Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014

Η Επικαιρότητα της Στρατηγικής του Δημοκρατικού Δρόμου για το Σοσιαλισμό


Αναρτούμε την εισήγηση της Ελένης Πορτάλιου για το διεθνές συνέδριο: «Κρίση, Κράτος και Δημοκρατία. Αξιοποιώντας τη θεωρία του Νίκου Πουλαντζά για την αντιμετώπιση του αυταρχικού καπιταλισμού», το οποίο θα πραγματοποιηθεί 12 και 13 Δεκεμβρίου στην Αθήνα (Αμφιθέατρο Σάκη Καράγιωργα ΙΙ, Πάντειο Πανεπιστήμιο). Περισσότερα για το Συνέδριο σε επόμενη μας ανάρτηση.
Conference

Crisis, State and Democracy. Working with Nicos Poulantzas’ theory

to confront authoritarian capitalism



Η ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ

ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΔΡΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ



Εισήγηση : Ελένη Πορτάλιου, καθηγήτρια Αρχιτεκτονικής Σχολής ΕΜΠ



Session 7: Nicos Poulantzas´ perspective of a “democratic socialism”



Το Συνέδριο «Crisis, State and Democracy. Working with Nicos Poulantzas’ theory to confront authoritarian capitalism» έχει σκοπό να επαναφέρει στο προσκήνιο τη ζώσα θεωρητική κληρονομιά του Νίκου Πουλαντζά για να φωτίσει μείζονα επίδικα της πολιτικής συγκυρίας. Ιστορικά, η θεωρία ήταν αναπόσπαστο μέρος των επαναστατικών σχεδίων ή/και λιγότερο ριζικών προγραμμάτων ρήξης με τις κυρίαρχες σχέσεις παραγωγής και εξουσίας, υπέρ των λαϊκών τάξεων. Σήμερα, η πολιτική της αριστεράς έχει πλήρως αποσυνδεθεί από τη θεωρία και, όπως λέει ο Bob Jessop, «αν και ο Πουλαντζάς παραμένει μια σημαντική μορφή στο μεταπολεμικό Δυτικό Μαρξισμό, η όλη επιρροή της μαρξιστικής πολιτικής θεωρίας έχει εξασθενίσει»1. Εκείνος, όμως, δημιούργησε το θεωρητικό του έργο την εποχή που η επανάσταση ήταν στην ημερήσια διάταξη και οι ιδέες αποτελούσαν υλική δύναμη για την αλλαγή του κόσμου. Γι’ αυτό έγραφε με την αίσθηση του επείγοντος μπροστά στη δυνατότητα τα κομμουνιστικά κόμματα της Δύσης (Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία) να πάρουν την εξουσία στις χώρες τους. Αναρωτιέμαι αν ο θεωρητικός αναστοχασμός του Συνεδρίου θα έχει την παραμικρή επίπτωση στη σύλληψη της πολιτικής αλλαγής που σχεδιάζει ο ΣΥΡΙΖΑ για την Ελλάδα ή στη συγκρότηση μιας εναλλακτικής πρότασης του ΚΕΑ για την Ευρώπη, η οποία δεν υφίσταται σήμερα.



A. Ο ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ



Ο Νίκος Πουλαντζάς έθεσε τη μελέτη του κράτους και της πολιτικής εξουσίας στην καρδιά του θεωρητικού του έργου, κάτι που είχαν παραμελήσει τόσο η Δεύτερη όσο και η Τρίτη Διεθνής μετά τον Λένιν. Επρόκειτο, όπως διαπιστώνει, για μια παρέκκλιση, απόρροια του οικονομισμού που θεωρεί ότι τα άλλα επίδικα της κοινωνικής πραγματικότητας, μαζί και το κράτος, είναι απλά επιφαινόμενα και μπορούν ν’ αναχθούν στην οικονομική «βάση». Εξ’ αυτής της παρέκκλισης προκύπτει η διάκριση ανάμεσα σε «τάξη καθεαυτή» και σε «τάξη για τον εαυτό της» στην οποία εισάγεται εξωτερικά η συνείδηση από το κόμμα της πρωτοπορίας. Η εργαλειακή αντίληψη αριστερών κομμάτων, όπως το ΚΚΓ, θεωρεί από τη μία το κράτος αδιαπέραστο από την ταξική πάλη και από την άλλη ουδέτερο όργανο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μια αλλαγή της κρατικής εξουσίας από την εργατική τάξη για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό. Ανάλογα, ο κρατισμός της σοσιαλδημοκρατίας βλέπει το «Κράτος -Υποκείμενο», κάτοχο μιας εγγενούς ορθολογικότητας που ενσαρκώνουν οι πολιτικές ελίτ και μόνοι οι μηχανισμοί της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας» .2



Παρακάτω αναφέρονται τα βασικά σημεία ορισμού του σύγχρονου κράτους.



A1. Σύμφωνα με τον Νίκο Πουλαντζά το κράτος, όπως το κεφάλαιο, είναι πρώτα και κύρια μια κοινωνική σχέση, η υλική συμπύκνωση ενός συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις όπως αυτή εκδηλώνεται με ειδικό τρόπο στους κόλπους του ίδιου του κράτους. Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, το κράτος διαπερνάται από ταξικές αντιθέσεις στους μηχανισμούς του, η πάλη των τάξεων δεν το αφήνει ανεπηρέαστο. Αυτό δεν σημαίνει ότι το κράτος είναι ουδέτερο ταξικά. Δεν είναι μεν «εργαλείο» της αστικής τάξης αλλά «το σημερινό κράτος στο σύνολό του (τόσο η κοινωνική ασφάλιση όσο και οι οργανισμοί υγείας, το σχολείο, η διοίκηση κ.λπ.) αντιστοιχεί δομικά στην αστική εξουσία …. Οι λαϊκές μάζες δεν μπορούν ν’ αποσπάσουν στο καπιταλιστικό κράτος θέσεις αυτόνομης εξουσίας. Υπάρχουν ως όργανο αντίστασης, ως στοιχείο διάβρωσης ή όξυνσης των εσωτερικών αντιθέσεων του κράτους».3




A2. Ο Πουλαντζάς διευκρινίζει ρητά ότι δεν υπάρχει μια γενική θεωρία για το Κράτος και την Εξουσία. Μπορεί να υπάρχουν θεωρητικές προτάσεις αναφορικά με το κράτος. Αυτές, όμως, έχουν την ίδια θέση μ’ εκείνες του Μαρξ που αφορούν «την παραγωγή γενικά». Γιατί το κράτος δεν είναι ένα αμετάβλητο θεωρητικό αντικείμενο, ανεξάρτητο από τους τρόπους παραγωγής, τις σχέσεις παραγωγής και την ταξική πάλη. Οι μορφές του κράτους, τόσο όσον αφορά τα γενικά στάδια του καπιταλισμού (φιλελεύθερος καπιταλισμός, μονοπωλιακός καπιταλισμός) όσο και τις διαφορετικές φάσεις τους, συναρτώνται με τους συγκεκριμένους κοινωνικούς σχηματισμούς και τις σχέσεις παραγωγής. Η θεωρία, λοιπόν, του καπιταλιστικού κράτους δεν μπορεί ν’ αποκοπεί από μια ιστορία της συγκρότησης και της αναπαραγωγής του και δεν μπορεί να εντοπιστεί παρά μόνο δια μέσου του συσχετισμού αυτού του κράτους με την ιστορία των πολιτικών αγώνων στον καπιταλισμό.

Ο Πουλαντζάς μελετά συγκεκριμένες μορφές κράτους, εμβαθύνοντας στην προσέγγιση του κράτους ιδιαίτερα στο μονοπωλιακό καπιταλιστικό στάδιο και στους μετασχηματισμούς του στο τέλος της 10ετίας του 1970, όταν ήδη συντελείται η αντεπίθεση της αστικής τάξης απέναντι στις μεγάλες εξεγέρσεις που συγκλόνισαν την Ευρώπη και τον κόσμο. Αυτό το κράτος αποδίδει ο όρος «αυταρχικός κρατισμός» ή «αυταρχική συναινετική δημοκρατία». Σήμερα η συναινετική λειτουργία του κράτους, ώστε να αναπαράγεται χωρίς σοβαρούς κλυδωνισμούς η αστική κυριαρχία, έχει ελαχιστοποιηθεί, αντίθετα έχουν ενισχυθεί οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του.

Ο Πουλαντζάς υπήρξε εξαιρετικά διορατικός, παραδίδοντάς μας πριν τον θάνατό του μια θεωρητική σύλληψη για το μέλλον και απ’ αυτή τη σκοπιά μπορούμε να αναφερόμαστε στη κρίση του σύγχρονου κράτους που ανατέμνει και ιδιαίτερα στη σημερινή πολιτική κρίση. Ας δούμε συνοπτικά σε τι συνίσταται ο αυταρχικός κρατισμός : στην υπερβολική ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας με ταυτόχρονη παρακμή του κοινοβουλίου, στην οργανική σύγχυση των τριών εξουσιών (εκτελεστικής, νομοθετικής, δικαστικής), στη μεταφορά μεγάλου μέρους των λειτουργιών των αστικών κομμάτων στην κρατική διοίκηση, στην περιστολή δικαιωμάτων και ελευθεριών, στην ενίσχυση της κρατικής βίας και καταστολής, στην πρωτοκαθεδρία των ΜΜΕ στους Ιδεολογικούς Μηχανισμούς του κράτους, στην αδιαφάνεια και αποδιάρθρωση κάθε κλάδου και μηχανισμού του σε τυπικά και φανερά δίκτυα και σε στεγανούς πυρήνες, τέλος στη μαζική ανάπτυξη και τον οργανωτικό ρόλο των παράλληλων κρατικών δικτύων δημόσιας, ημιδημόσιας ή παραδημόσιας υφής.



Α3. Η σχέση του κράτους με την αστική τάξη αποδίδεται από τον Πουλαντζά με την έννοια της «σχετικής αυτονομίας». Η αστική τάξη δεν είναι ενιαία. Το κράτος, παρ’ ότι εκπροσωπεί κατ’ εξοχήν τα συμφέροντα της ηγεμονικής τάξης ή μερίδας, οφείλει να διατηρεί μια σχετική αυτονομία, η οποία εγγυάται την ενότητα του συνασπισμού εξουσίας, παρά τις εσωτερικές αντιθέσεις του. Κι εδώ ο Πουλαντζάς μας θυμίζει τον Γκράμσι, ο οποίος «με την οξύτατη διαίσθησή του, είδε ότι το καπιταλιστικό κράτος στο σύνολο των μηχανισμών του (και όχι μόνο τα αστικά πολιτικά κόμματα), αναλαμβάνει ρόλο «κόμματος» απέναντι στον συνασπισμό εξουσίας, ρόλο ανάλογο με τον ρόλο που ασκεί το κόμμα της εργατικής τάξης απέναντι στη λαϊκή συμμαχία, στον “λαό”».4

Η ενότητα του συνασπισμού εξουσίας στη σημερινή φάση των ριζικών αναδιαρθρώσεων με στόχο την αναχαίτιση της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους, που μεταφράζεται, συν τοις άλλοις, στην καταστροφή επιμέρους κεφαλαίων, έχει διαρραγεί. Απ’ αυτή την άποψη η ένταση της ταξικής πάλης αποσυναρμολογεί την ενότητα της αστικής τάξης μέσω του κράτους και υποβοηθά την πολιτική μετατόπιση θιγομένων μερίδων της.



Α4. Ο ρόλος του κράτους στην οικονομία είναι, για τον Πουλαντζά, καθοριστικός «Το κράτος στο μονοπωλιακό καπιταλιστικό στάδιο παρεμβαίνει αποφασιστικά στην οικονομία, με την έννοια ότι ο ρόλος του δεν περιορίζεται βασικά στην αναπαραγωγή αυτού που ο Ένγκελς ονομάζει «γενικές συνθήκες» της παραγωγής της υπεραξίας, αλλά απλώνεται στον ίδιο τον κύκλο της διευρυνόμενης αναπαραγωγής του κεφαλαίου σαν κοινωνικής σχέσης» 5. Το κράτος δεν διατηρεί μια εξωτερικότητα ως προς τις σχέσεις παραγωγής και αναπαραγωγής τους. Η οικονομία δεν είναι μια αυτοαναπαραγώγιμη και αυτορυθμιζόμενη δομή, στην οποία το κράτος χρησιμεύει για να ορίζει τους αρνητικούς κανόνες του παιχνιδιού.

Επομένως, το κράτος δεν είναι μόνο το άθροισμα των ιδεολογικών και κατασταλτικών μηχανισμών του, όπως το θέλει μια θεωρητική και πολιτική άποψη με την οποία ο Πουλαντζάς συγκρούεται. Εξ’ άλλου, η ιδεολογία δεν αφορά μόνο ένα σύστημα ιδεών και παραστάσεων αλλά μια σειρά υλικές πρακτικές που χαρακτηρίζουν το σύνολο των κοινωνικών πρακτικών, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών και οικονομικών. Απ’ αυτή την άποψη, η ιδεολογία είναι παρούσα στις σχέσεις παραγωγής και όχι μόνο στους Ιδεολογικούς Μηχανισμούς του κράτους (εκκλησία, σχολικός μηχανισμός, ΜΜΕ, πολιτιστικοί μηχανισμοί, από μια ορισμένη άποψη η οικογένεια, αστικά και μικροαστικά κόμματα, συνδικαλιστικός μηχανισμός ταξικής συνεργασίας) και, το αντίστροφο, οι οικονομικές λειτουργίες του κράτους είναι επιφορτισμένες με την αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας (εικόνα του κράτους ως εγγυητή της ανάπτυξης, κ.λπ.).

Σήμερα αυτή η παρέμβαση του κράτους στην Ελληνική οικονομία, με εσωτερίκευση των πολιτικών του διεθνοποιημένου κεφαλαίου και των αποφάσεων υπερεθνικών αποφασιστικών οργανισμών, είναι καταλυτική. Ακριβώς σ’ αυτό το έδαφος και λόγω της αποσταθεροποίησης της ηγεμονίας της αστικής τάξης που διασφαλίζει το κράτος, εκδηλώνονται νέες αντιφάσεις στους κρατικούς μηχανισμούς.



Α5. Το εθνικό κράτος, λέει ο Πουλαντζάς, δεν χάνει τον κυρίαρχο ρόλο του στο μονοπωλιακό καπιταλιστικό στάδιο. Οι υπερεθνικοί θεσμοί, μεταξύ αυτών η ΕΟΚ (όταν έγραφε δεν είχε συγκροτηθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση), δεν συγκροτούν μηχανισμούς που εκτοπίζουν τα εθνικά κράτη. «Τα εθνικά κράτη αναλαμβάνουν να προωθήσουν τα συμφέροντα του κυρίαρχου ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου, κατά τη διευρυμένη ανάπτυξή του στους κόλπους του «εθνικού» σχηματισμού, δηλαδή κατά την σύνθετη εσωτερίκευσή του στην εσωτερική αστική τάξη που υφίσταται την κυριαρχία του» 6. Το εθνικό κράτος παρεμβαίνει έτσι, με βάση τον ρόλο που έχει να οργανώσει την ηγεμονία, σε ένα «εσωτερικό» πεδίο το οποίο διαπερνάται από τις ενδοιμπεριαλιστικές αντιθέσεις ενώ οι αντιθέσεις ανάμεσα στις κυρίαρχες μερίδες εντός του κοινωνικού σχηματισμού είναι ήδη διεθνοποιημένες. Τούτων δεδομένων, παρότι οι αγώνες των λαϊκών τάξεων αναπτύσσονται περισσότερο από ποτέ σ’ ένα παγκοσμιοποιημένο φόντο και παρότι η εγκαθίδρυση παγκόσμιων παραγωγικών σχέσεων και η κοινωνικοποίηση της εργασίας ενισχύουν αντικειμενικά τη διεθνή αλληλεγγύη των εργαζομένων, η εθνική μορφή υπερισχύει στον αγώνα τους, ο οποίος είναι ως προς την ουσία του διεθνής.

Άλλοι, αρμοδιότεροι, μπορούν να προχωρήσουν στην αναλυτική προσέγγιση των σχέσεων μεταξύ διεθνικών θεσμών και εθνικών κρατών στη σημερινή μορφή του ιμπεριαλισμού, των ενδοιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και της ιδιαίτερης θέσης κάθε εθνικού κράτους στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Παρότι εθνικά κράτη, όπως η Ελλάδα, εκχωρούν ή αναγκάζονται να εκχωρήσουν μέρος της αυτονομίας τους, δεν παύουν ν’ αποτελούν τμήματα μιας αλυσίδας που αναπαράγει, μέσα από συγκρούσεις και αντιφάσεις, το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Η υπεροχή διεθνικών θεσμών επί των εθνικών αφορούν πρωτίστως την απώλεια της λαϊκής κυριαρχίας, η οποία έχει ως μοναδικό πεδίο έκφρασης το εθνικό κράτος, στο οποίο αναπτύσσεται η ταξική πάλη. Αυτό σήμερα αποτελεί μείζον πρόβλημα για την αποτελεσματικότητα της ταξικής πάλης. Παρ’ όλ’ αυτά, μια επικαιροποιημένη εμβάθυνση στη σχέση εθνικού - διεθνικού θα αναδείκνυε τις νέες αντιφάσεις αλλά και τις δουλείες που δημιουργούνται για την πολιτική ανατροπή σε κάθε εθνικό κράτος.



Β. Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΔΡΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ



Β1. Στη θεωρητική αυτή ανάλυση του σύγχρονου κράτους - της αυταρχικής συναινετικής δημοκρατίας - βασίζει ο Πουλαντζάς την (επαναστατική) στρατηγική του δημοκρατικού δρόμου για τον σοσιαλισμό.

Το σημερινό κράτος δεν μπορεί να καταληφθεί, όπως ένα κάστρο, με εισβολή από τα έξω, με έφοδο- πόλεμο κινήσεων (Λένιν) ή περικύκλωση - πόλεμο θέσεων (Γκράμσι), δηλαδή με μια μετωπική στρατηγική του τύπου διπλής εξουσίας. Αλλά, ταυτόχρονα, ο Πουλαντζάς μας θυμίζει ότι, όπως έδειξε ο Λένιν, ο κύριος στόχος της επαναστατικής δράσης είναι η κρατική εξουσία και η αναγκαία προϋπόθεση κάθε σοσιαλιστικής επανάστασης είναι η καταστροφή του αστικού κράτους, την οποία ο ίδιος τροποποιεί, αντιπαραθέτοντας την έννοια της ριζικής ρήξης με τους μηχανισμούς του αστικού κράτους.

Η στρατηγική του δημοκρατικού δρόμου αφορά, λοιπόν, σε μια μεγάλη ανατροπή στους κρατικούς μηχανισμούς με την κατάληψη της εξουσίας από τα κόμματα και τις οργανώσεις των λαϊκών τάξεων σε μια διαδικασία ριζικού μετασχηματισμού τους. Λέει ο Πουλαντζάς : «Θα ήταν σφάλμα – ολίσθημα με σοβαρές πολιτικές συνέπειες – να συμπεράνουμε ότι η παρουσία των λαϊκών τάξεων μέσα στο κράτος σημαίνει ότι αυτές κατέχουν μέσα σ’ αυτό, ή ότι μπορούν με τον καιρό να κατακτήσουν εξουσία, δίχως τον ριζικό μετασχηματισμό του κράτους» 7. Μ’ άλλα λόγια : «Σε αντίθεση με τη ρεφορμιστική αντίληψη, δεν νομίζω πως μπορούμε να σκεφτόμαστε ότι οι κυριαρχούμενες τάξεις έχουν τη δυνατότητα να οικειοποιηθούν σταδιακά τους κρατικούς μηχανισμούς, περικυκλώνοντας τους κλάδους ή τους μηχανισμούς του κράτους, για να συγκροτήσουν μέσα τους δικούς τους προμαχώνες εξουσίας».8

Αυτή η στρατηγική για το κράτος προϋποθέτει την ταυτόχρονη λειτουργία της αντιπροσωπευτικής και της άμεσης δημοκρατίας, την ουσιαστική λαϊκή συμμετοχή και την καθοριστική πρωτοβουλία των κοινωνικών κινημάτων.



Β2. Η στρατηγική του δημοκρατικού δρόμου για τον σοσιαλισμό έχει δύο σταθερές. Η μία θεμελιώδης αρχή αφορά, όπως ήδη αναφέρθηκε, στη ρήξη με τους μηχανισμούς του κράτους και η άλλη «συνίσταται στην ταυτόχρονη στήριξη στα κοινωνικά κινήματα της βάσης, στην προώθηση φυτωρίων άμεσης δημοκρατίας, με άλλα λόγια στη στήριξη στους λαϊκούς αγώνες, που πάντα υπερβαίνουν το κράτος. Αν περιοριστούμε στο πεδίο του κράτους, ακόμα και υιοθετώντας τη λεγόμενη στρατηγική ρήξης, θα γλιστρήσουμε χωρίς να το καταλάβουμε στη σοσιαλδημοκρατία: εξαιτίας του ίδιου του βάρους της υλικής υπόστασης του κράτους, η αλλαγή του εσωτερικού στο κράτος συσχετισμού δυνάμεων δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά με τη στήριξη στους αγώνες και τα κινήματα που υπερβαίνουν το κράτος».9

Τα κοινωνικά κινήματα επέχουν, κατά κάποιο τρόπο, στη στρατηγική του δημοκρατικού δρόμου τη θέση των Σοβιέτ της δημοκρατικής κομμουνιστικής παράδοσης. Στον όρο κοινωνικά κινήματα ορισμένοι δεν συμπεριλαμβάνουν το εργατικό. Αυτή η διάκριση γίνεται, συνήθως, λόγω του τρόπου συγκρότησης των κινημάτων (ιεραρχική ή όχι δομή), πράγμα που, επίσης, είναι λάθος. Το εργατικό κίνημα περιλαμβάνει εξ’ ίσου τα συνδικάτα που δομούνται συνήθως ιεραρχικά, όσο και τα εργατικά συμβούλια, τις εργοστασιακές επιτροπές, τις εργατικές συνελεύσεις.

Ο Πουλαντζάς αναφέρεται στο φοιτητικό, οικολογικό, φεμινιστικό, αυτονομιστικό κίνημα, στις επιτροπές γειτονιάς και πολιτών αλλά και στις νέες μορφές εξέγερσης μέσα στο ίδιο το εργοστάσιο. Τα κινήματα αυτά γνώρισαν ραγδαία άνοδο τη δεκαετία του 1980 ως αποτέλεσμα και της κρίσης των κομμάτων της αριστεράς και πολλαπλασιάστηκαν στη συνέχεια σε περιεχόμενα και μαζικότητα. Από το τέλος της δεκαετίας του 1990 και κατά την πρώτη δεκαετία του 2000 διευρύνθηκαν ακόμη περισσότερο και πρωτοστάτησαν στη ρήξη με τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό. Σήμερα τα κινήματα των πλατειών αναφέρονται ευθέως σε κεντρικά πολιτικά θέματα, επιδιώκοντας την ανατροπή της ισχύος των μειοψηφιών του πλούτου υπέρ της παγκόσμιας κοινωνικής δικαιοσύνης και ευημερίας.


Β3. Ο δημοκρατικός δρόμος προϋποθέτει, επίσης, ως καθοριστικό στοιχείο, τόσο για την κατάληψη της εξουσίας όσο και για τις ριζικές ανατροπές στους κρατικούς μηχανισμούς, την ύπαρξη αριστερών κομμάτων που δεν αντιγράφουν την υλικότητα των αστικών, τα οποία σήμερα έχουν συρρικνωθεί σε εκλογικούς μηχανισμούς λόγω της κυριαρχίας της εκτελεστικής εξουσίας. Αντιθέτως, τα αριστερά κόμματα οφείλουν να δρουν προνομιακά στην κοινωνία και όχι στο κράτος και δεν μπορούν να επιτελέσουν τον ρόλο τους εάν δεν είναι μαζικά. Η σημερινή κρίση των αστικών κομμάτων μεταφράζεται στη συρρίκνωση της όποιας συμμετοχικής διαδικασίας των μελών τους, στην ενδυνάμωση των αρχηγών, των κλειστών συγκεντρωτικών επιτελείων και των τεχνοκρατών. Η κρίση αυτή επηρεάζει τα εργατικά, αριστερά και κομμουνιστικά κόμματα που κινούνται μ’ ένα τρόπο στο πεδίο του κράτους ή/και τείνουν ν’ αντιγράφουν μορφές αστικών κομμάτων, συνήθως όταν μετέχουν ή διεκδικούν να μετάσχουν στην εξουσία. Αυτή η μετατόπιση αφορά και τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος απομαζικοποιείται, συρρικνώνεται σε μια γραφειοκρατική κομματική δομή και αναφέρεται σχεδόν αποκλειστικά στους βουλευτές και το κοινοβούλιο (δομική μετακίνηση στο πεδίο του κράτους).

Τα αστικά κόμματα, υλοποιώντας σήμερα, με τη συμμετοχή τους στις κυβερνήσεις, τη σκληρότερη μεταπολεμικά ταξική πολιτική σε βάρος των λαϊκών τάξεων, έχουν απωλέσει την επαφή με τις κοινωνικές οργανώσεις ενώ η αντιπροσώπευση έχει μετατραπεί σε χειραγώγηση/αποτροπή αμφισβήτησης της αστικής εξουσίας. Για τα αριστερά, όμως, κόμματα η σχέση με τα κοινωνικά κινήματα, παραδοσιακά και νέα, είναι ταυτοτικό χαρακτηριστικό. Το κόμμα, για να θυμηθούμε πάλι τον Πουλαντζά, δεν είναι ο μαγνήτης που συγκεντρώνει τις κοινωνικές οργανώσεις, ούτε ο αποκλειστικός παραγωγός πολιτικής και ειδικότερα πολιτικής σύνθεσης. Τα μέλη των αριστερών κομμάτων δρουν στην κοινωνία, πρωτοστατούν στους κοινωνικούς αγώνες, στηρίζουν τις κοινωνικές οργανώσεις και τα κοινωνικά κινήματα, σεβόμενα και διασφαλίζοντας την αυτονομία τους από το κράτος και τα κόμματα.

Ο πολιτικός συνασπισμός για την εξουσία των λαϊκών τάξεων περιλαμβάνει όχι μόνο τα κόμματα αλλά και τα κοινωνικά κινήματα, τα οποία συνδέονται με σχέσεις διαλεκτικής έντασης με τα κόμματα αυτά.



Β4. Ο Πουλαντζάς εμμένει, πολύ σωστά, στη σημασία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας (πολιτικά κόμματα, ελευθερίες), η υποτίμηση ή κατάργηση της οποίας λειτούργησε αρνητικά και για την άμεση. Εδώ πρέπει να θυμηθούμε την αναφορά του στη Ρόζα Λούξεμπουργκ, φλογερή επαναστάτρια και υπέρμαχο της άμεσης δημοκρατίας των Σοβιέτ, η οποία υπερασπιζόταν τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, θεωρώντας ότι η κατάπνιξη της πολιτικής ζωής θα οδηγούσε και τα ίδια τα Σοβιέτ σε παράλυση. Δίχως γενικές εκλογές, απεριόριστη ελευθερία τύπου και συγκεντρώσεων, δίχως ελεύθερη διαπάλη των διαφόρων απόψεων, η ζωή σβήνει σε κάθε πολιτικό θεσμό και θριαμβεύει μόνο η γραφειοκρατία.

Η «συντριβή του κράτους» δεν σημαίνει κατάργηση των θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας αλλά ριζικό εκδημοκρατισμό τους, λέει ο Πουλαντζάς : «Όταν λέμε ότι πρέπει να υπάρχει συνάρθρωση ανάμεσα σε μορφές αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και σε μορφές άμεσης δημοκρατίας, αυτό σημαίνει προφανώς ότι δεν θέλουμε να ανανεώσουμε αλλά να ξεπεράσουμε το υπάρχον δημοκρατικό σύστημα, ότι θέλουμε να ξεπεράσουμε τον ολοκληρωτικό διαχωρισμό που υπάρχει ανάμεσα σε μια κάστα επαγγελματιών της πολιτικής και στον υπόλοιπο πληθυσμό». 10 Γνωρίζουμε, άλλωστε, ότι «για να ενδιαφερθούν οι άνθρωποι θα πρέπει να έχουν την εντύπωση ότι επηρεάζουν τις αποφάσεις που τους αφορούν και για να επηρεάζουν αυτές τις αποφάσεις θα πρέπει να σχηματίσουν μια συλλογική οντότητα, να συζητούν από κοινού, να μπορούν να πιέζουν κ.λπ. Το απομονωμένο άτομο, το άτομο έτσι όπως το αντιλαμβάνεται η αστική τάξη μπροστά στην πολιτική μηχανή, αποσύρεται στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής του». 11

Η λαϊκή αυτοοργάνωση - κοινωνικά κινήματα και βουλευόμενα κοινωνικά σώματα, αυτόνομα από το κράτος και τα κόμματα - δηλαδή η άμεση δημοκρατία, αποτελεί εγγύηση ότι η αντιπροσώπευση δεν θα εκφυλιστεί σε ανάθεση και ότι τα πολιτικά κόμματα που εκφράζουν τις λαϊκές τάξεις δεν θα καταλήξουν σε κρατικά μορφώματα, διαιωνίζοντας την κυριαρχία του κράτους που θα πρέπει να τσακίσουν (κατασταλτικοί μηχανισμοί) ή να εκδημοκρατίσουν ριζικά (έλεγχος της αντιπροσώπευσης, ουσιαστικοποίηση των τυπικών ελευθεριών, κ.λπ.).

Η τοπική αυτοδιοίκηση, όπως είχε γίνει αντιληπτή σε παλαιότερες αποφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, θα μπορούσε ν’ αποτελέσει ένα παράδειγμα συνάρθρωσης άμεσης και αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ήδη από σήμερα. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν έχει διαφανεί, με κίνδυνο τόσο τα αυτοδιοικητικά δημοτικά σχήματα όσο και οι τοπικές κοινωνικές οργανώσεις/κινήματα να αποκλειστούν από την πολιτική παρέμβαση και ο θεσμός να συρρικνωθεί στις εξουσίες των αντιπροσώπων.





ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ



1. Jessop Bob, On the originality, legacy, and actuality of Nicos Poulantzas, Studies in Political Economy 34, 1991, (σελ 75-107).

2. Νίκου Πουλαντζά, Το Κράτος, η Εξουσία, ο Σοσιαλισμός, μτφρ. Γ. Κρητικός, εκδ. Θεμέλιο, 1973, (σελ 364).

3. Νίκου Πουλαντζά, Το κράτος και η μετάβαση στο σοσιαλισμό/Συνέντευξη του Νίκου Πουλαντζά στον Ανρί Βεμπέρ, στο: Νίκος Πουλαντζάς : κείμενα/μαρξισμός, δίκαιο, κράτος, επιμ. Τζέϊμς Μάρτιν, μτφρ. Τάσος Μπέτζελος, εκδ. νήσος /Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, 2009, (σελ.443).

4. Νίκου Πουλαντζά, Οι Κοινωνικές Τάξεις στον Σύγχρονο Καπιταλισμό, μτφρ. Ν. Μηλιόπουλος, εκδ. Θεμέλιο, 1974, (σελ 120).

5. ο.π. (σελ 122).

6. Νίκου Πουλαντζά, Η διεθνοποίηση των καπιταλιστικών σχέσεων και το έθνος-κράτος στο: Νίκος Πουλαντζάς : κείμενα/ μαρξισμός, δίκαιο, κράτος, επιμ. Τζέϊμς Μάρτιν, μτφρ. Τάσος Μπέτζελος, εκδ. νήσος/Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, 2009, (σελ.326).

7. Νίκου Πουλαντζά, Το Κράτος, η Εξουσία, ο Σοσιαλισμός, μτφρ. Γ. Κρητικός, εκδ. Θεμέλιο, 1973, (σελ 204,205).

8. Νίκου Πουλαντζά, Για τον Γκράμσι, Μεταξύ Σαρτρ και Αλτουσέρ, Παρεμβάσεις, 1980, μτφρ. Τ. Καφετζής, εκδ. Πολύτυπο, (σελ. 132).

9. Αλτουσέρ, Μπαλιμπάρ, Πουλαντζάς, Εντελμάν, Συζήτηση για το Κράτος, μτφρ. Α. Χρυσικόπουλος, Δ. Ψαρράς, εκδ. Αγώνας, 1978,1979, (σελ. 65).

10. Νίκου Πουλαντζά, Το κράτος και η μετάβαση στο σοσιαλισμό/Συνέντευξη του Νίκου Πουλαντζά στον Ανρί Βεμπέρ, στο: Νίκος Πουλαντζάς : κείμενα/μαρξισμός, δίκαιο, κράτος, επιμ. Τζέϊμς Μάρτιν, μτφρ. Τάσος Μπέτζελος, εκδ. νήσος /Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, 2009, (σελ.458, 459).

11. ο.π. (σελ 458).




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου