Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014

Ο Μεγάλος Δεκέμβρης του ’44 (5ο μέρος)



Ο Εργατικός Αγώνας δημοσιεύει σήμερα το 5ο μέρος της σειράς των ιστορικών δημοσιευμάτων στο Μεγάλο Δεκέμβρη με αφορμή την συμπλήρωση των 70 χρόνων από τότε. Στόχος μας είναι να δώσουμε όσο το δυνατό ολοκληρωμένα το ιστορικό γεγονός αλλά και να απαντήσουμε σε μια σειρά διαστρεβλώσεις της ιστορίας του εργατικού - λαϊκού και κομμουνιστικού κινήματος που δεν εμφανίστηκαν μόνο στο παρελθόν αλλά με διάφορους τρόπους επανέρχονται και σήμερα.

Πώς φτάσαμε στο Δεκέμβρη (Α)

Λίγες ημέρες μετά τη συμφωνία της Καζέρτας τα βρετανικά στρατεύματα άρχισαν να αποβιβάζονται στην Ελλάδα. Η αντίστροφη μέτρηση προς την απελευθέρωση της χώρας είχε ήδη αρχίσει αλλά αυτό δεν οφειλόταν σε καμία βρετανική δράση. Οφειλόταν στην δράση του ΕΛΑΣ κατά των κατακτητών και φυσικά στο γεγονός ότι ο Κόκκινος Στρατός προέλαυνε στα Βαλκάνια με αποτέλεσμα τα γερμανικά στρατεύματα να κινδυνεύουν- αν δεν υποχωρούσαν έγκαιρα- να εγκλωβιστούν στο ελληνικό έδαφος.

Στην έγκαιρη- και χωρίς απώλειες- υποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από την χώρα μας, η Μ. Βρετανία επένδυε πολλά που σχετίζονταν με τα ιμπεριαλιστικά της σχέδια για την μεταπολεμική Ευρώπη. Στο πλαίσιο αυτό, θέλοντας να επιβραδύνει την προέλαση του κόκκινου στρατού- δηλαδή να αυξήσει την αντίσταση που θα έβρισκε στο δρόμο του- δεν δίστασε να έρθει σε συμφωνία με την ίδια τη χιτλερική Γερμανία για την απρόσκοπτη αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από την Ελλάδα.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Αλμπερτ Σπέερ, υπουργού Πολεμικής Παραγωγής του Χίτλερ, «η συμφωνία αυτή πρωτοφανής μέχρι τότε, κι όπως γνωρίζω μοναδική σ' όλο το Β' Παγκόσμιο πόλεμο, αφορούσε… τουλάχιστον, την εκκένωση από τα γερμανικά στρατεύματα της Ελλάδος, χωρίς Βρετανική ενόχληση... Και πράγματι οι Άγγλοι την ετήρησαν. Τα γερμανικά πολεμικά και μεταγωγικά, έμφορτα με στρατό απ’ τα ελληνικά νησιά πέρασαν το Φθινόπωρο του 1944 ανενόχλητα μπροστά στα μάτια των Βρετανών κι ανάμεσα από βρετανικά υποβρύχια στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο...»[1]



Η δυαδική εξουσία

Τα βρετανικά στρατεύματα άρχισαν να αποβιβάζονται στην Πάτρα από τα ξημερώματα της 4ης Οκτωβρίου 1944. Πολύ γρήγορα αναπτύχθηκαν προς την Κόρινθο και κατευθύνονταν προς την Αθήνα. Στις 12 Οκτώβρη που απελευθερώθηκε η πρωτεύουσα από τους Γερμανούς, Άγγλοι αλεξιπτωτιστές κατέλαβαν το αεροδρόμιο της Ελευσίνας και στις 14 του μηνός έκαναν την εμφάνισή τους στην Αθήνα οι πρώτες λιγοστές βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις οι οποίες τις επόμενες ημέρες ενισχύθηκαν. Στις 18 Οκτωβρίου έφτασε στην ελληνική πρωτεύουσα ο Γ. Παπανδρέου- και η κυβέρνησή του- μαζί με τον Βρετανό στρατηγό Σκόμπυ. Από εκείνη τη στιγμή και μετά στην Ελλάδα υπάρχει δυαδική εξουσία η οποία τυπικά έχει θεσμοθετηθεί με την συμφωνία του Λιβάνου, την συμμετοχή ΕΑΜιτών υπουργών στην κυβέρνηση Παπανδρέου και την συμφωνία της Καζέρτας.

Ποιες ήταν οι δύο αυτές παράλληλες και ταυτόχρονες εξουσίες; Από την μία πλευρά ήταν η πραγματική λαϊκή εξουσία που στηριζόταν στην ενεργό συμμετοχή της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού και εκφραζόταν μέσα από τα όργανα του ΕΑμικού κινήματος αντίστασης: Δηλαδή το ΕΑΜ, την κυβέρνηση του Βουνού (ΠΕΕΑ), τον ΕΛΑΣ, την Λαϊκή Αυτοδιοίκηση και τη Λαϊκή Δικαιοσύνη και όλες τις υπόλοιπες λαϊκές οργανώσεις. Από την άλλη πλευρά ήταν η εξουσία της αστικής τάξης που εκφραζόταν από την κυβέρνηση Παπανδρέου. Αυτή η εξουσία δεν έχει καμία δύναμη πλην εκείνης που της έδιναν η ανοχή του ΕΑΜικού κινήματος και φυσικά τα βρετανικά στρατεύματα που είχαν εισέλθει στη χώρα.

Οι δύο αυτές εξουσίες δεν μπορούσαν να πάνε για πολύ χρόνο μαζί. Πολύ γρήγορα η μία θα έπρεπε να υποτάξει και να καταπιεί την άλλη- κάτι που άλλωστε στη συνέχεια αποδείχτηκε.

Το ζήτημα της δυαδικής εξουσίας και του ιδιαίτερου ρόλου που έπαιξαν οι Άγγλοι ώστε να γύρει η πλάστιγγά με το μέρος της αστικής τάξης το είχε περιγράψει αναλυτικά ο Ν. Ζαχαριάδης στην εισήγησή του στη 12η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ τον Ιούνιο του 1945. Έλεγε συγκεκριμένα[2]: «Οι προσπάθειες πούγιναν για να πραγματοποιηθεί η ενότητα ανάμεσα στο ΕΑΜ και στην κυβέρνηση του Καΐρου κατέληξαν στη συμφωνία του Λιβάνου. Το ΕΑΜ πήρε μέρος στην κυβέρνηση. Δημιουργούνται έτσι ουσιαστικά δυο εξουσίες. Η εξουσία του ΕΑΜ μ’ επικεφαλής την ΠΕΕΑ, που είνε η ουσιαστική κυβέρνηση, γιατί αυτή είχε τη δύναμη και την εξουσία μέσα στην Ελλάδα. Και η «εξουσία» του Καΐρου, όπου έπαιρνε μέρος και το ΕΑΜ. Η ουσιαστική της δύναμη ήταν ελάχιστη. Ύστερα μάλιστα απ’ το κίνημα του Στρατού της Μέσης Ανατολής, που είχε για αποτέλεσμα να διαλυθούν σχεδόν ολότελα οι ένοπλες δυνάμεις στο εξωτερικό.

Σύμφωνα λοιπόν μ’ αυτόν τον εσωελληνικό συσχετισμό στις δυνάμεις, το πρόβλημα της εξουσίας στην Ελλάδα είχε ουσιαστικά λυθεί, εφόσον στο παιχνίδι παίρναν μέρος μονάχα ελληνικοί παράγοντες, ελληνικές δυνάμεις. Και πραγματικά, όταν με την προέλαση του Κόκκινου Στρατού στα Βαλκάνια και με τα χτυπήματα του ΕΛΑΣ μέσα απ’ την Ελλάδα οι Γερμανοί αρχίζουν να τα μαζώνουν και να φεύγουν κυνηγημένοι, η εξουσία περνούσε ΑΥΤΟΜΑΤΑ, ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΑ, στα χέρια του ΕΑΜ. Αν αυτού μέναν τα πράγματα, το ελληνικό εσωτερικό πρόβλημα [θα] είχε λυθεί πιο γρήγορα, πιο εύκολα, πιο λαϊκά και πιο δημοκρατικά από κάθε άλλη χώρα στην Ευρώπη απ’ αυτές που λευτερώθηκαν, ΧΩΡΙΣ ΜΑΛΙΣΤΑ ΝΑΝΕ ΑΝΑΓΚΗ ΟΥΤΕ ΕΝΑΣ ΞΕΝΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΝΑ ΠΑΤΗΣΕΙ ΤΟ ΠΟΔΙ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ».



Η αστική εξουσία στηρίχθηκε στον δοσιλογισμό

Κύριος στόχος των Εγγλέζων και της ντόπιας αντίδρασης, από την πρώτη στιγμή της απελευθέρωσης, ήταν η ισχυροποίηση της εξουσίας τους, στις απελευθερωμένες περιοχές- πρωτίστως στην πρωτεύουσα και στη συνέχεια σε ολόκληρη τη χώρα. Ενδοιασμούς για το πως θα προχωρούσαν στην υλοποίηση των στόχων τους δεν είχαν. Αξιοποίησαν στο έπακρο την διάθεση του ΕΑΜικού κινήματος για ομαλές ειρηνικές εξελίξεις, αποκομίζοντας έτσι τα μέγιστα των ωφελημάτων που ήταν δυνατόν να έχουν. Ταυτόχρονα έκαναν ότι μπορούσαν για να μην προχωρήσει η εκκαθάριση της χώρας, και του κρατικού μηχανισμού από τους δωσίλογους, τους συνεργάτες των Γερμανών και τις ακροδεξιές- φασιστικές οργανώσεις. Διατήρησαν δηλαδή όσο μπορούσαν ανέπαφο το κράτος των κουΐσλιγκς ως βάση και στήριγμα της εξουσίας τους γνωρίζοντας πολύ καλά ότι οι γερμανοντυμένοι, οι προδότες, οι φασίστες και οι κάθε λογής δωσίλογοι ήταν ο μόνος- και ταυτόχρονα ο αναγκαίος γι’ αυτούς- σύμμαχος ενάντια στο δημοκρατικό λαό, στο ΕΑΜ και το ΚΚΕ. Υπάρχει πλήθος ιστορικών στοιχείων που επιβεβαιώνει πως έτσι είχαν τα πράγματα. Θα σταθούμε μόνο σε μία μαρτυρία.                            

Ο στρατηγός Θρ. Τσακαλώτος, υπήρξε τότε διοικητής της περιβόητης Ορεινής Ταξιαρχίας και στη συνέχεια πρωταγωνίστησε στον εμφύλιο πόλεμο 1946- 1949 ως ηγετικό στρατιωτικό στέλεχος στον κυβερνητικό στρατό. Αναφερόμενος στην περίοδο μετά την απελευθέρωση και συγκεκριμένα στην πραγματική αποστολή της στρατιωτικής διοίκησης Αττικής υπό τον στρατηγό Σπηλιοτώπουλο, λέει στα απομνημονεύματά του[3]: «Πρώται ενέργειαι της Στρατιωτικής διοικήσεως ήσαν η οργάνωσις Επιτελείου, ο εξοπλισμός και στρατιωτική οργάνωσις των Εθνικών Ομάδων, η σύνταξις ενός σχεδίου ενεργείας προβλέποντος την διατήρησιν της περιοχής των Αθηνών». Και συνεχίζει ο στρατηγός Τσακαλώτος[4]: «Αι απόρρητοι διαταγαί της Κυβερνήσεως είναι κατηγορηματικαί: Καμμία εμπιστοσύνη εις τον ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ και καμμία συνεργασία δια την τήρηση της τάξεως. Ατυχώς, μερικοί ανώτεροι αξιωματικοί δεν πειθαρχούν έχοντες την γνώμην, ότι εφ' όσον 5 υπουργοί του ΕΑΜ συμμετέχουν εις την Κυβέρνησιν, πρέπει η τάξις να τηρηθή και δια των Μονάδων αυτού. Η τοιαύτη αντίληψις αποκρούεται με αγανάκτησιν και λαμβανονται κυρώσεις εναντίον των. Δια τον συντονισμόν των ενεργειών, φθάνει ο Βρεταννός συνταγματάρχης Σέπερτ, ως σύνδεσμος του Σκόμπυ μετά του Στρατιωτικού Διοικήτου] (σ.σ. του Σπηλιωτόπουλου δηλαδή). Συνεργάζονται αρμονικώτατα και προσφέρουν εξαιρετικάς υπηρεσίας δια την επιτυχίαν του αγώνος της απελευθερώσεως. Δυστυχώς, με το αίμα του, κατά τον Δεκέμβριον, οπότε φονεύεται, επισφραγίζει την αγάπη του προς την Ελλάδα. Τα Τάγματα Ασφαλείας ευρίσκονται εις δυσχερεστάτην θέσιν, διότι έχουσι αποκηρηχθή υπό της Κυβερνήσεως ως προδοτικά. Καταλλήλως, όμως, ο Στρατιωτικός Διοικητής τα ειδοποιεί να συνεχίσωσι τας υπηρεσίας των με την δήλωσιν- ουχί ακρίβή- ότι θα τύχωσι συγνώμης. Χρειάζονται αυτά ως αντίπαλοι κατά του ΕΑΜ, το οποίο επιμόνως ζητεί την διάλυσίν των».



Τι ήθελαν οι βρετανοί στην Ελλάδα

Η απαρχή των Δεκεμβριανών που ήταν το ματοκύλισμα της ειρηνικής πορείας του λαού στις 3/12/1944, συνήθως θεωρείται και η αιτία τους. Η αιτία των Δεκεμβριανών φυσικά δεν βρίσκεται στο γεγονός ότι ματοκυλίστηκε η ειρηνική διαδήλωση του λαού, όσο κι αν αυτό οδήγησε στο έπακρο τη λαϊκή οργή. Η αιτία βρίσκεται στο ότι ο ελληνικός λαός πριν καλά- καλά προλάβει να συνειδητοποιήσει ότι ελευθερώθηκε από τους ναζί ξαναϋποδουλώθηκε στους Εγγλέζους. Οι Άγγλοι μπήκαν στην Ελλάδα σαν κατακτητές κι έτσι συμπεριφέρθηκαν από την πρώτη στιγμή με κύριο στόχο να επιβάλουν την εξουσία της αρεσκείας τους έστω κι αν αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να πνίξουν τη χώρα στο αίμα.

Όπως αποδεικνύεται από τα ιστορικά στοιχεία που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, η Μεγάλη Βρετανία- που τότε ήταν η ηγέτιδα δύναμη του καπιταλιστικού κόσμου- είχε πλήρη συναίσθηση της κατάστασης που διαμορφωνόταν, του γεγονότος δηλαδή ότι τα τεράστια λαϊκά κινήματα αντίστασης στην Ευρώπη και στα Βαλκάνια, στα οποία πρωταγωνιστούσαν τα Κομμουνιστικά Κόμματα, αποτελούσαν την μέγιστη απειλή για τον μεταπολεμικό καπιταλιστικό κόσμο της γηραιάς ηπείρου. Ειδικότερα για τα Βαλκάνια, ο στρατάρχης Σμάτς (Πρωθυπουργός της Νοτίου Αφρικής από το 1939 έως το 1948) έγραφε στον Τσόρτσιλ τον Αύγουστο του 1943: «...Φοβούμαι ότι, υπό τας συνθήκας αναβρασμού της κοινής γνώμης, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες βαλκανικές χώρες, θα επακολουθήσει χάος μετά από τη συμμαχική κατοχή, εκτός εάν μια δυνατή πυγμή συγκρατήση επί τόπου τα πράγματα. Εάν αφεθή απεριόριστος ελευθερία στους λαούς αυτούς, ενδέχεται να έχουμε ένα κύμα ταραχών και ευρείας κλίμακος επιβολήν του κομμουνισμού, επί όλων των περιοχών αυτών της Ευρώπης.»[5].

Πολύ γρήγορα αποδείχτηκε πως ήταν αδύνατη η συγκρότηση μιας βρετανικής δύναμης πυγμής που θα συγκρατούσε επιτόπου τα πράγματα σε όλη τη βαλκανική χερσόνησο. Κάτι τέτοιο όμως ήταν δυνατό για την ελληνική περίπτωση. Οι υποχωρήσεις του ΕΑΜικού κινήματος που έδιναν στη Μεγάλη Βρετανία τον πρώτο λόγο στα στρατιωτικά ζητήματα πολέμου στη χώρα μας καθώς και το γεγονός ότι ο Κόκκινος Στρατός δεν περνούσε- στην προέλασή του προς το Βερολίνο- από ελληνικά εδάφη αποτελούσαν το μίνιμουμ των προϋποθέσεων ώστε να επιχειρήσουν οι Εγγλέζοι τον έλεγχο πάνω στο ελληνικό εσωτερικό ζήτημα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως αμέσως μετά το Συνέδριο του Λιβάνου άρχισαν να καταστρώνονται στρατιωτικά σχέδια ώστε να μην προλάβει το ΕΑΜικό κίνημα και ο ΕΛΑΣ να πάρουν- και τυπικά γιατί ουσιαστικά την είχαν- στα χέρια τους την εξουσία στη χώρα. Ένα τέτοιο σχέδιο- με ημερομηνία 18 Ιουλίου 1944- που ήρθε πρόσφατα στην δημοσιότητα είναι του συνταγματάρχη του βρετανικού στρατού JohnMeliorStevens κι έχει τον τίτλο «Σχέδιο- Πρόταση για την πρόσληψη της κατάληψης της εξουσίας στην Ελλάδα από το ΕΑΜ- ΕΛΑΣ κατά τον τερματισμό της κατοχής του Άξονα»[6]. Στα συμπεράσματα του σχεδίου αναφέρονται τα εξής ενδιαφέροντα[7]:

«Το σχέδιο αυτό εξαρτάται από τρεις ζωτικούς παράγοντες: 1. ότι πρέπει να υπάρξει άμεση ειδοποίηση για την κατάρρευση των Γερμανών ή την αποχώρησή τους από την Ελλάδα. 2. ότι οι βρετανικές και ελληνικές δυνάμεις θα είναι έτοιμες, ώστε να φθάσουν στην Ελλάδα αμέσως. 3. ότι τα γερμανικά στρατεύματα θα απομακρυνθούν το συντομότερο δυνατόν, με βάση μέτρα που θα έχουν ληφθεί από τους Βρετανούς».

Πέραν των άλλων, τα σημεία 1 και 3 των συμπερασμάτων του σχεδίου δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν χωρίς να έχει επέλθει μια συμφωνία ανάμεσα στην Μεγάλη Βρετανία και στην Γερμανία ώστε οι βρετανοί να έχουν άμεση και έγκαιρη ειδοποίηση για την αποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων κατοχής από την Ελλάδα και να φροντίσουν ώστε αυτό να γίνει γρήγορα και με βρετανική στρατιωτική κάλυψη, όπως σαφέστατα υπονοεί στο σημείο 3 ο συντάκτης του σχεδίου συνταγματάρχης JohnMeliorStevens. Τέτοια συμφωνία είχε επέλθει, όπως μετά από χρόνια αποκάλυψε ο υπουργός του Χίτλερ, Αλμπερτ Σπέερ κι όπως αποδεικνύει η εξέλιξή των πραγμάτων τόσο με την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από τη χώρα όσο και με τα όσα επακολούθησαν.

Στο πλαίσιο όλων αυτών των προετοιμασιών ο ίδιος ο Τσόρτσιλ, στις 29/8/1944, με τηλεγράφημα του προς τον υπουργό του επί των Εξωτερικών Άντονι Ήντεν χαρακτήριζε ως εξής την Αγγλική απόβαση στη χώρα μας[8]: «...Είναι εξαιρετικά σημαντικό να χτυπήσουμε απροειδοποίητα, χωρίς να προηγηθεί καμιά φανερή κρίση. Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να προκαταλάβουμε το ΕΑΜ...».

Επίσης με άλλο τηλεγράφημά του στον Ήντεν, αυτή τη φορά στις 7/11/1944, ο βρετανός πρωθυπουργός ανάμεσα στα άλλα σημείωνε[9]: «Περιμένω ανοικτή σύγκρουση με το ΕΑΜ και δεν πρέπει να τη φοβόμαστε, υπό την προϋπόθεση ότι έχουμε διαλέξει με προσοχή το έδαφος».

Αλλά και η αστική τάξη δεν σκεφτόταν διαφορετικά, κάτι που αποδεικνύεται από τον τρόπο με τον οποίο σκέφτονταν και δρούσαν οι πολιτικοί της εκπρόσωποι. Ο Γ. Παπανδρέου, από τον Ιούλιο του 1943, σε μια έκθεση του προς το στρατηγείο της Μ. Ανατολής, την Ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου και τη Βρετανική κυβέρνηση έλεγε ότι "η ταυτότης των συμφερόντων της Αγγλίας και της Ελλάδος δια πρώτην φοράν εις την ιστορίαν των είναι απόλυτος"[10]. Επίσης, στις 13/7/1944, λίγες εβδομάδες μετά τη Διάσκεψη του Λιβάνου- παρόλο που υποτίθεται ότι εξέφραζε τη εθνική ενότητα ως πρωθυπουργός-, σε συνάντηση του με τον υπαρχηγό του ΕΔΕΣ Κ. Πυρομάγλου, ρωτούσε τον τελευταίο αν ο ΕΔΕΣ είναι σε θέση να διαλύσει τον ΕΛΑΣ. Η απάντηση του Πυρομάγλου δεν τον ικανοποίησε με αποτέλεσμα ο Γ. Παπανδρέου ξεκαθάρισε στον συνομιλητή του: «Τότε τον ΕΛΑΣ, θα τον διαλύσω με τους Άγγλους.

_ Προ ή μετά την απελευθέρωσιν, κύριε πρόεδρε;

_ Μετά την απελευθέρωσιν»[11].

Λίγο αργότερα, στις 22/9/1944, έντρομος μπροστά στη μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, έστελνε το εξής τηλεγράφημα στον Τσόρτσιλ. «...Ενώπιον της διαμορφωθείσης κρισίμου καταστάσεως τα πολιτικά μέσα προς αντιμετώπισίν της δεν είναι πλέον επαρκή. Μόνον η άμεσος παρουσία επιβλητικών βρετανικών δυνάμεων εις την Ελλάδα και μέχρι των τουρκικών ακτών ημπορεί να μεταβάλει την κατάστασιν»[12].



Στο επόμενο: Πως φτάσαμε στο Δεκέμβρη (Β)

  
Κείμενα – Επιμέλεια: Γιώργος Πετρόπουλος




[1] Β. Μαθιόπουλου: «Η Ελληνική Αντίσταση 1941- 1944 και οι Σύμμαχοι», εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 51- 52).
[2] Νίκος Ζαχαριάδης: «Ιστορικά διλήμματα- Ιστορικές Απαντήσεις- Άπαντα τα δημοσιευμένα 1940- 1945», εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2011, σελ. 91
[3] Θρ. Τσακαλώτου: "40 χρόνια στρατιώτης της Ελλάδος", ΑΘΗΝΑΙ 1960, τόμος Α', σελ. 576.
[4] Θρ. Τσακαλώτου, στο ίδιο, σελ. 578

[5] Κ. Πυρομάγλου: «Ο Δούρειος Ίππος», εκδόσεις Δωδώνη σελ. 189
[6] Πέτρος Στ. Μακρής- Στάικος: «Ο ‘‘Δεκέμβρης’’ του 1944- Τέσσερα άγνωστά κείμενα», εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2014, σελ. 13- 23
[7] Πέτρος Στ. Μακρής- Στάικος, στο ίδιο, σελ. 23

[8] Γιάννης Ανδρικόπουλος: «1944 Κρίσιμη Χρονιά», εκδόσεις Διογένης, Αθήνα 1974, τόμος Β', σελ. 68

[9] Γιάννης Ανδρικόπουλος, στο ίδιο, σελ. 201

[10] Γ. Παπανδρέου: «Η Απελευθέρωσις της Ελλάδος», Τρίτη έκδοση, εκδόσεις «Ελληνική Εκδοτική Εταιρεία Α.Ε.», Αθήνα 1948, σελ. 13

[11] Κ. Πυρομάγλου:«Η Εθνική Αντίστασις», Αθήνα 1947, σελ. 122

[12] Γ. Παπανδρέου: «Η Απελευθέρωσις της Ελλάδος», εκδόσεις «ΑΛΦΑ» Ι. ΣΚΑΖΙΚΗ, Αθήνα1945, σελ. 131

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου