44ο ΜΑΘΗΜΑ
ΑΣΤΕΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΧΡΟΝΙΚΗ ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ: ΑΝΙΣΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ, ΧΩΡΟ-ΧΡΟΝΙΚΟΙ ΔΙΕΞΟΔΟΙ ΓΙΑ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΑΙ ΚΥΡΙΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΕΩΝ
Στο προηγούμενο μάθημα είδαμε κάποιες από τις πτυχές του γεωγραφικού χώρου και της γεωγραφικής δυναμικής του καπιταλισμού όπως αυτή περιγράφεται στο έργο των Μαρξ και Ενγκελς. Αναφερθήκαμε επίσης στην έννοια της γαιοπροσόδου, έννοια που θα μας φανεί χρήσιμη και στη συνέχεια. Τέλος, αναφερθήκαμε σε ορισμένες ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες μαρξιστικές προσεγγίσεις σχετικά με την παραγωγή του χώρου στο επίπεδο της αστεακής κλίμακας (Lefebvre, Castells, Harvey, Gordon). Στο σημερινό μάθημα, αντίθετα, θα εστιάσουμε στη συνολικότερη γεωγραφική διάσταση της καπιταλιστικής συσσώρευσης, καθώς θα αναφερθούμε στην άνιση γεωγραφική ανάπτυξη του καπιταλισμού –σε όλα τα επίπεδα: αστικό, περιφερειακό, εθνικό και παγκόσμιο–, αλλά και στις προσωρινές χωρικές διεξόδους που επινοεί ο καπιταλισμός για να ξεπεράσει τις κρίσεις του. Τέλος, θα επιστρέψουμε στο «μικροεπίπεδο», τρόπον τινά, της καπιταλιστικής μητρόπολης για να ασχοληθούμε με το φαινόμενο της κυριλοποίησης της (gentrification).
Η εισαγωγή της έννοιας της άνισης ανάπτυξης μπορεί να ανιχνευτεί τόσο στο έργο της Luxemburg όσο και σε αυτό του Lenin, οι οποίοι διαφωνούσαν με την οπτική του Μαρξ σχετικά με τον τρόπο επέκτασης του κεφαλαίου. Ο Μαρξ και ο Ενγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο θεωρούσαν ότι ο γεωγραφικός επεκτατισμός είναι εγγενές χαρακτηριστικό της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Επεκτατισμός που οφείλεται στην ανάγκη του κεφαλαίου είτε για νέες πηγές πρώτων υλών, είτε για νέες αγορές εργασίας, είτε ακόμη για νέους χώρους διάθεσης των προϊόντων (νέες αγορές). Για να πραγματοποιηθούν όμως όλα αυτά, προϋποτίθεται η δημιουργία ομοιόμορφων συνθηκών παραγωγής, ανταλλαγής, κυκλοφορίας και κατανάλωσης σε όλο και διευρυνόμενες χωρικές κλίμακες: εξ ου και η τάση προς ομογενοποίηση του γεωγραφικού χώρου, που λίγο πολύ αντανακλά την οπτική του Μαρξ. Η παραπάνω μαρξική θέση γίνεται εμφανής και στο κεφάλαιο για την πρωταρχική συσσώρευση. Αλλά και σε παλιότερα κείμενά του ο Μαρξ είχε αναπτύξει παρόμοια επιχειρήματα. Στα Grundrisse, λόγου χάρη, ο Μαρξ ισχυρίστηκε ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη συνεπάγεται την εκμηδένιση του χώρου μέσω του χρόνου. Χαρακτηριστικά αναφέρει:
Όσο περισσότερο η παραγωγή βασίζεται στην ανταλλακτική αξία, άρα στην ανταλλαγή, τόσο σημαντικότεροι γίνονται για αυτήν οι φυσικοί όροι της ανταλλαγής – τα μέσα επικοινωνίας και μεταφοράς. Το κεφάλαιο τείνει από τη φύση του να ξεπεράσει κάθε τοπικό φραγμό. Ώστε η δημιουργία των φυσικών όρων της ανταλλαγής –των μέσων επικοινωνίας και μεταφοράς–, η εκμηδένιση δηλαδή του χώρου με μέσο τον χρόνο, γίνεται για το κεφάλαιο αναγκαιότητα σ’ ολότελα διαφορετικό βαθμό. Στο μέτρο που το άμεσο προϊόν μπορεί να αξιοποιηθεί μαζικά σε μακρινές αγορές μόνο στο βαθμό που μειώνεται το κόστος μεταφοράς […] η παραγωγή φθηνών μέσων μεταφοράς και επικοινωνίας αποτελεί όρο για την παραγωγή που βασίζεται στο κεφάλαιο, και άρα προκαλείται από το τελευταίο.[1]
Από την άλλη πλευρά, τόσο η Luxemburg όσο και ο Lenin δεν συμφωνούσαν ότι υπάρχει μια ομογενοποιητική τάση του κεφαλαίου, ούτε ότι η δυναμική της καπιταλιστικής συσσώρευσης οδηγεί νομοτελειακά στην επέκταση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Πιο συγκεκριμένα, η Luxemburg θεωρούσε ότι η συσσώρευση κεφαλαίου –και συνεπώς η επιβίωση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής– θα ήταν αδύνατη χωρίς την ύπαρξη μη καπιταλιστικών χωρών.[2]Χώρες από τις οποίες ο καπιταλισμός θα μπορούσε να αντλήσει φθηνές πρώτες ύλες και εργατικό δυναμικό και στις οποίες στη συνέχεια θα διοχέτευε τα προϊόντα της καπιταλιστικής παραγωγής. Aν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής επεκτείνονταν ομοιόμορφα σε παγκόσμια κλίμακα, η βάση της συσσώρευσης του κεφαλαίου, ισχυριζόταν η Luxemburg, θα έφτανε σε οριακά επίπεδα, καθώς θα εξαρτιόταν μόνο από τις δημογραφικές μεταβολές στις επιμέρους χώρες (αυξομείωση της ζήτησης, σχετικός υπερπληθυσμός κλπ.).
Ο Lenin, στο Ιμπεριαλισμός: Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού, θεωρούσε ότι η βάση της συσσώρευσης, κατά τη μετάβαση του καπιταλισμού στην ιμπεριαλιστική φάση, εξαρτιόταν από την εκμετάλλευση των υπανάπτυκτων, καπιταλιστικά, χωρών από τις αναπτυγμένες, μέσω της εξαγωγής κεφαλαίου από τις δεύτερες στις πρώτες (βλ. διεθνές εμπόριο). Οδηγήθηκε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι αυτές οι ενδοκαπιταλιστικές ανισότητες και διαρκείς σχέσεις εξάρτησης που υπήρχαν, όχι μόνο θα συνεχίσουν να υπάρχουν αλλά και θα εντείνονται, καθώς σε αυτές βασίζεται ουσιαστικά η ίδια η καπιταλιστική συσσώρευση.
Αυτές οι δύο προσεγγίσεις αποτελούν στην ουσία την απαρχή της θεωρίας της γεωγραφικής διαφοροποίησης ή αλλιώς της τάσης προς διαφοροποίηση. Βάσει των δύο παραπάνω προσεγγίσεων αναπτύχθηκαν σταδιακά διάφορες νεότερες θεωρίες, που προσπάθησαν να ερμηνεύσουν τη συνέχιση της άνισης οικονομικής ανάπτυξης που παρατηρείται σε παγκόσμιο επίπεδο. Ενδεικτικά αναφέρουμε τη Σχολή της Εξάρτησης, της Άνισης Ανταλλαγής, την προσέγγιση του Mandel κλπ. Εμείς θα ασχοληθούμε με μια άλλη, πολύ σημαντική, ανάλυση, αυτή των γεωγράφων David Harvey, μέρος των απόψεων του οποίου ήδη συναντήσαμε στο προηγούμενο μάθημα, και Νeil Smith, οι οποίοι εμπλούτισαν το ερμηνευτικό δίπολο ομογενοποίηση/διαφοροποίηση, εντάσσοντας στην κριτική της πολιτικής οικονομίας την παράμετρο του γεωγραφικού χώρου όχι ως ένα φυσικό πεδίο, αλλά ως τον, α λα Lefebvre, κοινωνικά παραγμένο χώρο.
Η προσέγγισή τους θεμελιώνεται στην αναγνώριση της δυναμικής της καπιταλιστικής συσσώρευσης και των χωρικών αντιφάσεων που αυτή εμπεριέχει. Ανέπτυξαν, επομένως, ένα θεωρητικό σχήμα για τις αντιφατικές ροπές της συσσώρευσης θεωρώντας ότι η άνιση ανάπτυξη αποτελεί αποτέλεσμα αλλά και προϋπόθεση της ίδιας της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, θεώρησαν ως βασική προϋπόθεση για την ομαλή κυκλοφορία του κεφαλαίου έναν σχετικά ομοιογενή, ως προς τις συνθήκες παραγωγής, ανταλλαγής και κατανάλωσης, γεωγραφικό χώρο, θέση που λίγο-πολύ συμπίπτει με την ομογενοποιητική τάση του κεφαλαίου όπως την ανέπτυξε ο Μαρξ.
Ο Harvey υποστηρίζει ότι κάθε κύκλος ανάπτυξης δεν λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα γεωγραφικά ομοιογενές περιβάλλον αλλά σε ένα περιβάλλον έντονα διαφοροποιημένο, τόσο σχετικά με το επίπεδο των φυσικών πόρων, όσο και με αυτό των δραστηριοτήτων που έχουν διαχρονικά αναπτυχθεί εκεί.
Ο Smith στο έργο του αναγνωρίζει κι αυτός τόσο μια φυσική όσο και μια κοινωνική διάσταση στις τάσεις διαφοροποίησης του γεωγραφικού χώρου. Η φυσική διαφοροποίηση έγκειται στις διαφορετικές φυσικές συνθήκες που επικρατούν σε κάθε τόπο και οι οποίες ως έναν βαθμό καθορίζουν τις παραγωγικές διαδικασίες που θα αναπτυχθούν εκεί. Παραδείγματος χάρη, δεν φυτρώνει παντού βαμβάκι, ούτε όλα τα υπεδάφη διαθέτουν πετρέλαιο. Ταυτόχρονα, ο Smith επεκτείνει το επιχείρημά του, αναγνωρίζοντας διαφοροποιητικές τάσεις που πηγάζουν από το διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Προχωρώντας τις κατηγοριοποιήσεις που ο ίδιος ο Μαρξ προτείνει στο δωδέκατο κεφάλαιο του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου, αναλύει το πώς οι μορφές του καταμερισμού της εργασίας συμβάλλουν ή διαχρονικά έχουν συμβάλει στη διαμόρφωση χωρικών προτύπων άνισης ανάπτυξης.[3] Ας εξετάσουμε αυτές τις κατηγορίες πιο αναλυτικά:
Ο γενικός καταμερισμός της εργασίας. Ξεκινώντας ιστορικά από τον διαχωρισμό της βιομηχανικής και της αγροτικής παραγωγής που σε γεωγραφικό επίπεδο εκφράζεται από τον διαχωρισμό πόλης-υπαίθρου και μέσα από παράθεση στοιχείων σχετικά με την ιστορική εξέλιξη των πόλεων και των ομογενοποιητικών τάσεων που παρουσιάζονται (βλ. αστεοποίηση της υπαίθρου, έξοδος των μεγάλων βιομηχανικών μονάδων προς την ύπαιθρο, επέκταση των προαστίων κλπ.) ο Smith υποστηρίζει ότι η ομογενοποίηση τελικά γεννά διαφοροποιημένα γεωγραφικά τοπία, καθώς συνοδεύεται από τάσεις αποβιομηχάνισης και αποεπένδυσης κεφαλαίου σε κεντρικές αστεακές περιοχές.
Ο ιδιαίτερος καταμερισμός της εργασίας σε επιμέρους κλάδους παραγωγής. Ο καταμερισμός αυτός, σύμφωνα με τον Smith, επιφέρει σημαντικές διαφοροποιήσεις, καθώς κάθε κλάδος παραγωγής έχει διαφορετικές απαιτήσεις χωροθέτησης ανάλογα με τη φύση της παραγωγικής διαδικασίας, τις τεχνολογίες παραγωγής που μπορεί να υιοθετήσει κλπ.
O λεπτομερής (κατά μεμονωμένη περίπτωση) καταμερισμός της εργασίας. Εκφράζεται με τη διαφοροποίηση της εργασιακής διαδικασίας σε επίπεδο παραγωγικής μονάδας και παραγωγικής αλυσίδας. Στις πρώτες φάσεις του καπιταλισμού, όταν όλη η παραγωγική διαδικασία ήταν στεγασμένη στο ίδιο εργοστάσιο, η χωρική διαφοροποίηση αντιστοιχεί σε αυτή του ιδιαίτερου καταμερισμού εργασίας. Στη σημερινή εποχή, όμως, μέσω της ομογενοποίησης που έχουν επιφέρει οι τεχνολογικές πρόοδοι στους τομείς των τηλεπικοινωνιών και των μεταφορών, δημιουργούνται νέες διαφοροποιητικές τάσεις, καθώς επιμέρους τμήματα της παραγωγικής αλυσίδας χωροθετούνται σε συγκεκριμένες περιοχές βάσει ορισμένων συγκριτικών πλεονεκτημάτων.
Εν κατακλείδι, σύμφωνα με την ανάλυση του Smith, η αντιφατικότητα των ροπών συσσώρευσης και η, εξαιτίας αυτού, συνακόλουθη άνιση γεωγραφική ανάπτυξη είναι τόσο αποτέλεσμα όσο και προϋπόθεση της διαδικασίας συσσώρευσης. Η θεωρία της άνισης ανάπτυξης προσπαθεί να συσχετίσει τη γεωγραφική διάσταση της καπιταλιστικής επέκτασης (βλ. πεδίο της παραγωγής) με τις επιμέρους διαδικασίες συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου. Οι μεν διαδικασίες συγκέντρωσης κεφαλαίου αντιστοιχούν στις τάσεις διαφοροποίησης των επιμέρους χώρων, ενώ αυτές που συνδέονται με την συγκεντροποίηση του κεφαλαίου αντιστοιχούν στις τάσεις ομογενοποίησης, καθώς διαφορετικά/επιμέρους κεφάλαια συνενώνονται. Το γεωγραφικό ισοδύναμο –αλλά και προϋπόθεση– αυτής της (αντιφατικής) διαδικασίας είναι, ισχυρίζεται ο Smith, η ομογενοποίηση του γεωγραφικού χώρου που την διαμεσολαβεί. Η ομογενοποίηση του χώρου εκφράζεται κυρίως με την κατασκευή έργων υποδομής, τα οποία διευκολύνουν τις επενδύσεις κεφαλαίου στο επίπεδο του ιδιαίτερου και του κατά παραγωγική μονάδα καταμερισμού της εργασίας· αυτές οι επενδύσεις, με τη σειρά τους, διαφοροποιούν περαιτέρω το γεωγραφικό χώρο (βλ. δημιουργία οικονομιών κλίμακας που σε ένα περισσότερο μακροσκοπικό επίπεδο αντιστοιχούν πάλι σε διαφοροποιητικές τάσεις).
Επανερχόμενοι στον Harvey, αυτός θεωρεί ότι το σύστημα παραγωγής και πραγματοποίησης των αξιών αποτελείται από τρία κυκλώματα ροών κεφαλαίου, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους έτσι ώστε το κεφάλαιο να είναι σε θέση κάτω από ορισμένες συνθήκες να μεταπηδά ελεύθερα από το ένα κύκλωμα στο άλλο. Η απόσπαση υπεραξίας και η συσσώρευση δεν πραγματοποιούνται μόνο στο πρωτογενές κύκλωμα, δηλαδή στο πεδίο της παραγωγής και της αναπαραγωγής εμπορευμάτων (συμπεριλαμβανομένης και της εργασιακής δύναμης), αλλά και στα υπόλοιπα δύο, το δευτερογενές και το τριτογενές. Το δευτερογενές κύκλωμα αντιπροσωπεύει, μεταξύ άλλων, επενδύσεις κεφαλαίου για την παραγωγή δομημένου περιβάλλοντος, το οποίο αντιμετωπίζεται ως ένα σύνθετο εμπόρευμα που παράγεται κάτω από κανονικές διαδικασίες βιομηχανικής παραγωγής. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο ίδιος: «οι επενδύσεις στο δομημένο περιβάλλον συνεπάγονται τη δημιουργία ενός ολόκληρου κατασκευασμένου τοπίου που λειτουργεί για να εξυπηρετεί τις ανάγκες παραγωγής, κυκλοφορίας, ανταλλαγής και κατανάλωσης».[4]
Το δε τριτογενές κύκλωμα αντιστοιχεί στο σχηματισμό κοινωνικού κεφαλαίου, ήτοι σε επενδύσεις στους τομείς της επιστήμης και της τεχνολογίας, της εκπαίδευσης και της κατάρτισης, της υγείας και της πρόνοιας, καθώς και σε άλλες κοινωνικές υπηρεσίες για την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης.
Στο πρωτογενές κύκλωμα, σύμφωνα με τον Harvey, σημειώνονται περιοδικά τάσεις υπερπαραγωγής, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται πτωτικές τάσεις στο μέσο ποσοστό κέρδους των επιχειρήσεων και απροθυμία πραγματοποίησης νέων επενδύσεων, καθώς το συνολικό διαθέσιμο κεφάλαιο ξεπερνά τις υπάρχουσες ευκαιρίες για παραγωγική επένδυση, απροθυμία η οποία εκφράζεται με την μορφή πλεονασματικών κεφαλαίων –συνήθως σε χρηματική μορφή– που δεν έχουν δυνατότητες κερδοφόρας τοποθέτησης Λόγω των πλεονασματικών κεφαλαίων παρατηρούνται και πλεονάσματα ανενεργού εργατικού δυναμικού (βλ. αύξηση ανεργίας, δηλαδή σχετικού υπερπληθυσμού). Αν οι παραπάνω συνθήκες οξυνθούν οδηγούν σε κρίσεις υπερσυσσώρευσης.
Ο Harvey θέτει το ερώτημα κάτω από ποιες συνθήκες και για ποιους λόγους κεφάλαια μεταπηδούν από το πρωτογενές στο δευτερογενές κύκλωμα. Μια πρώτη απάντηση θα μπορούσε να δοθεί από την προσέγγιση του Smith περί των τάσεων διαφοροποίησης που εξετάσαμε παραπάνω. Ο Harvey, από την άλλη, ισχυρίζεται ότι η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα βρίσκεται στη διάκριση μεταξύ πάγιου και καταναλωτικού κεφαλαίου.
Το πάγιο κεφάλαιο έχει την ιδιαιτερότητα ότι μπορεί να προκύπτει από την εμπορευματική παραγωγή αλλά χρησιμοποιείται περισσότερο ως βοήθημά της σε μακροπρόθεσμη βάση παρά ως άμεση εισροή της, ενώ μπορεί να διακριθεί σε δύο επιμέρους κατηγορίες:
Σε πάγιο κεφάλαιο που περικλείεται στην παραγωγική διαδικασία (πχ μηχανολογικός εξοπλισμός)·
Σε πάγιο κεφάλαιο που λειτουργεί ως δομημένο πλαίσιο της παραγωγής. Ή, όπως το αποκαλεί ο ίδιος o Harvey, πάγιο κεφάλαιο επενδεδυμένο σε στοιχεία του δομημένου περιβάλλοντος (εργοστάσια, δρόμοι, αποθήκες, λιμάνια κλπ).
Αντίστοιχα, το καταναλωτικό κεφάλαιο διακρίνεται σε:
Eμπορεύματα που προορίζονται για άμεση κατανάλωση·
Eμπορεύματα που προορίζονται για μακροπρόθεσμη κατανάλωση, δηλαδή σε καταναλωτικό κεφάλαιο που έχει μετουσιωθεί σε στοιχεία δομημένου περιβάλλοντος (βλ. κατοικίες, σχολεία, νοσοκομεία κλπ.).
Το κεφάλαιο που μετατρέπεται σε στοιχεία δομημένου περιβάλλοντος παρουσιάζει ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά:
Είναι «βυθισμένο» στο έδαφος, δηλαδή δεν μπορεί να μετακινηθεί γεωγραφικά χωρίς να καταστραφεί.
Η περίοδος απόσβεσής του είναι αρκετά μεγαλύτερη σε σχέση με άλλες μορφές κεφαλαίου που καταναλώνονται άμεσα στην εμπορευματική παραγωγή.
Αν πρέπει να αντικατασταθεί από νέα στοιχεία κεφαλαίου για να ανταποκριθεί σε νέες χρήσεις πριν από την περίοδο απόσβεσής του, απαξιώνεται.
Για να μπορέσει να αξιοποιηθεί μέσω μακροπρόθεσμων επενδύσεων σε στοιχεία δομημένου περιβάλλοντος, το πλεόνασμα κεφαλαίου και εργασίας δεν θα πρέπει να απορροφάται από τις τρέχουσες ανάγκες της παραγωγής και της κατανάλωσης. Το πρόβλημα υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου που εμφανίζεται περιοδικά στο πρωτογενές κύκλωμα δημιουργεί, επομένως, τις προϋποθέσεις τέτοιων κεφαλαιακών μετατοπίσεων προς το δευτερογενές. Με τη βοήθεια εμπειρικών στοιχείων, ο Harvey δείχνει ότι αυτές οι μετατοπίσεις έχουν μία περιοδικότητα που σχετίζεται με την περιοδικότητα των κρίσεων υπερσυσσώρευσης. Κι εδώ, όμως, υπάρχουν όρια σε τέτοιες χωρικές διεξόδους του αδρανούς κεφαλαίου, καθώς αυτές για να συνεχιστούν πρέπει οι νέες επενδύσεις στο δευτερογενές κύκλωμα να παραμείνουν κερδοφόρες. Όταν κάτι τέτοιο παύσει να ισχύει (βλ. κρίση υπερσυσσώρευσης στο δευτερογενές κύκλωμα) τότε τίθενται οι βάσεις για μια αντίστοιχη μετατόπιση κεφαλαίων είτε προς το πρωτογενές είτε προς το τριτογενές κύκλωμα.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, γειωμένο στο μικροεπίπεδο της πόλης, που συνέχει τις δύο παραπάνω προσεγγίσεις περί άνισης γεωγραφικής ανάπτυξης και περί προσωρινών χωρικών διεξόδων από τις κρίσεις υπερσυσσώρευσης, είναι οι διαδικασίες βίαιης μετάλλαξης του αστεακού χώρου, που στη βιβλιογραφία είναι γνωστές ως gentrification.
Καταρχάς λίγα λόγια για αυτόν τον όρο. O όρος gentrification πρωτοχρησιμοποιήθηκε από την κοινωνιολόγο Ruth Glass στο βιβλίο της London: Aspects of change το 1964. Σε αυτό η Glass περιέγραψε τη μετατροπή των φτωχόσπιτων της εργατικής συνοικίας Islington του Λονδίνου σε ακριβές και κομψές κατοικίες, με αποτέλεσμα την εκτόπιση των παλαιών κατοίκων της περιοχής. Αρχικά στην ελληνική βιβλιογραφία ο αγγλικός όρος χρησιμοποιήθηκε δίχως μετάφραση, αν και τελευταία ολοένα και περισσότεροι συγγραφείς τον αποδίδουν με τη λέξη «εξευγενισμός». Εμείς θα χρησιμοποιήσουμε τον, ίσως αδόκιμο, νεολογισμό κυριλοποίηση, ο οποίος όμως είναι πιο κοντά στο πνεύμα του αγγλικού όρου και τις βίαιες διαδικασίες τις οποίες αυτός περιγράφει. Επιπρόσθετα, με τον όρο αυτό μπορούμε να περιγράψουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια τόσο το περιεχόμενο, όσο και την κατεύθυνση των μετασχηματισμών στον αστεακό χώρο και στην ανθρωπογεωγραφική σύνθεση που τον χαρακτηρίζει. Τέλος, ταιριάζει με τον όρο που συναντάται στην αυστραλιανή βιβλιογραφία (trendification, αλλά και yuppification).
Είδαμε στο προηγούμενο μάθημα ότι οι Ένγκελς και Μαρξ ήταν από τους πρώτους που ασχολήθηκαν με τις αστεακές αναπλάσεις, με τη χρήση δηλαδή της πολεοδομίας ως εργαλείου ορθολογικοποίησης των χρήσεων γης και άρα ελέγχου του πληθυσμού που κατοικεί στις πόλεις. Στο προηγούμενο μάθημα επίσης μιλήσαμε για την έννοια της γαιοπροσόδου υπό τον καπιταλισμό, το μέρος δηλαδή της παραχθείσας κατά την παραγωγική διαδικασία υπεραξίας που καρπώνεται ο ιδιοκτήτης της γης προκειμένου να την παραχωρήσει στον καπιταλιστή. Έχοντας ως βάση τις παραπάνω παρατηρήσεις των Μαρξ και Ένγκελς θα εξετάσουμε τις κύριες θεωρητικές προσεγγίσεις του φαινομένου, που είναι τρεις.
Η πρώτη και πιο κοντινή στη μαρξική κριτική της πολιτικής οικονομίας, με κύριο εισηγητή τον Neil Smith, βασίζεται στο έργο του Harvey και θεωρεί ότι τα φαινόμενα «κυριλοποίησης» σχετίζονται με το ζήτημα της προσφοράς νέων αστεακών χώρων.[5] Έτσι, οι διαδικασίες άνισης ανάπτυξης, με τις οποίες είναι συνυφασμένος ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, έχουν ως αποτέλεσμα ανισομέρειες ακόμη και στο εσωτερικό των πόλεων, καθώς κάποιες από τις αστεακές, κυρίως κεντρικές, περιοχές, όπου συγκεντρώνονταν οι βιομηχανικές και εμπορικές χρήσεις σταδιακά «υποβαθμίζονται» εξαιτίας της αποβιομηχάνισης, της μόλυνσης του περιβάλλοντος κλπ. και φορτίζονται με ένα αρνητικό συμβολικό φορτίο, ενώ ταυτόχρονα αναπτύσσονται άλλες, συνήθως στα προάστια. Το στεγαστικό απόθεμα στις «υποβαθμισμένες» περιοχές απαξιώνεται γρήγορα και τα ενοίκια πέφτουν, με αποτέλεσμα αυτές να ελκύουν φτωχότερα προλεταριακά στρώματα (πχ. μετανάστες κλπ.) χάρη στο μειωμένο, πλέον, κόστος στέγασης. Οι αστοί κοινωνιολόγοι συνηθίζουν να περιγράφουν αυτή τη διαδικασία ως διαδικασία καθοδικής διύλισης(filtering down process), ρίχνοντας, άμεσα ή έμμεσα, το φταίξιμο στους νέους φτωχότερους κατοίκους. Φυσικά η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Παραδείγματος χάρη, η «υποβάθμιση» των κεντρικών περιοχών και η μαζική προαστιοποίηση μικρομεσαίων στρωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των βιομηχανικών εργατών και των μικροκαταστηματαρχών, καταρχήν σχετίζεται με την έλλειψη θέσεων εργασίας (δηλαδή με την αποβιομηχανοποίηση) και την υποχρηματοδότηση των τοπικών σχολείων, νοσοκομείων ή άλλων βασικών υποδομών (δηλαδή με την αναδιάρθρωση του κράτους πρόνοιας), για να αναφέρουμε δύο, μόνο, προφανείς αιτίες.
Όπως και να έχει, ισχυρίζεται ο Smith, το αποτέλεσμα της παραπάνω πολυεπίπεδης διαδικασίας είναι η ανάδυση χάσματος γαιοπροσόδου (rent gap) στις «υποβαθμισμένες» περιοχές. Το χάσμα γαιοπροσόδου συνίσταται στη διαφορά μεταξύ της πραγματικής γαιοπροσόδου (actual ground rent) που ισχύει εκείνη τη δεδομένη στιγμή υπό τις συγκεκριμένες χρήσεις γης και εκείνης που μπορεί να αποκομισθεί υπό άλλες συνθήκες εκμετάλλευσης (potential ground rent). Αυτή η διαφορά στη γαιοπρόσοδο είναι που οδηγεί σε μαζικές επενδύσεις του real-estate κεφαλαίου σε ακίνητα και γη στις «υποβαθμισμένες» και άρα φθηνές περιοχές μόλις ο κύκλος απαξίωσης των τελευταίων ολοκληρωθεί. Με τη σειρά τους, οι κτηματομεσιτικές επενδύσεις οδηγούν στην αύξηση του μέσου όρου των ενοικίων στην περιοχή, αύξηση που σταδιακά αναγκάζει τους περισσότερους από τους κατοίκους και κυρίως τους ενοικιαστές να φύγουν, ενώ τη θέση τους καταλαμβάνουν άτομα της μεσαίας και της ανώτερης τάξης, που έχουν τη δυνατότητα να καταβάλουν το υψηλότερο αντίτιμο, αλλά και επιχειρήσεις (κυρίως υπηρεσίες) που στοχεύουν στη νεοεισερχόμενη πελατεία. Τελικά, μέσω αυτής της διαδικασίας η ανθρωπογεωγραφική σύνθεση και ο χαρακτήρας όλης της περιοχής μεταβάλλεται ουσιαστικά, καθώς στο νέο κυριλοποιημένο περιβάλλον επιτρέπονται συγκεκριμένες μόνο χρήσεις του δημόσιου χώρου, ποινικοποιώντας ό,τι ξεφεύγει από τα «όρια», όπως το άραγμα στο δρόμο ή στα πάρκα, τα υπαίθρια πάρτυ, τα γκράφιτι κλπ.
Σύμφωνα με τη δεύτερη προσέγγιση, η οποία κυρίως εκφράζεται από το έργο του David Ley, δεν είναι η πλευρά της προσφοράς αυτή που θέτει σε κίνηση τους μηχανισμούς κυριλοποίησης, αλλά αντίθετα αυτή της ζήτησης για ασυνήθιστους, πρώην βιομηχανικούς ή «παρακμιακούς» χώρους, με «διαφορετικό περιβάλλον», «ατμόσφαιρα της λαϊκής γειτονιάς» ή και μία δόση εξωτικού «τοπικού χρώματος».[6] Η ζήτηση αυτή συνδέεται με την ανάδυση μιας νέας, μεσαίας τάξης, που σύμφωνα με τον Ley χαρακτηρίζεται από τα νέα, μεταβιομηχανικά παραγωγικά πρότυπα που έχουν επικρατήσει στις δυτικές χώρες μέσω της τριτογενοποίησης της οικονομίας, του νέου καταμερισμού της εργασίας, αλλά και της επαναστατικής παράδοσης των νεολαιΐστικων, κοινωνικών κινημάτων της δεκαετίας του ’60, η οποία σιγά-σιγά αφομοιώθηκε από το κεφάλαιο. Αυτή η «πολιτισμική νέα μεσαία τάξη» (πάσης φύσεως designers, καλλιτέχνες, εργαζόμενοι στα μίντια, διανοούμενοι κλπ.), για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο που υιοθέτησε ο Ley αρκετά αργότερα[7] επηρεασμένος από το έργο του κοινωνιολόγου Pierre Bourdieu, ή έστω τις πιο ριζοσπαστικές πλευρές του, μπορεί να μην χαρακτηρίζεται κατ’ ανάγκη από υψηλά εισοδήματα, αλλά είναι φορέας σημαντικού πολιτισμικού κεφαλαίου και θα προβάλει τις δικές της πολιτισμικές και καταναλωτικές αξίες, τις δικές της «τάσεις» και «μόδες», συγκρουόμενη με τα κυρίαρχα πρότυπα. Διόλου παράξενο, επομένως, που μεγάλο μέρος αυτών των θιασωτών της διαφοροποιημένης κατανάλωσης θα προτιμήσει να κατοικήσει, να εργαστεί ή και να διασκεδάσει σε «υποβαθμισμένες» περιοχές του κέντρου και σε εργατικές συνοικίες, αντί να απομονωθεί στις προαστιακές νησίδες, ως τότε σύμβολο ευημερίας της παραδοσιακής μεσαίας τάξης. Έτσι, θα προσδώσει στον ως τότε «κακόφημο» αστεακό χώρο νέα αίγλη, προσελκύοντας αρχικά κι άλλο «ψαγμένο» κόσμο, κι εν συνεχεία τους τεχνοκράτες, που θα επικυρώσουν τις κοινωνικές τάσεις «επιστροφής στο κέντρο», προτείνοντας σχέδια αστεακών αναπλάσεων και «εξωραϊσμών», τους οποίους θα συνοδεύσουν οι επενδύσεις του real-estate κεφαλαίου. Κατά τη διάρκεια αυτής της εισβολής και της μετατροπής του πολιτισμικού κεφαλαίου σε οικονομικό, παλιότεροι κάτοικοι που ενοχλούνται από το νέο χαρακτήρα που παίρνει η περιοχή ή τον καινούργιο κόσμο που αρχίζει να μαζεύεται, αλλά και από την άνοδο της τιμής των ενοικίων που επιφέρει η αύξηση της ζήτησης, αναγκάζονται να την εγκαταλείψουν.
Η παραπάνω οπτική, αν και αναδεικνύει τον πολύ σημαντικό ρόλο που επιτελούν τα υποκείμενα ως ενεργητικοί καταναλωτές προϊόντων ή συμβόλων στη διαμόρφωση κοινωνικών τάσεων και πρακτικών, όπως επίσης και τον πολύ σημαντικό ρόλο που επιτελεί η τέχνη στο σύγχρονο καπιταλισμό και ξεφεύγει από τον οικονομικό ντετερμινισμό της πρώτης τάσης, παραμένει εν τούτοις μερική.
Σε αυτή τη βάση αναδύεται και μία τρίτη ανάγνωση των φαινομένων «κυριλοποίησης», ανάγνωση που προσπαθεί να συνδυάσει τα κεντρικά σημεία των δύο προηγούμενων, συνθέτοντας το οικονομικό στοιχείο με το πολιτισμικό. Ούτως ή άλλως η ανάδυση μιας νέας «πολιτισμικής πρωτοπορίας» που συνδέεται με την τριτογενοποίηση της παραγωγής έχει (και) οικονομικά αίτια. Επομένως, ούτε το πολιτισμικό στοιχείο μπορεί να διαχωριστεί από το οικονομικό ούτε μια οικονομική ανάλυση που δίνει έμφαση στις επενδύσεις στο δομημένο χώρο, ως συνέπεια της κρίσης υπερσυσσώρευσης στον βιομηχανικό τομέα, μπορεί να αγνοήσει τα δρώντα υποκείμενα· αυτά σε πρώτη φάση προκαλούν την κρίση στη σφαίρα της παραγωγής, αλλά και ως «πολιτισμική εμπροσθοφυλακή» θέτουν τις βάσεις για την εμπορευματοποίηση της αισθητικής και την αισθητικοποίηση των εμπορευμάτων.[8] Σύμφωνα, όμως, με την τρίτη θεωρία σχετικά με το φαινομένο της «κυριλοποίησης», κύριοι εκπρόσωποι της οποίας είναι η Sharon Zukin και ο Chris Hamnett, ούτε η παραπάνω συνδυαστική προσέγγιση αρκεί, αλλά πρέπει να προστεθεί ακόμη μία μεταβλητή: η κρατική παρέμβαση.[9] Η Zukin, παραδείγματος χάριν, εμπλούτισε τις αναλύσεις του Harvey για την άνιση αστεακή ανάπτυξη και τα επιμέρους κυκλώματα συσσώρευσης του κεφαλαίου με εκείνες του Bourdieu περί πολιτισμικού κεφαλαίου και ανέλυσε την αέναη πορεία «κυριλοποίησης» στο Σόχο της Νέας Υόρκης, όπου εκείνοι που τελικά εκδιώχτηκαν από την περιοχή δεν ήταν μόνο οι παλιοί κάτοικοι, αλλά και οι πρώτοι μποέμ και καλλιτέχνες που είχαν εγκατασταθεί κατά τα πρώτα στάδια της κυριλοποίησης του Σόχο, οι οποίοι έδωσαν τη θέση τους σε πιο εύπορα, μεγαλοαστικά στρώματα. Βλέποντας αυτή την αλλαγή ο δήμος της Νέας Υόρκης παρενέβη προκειμένου να «προστατεύσει» την πολιτισμική πρωτοπορία από τις διαδικασίες που η ίδια είχε θέσει σε κίνηση και να διατηρήσει τον «καλλιτεχνικό» –και τουριστικά αξιοποιήσιμο– χαρακτήρα της περιοχής.
Από τα παραπάνω γίνεται εμφανές ότι οι πολυσύνθετες διαδικασίες κυριλοποίησης δεν μπορούν να εξετάζονται όλες υπό το ίδιο πρίσμα, αλλά θα πρέπει να αναλύονται κατά περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη τις τοπικές ιδιαιτερότητες της εκάστοτε καπιταλιστικής συνθήκης, όπως επίσης και το συνδυαστικό ρόλο της «πολιτισμικής πρωτοπορίας», του κράτους και του real-estate κεφαλαίου. Στην Αθήνα, παραδείγματος χάριν, η σημασία των «πρωτοπόρων» στην ανίχνευση των νέων σημείων εμπορευματοποίησης του χώρου υπήρξε πολύ σημαντική, δεδομένης και της κατακερματισμένης μικροϊδιοκτησίας, που εμπόδισε και εξακολουθεί να εμποδίζει συνολικότερες πολεοδομικές παρεμβάσεις. Ακόμη όμως και εκεί που οι τελευταίες κατέστησαν δυνατές, όπως κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων, η απουσία κοινωνικών τάσεων που θα τις στήριζαν οδήγησε στην πλήρη αποτυχία τους, όπως περίτρανα αποδείχτηκε και από το φιάσκο της μετατροπής του Ολυμπιακού Χωριού σε οργανωμένη μίνι-πολιτεία. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι το κράτος παραμένει εν γένει αμέτοχο στις διαδικασίες εποίκισης «υποβαθμισμένων» γειτονιών, καθώς ο παρεμβατικός του ρόλος ήταν και είναι εξαιρετικά κρίσιμος και σημαντικός στο σχεδιασμό και στη χρηματοδότηση βασικών έργων υποδομών και αναπλάσεων, αλλά και στην εκτεταμένη επιτήρηση «δημόσιων χώρων», αυξάνοντας με αυτόν τον τρόπο τον κοινωνικό έλεγχο και άρα στηρίζοντας τις ιδιωτικές επενδύσεις στους χώρους αυτούς (βλ. ενοποίηση αρχαιολογικών χώρων, συγκοινωνιακά έργα, όπως η επέκταση των γραμμών του Μετρό, νομοθεσία που απέτρεπε συγκεκριμένες χρήσεις γης, πχ. στην Πλάκα, πεζοδρομήσεις, καταστολή καταλήψεων κλπ.). Έτσι, οι «υψηλής αισθητικής» παρεμβάσεις, που ενίοτε υπογράφουν οι τεχνοκράτες των κρατικών φορέων, οι αναπλάσεις που «προάγουν τον πολιτισμό» ή τα στέκια των «ψαγμένων» της αντικουλτούρας βρίσκονται εξαιρετικά κοντά στους κακόγουστους και τερατώδεις χώρους μαζικής μεταφοράς, διασκέδασης, εστίασης και κυριλέ κατοικίας. Λέγοντας αυτό, δεν εννοούμε φυσικά μόνο τη μεταξύ τους γεωγραφική απόσταση, αλλά την αλληλοσυσχέτιση των γενεσιουργών αιτιών τους. Σκυλάδικα και πειραματικά θέατρα, κάμερες επιτήρησης και αντικουλτουριάρικοι καφενέδες, μουσεία και λοφτ, εκκεντρικοί γκαλερίστες και κοστουμαρισμένοι μπράβοι: ο καλός ο πολεοδόμος όλα τα συνταιριάζει και τα θέτει στην κύκληση της επαυξημένης αυτοαξιοποίησης του κεφαλαίου![10]
[1] Kαρλ Μαρξ, Grundrisse, σελ. 397.
[2] Βλ. Rosa Luxemburg, The Accumulation of capital, London, 2003 [1913].
[3] Βλ. Neil Smith, Uneven Development: Nature, Capital and the Production of Space, 1984.
[4] David Harvey, The Urbanization of Capital, 1985, σελ. 6.
[5] Βλ. ενδεικτικά Neil Smith, Towards a Theory of Gentrification: A Back to the City Movement by Capital not People, Journal of the American Planning Association, Vol. 45, Νο 4, σελ. 538-548.
[6] Βλ. ενδεικτικά David Ley, Inner-City Revitalization in Canada: A Vancouver Case Study, Annals of the Association of American Geographers, Vol. 25, No 2, 1981, σελ. 124-148.
[7] David Ley, The New Middle Classes and the Remaking of the Central City, 1996.
[8] Βλ. David Harvey, Η Κατάσταση της Μετανεωτερικότητας, Αθήνα, 2009 [1989].
[9] Ενδεικτικά βλ. Sharon Zukin, Loft Living: Culture and Capital in Urban Change, 1982· Chris Hamnett, Gentrification and the Residential Location Theory: A review and Assessment, στο D.T. Herbert & R.J. Johnston (eds.), Geography and the Urban Environment: Progress in Research and Applications, 1984, σελ. 283-319 και The Blind Men and the Elephant: The Explanation of Gentrification, Transactions of the Institute of British Geographers, Vol. 16, No 2, 1991, σελ. 173-189.
[10] Για μια εξιστόρηση των αποπειρών «κυριλοποίησης» ορισμένων κεντρικών περιοχών της Αθήνας από τη δεκαετία του 1980 και μετά, βλ. το άρθρο «Εξευγενίζοντας» τους Πληβείους: (Ορισμένες) Διαδικασίες «Κυριλοποίησης» στην Αθήνα, στα Παιδιά της Γαλαρίας, τχ. 15, Μάρτιος 2011 – στο οποίο είναι βασισμένο άλλωστε το τελευταίο κομμάτι της εισήγησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου