Πέμπτη 11 Ιανουαρίου 2024

Η βίαιη γέννηση μιας πρωτεύουσας


Μοναστηράκι 1835. Βαυαροί στρατιώτες επιτηρούν από ψηλά τους ιθαγενείς της καινούργιας πρωτεύουσας. Γκραβούρα εκ του φυσικού, του Δανού ζωγράφου Μαρτίνου Ρερμπάι
Η βίαιη γέννηση μιας πρωτεύουσας

Η μεταφορά της πρωτεύουσας το 1834 από το Ναύπλιο στην Αθήνα δεν υπήρξε μια ανώδυνη διαδικασία

Με τον χειρότερο δήμαρχο που πέρασε μεταπολιτευτικά (αν όχι μεταπολεμικά) από την Αθήνα ν’ αποχαιρετά με τον επίσης χειρότερο δυνατό τρόπο το αξίωμά του, και την Αθήνα να μετατρέπεται σταθερά σε τουριστικό προορισμό όλο και πιο εχθρικό για τους μόνιμους κατοίκους της, αναμενόμενοι είναι κάποιοι απολογισμοί σε βάθος χρόνου.

Μέχρι πρόσφατα, η αναζήτηση των απαρχών της προβληματικής ποιότητας ζωής στο λεκανοπέδιο εστιαζόταν κυρίως στον θεσμό της αντιπαροχής, με τον οποίο ο εθνάρχης Καραμανλής έλυσε το στεγαστικό πρόβλημα της μεταπολεμικής Αθήνας (και, κυρίως, θεμελίωσε την ταξική συμμαχία της αστικής μας τάξης με μια μεγάλη μερίδα λαϊκών και μικροαστικών στρωμάτων). Παρ’ όλο που αυτή η κριτική είναι ιστορικά πλήρως δικαιωμένη, ακόμη ορθότερο θα ήταν ωστόσο να πάμε ακόμα πιο πίσω: στην ίδια τη γέννηση του κλεινού άστεως ως πρωτεύουσας του Ελληνικού Βασιλείου, οι παρενέργειες της οποίας αποτυπώθηκαν αρκετά εύγλωττα στον Τύπο των ημερών.

Μια ιστορία αχαλίνωτης κερδοσκοπίας και κοινωνικά επικαθορισμένης κρατικής βίας, παντελώς απωθημένη από τη συλλογική μνήμη των μεταγενέστερων Αθηναίων, όπως συμβαίνει άλλωστε με την αντίστοιχη συλλογική μνήμη κάθε μεγαλούπολης· χαρακτηριστικό παράδειγμα ο μύθος περί διαχρονικής «πολυπολιτισμικής συνύπαρξης» στη Νέα Υόρκη, που αναγορεύτηκε σε δόγμα μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 (κι αμφισβητήθηκε τόσο εύστοχα από τον Μάρτιν Σκορσέζε στις ιστορικά ακριβέστατες «Συμμορίες» του).

Ανοιχτομάτηδες χωρίς σύνορα

Η Αθήνα επιλέχθηκε ως πρωτεύουσα («καθέδρα») του Ελληνικού Βασιλείου τον Ιούνιο του 1833, μ’ ένα διάταγμα της Αντιβασιλείας, εν μέρει χάρη στην επιμονή του βασιλιά της Βαυαρίας (και άτυπου –τότε– μονάρχη του ελληνικού παραρτήματος της τελευταίας, στον θρόνο του οποίου είχε τοποθετήσει τον ανήλικο γιο του). Η τελική απόφαση καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τη διεθνή εμβέλεια του τοπικού brand name: η πόλη του Περικλή και του Σωκράτη δεν ήταν δυνατό να συγκριθεί, από άποψη παγκόσμιας φήμης, με εναλλακτικές επιλογές όπως η Κόρινθος, τα Μέγαρα ή ο Πειραιάς.

Σε αντίθεση όμως μ’ αυτό τον τελευταίο, όπου η γη ανήκε στο ελληνικό Δημόσιο και μπορούσε να οικοδομηθεί ελεύθερα, στην Αθήνα οποιαδήποτε ρυμοτόμηση σκόνταφτε στον ιερό θεσμό της ατομικής ιδιοκτησίας. «Το μεγαλύτερο μέρος της Αθήνας ανήκε σε ιδιώτες», εξηγεί στις αναμνήσεις του ο πιο λόγιος από τους τρεις αντιβασιλιάδες. «Επρεπε λοιπόν η Κυβέρνηση να αποζημιώσει τους οικοπεδούχους της Αθήνας για να της παραχωρήσουν τον χώρο που της ήταν απαραίτητος. […] Αλλά οι αξιώσεις που διατυπώθηκαν από τους ιδιοκτήτες ήταν υπέρογκες και με μεγάλο κόπο κατορθώσαμε να φτάσουμε σε μια τελική συμφωνία. Οταν λύθηκε κι αυτό το θέμα, μπορούσαμε πια να αναγγείλουμε τη μεταφορά της πρωτεύουσας, έπρεπε όμως τώρα να μας υποδείξουν οι Αθηναίοι τα κατάλληλα οικήματα για την εγκατάσταση της Κυβέρνησης και όλων των συναφών υπηρεσιών» (Γκέοργκ Λούντβιχ Μάουρερ, «Ο ελληνικός λαός», Αθήνα 1976, σ. 479).

«Η επιτροπή ηναγκάσθη να εκβάλη τους οικοδεσπότας από τους ευτελείς οικίσκους, όπου επεριορίσθησαν παραχωρούντες, ως ευρυχωροτέρους, τους οίκους των εις την Κυβέρνησιν» | «Εθνική Εφημερίς» (Αθήνα), 15/27.11.1834

Για να διευκολύνουν την αναβάθμιση της κωμόπολής τους σε πρωτεύουσα, οι γαιοκτήμονες της Αθήνας είχαν φροντίσει να υποβάλουν εγκαίρως στον βασιλιά ένα «συνυποσχετικόν» (3/6/1833), όπου δήλωναν ότι παραχωρούν δωρεάν στο Δημόσιο την αναγκαία γη, οι ιδιοκτήτες της οποίας «θέλουν αποζημιούσθαι κοινώς απ’ όλους». Θα ήταν βέβαια πολύ βολικότερο η πρωτεύουσα να μη χτιστεί ακριβώς πάνω στα ερείπια της αρχαίας πόλης (που οι επιχειρηματικότεροι πολιτικοί της εποχής σκέφτονταν να μετατρέψουν σε τουριστικό πάρκο αρχαιοτήτων) αλλά κάπου εκεί κοντά, οικειοποιούμενη το ένδοξο όνομα δίχως να καταστρέψει το ιστορικό αρχαίο τοπίο. Οπως όμως επισημαίνει ο πρώτος ιστορικός της Αθήνας ως οικιστικού πλέγματος, ήταν «ακριβώς οι ιδιοκτήται της παλαιάς πόλεως και οι επήλυδες που προσετέθησαν εις αυτούς [αυτοί οι οποίοι] είχον εξωθήσει την Αντιβασιλείαν εις την δοθείσαν λύσιν, ενδιαφερόμενοι διά την επιβίωσιν και υπερτίμησιν των ακινήτων των» (Κώστας Μπίρης, «Αι Αθήναι», Αθήνα 1966, σ. 25-26).
Η περιοχή του Ψυρρή το 1835, σε γκραβούρα του Φέρντιναντ Στάντεμαν.

Ανοιχτομάτηδες συμπατριώτες μας, από τον στρατηγό Μακρυγιάννη μέχρι τον αρχιτέκτονα Σταμάτιο Κλεάνθη (που ανέλαβε την πολεοδόμηση της Αθήνας ως μελλοντικής πρωτεύουσας προτού καν αυτή οριστεί επίσημα ως τέτοια), είχαν φροντίσει να αγοράσουν έγκαιρα σε καλή τιμή κάποια πολλά υποσχόμενα φιλέτα. Από κοντά και διάφοροι Φαναριώτες ή Ευρωπαίοι φιλέλληνες, που διέθεταν αφ’ ενός μεν το απαραίτητο χρήμα και αφ’ ετέρου την αναγκαία όσφρηση, για το ποιες ακριβώς επενδύσεις μπορούσαν να το αυγατίσουν.

Οταν όμως οι πρώτοι πολεοδόμοι της νέας πρωτεύουσας, Κλεάνθης και Σάουμπερτ, κατέθεσαν την πρότασή τους για ένα μεγαλοπρεπές άστυ με μπόλικα πάρκα κι επιβλητικές λεωφόρους, οι ιδιοκτήτες προχώρησαν σε συνέλευση (17/9/1833) με βασικό αίτημα τον περιορισμό της έκτασης των μελλοντικών ελεύθερων χώρων και του πλάτους των οδών. Οι διαμαρτυρίες τους συνεχίστηκαν παρά τη μετατροπή του αρχικού σχεδίου προς την κατεύθυνση που επιθυμούσαν (Μπίρης, ό.π., σ. 31-34). Για την αντιμετώπισή τους, θα σταλεί τον Μάιο του 1834 επί τόπου ο αντιβασιλιάς Μάουρερ,

«Αυτό που άκουσα στην Αθήνα ήταν ότι τα έργα καθυστερούν εξαιτίας των κερδοσκόπων. Σκόπιμες διαδόσεις ξεσήκωναν τα μυαλά του κόσμου ότι τάχα η Αντιβασιλεία θα αποζημίωνε τα πάντα. Αλλοι πάλι έλεγαν ότι στη χάραξη του δρόμου γίνονται χατήρια, ότι του ενός το σπίτι γκρεμίζεται ενώ του αλλουνού μένει ανέπαφο. Κι άλλοι διαμαρτύρονταν, ο ένας γιατί ο δρόμος θα του χάλαγε την πρόσοψη του σπιτιού, ο άλλος γιατί θα του έπαιρνε το πίσω μέρος και τρίτος γιατί θα του έκοβε το σπίτι του στη μέση. […] Μ’ όλα τούτα και μ’ άλλα παρόμοια κατάλαβα ότι πρωταρχική αιτία της γενικής αναστάτωσης ήταν το ίδιο το σχέδιο, που είχε γίνει υπερβολικά μεγαλοπρεπές, χωρίς να υπολογιστεί η υπάρχουσα κατάσταση της πόλης και οι πραγματικές ανάγκες της Ελλάδας. Ετσι, μόλις γύρισα στο Ναύπλιο δόθηκε εντολή να σταματήσουν τα έργα» (Μάουρερ, ό.π., σ. 480).
Tο μνημείο του Λυσικράτους εν μέσω των ερειπίων που άφησε πίσω της η επανάσταση του 1821, σε πίνακα του Εζέν Πεϊτιέ (1832-1836) και δεξιά φωτογραφία του Τζορτζ Ουίλσον Μπρίτζες (1848). Η ανοικοδόμηση του αθηναϊκού κέντρου χρειάστηκε χρόνια

Την αναστολή της εφαρμογής του πολεοδομικού σχεδίου (11/6/1834) ακολούθησε η ανάθεση της τελικής διαμόρφωσής του στον μυστικοσύμβουλο του Λουδοβίκου, Λέο Φον Κλέντσε, τα έξοδα της αποστολής του οποίου στην Ελλάδα καλύφθηκαν από το ελληνικό Δημόσιο. Εκτός από τον δραστικό περιορισμό των δημόσιων χώρων, ο ευέλικτος Γερμανός θα τακτοποιήσει επίσης με ρουσφέτια τους επιφανέστερους διαμαρτυρόμενους: μετέφερε λ.χ. τη χωροθέτηση των μελλοντικών ανακτόρων από τη σημερινή Ομόνοια στον Κολωνό, προκειμένου ν’ αναβαθμιστούν οι εκεί ιδιοκτησίες κάποιων Φαναριωτών επενδυτών· «επίσης, δύναται κανείς να παρατηρήσει ότι με την θλάσιν της οδού Σταδίου εσώθη από την ρυμοτόμησιν το περιβόλι το οποίον είχεν ο συνταγματάρχης Γεώργιος Φίνλεϋ» (Μπίρης, ό.π., σ. 26-28). Το σχέδιό του εγκρίθηκε στις 18/9/1834, με βασιλικό διάταγμα που έθεσε ταυτόχρονα ως ημερομηνία μετεγκατάστασης την 1η Δεκεμβρίου 1834 (ΦΕΚ 1834/36).

Ο Μάουρερ, που στο μεσοδιάστημα είχε ανακληθεί στη Βαυαρία ως αποτέλεσμα τριβών στους κόλπους της Αντιβασιλείας, φροντίζει στις αναμνήσεις του ν’ αποποιηθεί κάθε ευθύνη για το τελικό αποτέλεσμα (σ. 480). Υποστηρίζει, μάλιστα, πως ο ίδιος και ο επίσης ανακληθείς αντιβασιλέας Αμπελ «δεν συμφωνούσαμε να γίνει τόσο γρήγορα η μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα, γιατί δημιουργήθηκαν πάρα πολλές περιττές δαπάνες», προκειμένου να στεγαστούν πολυτελώς για λίγους μήνες οι εναπομείναντες Βαυαροί αντιβασιλιάδες και υπουργοί: «Το σωστό ήταν να παραμείνουμε στο Ναύπλιο και να δουλεύουμε εντατικά, έως ότου ετοιμαστούν τα πάντα για την 1η Ιουνίου του 1835», ημέρα της ενηλικίωσης του Οθωνα, οπότε «η ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από τον ίδιο πια τον Βασιλέα Οθωνα, καθώς θα συνέπιπτε και με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα, θα σημείωνε μια νέα εποχή για την ιστορία του νεαρού Βασιλείου» (σ. 481).
Εισβολή υπαλλήλων

Αυτά, όσον αφορά τους προβληματισμούς των ηγεμόνων. Για μια ολοκληρωμένη εικόνα της ίδιας ιστορίας, απαραίτητη είναι ωστόσο και η ματιά των από κάτω – όσων, τουλάχιστον, απ’ αυτούς είχαν τη δυνατότητα και τη διάθεση να δημοσιοποιήσουν γραπτά τις απόψεις τους. Για τις απόψεις «των κτηματιών των Αθηνών», που ένιωθαν παγιδευμένοι ανάμεσα στα όνειρα μιας κοινωνικοοικονομικής αναβάθμισης και τις πραγματικές συνέπειες της αναγόρευσης της κωμόπολής τους σε πρωτεύουσα, εξαιρετικά εύλογο είναι ένα δισέλιδο άρθρο της «Εθνικής Εφημερίδος», που είχε ήδη μετακομίσει από το Ναύπλιο στην Αθήνα, στις παραμονές της επίσημης αλλαγής (15/11/1834).

Το άρθρο απευθυνόταν «εις τον επί των Εσωτερικών Γραμματέαν μας» (Ιωάννη Κωλέττη), με την ελπίδα ότι θα «λάβη μέτρα διά να εξομαλύνη τας δυσκολίας αυτάς και να καταπαύση τα τόσα παράπονα». Από την ανάγνωσή του προκύπτει δε πως οι ντόπιοι (ακριβέστερα: οι πιο ευκατάστατοι ή, εν πάση περιπτώσει, πολλοί απ’ αυτούς) πετάχτηκαν στον δρόμο προκειμένου να στεγαστεί η νέα άρχουσα τάξη της πόλης:

«Η μετάβασις της Κυβερνήσεως εις την νέαν καθέδραν ήδη ήρχισε. Μέρος αυτής μετέβη κατ’ αυτάς εις Αθήνας, και έως την 23 του τρέχοντος μεταβαίνει και ο Βασιλεύς μας με την Αντιβασιλείαν και τα Υπουργεία. Η σπανιότης των οικημάτων και αι απαιτήσεις των υπαλλήλων φέρουν μεγάλας δυσκολίας και προξενούν δίκαια παράπονα. Οι κτηματίαι των Αθηνών επιθυμούντες να ταχύνουν την μετάβασιν της Κυβερνήσεως εις την πόλιν των υπεσχέθησαν να παραχωρήσουν τας αναγκαίας εις την διοίκησιν κατοικίας με ενοίκιον 15% επί της εκτιμήσεως. Η κυβέρνησις εδιόρισεν επιτροπήν διά να καταγράψη και εκτιμήση τας οικίας, και να προσδιορίση την αναγκαίαν ποσότητα εις έκαστον κλάδον της Διοικήσεως, καθώς και εις το Διπλωματικόν σώμα. Το Υπουργείον εζήτησε κατ’ αρχάς 100 οικίας, αλλ’ ο αριθμός αυτός ανέβη μετ’ ολίγον εις 200, μετά ταύτα εις 255 και τέλος εις 280· κύριος δε οίδεν εάν περιορισθώσιν έως εδώ αι απαιτήσεις του. Η επιτροπή, αφού κατέγραψεν όλας τας ελευθέρας κατοικίας, ηναγκάσθη να εκβάλη τους οικοδεσπότας από τους ευτελείς οικίσκους, όπου επεριορίσθησαν παραχωρούντες, ως ευρυχωροτέρους, τους οίκους των εις την Κυβέρνησιν. Διάφοροι ανεξάρτητοι άνθρωποι ελθόντες εις την νέαν καθέδραν δι’ εμπορικούς και βιομηχανικούς σκοπούς αναγκάζονται να μένουν εις το ύπαιθρον, το οποίον, μ’ όλην την ωραιότητα του Αττικού κλίματος, δεν είναι ευάρεστον κατ’ αυτόν τον ψυχρόν και βροχερόν καιρόν του χρόνου. Τινές εξ αυτών ενοικιάσαντες οίκους, οι οποίοι ως ατελείς δεν ήσαν καταγεγραμμένοι εις τους πρώτους καταλόγους της επιτροπής, επαπειλούνται να εξωσθούν από αυτούς, μ’ όλον ότι κατασκευάζονται [=επισκευάζονται] διά του προπληρωμένου παρ’ αυτών ενοικίου».
Το πυκνοκατοικημένο αθηναϊκό κέντρο του 1835, σε λεπτομέρεια από το «Πανόραμα» του Στάντεμαν

Το πρόβλημα δεν αφορούσε μόνο τους παλιούς και νεότερους Αθηναίους, αλλά και όλους όσοι αναζητούσαν μια θέση στον ήλιο του νέου εθνικού κέντρου:

«Ηκούσαμεν τινά μέλη της επιτροπής να λέγουν εν πλήρει συνειδήσει ότι ουδείς μη υπάλληλος δεν πρέπει να έλθη σήμερον εις Αθήνας, ούτε έχει δικαίωμα να ζητή κατοικίαν. Ισως τούτο να επιθυμή η επιτροπή, καθώς και οι γραμματείς και γραμματίσκοι, αλλ’ όχι βεβαίως ο Βασιλεύς και η Αντιβασιλεία, η οποία μεταβαλλούσα τας Αθήνας εις Βασιλικήν καθέδραν δεν έχει σκοπόν να την κατοικίση από υπαλλήλους μόνον, αλλά διά της διαμονής της και της παρουσίας της να συμβάλη εις την αύξησιν και τον καλλωπισμόν της πόλεως. Τούτο δε πώς ημπορεί να πραγματοποιηθή, όταν οι ερχόμενοι εις τας Αθήνας διά να κτίσουν, διά να εμπορευθούν ή διά να μετέλθουν άλλην τινά βιομηχανίαν, δεν ευρίσκουν μέρος να κατοικήσουν προσωρινώς, και όταν οι παλαιοί κάτοικοι διώκονται από τας οικίας των, εκ των οποίων πολλαί είναι προσδιωρισμέναι εις υπαλληλίσκους ζώντας μεν εις Ναύπλιον εις μικρόν θαλαμίσκον, απαιτούντας δε σήμερον δύο ή τρία χωρίσματα, επί σκοπώ βεβαίως να αναπαύσουν τους συγγενείς, φίλους και γνωρίμους των;»

Τελικό διακύβευμα, στις δεδομένες συνθήκες, δεν ήταν όμως για τους «κτηματίες» η έξωση των υπαλλήλων, αλλά η μεγιστοποίηση των εσόδων τους απ’ αυτό το ιδιότυπο μάννα εκ Ναυπλίου και Βαυαρίας. Εξ ου και το βασικό παράπονο αφορούσε, σε τελική ανάλυση, την προσπάθεια να συμπιεστούν τεχνητά τα νοίκια που είχε ήδη παραφουσκώσει το αόρατο χέρι της αγοράς: «Τινές απέδωσαν τας υπαρχούσας δυσκολίας εις την δυστροπίαν και την κακήν θέλησιν των κατοίκων, διά να ρίψουν εις αυτούς το αποτέλεσμα των αντενεργητικών και απερισκέπτων μέτρων των. Αλλ’ ημείς είμεθα μάρτυρες όλων των θυσιών και των παραβλέψεων τας οποίας κάμνουν οι Αθηναίοι διά να ευκολύνουν την αποκατάστασιν ενταύθα της Κυβερνήσεως. Είναι βέβαιον ότι τινές εξ αυτών παραπονούνται διά την εκτίμησιν των οικιών των, και ίσως έχουν εις τούτο δίκαιον. Επειδή οι εκτιμηταί, αντί να εκλεχθούν κατά το δίκαιον και από τα δύο μέρη, εδιορίσθησαν από την επιτροπήν μόνον· όθεν οι κτηματίαι δικαίως ημπορούν να υποπτευθούν ότι οι εκτιμηταί, διά να ευαρεστήσουν τάχα εις την Κυβέρνησιν, εκτίμησαν τας οικίας των εις κατωτέρας τιμάς, ότι ημπορούν να παρεισέδυσαν και λάθη, ίσως δε και τινές χάριτες. Προ ενός και ήμισυ χρόνου είχε διορισθή επιτροπή διά να εκτιμήση τας κατά το μέρος της ανασκαφής ευρισκομένας οικίας. Η εκτίμησις εκείνη γενικώς τότε εφάνη αρκετά δικαία· επειδή τουλάχιστον κανείς δεν επαραπονέθη. Πολλαί από εκείνας τας οικίας εκτιμήθησαν εκ δευτέρου από την νέαν επιτροπήν, και παραβάλλων τις τας δύο εκτιμήσεις ημπορεί να εξάξη συμπεράσματα, τα οποία δικαιώνουν τας υποψίας των παραπονουμένων.

»Ολα τα ληφθέντα μέτρα τείνουν μόνον και μόνον εις τον εκπεσμόν των ενοικίων, το οποίον είναι ολίγον μεν ωφέλιμον διά τους υπαλλήλους, επιζήμιον δε εις πολλούς κτηματίας, ή εξ αιτίας της σφαλεράς εκτιμήσεως, ή των υπερόγκων τόκων, τους οποίους αυτοί πληρώνουν διά τα χρησιμεύσαντα εις την ανέγερσιν των οικημάτων κεφάλαια».

Τα ενοίκια μπορεί να συμπιέστηκαν, όχι όμως και οι τιμές των υπόλοιπων ζωτικών αγαθών, που η αυξημένη ζήτηση των καινούργιων κατοίκων τίναξε στα ύψη:

«Κανέν μέτρον δεν ελήφθη διά να εφοδιασθή η πόλις με τα αναγκαία τρόφιμα, και να προσδιορισθούν μέτριαι τιμαί εις αυτά· διότι, πριν έτι φθάσουν οι περιμενόμενοι, πάσχομεν γενικήν έλλειψιν παντός είδους τροφίμου, και τα ολίγα, όσα ευρίσκονται, πωλούνται εις τιμάς υπερόγκους. Ιδού η αληθής οικονομία ήτις είναι αναγκαία και εις τους υπαλλήλους και εις κάθε πολίτην. Αν δε δεν ληφθή περί τούτου μέτρον ταχύ και δραστήριον, θέλομεν υποφέρει γενικήν έλλειψιν, και θέλει εμποδισθή συγχρόνως και η κατασκευή νέων οίκων, επειδή και η τοπική ύλη και τα ημερομίσθια είναι ανάλογα με την τιμήν των τροφίμων».
Ευρωπαϊκά ήθη κι εφευρετικός αστυνόμος
Τρεις από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας μας: Αριστερά, ο αντιβασιλιάς Μάουρερ, στο μέσον, ο διορθωτής της αρχικής πολεοδόμησης, αρχιτέκτονας Λέο Φον Κλέντσε και δεξιά ο επικεφαλής της «επιτροπής επί των οικοδομών», αρχαιολόγος Λούντβιχ Ρος.

Από τη δική του φυσικά οπτική γωνία, τα γραφόμενα της εφημερίδας επιβεβαιώνει στα απομνημονεύματά του και ο ίδιος ο προϊστάμενος «της επί των οικοδομών επιτροπής», Γερμανός αρχαιολόγος Λούντβιχ Ρος (1806-1859):

«Κάθε μέρα καταφθάνανε από το Ναύπλιο καινούργιες αξιώσεις. Πότε έπρεπε να ασχοληθώ με ένα λησμονημένο κυβερνητικό γραφείο, πότε για έναν υπάλληλο με γυναίκα και παιδί για να του εξασφαλίσω τον αναγκαίο χώρο και ο χώρος αυτός έπρεπε να είναι στην Αθήνα. Κοντά σ’ αυτά βάλτε ακόμα και τις ατομικές επιθυμίες κάθε είδους. […] Δεν ήταν καμιά παρωνυχίδα το ζήτημα ότι σ’ αυτή τη μικρή πόλη όπου θεωρούνταν πολυτέλεια ένας υαλοπίνακας και όπου είχαμε δει πρώτη σιδερένια σόμπα, να βρεθούν ανεκτά καταλύματα για τους αντιβασιλείς και τις οικογένειές τους, υπουργούς, τους ξένους διπλωμάτες, τους Ελληνες και Γερμανούς υπαλλήλους, τους στρατιωτικούς κ.λπ., μέχρι τους απαραίτητους τεχνικούς. Ο,τι ήταν τώρα κάπως κατοικήσιμο, καταλαμβανόταν: μισογκρεμισμένα εκκλησάκια κι εκκλησιές, τζαμιά και χαμάμια, έγιναν προσωρινοί στρατώνες, σταύλοι, μαγαζιά, δικαστήρια, παπουτσίδικα κ.λπ. […] Ο αστυνόμος μας Αξιώτης τα κατάφερνε σε κάτι να βοηθήσει, με το εφευρετικό του μυαλό και την ενεργητικότητά του. Αλλά δεν εξελίσσονταν όλα εντελώς δίκαια και εντελώς ομαλά, πάντοτε» (Λουδοβίκος Ρος, «Αναμνήσεις και ανταποκρίσεις από την Ελλάδα, 1832-1833», Αθήνα 1976, σ. 95-6).

Αμεση συνέπεια αυτής της αυξημένης ζήτησης υπήρξε και ο πρώτος οικοδομικός οργασμός που έμελλε να βιώσει στους δύο τελευταίους αιώνες η πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Με όρους όχι φυσικά καλύτερους από εκείνους της μετέπειτα προσφυγικής εγκατάστασης του 1922 ή της μετεμφυλιακής καραμανλικής θεομηνίας, όπως διαπιστώνουμε από την ίδια πηγή:

«Το χρήμα που άφθονο συνέρρευσε και κυκλοφορούσε, προ πάντων όμως η αυξανόμενη ανάγκη, η πολύ επείγουσα, νέων και άνετων κατοικιών προκαλέσανε έναν ασυνήθιστο οικοδομικό οργασμό. Οποιος είχε ένα μικρό οικοπεδάκι φρόντιζε όπως μπορούσε να βρει λίγα χρήματα και έχτιζε αμέσως, με την ασφαλή προοπτική ότι μέσα σε λίγους μήνες θα αυξήσει κατά 20-30% το κεφάλαιό του. […] Μόλις το κάθε σπιτάκι ετοιμαζόταν, το αγόραζαν αμέσως. Ούτε ρωτούσαν καν αν είχαν στεγνώσει οι ασβέστες. […] Ούτε σκέψη μπορούσε φυσικά να γίνει για κομψότητα των κτισμάτων. Επρόκειτο απλώς με τα μικρότερα, όσο γινόταν, οικονομικά μέσα να ικανοποιήσει κανείς την επείγουσα έλλειψη κατοικιών» (σ. 96-97).

Μεταξύ 1834 και 1836 υπολογίζεται ότι χτίστηκαν στην Αθήνα γύρω στα χίλια σπίτια, με εισαγωγή εργατικού δυναμικού από τις Κυκλάδες, τις Σποράδες και τη Μάλτα (Μπίρης, ό.π., σ. 46-47). Οι οικονομικές επιπτώσεις αυτής της έκρηξης υπήρξαν, φυσικά, μάλλον άνισες: «Οι μαστόροι, οι μεροκαματιάρηδες, οι χωρικοί της περιοχής τα κατάφερναν καλά», υποστηρίζει λ.χ. ο Ρος. «Η ζωή τους καλυτέρευε διαρκώς. Μόνο λίγα χρόνια είχαν περάσει κι ένας ικανός Γερμανός στην Αθήνα είχε αποκτήσει τόσα λεφτά που η γυναίκα του φορώντας στολή αμαζόνας έβγαινε έξω έφιππη. Αλλά και ο φούρναρης της Αυλής είχε δουλειές με φούντες». Από την άλλη, ωστόσο, παραδέχεται ο ίδιος, «σχεδόν όλο το χρήμα για οικοδόμηση έφευγε πάλι έξω από τον τόπο. Γιατί εκτός από ασβέστη και πέτρες, όλα τα άλλα χρειάζονταν να ’ρθουν απ’ το εξωτερικό, από την Τεργέστη, τη Μάλτα, τη Θεσσαλονίκη: ξυλεία, τζάμια, σίδερο, χρώματα κ.λπ., γιατί τα ντόπια δάση δεν μπορούσε να τα εκμεταλλευθεί κανείς. Δεν υπήρχαν δρόμοι και μεταφορικά μέσα. Και μάλιστα τα πρώτα χρόνια εισάγονταν μάρμαρα από την Καράρα της Ιταλίας, γιατί οι ντόπιες πηγές μαρμάρου, που θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν όλη την Ευρώπη, δεν ήταν ακόμα προσιτές» (ό.π., σ. 97).

Για τον Γερμανό αρχαιολόγο (και πρόεδρο της επιτροπής επί των οικοδομών), ο τελικός απολογισμός ήταν πάντως θριαμβευτικός: «Παντού νέα πρόσωπα, νέα σπίτια, νέα ήθη», διαβάζουμε σε άρθρο του με τον εύγλωττο τίτλο «Η Αθήνα το 1832 και το 1836».

«Τα υπολείμματα απ’ τους παλιούς κατοίκους έχουν κατακλυσθεί μέσα σ’ ένα καινούριο πολυάριθμο πλήθος νέων κατοίκων. Μονάχα η παλιά σκόνη στριφογυρίζει ακόμα στους δρόμους. Εδώ, Βαβαροί στρατιώτες παζαρεύουν με τους Αρβανίτες χωριάτες σταφύλια και λαχανικά, βρίζοντας ταυτόχρονα σε βουνήσια διάλεκτο. Εκεί τσακώνονται μεταξύ τους Μαλτέζοι βαστάζοι, στην λαρυγγώδη τραχειά γλώσσα τους. Μέσα στο ανάκατο πλήθος μπερδεύονται νεαροί υπάλληλοι και οι κυρίες κοιτάζουν από τα μπαλκόνια με τα λορνιόν». Οσο κι αν κάποιοι επισκέπτες είχαν ήδη αρχίσει να νοσταλγούν την παλιά, αυθεντικά ανατολίτικη Αθήνα, καταλήγει, οι μεταβολές αυτές ήταν σύμφυτες με την εκπολιτιστική αποστολή του ίδιου και των συναδέλφων του: «Η εισαγωγή ευρωπαϊκού πολιτισμού σε Ελληνες και Τούρκους, χωρίς μια βαθμιαία μετάβαση σε ευρωπαϊκά ήθη, θα ήταν κάτι αντίθετο με την πορεία της Ιστορίας» (σ. 290-1).
Γερμανικός φούρνος και καλή κοινωνία

Αρκετά διαφορετική είναι η εικόνα που σχημάτισε ένας άλλος Ευρωπαίος επισκέπτης της Αθήνας το καλοκαίρι του 1835, λίγους μόνο μήνες μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας. Ο λόγος για τον Ρώσο περιηγητή κόμη Βλαντίμιρ Νταβίντοφ, το δίτομο οδοιπορικό του οποίου στην Ανατολή δημοσιεύτηκε στα ρωσικά στην Αγία Πετρούπολη το 1839-1840. Το δικό του βλέμμα, επηρεασμένο προφανώς από τις συνομιλίες που είχε με συμπατριώτες του και ντόπιους στις δύο βδομάδες της παραμονής του στην πόλη, είναι μια οξύτατη κριτική της εκσυγχρονιστικής καταιγίδας, όχι μόνο ως εκτέλεσης αλλά και ως σύλληψης:

«Η Αθήνα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν μια μάλλον ακανόνιστα κτισμένη πόλη. Ολοι οι παλιοί δρόμοι που υπάρχουν σήμερα είναι στενοί και χωρίς καμιά συμμετρία· είναι όμως δροσεροί και τα σπίτια δεν κοστίζουν ακριβά. Δυστυχώς αυτός ο χαρακτήρας, προδιαγεγραμμένος πιθανόν από την ίδια τη φύση, αλλάζει με τα καινούρια οικοδομήματα που άρχισαν να κτίζουν οι Βαυαροί. Ενα μεγαλόπρεπο σχέδιο με δρόμους και πλατείες, σαν αυτό του Βερολίνου, είναι ήδη έτοιμο. Αν το πραγματοποιήσουν, ο ήλιος θα καίει τους κατοίκους –χωρίς τίποτα να τον εμποδίζει– τόσο μέσα στα σπίτια όσο και στους δρόμους. Υπάρχει όμως ακόμα ελπίδα: οι οικοδομές, όπως και όλα τα έργα, κοστίζουν πανάκριβα και η κυβέρνηση διαθέτει ελάχιστα χρήματα.

»Οσον αφορά τους κατοίκους, κτίζουν τα σπίτια τους με τέτοιον τρόπο που σε δέκα-δεκαπέντε χρόνια θα έχουν αναπόφευκτα καταρρεύσει. Τα κεφάλαια είναι πολύ λίγα και μπορούν να βρεθούν μόνο με τεράστια επιτόκια – 20 ακόμα και 30%. Ετσι, όσοι θέλουν να κτίσουν σπίτι, πολύ σπάνια έχουν αρκετά χρήματα για να χρησιμοποιήσουν καλοδουλεμένες πέτρες· αναγκάζονται να κτίζουν τους τοίχους με ακατέργαστες πέτρες (αργολιθοδομή), χωρίς κανονικούς αρμούς. Αυτές οι οικοδομές είναι λίγο καλύτερες από τα δικά μας φτωχόσπιτα στην Ουκρανία και δεν αντέχουν για πολύ καιρό. Από την άλλη, ο ιδιοκτήτης αναγκάζεται να ζητάει, ακόμα και για το πιο άθλιο σπίτι, απίθανα ποσά για να καλύψει τα έξοδα που έχει κάνει. Τα σπίτια όμως αυτά, αν και καταδικασμένα να καταρρεύσουν, κτίζονται πολύ γρήγορα. Οσο μένω εδώ, παντού υψώνονται συνεχώς καινούργιοι τοίχοι. Καμιά φορά συμβαίνει να γυρνούν οι ιδιοκτήτες στους δρόμους μαζί με τους ξένους που έρχονται στην Αθήνα και ζητούν διαμέρισμα, για να διαλέξουν το μέρος όπου δε τρεις-τέσσερις μέρες, όπως υπόσχονται, θα τους κτίσουν ένα σπίτι, όχι χειρότερο απ’ αυτό όπου μένω τώρα. Οι ψηλές τιμές ισχύουν όχι μόνο για τα οικήματα, αλλά και για όλες τις καθημερινές ανάγκες. Η μετακόμιση της Αυλής από το Ναύπλιο στην Αθήνα, χωρίς να υπάρχει η κατάλληλη υποδομή, ήταν ίσως μια από τις κύριες αιτίες των υψηλών τιμών, που δεν υπολείπονται πολύ εκείνων του Λονδίνου» (Βλαδίμηρος Νταβίντωφ, «Ταξιδιωτικές σημειώσεις από τα Ιόνια Νησιά, την Ελλάδα, τη Μικρά Ασία και την Τουρκία στα 1835», Αθήνα 2004, σ. 164-5).
Το παλιό οθωμανικό διοικητήριο, στρατώνας πλέον των βαυαρικών στρατευμάτων το 1836, σε πίνακα του συμπατριώτη τους Λούντβιχ Κελνμπέργκερ. Η «πλήρης απουσία των γυναικών» από τον δημόσιο χώρο είναι κάτι παραπάνω από εμφανής.

Εξίσου ενδιαφέρουσες αποδεικνύονται οι επισημάνσεις του Νταβίντοφ όσον αφορά το ανθρώπινο τοπίο μιας πρωτεύουσας όπου «υπάρχει ευρωπαϊκή κοινωνική ζωή, μολονότι δεν υπάρχει άλλη, δηλαδή τοπική κοινωνία» (σ. 121). Η ματιά του είναι αυτή ενός δυτικότροπου μεν αριστοκράτη, ο οποίος όμως παραμένει έντονα επιφυλακτικός απέναντι στην ίδια τη Δύση (και, κυρίως, την ηγεμονία της σ’ έναν ομόδοξο τόπο, η οριστική ταυτότητα του οποίου παρέμενε ακόμη ζητούμενο):

«Δεν εκπλήσσει μόνο η φτώχεια της. Πρέπει να συνηθίσεις και στην πλήρη απουσία των γυναικών, που δεν τις βλέπεις πουθενά, καθώς και στο γεγονός ότι είναι περισσότεροι οι ξένοι όλων των εθνικοτήτων από τους ντόπιους στην ίδια την πρωτεύουσά τους. Περπατώντας στην πόλη βλέπω Ιταλούς μικρεμπόρους, Βαυαρούς στρατιώτες, υπαλλήλους και μερικά από τα μέλη του διπλωματικού σώματος. Μόνο στα καφενεία μπορείς να δεις τα βράδια κάποιους Ελληνες με πλούσιες τοπικές ενδυμασίες. […] Εκτός από τους λίγους αυτούς Αγωνιστές –άλλοτε τόσο χρήσιμους στην πατρίδα, τώρα όμως τελείως παραμελημένους, ίσως και επικίνδυνους λόγω της παλιάς τους συνήθειας για αναρχία και πόλεμο– ελληνικές ενδυμασίες φορούν μόνο λιγοστοί τεχνίτες, εργάτες και ζητιάνοι. […] Ολοι σχεδόν οι ανώτεροι και κατώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι είναι ξένοι. […] Στην [καλή] κοινωνία –αν εννοούμε με τον όρο αυτό τα σαλόνια όπου συγκεντρώνονται οι ανώτερες τάξεις– υπερισχύουν οι ξένοι έναντι των ντόπιων, που η συμμετοχή τους είναι ακόμα πολύ περιορισμένη. Σ’ αυτούς θα πρέπει να προσθέσουμε και τις λεγεώνες του σώματος των διπλωματικών, οι οποίοι, όσο κι αν είναι χωρισμένοι σε διαφορετικά στρατόπεδα, είναι τόσο πολυπληθείς που καλύπτουν όχι μόνον το άκουσμα της ελληνικής γλώσσας αλλά και τα ελληνικά έθιμα» (σ. 153-4).
«Βαρβαροί» και ιθαγενείς

Η Αθήνα είχε τότε 15.000 κατοίκους, όπως μας πληροφορεί για τα αποτελέσματα της τοπικής απογραφής πληθυσμού της 5/2/1836 ένας άλλος ταξιδιώτης, Βρετανός από τα Επτάνησα τούτη τη φορά (Edward Giffard, «A Short Visit to the Ionian Islands, Athens and the Morea», Λονδίνο 1837, σ. 191). Με αφορμή τη θεμελίωση των μελλοντικών ανακτόρων, που πραγματοποιήθηκε την επομένη από τον Οθωνα και τον πατέρα του, ο ίδιος μας παρέχει μιαν εξίσου ενδιαφέρουσα εικόνα για την αντιφατική πρόσληψη εκείνης της κοσμογονίας από μια μερίδα τουλάχιστον του ντόπιου πληθυσμού (σ. 177-80). «Χάρη στην ευγενή καλωσύνη του Σερ Εντμουντ Λάιονς, του πρεσβευτή μας στην Αυλή», που τον εφοδίασε με το απαραίτητο εισιτήριο, ο αφηγητής είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει την τελετή από «την πλατφόρμα που είχε στηθεί για τους πιο προνομιούχους θεατές»:

«Οι δυο βασιλιάδες προχώρησαν στη συνέχεια κι έγιναν δεκτοί με χειροκροτήματα, στα οποία τα ζήτω των Αγγλων θεατών αποτελούσαν από απόσταση το ηχηρότερο και ζωηρότερο μέρος. […] Με την απόσυρσή τους, ο όχλος των Ελλήνων όρμησε μ’ ενθουσιασμό για να δει το σημείο όπου είχε τοποθετηθεί ο [θεμέλιος] λίθος, απωθήθηκε όμως αγενέστατα διά του ξίφους από τους στρατιώτες. Καθώς υποχωρούσαν, τους ακούσαμε να μουρμουρίζουν “Βαρβαροί”, φροντίζοντας να τονίζουν το ρο – το μόνο που χρειάζεται στη γλώσσα τους, για να μετατρέψει τους “Βαυαρούς” σε “βαρβάρους”. Ηταν κάτι που μας εντυπωσίασε, ως κατάλοιπο του υπεροπτικού πνεύματος των προγόνων τους, αλλά και ως όχι καλός οιωνός για τη “Βαρβαρική” δυναστεία».

1 σχόλιο:

  1. Για την Αθήνα διαβάστε αν θέλετε κι αυτό . https://angelmois.blogspot.com/2013/04/blog-post.html

    ΑπάντησηΔιαγραφή