Η αριστερά μπορεί, ο λαός θέλει;
Ένα χρόνο περίπου, μετά τις εκλογές, η κυβέρνηση έχει δείξει πια, ξεκάθαρα το δεξιό έως ακροδεξιό πρόσωπο της. Καθημερινά, βιώνουμε επίθεση στα λαϊκά στρώματα και τα δικαιώματα τους, στις δυνάμεις της εργασίας, στη νεολαία, και σε οποιονδήποτε τολμά να διατυπώνει και να υπερασπίζεται άλλες απόψεις από αυτές του «ΣΚΑΙ» και της κυβερνητικής προπαγάνδας. Χειραγωγούνται – πολιτικοποιούνται και διώκονται εργατικά δικαιώματα, ανθρώπινα δικαιώματα, κινήματα, καταλήψεις, νεολαία, φοιτητές, φτωχοποιημένοι πολίτες, πόλοι αντίστασης σε κυβερνητικές πολιτικές για τις ΑΠΕ, το νερό, την πρώτη κατοικία, τους πλειστηριασμούς, τους μετανάστες κλπ. Υπερασπιστές της κρατικής προπαγάνδας, δυστυχώς και επώνυμοι πανεπιστημιακοί, που διασύρονται καθημερινά υποστηρίζοντας ότι τους ζητηθεί από τη πολιτική ηγεσία και όχι ότι είναι επιστημονικά ορθό, έναντι ανταλλαγμάτων. Το βιώνουμε καθημερινά στα αγορασμένα Μ.Μ.Ε για το Κορωνοιό, το διαβάζουμε στις εφημερίδες και στα ηλεκτρονικά μέσα.
Οι δεσμεύσεις για λιγότερους φόρους αποτελούν ουσιαστικά παρελθόν, το έλλειμμα έχει εκτιναχτεί σε δυσθεώρητα ύψη, το κρατικό χρέος απογειώνεται, προετοιμάζοντας νέα μελλοντικά μνημόνια, η ανεργία θυμίζει τα πρώτα χρόνια των μνημονίων, η μετανάστευση των νέων επιστημόνων συνεχίζεται, επιχειρήσεις κλείνουν η ξεπουλιούνται, ενώ έρχεται ένας ακόμα πιο δύσκολος χειμώνας. Η κυβέρνηση δέσμια της πολιτικής της για λιγότερο κράτος, δε στηρίζει το σύστημα υγείας με προσωπικό και υλικοτεχνική υποδομή, ενώ τα ίδια και χειροτέρα συμβαίνουν στο χώρο της Παιδείας. Καμμιά προετοιμασία, μειωμένες κρατικές δαπάνες και ψέματα. Τραγικές φιγούρες οι πολιτικές ηγεσίες των αντίστοιχων υπουργείων που διασύρονται συστηματικά σε κάθε τηλεοπτική τους εμφάνιση. Πρώτη φορά θυμάμαι να είναι αναγκαίο, ένα χρόνο μετά τις εκλογές, να εμφανίζεται τόσο συχνά ο Πρωθυπουργός, αναλώνοντας πολύτιμο πολιτικό κεφάλαιο που θα του χρειαστεί στο μέλλον. Ίσως οι φατρίες και ο αλληλοσπαραγμός μεταξύ των διάφορων ομάδων στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος, να το δικαιολογούν.
Σε αυτό το δυσμενές περιβάλλον βιώνουμε ταυτόχρονα την προκλητική και επικίνδυνη επιθετικότητα της Τουρκίας που προτάσσει το «δίκαιο του ισχυρότερου», και το βρώμικο ρόλο, σε βάρος μας, των Γερμανών, των Αμερικανών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ. Είναι φανερό ότι οδηγούμαστε σε ένα διάλογο χωρίς ατζέντα, όπου χωρίς προσχήματα οι «Δυτικοί φίλοι» μας θα μας επιβάλλουν τη συνδιαχείριση του Αιγαίου, παραχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, παραχώρηση εθνικής επικράτειας. Βιώνουμε μυστική διπλωματία, συνεχείς υποχωρήσεις στις προϋποθέσεις και στην ατζέντα ενός πιθανού διαλόγου. Η απουσία εθνικής στρατηγικής με ορίζοντα μεσομακροπροθεσμο, επιβάλλει σπασμωδικές κινήσεις και συμφωνίες με Ιταλία και Αίγυπτο, με κοντόθωρο ορίζοντα. Αγοράζουμε «ακριβά» υποστήριξη από τη Γαλλία, και σύντομα σε μια πολιτική ισορροπιών, θα αγοράσουμε και πολύ ακριβά αμερικανικά και γερμανικά οπλικά συστήματα. Κανένας σχεδιασμός, καμμιά σχέση με τις ανάγκες των ενόπλων δυνάμεων μας, πάντα με «δυτικόφιλο» προσανατολισμό. Ήδη μας προετοιμάζουν για αύξηση φόρων λόγω της έντασης και των αυξημένων αγορών οπλικών συστημάτων.
Η αξιωματική αντιπολίτευση, που μου θυμίζει πολύ το Σημιτικό ΠΑΣΟΚ της δεύτερης τετραετίας του Σημίτη, παρά τις όποιες διαφωνίες της, ουσιαστικά συμφωνεί σε πολλά και συμπορεύεται με αυτές τις πολιτικές. Για λόγους διαφοροποίησης προσθέτει στη ρητορική της, μόνο, μια «αχνή» προοδευτική πινελιά. Η ακραιφνής ακροδεξιά του Βελόπουλου, σε αυτό το «θολό» περιβάλλον, «ψαρεύει» ψήφους και υποστηρικτές από λαϊκά στρώματα που ψήφιζαν ή θα μπορούσαν να ψηφίσουν αριστερά. Για πρώτη φορά στην Ελλάδα, μετά το 1974 με τον Καραμανλή, η δεξιά, σε όλες τις εκφράσεις της, συγκεντρώνει δημοσκοπικά ποσοστά γύρω στο 50%.
Σε αυτό το δυσμενές περιβάλλον είναι επιτακτική ανάγκη η αριστερά να βγει από το περιθώριο, να ορθώσει το ανάστημα της, και να διεκδικήσει – όχι μίζερα τη διατήρηση των δυνάμεων της, περιχαρακώνοντας το χώρο της – αλλά την ηγετική θέση που της ανήκει στο πολιτικό σκηνικό της χώρας. Χρειαζόμαστε, μια αριστερά που θα αντιπαλεύεται τη δεξιά νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, και θα διεκδικεί μια καλύτερη τύχη για το λαό μας και τις δυνάμεις της εργασίας. Είναι ξεκάθαρο πια ότι χρειαζόμαστε ένα ισχυρό δημόσιο τομέα με ρόλο τόσο επιτελικό όσο και παραγωγικό, δημόσια δωρεάν υγεία και παιδεία σε όλες τις βαθμίδες. Αξιοπρεπείς συντάξεις στα εξήντα χρόνια για όλους, ισχυρούς δήμους και περιφέρειες με πόρους και αρμοδιότητες. Μόνιμη, σταθερή εργασία για όλους, και αξιοποίηση στη παραγωγική διαδικασία των πτυχιούχων της χώρας. Απαιτείται πολυδιάστατη εθνική εξωτερική πολιτική, πέρα από τις δεσμεύσεις της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Φιλία και συνεργασία με τους γείτονες μας αλλά και προάσπιση του εθνικού συμφέροντος και της ελληνικής επικράτειας, αν χρειαστεί. Χρειαζόμαστε μια αριστερά που θα στηρίζει τα κινήματα, θα αγωνίζεται δίπλα στη νεολαία και τους φοιτητές, θα υπερασπίζεται εργατικά και ανθρώπινα δικαιώματα, φτωχούς, ανέργους, φτωχοποιημενους, μετανάστες, καταληψεις δημοσίων χώρων. Σήμερα, είμαστε αλληλέγγυοι στην κατάληψη ROSA NERA, χαιρετίζουμε τις μαζικότατες διαδηλώσεις της νεολαίας μας, και εναντιωνόμαστε σε κάθε είδους «αξιοποίηση» των μνημείων της πόλης που θα δίνει «φύλλο συκής» στον κ. Διγαλάκη και στον Πρωθυπουργό που τον επέλεξε.
Όλα αυτά μόνο μια κυβέρνηση της αριστεράς, μπορεί να τα υλοποιήσει, χωρίς δεσμεύσεις και συναλλαγές με το ντόπιο και ξένο κατεστημένο. Μια αριστερά που ήταν πάντα δίπλα στο λαό μας, στους αγώνες του, όντας κομμάτι του λαού μας.
*Μανόλης Ντουντουνάκης
M.Sc. Ηλεκτρολογος Μηχανικός Ε.Μ.Π.
Εργαστηριακό Διδακτικό Προσωπικό
Εργαστήριο Αυτοματισμού
Σχολή Η.Μ.Μ.Υ.
Πολυτεχνείο Κρήτης
Ο λαός θέλει, αλλά η αριστερά δεν μπορεί νομίζω.
ΑπάντησηΔιαγραφή