Αναδημοσίευση από Το περιβάλλον συζητά με έναν Αρχιτέκτονα
Περιβάλλον: Στην προηγούμενη
συζήτησή μας μου είπες ότι: «Όταν η Αθήνα
έγινε πρωτεύουσα του Κράτους η βασιλεία
ανέθεσε τον σχεδιασμό τότε της πόλης με
το εντυπωσιακό «το σχέδιον πρέπει να
είναι εφάμιλλον της αρχαίας δόξης και
λαμπρότητος της πόλεως ταύτης, και άξιον του αιώνος εις τον οποίον
ζώμεν». Και τελικά το σχέδιο έγινε εφάμιλλον της αντιδραστικής πολιτικής σε
βάρος του λαού, της αποπροσανατολιστικής πολιτικής προπαγάνδας για να μην
ξυπνήσει ο λαός, και η άρχουσα τάξη εξασφάλισε με λαμπρότητα να διατηρηθεί στην
εξουσία, παραπλανώντας τον λαό καλλιεργώντας του ψεύτικα παραπλανητικά
ιδανικά». Μπορείς να μου το εξηγήσεις; Θέλω
δηλαδή να μιλήσουμε για την «Νεοκλασική Πολεοδομία» που εφαρμόστηκε τότε στο
σχέδιο της Αθήνας.
Αρχιτέκτονας
: Μιλάμε δηλαδή για την
κοινωνικό-πολιτική-οικονομική ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης η οποία στην
Πολεοδομία εκφράζεται με τον όρο «Νεοκλασική Πολεοδομία». Η Πολεοδομία έχει
κοινωνικό-πολιτικό-οικονομικό περιεχόμενο. Η δομή της πόλης (πολεοδομία) εκφράζει
την κοινωνική-πολιτική-οικονομική ιδεολογία της τάξης που κυβερνά. Ας ξεκινήσουμε με το τι εννοούμε όταν λέμε
«Νεοκλασική Πολεοδομία».
Η «Νεοκλασική πολεοδομία» εκφράζει την
κοινωνική-πολιτική-οικονομική ιδεολογία της αστικής τάξης στη δομή της πόλης. Η
αστική τάξη οραματίζεται και σχεδιάζει την πόλη που η ίδια σαν κυρίαρχη τάξη θα
χρησιμοποιήσει.
Ας δούμε σε συντομία τι μας λέει η
σχετική βιβλιογραφία:
«Ο νεοκλασικισμός στην περίοδο 1740-1780
θριαμβεύει σε όλη την Ευρώπη, και γίνεται η κυρίαρχη έκφραση της αρχιτεκτονικής
της διευθύνουσας τάξης….. από τα 1805 και μετά
μπαίνει στην υπηρεσία της κυρίαρχης πολιτικής τάξης[1]».
«Μετά το 1850 ξεκινούν τα μεγάλα έργα
μεταμόρφωσης των πόλεων. Παρ’ όλο που οι υπάρχουσες συνθήκες χώρου και
οργάνωσης των πόλεων, γίνονται αποδεκτές σαν μια πραγματικότητα που πρέπει να τακτοποιηθεί με
ορθολογικό τρόπο, ο σχεδιασμός των πόλεων περιορίζεται στους χώρους όπου η
κυρίαρχη τάξη που έχει την εξουσία στα χέρια της, λειτουργεί και κατοικεί, ενώ
οι βιομηχανικές περιοχές και οι περιοχές όπου κατοικεί η εργατική τάξη είτε
αυτές βρίσκονται εντός του παλιού ιστορικού κέντρου είτε στην περιφέρεια, αποκλείονται από τον
οργανωμένο σχεδιασμό της πόλης. Στην περίοδο αυτή πραγματοποιούνται οι μεγαλύτερες
επεμβάσεις του αιώνα, Βρυξέλλες (1867-1871), Λονδίνο (1848-65), στο Ring της Βιέννης (1859-1872), η επέκταση της
Βαρκελώνης ( από το 1859 ), της
Στουτγάρδης (από το 1866) , του Βερολίνου (από το 1862), της Φλωρεντίας (από το
1862). Οι παραπάνω αναφερόμενες επεμβάσεις, παρ’ όλο που ακολουθούν την ίδια
λογική, παρουσιάζονται σαν να έχουν δήθεν ειδικά χαρακτηριστικά, και
εμφανίζονται να σχετίζονται, είτε με την μορφή των προϋφιστάμενων τμημάτων της
πόλης, είτε με τις κοινωνικό-οικονομικές και πολιτικές συνθήκες, είτε με τη
μορφή και το βαθμό που το φαινόμενο της εκβιομηχάνισης και η αντίστοιχη μαζική
αστικοποίηση προσδιορίζει[2]».
Από τα παραπάνω μπορούμε να συμπεράνουμε ότι
η ιδεολογία του νεοκλασικισμού στην πολεοδομία περιορίζεται στην οργάνωση και
σχεδίαση του χώρου της πόλης όπου η κυρίαρχη τάξη λειτουργεί και κατοικεί, η
σύνδεσή της με τα προβλήματα των κατώτερων τάξεων που λειτουργούν και κατοικούν
στην πόλη, φαίνεται ότι γίνεται για
λόγους καθαρά προπαγανδιστικού πολιτικού
αποπροσανατολισμού των τάξεων αυτών.
Ας δούμε πρώτα μερικά ιστορικά στοιχεία.
Οι ξένες Δυνάμεις – οι προστάτιδες –
ιδρύουν στην χώρα μας το 1832 μια
απόλυτη μοναρχία με Βασιλιά τον Όθωνα. Στο νεοϊδρυμένο βασίλειο παίρνει
την εξουσία στα χέρια της η ντόπια και
ξένη φεουδαρχική ολιγαρχία. Η αστική
τάξη εκείνης της εποχής, και ιδιαίτερα το ανώτερο στρώμα της, για να
κατοχυρώσει τα συμφέροντά της, συμβιβάζεται με τα ντόπια και ξένα φεουδαρχικά
στοιχεία, γίνεται συντηρητική και ανασταλτική στην πρόοδο. Οι ξένες δυνάμεις
λειτουργούν σαν αποικιοκρατικές δυνάμεις στην χώρα μας, η δε ντόπια φεουδαρχία
και η ανώτερη αστική τάξη με δουλοπρέπεια υποταγμένη στις ξένες δυνάμεις, τις
εξυπηρετεί τυφλά προκειμένου να ισχυροποιηθεί στην εξουσία της χώρας. Κάθε
προοδευτική φωνή, που στηρίζει την πρόοδο της χώρας και του λαού, συκοφαντείται
και διώκεται.
Η συντηρητική
κυρίαρχη τάξη λοιπόν αναθέτει τον σχεδιασμό της «πόλης των Αθηνών» με
την υπόδειξη ότι «πρέπει να είναι
εφάμιλλον της αρχαίας δόξας και της αρχαίας λαμπρότητας της πόλης». Στην
έρημη Αθήνα εκείνης της εποχής (ο πληθυσμός της δεν
ξεπερνά τις 12.000 ) δεν υπάρχει καμιά
οικονομική δραστηριότητα πόλης, ούτε εμπορική, ούτε πόσο μάλλον
βιομηχανική. Και
ούτε προβλέπεται, και αυτό διότι οι ξένες δυνάμεις ενδιαφέρονται μόνο
για την
εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας με αποικιοκρατικές
συνθήκες,
οι δε ντόπιες για την ισχυροποίησή τους στην διαχείριση της κρατικής
εξουσίας. Μοναδικός προσανατολισμός της κυρίαρχης ντόπιας και
ξένης πολιτικής τάξης, η εκμετάλλευση του λαού.
Η Αθήνα της εποχής εκείνης δεν έχει
κανένα από τα χαρακτηριστικά των Ευρωπαϊκών πόλεων, που αναφέρονται παραπάνω. Η
εμπορική και βιομηχανική ανάπτυξη, που προκαλεί μαζική αστικοποίηση, είναι
μηδενική. Η συντηρητική κυρίαρχη τάξη λοιπόν παρουσιάζεται να θέλει να
σχεδιάσει μια νέα πόλη που θα εξασφαλίζει
ιδανικές συνθήκες διαβίωσης «σ’ όλους» εκείνους
που θα θελήσουν να εγκατασταθούν στην πόλη. Αλλά αυτό είναι το «πρόσωπο» που
θέλει να εμφανίσει.
Το σχέδιο προέβλεπε μια πόλη για 40.000 κατοίκους.
Στο σχέδιο των Σταμάτη Κλεάνθη –Eduard Schaubert κυρίαρχη θέση έχουν τα ανάκτορα. Τα ανάκτορα σύμφωνα με το σχέδιο
τοποθετούνται στην πλατεία Ομονοίας που ορίζεται ως η κορυφή ισοσκελούς
τριγώνου με πλευρές την οδό Σταδίου και την οδό Πειραιώς και βάση την οδό
Ερμού. Στο σχετικό υπόμνημά τους οι Κλεάνθης και Scaubert σημείωναν σχετικά με την επιλογή της θέσης
των ανακτόρων « ο εξώστης των βασιλικών ανακτόρων να απολαμβάνει ταυτοχρόνως
του γραφικού Λυκαβηττού, του Παναθηναϊκού Σταδίου, της πλούσιας εις υπερηφάνους
αναμηνήσεις Ακροπόλεως, και των πολεμικών και εμπορικών πλοίων του
Πειραιώς» Η θέα λοιπόν από τον «βασιλικό
εξώστη» έπρεπε να είναι βασιλική. Την «βασιλική θέα» όμως υποβάθμιζε η υφιστάμενη
πόλη. Και οι Κλεάνθης - Scaubert βρήκαν τη λύση. Θεώρησαν ως μη
υφιστάμενη την υπάρχουσα πόλη, σαν να ήταν ένα μεγάλο άδειο οικόπεδο, το
χώρισαν στα δύο, το ένα τμήμα προέβλεψαν να απαλλοτριωθεί για αρχαιολογικές
εκσκαφές, και το υπόλοιπο μισό να οικοδομηθεί με το νέο σχέδιο που είχαν
εκπονήσει. Το σχέδιο ήταν λογικό να προκαλέσει την αντίδραση των ντόπιων κατοίκων.
Ξεσπίτωνε 12.000 κατοίκους για την «θέα» του βασιλιά. Βέβαια το σχέδιο δεν
απορρίφθηκε μόνο επειδή αντιδράσανε οι φτωχοί ντόπιοι κάτοικοι. Απορρίφθηκε και
επειδή ανάμεσα σ αυτούς όπως μας αναφέρει
ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος « Κι
ακόμα βρήκε την αντίδραση των κερδοσκόπων που ήταν ισχυροί γιατί ανήκανε στη
νέα άρχουσα τάξη. Αυτοί ξέροντας πως η Αθήνα θα γινόταν πρωτεύουσα,
αγόρασαν από τους Τούρκους που έφυγαν τα σπίτια, τους κήπους και τα μαγαζιά
τους και ζητούσαν τώρα υπέρογκα ποσά. Στην περίπτωση δηλαδή που θα εφαρμοζόταν
το σχέδιο του Κλεάνθη θα απαλλοτριώνονταν πολλά από τα τουρκικά σπίτια και
μαγαζιά που τώρα ήταν ιδιοχτησία των διαφόρων κερδοσκόπων και καταφερτζήδων.
Ανάμεσα σ αυτούς ήταν και πολλοί ξένοι που τις αξιώσεις τους για το «ιερό δικαίωμα»
της ιδιοχτησίας τους τις υποστήριζαν και οι πρεσβευτές τους. Ο Αμερικανός
ιεραπόστολος Ιωνάς Κιγκ, όπως μας πληροφορεί ο Γως, αν και έκανε πως
ενδιαφερόταν για τα ουράνια αγαθά, όταν είδε πως θα απαλλοτριώνονταν τα πιο
πολλά οικόπεδά του, ζητούσε μεγάλες αποζημιώσεις και με την επέμβαση του
Αμερικάνου πρεσβευτή έφερε σε μεγάλη δυσκολία την αντιβασιλεία.»[3]
. Και ο ιστορικός Δημήτρης Φωτιάδης αναφέρει : « Αμ δε, γιατί μόλις άρχισε να εφαρμόζεται το σχέδιο φάνηκαν, ωσάν τα
σαλιγκάρια έπειτα από τη βροχή, οι οικοπεδοφάγοι. Και μη νομίσεις πως ήτανε
μονάχα ντόπιοι ή καινουργιοφερμένοι, μα και ξένοι όπως ο αμερικανός
ιεραπόστολος Χιλ και ο εγγλέζος ιστορικός Φίνλεϋ…»[4].
Αλλά ο ουσιαστικός λόγος που απορρίφθηκε,
είναι άλλος. Το πρόβλημα που παρουσιάστηκε στο υφιστάμενο ιστορικό κέντρο της
πόλης, ήταν η αφορμή, που η βασιλεία τότε την εκμεταλλεύτηκε και απέρριψε όλο
το σχέδιο. Έτσι καλλιέργησε την άποψη
«ότι το σχέδιο απορρίφθηκε γιατί αντέδρασαν οι κάτοικοι του κέντρου, και
έτσι το ωραίο σχέδιο των Κλεάνθη – Scaubert δεν μπόρεσε να εφαρμοστεί». Σε καμιά
πόλη της Ευρώπης την εποχή εκείνη δεν θίγεται ο χώρος του υφιστάμενου ιστορικού κέντρου όπου κατοικούν οι κατώτερες
τάξεις, η νεοκλασική πόλη πραγματοποιείται εκτός των τειχών. Για δυό βασικούς
λόγους και γιατί οι ανάγκες της νεοκλασικής πόλης απαιτούν χώρους μεγάλους σε
έκταση και αδόμητους, και γιατί τα υφιστάμενα ιστορικά κέντρα προσφέρονται για την εγκατάσταση των
κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων χωρίς κοινωνικές εκρήξεις, που δημιουργούνται
από τα προβλήματα στέγασης των στρωμάτων
αυτών. Η προσπάθεια των Κλεάνθη- Scaubert, να ευχαριστήσουν την βασιλεία τους ώθησε σε λανθασμένες επιλογές, ήταν
τόσο πολύ βασιλική η λύση που προτείνανε, που ούτε η βασιλεία δεν θέλησε να την
πραγματοποιήσει, γιατί : α). Της δημιουργούσε κοινωνικό πρόβλημα στην υπάρχουσα
πόλη. β) της δημιουργούσε οικονομικό
πρόβλημα και γιατί έπρεπε να αποζημιώσει όσους θιγότανε από το σχέδιο, και
γιατί έπρεπε να πραγματοποιήσει μεγάλα έργα υποδομής ( νέοι λεωφόροι, πλατείες
κλπ) στον χώρο της υφιστάμενης πόλης γ)
Έθιγε τα συμφέροντα της τάξης στην οποία στηριζότανε.
Ο ουσιαστικός όμως λόγος που απορρίφθηκε
το σχέδιο όπως σου είπα παραπάνω είναι άλλος και εκφράζεται με την σαφή δήλωση
του αντιβασιλιά Maurer όταν αυτός επισκέφθηκε την Αθήνα για να λύσει το πρόβλημα. Λέει
λοιπόν: « Εντός ολίγου επείσθην ότι το σχέδιον, χωρίς να λάβει καθόλου υπ’ όψει
την υπάρχουσαν πόλιν, είχε καταρτισθή, εν σχέσει με τας πραγματικάς ανάγκας της
Ελλάδος, πολύ μεγαλοπρεπές και συνεπώς το μεγαλύτερον εμπόδιον ήτο αυτό τούτο
το σχέδιον» [5]. Η
πραγματοποίηση της νεοκλασικής πόλης απαιτεί εμπορική και βιομηχανική ανάπτυξη,
η ανάπτυξη είναι αυτή που δημιουργεί νέες ανάγκες στη λειτουργία της πόλης αφού
με αυτήν ισχυροποιείται η αστική τάξη, γίνεται κυρίαρχη τάξη, και προβάλει την
ανάγκη να αποκτήσει στον χώρο της πόλης τον σχεδιασμένο χώρο όπου λειτουργεί
και κατοικεί. Στην Αθήνα η ανάγκη αυτή δεν υπάρχει, γι αυτό και το σχέδιο των
Κλεάνθη- Scaubert χαρακτηρίστηκε «μεγαλοπρεπές», και ήταν «μεγαλοπρεπές» γιατί
ξεπερνούσε τις πραγματικές ανάγκες της κυρίαρχης τάξης. Το σχέδιο λοιπόν έπρεπε να περιοριστεί στην ικανοποίηση των
πραγματικών αναγκών και μόνο σ’ αυτές. Και οι πραγματικές ανάγκες τότε
περιοριζόταν στον χώρο των Ανακτόρων και τους απαραίτητους χώρους γύρω από αυτά.
Τίποτε περισσότερο.
Έτσι αναστέλλεται στις 11 Ιουνίου 1834 το σχέδιο των Κλεάνθη - Schaubert και καλείται ο Βαυαρός Αρχιτέκτονας Leo von Klenze να εκπονήσει νέο σχέδιο. Ο Klenze ήρθε στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 1834 και τον Σεπτέμβριο παρέδωσε την μελέτη
του για το νέο σχέδιο των Αθηνών. Στην ουσία ο Klenze τροποποίησε το σχέδιο των Κλεάνθη
– Schaubert, προσαρμόζοντάς το στις «πραγματικές ανάγκες». Ας δούμε τις
τροποποιήσεις : 1. μείωσε τη συνολική έκταση της πόλης. 2. μείωσε την έκταση του χώρου των ανασκαφών 3.
περιόρισε το πλάτος των δρόμων και την επιφάνεια των πλατειών, και κατάργησε
τις λεωφόρους στην παλιά πόλη 4. διατήρησε τους παλιούς υφιστάμενους δρόμους με
μικρές διαπλατύνσεις και ευθυγραμμίσεις, και κατάργησε τους νέους δρόμους που
προέβλεπε το σχέδιο. 5. Μετέφερε τα ανάκτορα και το διοικητικό κέντρο από την
πλατεία Ομονοίας στα υψώματα του Κεραμικού.
Με τις τροποποιήσεις αυτές περιορίστηκε
κάπως η μεγαλοπρέπεια του σχεδίου των Κλεάνθη- Schaubert αλλά δεν
προσαρμόστηκε πλήρως στις νέες απαιτήσεις. Κι αυτό γιατί παρέμενε άλυτο το
κύριο πρόβλημα, αυτό της θέσης των Ανακτόρων, γιατί η πρόταση του Klenze για τα υψώματα του Κεραμικού
φαίνεται ότι δεν ικανοποίησε την Βασιλεία. Προτάθηκε τότε, λέγεται από τον
αδελφό του Όθωνα Μαξιμιλιανό το νέο
Ανάκτορο να ανεγερθεί πάνω στον βράχο της Ακρόπολης και κλήθηκε από την Βαυαρία ο
αρχιτέκτονας Schinkel που έκανε και το σχέδιο, αλλά η ιδέα λέγεται
ότι κατακρίθηκε από τον ίδιο τον Λουδοβίκο της Βαυαρίας και απορρίφθηκε. Έτσι
κλήθηκε ο Βαυαρός Friedrich von Gaertner με
αποκλειστικό σκοπό τα Ανάκτορα. Τελικά επιλέχθηκε το 1837 ως χώρος
για την ανέγερση των Ανακτόρων (η Βουλή
σήμερα) η περιοχή της πλατείας Συντάγματος, αδόμητη περιοχή και εκτός
σχεδίου τότε, και έγιναν και οι ανάλογες ρυμοτομικές ρυθμίσεις στην
περιοχή γύρω από αυτά. Η
ανέγερση των Ανακτόρων ξεκίνησε το 1837 και τελείωσε το 1847, και το
κόστος το
πλήρωσε ο Ελληνικός λαός.
Η μεταφορά βέβαια των Ανακτόρων στην νέα
θέση, προκάλεσε και την μεταφορά του διοικητικού κέντρου. Έτσι αναβαθμίστηκε η
Πανεπιστημίου και υποβαθμίστηκε η περιοχή της Ομόνοιας. Και το παζλ έπρεπε να
κλείσει με τη επιλογή του χώρου
εγκατάστασης της μεγαλοαστικής τάξης. Και κλείνει. Ως χώρος επιλέγεται από τη
μεγαλοαστική τάξη το Κολωνάκι και η Νεάπολη, εκτός σχεδίου τότε, κοντά στα
Ανάκτορα όμως, και αυτό δεν είναι σύμπτωση είναι επιλογή. Είναι οι πρώτες αυθαίρετες συνοικίες της
Αθήνας, και είναι μεγαλοαστικές. Η μεγαλοαστική τάξη δεν χρειάζεται σχέδιο πόλης, οικοδομεί με δικούς της
κανόνες. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι το Κράτος φρόντισε πολύ γρήγορα να μπει η
περιοχή στο σχέδιο. Μπήκε το 1860. Με τον τρόπο αυτό η κυρίαρχη τάξη έλυσε το
πρόβλημα της οργάνωσης και της σχεδίασης του χώρου της πόλης όπου κατοικεί και
λειτουργεί.
Ας δούμε τώρα τι γίνεται στους χώρους της
πόλης που είναι εντός του σχεδίου Klenze και προορίζονται πια για τις κατώτερες
τάξεις. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η αστικοποίηση της Αθήνας γίνεται με πολύ αργούς ρυθμούς, αφού
δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις ανάπτυξης που προκαλούν μαζική αστικοποίηση. Από 12.000 κατοίκους το 1834,
έχει 30.000 το 1853, 65.000 το 1879 και το 1896 123.000 κατοίκους.
Η Αθήνα άργησε να επεκταθεί ως τα όρια που προέβλεπε το σχέδιο πόλης του Klenze. Επί δεκαετίες τα όρια της παρέμειναν αυτά της παλιάς πόλης. Στα 1880
η περιοχή της Ομόνοιας είναι άκτιστη ακόμη.
Το Κράτος δεν είχε καμιά διάθεση να
εφαρμόσει το σχέδιο πόλης του Klenze και να προχωρήσει στην κατασκευή των έργων υποδομής που θα
οριστικοποιούσαν το σχέδιο. Και δεν θέλησε να το οριστικοποιήσει και γιατί δεν
είχε καμιά διάθεση να ξοδέψει χρήματα από τον κρατικό προϋπολογισμό για έργα
υποδομής σε έναν χώρο που προοριζόταν για την εγκατάσταση των κατώτερων τάξεων, αλλά το σπουδαιότερο για να
μη έρθει σε σύγκρουση με τα μεγαλοϊδιοκτησιακά συμφέροντα που το στηρίζανε,
έτσι άφησε την μεγαλοϊδιοκτησία να ρυθμίσει τα θέματα που αφορούσαν την
οικιστική ανάπτυξη.
Η μεγαλοϊδιοκτησία λοιπόν καθιέρωσε
τότε με
την συνδρομή του Κράτους την «κατάτμηση μείζονος εκτάσεως» όπως λέμε.
Έτσι
τεμάχιζε την ιδιοκτησία της (η κατάτμηση μείζονος εκτάσεως με ιδιωτικούς
δρόμους, με τυφλά οικόπεδα κ.α συνεχίστηκε στην χώρα μας μέχρι τη
δεκαετία του 1970
μετά το 70 τροποποιήθηκε και ονομάστηκε «σύσταση καθέτου
συνιδιοκτησίας») κατά
πως ήθελε με δικό της σχέδιο, πούλαγε με αυτό, αδιαφορώντας για το
εγκεκριμένο
σχέδιο πόλης. Και η Πολιτεία δεν πήρε κανένα μέτρο ούτε για την
προστασία των αγοραστών,
ούτε για την εξασφάλιση της τήρησης του σχεδίου. Έτσι πολλοί νέοι
ιδιοκτήτες
που αγόραζαν οικόπεδο διαπίστωναν μετά ότι, είτε το οικόπεδό τους
ρυμοτομείται,
είτε στη θέση αυτή έχει προβλεφθεί πλατεία, και πολλά άλλα. Ήταν λογικό
λοιπόν
να διαμαρτύρονται και να επαναστατούν. Η μεγαλοϊδιοκτησία από την άλλη
μεριά ποτέ δεν ήθελε οριστικοποίηση του σχεδίου
γιατί ήθελε να έχει το δικαίωμα επιλογής στον τρόπο εκμετάλλευσης της
ιδιοκτησία της, και αυτό γιατί η αστικοποίηση γινόταν με πολύ αργούς
ρυθμούς. Και το Κράτος βρήκε την λύση που δεν δέσμευε
την μεγαλοϊδιοκτησία, αλλά δέσμευσε με τρόπο παραπλανητικό όλες τις
κατώτερες
τάξεις. Καθιέρωσε το «δικαίωμα» σ’ όσους
θεωρούν ότι θίγεται η ιδιοκτησία τους από το σχέδιο να υποβάλουν
«Αιτήσεις» στις
τοπικές αρχές, οι οποίες στην συνέχεια υποβάλλονταν στο Υπουργείο
Εσωτερικών
και στον Βασιλιά, προκειμένου να
επιλυθεί το πρόβλημα τους. Έτσι κατάφερε δυό πράγματα μαζί. Εξυπηρέτησε
την μεγαλοϊδιοκτησία, και παραπλάνησε τις κατώτερες τάξεις γιατί το
«δικαίωμα»
αυτό το έδωσε με «ταξική διαβάθμιση» με «ανταποδοτική υποχρέωση», και
καλλιέργησε και την παραπλανητική πολιτική άποψη στις κατώτερες τάξεις
ότι «η
άρχουσα τάξη είναι η μόνη που σαν φιλάνθρωπη και εγγράμματη τάξη
φροντίζει να
ικανοποιούνται τα «δικαιώματα» των αδικημένων αγράμματων κατώτερων
τάξεων. Όποιος
είναι μαζί της πετυχαίνει». Το «μόνο σου κοίτα να τα καταφέρεις, μη
νοιάζεσαι
για τους άλλους, ότι χρειαστείς εγώ είμαι εδώ» ήταν το σύνθημα με το
οποίο η κυρίαρχη τάξη καλλιέργησε τον «ατομικισμό, την δουλική
υποταγή στον ανώτερο, την περιφρονητική στον κατώτερο, τον μιμητισμό,
τον
ψευτοαριστοκατισμό» στις κατώτερες τάξεις και με τον τρόπο αυτό
εξασφάλισε την
υποστήριξη τους.
Εδώ όμως πρέπει να κάνουμε μια παρένθεση,
για να δούμε, ποιο ήταν εκείνο το όπλο που είχε και έχει ακόμη η κυρίαρχη συντηρητική τάξη στη χώρα μας, ώστε
να καταφέρει με την παραπλανητική προπαγανδιστική πολιτική που καλλιέργησε στις
κατώτερες τάξεις να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά της.
Ένα ήταν και είναι το όπλο «Η ΠΑΙΔΕΙΑ». Η κυρίαρχη τάξη λοιπόν καθόρισε τότε σαν επίσημη γλώσσα την «υπερκαθαρεύουσα» στην
Παιδεία, για να συνεχίσει ο λαός να ζει στο πνευματικό σκοτάδι, με περιεχόμενο
της «Παιδείας» σ όλες τις βαθμίδες από
το δημοτικό ως το Πανεπιστήμιο, τον
αντιπροοδευτικό ψευτοκλασικισμό
με τον ιστορισμό και τον στείρο
εγκυκλοπαιδισμό. Προσανατόλισε την Παιδεία σε ρόλο αντιοικονομικό και
αντιλαϊκό, στη μέση και στην ανώτερη
Παιδεία καλλιέργησε τον «ψευτοαριστοκρατισμό», Το «όποιος μαθαίνει γράμματα δεν
δουλεύει, παίρνει θέση, κάθεται και υψώνεται κοινωνικά», ή «το μάθε γράμματα να
βρεις μια θέση να βολευτείς» και το «κοίτα να πάρεις το χαρτί όπως μπορείς,
αυτό θα σου ανοίξει τις πόρτες» ήταν τα συνθήματα
που προσανατόλισαν τις κατώτερες τάξεις στην περιφρόνηση της παραγωγικής
εργασίας, και τις ώθησαν στον παρασιτισμό και την θεσιθηρία. Έτσι η κυρίαρχη τάξη εξασφάλισε το απαραίτητο
προσωπικό για τον κρατικό γραφειοκρατικό μηχανισμό, με την θεσιθηρική
παρασιτική νοοτροπία που εκδηλώνεται με την δουλική υποταγή στον ανώτερο την περιφρονητική στον κατώτερο και την
υπερεσιακή στον πολίτη, εξυπηρετική στους σκοπούς και τις επιδιώξεις της,
καταστροφική για την χώρα και το λαό. Καλλιέργησε με την προγονοπληξία «τον
παθητικό θαυμασμό των περασμένων μεγαλείων και τον κούφιο αυτοθαυμασμό».
«Κληρονομικός τίτλος» χωρίς αντίκρισμα «το αξία έχουμε εμείς οι Έλληνες επειδή
είμαστε άξιοι απόγονοι ενδόξων προγόνων. Οι ένδοξοι ημών πρόγονοι εκπολιτίσανε
τους λαούς της Ευρώπης». Μέσα σ’ αυτά ήταν και το ότι «το σχέδιον πρέπει να είναι εφάμιλλον της
αρχαίας δόξης και λαμπρότητος της πόλεως
ταύτης, και άξιον του αιώνος εις τον οποίον ζώμεν».
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο θέμα μας. Το
ποσοστό των αγράμματων στην χώρα μας είναι εκείνη την εποχή γύρω στο 80%. Και
όπως καταλαβαίνεις ανήκουν όλοι στις κατώτερες τάξεις. Στο λαό αυτό λοιπόν,
αγράμματο στο μεγαλύτερο μέρος του, το Κράτος του δίνει το « δήθεν δικαίωμα» να υποβάλλει
«Γραπτώς Αιτήσεις» στην «καθαρεύουσα» για να διεκδικήσει τα δικαιώματά του.
Με τον τρόπο αυτό η κυρίαρχη τάξη
καλλιέργησε και καθιέρωσε σιγά-σιγά τον τρόπο σχέσης Πολίτη-Κρατικής Υπηρεσίας- Κρατικής εξουσίας
που ήθελε να επιβάλλει. Έτσι θεμελίωσε
τη γραφειοκρατία, τη συναλλαγή, το μέσον, την εξυπηρέτηση, την εξάρτηση. Το
τραπεζάκι του «εγγράμματου» έξω από τις Δημόσιες Υπηρεσίες που έγραφε τις
«Αιτήσεις στην καθαρεύουσα» για λογαριασμό του πολίτη με το αζημίωτο,
διατηρήθηκε στη χώρα μας μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970. Η γραφειοκρατία όμως, η συναλλαγή, το μέσον, η
εξυπηρέτηση, η εξάρτηση εμπλουτίστηκαν και συνεχίζουν ακόμη και σήμερα να
ισχύουν. Γι αυτό σου είπα ότι το «δικαίωμα» είχε «ταξική διαβάθμιση» εμπεριείχε
«ανταποδοτική υποχρέωση» και καλλιέργησε και «παραπλανητικές πολιτικές
πεποιθήσεις» στις κατώτερες τάξεις.
Περιβάλλον: Τότε όμως λένε
ότι δυστυχώς οι κατώτερες τάξεις που αδυνατούσαν να αγοράσουν ακίνητα εντός του
σχεδίου πόλης έκτιζαν εκτός σχεδίου αυθαίρετα και έτσι ξεκίνησε η αυθαίρετη
δόμηση στην χώρα σας. Η πρώτη συνοικία αυθαιρέτων των κατώτερων τάξεων λέγεται
ότι είναι τα Αναφιώτικα και το Προάστειο στη περιοχή των σημερινών Εξαρχείων. Και
το Κράτος λένε δυστυχώς με τις φτωχές Υπηρεσίες δεν μπόρεσε να ελέγξει την
αυθαίρετη δόμηση, και αναγκάστηκε μετά να καταβάλει φιλότιμες προσπάθειες για
να εντάξει τις περιοχές αυτές στο σχέδιο, οι οποίες όμως έχουν επιβαρύνει τον
οικιστικό ιστό της Αθήνας.
Αρχιτέκτονας : Δεν είναι έτσι τα
πράγματα. Ας δούμε το γιατί. Η αυθαίρετη
δόμηση των κατώτερων τάξεων διοχετεύεται σε συγκεκριμένες περιοχές μακριά από
την πόλη. Δεν πραγματοποιήθηκε η αυθαίρετη δόμηση στο Παλιό Ψυχικό. Οι
χαμηλότερες οικονομικά τάξεις, δεν έχουν το ελάχιστο εισόδημα που να τους
επιτρέπει να επιβιώσουν. Το σπίτι που χτίζουν ικανοποιεί τις ελάχιστες απαιτήσεις στέγασης, έναν
δωμάτιο στην αρχή που σιγά –σιγά συμπληρώνεται ανάλογα με τα οικονομικά της
οικογένειας. Το σπίτι το χτίζουν με προσωπική εργασία, δουλεύουν όλοι, παιδιά,
γυναίκες, συγγενείς. Η ανάγκη να αποταμιεύσουν χρήματα για να τελειώσουν το
σπίτι τους, τους οδηγεί στο να προσφέρουν εργασία με εξευτελιστικά ημερομίσθια
και απαράδεκτες συνθήκες εργασίας, πολλές φορές και δουλείας, Και τα παιδιά
τους από την ηλικία των 8-10 χρόνων
μπαίνουνε στην δουλειά, για σχολείο δεν συζητάμε, και βοηθούν οικονομικά
την οικογένεια.
Δεν διεκδικούν τίποτε, ούτε δρόμους, ούτε
νερό και ηλεκτρικό, ούτε σχολεία, ούτε συγκοινωνία, ούτε υγεία, ούτε απεργούν,
ούτε συνδικαλίζονται. Το «αυθαίρετο» δεν τους αφήνει, ζουν με τον φόβο,
φοβούνται τις αρχές, φοβούνται………….
Η κυρίαρχη τάξη από την άλλη μεριά, για να αποφύγει
κοινωνικές αναταραχές από το τμήμα του λαού που υφίσταται την μεγαλύτερη
εκμετάλλευση του «επιτρέπει» να εγκατασταθεί σε περιοχές συγκεκριμένες και
οριοθετημένες εκτός της πόλης όπου κάθε
κοινωνική αναταραχή αντιμετωπίζεται άμεσα, και δημιουργεί επίσης έναν ομοιογενή
κοινωνικά χώρο στον οποίο εφαρμόζει την πολιτική που την εξυπηρετεί.
Έτσι ανάλογα με τον σκοπό που θέλει να
πετύχει άλλοτε τους θυμίζει ότι «είναι
αυθαίρετοι», και πρέπει να αισθάνονται υποχρεωμένοι που το Κράτος «κάνει τα
στραβά μάτια», αλλά για να συνεχίσει να κάνει τα στραβά μάτια, πρέπει και αυτοί
να φροντίσουν να μην αλλάξουν τα πράγματα, γιατί αν αλλάξουν «δεν εγγυάται
τίποτε». Άλλοτε, συνήθως όταν η κοινωνική έκρηξη είναι έτοιμη να ξεσπάσει,
δηλώνει ότι καταλαβαίνει τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν υπόσχεται ένταξη στο σχέδιο,
υπόσχεται έργα. Τα έργα που υπόσχεται τα πραγματοποιεί τμηματικά σε βάθος
χρόνου, τα διαφημίζει, τα προβάλλει ως έργα της «κοινωνικής της ευαισθησίας». Καθιερώνει
βραβεία «καλής κοινωνικής συμπεριφοράς» επιτρέποντας στον πολίτη που
«συμπεριφέρεται καλώς» να χτίσει χωρίς εμπόδια, αλλά βάζει εμπόδια σ αυτόν που
«δεν συμπεριφέρεται καλώς», επιβραβεύει αυτόν που ως «καλός πολίτης» φροντίζει
να ενημερώνει τις αρχές «για κάθε τι που συμβαίνει στην περιοχή».
Το
αυθαίρετο των κατώτερων κοινωνικά τάξεων δεν είναι «φιλανθρωπική παραχώρηση»
της εξουσίας, είναι «προγραμματισμένη
πολιτική επιλογή εξαπάτησης, παραπλάνησης και εκμετάλλευσης των τάξεων αυτών».
Η
κυρίαρχη τάξη καλλιέργησε, με τον τρόπο που εξάσκησε την οικιστική πολιτική,
στον λαό την εσφαλμένη πεποίθηση ότι τα προβλήματα της πόλης περιορίζονται στο
πρόβλημα της στέγης το οποίο είναι πρόβλημα ατομικό, ο κάθε ένας το επιλύει με
τον «τρόπο» του όσο καλύτερα μπορεί. Έτσι η απόκτηση κατοικίας έγινε ο
μοναδικός και κυρίαρχος σκοπός ζωής του λαού, ο αγώνας του περιορίστηκε στα
στενά όρια της ιδιοκτησίας του, η
ποσότητα και η ποιότητα των κοινόχρηστων χώρων της πόλης (οι δρόμοι, τα πάρκα,
το πράσινο, οι σχολικοί χώροι κ.α.) περιορίστηκαν γιατί υποτάχθηκαν στις
απαιτήσεις της ατομικής ιδιοκτησίας, απέκτησαν δευτερεύουσα σημασία και το
Κράτος ήταν πολύ ευχαριστημένο γι αυτό, γιατί τα πραγματοποιούσε όπως και όποτε
αυτό εξυπηρετούσε την πολιτική που ήθελε να καλλιεργεί.
Η «Νεοκλασική Πολεοδομία» στη χώρα μας
είχε συντηρητικό και ακραίο αντιδραστικό προσανατολισμό. Η κυρίαρχη τάξη της
χώρας μας βαθειά συντηρητική, με την οικιστική πολιτική της εξυπηρέτησε πλήρως τα συμφέροντα της τάξης
της, και εξαπάτησε τον λαό καλλιεργώντας
του με προπαγανδιστικές και
αποπροσανατολιστικές πρακτικές ψεύτικες πεποιθήσεις.
Η
«νεοκλασική ιδεολογία» απογυμνωμένη
από κάθε γόνιμο στοιχείο
κατάντησε «μιμητισμός». Η «νεοκλασική αρχιτεκτονική» στην κατοικία έγινε
μέσον επίδειξης «οικονομικής επιφάνειας»
και «κοινωνικής καταξίωσης». Η ανώτερη αστική
τάξη έχτιζε πολυτελείς κατοικίες
, εντυπωσιακά στολισμένες με ακριβά υλικά, με πολυτελείς κήπους και όλα τα
συναφή. Η μέση ημιπολυτελείς, λιγότερο στολισμένες με φθηνότερα υλικά. Και η μικροαστική έκανε
ότι μπορούσε.
Και από τότε κάθε φορά που η κυρίαρχη
τάξη ήθελε να πάρει μέτρα σε βάρος του λαού και τα μεγαλοϊδιοκτησιακά και
μεγαλοκατασκευαστικά συμφέροντα να κερδοσκοπήσουν σε βάρος του, για να τον αποπροσανατολίσει
πολιτικά δημιουργούσε ένα «πρόβλημα
στέγης». Έτσι μεταπολεμικά όταν
δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις μεγαλύτερου κέρδους, στην «ανεξέλεγκτη
μεταπολεμική ανοικοδόμηση» της χώρας, όπως συνηθίζουν να λένε, αυτοί που την «προώθησαν
και την έλεγχαν», ξεχάστηκε η ιστορία της «νεοκλασικής Αθήνας» για όσο χρονικό
διάστημα χρειάστηκαν τα «οικονομικά συμφέροντα» που κυβερνούσαν τότε τον τόπο
να πραγματοποιήσουν την «μεταπολεμική ανοικοδόμηση», και τα νεοκλασικά κτίρια
θυσιάστηκαν «στο βωμό του κέρδους». Η μεταπολεμική ανοικοδόμηση της χώρας, ήταν
ελεγμένη, σχεδιασμένη και Κυβερνητικά ευλογημένη, αλλά έπρεπε να είναι
«ανεξέλεγκτη από το λαό», γι αυτό και καλλιέργησε στο λαό ότι το «διαμέρισμα»
στην πολυκατοικία είναι η «σύγχρονη στέγη» που πρέπει να αποκτήσει και για αυτή
πρέπει να αγωνιστεί. Έτσι το όνειρο του κάθε Έλληνα ήταν να αποκτήσει
διαμέρισμα, ας ήταν και «ημιυπόγειο» υγρό και ανήλιο στα Εξάρχεια, στην Κυψέλη,
στο Παγκράτι στα Πατήσια….. Και έχουμε
και πάλι την αυθαίρετη δόμηση των στρωμάτων εκείνων της κοινωνίας που είναι
κάτω από τα όρια της φτώχιας, που έγιναν μετανάστες στην ίδια τους τη χώρα
γιατί στο χωριό δεν μπορούσαν πια να ζήσουν, και ήταν ευχαριστημένοι που το
Κράτος τους «επέτρεπε» να κτίσουν ένα δωμάτιο μακριά από την πόλη, χωρίς νερό
χωρίς ηλεκτρικό, χωρίς συγκοινωνία, χωρίς σχολείο για τα παιδιά του,
χωρίς….χωρίς…… Στη συνέχεια δημιούργησε την ανάγκη της
«εξοχικής στέγης» και γέμισαν οι παραλίες με φτωχά αυθαίρετα, πλούσιες βίλες
αυθαίρετες και μεγάλα ξενοδοχειακά συγκροτήματα αυθαίρετα. Και τέλος δημιούργησε
την ανάγκη της «μεζονέτας» μακριά από το νέφος, μακριά από την πόλη, μακριά από
τους ανθρώπους, μακριά από την κοινωνία, μακριά από το δημόσιο σχολείο, μακριά
από τα πάρκα και τις παιδικές χαρές, μακριά από την αστική συγκοινωνία, μακριά….
μακριά….
Και τώρα που πια δεν μπορεί να
δημιουργήσει «πρόβλημα στέγης» γιατί το θέμα αυτό το έχει πια
εξαντλήσει, έχει
χάσει τον «αποπροσανατολιστικό πολιτικό μανδύα» που της εξασφάλιζε την
παραπλάνηση του λαού, και όσο κι αν προσπάθησε με την «πράσινη ανάπτυξη»
με τις
«πράσινες ταράτσες» με τα «πράσινα…..» με τα «ενεργειακά προγράμματα» με
τα
«αναπτυξιακά ξεπουλήματα της Ελληνικής γης» με το «ξανασκέψου ότι πρέπει
να
ξεχάσεις την Αθήνα» βλέπει ότι πια ο λαός ξύπνησε και δεν εγκλωβίζεται
στις
αποπροσανατολιστικές προπαγανδιστικές ρητορείες της, γι αυτό
χρησιμοποιεί τη βία
και την τρομοκρατία για να επιβάλλει τις επιλογές της. Με τη βία και την
τρομοκρατία άδειασε και αδειάζει το
κέντρο της Αθήνας, με τη βία και την τρομοκρατία έβγαλε τους καταληψίες
από τη
βίλα Αμαλία, με τη βία και την τρομοκρατία προσπαθεί να επιβάλλει την
λειτουργία των μεταλλείων στην Ιερισσό, με τη βία και την τρομοκρατία
…..με τη βία και την τρομοκρατία …..
Είναι το μόνο μέσο που της απέμεινε. Και το μέσο αυτό το έχει
ξαναχρησιμοποιήσει.
Αυτή τη φορά όμως πρέπει να κερδίσει ο λαός.
[1] DIZIONARIO ENCICLOPEDICO DI
ARCHITETTURA E URBANISΤICA diretto da Paolo Portoghesi .
Istituto Editoriale Romano 1969 (ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ) ΤΟΜΟΣ 4ος σελ. 191
[2] DIZIONARIO
ENCICLOPEDICO DI ARCHITETTURA E URBANISΤICA diretto da Paolo Portoghesi .
Istituto Editoriale Romano 1969 (ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ) ΤΟΜΟΣ 6ος σελ.324
[3] Γιιάννη Κορδάτου «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ
ΝΕΩΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ» ΟΘΩΝ 1834-1862 ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ,
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «20ος ΑΙΩΝΑΣ» ΑΘΗΝΑ
1957 σελ. 74-75
[4] Δημήτρη Φωτιάδη «ΟΘΩΝΑΣ» Η ΜΟΝΑΡΧΙΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΚΥΨΕΛΗ» ΑΘΗΝΑ 1963 σελ. 131
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου