Από συναδέλφους λάβαμε και αναδημοσιεύουμε το παρακάτω
Η
εξέλιξη της κυπριακής κρίσης και η διαχείριση της από τους ηγεμονικούς
ιμπεριαλιστικού πόλους της Ε.Ε. αποτελεί μία σημαντική καμπή για την
Ευρωζώνη στο σύνολό της.
Παρά
το γεγονός ότι η κυπριακή οικονομία αποτελεί μόνο το 0.2 % της
συνολικής οικονομίας της Ευρωζώνης, η υφιστάμενη αστάθεια, τα
ανταγωνιστικά συμφέροντα στο εσωτερικό της, αλλά και η αποτυχία των
ηγεμονικών στρατηγικών να επιλύσουν την κρίση, καθιστούν κάθε επιμέρους
κίνηση διαχείρισης αντικείμενο νέων αντιφάσεων αλλά και πεδίο εφαρμογής
των στρατηγικών των κυρίαρχων τάξεων των ηγεμονικών ιμπεριαλιστικών
κρατών στο εσωτερικό της.
Η
αντιμετώπιση της Κύπρου από τις κυρίαρχες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις με
την βίαιη αποδιάρθρωση – αναδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα της,
παρά το γεγονός ότι σχετίζεται με τις ιδιαιτερότητες του κυπριακού
μοντέλου ανάπτυξης, και τον χρηματοπιστωτικό της τομέα, καταρρίπτει μία
σειρά από μύθους και ιδεολογήματα α) ότι υπάρχουν τμήματα των εθνικών
αστικών τάξεων τα οποία (δυνητικά τουλάχιστο) προσανατολίζονται προς μία
στρατηγική εξόδου από την Ευρωζώνη στο πλαίσιο μίας εναλλακτικής
αστικής στρατηγικής β) ότι μπορεί να υπάρξει κάποιας μορφής
αναδιαπραγμάτευση των όρων των δανειακών συμβάσεων στο εσωτερικό της
Ευρωζώνης γ) ότι υπάρχουν αντιφάσεις στις πολιτικές δυνάμεις των
κυρίαρχων ιμπεριαλιστικών κρατών και ειδικά της Γερμανίας οι οποίες θα
μπορούσαν να οδηγήσουν σε μία «ηπιότερη» πολιτική διαχείριση της κρίσης
έναντι των χωρών του Νότου δ) ότι μπορεί να οικοδομηθεί κάποια συμμαχία
των αστικών τάξεων και των πολιτικών εκπροσώπων των χωρών του Νότου
απέναντι στην γερμανική –«μερκελική» διαχείριση της κρίσης ε) ότι οι
έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων είναι αδιανόητοι όχι μόνο εντός Ευρωζώνης
αλλά και γενικότερα στη σημερινή συγκυρία στ) ότι η έξοδος από την
Ευρωζώνη θα σήμαινε μία καταστροφική λύση αλλά θα ήταν και ανέφικτη
διότι η έξοδος των κεφαλαίων από τα χρηματοπιστωτικά συστήματα των χωρών
του νότου θα ήταν ραγδαία και θα εξάλειφε όλα τα δυνητικά πλεονεκτήματα
της αποκατάστασης εθνικής νομισματικής πολιτικής.
Εκτός
από τα παραπάνω καταρρέει και ένα σύνολο άλλων ιδεολογημάτων, για τη
γεωστρατηγική σημασία των επιμέρους χωρών του Νότου ανεξάρτητα από το
μέγεθος τους, για τις αντιθέσεις μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κρατών π.χ.
μεταξύ του γερμανικού και του ρώσικου ιμπεριαλισμού κ.λ.π.
Εξετάζοντας
το ειδικό πλαίσιο της κυπριακής κρίσης πρέπει να επισημάνουμε τα
ακόλουθα α) η κρίση σχετίζεται με το μοντέλο ανάπτυξης και την τροχιά
του κυπριακού καπιταλισμού ειδικά μετά την ένταξη στην Ε.Ε.το 2004 και
την Ευρωζώνη το 2008 β) σχετίζεται με την κρίση της Ευρωζώνης και τους
τρόπους διαχείρισης της με σημαντική καμπή την περικοπή του ελληνικού
δημόσιου χρέους και το PSI το οποίο είχε σαν αποτέλεσμα απώλειες της
τάξης των 4 δις ευρώ για τις κυπριακές τράπεζες οι οποίες είχαν σπεύσει
να αγοράσουν μαζικά ομόλογα του ελληνικού δημοσίου την περίοδο 2007 -
2009 (φαίνεται ότι συνέχισαν και μετά το 2009, με πολύ χαμηλότερες τιμές
των ομολόγων στη δευτερογενή αγορά και άρα υψηλότερα περιθώρια
κερδοσκοπίας), τόσο για να κερδοσκοπήσουν λόγω των υψηλών αποδόσεων
εκείνη την περίοδο των ελληνικών τίτλων όσο και στο πλαίσιο μίας
στρατηγική αλληλοσύνδεσης τμημάτων του ελληνικού και του κυπριακού
κεφαλαίου.
Ετσι
σε αντίθεση με την Ελλάδα που η βασική μορφή με την οποία εκδηλώθηκε η
κρίση αφορούσε την κρίση του δημόσιου χρέους που δεν μπορούσε να
εξυπηρετηθεί, στην Κύπρο το δημόσιο χρέος πριν την αναδιάρθρωση των
τραπεζών ήταν σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, στο 73 % του Α.Ε.Π.. Ωστόσο ο
χρηματοπιστωτικός τομέας ήταν πολύ περισσότερο αναπτυγμένος αφού
υπερέβαινε το 800 % του κυπριακού Α.Ε.Π. (με τον μέσο όρο των τραπεζικών
ιδρυμάτων της Ευρωζώνης να ανέρχεται στο 350 % του Α.Ε.Π).
Διάγραμμα 1 – Σύνολο υποχρεώσεων ΝΧΙ (% του ΑΕΠ – εκ. € σε τρέχουσες τιμές)
|
Πηγή: European Central Bank
|
Παρά
ταύτα ακόμα και αυτός ο υπεραναπτυγμένος χρηματοπιστωτικός τομέας της
Κύπρου είναι ανάλογος με τον αντίστοιχο στην Ιρλανδία, και την Μάλτα,
ενώ δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτόν του Λουξεμβούργου που αντιστοιχεί
2200 % του Α.Ε.Π. της χώρας. Από την άλλη πλευρά ο κυπριακός τραπεζικός
τομέας δεν ήταν μονοδιάστατος στις υπηρεσίες που παρείχε ενώ σε αντίθεση
με τους τραπεζικούς τομείς άλλων κρατών η κύρια πηγή της χορήγησης
δανείων ήταν οι τραπεζικές καταθέσεις και όχι ο διατραπεζικός δανεισμός
κάτι που θεωρητικά τον καθιστούσε περισσότερο ασφαλή.
Η
διεργασία μετασχηματισμού της Κύπρου σε offshore χρηματοπιστωτικό
κέντρο είχε αρχίσει από την δεκαετία του 80 μετά την κατάρρευση του
αντίστοιχου ρόλου του Λιβάνου. Επιταχύνθηκε ιδιαίτερα μετά την ένταξη
της Κύπρου στο Ευρώ. Είναι χαρακτηριστικό, ότι την τελευταία εξαετία οι
καταθέσεις στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Κύπρου αυξήθηκαν από
περίπου 290 % του κυπριακού Α.Ε.Π. το 2006 σε περίπου 390 % το 2012, ενώ
τα χορηγούμενα δάνεια από περίπου 205 % σε περίπου 390 % του Α.Ε.Π το
ίδιο διάστημα.
Διάγραμμα 2- Εξέλιξη Όγκου Καταθέσεων σε ΝΧΙ (εκ. €)
|
Πηγή: Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου |
Διάγραμμα 3- Εξέλιξη Όγκου Χορηγούμενων Δανείων από ΝΧΙ (εκ. €) |
Πηγή: Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου |
Από
τα 68 δις των καταθέσεων σε κυπριακά πιστωτικά ιδρύματα τα 38 δις
αφορούν καταθέσεις σε λογαριασμούς άνω των 100.000 ευρώ ενώ τα 30 δις
αφορούν σε καταθέσεις κατοίκων εκτός Κύπρου, (περίπου 19 δις
προερχόμενων από τη Ρωσία, 3 δις από την Ελλάδα, 3 δις από την Μ.
Βρετανία και των υπολοίπων προερχομένων κυρίως από κράτη της Μ.
Ανατολής) [2]ποσά τα οποία είναι πολύ υψηλά για μία χώρα της τάξης του 1,1 εκατομμυρίων κατοίκων [3]
Αντίστοιχα μετά το 2006 η χορήγηση δανείων σε μη κατοίκους αυξήθηκε
ραγδαία από 3 % των συνολικά χορηγούμενων δανείων στο 30 % των συνολικά
χορηγούμενων δανείων των 2012.
Διάγραμμα 4- Συμμετοχή μη κατοίκων Κύπρου στο σύνολο των Καταθέσεων και Δανείων
|
Πηγή: Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου
|
Παρά
το γεγονός ότι τα 19 δις των καταθέσεων που προέρχονταν από την Ρωσία
και τις πρώην σοβιετικές χώρες είναι σημαντικά αντιστοιχούν μόνο στο 2 %
των ρωσικών καταθέσεων άρα ούτε παίζουν τόσο καθοριστικό ρόλο για τη
Ρωσία αλλά ούτε οι ρωσικές καταθέσεις κυριαρχούσαν στο κυπριακό
τραπεζικό σύστημα.
Σημαντικότερος
ήταν ο ρόλος του χρηματοπιστωτικού τομέα της Κύπρου ο οποίος αποτελούσε
σταθμό, για τις χρηματοοικονομικές μεταβιβάσεις και την ταχεία
κυκλοφορία κεφαλαίων προερχόμενων ή κατευθυνόμενων προς την Ρωσία από
και προς την Κύπρο. Κυρίως αφορούσαν ρωσικές επιχειρήσεις που διαμέσου
του κυπριακού τραπεζικού τομέα κατεύθυναν κεφάλαια προς θυγατρικές ή
επιχειρήσεις ιδιοκτησίας τους σε χώρες όπως η Ελβετία, το Λουξεμβούργο, η
Ολλανδία, η Βρετανία.
Σε
ετήσιο επίπεδο οι μεταβιβάσεις αυτές εκτιμώνται σε 250 δις ευρώ (130
προς την Κύπρο και 120 από την Κύπρο), ενώ η Κύπρος εμφανιζόταν ως ο
μεγαλύτερος ξένος επενδυτής στη Ρωσία. Η ιδιοκτησία των επιχειρήσεων, σε
μεγάλο βαθμό ανήκε στη νέα οικονομική ρωσική ολιγαρχία. Ετσι τα ποσά
αυτά μεταβιβάζονταν από το κυπριακό τραπεζικό σύστημα αλλά δεν παρέμεναν
σε αυτό. Οι βασικοί κλάδοι επιχειρήσεων που αξιοποιούσαν το κυπριακό
τραπεζικό σύστημα για αυτές τις μεταβιβάσεις ήταν οι επιχειρήσεις
πετρελαίου και φυσικού αερίου, οι αεροπορικές επιχειρήσεις κ.λ.π.
Διάγραμμα 5 – Μεταφορές Κεφαλαίων μέσω του Συστήματος διακρατικών μεταφορών κεφαλαίων εντός ΕΕ
|
Πηγή: European Central Bank – Target2
|
Ο
βασικός εκβιασμός που ασκήθηκε στην κυπριακή αστική τάξη για να
υπογράψει το μνημόνιο αφορούσε ακριβώς το μπλοκάρισμα αυτών των
χρηματοοικονομικών συναλλαγών. Ετσι από τα δύο μέτρα με τα οποία
απείλησε ο Draghi[4]
την κυπριακή αστική τάξη για το μπλοκάρισμα του κυπριακού τραπεζικού
συστήματος το πρώτο δηλαδή η μη χορήγηση τραπεζογραμματίων από την ΕΚΤ
ήταν μικρότερης σημασίας στο βαθμό που τα χρηματικά διαθέσιμα ήταν
επαρκή για ένα διάστημα ωστόσο το δεύτερο η αναστολή κάθε είδους
χρηματοοικονομικής συναλλαγής μεταξύ του κυπριακού τραπεζικού συστήματος
και των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Ευρωζώνη αποτελούσε μία θανάσιμη
απειλή όχι μόνο για το κυπριακό τραπεζικό σύστημα αλλά και για τις
επιχειρήσεις που είχαν ως βάση την Κύπρο[5]. Επρόκειτο για πράξη κήρυξης πολέμου από πλευράς του οικονομικού ιμπεριαλισμού των κυρίαρχων κρατών της Ευρωζώνης.
Η
πρώτη πρόταση που απέρριψε το κυπριακό κοινοβούλιο διαμόρφωνε τον
κίνδυνο για την διάλυση του ρόλου του τραπεζικού συστήματος της Κύπρου
στο βαθμό που η κατάσχεση ενός τμήματος των καταθέσεων άνω των 100.000
αποτελούσε ένα πρωτοφανές μέτρο το οποίο απειλούσε όλο το μοντέλο
προσέλκυσης εισροών καταθέσεων από τις ξένες χώρες αλλά και ένα
σημαντικό τμήμα των περιουσιακών στοιχείων της κυπριακής αστικής τάξης
αλλά και των πολιτικό οικονομικών ελίτ. Για αυτό το λόγω οι εκπρόσωποι
της κυπριακής κυβέρνησης επιχείρησαν να μεταβιβάσουν το κόστος στο
σύνολο της κυπριακής κοινωνίας με την επέκταση της περικοπής στο σύνολο
των καταθέσεων, γεγονός που άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου. Το αρχικό όχι
της κυπριακής βουλής επιβλήθηκε κάτω από την πίεση του λαϊκού παράγοντα
και την διάρρηξη των σχέσεων εκπροσώπησης με ένα σύνολο μηχανισμών, των
κομμάτων, της εκκλησίας, των σωματείων που εισέπραξαν τη λαϊκή
δυσαρέσκεια, και επέβαλλαν την αρχική άρνηση.
Η
αρχική συμφωνία ήδη θα συντελούσε στην διάλυση του χρηματοπιστωτικού
τομέα της Κύπρου με τη μορφή που είχε και αυτό θα είχε τεράστιες
επιπτώσεις στην οικονομία της. Η κυπριακή αστική τάξη αλλά και οι
πολιτικό οικονομικές ελίτ, ανεξάρτητα της πολιτικής έκφρασης τους, ήταν
πλήρως ταυτισμένες με τη στρατηγική της ενσωμάτωσης στην Ε.Ε. και στην
Ευρωζώνη και ωφελήθηκαν σε μεγάλο βαθμό όπως και τα σύμμαχα κοινωνικά
στρώματα που αντιστοιχούν σε ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού από αυτή τη
στρατηγική.
Ενα
μεγάλο τμήμα από τα κέρδη της περιόδου 2004 -2008 επενδύθηκαν στον
τραπεζικό τομέα όπου οι αποδόσεις ήταν μεγαλύτερες. Το 2009 τρία δις
ευρώ δόθηκαν στις τράπεζες για να ενισχύσουν την ρευστότητα στο πλαίσιο
της κρίσης. Αντί να κατευθυνθούν στις κυπριακές επιχειρήσεις για να
αμβλύνουν τα προβλήματα ρευστότητας που είχαν, σε μεγάλο βαθμό
επενδύθηκαν στα υψηλού ρίσκου ελληνικά ομόλογα με αγορές από την
δευτερογενή αγορά ενώ καθ όλη την διάρκεια της κρίσης μέχρι την ελληνική
περιορισμένη χρεοκοπία και την ένταξη στο μνημόνιο, οι κυπριακές
τράπεζες και με την καθοδήγηση της ΚΤΚ επένδυαν στην αγορά ελληνικών
ομολόγων με κερδοσκοπικές προθέσεις.
Κατά
την περίοδο πριν την έναρξη της κρίσης μετά από μία πενταετία 2004 –
2009 υψηλής κερδοφορίας αλλά και στάσιμων μισθών, υπήρξε μεγάλη αύξηση
κατά 20 %της ιδιωτικής κατανάλωσης αλλά και του δανεισμού των
νοικοκυριών. Ενώ η τραπεζική κερδοφορία και οι επενδύσεις στην κατοικία
ανέρχονταν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, το οικονομικό μπουμ της περιόδου
2004 – 2008 αύξησε σε μεγάλο βαθμό το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών αλλά
και τον δανεισμό των νοικοκυριών. [6]
Οι
διεργασίες αυτές συνδυάστηκαν με ευρύτερες διεργασίες μετασχηματισμού
της Κυπριακής Οικονομίας. Ηδη κατά τις δεκαετίες του 90 και του 2000,
υπήρξε τάση έντονης αύξησης του τριτογενούς τομέα αλλά και
αποβιομηχάνισης. Ετσι η συμβολή του αγροτικού τομέα στο Α.Ε.Π
εκμηδενίστηκε ενώ η συμβολή της βιομηχανίας από 18 % του Α.Ε.Π το 1980
έπεσε στο 11 % το 1999 και στο 5 % το 2011. Αντίθετα ο χρηματοπιστωτικός
τομέας ανήλθε από το 4,5 % το 1995 στο 9 % το 2011 ενώ ο τουριστικός
τομέας έπεσε από το 10 % στο 7 % του Α.Ε.Π. ενώ συνολικά οι υπηρεσίες
ανήλθαν από το 70 % του Α.Ε.Π το 1995 στο 80 % του Α.Ε.Π το 2011.
Την
ίδια στιγμή η άνοδος της χρηματιστικοποίησης αλλά και οι απορυθμίσεις
των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ενίσχυαν τις τάσεις για υψηλές
αποδόσεις, ανάληψη επενδύσεων υψηλού ρίσκου, δραστική αύξηση του
δανεισμού αλλά και τις βραχυπρόθεσμες ευνοϊκές συνέπειες που είχαν αυτές
οι διεργασίες στην αστική τάξη και τις κοινωνικές της συμμαχίες, από τα
υψηλά bonus των διευθυντικών στελεχών των τραπεζών μέχρι ένα σύνολο
επιχειρηματικών στελεχών και επιχειρήσεων που ευνοούνταν από αυτές τις
διαδικασίες (νομικά γραφεία, λογιστικά γραφεία, σύμβουλοι επιχειρήσεων,
real estate κ.λ.π.).
Διάγραμμα 6- % Σύνθεση ΑΕΠ Κύπρου (σε σταθερές τιμές 2000, μεταβολή ΑΕΠ στη δεξιά κλίμακα) |
Πηγή: Eurostat
|
Διάγραμμα 7 – Συμμετοχή κλάδων στη διαμόρφωση του ΑΕΠ |
Πηγή: Eurostat
|
Ο
χρηματοπιστωτικός τομέας της Κύπρου απέκτησε κατά αυτόν τον τρόπο
κεντρικό ρόλο στην κυπριακή οικονομία και στο σύνολο του τομέα των
υπηρεσιών. Τα ειδικά του χαρακτηριστικά σχετίζονται με την εισροή
εξωχώριων κεφαλαίων, την χαμηλή φορολόγηση, τις υψηλές αποδόσεις, την
διαμόρφωση ευκαιριών και δυνατοτήτων για φοροαποφυγή. Με την ένταξη στην
Ε.Ε. το 2004, η κυπριακή αστική τάξη κατάφερε να διατηρήσει ένα
καθεστώς φορολόγησης της τάξης του 10 % πλήρως ανταγωνιστικό με τους
άλλους φορολογικούς παραδείσους της Ε.Ε. ενώ διατήρησε και διμερείς
συμφωνίες που επέτρεπαν μέχρι ενός σημείου την αποφυγή ελέγχων
ξεπλύματος χρήματος αλλά και την αποφυγή διπλής φορολόγησης των
καταθέσεων. Ταυτόχρονα η συμμετοχή στην Ευρωζώνη δημιούργησε την αίσθηση
ότι οι καταθέσεις στα τραπεζικά ιδρύματα αλλά και η αγορά ομολόγων από
αυτά ήταν εγγυημένες όχι μόνο από τα επιμέρους εθνικά κράτη αλλά και από
τα σημαντικότερα ιμπεριαλιστικά κράτη της ζώνης. Αυτό βοήθησε την Κύπρο
να προσελκύσει καταθέσεις και χρηματοοικονομικά κεφάλαια από άλλους
προορισμούς που ήθελαν να επωφεληθούν από τις «εγγυημένες» υψηλότερες
αποδόσεις. Μετά την ένταξη στην Ευρωζώνη η Κύπρος κατέστη ένα ελκυστικός
προορισμός για τραπεζικές και άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες [7]
ενώ η ιδιαιτερότητα του γεγονότος ότι οι τράπεζες στην Κύπρο
χρηματοδοτούσαν τις χορηγήσεις τους από τις καταθέσεις και όχι από τον
διατραπεζικό δανεισμό δημιούργησε την εικόνα ότι οι δραστηριότητες τους
ήταν πιο ασφαλής.
