Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2014

Οι αριθμοί Μερσέν και ένας φίλος από τα παλιά: ένα χειμωνιάτικο διήγημα για το χρόνο που τρέχει.

Οι αριθμοί Μερσέν και ένας φίλος από τα παλιά: ένα χειμωνιάτικο διήγημα για το χρόνο που τρέχει.


του συναδέλφου Γιάννη Καρπούζη
DSC_0125 copy2 

Ήρθε αργά το βράδυ στο σπίτι και χτύπησε δυνατά τη πόρτα μου · όχι το κουδούνι αλλά την ίδια τη πόρτα. Έβρεχε τόσο εκείνο το βράδυ. Κατάλαβα ότι κάτι δε πήγαινε καλά.  Τα δυο ποτά που είχα κατεβάσει σε ένα μπαρ του κέντρου με είχανε ρίξει σε λήθαργο εδώ και ώρες. Κι όμως η πόρτα χτυπούσε δυνατά και η βροχή συνέχιζε να πέφτει άγρια πάνω στη πόλη. Σηκώθηκα, το σπίτι κρύο, έριξα κάτι πάνω μου και άνοιξα την πόρτα. Όταν είδα τον Τάκη να χτυπάει παραξενεύτηκα αλλά δεν μπορούσα να πω τίποτα άλλο παρά, παλιέ μου αγαπημένε φίλε. Δε με κοίταξε. Το βλέμμα του σκυμμένο στα βρεγμένα παπούτσια που είχε αγοράσει κάπου στην Ανδαλουσία εκείνο το καλοκαίρι πριν από δύο χρόνια. Τον έβαλα μέσα, φαινόταν συντετριμμένος χωρίς να  μπορώ να καταλάβω αν ήτανε η οδύνη στο βλέμμα του ή αυτή η τεράστια νοσταλγία που ένιωθε καμιά φορά, και που όλοι ξέρουμε πως μας έχει αγγίζει κι εμάς μην ξέροντας όμως το γιατί. Κάτσε Φίλε μου του είπα, ευχαριστώ μου λέει και κάθεται στο καναπέ απέναντι από το παράθυρο, βγάζει ένα κουτάκι αναψυκτικού από τη τσέπη, νομίζω Σπράιτ – δε θυμάμαι κι εγώ καλά πάει τόσος καιρός – και ανάβει ένα τσιγάρο, Καρέλια χρυσάφι. Κοιτάζοντας τον με έπιασε νοσταλγία για τις εποχές πριν από τη κρίση, όταν όλα ήτανε διαφορετικά, οι φοιτητές κάπνιζαν Καρέλια αντί για στριφτά τσιγάρα και ο κόσμος είχε ακόμη λεφτά- έμεινα τότε να συλλογιέμαι όλα αυτά που γίνονταν πριν από τη κρίση και λίγο τη Μάρα, μία παλιά συμμαθήτρια που κάποτε μου είχε πει ότι είμαι ονειροπόλος και αφού μου έδωσε ένα φιλί με προειδοποίησε ότι αυτό δε θα με βγάλει σε καλό. Ας επιστρέψουμε όμως στον Τάκη που καπνίζει δίπλα στο παράθυρο χαζεύοντας τη βροχή που χάνεται στάλα τη στάλα πάνω στο τζάμι, αφού γυρίζει σε μένα μετά από λίγο: Πέτρο μόλις συνέβη κάτι φοβερό, κάτι που μπορεί να αλλάξει τη ζωή όλων μας. Ο Τάκης Αλφανατσιάν τελείωνε τότε το διδακτορικό του στη Μαθηματική σχολή σε συνεργασία με το πασίγνωστο επιστημονικό τμήμα «Niels Bohr» στην Κοπεγχάγη. Το επώνυμο του είναι όντως αρμενικό, εικάζεται μάλιστα πως κάποιος πρόγονος του είχε οργανωθεί στις αρχές του αιώνα στους παρτιζάνους του Καυκάσου υπό την αρχηγεία  του κομμουνιστή ηγέτη Μελκονιάν Αγαμπαντζιάν πολεμώντας τόσο τους Τούρκους Μουσουλμάνους όσο και τον επίσημο χριστιανικό στρατό, σχηματίζοντας ένα από τα πρώτα αυτόνομα πολιτεύματα στην ιστορία των λαών του Καυκάσου, κάποτε όμως έφυγε στην Ελλάδα. Επαναλαμβάνω πως όλα αυτά είναι εικασίες και όχι καταγραμμένο οικογενειακό αρχείο. Έτσι μία έντονη περιέργεια με κατέλαβε προσπαθώντας να καταλάβω τα επόμενα λόγια του, βρήκα την απάντηση στο ζήτημα της προόδου των αριθμών Μερσέν · σχεδόν συνειρμικά σκέφτομαι πως ίσως να εννοεί τον μεγάλο καλόγερο και μαθηματικό Μαρέν Μερσέν, έτσι τον ρώτησα, Τάκη μιλάς όντως για τον διάσημο μοναχό αλλά και μαθηματικό Μαρέν Μερσέν; με κοιτάζει με σταθερό βλέμμα και μου απαντάει, ναι. Κατάλαβα πως έλεγε την αλήθεια. Στο δρόμο μου λέει για την έρευνα που κάναμε πάνω στη τροχιά ενός ηλεκτρονίου γύρω από ένα πυρήνα υδρογόνου έπεσα πάνω στην επίλυση ενός προβλήματος που κανείς δε περίμενε ότι θα βρεθεί ποτέ λύση· στα μάτια του  τότε σχηματίστηκαν δάκρυα, δεν τον είχα ξαναδεί ποτέ τόσο αναστατωμένο.

000036 copy (2) copyportraits13a
Και η βροχή συνέχιζε να πέφτει. Έτσι μου ήρθε στο μυαλό η Μαρούλα – ο μόνος πραγματικός έρωτας του Τάκη, ένας έρωτας που όλη η παλιοπαρέα ζήλευε και αυτό όχι γιατί η Μαρούλα ήτανε πολύ όμορφη και καλή αλλά γιατί στη δικιά μας παρέα μέτραγε πολύ η ευτυχία του φίλου μας και ήμασταν χαρούμενοι όταν η καρδιά του ήτανε ήρεμη. Με το πέρασμα των χρόνων στη παρέα αλλάξανε κάποια πράγματα αλλά όχι όλα, στις αξίες μας προστέθηκαν η αγάπη για την παράδοση και τα έθιμα των χωριών μας – όσο κι αν ακούγεται παλιομοδίτικο σήμερα, σε μία εποχή που έχουνε χαθεί οι αξίες και οι θεσμοί έχουν διαλυθεί. Ας επιστρέψουμε όμως στους αριθμούς Μερσέν αφού ο Τάκης με ρωτάει αν θυμάμαι την ανάλυση που μου είχε κάνει για τη θεωρία του πριν ένα χρόνο σε ένα καφέ στο Μεταξουργείο αλλά εγώ δε θυμόμουνα τίποτα, ήταν αργά βάζω ένα ποτήρι νερό να πιω, οπότε του λέω ρε Τάκη με συγχωρείς, θα σε πείραζε να μου ξαναπείς την ιστορία; Ανάβει άλλο ένα τσιγάρο και πιάνει το κεφάλι του σκεπτικός.  Θυμάσαι εκείνο το καλοκαίρι στη Σύρο πριν από τρία χρόνια; εγώ τώρα θυμόμουνα πως είχε πάει γιατί ή Μαρούλα ήθελε πολύ να παρακολουθήσει ένα σεμινάριο του Πλάτωνα Ριβέλη πάνω στο ζήτημα «πόλη και κινηματογράφος και το ανοίκειο στον Κάφκα», οπότε του λέω: ναι θυμάμαι… η Μαρούλα και αυτό το σεμινάριο του Πλάτωνα Ριβέλη. Ναι αλλά δε ξέρεις όλη την ιστορία, μου λέει. Η Μαρούλα δεν ήτανε μόνη της στη Σύρο. Περίεργες σκέψεις μου πέρασαν για λίγο αλλά αναγνωρίζοντας την ακεραιότητα του χαρακτήρα της Μαρούλας τις έδιωξα γρήγορα από το μυαλό μου. Με ποιόν ήτανε δηλαδή; τον ρωτάω. Θυμάσαι μου λέει τον Έκτορα Ιωσηφίδη που κάναμε μαζί την έρευνα στο διδακτορικό; Ναι του λέω, εξαφανίστηκε μυστηριωδώς πριν από τρεις μέρες χωρίς να αφήσει ίχνη. Όχι και τόσο μυστηριωδώς, μου λέει. Και έτσι ξεκίνησε την αφήγηση των όσων είχανε γίνει για τα οποία εγώ δεν είχα τη παραμικρή ιδέα… Ο Έκτορας έχει καταγωγή από την Σύρο, ένας θείος του φαίνεται που ήτανε ναυτικός, μετά από πολλά μπάρκα στον Ινδικό ωκεανό, μεταφέροντας επικίνδυνα φορτία και παίζοντας τη ζωή του κορώνα γράμματα κατάφερε να φτιάξει μία μεγάλη περιουσία, και είναι και κάτι άλλο μου λέει, ποιο; ρωτάω όντας έτοιμος πλέον να ακούσω τα πάντα. Λέγεται πως ο θείος του Έκτορα Ιωσηφίδη όχι απλά έκανε περιουσία ως ναυτικός αλλά είναι ο άνθρωπος που κρύβεται πίσω από τον μεγάλο ποιητή Νίκο Καββαδία, ακούγεται στα καράβια πως αυτός ο γενναίος άντρας έφτιαξε στη πραγματικότητα το ποίημα για την Εσμεράλδα και άλλα σημαντικά ποιήματα. Αυτό που άκουγα ήτανε απίστευτο. Ένα μικρό τίναγμα ήρθε στο στόμα μου σαν να φώναξα: Όχι ρε Τάκη. Στο δωμάτιο μέσα κοιμότανε ήσυχη η Τόνια και σκέφτηκα αν έπρεπε το πρωί που θα την αντικρίσω πριν φύγει για το γραφείο να της μιλήσω για αυτές τις υπόνοιες των ναυτικών, δηλαδή ότι το ποίημα Εσμεράλδα δεν είναι γραμμένο από τον Νίκο Καββαδία αλλά από το θείο του Έκτορα Ιωσηφίδη. Πριν προλάβω να αναλογιστώ τις εξελίξεις ο Τάκης συνεχίζει, ο θείος αυτός τελικά αγόρασε ένα διώροφο σπίτι στην άνω Σύρο, σήμερα λένε κοστίζει πολλά εκατομμύρια, και άφησε μοναδικό κληρονόμο τον Έκτορα Ιωσηφίδη. Έτσι ένα βράδυ που βγήκαμε στη πλατεία του Μάρκου Βαμβακάρη να ακούσουμε λίγο μουσική με την Μαρούλα αφού της άρεσαν τόσο τα ρεμπέτικα, βρεθήκαμε με τον Έκτορα που ήταν ένας παλιός της φίλος. Μετά από μεγάλη κουβέντα καταλάβαμε ότι δουλεύαμε στο διπλανό τμήμα στο μαθηματικό. Μου είχε φανεί λίγο κλειστός αλλά ήτανε φίλος της Μαρούλας, η έρευνα μας ήτανε σχετική, έτσι αποφασίσαμε να συνεργαστούμε. Σταματάει την αφήγηση και κοιτάει τη βροχή. Ύστερα εμένα. Πάει να πει κάτι αλλά κομπιάζει. Πες μου φίλε μου τον παροτρύνω. Μου λέει το ήξερες ότι η Μαρούλα είχε σχέσεις με το ΚΚΕ – ΜΛ ; Κατάφερα με δυσκολία να κρατηθώ από το καλοριφέρ που σιγοέκαιγε. Τι θα έλεγα στη Τόνια το πρωί για τα μυστικά της Μαρούλας; τη θαύμαζε τόσο μέχρι αυτή να φύγει για πάντα σε μία κωμόπολη έξω από το Γιοχάνεσμπουργκ και σπαράξει τη καρδιά όχι ενός αλλά δύο ανθρώπων, της Τόνιας και του φίλου μου του Τάκη Αλφανατσιάν. Φίλε μου… λέει ο Τάκης κάπως στεναχωρημένος. Ξέρεις ότι εμένα δε με ενδιαφέρουν οι ιδεολογίες. Αυτό ναι ήτανε επιτέλους το πρώτο λογικό πράγμα που άκουσα όλο το βράδυ, ο Τάκης ήτανε ένας λαμπρός επιστήμονας. Ακόμη όμως δε καταλάβαινα τι σχέση είχανε όλα αυτά με τους αριθμούς Μερσέν. Δε τον ρώτησα ευθέως, είπα να το πάω αλλού. Ήτανε και ο Έκτωρ Ιωσηφίδης μέλος του ΚΚΕ- ΜΛ τον ρωτάω. Όχι μου λέει φαίνεται όμως πως… Πώς τι; ρωτάω ξανά μη μπορώντας άλλο την αγωνία για όσα φανταζόμουν ότι επρόκειτο να ακολουθούσουν. Άνηκε σε ένα παγκόσμιο μαοϊκό δίκτυο που είχε σκοπό να καταστρέψει τον καπιταλισμό. Όλα είχανε ξεκινήσει όταν ο Έκτωρ βρήκε μία ματσέτα στο σπίτι του θείου πριν από πολλά χρόνια, που είχε έρθει από την Καντόνα και πάνω στη λαβή είχε ένα κόκκινο αστέρι με το πρόσωπο του πρόεδρου Μάο… κι ύστερα βρήκε και το ρολόι. Το ρολόι; ρωτάω εγώ μη κατανοώντας τα λόγια του. Ναι βρήκε στο μοναστηράκι και ένα ρολόι με τη φάτσα του προέδρου ακριβώς στην ίδια στάση. Ο  Έκτωρ το θεώρησε σημάδι, ήτανε η μοίρα του να συνεισφέρει σε κάτι που αποκαλούσε προλεταριακή απελευθέρωση. Και που να ήξερες λέω στον Τάκη σκεπτόμενος όλα αυτά, εκείνο το βράδυ στην Άνω Σύρο, σε αυτή τη μικρή πλατεία που το αεράκι είναι πάντοτε δροσερό και τα κορίτσια που χαμογελάνε έχουνε κάτι θλιμμένο στο βλέμμα τους, ότι θα ερχότανε μία μέρα που ο Έκτωρ θα χανότανε για πάντα.
4 (26)
Με κοιτάει. Του έρχεται ξανά και ξανά στο μυαλό η Μαρούλα. Μου λέει τότε: φίλε μου πονάω πολύ, η Μαρούλα δεν έπρεπε να φύγει σε αυτή τη κωμόπολη μισή ώρα έξω από το Γιοχάνεσμπουργκ. Εγώ της είχα υποσχεθεί πως ποτέ μου δε πρόκειται να πάψω να την ποθώ. Έτσι δώσαμε και κείνον το όρκο πως οι τρεις μας, δηλαδή εγώ, η Μαρούλα και ο Έκτωρ Ιωσηφίδης να παραμείνουμε για πάντα  πιστοί ό ένας στον άλλο. Εγώ μετά από τόσα που είπε καταλάβαινα ότι κάτι κακό επρόκειτο να συμβεί. Δε μπορούσα παρά να του πω την αλήθεια. Έτσι του λέω: Τάκη ο όρκος της Άνω Σύρου δε σε δεσμεύει. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν χαθεί για πάντα. Ήξερα πως αυτά τα λόγια ήτανε πολύ σκληρά. Έπρεπε όμως να ειπωθούνε. Ο Τάκης όμως φαίνεται πως δε κατάλαβε. Κατέβασε με ορμή το αναψυκτικό πάνω στο σουβέρ και έσβησε νευρικά ένα ακόμη τσιγάρο στο τασάκι που μου είχε φέρει η φίλη μου η Ελένη πριν από χρόνια από τη Φολέγανδρο και είχε ζωγραφισμένα ένα νησί, τον ήλιο και τη θάλασσα θέλοντας να αναπαραστήσει το απέραντο πέλαγο που έδωσε ζωή σε τόσους μεγάλους πολιτισμούς και τόσα δάκρυα στη Μυρτώ, κρυφή πρωταγωνίστρια στο Άξιον Εστί του Ελύτη όπως αναφέρουν οι τελευταίες μελέτες διακεκριμένων φιλολόγων. Εγώ μου λέει ο Τάκης δε θα παραβώ τους όρκους που δώσαμε με τη Μαρούλα. Του λέω δε πιστεύω να έκανες καμιά τρέλα. Μου λέει: έκανα. Σκέφτηκα να ξυπνήσω τη Τόνια. Η ζωή μας το ήξερα, θα άλλαζε για πάντα. Πήγα στη κρεβατοκάμαρα. Άπλωσα το χέρι να την κουνήσω κι όμως ήτανε τόσο όμορφη στο άσπρο της νυχτικό και τόσο αθώο το γλυκό της πρόσωπο, τα όμορφα χείλη της γερμένα στο μαξιλάρι και τα χέρια της γαντζωμένα πάνω σε κάτι που δεν υπήρχε, μπορεί να ήτανε το όνειρο ή ο αέρας, ώστε το μόνο που κατάφερα ήταν να της χαϊδέψω τα μαλλιά και της δώσω ένα φιλί στο μάγουλο. Στο δρόμο για το σαλόνι θυμήθηκα επιτέλους την μεγάλη ανακάλυψη του Μερσέν δηλαδή πως ο αριθμός 2ν – 1 ενδέχεται να είναι πρώτος. Μέχρι τώρα έχουνε βρεθεί μόνο 48 τέτοιοι αριθμοί με τον 48ο να μην είναι άλλος από τον αριθμό 257,885,161 – 1.
IMG_5809 copy2
Όταν είδα τον Τάκη δεν ήτανε πια σκυφτός αλλά κοίταζε έξω από το παράθυρο με αποφασιστικότητα. Δεν μπορούσα άλλο έπρεπε να τον ρωτήσω: μα στα αλήθεια την αγάπησες τόσο πολύ, εκείνος μου πρόσφερε ένα τσιγάρο με έπιασε από τον ώμο και με κοίταξε όπως κοιτάζει μόνο ένας φίλος για να δώσει κουράγιο σε έναν άλλο φίλο. Πρέπει να μάθεις την αλήθεια μου λέει, ο Έκτωρ ο Ιωσηφίδης δεν εξαφανίστηκε μυστηριωδώς αλλά έφυγε με πλαστό διαβατήριο να βρει ένα κορίτσι από τη πόλη του Μεξικού, φοιτήτρια στους τοπογράφους που γνωριστήκαν σε ένα site που φιλοξενεί συζητήσεις γύρω από τον Διαλεκτικό Υλισμό, ερωτεύτηκαν και τα παράτησαν όλα προσπαθώντας να ζήσουν  το όνειρο σε ένα μικρό  χωριό στην Τσιάπας. Τότε κατάλαβα γιατί χάθηκαν τα ίχνη του Έκτορα Ιωσηφίδη… Ακούμπησα το χέρι στο τζάμι χαλώντας την υγρασία με τη παλάμη μου κοίταξα έξω στον κόσμο και σκέφτηκα πως η ζωή τα φέρνει έτσι καμιά φορά που ο άνθρωπος δεν είναι ικανός  να κάνει σχέδια για το μέλλον του αλλά ούτε και βρίσκεται πάνω στο κόσμο ως κυρίαρχος της μοίρας του. Μία μέρα  μου λέει ο Τάκης όμως πριν φύγει μου έδωσε ένα κλειστό φάκελο με ένα μικρό στοιχείο το οποίο ξεκλείδωνε τη θεωρία μας για τους αριθμούς Μερσέν. Του λέω Τάκη αν κατάλαβα καλά φτιάξατε έναν αλγόριθμο ο οποίος υπολογίζει τη διάταξη όλων των πρώτων αριθμών που μπορούν να εκφραστούν ως αριθμοί Μερσέν, και η απάντηση ήρθε  για άλλη μία φορά: Ναι, ανακαλύψαμε τον αλγόριθμο. Αυτό είναι τρομερά σημαντικό φαντάστηκα, αγκάλιασα τον Τάκη και του είπα μπράβο φίλε που τα κατάφερες, όλοι ξέραμε ότι θα έφτανες πολύ ψηλά εσύ είχες πάντα τον τρόπο σου, θα ανοίξω ένα μπουκάλι κρασί να το γιορτάσουμε αλλά τότε και ενώ ανοίγω όντως ένα μπουκάλι κρασί εκείνος συνεχίζει την αφήγηση. Ο Έκτωρ μου έδωσε, λίγο πριν να φύγει για πάντα, το φάκελο έξω από τη σχολή λέγοντας μου πως ο αλγόριθμος αυτός δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για να κερδίσουμε δόξα και χρήματα αλλά σε αυτό που είχαμε τάξει τη ζωή μας, μου είπε, την παγκόσμια προλεταριακή επανάσταση, και μέσα στις τύψεις του που εγκατέλειπε την ταξική πάλη για αφοσιωθεί στις παραδόσεις και τον τρόπο ζωής των ορεινών περιοχών του Μεξικού με έβαλε να τηρήσω τον όρκο που είχαμε δώσει κάτω από τα αστέρια ότι δηλαδή εγώ, ο Έκτωρ ο Ιωσηφίδης και η Μαρούλα δε θα χωριστούμε ποτέ και για πάντα ο καθένας θα προσπαθεί να βοηθήσει τον άλλο στη κρίσιμη ώρα. Δεν ήξερα τι να πω με αυτά που άκουγα. Δεν τον διέκοψα όμως: ο συνομιλητής και καθοδηγητής του Έκτορα μου λέει ήτανε κάποιος Σαλάχ ελ Σαλάν, ηγετικό στέλεχος της Google ο οποίος είχε αποκηρύξει τον ινδουισμό και πολέμησε όσο κανένας άλλος για να απελευθερωθούν οι κοινωνίες από τη θρησκεία αν και λίγοι το γνωρίζουνε αυτό αφού χρησιμοποιούσε αναρίθμητα ψευδώνυμα, έχει κατασκευάσει μία πλατφόρμα η οποία όταν δεχτεί τον αλγόριθμο των αριθμών Μερσέν θα μπορούσε να διαγράψει τα δεδομένα και τους λογαριασμούς όλων των τραπεζών του πλανήτη.  Είχανε μάλιστα υπολογίσει με τη βοήθεια μίας δεκαετούς έρευνας του «Ινστιτούτου Ερευνών» του Νιού Τζέρσεϊ πως o καθολικός μηδενισμός των λογαριασμών των τραπεζών θα έφερνε αυτόματα επανάσταση σε 31 μητροπόλεις, νούμερο το οποίο θα αυξανότανε γεωμετρικά ακλουθώντας τη λεγόμενη πιθανολογική αρχή «Μόντε Κάρλο» ανάλογα με τα post που θα γίνονταν στο Facebook με έκταση τελικά σε όλες τις πόλεις του κόσμου. Καλά και εσύ τι έκανες ρε Τάκη; ρωτάω τον Τάκη, και μου λέει πως όπως του υπαγόρευε η αρχαία αξία της φιλίας έτσι και αυτός έμεινε πιστός στα ιδανικά του και έστειλε στον Σαλάχ ελ Σαλάν μέσω Ε- mail τον σύνθετο αλγόριθμο που είχανε κατασκευάσει, ο οποίος και πριν λίγες ώρες τον ανέβασε στη πλατφόρμα. Χτύπησε η πόρτα. Η Τόνια είχε ξυπνήσει, ξυπόλητη πάνω στο κρύο  πάτωμα και με κοίταζε, τα καστανά μαλλιά της δε μπορώ να θυμηθώ αν ήτανε κομμένα κοντά ή μακριά εκείνο το βράδυ. Η πόρτα χτύπησε ξανά. Πιο δυνατά αυτή τη φορά. Η Τόνια δε φάνηκε να φοβάται παρά τη θλίψη που γέμιζε το πρόσωπο της. Γρήγορα οι τρεις μας ορκιστήκαμε, πως ακόμη κι αν ο χρόνος συνέχιζε να τρέχει, τίποτα δε θα έσπαγε την αγάπη που νιώθαμε ο ένας για τον άλλο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου