Σταύρος Σταυρίδης |
01 Δεκεμβρίου, 2024
Στη Γυάρο, ένα ξερονήσι που έγινε τόπος εξορίας πολλές φορές στα αρχαία χρόνια, γράφτηκε και ένα κρίσιμο κομμάτι της σύγχρονης ιστορίας. Ιστορίες ανθρώπων που έζησαν σε μια σκληρή εκδικητική και απάνθρωπη τιμωρητική συνθήκη, διασταυρώθηκαν στις άξενες πλαγιές των λόφων της, στο άνυδρο τοπίο της και, αργότερα στη φυλακή που δεσπόζει στην ακτή της. Και είναι ιδιαίτερα σε τούτο το κτίριο, όπου πολλών η ζωή σπαταλήθηκε, που συμπυκνώνεται ο αχαλίνωτος ορθολογισμός ενός βάναυσου εγκλεισμού. Αχαλίνωτος ορθολογισμός πράγματι, αντίστοιχος τόσο με τη μεθοδική εξόντωση των θυμάτων του Ολοκαυτώματος όσο και με την σύγχρονη τεχνολογικά προηγμένη γενοκτονία των Παλαιστινίων. Και όπως κάθε αχαλίνωτος ορθολογισμός, τότε όπως και τώρα η βία εκδηλώνεται στον παροξυσμικό παραλογισμό της: μια φυλακή σε ένα ξερονήσι φυλακή. Πόσο παράλογο στη μεγαλοπρεπή παρουσία του είναι τούτο το κτίριο των φυλακών. Μεταφερμένο λες από τη σκοτεινή Αγγλία, τόπο καταγωγής των αρχιτεκτόνων του, αυθάδικα περιφρονεί το κυκλαδίτικο τοπίο. Ίσως όπως αυθάδικα περιφρονήθηκαν και βασανίστηκαν από τους κρατούντες εκείνοι και εκείνες που ονειρεύτηκαν έναν άλλο κόσμο πιο δίκαιο και πιο ελεύθερο και αγωνίστηκαν γι’ αυτόν. Όπως αυθάδικα και αλαζονικά τους στέρησαν τον τόπο τους, τη σχέση με τους δικούς τους, τη συνέχεια της ζωής τους. Τους έκλεψαν χώρο και χρόνο.
Όμως, στην καθημερινότητά τους οι έγκλειστοι και οι εξόριστοι όλων των περιόδων της Γυάρου δεν αποδέχτηκαν καρτερικά τη μοίρα τους. Μικρές και μεγάλες εκρήξεις απειθαρχίας που επέσυραν βαριές τιμωρίες, βασανιστήρια και κάποτε και θανάσιμους ξυλοδαρμούς, κλόνιζαν το οικοδόμημα της απόλυτης εξουσίας των «ανθρωποφυλάκων». Σημειωτόν έκαναν οι ομάδες αναγκαστικής εργασίας όταν με το ξύλο προσπαθούσαν να υποχρεώσουν τους κρατουμένους να φτάσουν στο εργοτάξιο της φυλακής για να φτιάξουν με το μόχθο τους το κτίριο του μελλοντικού εγκλεισμού τους. Με δόντια σφιγμένα υπόμεναν αυθαίρετες συμπεριφορές, άθλιο συσσίτιο, διαρκείς ελέγχους και πολλαπλές προσπάθειες να τους κάνουν να χάσουν την πίστη τους και τις ελπίδες του. Και με πείσμα έψαχναν τις στιγμές της συλλογικής αυτομόρφωσης, της υπόγειας αλληλεγγύης και της ενημέρωσης που έφτανε από τα κρυμμένα ραδιόφωνα ή τα λογοκριμένα γράμματα. Αλλά και τις στιγμές της συλλογικής αντίδρασης.
Τούτες τις μέρες, κάποιοι θέλησαν να κάνουν έναν διαγωνισμό για τη Γυάρο για να της δώσουν ένα νέο περιεχόμενο. Αρπακτικά της «αξιοποίησης» σχεδιάζουν μια μετατροπή του νησιού σε πάρκο αμνησίας και σε κόμβο κερδοφόρας παραγωγικής ενέργειας. Η μνήμη που οι πέτρες της Γυάρου πεισμωμένες ανακαλούν τούς είναι εχθρική. Μνήμη άγρια και θυμωμένη όπως κάθε μνήμη που οι ισχυροί καταπιέζουν. Μνήμη σκαλωμένη στο χώμα όπως εκείνος ο τελευταίος σωρός από πέτρες που κουβαλήθηκαν από τους κρατουμένους για να τις ρίξουν στη θάλασσα: η πιο καθαρή εκδήλωση της καταστροφικής αναγκαστικής εργασίας. Πάνω σε ένα τέτοιο σωρό να γράψουμε όλα τα ονόματα αυτών που μαρτύρησαν στο νησί. Στο ποδοπατημένο και ερειπωμένο νεκροταφείο να σημαδέψουμε για πάντα τα ονόματα εκείνων που δολοφονήθηκαν από τους βασανιστές τους ή υπέκυψαν εξαιτίας των απάνθρωπων συνθηκών. Στις διαδρομές της αγγαρείας και στα κτίσματα των όρμων να στηρίξουμε την αφήγηση μιας καθημερινότητας σκληρής όσο ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης. Και στο κτίριο των φυλακών να στεγάσουμε την αναβίωση μιας συλλογικής μνήμης που ζητά δικαίωση και ενεργοποιεί τον συλλογικό αναστοχασμό.
Τέτοιες ήταν οι ιδέες που δυο μελέτες δοκίμασαν να υλοποιήσουν πριν από 21 χρόνια στην προοπτική η Γυάρος να γίνει τόπος μνήμης και γνώσης. Η μια είχε στόχο της την αποκατάσταση του κτιρίου των φυλακών και η άλλη την ανάπτυξη ενός δικτύου διαδρομών μνήμης, ενός ιστού επισημάνσεων και μιας σεμνής αποκατάστασης του νεκροταφείου. Τούτη η δεύτερη μάλιστα ήταν καρπός της ερευνητικής δουλειάς μιας ομάδας της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ την οποία διεύθυνε η πρόωρα χαμένη καθηγήτρια και αγωνίστρια Άννυ Βρυχέα. Νεαρός λέκτορας τότε είχα την τιμή να μετέχω ως κύριος ερευνητής σε αυτή την ομάδα και να συναντηθώ με πρώην κρατούμενους και κρατούμενες που απλόχερα μοιράστηκαν μαζί μας τις αναμνήσεις τους, τις ιδέες τους για την οργάνωση ενός τόπου μνήμης, τα παράπονα και τις ελπίδες τους.
Το δικό τους παρελθόν δεν είναι η προσωπική τους ιστορία μόνο. Είναι η ιστορία του χρέους μας. Μιας οφειλής που ζωογονεί το μέλλον μας. Είναι μια υπόσχεση το παρελθόν τους. Γεμάτη όνειρα και διαψεύσεις. Μάθημα πραγματικό για το πώς φτιάχνεις με τους άλλους την ιστορία χωρίς να καμώνεσαι το κέντρο της αλλά γιατί ζεις στο κέντρο της. Οι δικές τους εμπειρίες, οι δικές τους αφηγήσεις δεν έχουν μόνο στιγμές ηρωισμού, έχουν και τις δύσκολες στιγμές της απελπισίας, τις πικρές στιγμές των αντιπαραθέσεων με συντρόφους, τις αναπολήσεις άδικων κατηγοριών και τραυματισμένων σχέσεων. Όλα είναι μέρος της ιστορίας που οφείλουμε να μελετάμε και να κρίνουμε. Πάνω απ’ όλα όμως αυτήν την ιστορία οφείλουμε να την αναλάβουμε ως δική μας. Ξανά και ξανά. Γιατί το παρελθόν ζει. Βρίσκεται σε εκκρεμότητα. Σε κάθε σκέψη, πράξη και βίωμα όλων εκείνων που και σήμερα ονειρεύονται έναν κόσμο της ανθρώπινης χειραφέτησης.