Οι
κυπριακές τράπεζες πυροδότησαν διαμέσου του δανεισμού την υπερανάπτυξη
του τομέα των ακινήτων, την ίδια στιγμή που το κυπριακό κράτος
διατηρώντας ένα καθεστώς χαμηλής φορολογίας ξένων καταθέσεων, μερισμάτων
και κερδών κεφαλαίου προσέλκυε ξένους κεφαλαιούχους, επενδυτές και
καταθέτες από χώρες όπως η Ρωσία, η Βρετανία, η Ελλάδα και η Μ. Ανατολή.
Είναι ενδεικτικό ότι ο καταθέτης ενός ποσού 100.000 ευρώ στην Κύπρο θα
κέρδιζε βάσει τον προσφερόμενων επιτοκίων 31.000 ευρώ στην Κύπρο, έναντι
15000-18000 στην Ισπανία και στην Ιταλία και μόλις 8.000 στις
γερμανικές τράπεζες.
Η
διόγκωση των καταθέσεων, εκτός από την πιστωτική επέκταση στο εσωτερικό
της Κύπρου είχε ανάλογα αποτελέσματα και στο εξωτερικό. Στις αρχές του
2011 το 30 % των χορηγήσεων της τράπεζας Κύπρου είχαν κατευθυνθεί στην
Ελλάδα και αντίστοιχα το 43 % της Λαϊκής (Marfin). Εξίσου σημαντική ήταν
η έκθεση των κυπριακών τραπεζών στο ελληνικό δημόσιο χρέος. Η τράπεζα
Κύπρου κατείχε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου ύψους 2,4 δις που
αντιστοιχούσαν στο 75 % των ιδίων κεφαλαίων της ενώ η Λαϊκή 3,2 δις που
ποσό που προσέγγιζε το 100 % των ιδίων κεφαλαίων της. Η περικοπή του
ελληνικού δημόσιου χρέους κατά 70 % για τους ιδιώτες επενδυτές έπαιξε
καταλυτικό ρόλο για την αποσύνθεση του κυπριακού τραπεζικού συστήματος
Η
έκθεση στα ελληνικά ομόλογα και η περικοπή τους στο πλαίσιο του PSI
αποτέλεσε και τον πυροδότη της κρίσης του κυπριακού τραπεζικού
συστήματος και του κυπριακού μοντέλου ανάπτυξης. Ετσι ενώ το κυπριακό
δημόσιο χρέος ήταν αισθητά μικρότερο σε σχέση με άλλες χώρες της
Ευρωζώνης οι ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών για να καλύψουν τις
απώλειες του ελληνικού PSI αλλά και η υποβάθμιση της πιστοληπτικής
ικανότητας των τραπεζών λόγω της αύξησης της καθυστέρησης της
εξυπηρέτησης των δανείων ( σε κυπριακά νοικοκυριά, αλλά κυρίως σε
ελληνικές επιχειρήσεις) είχε σαν αποτέλεσμα την ανάγκη της κυπριακής
κυβέρνησης να προσφύγει σε διεθνή δανεισμό από τρίτες χώρες ή από τον
ΕΜΣ (μηχανισμό σταθεροποίησης) για να χρηματοδοτήσει την
ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών αλλά και το έλλειμμα του προϋπολογισμού
και τις ανάγκες αναχρηματοδότησης του χρέους.
Η
κάλυψη αυτών των αναγκών με το δανεισμό του κράτους θα οδηγούσαν σε μία
δραματική αύξηση του δημοσίου χρέους με σημαντικές επιπτώσεις στους
ρυθμούς ανάπτυξης.
Η
λύση που επιλέχθηκε από τα ιμπεριαλιστικά κράτη της Ευρωζώνης για την
Κύπρο δηλαδή κατάσχεση ενός τμήματος των καταθέσεων σχετίζεται με τα
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κυπριακού μοντέλου και του κυπριακού
τραπεζικού συστήματος στοχεύει όμως και στην διερεύνηση της αλλαγής μιας
ολόκληρης στρατηγικής για την αστική διέξοδο από την κρίση.
Στην
Κύπρο δεν ακολουθήθηκε ένα μοντέλο εσωτερικής υποτίμησης όπως στην
Ελλάδα και περικοπής του δημόσιου χρέους εις βάρος των κατόχων ομολόγων
αλλά και των μετόχων των τραπεζών. Τα παραπάνω συνοδεύθηκαν από την
κατάσχεση των καταθέσεων των τραπεζών. Η κατάσχεση καταθέσεων στην Κύπρο
είναι αποτέλεσμα του μεγάλου μεγέθους των αναγκών ανακεφαλαιοποίησης
των κυπριακών τραπεζών, που προσεγγίζει το 60 % του ονομαστικού Α.Ε.Π το
οποίο αν καλυπτόταν από διεθνείς δανειστές θα οδηγούσε στην εκτόξευση
του δημοσίου χρέους σε 140 – 150 % του Α.Ε.Π. το 2016. [8]
Ενα
μοντέλο PSI σαν αυτό που ακολουθήθηκε στην Ελλάδα θα ήταν εξ αρχής μη
βιώσιμο στο βαθμό που το 58 % του διαπραγματευόμενου κυπριακού δημοσίου
χρέους βρίσκεται στην κατοχή των κατοίκων και κυρίως των κυπριακών
τραπεζών. Ετσι μία περικοπή του χρέους θα αύξανε τις ανάγκες
ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και θα οδηγούσε σε ένα φαύλο κύκλο.
Η
άμεση ανακεφαλαιοποίηση των κυπριακών τραπεζών μέσα από το μηχανισμό
του ΕΜΣ δεν θα μπορούσε να συμβεί σύμφωνα με την συμφωνία του ΕΚΟΦΙΝ του
Δεκεμβρίου του 2012 εφόσον θα έπρεπε να προηγηθεί η τραπεζική ένωση και
η επίβλεψη του ευρωπαϊκού συστήματος από την ΕΚΤ που έχει σχεδιασθεί
για το 2014. Αλλωστε οι αντιθέσεις μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κρατών
καθιστούν αβέβαιο τον τρόπο εφαρμογής αλλά και τον αν η
ανακεφαλαιοποίηση θα αφορά και τα παρελθόντα χρέη ή μόνο τα μελλοντικά.
Τέλος η συμμετοχή μόνο των κατόχων των ομολόγων δεν θα ήταν επαρκής
διότι στο σύνολο των υποχρεώσεων των τραπεζών, το διαπραγματεύσιμο χρέος
που εκφραζόταν σε ομόλογα τον Δεκέμβριο του 2012 δεν υπερέβαινε το 1,8
δις.
Αντίστοιχα
τα προβλήματα των τραπεζικών τομέων της Ελλάδας, της Ισπανίας, και της
Πορτογαλίας είναι διαφορετικά και σχετικά μικρότερα από αυτά της Κύπρου.
Ετσι οι ανάγκες για ανακεφαλαιοποίηση αντιστοιχούν από 7 % του Α.Ε.Π
για την Πορτογαλία, 10 % για την Ισπανία και 26 % για την Ελλάδα.
Από την άλλη πλευρά οι κυρίαρχες ιμπεριαλιστικές χώρες επέλεξαν αυτό το μοντέλο
- για να πλήξουν τον τραπεζικό τομέα όχι μόνο της Κύπρου αλλά μακροπρόθεσμα και άλλων φορολογικών παραδείσων και χρηματοπιστωτικών κέντρων και να ενισχύσουν τη συγκέντρωση κεφαλαίων στα δικά τους τραπεζικά συστήματα. Τα τελευταία χρόνια που εξελίσσεται η κρίση στην Ευρωζώνη βλέπουμε μία επαναφορά τραπεζικών καταθέσεων και κεφαλαίων στα τραπεζικά συστήματα της Γερμανίας της Γαλλίας αλλά και άλλων χωρών.
- ως ενδεχόμενο αξιοποίησης της κατάσχεσης ενός τμήματος των καταθέσεων στις «προβληματικές» χώρες για το ξεπέρασμα της κρίσης του τραπεζικού τομέα και της κρίσης δημόσιου χρέους.
Η
κατεύθυνση αυτή αντανακλά μία ενδεχόμενη στροφή η οποία καταδεικνύει
και το μέγεθος των αντιφάσεων της Ευρωζώνης αλλά και τις αντιφατικές και
αντιθετικές στρατηγικές μεταξύ των αστικών κρατών. Η ίδια η Ευρωζώνη
ενέτεινε τις αποκλίσεις μεταξύ των κρατών που συμμετέχουν σε αυτήν. Η
εκδήλωση της κρίσης όξυνε αυτές τις αποκλίσεις και κατέστησε εντελώς
απρόθυμες τις αστικές τάξεις των κυρίαρχων ιμπεριαλιστικών κρατών να
συμβάλλουν στην διαχείριση της κρίσης με την αύξηση των απαιτούμενων
μεταβιβάσεων για την άμβλυνση των επιπτώσεων προς τις χώρες του Νότου.
Ετσι οι μεθοδολογίες που ακολουθούν έχουν σα στόχο να αναδιαρθρώσουν τις
οικονομίες των κρατών υπό κρίση με την εσωτερική υποτίμηση, την
περικοπή του χρέους εις βάρος ακόμα και των αστικών τάξεων και των
αστικών στρωμάτων των «προβληματικών» κρατών εξετάζοντας όπως φαίνεται
ακόμα και ύστατα μέτρα όπως είναι η κατάσχεση των καταθέσεων.
Τα
μέτρα τα οποία πάρθηκαν για την περικοπή των κυπριακών καταθέσεων αν
και εμφανίζονται ως εξαιρετικά διαμορφώνουν ως πιθανό ένα αδιανόητο
μέχρι τώρα ενδεχόμενο – το οποίο σήμερα μπορεί να μη εμφανίζεται ως το
επικρατέστερο αλλά είναι υπαρκτό – την περικοπή των τραπεζικών
καταθέσεων ακόμα και για ποσά κάτω των 100.000 ευρώ. Το ενδεχόμενο αυτό
θα εντείνει περαιτέρω την αστάθεια του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος
ιδιαίτερα εκείνων των χωρών που σήμερα αντιμετωπίζουν την οξύτερη κρίση.
Η
επιλογή των κυρίαρχων ιμπεριαλιστικών κρατών και ιδιαίτερα της
Γερμανίας να αξιοποιήσουν την Κύπρο υποδειγματικά ως πεδίο εφαρμογής
ενός νέου ενδεχόμενου μοντέλου διαχείρισης της κρίσης, λόγω του μικρού
οικονομικού μεγέθους της και του μοντέλου οικονομικής της ανάπτυξης,
σηματοδοτεί την επιλογή των κρατών αυτών όχι μόνο να μην επωμιστούν ένα
μέρος από τα βάρη της κρίσης αλλά να επωφεληθούν ταυτόχρονα από αυτήν.
Την
ίδια στιγμή και από την αντίδραση της κυπριακής αστικής τάξης, αλλά και
των άλλων χωρών της περιφέρειας της Ευρωζώνης, έγινε κατανοητό ότι για
τις αστικές τάξεις των κρατών της Ευρωζώνης ακόμα και αυτές των
«προβληματικών» κρατών η έξοδος από την Ευρωζώνη δεν αποτελεί μία
προνομιούχο επιλογή.
Η
περίπτωση της Κύπρου είναι χαρακτηριστική, παρά το γεγονός ότι 1) για
την Κύπρο θα ήταν πιο εύκολο να βγει από την Ευρωζώνη λόγω μεγέθους και
δομής της οικονομίας, 2) η διαχείριση του τραπεζικού της συστήματος
παράγει ένα μεγάλο οικονομικό πλήγμα στην κυπριακή αστική τάξη και στα
σύμμαχα στρώματα της αλλά και συνολικά στην κυπριακή οικονομία, η
παραμονή στην Ευρωζώνη παρέμεινε η κυρίαρχη στρατηγική στην οποία
συμμετείχε και το ΑΚΕΛ (με την δικιά του ανοχή έγινε αποδεκτό το δεύτερο
σχέδιο συμφωνίας που από ορισμένες πλευρές ήταν χειρότερο από το πρώτο
ειδικά για την κυπριακή αστική τάξη).
Ολες
οι προσπάθειες για την εξεύρεση εναλλακτικής χρηματοδότησης, είτε από
την Ρωσία, είτε από την υποθήκευση των μελλοντικών πόρων από το φυσικό
αέριο έπεσαν στο κενό. Ετσι η δεύτερη συμφωνία οδήγησε σε κατάσχεση των
καταθέσεων για ποσά άνω των 100 000 ευρώ σε ύψος που μπορεί να ξεπεράσει
το 50 %, την απώλεια των δύο τραπεζών από τους μετόχους τους, την
εκχώρηση «δωρεάν» στην τράπεζα Πειραιώς των θυγατρικών των κυπριακών
τραπεζών στην Ελλάδα, και την υποβάθμιση του ρόλου της Κύπρου ως
περιφερειακού χρηματοπιστωτικού κέντρου. Ταυτόχρονα οδηγεί de facto στον
περιορισμό του κυπριακού τραπεζικού συστήματος, με μία και μόνο κίνηση
την διαλυτοποίηση και τη συγχώνευση της Λαϊκής Τράπεζας με την Κύπρο.
Η
αναδιάρθρωση και ο περιορισμός του κυπριακού τραπεζικού τομέα θα έχει
σημαντικές επιπτώσεις στην κυπριακή οικονομία. Στην πραγματικότητα λόγω
της διαχρονικής μείωσης της βιομηχανίας αλλά και της υποχώρησης του
ειδικού βάρους του τουρισμού η κυπριακή οικονομία έχει λίγους δυνητικούς
τομείς πολλαπλασιαστές της ανάπτυξης βραχυπρόθεσμα.[9]
Η προστιθέμενη αξία ανά οικονομικό τομέα στην Κύπρο σχετίζεται σε
σημαντικό βαθμό άμεσα ή έμμεσα με την λειτουργία του χρηματοπιστωτικού
συστήματος. Ενα ποσοστό 9 % της προστιθέμενης αξίας αφορά σε
δραστηριότητες διαμεσολάβησης χρηματοοικονομικών υπηρεσιών (εξίσου υψηλό
με αυτό της Μ. Βρετανίας) και ένα άλλο 36 % της ακαθάριστης
προστιθέμενης αξίας προέρχεται από τον τομέα των κατασκευών (ο οποίος
τροφοδοτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την χορήγηση στεγαστικών δανείων). Η
σωρευτική πτώση του Α.Ε.Π τα επόμενα χρόνια και η αύξηση της ανεργίας θα
είναι σημαντική.
Ποιοι
είναι οι λόγοι που η κυπριακή αστική τάξη υποχρεώθηκε σε άτακτη
υποχώρηση με σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομική της ισχύ 1) Είναι
πιθανόν ότι η έξοδος από την Ευρωζώνη θα είχε μεγαλύτερες επιπτώσεις
στην οικονομική της ισχύ στο βαθμό που από μόνη της όχι μόνο δεν θα
επίλυε τα προβλήματα από το πλήγμα στο τραπεζικό της τομέα αλλά αν δεν
συνοδευόταν από τα κατάλληλα μέτρα όπως η εθνικοποίηση του τραπεζικού
συστήματος και οι δρακόντειοι περιορισμοί στην κυκλοφορία κεφαλαίων
πιθανόν να οδηγούσε σε κατάρρευση όλου του συστήματος. Ομως η
εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και η θέσπιση αυστηρών
περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων πλήττουν τον ίδιο τον χαρακτήρα της
κυπριακής αστικής τάξης στο εσωτερικό της νεοφιλελεύθερης διεθνοποίησης
κεφαλαίου 2) Η έξοδος από την Ευρωζώνη με τις οικονομικές επιπτώσεις που
θα είχε σε μία πρώτη φάση, κάτω από το βάρος του λαϊκού καταναγκασμού
και με ραγδαία αναπτυσσόμενη την κοινωνική δυσαρέσκεια θα είχε
απρόβλεπτες επιπτώσεις στις σχέσεις εκπροσώπησης του συνασπισμού
εξουσίας και στο εσωτερικό του κομματικού συστήματος που είναι πολύ ποιο
στενά συνδεδεμένο στην Κύπρο από ότι στην Ελλάδα με την καπιταλιστική
οικονομική δραστηριότητα δημιουργώντας ακόμα μεγαλύτερους κινδύνους για
τον συνασπισμό εξουσίας 3) Η έξοδος από την Ευρωζώνη δεν θα ήταν προς
όφελος των διεθνών συμμαχιών και του οικονομικού ρόλου που θα ήθελε να
παίξει η κυπριακή αστική τάξη. Η προσπάθεια να βρει οικονομικό και
πολιτικό στήριγμα στη Ρωσία αλλά και να αξιοποιήσει ως διαπραγματευτικό
αντάλλαγμα τα κοιτάσματα φυσικού αερίου, έπεσαν στο κενό. Και αυτό διότι
στην παρούσα φάση η αλληλοσύνδεση και η αλληλεξάρτηση των
ιμπεριαλιστικών κέντρων παίζουν σημαντικότερο ρόλο από ότι οι αντιθέσεις
και οι ανταγωνισμοί. Ετσι από την μια μεριά για την Ρωσία δεν ήταν
κάποιο ιδιαίτερο πλήγμα η περικοπή των ρωσικών καταθέσεων για τους
λόγους που αναλύσαμε παραπάνω, ενώ οι εμπορικές και άλλες συναλλαγές
μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας αλλά και γενικότερα της Ευρωζώνης είναι πολύ
που ουσιώδης για να διαταραχθούν για το θέμα της Κύπρου. Την ίδια
στιγμή το οικονομικό μέγεθος της Τουρκίας την καθιστά ένα παράγοντα ποιο
οικονομικά σημαντικό για την Ρωσία σε σχέση με την Κύπρο.
Οπως
προαναφέραμε μέσα από αυτή τη διεργασία κατέρρευσαν πολλά ιδεολογήματα
1) ότι μπορεί να διαμορφωθεί κάποιος συνασπισμός των χωρών του Νότου
απέναντι στη Γερμανία. και ότι υπάρχει κάποια σημαντική αντίθεση σε
ζητήματα διαχείρισης της κρίσης μεταξύ των ηγετικών τμημάτων της
γαλλικής αστικής τάξης και της Γερμανίας. Ομως οι πρώτες χώρες που
έσπευσαν να υποστηρίξουν το bail in των κυπριακών τραπεζών ήταν η
Γαλλία, η Ισπανία και η Ιταλία. 3) Οτι μπορούν να εξευρεθούν συμμαχίες
στο πλαίσιο του γερμανικού πολιτικού συστήματος. Ομως με εξαίρεση το de
Linke (που ακόμα και αυτό στήριξε την κατάσχεση των μεγάλων καταθέσεων)
όλες οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις υπερακόντισαν και έθεσαν ως όρο την
μη διάθεση των κυπριακών τραπεζών «με χρήματα των Γερμανών
φορολογουμένων». 4) Οτι η Γερμανία έχει σα στόχο είτε την έξοδο της από
την Ευρωζώνη είτε ακόμα περισσότερο την έξοδο των περιφερειακών κρατών
από τη ζώνη του Ευρώ. Η Γερμανία, για την ακρίβεια η γερμανική αστική
τάξη θα είναι η κατ εξοχήν χώρα η οποία θα πληγεί από την έξοδο από το
ευρώ ή από την διάλυση της Ευρωζώνης. Θα πληγεί με δύο τρόπους [10]
πρώτον λόγω της απώλειας κεφαλαίων που αφορούν περιουσιακά στοιχεία
(ομόλογα και άλλους τίτλους) που έχουν εκδώσει κράτη και επιχειρήσεις
της Ευρωζώνη και βρίσκονται στην κατοχή Γερμανικών επιχειρήσεων,
τραπεζών και ιδιωτών, και δεύτερο απώλειες ανταγωνιστικότητας λόγω της
ανατίμησης του «νέου μάρκου» έναντι των νομισμάτων των άλλων κρατών της
πρώην Ευρωζώνης.
Οι
απώλειες της Γερμανίας από την διάλυση της Ευρωζώνης εκτιμούνται σε μία
μείωση 3.9 % του Α.Ε.Π κατ έτος οφειλόμενη στην μείωση των εξαγωγών
λόγω ανατίμησης του μάρκου ενώ η εφ άπαξ μείωση του Α.Ε.Π κατά την
στιγμή της διάλυσης θα ανέλθει σε 21 % του Α.Ε.Π. λόγω απωλειών
κεφαλαίου που είναι τοποθετημένα σε ξένους τίτλους. Για τους παραπάνω
λόγους η Γερμανία θα είναι η κατ εξοχήν χαμένη από την διάλυση της
Ευρωζώνης και για αυτό δεν υπάρχει καμία αστική ή και ρεφορμιστική
πολιτική δύναμη στην Γερμανία που να υποστηρίζει τη διάλυση της και την
έξοδο της Γερμανίας από αυτήν.
5)
Η Γερμανία στην παρούσα φάση δεν επιλέγει την εξώθηση κάποιας από τις
αστικές τάξεις των «προβληματικών» κρατών από την Ευρωζώνη πόσο μάλλον
το σύνολο τους. Αυτό που προσπαθεί να κάνει – και όχι μόνη της – είναι
να επιβάλλει τη ποιο συμφέρουσα σε αυτήν – αλλά και πιθανότατα στο
μακροπρόθεσμο καπιταλιστικό - ιμπεριαλιστικό συμφέρον- λύση. Θέλει να
αποσπάσει τις μεγαλύτερες δυνατές ωφέλειες από την ύπαρξη της Ευρωζώνης
και τις αποκλίσεις και την ανομοιογένεια που αυτή διευρύνει χωρίς να
πληρώσει ένα μέρος του τιμήματος.
Ωστόσο
η πολιτική αυτή επιταχύνει τα ενδεχόμενα διάλυσης και σχίσματος στην
Ευρωζώνη. Αν σήμερα η Γερμανική αστική τάξη και οι αστικές τάξεις των
ιμπεριαλιστικών κρατών δεν πληρώσουν ένα σημαντικό μέρος του τιμήματος
με τη μορφή άμεσων μεταβιβάσεων – και είναι κάτι που δεν πρόκειται να
κάνουν – η Ευρωζώνη σε μεγάλο βαθμό διακυβεύεται. Ηδη η κατάσχεση των
καταθέσεων ακόμα και σε μία μικρή οικονομία αποδιοργανώνει μία από τις
απαραβίαστες ιδεολογικές και οικονομικές σταθερές του νεοφιλελεύθερου
υποδείγματος.
Επιπρόσθετα
ορισμένα από τα μέτρα που εμπεδώθηκαν στην Κύπρο αμφισβητούν την ίδια
την έννοια του ευρώ, ως ενός νομίσματος το οποίο κυκλοφορεί παντού και
είναι πλήρως ανταλλάξιμο. Επί της ουσίας οι περιορισμοί κίνησης
κεφαλαίων δημιούργησαν βραχυπρόθεσμα δύο ευρώ. Ενα της Κύπρου με
περιορισμένη κυκλοφορία και δυνατότητα ανταλλαγής και ένα της υπόλοιπης
Ευρωζώνης. Ταυτόχρονα αυτά τα έκτακτα μέτρα καταρρίπτουν άθελα τους έναν
από τους θεμέλιους μύθους της νεοφιλελεύθερης πολιτικής ότι την εποχή
της παγκοσμιοποίησης είναι αδύνατη η επιβολή μέτρων περιορισμού και
ελέγχου της κυκλοφορίας του κεφαλαίου. Ομως αν κατέδειξε μεταξύ άλλων
κάτι σημαντικό η κρίση στην Κύπρο είναι ότι ο έλεγχος της ροής κεφαλαίων
από το κράτος μπορεί να λειτουργήσει. [11]
Το διάστημα από 16 – 29 Μαρτίου οι έλεγχοι στην κυκλοφορία κεφαλαίων
λειτούργησαν έστω εν μέρει. Είναι γεγονός ότι οι έλεγχοι δεν ήταν
πλήρεις και το σύστημα στεγανοποιημένο, έτσι υπήρξε σημαντική εκροή
καταθέσεων που πιθανόν να υπερβαίνουν τα 5 δις ευρώ. Οι εκροές αυτές
υλοποιήθηκαν [12]
κυρίως από τις θυγατρικές των κυπριακών τραπεζών, στη Μ. Βρετανία και
στη Ρωσία που αντίθετα από τις μητρικές εταιρείες παρέμειναν εν
λειτουργία αλλά και αξιοποιώντας τις εξαιρέσεις για τις μεταβιβάσεις
κεφαλαίων που προβλέπονταν από την Ε.Κ.Τ.
Το
αποτέλεσμα αυτών των εκροών κεφαλαίων είναι η περικοπή καταθέσεων άνω
των 100 000 να αφορά μικρότερη καταθετικό σύνολο και να ξεπεράσει το 50 %
έναντι αρχικής πρόβλεψης 30 %. Σαν αποτέλεσμα αυτή η υψηλή περικοπή που
παίρνει τη μορφή μίας καθολικής κατάσχεσης μπορεί να οδηγήσει σε
περαιτέρω εκροή κεφαλαίων όταν μετά από κάποιο χρονικό διάστημα θα
αρθούν οι περιορισμοί στους ελέγχους στις κινήσεις κεφαλαίων. Μία τέτοια
κατάσταση εάν δημιουργήσει μία ευρύτερη ανησυχία στους καταθέτες για τα
τραπεζικά συστήματα της Ισπανίας και της Ιταλίας μπορεί να
αποσταθεροποιήσει και το τραπεζικό σύστημα αυτών των κρατών.
Ωστόσο
είναι σαφές ότι δεν επιβεβαιώνονται τα κυρίαρχα ιδεολογήματα των
διεθνών ιμπεριαλιστικών οργανισμών ότι οι περιορισμοί στις ροές
κεφαλαίων θα ήταν αδύνατοι ή θα δημιουργούσαν μια γενικότερη οικονομική
κατάρρευση.
Η
εξέλιξη αυτή καταδεικνύει ότι η έξοδος από το Ευρώ, είναι ποιο απλή και
λιγότερο καταστροφική από ότι διατείνονται αστικές και ρεφορμιστικές
δυνάμεις.
Ταυτόχρονα
η στροφή στη διαχείριση της κρίσης από τις κυρίαρχες ιμπεριαλιστικές
δυνάμεις εμπεριέχει αρκετές περιπλοκές. Υπάρχει σημαντική διαφορά στην
περικοπή της αγοράς ομολόγων έναντι της κατάσχεσης καταθέσεων. Ενώ οι
εκτεταμένοι περιορισμοί κεφαλαίων υπονομεύουν τουλάχιστον για ορισμένες
χώρες τη σημασία της θέσης τους εντός της Ευρωζώνης.
Την ίδια στιγμή η μεθοδολογία διαχείρισης της Κυπριακής κρίσης διαμορφώνει μία τομή. [13]Μακροπρόθεσμα
η κατάσχεση καταθέσεων είναι αντιπαραγωγική γιατί υπονομεύει μία βασική
πλευρά της λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος τη σχέση εμπιστοσύνης
μεταξύ της τράπεζας και του καταθέτη. Η υπονόμευση αυτής της σχέσης θα
επιτείνει ενδεχομένως την αστάθεια ειδικά στις χώρες που είναι
εκτεθειμένες στην κρίση δημιουργώντας όρους επιδείνωσης.
Αν
και το σχέδιο που επιβλήθηκε στην Κύπρο σχετίζεται σε σημαντικό βαθμό
με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, τα κυρίαρχα ιμπεριαλιστικά κράτη
στην Ευρωζώνη, θα εξέταζαν την επέκταση – αν και αντιπαραγωγική σε
τελική ανάλυση ακόμα και τους δικούς τους στόχους – ενός τέτοιου
μοντέλου διαχείρισης που να περιλαμβάνει και περικοπή καταθέσεων αν η
κρίση οξυνθεί. Για τις αστικές τάξεις των κυρίαρχων ιμπεριαλιστικών
κρατών, θα μπορούσε ένα τέτοιο μοντέλο να είναι ελκυστικό α) γιατί κατά
ένα βαθμό οι ανάγκες χρηματοδότησης των προγραμμάτων «διάσωσης» θα
μετατοπίζονταν στους καταθέτες και έτσι τα χρηματοδοτικά μεγέθη των
απαιτούμενων προγραμμάτων θα ήταν μικρότερα β) διότι αυτού του τύπου τα
προγράμματα ενδεχομένως θα μείωναν το ρίσκο που παράγει η άμεση
διασύνδεση των αναγκών ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών με το δημόσιο
χρέος γ) διότι θα ευνοούσε τη συσπείρωση κοινωνικών στρωμάτων κάτω από
το ηγεμονικό πρόγραμμα των αστικών τάξεων στα ιμπεριαλιστικά κράτη.
Προγράμματα στα οποία θα μετείχαν και οι ιδιώτες καταθέτες στη «διάσωση»
των τραπεζών, θα ήταν περισσότερα αποδεκτά από του ψηφοφόρους ειδικά σε
χώρες όπου η κοινή γνώμη εμφανίζεται απρόθυμη στο να συμμετάσχει το
εθνικό κράτος σε χρηματοδότηση των «προβληματικών» κρατών και δ) διότι η
αποδυνάμωση των τραπεζικών συστημάτων των χωρών της περιφέρειας
διευκολύνει την συγκέντρωση κεφαλαίων στις χώρες του ιμπεριαλιστικού
κέντρου και ταυτόχρονα την δημιουργία καλύτερων προϋποθέσεων διείσδυσης –
ενσωμάτωσης από αυτές στα τραπεζικά συστήματα των περιφερειακών κρατών
της Ευρωζώνης.
Απέναντι
σε αυτές τις διεργασίες που βαθύνουν την κρίση για τις χώρες που του
Νότου της Ευρωζώνης αλλά και φέρνουν ένα βήμα πιο κοντά τα ενδεχόμενα
διάλυσης της οι κυρίαρχες δυνάμεις της αριστεράς όχι μόνο δεν αρθρώνουν
ένα πρόγραμμα αντίστασης αλλά επί της ουσίας υποστηρίζουν τις
αντιδραστικές αστικές επιλογές. Κατ αρχήν το ΑΚΕΛ, από την θέση του στο
κυβερνητικό κέντρο της Κύπρου την προηγούμενη πενταετία, αλλά και από τη
συνολικότερη θέση του στο πολιτικό επιχειρηματικό σύμπλεγμα των
κυπριακών ελίτ, αποτέλεσε έναν εκ των βασικών οργανωτών της τροχιάς
ανάπτυξης του κυπριακού καπιταλισμού ειδικά μετά την ένταξη της Κύπρου
στην Ε.Ε. Κατέστη επίσης εμφανές ότι όλη η διαδικασία «διαπραγμάτευσης»
της κυβέρνησης Χριστόφια, ουσιαστικά εμπεριείχε τις περισσότερες αν όχι
το σύνολο των ρυθμίσεων που συμπεριλήφθηκαν στο πρώτο σχέδιο συμφωνίας
της 16 Μαρτίου 2013 ακόμα και το ενδεχόμενο της περικοπής καταθέσεων.
Τα
ηγεμονικά αστικά κοινωνικά στρώματα που εκπροσωπεί το ΑΚΕΛ, όπως φάνηκε
καθ όλη την διάρκεια της κυβερνητικής του πορείας αλλά ειδικά μετά την
εξέλιξη της κρίσης ήταν στρατηγικά προσανατολισμένα στη νεοφιλελεύθερη
διεθνοποίηση και στην στρατηγική ανάπτυξης του κυπριακού καπιταλισμού
που ήταν συνδεδεμένη με την ένταξη και την παραμονή της Κύπρου στην Ε.Ε.
και στην Ευρωζώνη. Ακόμα και μετά το πρώτο όχι του κυπριακού
κοινοβουλίου κάτω από το καθεστώς της διπλής πίεσης πρωτίστως από το
ενδεχόμενο αποδυνάμωσης – αποδιάρθρωσης του κυπριακού τραπεζικού
συστήματος και των αστικών στρωμάτων που είναι συνδεδεμένα μαζί του αλλά
και της λαϊκής πίεσης, ο «κίνδυνος» εξόδου από την Ευρωζώνη οδήγησε
στην ανοχή και επί της ουσίας στήριξης του δεύτερου – από πολλές πλευρές
χειρότερου – σχεδίου.
Αντίστοιχα
το ΑΚΕΛ επεχείρησε όλο το προηγούμενο διάστημα να συσφίξει τις σχέσεις
της Κύπρου με την ρώσικη αστική τάξη χωρίς όμως και αυτό φάνηκε ξεκάθαρα
στην όξυνση της κρίσης ούτε να μπορεί ούτε να έχει την διάθεση να
επενδύσει σε μία ενδεχόμενη αντίθεση μεταξύ ρώσικού και ευρωπαϊκού
ιμπεριαλισμού αλλά και να αποκλίνει από την βασική αστική στρατηγική
ενσωμάτωσης υπό κάθε όρο στην Ε.Ε και παραμονής στην Ευρωζώνη.
Από
την άλλη πλευρά ο ΣΥΡΙΖΑ ακολούθησε μία εντελώς ερασιτεχνική αλλά και
αντιφατική στάση. Προϊόν των αντιφάσεων του αλλά και του βαθμού που
είναι εγκλωβισμένος α) στη νεοφιλελεύθερη ευρωστρατηγική β) στην
πολιτική του κυβερνητισμού και του εκλογικισμού και γ) στην στρεβλή
ανάγκη να απευθυνθεί σε ένα «εθνικό ακροατήριο» με όρους της κυρίαρχης
ιδεολογίας.
Ο
ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι καθόλου άμοιρος της κατασκευής «μύθων» που
διευκολύνουν την πολιτική του στρατηγική αλλά περισσότερο από όλα
διευκολύνουν την κυριαρχία της βασικής αστικής στρατηγικής. Μύθοι όπως
α) οι καταστροφικές συνέπειες από την έξοδο από το ευρώ β) οι
δυνατότητες διαπραγμάτευσης των μνημονίων ή και πολύ περισσότερο της
απόρριψης τους εντός της Ευρωζώνης, που υποτίθεται θα βασίζονταν στον
«εκβιασμό» που θα ασκούσε στα ιμπεριαλιστικά κράτη, μία κυβέρνηση της
αριστεράς και το αδύνατο της αποπομπής ενός κράτους της Ευρωζώνης λόγω
των υποτιθέμενων κατακλυσμικών συνεπειών που θα είχε αυτό το γεγονός
στις διεθνείς αγορές γ) η δυνατότητα της συγκρότησης ενός μετώπου των
χωρών του Νότου και των αντίστοιχων πολιτικών δυνάμεων στο εσωτερικό της
Ευρωζώνης και δ) οι «εθνικιστές» παρεκκλίσεις και ανταγωνισμοί μεταξύ
των χωρών και των λαών της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης που υποθετικά θα
πυροδοτούσε η έξοδος από την Ευρωζώνη και η αποκατάσταση εθνικής
νομισματικής πολιτικής ειδικά μεταξύ των χωρών του Νότου οι οποίες θα
ανταγωνίζονταν για την διεκδίκηση των ίδιων αγορών με όπλο τη
νομισματική υποτίμηση ε) ότι υπάρχει σήμερα ένα υποτιθέμενο «κόμμα της
δραχμής» στο οποίο εντάσσονται από τμήματα της αστικής τάξης και των
επίσημων αστικών κομμάτων μέχρι τμήματα της άκρας αριστεράς. Κατ αυτό
τον τρόπο επιχειρεί να μεταμορφώσει μία ολόκληρη στρατηγική αριστερής
ριζοσπαστικής εξόδου από την Ευρωζώνη και την Ε.Ε σε μία καρικατούρα
νομισματικού φετιχισμού και εξυπηρέτησης των αστικών συμφερόντων.
Ετσι
αφού όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα, ανέδειξε τα πλεονεκτήματα της
διαπραγμάτευσης που έκανε το ΑΚΕΛ, αλλά και τα βελτιωμένα
χαρακτηριστικά του κυπριακού μνημονίου που προετοίμαζε το ΑΚΕΛ έσπευσε
να ενσωματώσει στην πολιτική στρατηγική του «το περήφανο όχι του
κυπριακού λαού» που εκφράστηκε δια μέσου του κυπριακού κοινοβουλίου.
Ο
ΣΥΡΙΖΑ για να προσκομίσει εντελώς πρόσκαιρα κέρδη στο παιχνίδι των
εντυπώσεων έναντι της τρικομματικής κυβέρνησης έκανε λάθος ανάγνωση ως
προς το τι σήμαινε το πρώτο όχι του κυπριακού κοινοβουλίου, ως προς τον
συσχετισμό δυνάμεων, αλλά και μέχρι που θα ήταν διατεθειμένη να φτάσει η
κυπριακή αστική τάξη αλλά και οι αστικές τάξεις των ιμπεριαλιστικών
κρατών. Ετσι η αποδοχή του δεύτερου σχεδίου από το κυπριακό κοινοβούλιο
όχι μόνο ανέδειξε την φτώχια της πολιτικής στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ αλλά
και κάτι το οποίο επισημαίνουμε εδώ και καιρό : Πολιτικές δυνάμεις
και πολιτικές στρατηγικές που δεν είναι έτοιμες ή και δεν έχουν διάθεση
να έρθουν σε πλήρη ρήξη με το σύστημα ιμπεριαλιστικών σχέσεων στη
παρούσα φάση διακυβεύουν σε επίπεδο «διαπραγματεύσεων» αλλά και
διαχείρισης των κρίσεων ανάλογα ή και χειρότερα αποτελέσματα από ότι οι
παραδοσιακές αστικές πολιτικές δυνάμεις.
Την
ίδια στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνοντας να συμμετάσχει το ελληνικό κράτος στη
διάσωση των κυπριακών τραπεζών με ένα ποσό της τάξης των 2 δις ανέτρεψε
επί της ουσίας μία βασική αριστερή θέση ότι για την διάσωση των
τραπεζών δεν πρέπει να πληρώνουν οι λαϊκές τάξεις παρά μόνο υπό την
προϋπόθεση της εθνικοποίησης τους. Επιπρόσθετα με την ασαφή καταγγελία
της κατάσχεσης καταθέσεων ακόμα και μεγάλου ύψους ήρθε σε αντίθεση με
μία στρατηγική αριστερή θέση που ακόμα και στελέχη προερχόμενα από το
χώρο του σε ορισμένες περιπτώσεις αναδείκνυαν ότι η διέξοδος από την
κρίση εις όφελος των λαϊκών στρωμάτων περιλαμβάνει και την αναδιανομή
και την αξιοποίηση του συσσωρευμένου πλούτου και μεταξύ αυτών ενδεχόμενα
κατάσχεση τμήματος των μεγάλων καταθέσεων εις όφελος της κρατικής
οικονομικής πολιτικής.
Ταυτόχρονα
συσκότισε τη φύση της ταξικής διάρθρωσης της κυπριακής κοινωνίας, το
μοντέλο ανάπτυξης της που είχε διαφορετικά χαρακτηριστικά από αυτά του
ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, τα όρια και το υπόστρωμα του κυπριακού
«όχι» σπεύδοντας να υιοθετήσει τις αμφιταλαντεύσεις της κυπριακής
αστικής τάξης στη βάση της κοινής «εθνικής» αφετηρίας και κληρονομιάς
έτσι ώστε να ενεργοποιήσει ένα πολιτικό ακροατήριο με «εθνικές» αναφορές
σε πλήρη αντίθεση με την αιτιολόγηση της παραμονής στην ευρωζώνη από τη
σκοπιά του «διεθνιστικού ευρωπαϊσμού» που προσχηματικά διακήρυσσε.
Από
την πλευρά του ΚΚΕ, συμβάλλει σημαντικά στην δημιουργία σύγχυσης αλλά
και ενίσχυσης της αστικής επιχειρηματολογίας. Αναδεικνύοντας το γεγονός
ότι η παραμονή ή όχι εντός της Ευρωζώνης αφορά διαφορετικές στρατηγικές
τμημάτων της αστικής τάξης υποτιμώντας και διαβάλλοντας το μέγεθος της
ρήξης που θα παράγει η έξοδος από την Ευρωζώνη, υπονομεύει την αριστερή
πολιτική στρατηγική, συγκαλύπτοντας με υπεραριστερή ρητορεία τα άμεσα
καθήκοντα οικοδόμησης μίας πολιτικής συμμαχίας για την έξοδο από την ΟΝΕ
και την Ε.Ε.
Η
ανάπτυξη, η εξέλιξη και η διαχείριση της κυπριακής κρίσης αποτελεί μία
επιπλέον στιγμή της εξέλιξης της κρίσης της Ευρωζώνης. Καθιστά ακόμα
περισσότερο διαυγές ότι δεν υπάρχει μία ενιαία και ομοιογενής έξοδος από
την κρίση που να έχει ταυτόχρονα πλεονεκτήματα, για το σύνολο των
τάξεων ενός εθνικού κοινωνικού σχηματισμού, ή και τα ίδια πλεονεκτήματα
για το σύνολο των αστικών τάξεων στο εσωτερικό της Ευρωζώνης. Καθιστά
επίσης σαφές ότι το βασικό εναλλακτικό σχέδιο που υφίσταται σήμερα
απέναντι στην κυρίαρχη αστική στρατηγική αποτελεί ένα αριστερό
ριζοσπαστικό σχέδιο διεξόδου από την κρίση με εργατική ηγεμονία και
καταναγκασμό και καταπίεση των αστικών στρωμάτων και των στρατηγικών που
τα εκπροσωπούν. Ενα τέτοιο αριστερό πρόγραμμα θα προϋπέθετε ρήξη και
αποδέσμευση από τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις όπως η Ευρωζώνη και η Ε.Ε.
που εκφράζουν συνισταμένες των συμβιβασμών, αντιθέσεων και των ιεραρχιών
των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων. Παρά το πολύ μεγάλο θόρυβο που γίνεται
για το ρόλο του «εθνικού νομίσματος» και το «κόμμα της δραχμής» η
αποκατάσταση εθνικής νομισματικής πολιτική αποτελεί ένα μόνο και όχι το
βασικότερο στοιχείο ενός τέτοιου προγράμματος.
Τα βασικά του στοιχεία ενός τέτοιου προγράμματος αποτελούν
- η εθνικοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η λειτουργία σε μία ενιαία υπό δημόσια ιδιοκτησία τράπεζα,
- η διαγραφή του δημόσιου χρέους
- η εθνικοποίηση των μεγάλων παραγωγικών μονάδων και την λειτουργία τους υπό κρατικό σχεδιασμό,
- η κοινωνικοποίηση μικρότερων παραγωγικών μονάδων που βρίσκονται σε κρίση ή υπό καθεστώς εκκαθάρισης και την λειτουργίας τους από τους εργαζόμενους με καθεστώς αυτοδιεύθυνσης,
- η αποτελεσματική εφαρμογή των ελέγχων κεφαλαίων, η φορολόγηση των μεγάλων εισοδημάτων και της μεγάλης περιουσίας και μεταξύ αυτής και των υψηλών καταθέσεων
- και πρωτίστως ο συλλογικός και κοινωνικός σχεδιασμός της οικονομίας υπό τη διεύθυνση του κράτους.
Το
ζήτημα της αποκατάστασης της εθνικής νομισματικής πολιτικής έχει και
αυτό να συμβάλλει σε ένα τέτοιο πρόγραμμα, αμβλύνοντας τις πιέσεις που
μεταφέρει στις εργαζόμενες τάξεις το κοινό νόμισμα που όταν λειτουργεί
μεταξύ κρατών και περιοχών άνισων επιπέδων παραγωγικότητας καθιστώντας
την βασική μεθοδολογία εξισορρόπησης των ελλειμμάτων ανταγωνιστικότητας
την εσωτερική υποτίμηση και την μείωση των μισθών.
Οσο
βαθαίνει η κρίση στην Ευρωζώνη θα αυξάνονται οι πιθανότητες για
σχίσματα στο εσωτερικό της παρά το γεγονός ότι κάτι τέτοιο δεν αποτελεί
βασική επιλογή των κυρίαρχων τάξεων των ιμπεριαλιστικών κρατών αλλά και
γενικότερα των αστικών τάξεων. Δεν μπορεί να αποκλειστεί ωστόσο το
ενδεχόμενο διάλυσης Ευρωζώνης ή αποχώρησης κάποιας χώρας από αυτήν στο
πλαίσιο μίας εναλλακτικής αστικής στρατηγικής υπό το βάρος των
αντιθέσεων, των αντιφάσεων και των αστικών ανταγωνισμών. Είναι επίσης
δεδομένο ότι ενδεχόμενη αποχώρηση μίας χώρας από την Ευρωζώνη καθόλου
δεν θα σημάνει το τέλος του καπιταλισμού στο δεδομένο κοινωνικό
σχηματισμό. Ωστόσο υπάρχει κεφαλαιώδης διαφορά ως προς το χαρακτήρα
μία τέτοιας ρήξης ανάλογα με το ταξικό συσχετισμό δυνάμεων που την
επιβάλλει αλλά και το πρόγραμμα στο πλαίσιο του οποίου εξελίσσεται
δηλαδή αν συμβαίνει υπό εργατικολαική ή υπό αστική ηγεμονία.
Είναι
αλήθεια ότι ακόμα και μεγάλες ρήξεις μπορούν να οδηγήσουν στο αντίθετο
τους όπως έδειξε η κατάληξη της Οκτωβριανής Επανάστασης και των άλλων
σοσιαλιστικών ή αντιιμπεριαλιστικών επαναστάσεων ή να εξυπηρετήσουν την
μακροπρόθεσμη ανανέωση και εκσυγχρονισμό των καπιταλιστικών στρατηγικών
και την σταθεροποίηση και διευρυμένη αναπαραγωγή του συστήματος.
Οι
περισσότερες από τις κοινωνικές κατακτήσεις του εργατικού κινήματος
όπως η μαζική εκπαίδευση, η μείωση του χρόνου εργασίας, η θέσπιση της
κοινωνικής ασφάλισης, η μαζική είσοδος των γυναικών στην αγορά εργασίας
ήταν συμβατές και εξυπηρετούσαν την διευρυμένη αναπαραγωγή του
κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Απαντούσαν σε ανάγκες καλύτερης ειδίκευσης
και παραγωγικοποίησης του συλλογικού εργαζόμενου, αποφυγής της
υπερβολικής και σε τελική ανάλυση αντιπαραγωγικής φθοράς της εργατικής
δύναμης, αύξησης του εργατικού δυναμικού αλλά και σε γενικότερες ανάγκες
νομιμοποίησης και πολιτικής και ιδεολογικής σταθεροποίησης του
καπιταλιστικού συστήματος. Αντίστοιχα η εμπέδωση της αστικής
κοινοβουλευτικής δημοκρατίας υπάκουε και στην έκβαση των ταξικών αγώνων
αλλά ταυτόχρονα καθοριζόταν από τις ανάγκες σταθεροποίησης και αύξησης
της ελαστικότητας και των βαθμών ανοχής του συστήματος για να μπορεί να
αξιοποιήσει όλους τους παραγωγικούς πόρους. Ακόμα και η ρήξη που
σηματοδότησε στην Ελλάδα η πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας που
καθορίστηκε σε ένα μεγάλο βαθμό από την παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα
οδήγησε σε μία μεταπολίτευση που σε τελική ανάλυση διευκόλυνε την
ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού, την διείσδυση του ελληνικού
κεφαλαίου σε μια σειρά περιοχές, την άσκηση ιμπεριαλιστικών λειτουργιών.
Δεν παύει όμως η τομή αυτή να αποτελεί ένα σημαντικό βήμα για το λαϊκό
κίνημα, δεν παύει να αποκρυσταλλώνει και σήμερα σαράντα χρόνια μετά ένα
πολύ καλύτερο ταξικό συσχετισμό δυνάμεων σε σχέση με το αν δεν είχε
συμβεί, ή αν είχε καθοδηγηθεί μέσα από μία διαδικασία ελεγχόμενης,
στεγανοποιημένης αυταρχικής μετάβασης όπως αυτή που επεδίωκε το αστικό
πολιτικό προσωπικό.
Η
έξοδος από την Ευρωζώνη αποτελεί μία τέτοια μεταπολίτευση από τη
«δικτατορία» των νεοφιλελεύθερων αγορών που έχει λίγες πιθανότητες να
πραγματοποιηθεί σήμερα από το αστικό πολιτικό προσωπικό μπορεί και
πρέπει όμως να υλοποιηθεί στο πλαίσιο ενός νέου ταξικού συσχετισμού που
να εγγράφει όψεις της εργατικολαικής ηγεμονίας.
Στη
παρούσα φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού αλλά και ένταση των αντιφάσεων
του, η ρήξη με την Ευρωζώνη στο πλαίσιο μία αριστερής λαϊκής συμμαχίας
και ενός αριστερού ριζοσπαστικού προγράμματος όπως αυτό που περιγράψαμε
παραπάνω, δημιουργεί μεγάλες δυνατότητες για επιτάχυνση των ρήξεων σε
επαναστατική και αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Το ίδιο το πρόγραμμα αυτό
χαρακτηρίζεται από τα αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά του.
Η
συγκέντρωση αριστερών και άλλων κοινωνικών δυνάμεων που υποστηρίζουν
αυτό το πρόγραμμα ανεξάρτητα αν προσδιορίζονται ως επαναστατικές και
αντικαπιταλιστικές ενισχύει τη στρατηγική κατεύθυνση της
αντικαπιταλιστικής ανατροπής και εντάσσεται στη στρατηγική του ενιαίου
αριστερού κοινωνικό πολιτικό μετώπου.
Η
διαχείριση της κυπριακής κρίσης από όλες τις αστικές κοινωνικές και
πολιτικές δυνάμεις εντός και εκτός Κύπρου και Ελλάδας είναι αρκετά
αποκαλυπτική και κατά κάποιο τρόπο υποβοηθητική στο να ξεκαθαρίσουν
πολιτικές στρατηγικές αλλά και θέσεις στο εσωτερικό της ελληνικής
αριστεράς. Πρέπει να επιταχυνθούν οι διαδικασίες για την ανάληψη
πρωτοβουλιών και για τη σύγκλιση εκείνων των δυνάμεων που υποστηρίζουν
την αναγκαιότητα της ανάπτυξης του αριστερού κοινωνικού πολιτικού
μετώπου στη βάση του εργατικού μεταβατικού προγράμματος εξόδου από την
κρίση.
Είναι
επίσης απαραίτητο αριστερές δυνάμεις που υπάρχουν εντός του ΣΥΡΙΖΑ να
ξεκαθαρίσουν χωρίς υπεκφυγές με ποια στρατηγική και με ποιες συμμαχίες
θα αντιμετωπίσουν τα ζητήματα της αριστερής ενότητας γιατί όπως
εξελίσσεται η πολιτική της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ είναι
μακροπρόθεσμα αδύνατη η συνύπαρξη μαζί της παρά μόνο με όρους υποταγής
σε μία αστική και επικίνδυνη πολιτική όπως την ασκεί η ηγεσία του
Συνασπισμού στην παρούσα φάση.
Αντίστοιχα
θα ήταν μεγάλης σημασίας για την υπόθεση του αριστερού μετώπου το ΚΚΕ
να επανεξετάσει την στρατηγική του και την πολιτική συμμαχιών του στη
βάση της ενότητας με άλλες δυνάμεις της αριστεράς στο πλαίσιο του
μεταβατικού προγράμματος ρήξης και ανατροπής. Το γεγονός ότι κάτι τέτοιο
δεν φαίνεται ορατό στην παρούσα φάση δημιουργεί μεγάλα προβλήματα και
εμπόδια στην ανάπτυξη ενός αποτελεσματικού μετώπου αντίσταση και
ανατροπής της αστικής πολιτικής.
[1]
Το παρόν κείμενο αποτελεί τη βάση για την παρέμβαση της Μ. Τσίχλη στην
εκδήλωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ «Κύπρος - Ελλάδα: κοινός αγώνας ενάντια σε ΕΕ και
ΔΝΤ» που έγινε στην Αθήνα στις 8 Απρίλη 2013 [↑]
[4]
Τεχνικά η απειλή που εκφράστηκε ήταν η αναίρεση της παροχής ρευστότητας
στις κυπριακές τράπεζες μέσω του χρηματοδοτικού εργαλείου ELA
(Emergency Liquidity Assistance) Το ELA είναι μηχανισμός χρηματοδότησης ο
οποίος τυπικά ανήκει στη δικαιοδοσία της κεντρικής τράπεζας κάθε χώρας
της Ευρωζώνης (δηλ. η ΚΤΚ χρηματοδοτούσε από καιρό τις τράπεζες που
είχαν ανάγκη ρευστότητας – το ίδιο συμβαίνει στην Ελλάδα σε μεγαλύτερη
κλίμακα), η χρήση του μπορεί όμως να αναιρεθεί με απόφαση του ΔΣ της ΕΚΤ
με πλειοψηφία 2/3. Μια ακύρωση της ρευστότητας αυτής (η οποία φυσικά
παρέχεται διατραπεζικά σε ηλεκτρονική μορφή) θα σήμαινε στην πράξη ότι
οι εμπλεκόμενες κυπριακές τράπεζες, μη έχοντας ηλεκτρονικά «αποθέματα»
ρευστότητας α) δεν θα είχαν δικαίωμα να λάβουν αντίστοιχα μετρητά σε
μορφή χαρτονομισμάτων β) ότι δεν θα μπορούσαν να κάνουν ηλεκτρονικές
διατραπεζικές συναλλαγές οι οποίες διενεργούνται μέσω του συστήματος
TARGET2 το οποίο ελέγχει η ΕΚΤ. Είναι ενδιαφέρον ότι η ΕΚΤ αναφέρθηκε
στην αναίρεση αυτή ως απόφαση του ΔΣ με μια «λακωνική» ανακοίνωση δύο
φράσεων την 21 Μάρτη, ωστόσο αρκετές μέρες νωρίτερα (σύμφωνα με τη
σχετική ειδησεογραφία) το είχαν δηλώσει δημόσια παράγοντες όπως ο Draghi
(πρόεδρος ΔΣ) ή ο Asmussen (απλό μέλος ΔΣ εκ μέρους της Γερμανίας)
χωρίς καμία αναφορά σε οποιαδήποτε απόφαση του ΔΣ. Πράγμα που δίνει μια
ένδειξη για το βαθμό σεβασμού των συλλογικών διαδικασιών και το είδος
των «διασφαλίσεων» που παρέχουν αυτές ακόμα και σε όργανα όπως το ΔΣ της
ΕΚΤ (στα οποία τυπικά εκπροσωπούνται όλα τα κράτη-μέλη). [↑]
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
ΑπάντησηΔιαγραφήTo μάθημα που μας έρχεται απο το κρύο
ΑπάντησηΔιαγραφήiceland bankrupt180-01 57766 95F5K4
Η εμπορική συμφωνία Ισλανδίας – Κίνας
Η μικρή Ισλανδία μας έχει δώσει πολλά μαθήματα. Στη μεγάλη τραπεζική της κρίση χώρισε τις τράπεζες σε «καλές» και «κακές», στις πρώτες προστατεύθηκαν οι καταθέσεις όλων των πολιτών της Ισλανδίας, στις δεύτερες διοχετεύτηκαν όλες οι διεθνείς τυχοδιωκτικές καταθέσεις σε παράγωγα.
Αρνήθηκε να υποταχθεί στις πιέσεις της Ευρ. Ένωσης, της Μεγάλης Βρετανίας και της Ολλανδίας να αναλάβει το ισλανδικό κράτος και οι Ισλανδοί φορολογούμενοι να καλύψουν τις απώλειες των ξένων επενδυτών. Έκανε δημοψήφισμα με το οποίο ο λαός με πλειοψηφία πάνω από 90% υιοθέτησε και νομιμοποίησε την επιλογή αυτή του Προέδρου της Δημοκρατίας ο οποίος είχε έρθει σε σύγκρουση με το κοινοβούλιο της χώρας που είχε δεχτεί το «μνημόνιο» της Ευρ. Ένωσης.
Σήμερα μας έρχεται ένα νέο μάθημα από την μικρή αυτή χώρα. Έγινε το πρώτο ευρωπαϊκό κράτος που υπέγραψε εμπορική συμφωνία με την Κίνα. Κι αυτό γιατί δεν αποτελεί μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία αρνείται να θεωρήσει την Κίνα οικονομία της αγοράς, ώστε να μπορεί να υπογραφεί συμφωνία μαζί της.
Με την συμφωνία αυτή καταργούνται οι δασμοί ανάμεσα στις δύο χώρες, πράμα το οποίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την αύξηση των εξαγωγών των ισλανδικών αλιευμάτων και προσφέρει μια μεγάλη ώθηση στην οικονομία καθώς προσπαθεί να σταθεροποιήσει την αναπτυξιακή της πορείας πέντε χρόνια μετά την τραπεζική της κρίση που την είχε φέρει σχεδόν σε κατάρρευση.
Επίσης με την συμφωνία αυτή η Ισλανδία, όπως προηγουμένως και η Νορβηγία και η Σουηδία, υποστηρίζει τη συμμετοχή της Κίνας ως παρατηρητού στο Συμβούλιο της Αρκτικής, μια ομάδα οχτώ χωρών που έχουν εκτάσεις μέσα στον Αρκτικό Κύκλο. Μέσα στο πλαίσιο αυτής της συμφωνίας προβλέπεται η προσέλκυση τουριστών από την Κίνα και ναυτιλιακές δραστηριότητες γύρω από τον Βόρειο Πόλο.
Ακόμα προβλέπεται η συνεργασία των δύο χωρών στη γεωθερμική ενέργεια που υπάρχει σε αφθονία στην Ισλανδία.
Παράλληλα με την διακρατική συμφωνία η εταιρεία MAREL, παραγωγός μηχανημάτων μεταποίησης τροφίμων και η μεγαλύτερη ίσως εταιρεία στην Ισλανδία ανακοίνωσε δύο συμφωνίες με την Κίνα.
Η συμφωνία των δύο κρατών ανακοινώθηκε την Δευτέρα 15/4 όταν η Πρωθυπουργός της Ισλανδίας Johana Sigurdardottir βρέθηκε στο Πεκίνο για τριήμερη επίσκεψη.
Σήμερα τα ψάρια και άλλα θαλάσσια προϊόντα καλύπτουν το 90% των εξαγωγών της Ισλανδίας προς την Κίνα που φτάνουν τα 7,7 δις ισλανδικές κορώνες. Οι εισαγωγές από την Κίνα στην Ισλανδία έχουν φτάσει τα 43 δις ισλανδικές κορώνες. Το εμπορικό αυτό έλλειμμα για την Ισλανδία αναμένεται να μειωθεί σημαντικά με την διακρατική συμφωνία των δύο χωρών. Όλα αυτά γίναν δυνατά, γιατί συν τοις άλλοις το Ρέικιαβικ έχει αρνηθεί να είναι υποτελές στις Βρυξέλλες.
Παρά τη βελτίωση αυτών των σχέσεων η κυβέρνηση μέχρι τώρα δεν έχει δεχτεί την, εδώ και ενάμιση χρόνο, πρόταση του Κινέζου μεγιστάνα Χυang Nubo να νοικιάσει τεράστιες άγονες εκτάσεις με ρείκια στην βορειανατολική Ισλανδία και να τις μετατρέψεις σε πολυτελή τουριστικά θέρετρα.
(από την Financial Times,15/4/2013)