Η προσέγγιση των φυσικών τοπίων μέσα στον κατοικημένο ιστό, δηλαδή του φυσικού περιβάλλοντος που διαμορφώνεται από την εισβάλουσα άγρια φύση μέσα στον αστικό χώρο, είναι μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις στις σημερινές μητροπόλεις. Η πρόκληση αυτή είναι απείρως μεγαλύτερη, όταν αυτοί οι φυσικοί χώροι ‘φορτίζονται’ και με ιστορικό βάρος, συμφύεται η ύπαρξή τους με την μνημειακή διάσταση ή την αρχιτεκτονική και την διατηρησιμότητα.
Οι παρεμβάσεις για τη διατήρηση, τη διαχείριση ή και την εξέλιξη αυτών των χώρων, είναι ένας διαρκής ‘διάλογος’ και μια ‘συμφωνία’ (που μοιάζει να είναι στο διηνεκές, αλλά δεν υπάρχει τίποτα πιο εφήμερο), μεταξύ του κεφαλαίου, της εξουσίας (κεντρικής και τοπικής), της κοινωνίας των πολιτών και των ριζοσπαστικών κινημάτων πόλης. Οι σχέσεις που διαμορφώνονται, οι ισορροπίες ή οι ανταγωνισμοί αυτών των παραγόντων, επηρεάζουν τη διαχείριση, τη διαδρομή και την εξέλιξη τους μέσα στο χρόνο. Ειδικά στη σημερινή εποχή, την εποχή της ‘επίσημης’ κρατικής αποθέωσης του κέρδους και της εμπορευματοποίησης των πάντων, της κακογουστιάς και των πελατειακών σχέσεων, το αναβαθμισμένο μέσα στο αστικό περιβάλλον φυσικό τοπίο, η αναζήτηση και πολεοδομικά του Αττικού ‘πρότυπου’ και η τοπιοαρχιτεκτονική ορθοπραξία, έχουν προ πολλού παραχωρήσει τη θέση τους στην κεντρικά εκπορευόμενη από το κράτος ασέβεια και την αυτο-διοικητική τσαπατσουλιά.
Α. Το φυσικό τοπίο στη Ν. Ιωνία
Στη πόλη μας, όπως φυσικά και στην υπόλοιπη Ελλάδα, το φυσικό τοπίο μέσα στον αστικό ιστό, εκλαμβάνεται από τον κοινωνικό αυθορμητισμό ως αισθητική τοπίου, ως ένα εξωραϊσμένο ‘φαίνεσθαι’, κάτι σαν τουριστική γιγαντοαφίσα, μια πολυτέλεια από τα σκέρτσα της πλάσης. Κι’ όμως, η συνδιαλλαγή του με το αστικό τοπίο και το κτιστό περιβάλλον της πόλης ανατροφοδοτεί εντάσεις και ηρεμία, εκτρέφει τους ιστορικούς αναστοχασμούς, φιλοξενεί την απόδραση από κάθε είδους κέλυφος και λειτουργεί συνειρμικά για την υπέρβαση της ατομικής προς τη συλλογική ύπαρξη.
Ειδικά η πόλη μας έχει μια από τις συναρπαστικότερες ‘διαπλοκές’ αστικού- φυσικού τοπίου στο λεκανοπέδιο, όπου διαμεσολαβούνται ήπια ανάγλυφα κάποιων ‘ορεινών’ δασικών όγκων, λοφίσκοι, παλιά νταμάρια, εξαντλημένα ορυχεία, αρχαιολογικοί χώροι και τεχνικά έργα από την ρωμαϊκή περίοδο, αξιόλογα προσφυγικά κελύφη, διατηρήσιμα βιομηχανικά κτίρια στις βιομηχανικές περιοχές και διάσπαρτα, συνήθως καλυμμένα πλέον, ρέματα, με κορυφαίο σε σπουδαιότητα το ρέμα του Ποδονίφτη, παραπόταμο του Κηφισού ποταμού. Ένα σύνθετα διαπλεκόμενο φυσικό και κτιστό περιβάλλον, που καθορίζει, προσδιορίζει, καταξιώνει και σημασιοδοτεί την ταυτότητα της πόλης. Αλλά και ένα περιβάλλον απροστάτευτο, μη οριοθετημένο, ανυπεράσπιστο, απειλούμενο και σε κάποιες περιπτώσεις όπως στην περίπτωση των ρεμάτων να έχει πλέον στην παρούσα φάση σχεδόν απολεστεί.
Β. Το ρέμα του Ποδονίφτη - Γενικά για τα ρέματα
Τα ρέματα, δηλαδή τα φυσικά υδάτινα στοιχεία συνήθως σύνθετων οικοσυστημάτων, προσδιορίζουν τοπία, που υπό κανονικές συνθήκες στις ‘ευνομούμενες’ πολιτείες υπόκεινται σε προστασία και διατήρηση. Η ροή τους, ο βυθός τους και η οριοθετημένη επαφή τους με τον ανθρωπογενή αστικό ιστό, συνιστούν ένα ευαίσθητο αλλά πολύ αξιόλογο φυσικό πόρο που απαιτεί ιδιαίτερη διαφύλαξη. Οι ζώνες στα πρανή των ρεμάτων, γενικά οι παρόχθιες ζώνες, είναι ιδανικές για ποικίλες δραστηριότητες αναψυχής και υπαίθριας ξεκούρασης, όπως ποδήλατο, περπάτημα, παιδικό παιχνίδι κλπ. Είναι όμως και εξαιρετικά ευάλωτες και συνήθως επιβαρύνονται από την οικιστική πίεση και σε πάμπολλες περιπτώσεις, καταστρέφονται ολοσχερώς. Γίνονται αποδέκτες αστικών απορριμμάτων ή και λυμάτων που τα ρυπαίνουν και τους προκαλούν έντονη δυσοσμία, καταστρέφεται ο φυτικός και ζωϊκός πλούτος τους από τις παράνομες επιχωματώσεις όμορων ιδιοκτησιών και τις αυθαίρετες κατασκευές, που αυξάνουν και τον κίνδυνο πλημμυρικών φαινομένων. Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό δίκαιο αλλά και την Ελληνική νομοθεσία, τα ρέματα, οι όχθες τους και η παραρεμάτια ζώνη ανήκουν στην κυριότητα του Δημοσίου, που οφείλει να τα προστατεύει, να τα διαφυλάσσει και να εξασφαλίζει τον κοινόχρηστο χαρακτήρα τους και την ανεμπόδιστη προσπελασιμότητα των πολιτών σε αυτά. Η πολεοδομική νομοθεσία και το θεσμικό πλαίσιο για την προστασία του περιβάλλοντος των φυσικών υδάτινων στοιχείων, τα οριοθετεί στη συνάντησή τους με τον πολεοδομικό ιστό. Οι Νομαρχίες και οι Δήμοι ευθύνονται για τον καθαρισμό από μπάζα και απορρίμματα των ρεμάτων, την εποπτεία και συντήρηση των παρόχθιων ζωνών και την αντιπλημμυρική προστασία. Ειδικά για τον Ποδονίφτη, (και άλλα μεγάλης σπουδαιότητας ρέματα στην Αττική), η ΕΥΔΑΠ είναι υπεύθυνη για τον καθαρισμό του.
Η ανάδειξη, η αναβάθμιση και η αποκατάσταση υποβαθμισμένων ρεμάτων στην Ελλάδα εντός του αστικού ιστού είναι μια πονεμένη ιστορία. Αυτή επιδεινώνεται από την πρωτογενή διάθεση της τοπικής αυτόδιοίκησης και σε κάποιες περιπτώσεις και των τοπικών κοινωνιών, για κάλυψη τους, δηλαδή σκέπασμά τους και λειτουργία τους ως κλειστών αγωγών ομβρίων, (συνήθως με μελέτες για αντιμετώπιση πλημμυρικών φαινομένων με περίοδο επανάληψης λίγα έτη σε σχέση με την ένταση πλέον των καιρικών φαινομένων λόγω της κλιματικής αλλαγής). Στόχος είναι η εκμετάλλευση της ρεμάτιας ζώνης ως χώρου κατασκευής οδικών αξόνων, οδικών ή και άλλων δικτύων, χώρων στάθμευσης, χωροθέτησης ποικίλων εγκαταστάσεων και στοιχείων αστικού εξοπλισμού. Σε τέτοιες περιπτώσεις το φαινόμενο να καθίστανται τα ρέματα αποδέκτες λυμάτων επιδεινώνεται, η κακοσμία στα φρεάτια ομβρίων στους δρόμους των πόλεων εντείνεται και σε κάποιες περιπτώσεις έρχονται με το πλήρωμα του χρόνου τα αναμενόμενα ακραία καιρικά φαινόμενα, όπου η φύση ‘αποκαθιστά’ τις προαιώνιες ροές των ρεμάτων, παρασύροντας ότι βρει στο διάβα της.
Μια τέτοια περίπτωση ρέματος είναι και ο Ποδονίφτης, το σημαντικότερο ρέμα στη πόλη μας και από τα σπουδαιότερα στο λεκανοπέδιο, συστατικό στοιχείο της ταυτοτικής συγκρότησης και της εικονογραφίας της πόλης μας, για τον οποίο θα αναφερθούμε στο επόμενο φύλλο της εφημερίδας.
Κώστας Παπακώστας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου