Της Θεανώς Φωτίου από την Εποχή
Την τελευταία εβδομάδα στη Βουλή ψηφίστηκε νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών για να ρυθμίσει τις κοινωφελείς περιουσίες και τις σχολάζουσες κληρονομιές. Στην πραγματικότητα πρόκειται για τη διευκόλυνση της εκποίησής τους, εφόσον αυτή παρουσιάζει επενδυτικό ενδιαφέρον. Πώς, δηλαδή, κληροδοτήματα που μετρούν πίσω τους μακριά ζωή θα αιμοδοτήσουν την τρύπα του χρέους.
Κλασικό παράδειγμα, τα κληροδοτήματα των πανεπιστημίων. Αυτά χρηματοδοτούν τις υποτροφίες των άπορων σπουδαστών. Είναι, λοιπόν, πολύ εύκολο να καταλάβει κανείς τι σημαίνει για ένα Πανεπιστημιακό Ίδρυμα η απώλεια αυτών των χρημάτων. Ειδικά σε συνθήκες κρίσης, όταν οικογένειες δυσκολεύονται πια να ενισχύσουν οικονομικά τις σπουδές των παιδιών τους.
Τα ΑΕΙ αντιμετώπιζαν ανέκαθεν μια τεράστια γραφειοκρατία ως προς την έγκριση των ενεργειών τους από τις αρμόδιες αρχές. Εύγλωττο παράδειγμα αυτό που συνέβη με τα έσοδα του ΕΜΠ από τα κληροδοτήματα: Το ΕΜΠ έχει τριάντα κληροδοτήματα αποκτηθέντα σε μία μεγάλη πορεία 180 χρόνων. Επένδυσε πολλά από τα έσοδα των κληροδοτημάτων του στην «Εθνική Τράπεζα», στην «Τράπεζα της Ελλάδος» και σε τίτλους του ελληνικού Δημοσίου, όλα με διαφάνεια. Λόγω κρίσης, από το 2007 μέχρι το 2013 η αξία τους υποδεκαπλασιάστηκε. Πρόσφατα, με την ανακεφαλαιοποίηση της «Εθνικής Τράπεζας», οι ήδη απαξιωμένες μετοχές του ΕΜΠ υποδεκαπλασιάστηκαν εκ νέου, διότι οι αρμόδιες αρχές δεν πρόλαβαν να εγκρίνουν τη σχετική απόφαση της Συγκλήτου.
Τέτοια παραδείγματα μπορεί να αναφέρει κανείς πολλά και όλα καταλήγουν σε ένα συμπέρασμα: απώλεια χρημάτων σε εποχές μέγιστης οικονομικής δυσπραγίας, χρημάτων που γίνονται κοινωνικό και επιστημονικό έργο.
Τα κληροδοτήματα ως ανώνυμες εταιρίες
Ο νόμος αυτός δεν λύνει αυτό το πρόβλημα, αντιθέτως, με μια νομική πιρουέτα από αυτές που συνηθίζει το υπουργείο Οικονομικών για την προώθηση των τροϊκανών απαιτήσεων, ταυτίζονται τα εθνικά κληροδοτήματα και οι σχολάζουσες κληρονομιές του δημοσίου, δύο διαφορετικές κατηγορίες κοινωφελούς δημόσιας περιουσίας, ώστε, αφού ξεπεραστεί ο σκόπελος της προστασίας που δίνει στα κληροδοτήματα το άρθρο 109 του Συντάγματος, να παραδοθούν στο ΤΑΙΠΕΔ για τη γνωστού τύπου «αξιοποίησή» τους. Ο έλεγχος, προληπτικός και γραφειοκρατικός, παραδίδεται σε ιδιωτικές εταιρείες. Το σύστημα εποπτείας που προβλέπει το νομοσχέδιο είναι ακόμα πιο δύσκαμπτο από το ήδη ισχύον και επιβραδύνει έτι περαιτέρω τις δραστηριότητες των Ιδρυμάτων, δημιουργώντας προσκόμματα στο έργο τους. Αντίθετα, οι έλεγχοι –πάντα από το Δημόσιο– θα μπορούσαν να γίνουν εκ των υστέρων, ενώ οι διαχειριστικές πράξεις των Ιδρυμάτων να ισχύουν από το χρόνο έκδοσής τους.
Επιπλέον, τα κληροδοτήματα των ΑΕΙ αντιμετωπίζονται ως ανώνυμες εταιρείες. Καλούνται, δηλαδή, να καταβάλουν Φόρο Ακίνητης Περιουσίας 3‰. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ΕΚΠΑ πλήρωσε το 2013 Φόρο Ακίνητης Περιουσίας 440.000 ευρώ. Δηλαδή, η Εφορία, που δεν μπορεί να περιορίσει την φοροδιαφυγή των υψηλών εισοδημάτων με αποτέλεσμα την απώλεια τεράστιων εσόδων, τελικά εισπράττει από τα χρήματα που θα δίνονταν για τους φτωχούς φοιτητές!
Πρέπει να δοθεί στα Ιδρύματα κάθε δυνατότητα να αξιοποιήσουν αναπτυξιακά και κοινωνικά τα ακίνητά τους, δηλαδή να μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν για δικές τους ανάγκες, π.χ. για φοιτητικές εστίες. Τα κληροδοτήματα των ΑΕΙ μπορούν σήμερα να γίνουν χώροι που θα στεγάσουν κοινωνικές δράσεις για να στηρίξουν μια κοινωνία που καταρρέει, στα πεδία της στέγης, της παιδείας, της υγείας, του πολιτισμού. Αυτό θα νοηματοδοτήσει το ρόλο των πανεπιστημίων σε συνθήκες κρίσης.
Αν αφήσουμε, όπως λέει η κυβέρνηση, την ενοικίαση των κληροδοτημάτων ως μοναδικό τρόπο εκμετάλλευσής τους σε συνθήκες μνημονίων, ύφεσης και λιτότητας, τα μετατρέπουμε με μαθηματική ακρίβεια σε σχολάζουσες περιουσίες και τα στέλνουμε στο ΤΑΙΠΕΔ για τα περαιτέρω. Αυτό επιχειρεί το νομοσχέδιο, τη λογική των συγκοινωνούντων δοχείων: τα κληροδοτήματα των Ιδρυμάτων να γίνουν σχολάζουσα περιουσία. Τα περισσότερα είναι κτίρια ιστορικά, ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής αξίας, αληθινά κοσμήματα μέσα στις πόλεις, και αρκετοί επενδυτές έχουν δείξει ήδη το ενδιαφέρον τους γι’ αυτά. Αλλά μάλλον αυτός είναι ακριβώς ο σκοπός της εκσυγχρονιστικής και σωτήριας κυβέρνησης: το ξεπούλημα σημαντικών ιστορικών κτηρίων των ελληνικών πόλεων σε ξένους επενδυτές έναντι πινακίου φακής για να πάνε στην τρύπα του χρέους.
Έτσι βλέπουμε να συγκρούονται και πάλι δυο λογικές: η μια είναι της κυβέρνησης, που βλέπει ως λύση την εκποίηση. Υπάρχει όμως και η λογική, που εκφράζουν οι προθέσεις και οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ: στη θέση του ξεπουλήματος, η κοινωνική αξιοποίηση. Δηλαδή η επανάχρηση των κληροδοτημάτων από δήμους, πανεπιστήμια, νοσοκομεία, σχολεία, αυτοδιαχειριστικά εγχειρήματα για τις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου.
Αυτή δεν ήταν άλλωστε η βούληση των ανθρώπων που τα άφησαν κληρονομιά στο Δημόσιο; Είναι απορίας άξιο, η κυβέρνηση στη συζήτηση του νομοσχεδίου στη Βουλή να… ρίχνει τόσο κλάμα για τους ευεργέτες και να εκφράζει την αιώνια ευγνωμοσύνη της στην προσφορά τους όταν είναι αυτή ακριβώς η κυβέρνηση που καταπατά, προδίδει και ευτελίζει την σαφώς εκπεφρασμένη βούλησή τους.
Την τελευταία εβδομάδα στη Βουλή ψηφίστηκε νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών για να ρυθμίσει τις κοινωφελείς περιουσίες και τις σχολάζουσες κληρονομιές. Στην πραγματικότητα πρόκειται για τη διευκόλυνση της εκποίησής τους, εφόσον αυτή παρουσιάζει επενδυτικό ενδιαφέρον. Πώς, δηλαδή, κληροδοτήματα που μετρούν πίσω τους μακριά ζωή θα αιμοδοτήσουν την τρύπα του χρέους.
Κλασικό παράδειγμα, τα κληροδοτήματα των πανεπιστημίων. Αυτά χρηματοδοτούν τις υποτροφίες των άπορων σπουδαστών. Είναι, λοιπόν, πολύ εύκολο να καταλάβει κανείς τι σημαίνει για ένα Πανεπιστημιακό Ίδρυμα η απώλεια αυτών των χρημάτων. Ειδικά σε συνθήκες κρίσης, όταν οικογένειες δυσκολεύονται πια να ενισχύσουν οικονομικά τις σπουδές των παιδιών τους.
Τα ΑΕΙ αντιμετώπιζαν ανέκαθεν μια τεράστια γραφειοκρατία ως προς την έγκριση των ενεργειών τους από τις αρμόδιες αρχές. Εύγλωττο παράδειγμα αυτό που συνέβη με τα έσοδα του ΕΜΠ από τα κληροδοτήματα: Το ΕΜΠ έχει τριάντα κληροδοτήματα αποκτηθέντα σε μία μεγάλη πορεία 180 χρόνων. Επένδυσε πολλά από τα έσοδα των κληροδοτημάτων του στην «Εθνική Τράπεζα», στην «Τράπεζα της Ελλάδος» και σε τίτλους του ελληνικού Δημοσίου, όλα με διαφάνεια. Λόγω κρίσης, από το 2007 μέχρι το 2013 η αξία τους υποδεκαπλασιάστηκε. Πρόσφατα, με την ανακεφαλαιοποίηση της «Εθνικής Τράπεζας», οι ήδη απαξιωμένες μετοχές του ΕΜΠ υποδεκαπλασιάστηκαν εκ νέου, διότι οι αρμόδιες αρχές δεν πρόλαβαν να εγκρίνουν τη σχετική απόφαση της Συγκλήτου.
Τέτοια παραδείγματα μπορεί να αναφέρει κανείς πολλά και όλα καταλήγουν σε ένα συμπέρασμα: απώλεια χρημάτων σε εποχές μέγιστης οικονομικής δυσπραγίας, χρημάτων που γίνονται κοινωνικό και επιστημονικό έργο.
Τα κληροδοτήματα ως ανώνυμες εταιρίες
Ο νόμος αυτός δεν λύνει αυτό το πρόβλημα, αντιθέτως, με μια νομική πιρουέτα από αυτές που συνηθίζει το υπουργείο Οικονομικών για την προώθηση των τροϊκανών απαιτήσεων, ταυτίζονται τα εθνικά κληροδοτήματα και οι σχολάζουσες κληρονομιές του δημοσίου, δύο διαφορετικές κατηγορίες κοινωφελούς δημόσιας περιουσίας, ώστε, αφού ξεπεραστεί ο σκόπελος της προστασίας που δίνει στα κληροδοτήματα το άρθρο 109 του Συντάγματος, να παραδοθούν στο ΤΑΙΠΕΔ για τη γνωστού τύπου «αξιοποίησή» τους. Ο έλεγχος, προληπτικός και γραφειοκρατικός, παραδίδεται σε ιδιωτικές εταιρείες. Το σύστημα εποπτείας που προβλέπει το νομοσχέδιο είναι ακόμα πιο δύσκαμπτο από το ήδη ισχύον και επιβραδύνει έτι περαιτέρω τις δραστηριότητες των Ιδρυμάτων, δημιουργώντας προσκόμματα στο έργο τους. Αντίθετα, οι έλεγχοι –πάντα από το Δημόσιο– θα μπορούσαν να γίνουν εκ των υστέρων, ενώ οι διαχειριστικές πράξεις των Ιδρυμάτων να ισχύουν από το χρόνο έκδοσής τους.
Επιπλέον, τα κληροδοτήματα των ΑΕΙ αντιμετωπίζονται ως ανώνυμες εταιρείες. Καλούνται, δηλαδή, να καταβάλουν Φόρο Ακίνητης Περιουσίας 3‰. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ΕΚΠΑ πλήρωσε το 2013 Φόρο Ακίνητης Περιουσίας 440.000 ευρώ. Δηλαδή, η Εφορία, που δεν μπορεί να περιορίσει την φοροδιαφυγή των υψηλών εισοδημάτων με αποτέλεσμα την απώλεια τεράστιων εσόδων, τελικά εισπράττει από τα χρήματα που θα δίνονταν για τους φτωχούς φοιτητές!
Πρέπει να δοθεί στα Ιδρύματα κάθε δυνατότητα να αξιοποιήσουν αναπτυξιακά και κοινωνικά τα ακίνητά τους, δηλαδή να μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν για δικές τους ανάγκες, π.χ. για φοιτητικές εστίες. Τα κληροδοτήματα των ΑΕΙ μπορούν σήμερα να γίνουν χώροι που θα στεγάσουν κοινωνικές δράσεις για να στηρίξουν μια κοινωνία που καταρρέει, στα πεδία της στέγης, της παιδείας, της υγείας, του πολιτισμού. Αυτό θα νοηματοδοτήσει το ρόλο των πανεπιστημίων σε συνθήκες κρίσης.
Αν αφήσουμε, όπως λέει η κυβέρνηση, την ενοικίαση των κληροδοτημάτων ως μοναδικό τρόπο εκμετάλλευσής τους σε συνθήκες μνημονίων, ύφεσης και λιτότητας, τα μετατρέπουμε με μαθηματική ακρίβεια σε σχολάζουσες περιουσίες και τα στέλνουμε στο ΤΑΙΠΕΔ για τα περαιτέρω. Αυτό επιχειρεί το νομοσχέδιο, τη λογική των συγκοινωνούντων δοχείων: τα κληροδοτήματα των Ιδρυμάτων να γίνουν σχολάζουσα περιουσία. Τα περισσότερα είναι κτίρια ιστορικά, ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής αξίας, αληθινά κοσμήματα μέσα στις πόλεις, και αρκετοί επενδυτές έχουν δείξει ήδη το ενδιαφέρον τους γι’ αυτά. Αλλά μάλλον αυτός είναι ακριβώς ο σκοπός της εκσυγχρονιστικής και σωτήριας κυβέρνησης: το ξεπούλημα σημαντικών ιστορικών κτηρίων των ελληνικών πόλεων σε ξένους επενδυτές έναντι πινακίου φακής για να πάνε στην τρύπα του χρέους.
Έτσι βλέπουμε να συγκρούονται και πάλι δυο λογικές: η μια είναι της κυβέρνησης, που βλέπει ως λύση την εκποίηση. Υπάρχει όμως και η λογική, που εκφράζουν οι προθέσεις και οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ: στη θέση του ξεπουλήματος, η κοινωνική αξιοποίηση. Δηλαδή η επανάχρηση των κληροδοτημάτων από δήμους, πανεπιστήμια, νοσοκομεία, σχολεία, αυτοδιαχειριστικά εγχειρήματα για τις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου.
Αυτή δεν ήταν άλλωστε η βούληση των ανθρώπων που τα άφησαν κληρονομιά στο Δημόσιο; Είναι απορίας άξιο, η κυβέρνηση στη συζήτηση του νομοσχεδίου στη Βουλή να… ρίχνει τόσο κλάμα για τους ευεργέτες και να εκφράζει την αιώνια ευγνωμοσύνη της στην προσφορά τους όταν είναι αυτή ακριβώς η κυβέρνηση που καταπατά, προδίδει και ευτελίζει την σαφώς εκπεφρασμένη βούλησή τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου