Τη στιγμή που θα δημοσιοποιείται αυτό το κείμενο πιθανά θα έχουν ήδη κυκλοφορήσει οι προθέσεις της κυβέρνησης, ακόμα και τα Σχέδια Νόμου για την κατάργηση των λεγόμενων “κλειστών επαγγελμάτων”, το πολλαπλά εξαγγελθέν επόμενο μεγάλο βήμα της κυβέρνησης και της τρόικας ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ για να “μπει μια τάξη σε αυτόν τον τόπο”. Οι μηχανικοί βέβαια ακόμα θα περιμένουμε την αντίδραση του ΤΕΕ και των συλλόγων σε κάτι τόσο προβλέψιμο και αναμενόμενο. Θα προσπαθήσουμε εν συντομία να πούμε δύο πράγματα για το πως μπορεί να υπάρξει ένας αξιόπιστος και ικανός να κερδίσει αντίλογος στην επερχόμενη ισοπέδωση.
Η κατάργηση των “κλειστών” επαγγελμάτων είναι άμεση απόρροια των ευρωπαϊκών πολιτικών για “απελευθέρωση” όλων των αγορών και υπηρεσιών. Οι πολιτικές αυτές αποτυπώνονται ξεκάθαρα στις συνθήκες του Μάαστριχτ και της Λισσαβόνας και εξειδικεύονται με μια σειρά από οδηγίες, με χαρακτηριστικότερη την 123/2006 γνωστή και ως συνθήκη Μπολκενστάιν. Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές -εγγεγραμμένες στο DNA της ΕΕ- οδηγούν αναπόδραστα στην άρση όλων των προηγούμενων συμβιβασμών και κατακτήσεων και στη ρύθμιση όλων των σχέσεων μέσω των νόμων της αγοράς. Το πού οδήγησαν οι αγοραίες πολιτικές αυτές λογικές φάνηκε ξεκάθαρα -ακόμα και στον πιο δύσπιστο- με το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης του 2008, που στον πυρήνα της έφερε ακριβώς την “απελευθέρωση” της κίνησης και αξιοποίησης των κεφαλαίων. Για τις οδηγίες αυτές, όλες οι παρεχόμενες υπηρεσίες και η επιστημονική εργασία αντιμετωπίζονται ως “εμπορική δραστηριότητα” και “εμπόρευμα” αντίστοιχα, οι επιστήμονες ως “έμποροι” και τα επιμελητήρια και οι σύλλογοι ως “ενώσεις επιχειρήσεων”. Επαγγέλματα μάλιστα όπως του μηχανικού (για το οποίο κανένας αριθμητικός, πληθυσμιακός ή γεωγραφικός περιορισμός δεν υπάρχει, παρά μόνο η υποχρέωση εγγραφής στο Επιμελητήριο και η ακαδημαϊκή ισοτιμία και αντιστοιχία) βαφτίζονται ως “κλειστά”.
Η επιτάχυνση της κίνησης της κυβέρνησης και των γνωστών λαγών τύπου Επιτροπής Ανταγωνισμού, έχει άμεση σχέση με την ιστορική συγκυρία του Μνημονίου, της τρόικας, της κατεδάφισης όλων των κατακτήσεων των εργαζομένων και της θυσίας τους για να μη χάσουν ούτε ένα ευρώ οι ντόπιοι και διεθνείς πιστωτές, για να ορθοποδήσει ξανά στην κερδοφορία του το κεφάλαιο. Το ίδιο το Μνημόνιο (Ν.3845/2010) στο άρθρο 22 γράφει “Σημαντικοί περιορισμοί για την είσοδο σε μια σειρά σημαντικών επαγγελμάτων συνεπάγονται υψηλό κόστος για την οικονομία...[η κυβέρνηση] θα άρει τους περιορισμούς στα επαγγέλματα των νομικών, φαρμακοποιών, συμβολαιογράφων, αρχιτεκτόνων, μηχανικών και ορκωτών λογιστών. Αυτό θα περιλαμβάνει τη μείωση..των ρυθμιζόμενων τιμολογίων...Η κυβέρνηση θα προτείνει νομοθεσία για την άρση των περιορισμών για τον ανταγωνισμό των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων... συμπεριλαμβανομένων αρχιτεκτόνων, μηχανικών σχετικά με την ελάχιστη αμοιβή”. Φυσικά και το μνημόνιο της ντροπής θα περιλάμβανε τις προβλέψεις αυτές ανάμεσα σε τόσα άλλα δεινά που επιφέρει στους εργαζόμενους, στη νεολαία, στους συνταξιούχους. Παράλληλα δεν μας εκπλήσσει το ότι το ΤΕΕ αρνείται πεισματικά να τοποθετηθεί επ' αυτού για να κρύψει τη συμφωνία του. Γνώμη μας είναι ότι σοβαρή αντίθεση στην κατάργηση των “κλειστών επαγγελμάτων” χωρίς ρήξη με το μνημόνιο, την τρόικα και τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες δε γίνεται.
Το σύστημα των ελάχιστων αμοιβών έχει ήδη αρκετά προβλήματα (και λόγω της στάσης του ΤΕΕ), αλλά η κατάργησή του θα είναι καταστροφή για τους αυτοαπασχολούμενους συναδέλφους και θα σημάνει την εξαφάνιση αυτής της ιδιαίτερης κατηγορίας και τη βίαιη υπαλληλοποίηση και φτωχοποίηση του μεγαλύτερου μέρους της. Κανείς φυσικά δεν ενοχλείται από το απαράδεκτο καθεστώς της ποινικοποίησης εφ' όρου ζωής του μηχανικού, το οποίο ισχύει. Οι ελάχιστες αμοιβές σήμερα καλύπτουν ένα μικρό υποσύνολο των υπηρεσιών που παρέχει ο επιστήμονας μηχανικός, κυρίως γύρω από τη μελέτη και επίβλεψη δημόσιων και ιδιωτικών έργων. Ακόμα και για αυτές τις υπηρεσίες οι αμοιβές (ειδικά στα ιδιωτικά έργα) υποτιμολογούνται μέσω ενός αυθαίρετου προϋπολογισμού κατασκευής (στο 1/8 του πραγματικού) και ήδη λόγω κρίσης υφίστανται μεγάλες άτυπες εκπτώσεις. Φυσικά όπου δεν υπάρχουν κατοχυρωμένα επαγγελματικά δικαιώματα, δεν υπάρχουν και αντίστοιχοι κώδικες αμοιβών, όπως γίνεται με όλες τις νέες ειδικότητες και τις υπηρεσίες που αυτές παρέχουν. Σε κάθε περίπτωση όμως, για μας ο Κώδικας Αμοιβών αποτελεί το αντίστοιχο των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας των μισθωτών, γιατί εξασφαλίζει μια αξιοπρέπεια στην αμοιβή που να επιτρέπει στον εργαζόμενο επιστήμονα να επιβιώσει. Επιπλέον βοηθάει στη διατήρηση ενός ορισμένου επίπεδου για τις μελέτες, αντί για τη μετατροπή τους σε τυποποιημένα τεύχη που δε θα μπορούν να υλοποιηθούν (με πολύ αρνητικότερες συνέπειες στο τελικό κόστος του έργου). Πολύ περισσότερο σε μια χώρα με αυξημένη σεισμικότητα και σε μια εποχή όπου υπάρχουν αυξημένες ανάγκες για σύγχρονες ποιοτικές, ενεργειακά αποδοτικές κατασκευές και αντίστοιχες μελέτες. Η σύναψη αυτή σύμβασης μεταξύ εργοδότη και απασχολούμενου επιστήμονα είναι που προκαλεί το μίσος των νεοφιλελεύθερων και εκεί έχει επικεντρωθεί η στόχευση τους παγκόσμια. Δεν είναι καθόλου τυχαία η σύμπτωση με την επιχειρούμενη κατάργηση των Γενικών και Κλαδικών Συμβάσεων Εργασίας και την αντικατάστασή τους από επιχειρησιακές ή και ατομικές. Οπότε χρειάζεται κοινή αντιμετώπιση και κοινοί αγώνες με τους υπόλοιπους εργαζόμενους που βρίσκονται εξίσου στο στόχαστρο. Παράπλευρη απώλεια της κατάργησης του κώδικα αμοιβών θα αποτελέσει και το ήδη πολλαπλά χτυπημένο (και εκ των έσω) ασφαλιστικό των μηχανικών μεγάλο μέρος των εσόδων του οποίου προέρχεται από τμήμα (2%) της αμοιβής μελέτης – επίβλεψης.
Η διαδικασία αντιμετώπισης της εργασίας μελέτης και επίβλεψης έργων ως «εμπορικό προϊόν» συνιστά ένα ακόμα (συντριπτικό αυτή τη φορά) πλήγμα στα ψήγματα κοινωνικού ρόλου και ελέγχου που έχουν απομείνει στην εργασία των μηχανικών. Όλα πλέον θυσιάζονται στο όνομα της «ανταγωνιστικότητας», της μείωσης του κόστους, της κερδοφορίας. Γρήγορα, φτηνά, ευέλικτα, χωρίς ελέγχους όπως επιτάσσει και η “fast track” φιλοσοφία για τις επενδύσεις. Θέλουν εργαζόμενους επιστήμονες, διεκπεραιωτές των ιδιωτικών συμφερόντων χωρίς αναφορά στην κοινωνία και τα συμφέροντα των εκμεταλλευόμενων τάξεων, υπαλλήλους συμφερόντων ή στο συνεχές άγχος της δουλίτσας με κάθε κόστος (βλέπε «τακτοποίηση ημιυπαίθριων χώρων»). Με μελετητές και επιβλέποντες στο κυνήγι του μεροκάματου, με επιστήμονες χωρίς αρχές και συνείδηση, με διαλυμένες Δημόσιες Τεχνικές Υπηρεσίες που είναι στα πρόθυρα να ιδιωτικοποιηθούν και αυτές, με μια κοινωνία στη δίνη μιας πρωτόγνωρης κρίσης και τα ατομικά οράματα να ηγεμονεύουν το αύριο φαντάζει τρομακτικό. Και όσο για τη φιλολογία ότι οι «απελευθερώσεις» ρίχνουν το κόστος για την κοινωνία και τους χρήστες, μια ματιά στο τι έγινε με την αγορά τηλεπικοινωνιών ή ενέργειας (στη χώρα μας & διεθνώς) είναι αποκαλυπτική. Μικρή μείωση στην αρχή και μόλις συγκεντρωθούν οι παίκτες, «εναρμονισμένες πρακτικές» και εκτόξευση του κόστους.
Οι Ευρωπαϊκές Οδηγίες και το Μνημόνιο, εκτός της κατάργησης των ελάχιστων αμοιβών, στοχοποιούν και τη διαδικασία πρόσβασης στο επάγγελμα. Είναι ήδη γνωστή η ιστορία με τη Οδηγία 36/2005 και την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό δίκαιο, που επιτρέπει σε αποφοίτους τριετών σχολών χωρίς ακαδημαϊκή ισοτιμία, να διεκδικούν την εγγραφή τους στο οικείο Επιμελητήριο καθώς και τα αντίστοιχα επαγγελματικά δικαιώματα. Με τον τρόπο αυτό τόσο η παρούσα, όσο και η προηγούμενη κυβέρνηση, προσπαθούν να ξεπεράσουν την ήττα από το εκπαιδευτικό κίνημα στο άρθρο 16 και να νομιμοποιήσουν από το παράθυρο τα διάφορα ιδρύματα και κολέγια, τα οποία με ένα συμβόλαιο δικαιόχρησης με πανεπιστήμιο του εξωτερικού εμπορεύονται στους αποφοίτους τους τη δυνατότητα να διεκδικήσουν πρόσβαση σε επαγγελματικά δικαιώματα χωρίς να χρειαστεί να αποκτήσουν ακαδημαϊκή ισοτιμία. Το Μνημόνιο γράφει : “Η κυβέρνηση θα υιοθετήσει νομοθεσία και θα πάρει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να ολοκληρώσει την ουσιαστική μεταφορά στο εθνικό δίκαιο των κανόνων της ΕΕ σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, συμπεριλαμβανομένης και της συμμόρφωσης με όλες τις αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (εκτός των άλλων, σχετικά με τα franchised διπλώματα, τη σύσταση των διοικητικών δομών που είναι υπεύθυνες για την εφαρμογή των κανόνων αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων όπως και την έγκυρη ενημέρωση των πολιτών σχετικά με τις εκκρεμείς αιτήσεις του για αναγνώριση)”. Το έτερο σκέλος συνεπώς της κατάργησης των “κλειστών επαγγελμάτων” συμπλέει με τις πολιτικές του Υπουργείου Παιδείας για καθιέρωση συστήματος επαγγελματικών προσόντων προς αντικατάσταση των επαγγελματικών δικαιωμάτων, για κατάργηση των πολυτεχνικών σχολών και την εξατομίκευση των πτυχίων, για έμμεση κατάργηση του άρθρου 16. Δεν είναι τυχαία η ένοχη σιωπή του ΤΕΕ γύρω από το σκέλος αυτό, καθώς επί της ουσίας έχει συναινέσει στις κατευθύνσεις αυτές αποδεχόμενο την εγγραφή αποφοίτων τριετών σχολών του “εξωτερικού”, τη διαδικασία πιστοποίησης προσόντων, τη σκλήρυνση των εξετάσεων, ενώ προσπαθεί να αναλάβει για τον εαυτό του το ρόλο του “πιστοποιητή” όλου του τεχνικού κόσμου. Ας μην παραξενευτούμε λοιπόν άμα στο μέλλον δούμε την ανταλλαγή των ελάχιστων αμοιβών με μια πιο αναβαθμισμένη λειτουργία του ΤΕΕ σε αυτό το πεδίο.
Τελειώνοντας αν θελήσει κανείς να συγκρουστεί πραγματικά με την κυβέρνηση, την τρόικα και τις Οδηγίες της ΕΕ, πρέπει να διαλέξει με ποιον θα πάει και ποιόν θα αφήσει. Και πρέπει να δει πως θα οργανώσει τον αντίλογο και τις δράσεις του ώστε να μη μιλάμε για μια διαμαρτυρία απλώς για την τιμή των όπλων. Γνώμη μας είναι ότι πρώτον, πρέπει να μπει στο επίκεντρο η ίδια η πολιτική των “απελευθερώσεων” που μας οδήγησε σε αυτό το σημείο. Δεύτερον, η αντίθεση στα σχέδια της κυβέρνησης πρέπει να ενταχθεί στο ευρύτερο κίνημα αντίστασης στο σφαγείο του μνημονίου, της τρόικας ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ. Τρίτον, αν μείνει κανείς στη λογική του περιούσιου κλάδου θα εξυπηρετήσει την κυβέρνηση που ξεμπερδεύει με τις αντιδράσεις με τη λογική “διαίρει και βασίλευε”, όπως έκανε με το Δημόσιο, τους ιδιοκτήτες φορτηγών κλπ. Χρειάζεται ενότητα και συμμαχίες πρώτα στο εσωτερικό του κλάδου, με τους δημόσιους και ιδιωτικούς υπαλλήλους, αναδεικνύοντας ότι η κατάργηση των Συλλογικών Συμβάσεων για τους μισθωτούς, το “ενιαίο” μισθολόγιο στο Δημόσιο και η κατάργηση των ελάχιστων αμοιβών των αυτοαπασχολούμενων είναι η κοινή πολιτική που θυσιάζει τους εργαζόμενους στην κερδοφορία του κεφαλαίου και μας γυρίζει έναν αιώνα πίσω. Αντίστοιχα χρειάζεται ενότητα και κοινοί αγώνες με τους λοιπούς κλάδους που πλήττονται και στοχοποιούνται, καθώς και με τη νεολαία που θα αντιδράσει στη διάλυση του δημόσιου πανεπιστημίου. Και τέλος χρειάζονται δυναμικές πολύμορφες και διαρκείς μορφές αγώνα με συμμετοχή των ίδιων των συναδέλφων οι οποίοι πρέπει να έχουν και τον τελικό λόγο μιας και μόνο αυτοί μπορούν να πιέσουν και τους συλλόγους και το ΤΕΕ σε μια άλλη κατεύθυνση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου