοια παραδείγματα — και ευτυχώς όχι το μόνο. Με μια συστηματική δουλειά πεδίου, πραγματικό ενδιαφέρον για την κατανόηση και την επίλυση προβλημάτων, ενεργή σχέση ανταλλαγής πληροφοριών και ιδεών με τους κατοίκους της περιοχής, δημιούργησαν ένα αξιόλογο υπόβαθρο γνώσης για την οικιστική δομή της περιοχής, πολύτιμο σε όποιον ουσιαστικά αναζητεί λύσεις.
* Βλ. και Ντίνα Βαΐου, «… το κέντρο της πόλης πάλι στο επίκεντρο», Η Αυγή, 24.4.2011.
Η Τόνια Κατερίνη είναι αρχιτέκτων και μέλος της συσπείρωσης
Διαβάστε επίσης για το ίδιο θέμα:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου