Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018

Πάλη ενάντια στον Εθνικισμό και τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις

Η ανάδειξη της επανέναρξης των διαπραγματεύσεων για την ονομασία της ΠΓΔΜ σε σημείο πολιτικής αντιπαράθεσης στη συγκυρία, αποτελεί φυσικά αποπροσανατολισμό σε σχέση με τις βασικές πλευρές της κοινωνικής σύγκρουσης στην Ελλάδα και συγκεκριμένα τα προσφάτως ψηφισθέντα και τα εφαρμοζόμενα μνημονιακά μέτρα υποθήκευσης των όρων διαβίωσης των λαϊκών στρωμάτων. Δεν πρόκειται όμως, απλώς, ή μόνο, για μία προσπάθεια αποπροσανατολισμού. Η εμπλοκή μιας σειράς μηχανισμών και προσώπων με πολιτικό και κοινωνικό φορτίο (στρατός, εκκλησία, ακροδεξιά) και η σχετικά μαζική ανάδειξη μέσα από το συλλαλητήριο μίας κατεύθυνσης «εθνικής περιφρούρησης» αναδεικνύουν το βάθος του «μακεδονικού ζητήματος», ως ιστορικού σημείου συγκρότησης ιδεολογικών ταυτοτήτων στην Ελλάδα, αλλά και στην ευρύτερη Βαλκανική. Αναδεικνύουν, όμως, βασικά, ότι οι ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί παραμένουν διαχρονικά το βασικό πλαίσιο αξιοποίησης, διαμόρφωσης, όξυνσης ή και άμβλυνσης, ιστορικών εθνικών και πολιτικών αντιθέσεων. 

Πού οφείλεται η αναζωπύρωση του «μακεδονικού» στην τρέχουσα συγκυρία;

Στον πυρήνα αυτής της αναζωπύρωσης βρίσκεται η προσπάθεια επίλυσης του ζητήματος της ονομασίας από την ελληνική κυβέρνηση και την κυβέρνηση της ΠΓΔΜ υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ. Από ελληνικής πλευράς, η προσπάθεια αυτή σχετίζεται και με την διαμόρφωση ενός συγκεκριμένου συσχετισμού, όπου, οι κυρίαρχες μερίδες της ελληνικής αστικής τάξης, μετά τα πλήγματα τα οποία υπέστησαν μετά την κρίση, έχουν οδηγηθεί σε μία αναδίπλωση σε σχέση με την διείσδυσή τους στα Βαλκάνια, ενώ αναγνωρίζουν ότι είναι μικρότερα τα περιθώρια αυτονομίας ή και συνδιαμόρφωσης σε σχέση με τις ιμπεριαλιστικές στρατηγικές στην περιοχή. Ταυτόχρονα, η de facto αναγνώριση της ΠΓΔΜ μετά από μία εικοσαετία, η στροφή του ΣΥΡΙΖΑ σε μία πολιτική πλήρους υποταγής στους υπερεθνικούς ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς, το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ως νεότερος κομματικός σχηματισμός χωρίς ιστορική σχέση με τις λαϊκές εκπροσωπήσεις που οργανώνονταν από την κρατική πολιτική, θα αντιμετώπιζε μικρότερα προβλήματα από την κοινωνική του βάση σε σχέση με μία κυβέρνηση της Ν.Δ. αλλά ακόμα και του ΠΑΣΟΚ, θεωρητικά καθιστά περισσότερη εύκολη την επίλυση του ζητήματος από το σημερινό κυβερνητικό κέντρο.

Η στάση της ελληνικής κυβέρνησης συνδυάζεται ή και έπεται των εσωτερικών μεταβολών στον κρατικό σχηματισμό της ΠΓΔΜ. Την προηγούμενη περίοδο, η εθνικιστική ανάδειξη του ζητήματος της Μακεδονίας και των Μακεδόνων αποτελούσε βασικό παράγοντα συνοχής και σταθεροποίησης αυτού του κράτους. Παράλληλα, αν και η κατεύθυνση της αστικής τάξης της ΠΓΔΜ και των ηγεμονικών της μερίδων μετά τη διάλυση της ΣΟΔΓ ήταν προσανατολισμένη στον ευρωατλαντικό άξονα, με επιδίωξη την ένταξη στο ΝΑΤΟ και στη συνέχεια στην Ε.Ε., οι κυβερνήσεις Γκρούεφσκι προσανατολίστηκαν και στην οικοδόμηση σχέσεων με την Ρωσία. Στη σημερινή φάση, η επικρατούσα τάση της κυβέρνησης Ζάεφ είναι περισσότερο προσανατολισμένη στην ολοκλήρωση της ευρωατλαντικής πορείας, έχει πιο φιλοαμερικανική στρατηγική, ενώ έχει και τη στήριξη τμημάτων της αλβανικής κοινότητας. Φαίνεται ότι μέσα σε ένα πλαίσιο οικονομικών και γεωπολιτικών εξελίξεων, η αστική τάξη της ΠΓΔΜ κατανοεί ότι η ένταξη στην ομπρέλα του ΝΑΤΟ, αλλά και αργότερα η εισροή οικονομικών πόρων από την Ε.Ε. μπορούν να αντικαταστήσουν – όχι καθολικά – κατά ένα τμήμα τη λειτουργία του εθνικισμού ως ενοποιητικού παράγοντα. Η παρούσα κυβέρνηση έχει πιο συνεπή «φιλοδυτικό» προσανατολισμό, συντονιζόμενη έτσι με τις τρέχουσες επιδιώξεις των ΗΠΑ και ΕΕ στη Βαλκανική.

Ταυτόχρονα, η αναζωπύρωση των διαπραγματεύσεων σχετίζεται με τις γενικότερες ανακατατάξεις πολιτικών στρατηγικών και προτεραιοτήτων σε περιοχές της Βαλκανικής. Οι ιμπεριαλισμοί των ΗΠΑ και ΕΕ (που δεν έχουν ανοιχτά ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά στην παρούσα φάση στην περιοχή) έχουν σε ένα βαθμό επιτύχει την ενσωμάτωση των κρατών και την μέχρι ενός σημείου οριοθέτηση των συμφερόντων της Ρωσίας. Η ενσωμάτωση της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, με την συναίνεση της Ελλάδας, η οποία, στην σημερινή συγκυρία, εντάσσεται ως πιο πειθήνιος εταίρος στην Ν.Α. Ευρώπη σε σχέση με την Τουρκία του Ερντογάν, έρχεται και αυτή να παίξει το ρόλο της στην περαιτέρω ανάσχεση της επιρροής της Ρωσίας σε αυτό το τμήμα της Βαλκανικής. Οι εξελίξεις αυτές εξηγούν και την αναζωπύρωση των διαπραγματεύσεων από πλευράς της ΠΓΔΜ.

Ωστόσο, σε αντίθεση με τις απόψεις που αναδεικνύουν μόνο τα ζητήματα των συμφερόντων και των παρεμβάσεων των ιμπεριαλιστικών κέντρων, πρέπει να είναι κατανοητό ότι, παρά το καθοριστικό ρόλο που παίζουν αυτά, οι κρατικές πολιτικές των αστικών τάξεων έχουν αυτονομία και δεν αποτελούν ενεργούμενα. Έτσι, η έξαρση των εθνικισμών και οι διεθνείς συγκρούσεις έχουν την σφραγίδα των ιμπεριαλιστικών παρεμβάσεων, ωστόσο πρωτίστως καθορίζονται από την εσωτερική δυναμική κάθε κοινωνικού σχηματισμού. Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας υποστηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό από ΗΠΑ και Ε.Ε., ωστόσο αναπτύχθηκε πάνω στην διαμάχη των νεοσχηματιζόμενων εθνικών αστικών τάξεων, ιδίως της Κροατίας και της Σλοβενίας, με την σέρβικη αστική τάξη, λόγω ιστορικών ιδεολογικών αντιθέσεων, αλλά και οικονομικών και κρατικών αντιπαραθέσεων, οι οποίες δεν μπόρεσαν να αποσβεσθούν στην σύντομη ιστορία της ΣΟΔ Γιουγκοσλαβίας. Τα ιμπεριαλιστικά κράτη αξιοποίησαν αυτές τις αντιθέσεις ενισχύοντας του πόλους που ήταν περισσότερο ενσωματώσιμοι στην στρατηγική της νεοφιλελεύθερης απορύθμισης, επιδιώκοντας την αποδιάρθρωση κρατικών οντοτήτων ή και πολιτικές ανατροπές των δυνάμεων που ήταν λιγότερο συμβατές με την στρατηγική τους. Αντίστοιχα, η συζήτηση για το όνομα και τα διαφορετικά χαρακτηριστικά που πήρε την περίοδο ’92-’93 από ότι σήμερα, σχετίζονται, όπως προαναφέρθηκε, και με τις αυτοτελείς επιδιώξεις των αστικών τάξεων των δύο χωρών και την αναπροσαρμογή των στρατηγικών τους.
Το έθνος και οι εθνικές ταυτότητες – μακεδονικό ζήτημα και εθνικές συγκροτήσεις στα Βαλκάνια

Τα έθνη και οι εθνικές ταυτότητες δεν αποτελούν υπερ-ιστορικές οντότητες με συνέχεια μέσα στο χρόνο και ρίζες που χάνονται μέσα στην ιστορία. Η διαδικασία της εθνογένεσης είναι ταυτόχρονη με την ανάπτυξη του καπιταλισμού και τη διαμόρφωση των αστικών κρατών. Η συγκρότηση των εθνικών ταυτοτήτων αποτέλεσε τον παράγοντα διαμόρφωσης και συνοχής των εκάστοτε εθνικών αστικών τάξεων, αλλά και το στοιχείο νομιμοποίησης σε ευρύτερες κοινωνικές κατηγορίες των συγκρούσεών τους, είτε με τις προκαπιταλιστικές κυρίαρχες τάξεις, είτε με εθνοτικά διαφορετικές ανταγωνιστικές αστικές τάξεις. Ταυτόχρονα, η διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης συνέβαλε στην ανάπτυξη των απαραίτητων δεξιοτήτων και την επιβολή των πειθαρχιών στις νεοαναπτυσσόμενες εργατικές τάξεις. Η εθνική ταυτότητα, η διαμόρφωση και ανάδειξη του ομογενοποιημένου «εθνικού συμφέροντος», ως πεδίου απόκρυψης/συγκάλυψης των ταξικών αντιθέσεων, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη συγκρότηση της ηγεμονίας του συνασπισμού εξουσίας πάνω στα εργατικά, αγροτικά και μικροαστικά στρώματα.

Η διαδικασία εθνογένεσης στα Βαλκάνια δεν αφίσταται των αντίστοιχων που συνέβησαν στον υπόλοιπο «καπιταλιστικό κόσμο»: ανάπτυξη αστικών τάξεων στο εσωτερικό των προηγούμενων τρόπων παραγωγής, σταδιακή κατασκευή εθνικής συνείδησης αυτών των αστικών τάξεων, σε ανταγωνισμό με την οθωμανική κυριαρχία και τις άλλες αστικές τάξεις, αλλά και με παράλληλη ενσωμάτωση των λαϊκών τάξεων (προκαπιταλιστικών και καπιταλιστικών) εντός του «εθνικού κορμού», διαμέσου ιδεολογικών (πρωτίστως θρησκευτικών), αλλά, το κυριότερο, στρατιωτικών αντιπαραθέσεων. Η ιστορική αυτή περίοδος είναι σχετικά μακρά χρονικά, καταλαμβάνει σχεδόν το σύνολο του 19ου αιώνα και εκτείνεται μέχρι και πολύ πρόσφατα με την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.

Είναι σαφές ότι δεν υπάρχει ιστορική συνέχεια (βιολογική, διανοητική, πολιτιστική, παραγωγική) του ελληνικού έθνους από τα αρχαϊκά χρόνια μέχρι σήμερα, πολλώ δε μάλλον του μακεδονικού. Η μακεδονική επικράτεια, όπως προσδιορίστηκε γεωγραφικά στις διάφορες ιστορικές περιόδους, δεν ταυτίζεται με την σημερινή ελληνική περιφέρεια της Μακεδονίας. Σύμφωνα με τους περισσότερους ιστορικούς χάρτες, περίπου το 50% της προσδιορισμένης Μακεδονίας στην κλασσική εποχή και τους ελληνιστικούς χρόνους βρίσκεται εντός της επικράτειας του ελληνικού κράτους, το 40% εντός της ΠΓΔΜ και το 10% εντός της βουλγάρικης επικράτειας. Αντίστοιχα, τα μακεδονικά φύλα της αρχαιότητας δεν αποτελούσαν τμήμα των «ελλήνων», παρά μόνο σε μεταγενέστερους χρόνους και μετά την κατάκτηση ολόκληρης σχεδόν της χερσονήσου από αυτά τον 4ο αιώνα π.Χ. και τη διαμόρφωση του βασιλείου του Μ. Αλεξάνδρου και ιδίως των επιγόνων του. Μέσα σε αυτούς τους αιώνες, κατά τη διάρκεια των οποίων τα Βαλκάνια (πριν να χωριστούν σε έθνη-κράτη), κατοικήθηκαν, κατακτήθηκαν, λεηλατήθηκαν, εποικίστηκαν από δεκάδες πληθυσμούς, αποτέλεσαν επαρχίες επίσης διάφορων κρατικών σχηματισμών, ενώ παρέμειναν για χιλιετίες μέρος τριών αυτοκρατοριών (Ρωμαϊκής, Βυζαντινής, Οθωμανικής), που περιοδικά επέδειξαν σχετική ανοχή στον πλούτο των εθνοτικών/ θρησκευτικών/ γλωσσικών ομάδων που κατοίκησαν σε αυτά.

Στις περιοχές που ιστορικά αποτελούν τον διοικητικό και γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας, ήδη από την περίοδο της βυζαντινής και στη συνέχεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας, εντοπίζονται σλαβικά φύλα με διακριτή πολιτιστική ταυτότητα και γλώσσα. Η σλαβομακεδονική ταυτότητα συγκροτήθηκε – όπως και άλλες εθνικές ταυτότητες στην περιοχή των Βαλκανίων – την περίοδο της διάλυσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Μετά το τέλος των βαλκανικών πολέμων, τον διαμοιρασμό των εδαφών της Μακεδονίας μεταξύ Ελλάδας, Βουλγαρίας και Σερβίας και την διαμόρφωση των συνόρων, συντελούνται μετακινήσεις πληθυσμών, αλλά και βίαιη καταπίεση των σλαβομακεδόνικων πληθυσμών για τον εξελληνισμό, εκβουλγαρισμό ή εκσερβισμό τους. Στην Ελλάδα, η υπαρκτή σλαβομακεδονική μειονότητα (μικρά τμήματα της οποίας υπάρχουν μέχρι σήμερα) υφίσταται πολλαπλή καταπίεση με στόχο τον εξελληνισμό της. Οι ελληνικές αστικές κυβερνήσεις προπολεμικά επιχείρησαν να καταστείλουν πολιτισμικά και γλωσσικά τους σλαβομακεδονικούς πληθυσμούς της ελληνικής Μακεδονίας και να ανταγωνιστούν την βουλγάρικη αστική τάξη για τον προσεταιρισμό και την ενσωμάτωση στον εκάστοτε «εθνικό κορμό». Η μαζική συμμετοχή των πληθυσμών αυτών στους αγώνες του ΕΑΜ και του ΔΣΕ, στο βαθμό που το ΚΚΕ ήταν η μόνη δύναμη η οποία αναγνώριζε το δικαίωμά τους στον αυτοπροσδιορισμό, όξυνε περαιτέρω την καταστολή τους από τις μετεμφυλιακές κυβερνήσεις.

Η σημερινή ΠΓΔΜ αποτελείται κυρίαρχα από σλαβόφωνους μακεδόνες, συγκροτείται ως κοινωνικός σχηματισμός με ηγεμονική την σλαβομακεδονική αστική τάξη, και περιέχει σημαντικό στοιχείο εθνοτικά αλβανόφωνων. Η ιστορία και η πολιτισμική συγκρότηση του κράτους της ΠΓΔΜ στην πορεία της συγκρότησής του από την αποσύνθεση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, στον Β’ΠΠ, στη διάλυση της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας (ΣΟΔΓ) μέχρι σήμερα διαμόρφωσε τη σλαβομακεδονική ταυτότητα ως στοιχείο συνοχής και συγκρότησης, το οποίο δε μπορεί να παραγνωρίζεται, αντίθετα πρέπει να γίνεται αποδεκτό το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού τους.

Ο «αλυτρωτισμός» συνιστά μεγαλύτερο κίνδυνο από τις ιμπεριαλιστικές παρεμβάσεις και τον εθνικισμό;

Από διάφορες απόψεις (ακόμα και στο εσωτερικό της αριστεράς) που θέλουν να διατηρήσουν αποστάσεις από τoν εθνικιστικό παροξυσμό για το όνομα χωρίς όμως να έρθουν και σε συνολική ρήξη, αναδεικνύεται ως σημαντικό το ζήτημα του «σκοπιανού θεσμικού αλυτρωτισμού» και η επίλυση του «ζητήματος» αυτού ανάγεται σε πυρήνα του προβλήματος, σε αντίθεση με την αντιπαράθεση για το όνομα. Ωστόσο, η τοποθέτηση αυτή είναι παραπλανητική. Στο σύνταγμα της ΠΓΔΜ, ιδιαίτερα μετά τις αναθεωρήσεις του, υπάρχει ρητή αναφορά ότι δεν υπάρχουν εδαφικές αξιώσεις στην επικράτεια άλλων κρατών, αλλά και διακηρύσσεται η μη παρέμβαση στα κυριαρχικά δικαιώματα ή στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων κρατών. Πολύ παραπάνω, ο «ιδεολογικός αλυτρωτισμός» της ΠΓΔΜ όχι απλά δεν είναι μοναδικός, αλλά με βάση τον συσχετισμό δύναμης είναι λιγότερο επιθετικός σε σχέση με την ταύτιση, από ελληνικούς κύκλους, της Μακεδονίας με όλη την ελληνική επικράτεια και των μακεδόνων με το ελληνικό έθνος. Ιδιαίτερα στο εσωτερικό της αριστεράς πρέπει να είναι σαφές ότι η ενίσχυση της επιχειρηματολογίας περί θεσμικού αλυτρωτισμού της ΠΓΔΜ δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί στην ανάπτυξη του ελληνικού εθνικισμού.

Αν εξετάσει κανείς τα μεγέθη στο οικονομικό, πολιτικό και στρατιωτικό πεδίο της Ελλάδας και της ΠΓΔΜ, εξάγεται το συμπέρασμα ότι, ακόμα και εάν εντοπίζονται εστίες θεσμικού αλυτρωτισμού, αυτός λειτουργεί κυρίως για την συγκρότηση ενός εθνικιστικού μπλοκ μεταξύ των πληθυσμών της γείτονος χώρας σε προπαγανδιστικό επίπεδο. Η Ελλάδα είναι μία χώρα που συμμετέχει ενεργά σε μια διεθνή ιμπεριαλιστική ολοκλήρωση, την ΕΕ, και είναι εκ των βασικών τοπικών παραγόντων της ΝΑΤΟϊκής συμμαχίας στα Βαλκάνια.

H διάσταση δυνάμεων σε οικονομικό επίπεδο είναι τεράστια. Το ελληνικό Α.Ε.Π είναι 20 φορές μεγαλύτερο από της ΠΓΔΜ, όπως και το απόθεμα παγίου κεφαλαίου, ενώ η κατά κεφαλή παραγωγικότητα της εργασίας είναι διπλάσια. Ταυτόχρονα, παρά την κατά καιρούς σκληρή ρητορική, οι εξαγωγές της Ελλάδας προς την ΠΓΔΜ ανέρχονταν το 2016 σε 700 εκ δολάρια δηλαδή σε ύψος 7 % του Α.Ε.Π. της ΠΓΔΜ και 12 % των συνολικών εισαγωγών της χώρας αυτής. Οι ελληνικές επενδύσεις στην ΠΓΔΜ ανέρχονται σε 300 εκ δολάρια και αντιστοιχούν στο 4,5 % των συνολικών ξένων επενδύσεων στη χώρα αυτή. Αντίστοιχα οι εξαγωγές της ΠΓΔΜ προς την Ελλάδα ανέρχονταν σε 293 εκ δολάρια δηλαδή σε 8 % των συνολικών εξαγωγών της.

Ταυτόχρονα, η διαφορά σε επίπεδο στρατιωτικής δυναμικής είναι χαώδης. Η Ελλάδα είναι, σε σχέση με το μέγεθός της, μία από τις περισσότερο εξοπλισμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τα σχετικά μεγέθη να είναι συγκρίσιμα μόνο με αυτά της Τουρκίας. Το ελληνικό κράτος διαθέτει 600 αεροπλάνα, έναντι 16 της ΠΓΔΜ, 1345 άρματα μάχης έναντι 31 και 115 σκάφη έναντι μηδέν.

Στο πλαίσιο αυτό όλη η υστερία για το όνομα της ΠΓΔΜ, και την κληρονομιά των ιστορικών μακεδονικών φύλων έχει εθνικιστικά χαρακτηριστικά. Ο εθνικισμός ως μία αστική ιδεολογία που συγκυριακά διαστρεβλώνει την «εθνική ταυτότητα» αλλά ταυτόχρονα εμπεριέχεται σε αυτήν, συγκροτεί μία διπλή λειτουργία στο σύγχρονο καπιταλισμό: αποτελεί το πεδίο συνοχής του συνασπισμού εξουσίας για την ανάπτυξη επιθετικών ανταγωνισμών μεταξύ κρατών αλλά και το ύστατο στοιχείο της ιδεολογικής κυριαρχίας της αστικής τάξης σε περιόδους όξυνσης ταξικών ανταγωνισμών ή σε περιόδους κοινωνικής και πολιτικής ρευστότητας. Αποτελεί επίσης και την πιο επιθετική πλευρά της ιδεολογικής κυριαρχίας της αστικής τάξης, σε περιόδους μεγάλων ανατροπών εις βάρος της.

Ο εθνικισμός στην Ελλάδα αποτελεί σταθερό στοιχείο του βασικού αστικού πολιτικού πόλου, δηλαδή της δεξιάς. Αποτέλεσε για δεκαετίες μία εκ των βασικών ιδεολογικών παραμέτρων πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η οικοδόμηση της ηγεμονίας της ελληνικής αστικής τάξης και η συγκρότηση του κοινωνικού μπλοκ της δεξιάς, ιδιαίτερα μετά το τέλος του εμφυλίου. Ο εθνικισμός ήταν απολύτως συνδεδεμένος με το «κράτος των εθνικοφρόνων», το οποίο παρέμεινε, μέχρι την μεταπολίτευση, ο βασικός μηχανισμός αναδιάταξης του συσχετισμού δύναμης και εμπέδωσης της αστικής κυριαρχίας, μέσω της άγριας καταστολής, αλλά και της ενσωμάτωσης, μετά από δέκα σχεδόν χρόνια ένοπλου αγώνα. Ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα, που αποτέλεσε το τελευταίο και πιο σκληρό πεδίο του εμφυλίου, ο εθνικισμός, ο αντισλαβισμός, και ο αντικομμουνισμός αποτέλεσαν για ολόκληρες δεκαετίες βασικό συστατικό στοιχείο της διάρθρωσης των τοπικών συνασπισμών εξουσίας. Το γεγονός αυτό εντάθηκε από το ότι η στάση ή και η ύπαρξη των σλαβομακεδονικών πληθυσμών, απείλησαν άμεσα τα συμφέροντα των τοπικών ελίτ. Η σύγκρουση αυτή είχε ενίοτε και άμεσες οικονομικές προεκτάσεις Από την εγκατάσταση προπολεμικά τουρκόφωνων προσφύγων σε περιοχές που κατοικούσαν σλαβομακεδόνες που αποτέλεσε ένα σημαντικό παράγοντα τριβών, έως την υφαρπαγή και την ανδιανομή των περιουσιών τους κατά και μετά τον εμφύλιο. Η κυριαρχία και η διάρκεια του εθνικισμού εντάθηκε στην περιοχή και από το γεγονός ότι η εθνική ρευστότητα και οι μετακινήσεις πληθυσμών ήταν πολύ νωπές σε σχέση με την Νότια Ελλάδα. Η οξύτητα της σύγκρουσης, το ότι είχε περισσότερη αναφορά στις εθνικές ταυτότητες σε σχέση με τη Νότια Ελλάδα, εξηγεί το διαχρονικό βάθος του ελληνικού μακεδονικού «αλυτρωτισμού» στη Βόρεια Ελλάδα, αλλά περιγράφει και την πραγματική ταξική φύση του κοινωνικού μπλοκ που συνασπίζεται διαχρονικά γύρω και πίσω από αυτές τις απόψεις. Πρόκειται για αντιδραστικά κοινωνικά και ιδεολογικά στρώματα που πλειοψηφικά συνιστούν ταξικά στηρίγματα της άρχουσας τάξης.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, την περίοδο κατάρρευσης των ανατολικών καθεστώτων, ο ελληνικός εθνικισμός ανασυγκροτήθηκε, συνδεόμενος με δύο διεργασίες. Αφενός με την διείσδυση του ελληνικού καπιταλισμού στα Βαλκάνια σε μία περίοδο ρευστότητας και ανατροπών που πήραν και πολεμικά χαρακτηριστικά στην Γιουγκοσλαβία. Ο ελληνικός καπιταλισμός δεν διαμεσολάβησε μόνο τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή, αλλά συνέβαλε στην επέκταση και σταθεροποίηση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος στη βαλκανική. Αφ’ ετέρου, με την ανάδυση ενός νέου κυρίαρχου νεοφιλελεύθερου ιδεολογικού υποσυνόλου μετά την κατάρρευση του πασοκικού σοσιαλδημοκρατικού προτάγματος που κυριάρχησς από τα τέλη της δεκαετίας του ‘70 μέχρι τις αρχές του ‘90. Η ανασυγκρότηση του εθνικισμού βάδισε παράλληλα με (και χρησιμοποιήθηκε για να νομιμοποιήσει) τις ευρύτατες τομές που συντελέσθηκαν στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, οι οποίες συνάντησαν σημαντικές κοινωνικές αντιστάσεις, αλλά και τροποποίησαν σημαντικά το συσχετισμό δύναμης σε βάρος των εργαζόμενων τάξεων.

Την περίοδο εκείνη αναδεικνύεται το «μακεδονικό», ως κεντρικό ζήτημα της πολιτικής αντιπαράθεσης και στο πλαίσιό του η εθνικιστική υστερία συγκροτείται, οργανώνεται και υποστηρίζεται από ένα σύνολο κρατικών (εμφανών και αφανών) μηχανισμών, αλλά και από το μεγαλύτερο εύρος του πολιτικού συστήματος. Η αδυναμία και η απροθυμία της αριστεράς να αντιπαρατεθεί ιδεολογικά (με τραγική στιγμή τη συμμετοχή δυνάμεών της στα συλλαλητήρια του ‘92, αλλά και την υποστήριξη της «εθνικής γραμμής») διευκόλυνε τη διείσδυση του εθνικιστικού ιδεολογικού υποσυνόλου σε ευρύτερα κοινωνικά ακροατήρια.

Η υποχώρηση του εθνικισμού αποτέλεσε στοιχείο της ελληνικής κρατικής πολιτικής μετά την σχετική σταθεροποίηση στα Βαλκάνια και την πρόταξη της οικονομικής διείσδυσης. Ωστόσο, ποτέ δεν σταμάτησε να αποτελεί νομιμοποιητικό στοιχείο και παράγοντα συνοχής ευρύτατων αντιδραστικών κοινωνικών στρωμάτων που αποτελούν ένα μεγάλο τμήμα της βάσης του κοινωνικού μπλοκ της δεξιάς.
Ιδεολογικές και πολιτικές προεκτάσεις του «μακεδονικού» στη σημερινή συγκυρία

Η ανακίνηση του «μακεδονικού» συνδυάζεται με μία αναζωπύρωση του εθνικισμού στην Ελλάδα, η οποία ωστόσο είναι σημαντικά μικρότερη από την περίοδο του 1992-’93, στο βαθμό που, όπως αναφέρθηκε, η ίδια η αστική στρατηγική είναι τροποποιημένη σε σχέση με την περίοδο των αρχών της δεκαετίας του ’90. Για αυτό και ο δημόσιος λόγος, αλλά και η επίσημη τοποθέτηση των περισσότερων δυνάμεων του επίσημου πολιτικού συστήματος είναι αρκετά πιο συγκρατημένη από την περίοδο της «μίας και ελληνικής μακεδονίας», όπου ο αποκλεισμός του όρου Μακεδονία, υπό οποιαδήποτε μορφή, στο όνομα της γείτονος χώρας ήταν περίπου αυτονόητη τοποθέτηση για το μεγαλύτερο φάσμα του πολιτικού συστήματος.

Ωστόσο, η εθνικιστική φιλολογία, κραυγολογία και προπαγάνδα που αναζωπυρώνονται με αφορμή τις νέες διαπραγματεύσεις ασκεί πίεση σε όλα τα κόμματα και επιδιώκει να μετατοπίσει περαιτέρω το πολιτικό σκηνικό προς τα δεξιά. Η διεργασία αυτή αποτελεί μια ακόμα αιτία για την αντιφατική στάση των κρατικών μηχανισμών, παρά τις αρχικές εκπεφρασμένες τοποθετήσεις για «παράθυρο ευκαιρίας για την επίλυση του σκοπιανού». Σε μια περίοδο όπου επίκειται ένα κύμα σημαντικών ιδιωτικοποιήσεων, εφαρμόζονται διατάξεις που πλήττουν τα θεμέλια του συνδικαλιστικού κινήματος και, δια των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, πλησιάζει το φάντασμα των εξώσεων από σπίτια, το «χαρτί» του εθνικισμού μπορεί να χρησιμεύσει σαν «άσσος στο μανίκι» για τον αποπροσανατολισμό των λαϊκών τάξεων, αλλά και να διαμορφώσει ένα ασφυκτικό πολιτικό πλαίσιο όπου η πολιτική επικαιρότητα και η αντιπαράθεση γύρω από αυτήν θα περιστρέφεται γύρω από την μέτρηση «ελληνικότητας» της κάθε πολιτικής δύναμης.

Η εθνικιστική υστερία και η αποτύπωσή της στο συλλαλλητήριο της Θεσσαλονίκης μεσοπρόθεσμα ευνοεί τη ΝΔ, παρά τις αντιφάσεις της: επαναφέρει στο πολιτικό προσκήνιο σημαντικά ενοποιητικά στοιχεία του μπλοκ της κοινωνικής εκπροσώπησης του πολιτικού μπλοκ της Δεξιάς και λειτουργεί συσπειρωτικά. Φέρνει κοντά όλα εκείνα τα κοινωνικά και πολιτικά τμήματα του ορθόδοξου φονταμενταλισμού, της ακροδεξιάς, υπερσυντηρητικών μικροαστικών στρωμάτων, στρατιωτικών, πρώην συνεργατών της δικτατορίας, αντικομμουνιστών, ρατσιστών κ.ο.κ. Σε αυτό το φόντο, ακόμα και οι «μετριοπαθείς φωνές» της ΝΔ φαίνονται να σιωπούν, καθώς βλέπουν ότι, για να αποκτήσει ευρύτερη απήχηση η επιθετική νεοφιλελεύθερη πολιτική, είναι αναγκαία η στήριξη πάνω στην παραδοσιακή αντικομμουνιστική / ελληνορθόδοξη κοινωνική βάση της Δεξιάς.

Ταυτόχρονα, η διεργασία αυτή ασκεί πιέσεις στο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά εντάσσεται στην στρατηγική του να ανασυγκροτεί τον διαχωρισμό «δεξιάς – αριστεράς» σε ζητήματα ταυτότητας, αφυδατωμένα από το περιεχόμενο της σκληρής ταξικής πολιτικής που επιβάλλει και να τον ενσωματώνει στην μνημονιακή διαχείριση. Ακόμα και αν η ανακίνηση του ζητήματος πράγματι αντανακλά το βάθος της στροφής του ΣΥΡΙΖΑ σε μία πολιτική ιδιαίτερα συμβατή με τις επιδώξεις των ΗΠΑ και ΕΕ στην περιοχή των Βαλκανίων, ή ακόμα και αν ο ΣΥΡΙΖΑ προσδοκά να καρπωθεί μία «επιτυχία», σε περίπτωση θετικής έκβασης των διαπραγματεύσεων, είναι γεγονός ότι η συσπείρωση του κοινωνικού μπλοκ της Δεξιάς και η ευρύτερη ιδεολογική συντηρητική – αντιδραστική μετατόπιση που συνοδεύει το «μακεδονικό», δεν ευνοεί πολιτικά την κυβέρνηση. Το πρόβλημα επιτείνεται και από τη στάση των ΑΝΕΛ, οι οποίοι εξέφρασαν ανοιχτά μία από τις πιο αντιδραστικές τοποθετήσεις στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού φάσματος. Η στάση ΑΝΕΛ – Καμμένου στο «μακεδονικό» αναδεικνύει το εύρος των πολιτικών επιπτώσεων της επιλογής ΣΥΡΙΖΑ για συγκυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ. Ήδη από τις εκλογές του Γενάρη του 2015, η συγκυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ επιλέχθηκε και ως επίδειξη νομιμοφροσύνης σε σχέση με τις προθέσεις της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ και αποτέλεσε τελικά παράγοντα που διευκόλυνε και νομιμοποίησε τη βίαιη προσαρμογή του.Σήμερα, είναι ένα ακόμα βήμα περαιτέρω στον κατήφορο του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος όχι μόνο ψηφίζει και εφαρμόζει μνημόνια, αλλά στηρίζεται για την παραμονή του στο κυβερνητικό κέντρο σε έναν μόνιμο κυβερνητικό εταίρο που αναπαράγει ανοιχτά ακροδεξιά και εθνικιστική ρητορική, η οποία ξεπερνά σε ένταση ακόμα και την επίσημη τοποθέτηση της ΝΔ του Μητσοτάκη, συμμετέχει και στηρίζει τα εθνικιστικά συλλαλλητήρια, συντάσσεται με τη μαύρη τοποθέτηση της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Ταυτόχρονα, αναδεικνύεται και το απολύτως προσχηματικό της τοποθέτησης των δήθεν «αριστερών αντιπολιτεύσεων» στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, που, στον αντίποδα των αντιλήψεων που εξέφραζαν σε προηγούμενες φάσεις αναζωπύρωσης του ζητήματος, σιωπούν εκκωφαντικά απέναντι στον «μακεδονομάχο» Καμμένο.
Η θέση της Αριστεράς

Η τοποθέτηση της αριστεράς θα πρέπει να είναι συγκεκριμένη και σαφής σε σχέση με τις πολλές πτυχές του «μακεδονικού». Ο βασικός ρόλος της έγκειται στο να αναδείξει όλες τις παραπάνω πτυχές εσωτερικού και διεθνούς συσχετισμού δύναμης πάνω στις οποίες το επαναφερόμενο αυτό «πρόβλημα» οικοδομήθηκε. Να καταγγείλει την αστική επιθετικότητα και τον ιμπεριαλισμό που γεννά ανταγωνισμούς ανάμεσα στους λαούς, γεννά έχθρες και ενίοτε πολέμους. Να κηρύξει τον πόλεμο στον εθνικισμό, να αναδείξει τα χαρακτηριστικά των συλλαλητηρίων και του κοινωνικοπολιτικού μπλοκ που συσπειρώνουν, να τα καταγγείλει ανοιχτά και να οργανώσει ενιαιομετωπικές, μαζικές κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις ενάντια πρωτίστως στην ένταση του ελληνικού εθνικισμού, αλλά και στις στοχεύσεις της ελληνικής αστικής τάξης και των ιμπεριαλιστικών κέντρων στην περιοχή των Βαλκανίων. Δεν μπορεί να ενσωματώνει καμία πίεση, ούτε να αναπαράγει αυταπάτες περί «αντιφατικού πλήθους» και να ρίχνει «ριζοσπαστικές ματιές» σε αυτούς που συντάσσονται με τον Άνθιμο και τον Φράγκο.

Στο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης τον τόνο των εκδηλώσεων έδωσε ο εμπρησμός και οι επιθέσεις σε καταλήψεις από τους νεοναζί της Χ.Α. και άλλα αντιδραστικά στοιχεία, καθώς και η κυριαρχία ακροδεξιών όλου του φάσματος στο βήμα των ομιλητών. Είναι λοιπόν προφανές ότι δεν πρόκειται για μια κινητοποίηση η οποία με κάποιο τρόπο, έστω και υπόγειο, εξέφρασε κάποια έμμεση διαμαρτυρία έναντι στις μνημονιακές πολιτικές ή την (καπιταλιστική) παγκοσμιοποίηση. Ούτε βέβαια η μεγάλη πλειοψηφία όσων συμμετείχαν εκφράζουν κάποια στρεβή «πατριωτική» ανησυχία. Αντίθετα, αποτελεί κομμάτι του ίδιου μπλοκ που έχει είτε επωφεληθεί είτε στηρίξει έμπρακτα όλες τις επιλογές του ελληνικού αστισμού, ειδικά τα τελευταία χρόνια και στο πλαίσιο της πολιτικοκοινωνικής πόλωσης του καλοκαιρού του 2015. Με αυτή την έννοια είναι εντελώς αδιαπέραστο από οποιαδήποτε προοδευτικό, αριστερό, ριζοσπαστικό λόγο ή οικονομικοπολιτικό πρόγραμμα, ούτε θα μπορούσε ένα μικρό τμήμα του να εκφραστεί, ούτε καν ηγεμονευόμενο, υπό άλλες συνθήκες, από ένα αριστερό πολιτικό μέτωπο.

Είναι αναγκαία η αντιπαράθεση με τον εθνικισμό, με την επιθετικότητα κύκλων της ελληνικής άρχουσας τάξης (δεν είναι τόσο παλιά τα επίσημα σχέδια του 2001 για ελληνική εισβολή στην ΠΓΔΜ, σε περίπτωση που επεκτείνονταν οι συγκρούσεις με τον UCK, ούτε οι παρελάσεις ευέλπιδων με ρατσιστικά συνθήματα), αλλά και με την αξιοποίηση του εθνικισμού σε μια συγκυρία έντονης αντιλαϊκής επίθεσης. Ο πατριωτισμός της αριστεράς δεν κρίνεται από το πόσο δυνατά φωνάζει για τα υποτιθέμενα εθνικά δίκια, αλλά από την δυνατότητά της να συμβάλλει καθοριστικά στην αντίσταση ενάντια στην συγκεκριμένη μορφή της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, που τσακίζει τον κόσμο της δουλειάς.

Όσον αφορά στο ζήτημα του ονόματος, παρότι δεν είναι το κυρίαρχο, απαιτείται επίσης πολιτική θέση από την πλευρά των αριστερών δυνάμεων, στη βάση κριτηρίων και αρχών. Έτσι, η θέση της αριστεράς θα πρέπει πρωτίστως α) να αντιπαλεύει τους εθνικισμούς από όπου και αν προέρχονται, β) να σέβεται το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό που να βασίζεται στο πρόταγμα της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών, της μη επέμβασης και του σεβασμού των ταυτοτήτων, γ) να στηρίζεται στη θέση της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών και του απαραβίαστου των συνόρων, δ) να αναγνωρίζει ότι η διεκδίκηση της «μοναδικής μακεδονικής ταυτότητας» δεν αποτελεί «ιστορικό δίκαιο» καμίας εκμεταλλευόμενης τάξης αλλά, αντίθετα, σημείο πρόσδεσής τους στις εκάστοτε αστικές/ ιμπεριαλιστικές στρατηγικές.

Έτσι, μια λύση που θα βασίζεται στη σύνθετη ονομασία που θα περιέχει τον όρο μακεδονία μαζί με γεωγραφικό ή και χρονικό προσδιορισμό, καλύπτει και το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού των σλαβομακεδόνων, με σεβασμό στην εθνική σλαβομακεδονική ταυτότητα, αλλά ανταποκρίνεται και στην πραγματικότητα, που βρίσκεται μακριά από τις φαντασιακές κατασκευές που τροφοδοτούν τους ένθεν κακείθεν εθνικισμούς, περί μοναδικής μακεδονίας και συνεχιστών των αρχαίων μακεδόνων. Μία λύση που είναι μακριά από τους επιθετικούς εθνικισμούς και τη διαιώνιση εξωταξικών και αστικά κυριαρχούμενων ανταγωνισμών που δεν προσφέρουν, αντίθετα πλήττουν τους αγώνες και την προοπτική των εργατικών τάξεων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου