Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2018

Μια προσπάθεια ερμηνείας


 του Θανάση Σκαμνάκη

Η προσοχή μας έφυγε με φοβερή ταχύτητα, και με αμερικανική συνδρομή, από το μακεδονικό, τα συλλαλητήρια και το πρόσωπο που πρωταγωνίστησε, τον Μίκη Θεοδωράκη. Αλλά ένας αναστοχασμός δεν είναι μάταιος. Μήπως και εξιχνιάσω, πρωτίστως μέσα μου, το φαινόμενο. Όχι με μια ψυχολογική ερμηνεία, ούτε μια καλλιτεχνική αποτίμηση, αλλά ως πολιτική, κοινωνική και ψυχολογική μαζί. 

Πολλοί άνθρωποι ενστάλαξαν ένα βαθύ μίσος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπως τα λένε. Καθένας από τη σκοπιά του. Και καθένας με το δίκιο του.

Σε μια εποχή θρυμματισμών και ήττας είναι αναγκαίοι οι πετροβολισμοί. Δημιουργούν μια ανακούφιση, πως βρέθηκε ο ένοχος και ο στόχος.

Κάποιοι σπουδαίοι άνθρωποι της νεώτερης γενιάς ορμούν, με δημιουργική, θα έλεγα, οργή, να αποκαθηλώσουν το παρελθόν, με όλες τις παθογένειες του. Είναι η αναγκαία εκκαθάριση των λογαριασμών προκειμένου να αναδειχθεί μια νέα εποχή. Σε αυτά τα πράγματα δεν γίνονται ομαλές διαδοχές. Υπάρχουν εκρήξεις. Και αίματα.

Κι ωστόσο ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος η κατεδάφιση να αφήσει χαίνοντα ερείπια και μια θέα στο κενό.

Αν η δημιουργική ορμή δεν συνοδευτεί από αναδομήσεις και ουσιαστική πρωτοποριακή δημιουργία. Η οποία, αν υπάρξει, θα χρειαστεί να ξαναγυρίσει στα ωραία ερείπια που δημιούργησε για να ξαναπιεί από τις πηγές, στην αδιάκοπη διαλεκτική των πραγμάτων, και ιδιαίτερα της τέχνης.

Ίσως τότε να μυκτηρίσει τον εαυτό της που φέρθηκε με τόση ορμή και πιθανόν αφροσύνη απέναντι στο παρελθόν.

Κι ωστόσο δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Χρειάζεται η βεβήλωση για να αναγνωριστεί η ιερότητα. Πρέπει όμως να το ξέρουμε, να έχουμε συνείδηση και των πράξεων και των λόγων και των αναγκών. 

Μετά απ’ αυτά, νομίζω πως χρειάζεται ορισμένοι, τουλάχιστον, να μείνουν ψύχραιμοι, διατηρώντας δηλαδή την ικανότητα έκθεσης και ανάλυσης των γεγονότων και τεκμηρίωσης των απόψεων.

Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ένας ιδιοφυής άνθρωπος. Ακόμα κι αν κάποιοι, κατά τη γνώμη μου λανθασμένα (αλλά αυτό έχει δευτερεύουσα σημασία), αμφισβητούν τη μουσική, καλλιτεχνική και πολιτιστική συνεισφορά του, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί πως είναι ο άνθρωπος ο οποίος έβαλε σφραγίδα στην ελληνική ζωή, το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.

Μπορεί όμως να εκληφθεί αυτή η πορεία, έστω από μόνο η πολιτική της πλευρά, ως μια συνεπής και συνεχής διαδρομή προς τη σημερινή εικόνα; Πως έτσι ήταν πάντα;

Με άλλα λόγια, να υιοθετηθεί με άλλο τρόπο το ρέκασμα του Κασιδιάρη πως ο Μίκης ξαναγύρισε στην ΕΟΝ από την οποία είχε ξεκινήσει;

Από την άλλη, θα ήταν ύβρις, αν καταλογίζαμε μια πορεία ταυτισμένη με την Αριστερά ως αυτόματη και αυθόρμητη διαδοχή συμβάντων και ενεργειών.

Ο Μίκης δεν ήταν πάντα έτσι, η Αριστερά δεν ήταν πάντα έτσι και η σχέση του καλλιτέχνη και της Αριστεράς, του δημιουργού και του φορέα της κοινωνικής απελευθέρωσης συνολικά (όχι δηλ. του Κόμματος κάθε φορά, αλλά της απελευθερωτικης επαγγελίας με τις επιδράσεις που ασκούσε στην κοινωνία, στις διάφορες πολιτικές ομάδες της Αριστεράς, στην όλη ατμόσφαιρα κλπ). είναι μια πολύπλοκη σχέση.

Η οποία σε τελευταία ανάλυση είναι παράλληλη και πολλαπλώς εξαρτώμενη. Ας εστιάσουμε ιδιαίτερα σε αυτό το «τελευταία ανάλυση». 

Η Αριστερά είναι η αντιφατική πορεία από την αντίσταση στην απελευθέρωση και στην παράδοση, στη δύναμη και στην αδυναμία, στην έμπνευση και στην απογοήτευση. Μέχρι σήμερα.

Και ο Μίκης υπήρξε μεγεθυντικός προβολέας αυτών των βαθύτερων τάσεων, πολιτικών και συναισθηματικών, της Αριστεράς.

Μερικές φορές, ή συχνά, προπομπός των όσων πολιτικά ακολουθούσαν (Καραμανλής ή τανκς, συγκυβερνήσεις του 1989 κλπ.), καθώς οι ευαίσθητες κεραίες του συλλαμβάνανε τις αποκλίσεις πολύ πριν ωριμάσουν στο κυρίως σώμα της Αριστεράς.

Ας το θέσω αλλιώς για το σήμερα. Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι πιθανόν η εκτρωματική εκδοχή μας. Θέλω να πω, μιάς Αριστεράς που αδυνατεί να συγκροτήσει ένα πολιτικό, και συγχρόνως ηθικό και συναισθηματικό, σχέδιο, ικανό να εμπνεύσει και να διατυπώσει μια πρόταση συνένωσης. Οδηγεί έτσι τους ανθρώπους του ανέμου να χάνονται στο κενό της δεξιάς κυριαρχίας, καμιά φορά πιστεύοντας πως υπηρετούν σπουδαίες ιδέες.

Το κενό, θέλω να πω, της Αριστεράς είναι πιο βαθύ και αξιακό απ’ όσο μερικές φορές ομολογούμε στον εαυτό μας. Κι όταν έρχονται οι συγκλονιστικές στιγμές, δυσκολευόμαστε, καθώς δεν ομολογήσαμε και δεν προετοιμαστήκαμε, να τις διαχειριστούμε. 

Αυτό δεν νομιμοποιεί ή δικαιολογεί τις εκτρωματικές συμπεριφορές, όπως αυτή του συλλαλητηρίου, ωστόσο, νομίζω, πως δίνει μια εξήγηση, ή έστω προσφέρει μια πρόταση για συζήτηση. 

Από την άλλη η Αριστερά, όσο έχανε την ουσία της τόσο χρειαζόταν να μεγεθύνει τους μύθους για να διατηρεί την πίστη της. Ο μύθος ως υποκατάστατο συγκέντρωνε την προσοχή, το θαυμασμό και την προσδοκία και αντικαθιστούσε το ουσιώδες. Δεν ήταν ένα τερτίπι της ηγεσίας, ήταν μια ανάγκη. Που θα γεννιόταν ακόμα κι αν η ηγεσία δεν έκανε απολύτως τίποτα.

Ας μοιράσουμε λοιπόν και μεταξύ μας τα αναλογούντα μερίδια των ευθυνών. 

Οπότε, ο μύθος αποθεωνόταν όσο μας ικανοποιούσε, και αποθεωνόμασταν κι εμείς μαζί του, και μας έριχνε στα τάρταρα όταν μας διέψευδε. Και τότε είχαμε πιο δυνατούς λόγους να τον καταριόμαστε με όλη μας τη δύναμη. Έτσι καλύπταμε τη δική μας αδυναμία. 

Αυτά όλα, αν εξηγούν την πορεία, δεν δίνουν δικαιολογητικά, δεν αθωώνουν. Ούτε την Αριστερά, ούτε το Μίκη, τον κάθε φορά Μίκη, ούτε κανέναν. Δεν αναιρούν την προσωπική ευθύνη. Απλώς επιδιώκουν να θέσουν τα πράγματα στην ίσια τους εκδοχή. Να τα εκθέσουν ως είναι.

Πράγμα που σημαίνει πως ορίζουν τη βάση για την αναζήτηση των απαντήσεων.

Αλλά, εν τω μεταξύ, προσοχή μην, πυροβολώντας τον πιανίστα, καταστρέψουμε το πιάνο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου