«Η σκέψη πίσω από την Πολιτιστική Επανάσταση του Μάο, ότι πρέπει συνεχώς να αμφισβητούμε τις δομές και τη νομενκλατούρα, είναι μια σημαντική σκέψη»
Αλέξης Τσίπρας (συνέντευξη στους Schooligans, 23/4/2008)
Πενήντα χρόνια μετά το ξέσπασμά της παραμένει το πιο αινιγματικό γεγονός του εικοστού αιώνα, μια πραγματική διανοητική πρόκληση για τον ιστορικό που καλείται να το αποκρυπτογραφήσει.
Ο λόγος για την κινεζική «Μεγάλη Πολιτιστική Προλεταριακή Επανάσταση» (ΜΠΠΕ), το μοναδικό φαινόμενο κινητοποίησης των λαϊκών μαζών ενάντια στις δομές και τα στελέχη ενός κομμουνιστικού κόμματος που βρισκόταν στην εξουσία από μερίδα της ίδιας της ηγεσίας του, με στόχο την καταπολέμηση των «καπιταλιστικών τάσεων» και την ολοκλήρωση του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού.
Αγρίως συκοφαντημένο μετά τον θάνατο του Μάο (9/9/1976), την επικράτηση των εσωκομματικών αντιπάλων του (1978) και τη συνακόλουθη μετάβαση της Κίνας στον σημερινό άγριο καπιταλισμό, το ιδιότυπο αυτό εγχείρημα ταυτίζεται στον δημόσιο λόγο κυρίως με τις βιαιότητες που συνόδευσαν τόσο τη γέννηση όσο και την καταστολή του.
Η προσέγγιση αυτή διευκολύνεται από την τάση να εκλαμβάνεται ως ΜΠΠΕ όλη η δεκαετία 1966-1976, παραγνωρίζοντας το γεγονός πως η φάση της αυθεντικής μαζικής κινητοποίησης τερματίστηκε ουσιαστικά το 1968, με άγρια μάλιστα καταστολή των αντιφρονούντων.
Βάσει μιας άκρως προβληματικής συλλογιστικής, οι εκατόμβες αυτής της πρώτης παλινόρθωσης καταχωρίζονται έτσι σαν «θύματα της Πολιτιστικής Επανάστασης».
Ο τελικός απολογισμός περιπλέκεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι το 1967-68 οι αντιπαραθέσεις μεταξύ αντιμαχόμενων «μαοϊκών» οργανώσεων εξελίχθηκαν συχνά σε αιματηρές εμφύλιες συγκρούσεις, καθεμιά από τις οποίες υπάκουε σε διαφορετικές τοπικές αντιθέσεις και συσχετισμούς.
Οπως γνωρίζουμε κι από τη σοβιετική «περεστρόικα» της δεκαετίας του 1980, οι μαζικές αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό των μονοκομματικών καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» παρουσίαζαν μια ιδιομορφία: τη φαινομενική δήλωση πίστης όλων των αντιμαχόμενων πλευρών στην εκάστοτε επίσημη «γραμμή» του κόμματος-κράτους.
Για την ουσιαστική κατανόηση των εξελίξεων ο ιστορικός καλείται έτσι ν’ αποκρυπτογραφήσει τις αντίπαλες στρατηγικές που κρύβονταν πίσω από τις πανηγυρικές αυτές διακηρύξεις, αναζητώντας την πραγματική κοινωνική δυναμική (και επιδιώξεις) κάθε παράταξης.
Η παγίδα του «ολοκληρωτισμού»
Αφίσα του «Γενικού Αρχηγείου Εξεγερμένων Εργατών» της Σανγκάης καλεί το προλεταριάτο να τσακίσει τους γραφειοκράτες (Φεβρουάριος 1967). |
Η γνωστότερη ερμηνεία της ΜΠΠΕ είναι αυτή που επεξεργάστηκε, ήδη από την εποχή των γεγονότων, η δυτική σοβιετολογία με βάση τις κυρίαρχες τότε αντιλήψεις περί «κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού»: ένα παράλογο συλλογικό ξέσπασμα που υπαγορεύτηκε από την αρχομανία και δολιότητα του Μάο, που ξεσήκωσε τον λαό για ν’ απαλλαγεί από τους εσωκομματικούς αντιπάλους του.
Το αντικομμουνιστικό αυτό σχήμα επικεντρώνεται κυρίως στην «ανατολίτικη» προσωπολατρία του Μάο και τις βιαιότητες που σημειώθηκαν στη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης, αντιμετωπίζοντας τις κινητοποιημένες μάζες σαν άβουλους θύτες και ταυτόχρονα θύματα, που «παρασύρθηκαν» από μια σατανική ηγεσία.
Την αντικομμουνιστική αυτή πρόσληψη της ΜΠΠΕ διευκόλυνε επίσης η σοβιετική προπαγάνδα της εποχής, που εξίσωνε κάθε αμφισβήτηση της «σοσιαλιστικής» εξουσίας από τις λαϊκές μάζες με τον φασισμό.
Ακόμη καθοριστικότερη αποδείχθηκε ωστόσο η στάση της μεταμαοϊκής κινεζικής ηγεσίας, των ίδιων δηλαδή στελεχών που στη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης είχαν στοχοποιηθεί επειδή «πήραν τον καπιταλιστικό δρόμο».
Με απόφαση της Κ.Ε. του ΚΚΚ (27/6/1981) η ΜΠΠΕ χαρακτηρίστηκε ως αιτία για «τη σοβαρότερη οπισθοδρόμηση και τις βαρύτερες απώλειες που υπέστησαν το Κόμμα, το κράτος και ο λαός από την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας».
Το 1983 εξαπολύθηκε δικαστικό πογκρόμ εναντίον όσων κατηγορούνταν για «βιαιοπραγίες» στη διάρκειά της, η επίσημη ιστοριογραφία ανέλαβε τη σκιαγράφησή της με τα μελανότερα δυνατά χρώματα, ενώ μέχρι πρότινος απαγορευόταν ακόμη και το οικογενειακό πένθος για τους πεσόντες ερυθροφρουρούς.
Η βασικότερη αδυναμία του αφηγήματος περί «ολοκληρωτισμού», όπως έχει επανειλημμένα επισημάνει η σχετική σοβαρή ιστοριογραφία, είναι η ανικανότητά του να ερμηνεύσει τις οξύτατες μαζικές συγκρούσεις που εκδηλώθηκαν στη διάρκεια της ΜΠΠΕ στη βάση της κινέζικης κοινωνίας.
Τόσο τα απομνημονεύματα κάθε λογής συμμετασχόντων όσο και οι μελέτες της εμπλοκής επιμέρους κοινωνικών ομάδων σε αυτή καταγράφουν απεναντίας μια πλούσια γκάμα μορφών πολιτικής στράτευσης και συμμετοχής, που διαψεύδει κάθε απλοϊκό σχήμα περί «παρασυρμού» και «τυφλής υπακοής».
Οπως εύστοχα επισημαίνει ένας από τους διεισδυτικότερους μελετητές της περιόδου, ακόμη και η καθολική αναφορά στη θεοποιημένη «σκέψη του Μάο» δεν υπήρξε στην πραγματικότητα παρά ένα εργαλείο που απελευθέρωσε την έκφραση κάθε λογής κοινωνικών αντιθέσεων:
«Βασική συλλογιστική της μαζικής πολιτικής που χαρακτηρίζει την Πολιτιστική Επανάσταση ήταν πως η σκέψη του Μάο μπορούσε να κατανοηθεί απευθείας από το λαό εν γένει, δίχως διαμεσολάβηση του κόμματος. Μολονότι όλοι μιλούσαν στο όνομα του Μάο, οι αποσπασματικές ιδέες του ερμηνεύονταν ποικιλότροπα και γίνονταν αντικείμενο ιδιοποίησης για ποικίλους σκοπούς: την αιτιολόγηση διαπροσωπικών συγκρούσεων και φατριαστικών αντιπαλοτήτων, την έκφραση λαϊκών παραπόνων ή τη δικαιολόγηση επιθέσεων στις πολιτικές αρχές. Επανανοηματοδοτώντας μια μυριάδα ανταγωνισμών που υπέβοσκαν μέχρι τότε, τα τεκταινόμενα της Πολιτιστικής Επανάστασης απέκτησαν δική τους λογική και δυναμική, με τρόπους που ούτε ο ανώτατος ηγέτης ούτε κάποια πολιτικά προγράμματα μπορούσαν να ελέγξουν πλήρως ή ακόμη και να προβλέψουν» (Wu 2014, σ.51).
Πάλη ποιων τάξεων;
Τον «βομβαρδισμό των επιτελείων» διαδέχτηκε, μέσα στην ίδια χρονιά, η εξιδανίκευση της «τριπλής συμμαχίας» των μικτών «επαναστατικών επιτροπών» από στρατιωτικούς, εργάτες και κομματικά στελέχη. |
Στους αντίποδες των παραπάνω, το αντίστοιχο αφήγημα των μαοϊκών οργανώσεων και διανοουμένων της Δύσης παραμένει συνήθως καθηλωμένο σε αναλυτικά σχήματα που διατυπώθηκαν στη διάρκεια των γεγονότων.
Η Πολιτιστική Επανάσταση υπήρξε το επιστέγασμα μιας μακροχρόνιας «πάλης δύο γραμμών» στα ηγετικά κλιμάκια του ΚΚΚ, η επίθεση της «προλεταριακής γραμμής» που εξέφρασε ο Μάο και το επιτελείο της ΜΠΠΕ (που λειτούργησε ως παράλληλο καθοδηγητικό κέντρο από τον Μάιο του 1966 μέχρι τον Απρίλιο του 1969) εναντίον όσων συντρόφων τους «πήραν τον καπιταλιστικό δρόμο» και οδηγούσαν την Κίνα σ’ ένα καθεστώς παρόμοιο με την ΕΣΣΔ.
Μετά την απόκρουση διαδοχικών αντεπιθέσεων της εσωκομματικής Δεξιάς, η αριστερή γραμμή επικράτησε με την υποστήριξη του στρατού, κατέστειλε τις «υπεραριστερές» και «υπερδημοκρατικές» διαλυτικές τάσεις κι αναδιοργάνωσε το κόμμα με αποκορύφωμα το 9ο Συνέδριό του (1969), το πρώτο ύστερα από 13 ολόκληρα χρόνια.
Εν μέρει τουλάχιστον το μαοϊκό σχήμα της «πάλης δυο γραμμών» έχει δικαιωθεί από τις κατοπινές εξελίξεις –από το γεγονός, δηλαδή, πως η νικήτρια φράξια του ΚΚΚ δρομολόγησε όντως την καπιταλιστική παλινόρθωση, για την οποία προειδοποιούσαν οι αντίπαλοί της.
Αδυνατεί ωστόσο να εξηγήσει πειστικά πώς από τον προλεταριακό θρίαμβο του 1969 η χώρα πέρασε στην αντίπερα όχθη αμέσως μετά τον θάνατο του Μάο, με πρωτοβουλία μάλιστα του «επαναστατικού» στρατού που εξουδετέρωσε «πραξικοπηματικά» τους πάλαι ποτέ καθοδηγητές της ΜΠΠΕ («Συμμορία των τεσσάρων»).
Οι σοβαρότερες προσεγγίσεις δέχονται πως ο Μάο και οι συνεργάτες του ήταν αναγκασμένοι να συνδιαλλαγούν με τις «κεντρώες» τάσεις της κομματικής ηγεσίας και διάφορα τοπικά κέντρα εξουσίας, σχετικοποιώντας τον αρχικό σχεδιασμό τους·πως η «προλεταριακή γραμμή», με άλλα λόγια, κάθε άλλο παρά είχε επικρατήσει κατά τη φάση της θεσμικής αποκρυστάλλωσης της Πολιτιστικής Επανάστασης.
Ποιο υπήρξε όμως το κοινωνικό υπόστρωμα αυτού του «συμβιβασμού»;
Ενα κομβικό ζήτημα που ανέδειξε η Πολιτιστική Επανάσταση ήταν η αντιπαράθεση στις γραμμές της για τον χαρακτήρα του αντιπάλου: τα στελέχη που «πήραν τον καπιταλιστικό δρόμο» ήταν απλοί εκπρόσωποι των παλιών ιδιοκτητριών τάξεων (καπιταλιστών και γαιοκτημόνων) που καραδοκούσαν ν’ ανακτήσουν την εξουσία ή, αντίθετα, ο σκληρός πυρήνας μιας νέας άρχουσας τάξης, συλλογικής ιδιοκτήτριας των μέσων παραγωγής και αντικειμενικά εχθρικής σε κάθε σχέδιο προλεταριακής χειραφέτησης;
Το καθοδηγητικό επιτελείο της ΜΠΠΕ διακήρυσσε μέχρι τέλους το πρώτο (με κάποιες περιστασιακές αντιφάσεις), καταγγέλλοντας -και καταστέλλοντας- όσους υποστήριξαν ρητά το δεύτερο σαν «αντεπαναστάτες».
Αυτοί οι τελευταίοι δικαιώθηκαν όμως τελικά από τις εξελίξεις: η σημερινή άρχουσα τάξη του κινεζικού καπιταλισμού δεν προήλθε από τους παλιούς μεγαλοϊδιοκτήτες, αλλά από το «κόμμα των πριγκίπων» της κομματικής νομενκλατούρας.
Η πιο βασική ίσως από τις αιτίες αυτής της αδυναμίας είναι η ανάγνωση των αντιθέσεων της τότε κινεζικής κοινωνίας με βάση την επίσημη «ταξική» ορολογία του καθεστώτος· ορολογία που συχνά συσκοτίζει την πραγματικότητα, καθώς δεν αναφέρεται σε υπαρκτές κοινωνικές τάξεις, αλλά στην υπηρεσιακή ταξινόμηση της «κοινωνικής θέσης» (shengfen) των πολιτών με βάση τα δεδομένα του 1949 κι όχι του 1966.
Κάθε πολίτης ήταν καταχωρισμένος στους φακέλους της Ασφάλειας και της υπηρεσίας προσωπικού του χώρου εργασίας του με συγκεκριμένο «ταξικό» χαρακτηρισμό.
Η σχετική λίστα περιλάμβανε 40 διαφορετικές ταξινομητικές κατηγορίες, όχι μόνο κοινωνικού χαρακτήρα (εργάτης, υπάλληλος, φτωχός, μεσαίος ή πλούσιος αγρότης κ.ο.κ.), αλλά και καθαρά πολιτικού («επαναστατικό στέλεχος», «αντεπαναστάτης», «κακό στοιχείο», «στενός συγγενής μάρτυρα της επανάστασης» κ.ά.), με τις δεύτερες να λειτουργούν κατά κανόνα διορθωτικά προς τις πρώτες.
Στις περιπτώσεις περίπλοκων προσωπικών διαδρομών, η ιεράρχηση των αντιφατικών «ταξικών θέσεων» ανήκε στα καθ’ ύλην αρμόδια τοπικά στελέχη.
Σχεδιασμένο αρχικά για τη δρομολόγηση της αγροτικής μεταρρύθμισης, το γραφειοκρατικό αυτό σύστημα γρήγορα εξελίχθηκε σε μηχανισμό ελέγχου του εσωτερικού εχθρού, πραγματικού ή δυνητικού, αλλά και μονιμοποίησης των προνομίων της νέας διευθυντικής κάστας διά του αποκλεισμού ανταγωνιστικών μερίδων από τα επίλεκτα πόστα και την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Η εξέλιξη αυτή εξηγεί φαινομενικές παρενέργειες όπως η σταδιακή σκλήρυνση των σχετικών αποκλεισμών (ενώ οι παλιές ταξικές διαφορές αμβλύνονταν) ή η αυξανόμενη έμφαση σε μια «γενεαλογική» πρόσληψη των κοινωνικών τάξεων: η κατηγοριοποίηση των πολιτών εξακολούθησε να λαμβάνει υπόψη τα δεδομένα του 1949 αγνοώντας τις κατοπινές κατακλυσμιαίες μεταβολές, καθοριζόταν δε όλο και περισσότερο από την αντίστοιχη ταξινόμηση του πατέρα της οικογένειας.
Σύστημα ανελαστικό και άδικο, η αμφισβήτηση του οποίου έμελλε ν’ αποτελέσει κεντρικό διακύβευμα της επερχόμενης θύελλας.
Εξίσου κρίσιμη για την ουσιαστική κατανόηση των αντιθέσεων που ήρθαν στο φως στη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης είναι η γνώση του θεσμικού κατακερματισμού της εργατικής δύναμης που το «σοσιαλιστικό» καθεστώς είχε κληρονομήσει και αναπαράγει: διάκριση ανάμεσα στους (σχετικά προνομιούχους) μόνιμους εργάτες των κρατικών εργοστασίων και τους συμβασιούχους ή εποχικούς συναδέλφους τους· ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο, με τους αγρότες να στερούνται βασικές κατακτήσεις των μισθωτών στην παιδεία ή την κοινωνική ασφάλιση· ανάμεσα στους μαθητές των «πρότυπων» σχολείων, τέκνων της παραδοσιακής διανόησης και της νέας κομματικής ελίτ, και τους υπόλοιπους·ανάμεσα στους αποφοίτους που έβρισκαν απασχόληση στα αστικά κέντρα κι εκείνους που στέλνονταν στην ύπαιθρο, προκειμένου να εκτονωθούν οι πιέσεις στην αγορά εργασίας, κ.ο.κ.
Κομβικός γι’ αυτές τις διακρίσεις υπήρξε η θεσμός του πιστοποιητικού νόμιμης κατοικίας (hukοu), το οποίο εκδιδόταν βάσει του τόπου καταγωγής και η κατοχή του συνιστούσε απαραίτητη προϋπόθεση για την απόλαυση μιας σειράς από εργασιακά, ασφαλιστικά κ.λπ. δικαιώματα.
«Ερυθροαίματοι» και πληβείοι
Η «δημόσια κριτική» του κομματικού γραμματέα του Χαρμπίν, Ζεν Ζονγκί, από τους ερυθροφρουρούς (26/8/1966,ε πάνω) και του κομματικού υπεύθυνου της «Ημερησίας του Χεϊλονγκτζιάνγκ» από το προσωπικό της εφημερίδας (25/8/1966, κάτω). |
Ορισμένες από τις παραπάνω αντιθέσεις θα εκφραστούν εκρηκτικά ήδη από την πρώτη φάση της ΜΠΠΕ: το κίνημα των «ερυθροφρουρών», μαθητών κυρίως και φοιτητών, που το καλοκαίρι του 1966 εξαπέλυσε με την κάλυψη των αρχών ένα κύμα ασφυκτικής τρομοκρατίας κατά των «πέντε μαύρων» κατηγοριών (γαιοκτήμονες, πλούσιοι χωρικοί, κακά [=αντικοινωνικά] στοιχεία, δεξιοί, αντεπαναστάτες), για να πολυδιασπαστεί κατόπιν σε αντιμαχόμενες οργανώσεις που ξεκαθάριζαν τους λογαριασμούς τους όχι μόνο με ιδεολογικά μανιφέστα, αλλά και με υλική βία.
Με βάση αυτές τις αντιθέσεις οι οργανώσεις των ερυθροφρουρών μπορούν να ταξινομηθούν με βάση δύο διαφορετικά δίπολα.
Το πρώτο είναι η διαφορά ανάμεσα σε «αντάρτες» και «μοναρχικούς».
Οι πρώτοι εξεγείρονταν κατά των αρχών (καθηγητές, πρυτάνεις, διευθυντές, κομματικά στελέχη), καταγγέλλοντας τις διοικητικές πρακτικές ή την καταπιεστική συμπεριφορά τους.
Οι δεύτεροι κινητοποιούνταν για την υπεράσπιση των αρχών, παροχετεύοντας την «επαναστατικότητά» τους είτε σε θεατρικούς βανδαλισμούς (π.χ. εναντίον βουδιστικών ναών), συμβολικές μετονομασίες οδών και συναφείς φαιδρότητες, είτε σε βιαιοπραγίες παρακρατικού χαρακτήρα σε βάρος αποδιοπομπαίων τράγων· στην Καντόνα π.χ. ο κατάλογος όσων ανήκαν στις «πέντε μαύρες» κατηγορίες χορηγήθηκε στους ερυθροφρουρούς από την τοπική Ασφάλεια (Karnow 1990, σ.191).
Κάποια κομματικά στελέχη οργάνωσαν μάλιστα ακόμη και εικονικές διαπομπεύσεις τους, από ερυθροφρουρούς που οι ίδιοι καθοδηγούσαν (όπ.π., σ.282-3).
Σοβαρότερη υπήρξε η δεύτερη αντίθεση, που εκδηλώθηκε το φθινόπωρο του 1966 ανάμεσα σε «παλιούς» και «νέους» ερυθροφρουρούς γύρω από τη «θεωρία τής εξ αίματος καταγωγής» (xuetong lun).
Οι παλιοί, στρατολογημένοι αποκλειστικά από τις «πέντε κόκκινες» κοινωνικές κατηγορίες (εργάτες, φτωχοί αγρότες, επαναστατικά στελέχη, στρατιώτες, συγγενείς μαρτύρων της επανάστασης), πρόβαλλαν μια καταγωγική αντίληψη της επαναστατικότητας: «Ο γιος του επαναστάτη είναι ήρωας, ο γιος του αντιδραστικού είναι τσογλάνι».
Οι νέοι, που ξεσηκώθηκαν από τη διακήρυξη του Μάο πως «η εξέγερση είναι δίκαιη» και το κάλεσμά του «να βομβαρδίσουν τα επιτελεία», κατήγγειλαν αντίθετα σε όλους τους τόνους αυτή την αριστοκρατική θεώρηση· εκ των υστέρων, κάποιοι θα την εξομοιώσουν μάλιστα με τα χιτλερικά φυλετικά δόγματα (Wu 2014, σ.171).
Ο επιφανέστερος πολέμιός της, ονόματι Γιου Λουοκέ, συγγραφέας μιας δημοφιλέστατης διακήρυξης που απαιτούσε ίσα δικαιώματα για όλους τους νέους ανεξαρτήτως οικογενειακού ιστορικού (Δεκέμβριος 1966), θα εκτελεστεί ωστόσο το 1970 σαν «αντεπαναστάτης».
Για τη σύζευξη αυτών των αντιθέσεων στην πράξη, εξαιρετικά διαφωτιστικές είναι οι εργασίες σινολόγων που αναζήτησαν την υλική βάση της συγκρότησης των αντιμαχόμενων φατριών σε τοπικό επίπεδο.
Στην περίπτωση των «επίλεκτων» σχολείων της Καντόνας, βασική διαχωριστική γραμμή μεταξύ των αντίπαλων ομάδων αποτέλεσε η καταγωγή από κομματικά στελέχη ή διανοουμένους των παλιών μεσοστρωμάτων, επίδικο δε αντικείμενο η προνομιακή μελλοντική επάνδρωση του κρατικού μηχανισμού, σε μια εποχή που οι ευκαιρίες ανοδικής κινητικότητας είχαν ήδη δραματικά περιοριστεί (Chan κ.ά., 1980).
Παρόμοιες διαχωριστικές γραμμές συναντάμε στο πρότυπο λύκειο που λειτουργούσε ως παράρτημα του Πολυτεχνείου του Πεκίνου.
Γεγονός που εξηγεί και την αλλαγή ρόλων μεταξύ των εκεί «ανταρτών» και «μοναρχικών», όταν το φθινόπωρο του 1966 η αντιπαράθεση μετατοπίστηκε από την καταγγελία της διεύθυνσης στη συζήτηση περί κληρονομικότητας (Andreas 2002, σ.472-83).
Στο ίδιο το Πολυτεχνείο, αντίθετα, βάση συσπείρωσης αποτέλεσε αρχικά η αντιπαλότητα ανάμεσα στους φοιτητές λαϊκής καταγωγής από την επαρχία, που είχαν περάσει από σκληρές εισαγωγικές εξετάσεις, και τα τέκνα στελεχών που είχαν αποφοιτήσει από ειδικά σχολεία και κατηγορούνταν ότι μπήκαν στο επίλεκτο ίδρυμα «από την πίσω πόρτα».
Μετά την αποσύνθεση των «μοναρχικών», οι «αντάρτες» θα διασπαστούν πάλι τον Απρίλιο του 1967 σε ριζοσπάστες και μετριοπαθείς γύρω από το ζήτημα της αποκατάστασης των διωγμένων στελεχών.
Η νέα αντίθεση αντανακλούσε σε μεγάλο βαθμό τη μεταβατική υπόσταση των φοιτητών εργατοαγροτικής προέλευσης: άλλοι επέλεξαν στρατόπεδο με βάση τα ταξικά ανακλαστικά της καταγωγής τους, ως αντίδραση στην κοινωνική υπεροψία των προνομιούχων συναδέλφων τους, ενώ άλλοι με βάση την ταυτότητα συμφερόντων μ’ αυτούς τους τελευταίους που επέφερε η επίγνωση της μελλοντικής κοινωνικής τους θέσης (όπ.π., σ.485-508).
Εργατικά ξεσπάσματα
Περιφορά σκοτωμένων συντρόφων στο Βουχάν (15/7/1967, πάνω) και ένοπλοι ερυθροφρουροί στο Τσοντσίνγκ (9/1967, κάτω). |
Η Πολιτιστική Επανάσταση δεν περιορίστηκε όμως στις νεανικές διαμάχες των ερυθροφρουρών.
Απείρως σημαντικότερη υπήρξε η μαζική κινητοποίηση των εργατικών μαζών, στα μεγάλα ιδίως βιομηχανικά κέντρα της ανατολικής Κίνας.
Ως αποκορύφωμα αυτής της κινητοποίησης έχει καταγραφεί η ανατροπή της κομματικής και δημοτικής ηγεσίας της Σανγκάης (6/1/1967) και η συνακόλουθη βραχύβια ανακήρυξη αμεσοδημοκρατικής «Κομμούνας» (5/2/1967), που με «σύσταση» του ίδιου του Μάο παραχώρησε πολύ σύντομα τη θέση της σε μια συμβατικότερη «επαναστατική επιτροπή» (24/2/1967).
Για την αποκρυπτογράφηση των αντιμαχόμενων κινημάτων που οδήγησαν σ’ αυτές τις εξελίξεις, εξαιρετικά διαφωτιστική είναι η πρωτοπόρα μελέτη των Ελίζαμπεθ Πέρι και Λι Σουν (1996) που βασίστηκε σε συνεντεύξεις επιζώντων και πλούσιο αρχειακό υλικό.
Το στελεχικό δυναμικό του «Γενικού Αρχηγείου Εξεγερμένων Εργατών», που μ’ επικεφαλής τον Ουάνγκ Βανγκουέν (μέλος αργότερα της «συμμορίας των τεσσάρων») πήρε την τοπική εξουσία το 1967, αποτελούνταν κυρίως από νέους εργάτες, καλύτερα εκπαιδευμένους από τον μέσο όρο, αλλά κατά κάποιο τρόπο «αουτσάιντερ» του μετεπαναστατικού καθεστώτος: κάποιοι είχαν βεβαρημένο οικογενειακό φάκελο, άλλοι ήταν εσωτερικοί μετανάστες από τον Βορρά άλλοι πάλι είχαν παραγκωνιστεί λόγω τριβών με τους προϊσταμένους τους· η ΜΠΠΕ τούς άνοιξε ένα δρόμο κοινωνικής ανέλιξης, μέσα από την εκπροσώπηση της διάχυτης λαϊκής δυσφορίας.
Στην αντίπερα όχθη, οι «Κατακόκκινοι Φρουροί» –όπως αυτοονομάστηκαν οι ντόπιοι «μοναρχικοί»– συγκροτήθηκαν από προνομιούχους βιομηχανικούς εργάτες με άψογα υπηρεσιακά βιογραφικά, προστατευόμενους των μέχρι τότε διευθυντών ή το κινεζικό ισοδύναμο των σοβιετικών σταχανοβιτών.
Σε αντίθεση με τους πολυδιασπασμένους «αντάρτες», σε κάθε χώρο εργασίας εμφανίστηκε μόνο μία «κατακόκκινη» συλλογικότητα, πάντα με την πλάτη (και συχνά την υπόγεια καθοδήγηση) των διευθυντικών στελεχών.
Τα χαρακτηριστικά αυτά εξηγούν το απότομο ξεφούσκωμα της όλης (αρχικά πλειοψηφικής) κίνησης στα τέλη του 1966, μόλις φάνηκε πως οι πάτρωνές της είχαν χάσει την εύνοια της κεντρικής ηγεσίας του Πεκίνου.
Δεν επρόκειτο όμως για φερέφωνα, αλλά για ανακλαστική συσπείρωση μιας προνομιούχας μερίδας εργαζομένων: η μαζικότητα και η μαχητικότητα των «κατακόκκινων» υπήρξε σε κάθε χώρο εργασίας ευθέως ανάλογη της εκεί παρουσίας «ανταρτών».
Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ρεύμα του «οικονομισμού», όπως επικριτικά αποκλήθηκε ένα κύμα απεργιών και διαδηλώσεων που ξέσπασαν στα τέλη του 1966 με διεκδικήσεις που κάλυπταν μια ευρύτατη γκάμα, ανάλογα με την ταυτότητα των εκάστοτε ξεσηκωμένων: αυξήσεις μισθών (ύστερα από πάγωμα μιας δεκαετίας), μεταβολή εργασιακού καθεστώτος (μονιμοποίηση εποχικών ή συμβασιούχων, επιστροφή στη Σανγκάη όσων είχαν σταλεί στα χωριά, μετατροπή των ιδιωτικών ή συνεταιριστικών υπαλλήλων σε κρατικούς), αναπροσαρμογή της «επίσημης κατοικίας» (hukou) όσων κατάγονταν από την επαρχία, δικαίωμα συνδικαλισμού των εργαζομένων σε μικρές ιδιωτικές επιχειρήσεις, αλλά και πλήθος αιτημάτων για συμπληρωματικές απολαβές.
Ορισμένα απ’ αυτά, όπως ο περιορισμός του χρόνου της μαθητείας, η εξίσωση των προνοιακών παροχών συνδικαλισμένων και μη ή η μονιμοποίηση των παλιότερων εποχικών εργατών, ικανοποιήθηκαν μέσα στα αμέσως επόμενα χρόνια.
Στρατοκρατία και εκσυγχρονισμός
Συγγραφείς και καλλιτέχνες της Μαντζουρίας καθ' οδόν προς τη χειρωνακτική εργασία στα χωριά του Βουτσάνγκ (18/8/1968). |
Οπως ήδη είπαμε, η μαζική κινητοποίηση της ΜΠΠΕ δεν κράτησε πολύ.
Στην ίδια τη Σανγκάη η πάλη κατά του «οικονομισμού» συνοδεύτηκε λ.χ. από την απαγόρευση της οργάνωσης των συμβασιούχων («Κόκκινοι Αντάρτες»), ήδη από τον Φεβρουάριο του 1967.
Αντιμέτωπος με την αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού, ο Μάο εισηγείται την ίδια εποχή την ανοικοδόμηση του κρατικού μηχανισμού με βάση τριμερείς «επαναστατικές επιτροπές» από στρατιωτικούς, κομματικά στελέχη και εκπροσώπους των μαζικών οργανώσεων.
Η στροφή αυτή θα επισφραγιστεί το καλοκαίρι του 1967 καθώς οι συγκρούσεις στην ενδοχώρα παίρνουν συχνά τη μορφή ένοπλων συρράξεων, ενώ κάποιες κινήσεις ριζοσπαστικοποιούνται ακόμη περισσότερο με την ανάδυση ενός λόγου που θέτει πλέον ζήτημα «κόκκινης αστικής τάξης» –και ανατροπής της.
Η πιο γνωστή απ’ αυτές τις περιπτώσεις, η βραχύβια «Μεγάλη Προλεταριακή Συμμαχία» του Χουνάν (Shengwulian), συσπείρωση αυτοάμυνας όσων είχαν εκτεθεί το προηγούμενο διάστημα και έτρεμαν τις συνέπειες μιας επανόδου στο παλιό καθεστώς, θα γνωρίσει παγκόσμια δημοσιότητα χάρη στο ριζοσπαστικό μανιφέστο «Πού πάει η Κίνα;».
Συνταγμένο τον Δεκέμβριο του 1967 από έναν μαθητή λυκείου ονόματι Γιανγκ Σιγιουάν, το κείμενο αυτό κυκλοφόρησε αρχικά σε μερικές μόνο δεκάδες πολυγραφημένα αντίτυπα, διανεμήθηκε όμως κατόπιν εκτεταμένα από τον κρατικό μηχανισμό ως δείγμα «αντεπαναστατικού» λόγου που δεν ήταν πια ανεκτός (Wu 2014, σ.142-89).
Το φθινόπωρο του 1967 την «ειρήνευση» της υπαίθρου ανέλαβε ο στρατός, ενώ στις πόλεις η καταστολή της νεανικής αναταραχής ολοκληρώθηκε με ηπιότερα μέσα·10.000 εργάτες κατέλαβαν λ.χ. στις 27/7/1968 το Πολυτεχνείο του Πεκίνου, για να θέσουν τέρμα σ’ ένα τρίμηνο μαχών μεταξύ των εκεί φατριών.
Στις 22 Δεκεμβρίου 1968 ο Μάο θα διατάξει, τέλος, τη μαζική αποστολή εκατομμυρίων (πρώην) ερυθροφρουρών στην ύπαιθρο, προκειμένου «να διδαχθούν από τους χωρικούς».
Για ό,τι συνέβη στα χωριά στη διάρκεια της ΜΠΠΕ διαθέτουμε λιγότερες αναλύσεις κι ακόμη πιο λίγες πρωτογενείς μαρτυρίες.
Η προσοχή των ερευνητών έχει στραφεί κυρίως στις κοινότητες που έγιναν θέατρο αιματηρών εκκαθαρίσεων.
Από κάποιες επιμέρους μελέτες πληροφορούμαστε πάντως ότι κι εδώ οι διαχωριστικές γραμμές είχαν συχνά κοινωνικό χαρακτήρα.
Στην ενδοχώρα π.χ. του Χουνάν η καθεστωτική «Κόκκινη Συμμαχία» απαρτίστηκε από νομιμόφρονες ντόπιους χωρικούς, ενώ η αντίπαλη «Επαναστατική Συμμαχία» συσπείρωνε δασκάλους, τεχνίτες κι «αγροτοποιημένους νέους» από τις πόλεις (το κοινωνικό ισοδύναμο των σημερινών παράνομων μεταναστών εργατών)· για τη «συμμόρφωση» αυτών των τελευταίων το φθινόπωρο του 1967 διαπράχθηκαν μάλιστα τελετουργικές σφαγές στοχοποιημένων μελών των «πέντε μαύρων» κατηγοριών (Wu 2014, σ.164-5).
Στους αντίποδες των παραπάνω, η αυτοβιογραφική αφήγηση ενός πάλαι ποτέ χωρικού από το Τζιανσί, πανεπιστημιακού καθηγητή σήμερα στην Αυστραλία, έρχεται να υπενθυμίσει ότι για την αχανή κινεζική ύπαιθρο η ΜΠΠΕ υπήρξε συχνά μια πρωτόγνωρη εμπειρία εκσυγχρονισμού: για πρώτη φορά λειτούργησαν στα χωριά δωρεάν δημοτικά σχολεία, θεατρικές ομάδες, αθλητικές ομάδες και κινηματογράφοι·τα κορίτσια βγήκαν από την ασφυκτική οικογενειακή επιτήρηση και για πρώτη φορά κάποιοι νέοι παντρεύτηκαν από έρωτα κι όχι με βάση οικογενειακούς σχεδιασμούς των γεροντότερων (Mobo Gao 1999, σ.159-70).
Οσο για την πολιτική βία, υπήρξε εδώ εξαιρετικά περιορισμένη και πήγαζε από τις ίδιες ακριβώς παραδοσιακές δομές (π.χ. ανταγωνισμοί σογιών) που η Πολιτιστική Επανάσταση διακήρυττε πως ήθελε να εξαλείψει.
Διαβάστε
►Jean Daubier, Histoire de la Revolution Culturelle en Chine (2 τ., Παρίσι 1971, εκδ. Maspero).
Εξιστόρηση της ΜΠΠΕ από έναν Γάλλο μαοϊκό που ζούσε τότε στο Πεκίνο.
►Γουίλλιαμ Χίντον, Πολιτιστική επανάσταση στην Κίνα. Ενας σταθμός στην ιστορία(Αθήνα 1975, εκδ. Κύτταρο).
Συνοπτική επισκόπηση της ΜΠΠΕ από έναν ομοφρονούντα Αμερικανό, γνωστότερο από την ανάλυση της μετεπαναστατικής αγροτικής μεταρρύθμισης.
►Stanley Karnow, Mao and China (Ν. Υόρκη 1990, εκδ. Penguin).
Δημοσιογραφική περιγραφή της ΜΠΠΕ από τον τότε ανταποκριτή της Washington Post στο Χονγκ Κονγκ.
►Yiching Wu, The Cultural Revolution at the Margins (Κέμπριτζ-Λονδίνο 2014, εκδ. Harvard University Press).
Πρωτοποριακή μελέτη, βασισμένη στη διερεύνηση των πραγματικών ταξικών αντιθέσεων που εκδηλώθηκαν στη διάρκεια της ΜΠΠΕ. Ειδικά κεφάλαια για τις διαμάχες γύρω από τη «θεωρία της εξ αίματος καταγωγής», την Κομμούνα της Σανγκάης και τη Σενγκ-βου-λιαν του Χουνάν.
►Elizabeth Perry & Li Xun, Proletarian Power. Shanghai in the Cultural Revolution(Μπάουλντερ 1997, εκδ. Westview Press).
Κλασική μελέτη του εργατικού κινήματος στη Σανγκάη στη διάρκεια της ΜΠΠΕ. Αναλυτική διαπραγμάτευση όλων των εκδοχών («αντάρτες», «συντηρητικοί», «οικονομιστές») και των παρακλαδιών τους.
►Anita Chan, Stanley Rosen & Jonathan Unger, «Students and Class Warfare: The Social Roots of the Red Guard Conflict in Guangzhou (Canton)» (περ. Τhe China Quarterly, 83 [9.1980], σ.397-446).
Οι συγκρούσεις μεταξύ ερυθροφρουρών της Καντόνας ως αναμέτρηση για την πρόσβαση στη δημόσια απασχόληση σε συνθήκες ύφεσης.
►Joel Andreas, «Battling over political and cultural power during the Chinese Cultural revolution» (περ. Theory and Society, 31 [2002], σ.463-519.
Ανατομία των αντιμαχόμενων παρατάξεων των ερυθροφρουρών στο Πολυτεχνείο του Πεκίνου και στο προσαρτημένο σ’ αυτό «πρότυπο» λύκειο.
►Mobo Gao, Gao Village. Rural Life in Modern China (Χονολουλού 1999, εκδ. University of Hawaii Press).
Εν μέρει αυτοβιογραφική παρουσίαση της ιστορίας ενός τυπικού κινεζικού χωριού από έναν γόνο του που έκανε πανεπιστημιακή καριέρα στο εξωτερικό. Εξαιρετικά ενδιαφέρον το κεφάλαιο για την ΜΠΠΕ ως σκιαγράφηση των αντιθέσεων που εκδηλώθηκαν στο πλαίσιο του αγροτικού μικρόκοσμου αλλά και ως καταγραφή των θετικών επιπτώσεων της Πολιτιστικής Επανάστασης στη ζωή των κατοίκων.
►«Πού πάει η Κίνα» (περ. Αγώνας για την Κομμουνιστική Ανανέωση, 5 [2.1979], σ.43-49).
Το μανιφέστο του Γιανγκ Σιγκουάνγκ, που έκανε γνωστή διεθνώς γνωστή την «ακροαριστερή» Σενγκ-βου-λιάν του Χουνάν. Το ντοκουμέντο παρουσιάζεται εσφαλμένα σαν «προσυνεδριακό υλικό του 9ου Συνέδριου του Κ.Κ.Κ.».
►Everett Y. Zhang, «Grieving at Chonqing’s Red Guard Graveyard» (περ. The China Journal, 70 [2013], σ.24-47).
Η μνημονική διαχείριση των εμφύλιων συγκρούσεων της ΜΠΠΕ επί μισόν αιώνα, μέσα από τις τύχες του μοναδικού «νεκροταφείου ερυθροφρουρών» που δεν έχει ισοπεδωθεί από το μετα-μαοϊκό καθεστώς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου