Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2018

Νέο τοπίο στις εισφορές των επαγγελµατιών

Η εφημερίδα «Έθνος» παρουσιάζει σήµερα το σχέδιο νόµου για την ασφάλιση των ελεύθερων επαγγελµατιών, των αυτοαπασχολούµενων και των αγροτών

6 Νοεμβρίου 2018


Εντελώς νέο τοπίο στην ασφάλιση των ελεύθερων επαγγελµατιών, των αυτοαπασχολούµενων και των αγροτών φέρνει το πολυαναµενόµενο νοµοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας, τις βασικές διατάξεις του οποίου παρουσιάζει σήµερα αποκλειστικά το «Έθνος».

Με 37 άρθρα το σχέδιο νόµου, που κατατίθεται στη Βουλή εντός της εβδοµάδας, µειώνει τα ασφάλιστρα κύριας σύνταξης, επικουρικής και εφάπαξ για 250.000 επιτηδευµατίες και αγρότες -σύµφωνα µε τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα στη ΔΕΘ-, ενώ ρυθµίζει και σωρεία άλλων ασφαλιστικών και εργασιακών ζητηµάτων. Στο νέο σύστηµα πέφτουν σηµαντικά έως και 33% οι υποχρεωτικές εισφορές προς τον ΕΦΚΑ και το ΕΤΕΑΕΠ, µε στόχο να δοθεί «ανάσα» στις ανελαστικές υποχρεώσεις των επιτηδευµατιών. Το ετήσιο όφελος κυµαίνεται από 200 έως 4.690 ευρώ για ελεύθερους επαγγελµατίες και αυτοαπασχολούµενους.

αυτόχρονα, ωστόσο, εισάγεται µε ξεκάθαρη διαδικασία η δυνατότητα επιλογής των ασφαλισµένων να καταβάλλουν οποτεδήποτε θελήσουν υψηλότερες εισφορές µε µία αίτησή τους στον ΕΦΚΑ, ώστε αυτό να αντανακλαστεί και στον υπολογισµό της ανταποδοτικής τους σύνταξης. Τα ελάχιστα ασφάλιστρα παραµένουν ως έχουν στο 20% του κατώτατου µισθού.

Η κύρια σύνταξη

Αναλυτικά, το άρθρο 1 αντικαθιστά το άρθρο 39 του νόµου Κατρούγκαλου από τότε που ίσχυσε και, µεταξύ άλλων, προβλέπει: «Από 1/1/2017, το ποσοστό της µηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς για τον κλάδο κύριας σύνταξης, που καταβάλλουν τα πρόσωπα, παλαιοί και νέοι ασφαλισµένοι, κατά τη διάκριση του Ν. 2084/1992, τα οποία υπάγονται ή θα υπάγονταν, σύµφωνα µε τις γενικές, ή ειδικές, ή καταστατικές διατάξεις, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόµου, στην ασφάλιση του ΟΑΕΕ και του ΕΤΑΑ, ανέρχεται σε ποσοστό 20%.


Από 1/1/2019 το ποσοστό του προηγούµενου εδαφίου διαµορφώνεται σε 13,33%, µε την επιφύλαξη του δευτέρου εδαφίου της παρ. 3». Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 είναι η επόµενη επίµαχη διάταξη που διατηρεί τη σηµερινή ελάχιστη εισφορά ορίζοντας πως «από 1/1/2019 η ελάχιστη µηνιαία εισφορά για τον κλάδο κύριας σύνταξης δεν µπορεί να υπολείπεται του ποσού που αντιστοιχεί σε ποσοστό 20% επί του κατώτατου βασικού µισθού άγαµου µισθωτού άνω των 25 ετών». ∆ιευκρινίζεται, µάλιστα, πως στις περιπτώσεις ελεύθερου επαγγελµατία ή αυτοαπασχολούµενου που απασχολείται παράλληλα ως µισθωτός σε καθεστώς µερικής απασχόλησης, η µηνιαία ελάχιστη βάση υπολογισµού διαµορφώνεται αφού αφαιρεθούν οι αποδοχές της µερικής απασχόλησης.

Αυτό σηµαίνει πως η ρύθµιση ακουµπά ελεύθερους επαγγελµατίες και αυτοαπασχολούµενους µε ετήσιο καθαρό φορολογητέο εισόδηµα πάνω από 7.032 ευρώ. Εφόσον αυξηθεί ο κατώτατος µισθός από τον Ιανουάριο του 2019, αντίστοιχα θα αναπροσαρµοστεί και η ελάχιστη βάση της κατώτατης εισφοράς, οπότε η ελάφρυνση θα ξεκινά από ετήσια εισοδήµατα της τάξης των 7.500 ευρώ περίπου. ∆ιευρύνεται έτσι το πλήθος όσων «πέφτουν» στο κατώτατο όριο και δηµιουργείται µια επιπλέον ζώνη αυτοαπασχολούµενων που θα µπορούν να είναι ενήµεροι µε την κατώτατη εισφορά.

Στο ίδιο άρθρο ορίζεται πως βάση υπολογισµού είναι το φορολογητέο εισόδηµα συν οι καταβλητέες εισφορές, ενώ ταυτόχρονα προβλέπεται: «Οι ασφαλισµένοι µε αίτησή τους, που υποβάλλεται στον ΕΦΚΑ οποτεδήποτε, µπορούν να επιλέξουν ανώτερη βάση υπολογισµού των ποσοστιαίων εισφορών από εκείνη που προκύπτει βάσει του µηνιαίου εισοδήµατός τους. Στην περίπτωση αυτή το ύψος της βάσης υπολογισµού, ο κλάδος υπέρ του οποίου θα εισφέρει και το χρονικό διάστηµα εφαρµογής της, επιλέγεται από τους ασφαλισµένους µε την αίτησή τους.Η εφαρµογή της νέας βάσης υπολογισµού αρχίζει από την πρώτη του επόµενου µήνα υποβολής της αίτησης και παύει να ισχύει αυτοδικαίως, οποτεδήποτε προκύψει ανώτερη βάση υπολογισµού, βάσει του µηνιαίου εισοδήµατος, καθώς και από τον επόµενο µήνα από την ανάκληση της αίτησης».

Αν ο ασφαλισµένος επιλέξει να καταβάλλει υψηλότερη εισφορά, δεν θα εφαρµόζονται οι εκπτώσεις 5% – 50% του νόµου Κατρούγκαλου για τους αυτοαπασχολούµενους του ΕΤΑΑ. Για τους λοιπούς που θα καταβάλλουν την υποχρεωτική εισφορά οι εκπτώσεις διατηρούνται ως έχουν σήµερα, δηλαδή επί του αθροίσµατος των εισφορών για κύρια σύνταξη και για υγεία. Αντιστοίχως µειώνονται τα µεταβατικά ασφάλιστρα και για τους νέους επιστήµονες που έχουν έως 5 έτη δραστηριότητας.

Η διάταξη προσθέτει άρθρο στον νόµο Κατρούγκαλου (Ν. 4387/2016), ώστε το ασφάλιστρο κύριας σύνταξης των νέων επιστηµόνων µε δραστηριότητα έως 5 έτη να πέσει στο 13,3% έναντι 14% την πρώτη 2ετία και 17% την επόµενη 3ετία. Στο ίδιο άρθρο προβλέπεται η διατήρηση για την ελάχιστη εισφορά της υπερκατώτατης βάσης υπολογισµού στο 70% του κατώτατου µισθού (σήµερα 410 ευρώ). ∆ηλαδή όλοι οι νέοι επιστήµονες µε ετήσιο εισόδηµα έως 5.000 ευρώ περίπου θα καταβάλλουν την κατώτατη εισφορά για σύνταξη, στα 57 ευρώ (συν 6,95%, δηλαδή περίπου 30 ευρώ, για υγειονοµική περίθαλψη).

Οι αγρότες

Ταυτόχρονα, προβλέπεται και εδώ η δυνατότητα καταβολής υψηλότερης εισφοράς από την υποχρεωτική σε εθελοντική βάση. Στο µοντέλο που προβλέπεται και σήµερα η διαφορά από τη γενική ελάχιστη εισφορά συνιστά οφειλή. Με άλλο άρθρο µειώνονται οι εισφορές των αγροτών.

Η διάταξη αντικαθιστά το άρθρο 40 του νόµου Κατρούγκαλου (Ν. 4387/2016), ώστε το ασφάλιστρο κύριας σύνταξης των αγροτών του πρ. ΟΓΑ να ακολουθήσει νέα µεταβατική περίοδο και να συγκλίνει στο 13,3% και όχι στο 20%. Ετσι διαµορφώνεται πλέον ως εξής: το 2019 στο 12%, το 2020 στο 12,67%, το 2021 στο 13% και το 2022 στο 13,3%. Οι ελάχιστες εισφορές διατηρούνται όπως και στις υπόλοιπες κατηγορίες ως έχουν, µε την υπερ-κατώτατη δηλαδή βάση υπολογισµού στο 70% του κατώτατου µισθού και τα ποσοστά ως είχαν. Το ετήσιο όφελος ξεκινά από τα 195,96 ευρώ και φτάνει έως και τα 4.200 ευρώ, χωρίς να υπολογίζεται το ασφάλιστρο της υγείας (6,95%), που παραµένει σταθερό.

Τι αλλάζει σε επικούρηση και εφάπαξ

Νέο σύστημα υποχρεωτικών εισφορών επικούρησης και εφάπαξ, αναδρομικά από το 2017, έρχεται με τα άρθρα 4 και 5 του νομοσχεδίου του υπουργείου Εργασίας. Ειδικότερα το άρθρο 4 τροποποιεί το άρθρο 97 του νόμου Κατρούγκαλου, που ορίζει τις εισφορές επικούρησης και αναφέρει πως: «Από 1/1/2017 μέχρι 31/5/2019 το ποσό της μηνιαίας εισφοράς όλων των αυτοαπασχολούμενων και ελεύθερων επαγγελματιών διαμορφώνεται σε ποσοστό 7%, υπολογιζόμενο επί του κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, όπως εκάστοτε ισχύει». Ειδική ρύθμιση εισάγεται για τους ελεύθερους επαγγελματίες του πρ. ΟΑΕΕ που είχαν συσσωρευμένες οφειλές αρκετά πριν από το 2017. Για να κοπεί ο «γόρδιος δεσμός» και γι’ αυτούς ξεκαθαρίζεται πως για τους ασφαλισμένους στον τ. Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Πρατηριούχων Υγρών Καυσίμων το νέο μειωμένο ασφάλιστρο ισχύει αναδρομικά από 1/12/2012, ενώ για τους αρτοποιούς από 1/1/2015.

αυτόχρονα προβλέπεται πως από 1/6/2019 μέχρι 31/5/2022 το ποσοστό της εισφοράς πέφτει στο 6,5%, υπολογιζόμενο επίσης επί του κατώτατου βασικού μισθού. Από 1/6/2022 και εφεξής η εισφορά πέφτει στο 6%. Στην ίδια νομοθετική ρύθμιση προβλέπεται η επιλογή της υψηλότερης βάσης υπολογισμού, από εκείνη που προκύπτει βάσει του εκάστοτε ισχύοντος βασικού μισθού. Το ύψος της βάσης υπολογισμού και το χρονικό διάστημα εφαρμογής της επιλέγονται από τους ασφαλισμένους με την αίτησή τους.

Η βάση υπολογισμού

Στην ίδια λογική το άρθρο 5 προβλέπει πως από 1/1/2017 το ποσοστιαίο ασφάλιστρο 4% για τον κλάδο Εφάπαξ Παροχών των αυτοτελώς απασχολούμενων θα υπολογίζεται επί του ποσού που αντιστοιχεί στον κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, όπως εκάστοτε ισχύει. Αντίστοιχα οι ασφαλισμένοι με αίτησή τους, που υποβάλλεται στο ΕΤΕΑΕΠ οποτεδήποτε, μπορούν να επιλέξουν ανώτερη βάση υπολογισμού. Το ύψος της βάσης υπολογισμού και το χρονικό διάστημα εφαρμογής της επιλέγεται από τους ασφαλισμένους με την ως άνω αίτησή τους.

Συνεπώς έρχονται υποχρεωτικές εισφορές επικούρησης και εφάπαξ σταθερού ποσού για όλους: κοντά στα 43 ευρώ για την επικουρική και στα 25 ευρώ για το εφάπαξ. Το σύστημα αυτό θα εφαρμοστεί αναδρομικά από 1ης Ιανουαρίου 2017, για να αποπληρωθούν και τα αναδρομικά των 24 μηνών που συσσωρεύονται. Σύμφωνα με τον προγραμματισμό του υπουργείου Εργασίας, τα αναδρομικά θα αποπληρωθούν σε 36 δόσεις. Αυτό σημαίνει πως μηχανικοί και δικηγόροι θα πρέπει να πληρώνουν περί τα 111 ευρώ τον μήνα, ενώ γιατροί, υγειονομικοί περί τα 40 ευρώ. Ειδικά για τους αρτοποιούς και τους βενζινοπώλες, των οποίων οι οφειλές ανατρέχουν αρκετά πριν από τα έτη 2017, 2012 και 2015, οι δόσεις αναμένεται να είναι περισσότερες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου