Αναδημοσιεύουμε την εισήγηση στην εκδήλωση: «gentrification» και η προσαρμογή του πανεπιστημίου στις ανάγκες της αγοράς, από το http://akaeaak.wordpress.com.
Το ζήτημα του χώρου και της διαχείρισης του, αποτέλεσε στρατηγικό ζήτημα στη γέννηση και επικράτηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Οι ανάγκες χωρικής οργάνωσης της σφαίρας της παραγωγής και της κυκλοφορίας αποτυπώνονται σε υλικό επίπεδο χαρακτηρίζοντας ένα αρθρωμένο σύνολο σχέσεων εξουσίας σε πολλαπλές χωρικές κλίμακες. Οι ανάγκες αναπαραγωγής αυτών των σχέσεων για τη στρατηγική επικράτηση ενός συγκεκριμένου ταξικού συσχετισμού δυνάμεων περνάει και μέσα απ’ το χώρο. Τόσο μέσα απ΄τη διεύρυνση των δυνατοτήτων άμεσης κερδοφορίας του κεφαλαίου (real-estate, ταχύτερη οργάνωση των δικτύων παραγωγής κλπ ) όσο και μέσα απ΄τη συμβολική επικράτηση της κυρίαρχης-αστικής κουλτούρας στην καθημερινότητα του σύγχρονου ανθρώπου. Επομένως, το ζήτημα του χώρου, της διαχείρισης του αλλά και της αρχιτεκτονικής παρέμβασης δεν αποτελεί ένα ζήτημα τεχνικό που βυθίζεται στους κανόνες και τις νόρμες του ιδιαίτερου αυτού αντικειμένου, αλλά ένα ζήτημα πρωτίστως πολιτικό που η εξέτασή του αλλά και η παρέμβαση σ΄αυτό επικαθορίζεται από μια πολιτική στάση και τοποθέτηση. Ο χώρος λοιπόν είναι πολιτικός, όχι επειδή μπορούμε να τον εξετάσουμε «και έτσι» αλλά επειδή αυτή είναι η κυρίαρχη διάστασή του.
Η αρχιτεκτονική και η πολεοδομία, αλλά και η εκπαίδευση που αφορά αυτά τα γνωστικά αντικείμενα έρχονται να παίξουν συγκεκριμένο ρόλο στην αναπαραγωγή του τρόπου διαμόρφωσης του χώρου και της πόλης, κάτι που αναβαθμίζεται ακόμα περισσότερο σήμερα με τις αλλαγές στο Πανεπιστήμιο. Αν πραγματικά θέλουμε να αγγίξουμε τη ρίζα αυτών των αντιθέσεων θα πρέπει να αναλύουμε και να ερμηνεύουμε τα φαινόμενα της πόλης ξεπερνώντας έναν ακαδημαϊσμό, σε μια κατεύθυνση ανατροπής της υπάρχουσας κατάστασης.
Σε περιόδους κρίσης, η πόλη φαίνεται να αναδεικνύεται ακόμα πιο έντονα σε πεδίο κερδοφορίας του κεφαλαίου και κυριαρχίας του στα πλαίσια ενός κοινωνικού ανταγωνισμού. Παράδοση ολόκληρων τμημάτων του δημοσίου στους ιδιώτες: νέα πεδία κερδοσκοπίας, λιγότερος έλεγχος από μεριάς του λαϊκού παράγοντα, κάτω από το πρίσμα της γενικότερης διάλυσης των δικαιωμάτων του κόσμου της εργασίας. Παιδεία –Υγεία-Ασφάλιση-Πόλη [χωρίς να μιλάμε για τις στρατηγικής σημασίας εταιρίες επικοινωνιών, ύδρευσης, ηλεκτρισμού, μεταφορών (λιμάνια, ΜΜΜ, αεροδρόμια…)] παραδίδονται στα άμεσα συμφέροντα του κεφαλαίου, στις κατευθύνσεις της ελληνικής κυβέρνησης, της ΕΕ και του ΔΝΤ.
Μάλιστα, όπως αναφέρεται στο μνημόνιο, ένας από τους κεντρικούς πυλώνες , για την υπέρβαση της κρίσης, είναι αυτός του ξεπουλήματος της δημόσιας γης
- · επένδυση σε γιαλούς, θάλασσες ακόμα και στον πυθμένα
- · 10 μεγάλες επενδύσεις τον χρόνο
- · Πράσινη επιχειρηματικότητα /επιχειρηματικό πράσινο, με τη γλώσσα του Παμπούκη/Μνημονίου
Με το μνημόνιο η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ εξαπολύει σφοδρή επίθεση και στη δημόσια περιουσία, κάτι που αποτελεί και δέσμευση στη σύνοδο κορυφής της ΕΕ για την επιμήκυνση του δανείου. Πρόκειται για στρατηγική επιλογή ανάταξης της κερδοφορίας του κεφαλαίου σε συνθήκες κρίσης. Συντελείται μια βαθύτερη ποιοτικά αναδιάρθρωση, που κλιμακώνει επικίνδυνα τις σκληρές αντιλαϊκές πολιτικές των τελευταίων δύο δεκαετιών σε σχέση με τη χωρική οργάνωση των οικονομικών δραστηριοτήτων, τη λειτουργία των αστικών συγκεντρώσεων και τη διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος. Δεν είναι τυχαίο ότι η Αθήνα βρίσκεται στην «πρώτη γραμμή» της επίθεσης του κεφαλαίου. Ήδη από την περίοδο των ολυμπιακών αγώνων, η απόπειρα μετατροπής της σε ανταγωνιστική μητρόπολη και η ανάγκη ενίσχυσης της κερδοφορίας και της ανταγωνιστικότητας κυρίως του κατασκευαστικού κεφαλαίου, οδήγησε σε καταστροφικές επιλογές για τις συνθήκες ζωής των κατοίκων.
Τεράστια οδικά έργα αποψίλωσαν τις εναπομείνασες δασικές εκτάσεις και όξυναν τα προβλήματα μετακίνησης. Η αστική διάχυση ιδιαίτερα προς την περιοχή των Μεσογείων, με τη χωροθέτηση του αεροδρομίου «Ελ. Βενιζέλος» στην πεδιάδα, όξυνε τα περιβαλλοντικά και χωρικά προβλήματα του λεκανοπεδίου. Παράλληλα, στον υφιστάμενο οικιστικό ιστό, η δημιουργία νέων οδικών αξόνων ή οι προτάσεις για πεζοδρόμηση παλιών αξόνων στο κέντρο, η μετατροπή ελεύθερων χώρων σε ολυμπιακές εγκαταστάσεις και η σταδιακή «εκκαθάριση» εκτεταμένων περιοχών με τη βοήθεια της αγοράς ακινήτων και του εξευγενισμού, συνέβαλαν στην όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων και την υποβάθμιση της ζωής των κατοίκων της πόλης, σε σαφή ταξική κατεύθυνση.
Ειδικά με τον χώρο του πρώην αεροδρομίου, παράλληλα με την κατάρρευση του «οράματος» της Μεγάλης Ελλάδας, βλέπουμε ένα χώρο συνολικής έκτασης 6.000 στρεμμάτων, που θα πρόσφερε στην Αθήνα των 3,8 τμ ελεύθερου χώρου ανά κάτοικο (εκ των οποίων περίπου το 1,8 είναι πράσινο) αν γινόταν εξ’ ολοκλήρου πάρκο υψηλού πρασίνου, με απομάκρυνση των 55 χιλιομέτρων περιφράξεων, τα ξενυχτάδικα και τις λοιπές χρήσεις, κι ενοποιούταν με το παραλιακό μέτωπο, ακόμα 2 περίπου τ.μ. ανά κάτοικο. Σε ένα πάρκο υψηλής μεσογειακής βλάστησης, δάσος στο μεγαλύτερο τμήμα του δηλαδή, χωρίς έξοδα συντήρησης. Ενδεικτικά να πούμε ότι ο ευρωπαϊκός μο είναι στο 9 ίσως και 10 τ.μ, το Παρίσι, η Βιέννη, το Άμστερνταμ έχουν 25, 45, 30 τ.μ, ενώ τα αντίστοιχα πάρκα στην Ευρώπη έχουν πολλαπλάσια έκταση, που καθιστούν το πάρκο του Ελληνικού ένα μάλλον μεσαίας έκτασης πάρκο, σε ευρωπαϊκή κλίμακα.
Σήμερα, το πρώην αεροδρόμιο του ελληνικού, με τη διαδικασία του fast track, βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των «απαιτούμενων θυσιών» της πολιτικής κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ για την εξεύρεση των 50δισ. € και την κάλυψη των αναγκών ρευστότητας του ελληνικού κεφαλαίου. Βέβαια, αυτή η κατάσταση, δεν προέκυψε σήμερα, αλλά βρίσκεται εδώ και χρόνια στο επίκεντρο των κρατικών σχεδιασμών. Η διεξαγωγή των ολυμπιακών αγώνων το μετέτρεψε στην κορωνίδα της εκσυγχρονιστικής προπαγάνδας, αποτελώντας το «Δούρειο Ίππο» ώστε τόσο οι ολυμπιακές εγκαταστάσεις, όσο και συνολικά ο χώρος του πρώην αεροδρομίου – όπως και άλλοι στην Αττική – να ενταχθούν σε ένα συνολικότερο αναπτυξιακό σχέδιο με στόχο την επιχειρηματική αξιοποίηση του χώρου κυρίως με τουριστικές και εμπορικές χρήσεις αλλά και την οικοπεδοποίησή του προς όφελος του κατασκευαστικού κεφαλαίου. Σε αυτό το πλαίσιο κινήθηκε τόσο το σχέδιο αξιοποίησης του αεροδρομίου που προέκυψε από το διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό το 2007 όσο και η απόπειρα κατασκευής των «νέων αυτοκινητόδρομων» στην ευρύτερη περιοχή της νότιας Αθήνας.
Ένα ακόμα επίπεδο επίθεσης στον χώρο της πόλης, με την αναδιάρθρωση του αστικού ιστού και των σχέσεων της, αποτελούν οι διαδικασίες gentrification. Κατ’ αρχάς ας δούμε λίγο τι είναι αυτό.
Υπάρχει η άποψη που υπερασπίζεται ότι το gentrification προκαλείται λόγω της κοινωνικής-ταξικής μεταβολής της ελληνικής κοινωνίας, δηλαδή της μετατροπής των άλλοτε εργατικών-φτωχών στρωμάτων, σε μικροαστικά, λόγω του μετασχηματισμού της παραγωγικής διαδικασίας με την υπερίσχυση του τομέα των υπηρεσιών. Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, ο μικροαστός κάτοικος της Αθήνας, δεν δείχνει προτίμηση στην ομοιομορφία των προαστίων-υπνωτηρίων, ενώ αντιθέτως (κι επειδή έχουν αλλάξει τα γούστα του) δείχνει ενδιαφέρον για τα ενεργά και δυναμικά κομμάτια του αστικού ιστού που η παλιά αστική τάξη σνόμπαρε και κοίταγε να αποφύγει (πηγαίνοντας στα προάστια). Ο υποκειμενισμός σε αυτήν την περίπτωση αναγάγεται σε μείζον ζήτημα, αγνοώντας αιώνες κοινωνικής ιστορίας, βασικές αρχές πολιτικής οικονομίας, αποσιωπώντας μάλιστα πάγιες ταξικές αντιθέσεις που βρίσκουν την αποτύπωσή τους στον χώρο αλλά και την ίδια την καθημερινότητα.
Κάτι τέτοιο όμως αποκλείει από την συζήτηση, αυτό που ακόμα κι ο πιο αφελής αρχιτέκτονας-παρατηρητής θα μπορούσε να περιγράψει ως το φαινόμενο του εξευγενισμού. Ότι δηλαδή είναι μια διαδικασία κατά την οποία ανώτερα κοινωνικά στρώματα (επανα)καταλαμβάνουν το κέντρο της πόλης, διώχνοντας βίαια – (αναβαθμίζοντας το κτηριακό απόθεμα και εκδιώκοντας/εκτοπίζοντας παράλληλα τους παλαιούς κατοίκους) – φτωχά επί τω πλείστον- στρώματα. Αυτή η διαδικασία μπορεί να γίνει πιο έμμεσα και πιο σταδιακά, όταν ειδικές κοινωνικές ομάδες (στα πρότυπα εναλλακτικού lifestyle) λειτουργούν αρχικά σαν δούρειος ίππος.
Ακόμα περισσότερο όμως, αποκρύπτει μια βαθύτερη διαδικασία, βασική και οικονομικο-πολιτικής φύσης. Είναι αυτή του ρόλου που παίζει το κατασκευαστικό και real-estate κεφάλαιο, βασικός παράγοντας ανάπτυξης της πόλης, που κάνει τους αξιότιμους πολεοδόμους και αρχιτέκτονες να σιωπούν και τους κατοίκους να βωβαίνονται. Ο ρόλος αυτός μπορεί να περιγραφεί ως η διαδικασία κερδοσκοπίας πάνω στη γη μέσω της οποίας το κτηματομεσιτικό και το κατασκευαστικό κεφάλαιο προωθούν την απαξίωση περιοχών με πραγματικούς ή/και συμβολικούς όρους ώστε αγοράζοντας φτηνά, στη συνέχεια να αυξήσουν τις τιμές γης, αποσπώντας όσο το δυνατόν μεγαλύτερη υπεραξία (με τη μορφή της αυξημένης γαιοπροσόδου) από τη γη και το κτισμένο περιβάλλον. Αυτή την τελευταία εκδοχή, φαίνεται να υπερασπίζεται και η ιστορία, αν ρίξει κανείς μια ματιά σε Πλάκα, Ψυρή, Γκάζι, για να μείνουμε στην Αθήνα και να μην επεκταθούμε στην Ελλάδα, την Ευρώπη και αλλού.
Επιπλέον όμως, όπως αναδεικνύεται και ιστορικά, κάθε φορά υπάρχει ο καθοριστικός παράγοντας για τις διαδικασίες εξευγενισμού. Αυτός δεν είναι άλλος από τον ρόλο του κράτους, μια διαπίστωση που επαναφέρει την διαμάχη γύρω από το ζήτημα της πολεοδομίας, της ρύθμισης του δημόσιου χώρου και της δυνατότητας ή μη, απαλοιφής των ταξικών, κοινωνικών ή άλλων αντιθέσεων από το κράτος ή τον πολεοδόμο-σχεδιαστή /ρυθμιστή. Με λίγα λόγια, η εξουσία βρίσκεται στην άκρη του μολυβιού?
Κατ αρχάς με μια απλή παρατήρηση βλέπουμε πως οι στρατηγικές που ακολουθεί το κράτος εκτείνονται από απλές ρυθμιστικές-σχεδιαστικές παρεμβάσεις μέχρι και την εκπόνηση σχεδίων αναπλάσεων ολόκληρων περιοχών, την κατασκευή έργων ναυαρχίδων (flagship projects) με απώτερο σκοπό την αλλαγή του χαρακτήρα μιας ολόκληρης περιοχής ως και την ωμή καταστολή ολόκληρων κοινωνικών ομάδων που «χαλάνε» την επιμελώς καλλιεργούμενη εικόνα της περιοχής (επιχειρήσεις σκούπα σε μετανάστες, εκκενώσεις καταλήψεων κ.λπ.) Γίνεται σαφές οτι το κράτος μέσα από τον πολεοδομικό σχεδιασμό δεν επιτελεί μια ορθολογική και ουδέτερη διαδικασία επίλυσης των «παθογενειών» της πόλης αλλά υλοποιεί συγκεκριμένες ταξικές στρατηγικές.
Ένα ιδιαίτερο σημείο ανάλυσης αποτελεί, το επίπεδο συζήτησης που επικρατεί στον κλάδο της αρχιτεκτονικής, σε σχέση με το σύνολο και τη φύση αυτών των ζητημάτων. Η αμηχανία συζήτησης πάνω σ΄αυτά τα θέματα αγγίζει και την εκπαιδευτική διαδικασία που στη συγκυρία των τελευταίων δεκαετιών συμπίπτει με την προσπάθεια αναδιάρθρωσης του πανεπιστημίου, με κορύφωση την ποιοτική τομή που δημιουργεί ο νέος νομο-πλαίσιο της Διαμαντοπούλου. Η χρονική συγκυρία, ή ακόμα περισσότερο, η θλιβερή σύμπτωση συμφερόντων καθηγητών-επιχειρηματιών, στη δεδομένη χρονική στιγμή, με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που έχει, δεν είναι τυχαία.
Συνδετικός ιστός η κρίση, όπου για την «υπέρβασή» της, οι κοινωνικές κατακτήσεις μετατρέπονται σε εμπόρευμα. Όπως αναφέρθηκε, όταν στην περίοδο της κρίσης η στρατηγικές που αναπτύσσονται στο χώρο μπορούν να αποτελέσουν πεδίο ανάκαμψης για το κεφαλαίο, η συζήτηση γύρω από το ζήτημα των αναπλάσεων αποκτά ιδιαίτερο βάρος και σημασία, πράγμα που το αντιλαμβάνεται πρώτα απ όλους το ίδιο το κεφάλαιο. Η αλλεπάλληλες αρθρογραφίες στον τύπο που αφορούν σενάρια ανάπλασης/εξευγενισμού/πεζοδρομήσεων κλπ στοχεύουν ακριβώς στην διαμόρφωση ενός κλίματος νομιμοποίησης, αν όχι απαίτησης, αυτών των αλλαγών. Εξόφθαλμο παράδειγμα μιας τέτοιας περίπτωσης είναι οι προσπάθειες που γίνονται στην περιοχή Κεραμικού-Μεταξουργείου από την εταιρία Oliaros. Οι στυμμένες επιτροπές κατοίκων, τα καλλιτεχνικά δρώμενα, οι δημοσιεύσεις αλλά και τα ερευνητικά Πανεπιστημίων σε εξωτερικό και Ελλάδα αποτελούν μια καλοστημένη συνταγή της συγκεκριμένης εταιρείας για την προώθηση και υλοποίηση των συμφερόντων της.
Σε αυτό το σημείο έρχονται στην επιφάνεια δύο ζητήματα.
Πρώτον, τι θέση παίρνει ο κάθε φοιτητής, καθηγητής αρχιτεκτονικής ή απλός κάτοικος της πόλης όσον αφορά αυτές τις παρεμβάσεις.
Δεύτερον, ανεξαρτήτως ατομικής θέσης πάνω στο ζήτημα, τι εμπλοκή στα πλαίσια του Πανεπιστημίου, δικαιούται να έχει ένας καθηγητής της σχολής αρχιτεκτονικής.
Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα. Με βάση την παραπάνω ανάλυση γίνεται σαφές πως η θέση που υιοθετούμε εκκινά από μια πολιτική τοποθέτηση. Για μας, είναι ξεκάθαρο πως ούτε τα προβλήματα της πόλης είναι ουδέτερα, αλλά ούτε και αυτός που καλείται να τα επιλύσει. Έτσι, όταν κάποιος αντιλαμβάνεται ως προβλήματα του κέντρου τη μη οικειοποίησή του απ΄τα lifestyle ζευγάρια των προαστίων, κάποιος άλλος βλέπει τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης και καθημερινότητας των μεταναστών του Μεταξουργείου, του Αγ, Παντελεήμονα κλπ. Όταν κάποιος, περιμένει το κράτος και την oliaros να λύσει τα «προβλήματα», κάποιος άλλος πιστεύει πως ο τρόπος επίλυσής τους, περνάει πάνω απ΄όλα μέσα απ΄την ενεργητική οργάνωση και διεκδίκηση των ίδιων των κατοίκων/χρηστών, μέσα απ΄τα κινήματα πόλης, τα οποία οφείλουμε να στηρίζουμε έμπρακτα και αν είναι δυνατόν να αποτελούμε κομμάτι τους.
Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα. Όσο κι αν κάποιος διαφωνεί με την παραπάνω τοποθέτηση ή ευθυγραμμίζεται με την αστική στρατηγική για το χώρο, δε μπορεί παρακάμπτοντας συλλογικά κεκτημένα λειτουργίας του δημόσιου πανεπιστημίου να εισάγει την εξυπηρέτηση των διάφορων επιχειρηματικών συμφερόντων στην εκπαιδευτική διαδικασία. Η περίπτωση Κούρκουλα-Τσάκωνα αποτελεί τραγικό παράδειγμα ενός τέτοιου φαινομένου, όχι γιατί αποτελεί ένα μεμονωμένο περιστατικό αλλά πολύ περισσότερο γιατί αποτελεί εικόνα απ΄το μέλλον του νέου πανεπιστημίου της εποχής της κρίσης. Όταν η ανταποδοτικότητα και τα ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια λειτουργίας είναι αυτά που θα καθορίζουν τους όρους και τους ρυθμούς του φοιτητή/αυριανού εργαζόμενου, τότε αυτά τα περιστατικά θα είναι μια τυπική καθημερινότητα.
Εδώ παρατηρείται μία σύμπτωση. Η δημόσια και δωρεάν παιδεία συνεχώς αμφισβητείται ενώ παράλληλα το δικαίωμα στην πόλη από κοινωνικό δικαίωμα γίνεται όλο και περισσότερο ταξικό προνόμιο, αφιέμενο στην καταναλωτική δύναμη του καθενός. Η διάλυση των συλλογικών πρακτικών και υποκειμένων τόσο στην εκπαίδευση, όσο και στην πόλη και πόσο μάλλον στην εργασία δεν αποτελεί μια αλληλοσυσχέτιση τραβηγμένη απ΄τα μαλλιά, αλλά την αναγκαία προϋπόθεση προκειμένου στην περίοδο της κρίσης να επικρατήσει και να επεκταθεί το σύνολο των καπιταλιστικών σχέσεων. Αυτό αποτελεί μια απαισιόδοξη, παρ΄όλα αυτά πιθανή προοπτική. Η απάντηση σ΄αυτά τα ετερογενή ζητήματα σίγουρα δεν μπορεί να είναι μονοδιάστατη. Παρόλα αυτά, προϋποθέτει αφενός μια ριζοσπαστική πολιτική τοποθέτηση σε σχέση με την πόλη και το σύνολο των σχέσεων που την καθορίζουν και αφετέρου εκείνες τις συλλογικές πρακτικές που θα έρθουν σε ρήξη με τη βίαιη προσαρμογή της εκπαίδευσης, της εργασίας, της καθημερινότητας και εν τέλη της ζωής μας στις συνθήκες του νέου κοινωνικού μεσαίωνα.
Αριστερή Κίνηση Αρχιτεκτονικής ΕΑΑΚ
κατεβάστε το κείμενο σε pdf, από εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου