Το θέμα της αναθεώρησης του Συντάγματος βρίσκεται πάλι στην επικαιρότητα. Μίλησε γι αυτό και ο πρωθυπουργός στην τελευταία συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Mε την ευκαιρία αυτή, είναι καιρός να μιλήσουμε για μια εκκρεμότητα δεκαετιών, που θα σηματοδοτούσε επιτέλους ένα σύγχρονο, όχι βεβαίως σοσιαλιστικό αλλά αστικό κράτος. Μια εκκρεμότητα, τη μοναδική, που παραμένει από τις αλλαγές που έφερε στην ελληνική κοινωνία η μεταπολίτευση του 1974. Μιλάμε για τον πλήρη χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους, που εδώ και 183 χρόνια, από τότε που στον απόηχο της Επανάστασης του 1821 κηρύχτηκε το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος και η διοικητική της αυτονόμηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αποτελεί ένα αίτημα αδικαίωτο, παρά τα σοβαρά προβλήματα που δημιουργεί όχι μόνο στην πολιτική ζωή αλλά και στην καθημερινότητα των ελλήνων πολιτών. Και τα προβλήματα αυτά θα αυξάνονται συνεχώς αφού η ελληνική κοινωνία αλλάζει. Με τη μαζική μετανάστευση αυξάνεται ο αριθμός των αλλοθρήσκων ελλήνων πολιτών. Το ίδιο αυξάνει και ο αριθμός αυτών που δηλώνουν άθεοι.
Πρέπει να θυμίσουμε ότι ο αίτημα για χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας δεν ήταν μόνο θέση του σοσιαλιστικού και κομμουνιστικού κινήματος αλλά μια θέση που εξέφραζε και τις δυνάμεις του αστικού εκσυγχρονισμού. Μην ξεχνάμε πως στη Γαλλία το ζήτημα αυτό έχει λυθεί ήδη από την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα. Στην Ελλάδα , για να μιλήσουμε μόνο για τα τελευταία 42 χρόνια υπονομεύθηκε από τις πρώτες κιόλας μέρες της μεταπολίτευσης όταν αποτελούσε θέση όλων των κομμάτων , ακόμη και της καραμανλικής Νέας Δημοκρατίας . Στη συνέχεια βέβαια ξεχάστηκε και από το ΠΑΣΟΚ. Τώρα το ξεχνάει και ο ΣΥΡΙΖΑ , στην κυβέρνηση πια, αντικαθιστώντας τη θέση αρχής για τον χωρισμό με το γενικόλογο «εξορθολογισμό» και απλά στην συγκρότηση μιας επιτροπής που συνεδριάζει υπό την προεδρία του υπουργού Παιδείας και θα συζητά τα θέματα που προκύπτουν κατά καιρούς. Μια θέση που σε τίποτα δεν διαφέρει από τους δικολαβισμούς του Ευάγγελου Βενιζέλου που μιλούσε για «διακριτούς ρόλους» όταν επιχειρηματολογούσε γιατί δεν είναι αναγκαία η συνταγματική κατοχύρωση του χωρισμού.
Το σύστημα της «νόμω κρατούσης Πολιτείας»
Από την ανακήρυξη του Αυτοκέφαλου της Εκκλησίας της Ελλάδος το 1833, έως τις μέρες μας επί 183 χρόνια η Εκκλησία της Ελλάδος και οι κυρίαρχες τάξεις , το ελληνικό κράτος πορεύτηκαν μαζί, αλληλοϋποστηρίχθηκαν.
Κυρίαρχο στοιχείο αυτής της σχέσης ήταν η υποταγή της Εκκλησίας στο Κράτος, με αντάλλαγμα την αναγνώριση τής προνομιακής της θέσης στην ελληνική κοινωνία, αλλά και την παραχώρηση «κοσμικών εξουσιών» στις ηγετικές της ομάδες.
Πιο συγκεκριμένα τη χώρα μας ισχύει το σύστημα της «νόμω κρατούσης Πολιτείας». Η θρησκεία που ακολουθεί η συντριπτική πλειοψηφία των ελλήνων αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα ως επικρατούσα. Αυτό έχει οδηγήσει την μετατροπή της Εκκλησίας σε ένα ιδόμορφο τμήμα του κρατικού μηχανισμού.
Όλες οι δομές της αποτελούν νομικά πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. Τα στελεχη της χρηματοδοτούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό. Οι αποφάσεις των οργάνων της σε θέματα διοίκησης αποτελούν διοικητικές πράξεις, που προσβάλλονται στα δικαστήρια της Πολιτείας. Επίσης η Πολιτεία επεμβαίνει στην οργάνωση της Εκκλησίας με νόμους , ενώ οι εκκλησιαστικοί κανόνες εφαρμόζονται μόνο στο εσωτερικό της Εκκλησίας και με την προϋπόθεση να μην έρχονται σε αντίθεση με τους νόμους του Κράτους. Αυτό το σύστημα έγινε αποδεκτό από την Εκκλησία με αντάλλαγμα την προνομιακή μεταχείρησή της έναντι άλλων δογμάτων και θρησκειών. Έτσι στα σχολεία δεν διδάσκεται το μάθημα της θρησκειολογίας αλλά των θρησκευτικών σύμφωνα με τα ορθόδοξα δόγματα. Δοξολογίες και προσευχές σε στρατιωτικές μονάδες και σχολεία αποτελούν καθεστώς. Το εορτολόγιο ,οι επίσημες τελετές και αργίες των δημοσίων υπηρεσιών καθορίζονται σύμφωνα με το τυπικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ακόμη αναγνωρίζεται σε όργανα της Εκκλησίας δικαιοδοσία σε θέματα ιδιωτικού Δικαίου όπως είναι ο γάμος
Το «προπατορικό αμάρτημα» του 1833
Οι ρίζες αυτής της εξάρτησης βρίσκονται στο «προπατορικό αμάρτημα» του 1833 και στον τρόπο με τον οποίο υλοποιήθηκε το ώριμο αίτημα της εποχής η ανακήρυξη του Αυτοκέφαλου.
Ο Αδαμάντιος Κοραής υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής του Αυτοκεφάλου.
Ήταν ένα αίτημα των αγωνιστών του 1821 και φωτισμένων διανοουμένων, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, που ήταν ένας από τους πιό σκληρούς επικριτές της πολιτείας του πατριαρχικού θρόνου έναντι των υποδούλων Ελλήνων. Όμως, αντί για μία Εκκλησία κυβερνωμένη από «Σύνοδον ιερέων ,εκλεγομένων ελευθέρως από ιερείς και κοσμικούς ,καθώς έπραττεν η αρχαία Εκκλησία.», όπως ζητούσε ο Κοραής ,συγκροτήθηκε μια Εκκλησία της οποίας αρχηγός ως προς τα διοικητικά ήταν ο ρωμαιοκαθολικός το θρήσκευμα βασιλιάς Όθων που διόριζε το ανώτατο όργανό της την πενταμελή Σύνοδο.
Με το διάταγμα της «Ανεξαρτησίας» η Εκκλησία της Ελλάδος απεξαρτήθηκε ( και ορθώς) από το Πατριαρχείο όμως μπήκε σε μια σχέση εξάρτησης ,και υποτέλειας στις εκάστοτε κυβερνήσεις της χώρας.
Στήριγμα των κυρίαρχων τάξεων
Σε καθοριστικές στιγμές της ελληνικής Ιστορίας, η Διοικούσα Εκκλησία στήριξε τις κυρίαρχες τάξεις προσφέροντας την αναγκαία ιδεολογική κάλυψη. Αρκεί μόνο να θυμηθούμε :
-Την εκστρατεία κατά των «μαλλιαροκομμουνιστών» στη δεκαετία 1920-1930, τις εγκυκλίους της Ιεράς Συνόδου και την απαίτηση για
Ο Μητροπολίτης Κυδωνίας Αγαθάγγελος χαιρετά φασιστικά σε εκδήλωση του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου.
δίωξη των δημοτικιστών και αριστερών διανοουμένων (Ρόζα Ιμβριώτη, Δημήτρης Γληνός , Κώστας Βάρναλης κ.α). Όλα αυτά αποτέλεσαν τον προπομπό της ψήφισης του «ιδιώνυμου» του Απριλίου του 1928.
-Την στάση της πλειοψηφίας των μητροπολιτών στα χρόνια της Κατοχής. Άλλοι συνεργάστηκαν ανοιχτά με τους κατακτητές , άλλοι έσπευσαν να αποκηρύξουν τους αντάρτες και άλλοι εγκατέλειψαν το ποίμνιό τους και κατέφυγαν στη σιγουριά της Αθήνας. Μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού ήταν αυτοί οι ιεράρχες που στάθηκαν δίπλα στον αγωνιζόμενο λαό.
-Στα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου η Διοικούσα Εκκλησία και οι παραεκκλησιαστικές οργανώσεις όπως η «Ζωή» μετατράπηκαν σε ισχυρό βραχίονα του «ιερού» αντικομμουνιστικού αγώνα.
Ηταν σημαντικός ο ρόλος της Εκκλησίας στη βρετανική επέμβαση μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο.
Εκείνη την εποχή, η Πολιτεία ποδηγετεί την Εκκλησία ως ιδεολογικό (και όχι μόνο) μηχανισμό. Και κείνα τα χρόνια σφυρηλατούνται οι ισχυροί δεσμοί Εκκλησίας και Στρατού που φανερώνονται αργότερα στη διάρκεια της Χούντας.
-Η συνεργασία Κράτους και Εκκλησίας στα χρόνια του Εμφυλίου αλλά και στις δεκαετίες του 50 και του 60 έχει και την θεωρητική της θεμελίωση. Τότε θεμελιώνεται η ιδέα της «Ελλάδος Ελλήνων Χριστιανών».
– Εκείνα τα χρόνια οι «θεωρητικοί» της επίσημης Εκκλησίας χαρακτηρίζουν τον Μαρξισμό εγκληματική ιδεολογία . Αυτοί γράφουν διαπαιδαγωγόντας τους πιστούς ότι οι κομμουνιστές είναι «άνθρωποι εκθηριούμενοι» που πρέπει να αντιμετωπίζονται ως εγκληματίες.
-Στα τέλη της δεκαετίας του 50 στην μάχη για την αντιμετώπιση της Αριστεράς επιστρατεύονται και οι μητροπολίτες. Είναι χαρακτηριστικές οι αναφορές για τον ρόλο των μητροπολιτών, στα παραρτήματα του γνωστού σχεδίου «Περικλής», για τον περιορισμό της δράσης της Αριστεράς.
-Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι στην πορεία όλων αυτών των χρόνων από το 1833 οι μεγάλες αντιπαραθέσεις της πολιτικής ζωής μεταφέρθηκαν και στον εκκλησιαστικό χώρο. Ανατροπές, κινήματα,
Πολύ στενές ήταν οι σχέσεις της Εκκλησίας με τη χούντα
πραξικοπήματα συνοδεύτηκαν πάντα από αλλαγές στην Εκκλησία, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα, το Διχασμό της επταετίας 1915-1922, την επεισοδιακή εκλογή του αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου το 1938 με την υποστήριξη του Μεταξά και την απομάκρυνσή του το 1941 με την ανάδειξη στον αρχιεπισκοπικό θρόνο του Δαμασκηνού, που μετά την απελευθέρωση έγινε αντιβασιλιάς και για μικρό διάστημα πρωθυπουργός. Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου και την άνοδο στον αρχιεπισκοπικό θρόνο του Ιερώνυμου Κοτσώνη. Την ανατροπή του Παπαδόπουλου από τον Ιωαννίδη την απομάκρυνση του Ιερώνυμου και την εκλογή του αρχιεπισκόπου Σεραφείμ.
Ο απλός κλήρος
Ωστόσο όσο αλήθεια είναι τα παραπάνω για τον ρόλο της Διοικούσας Εκκλησίας άλλο τόσο αλήθεια είναι πως σε καθοριστικές στιγμές της Ιστορίας μας η μεγάλη πλειοψηφία του απλού κλήρου συμμερίστηκε τη μοίρα του λαού και δεν τον εγκατέλειψε.
Αντίθετα με την ηγεσία της Εκκλησίας, ο λαϊκός κλήρος πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση
Στη διάρκεια της Κατοχής λίγοι μητροπολίτες αλλά οι περισσότεροι από τους 7000 απλούς ιερείς εντάχθηκαν ή στήριξαν την Αντίσταση, συμμετείχαν ενεργά στα διάφορα όργανα της Λαικής Αυτοδιοίκησης στις ελεύθερες περιοχές, υπηρέτησαν ως στρατιωτικοί ιερείς στις μονάδες του ΕΛΑΣ. Όλοι αυτοί στα χρόνια του Εμφυλίου πλήρωσαν ακριβά την επιλογή τους να σταθούν στο πλευρό του λαού.
H χαμένη ευκαιρία της μεταπολίτευσης
Τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης και με νωπές τις μνήμες από τις παρεμβάσεις της Χούντας στα εκκλησιαστικά πράγματα, αλλά και στο ρόλο κορυφαίων εκκλησιαστικών παραγόντων από το 1967 έως το 1974, το ΠΑΣΟΚ και τα κόμματα της Αριστεράς ΚΚΕ, ΚΚΕεσωτ. και ΕΔΑ έθεσαν το ζήτημα του χωρισμού της Εκκλησίας από το Κράτος.
Οι θέσεις αυτές εκφράστηκαν και στη Βουλή κατά τη συζήτηση του άρθρου 3 του Συντάγματος του 1975, με τον Ανδρέα Παπανδρέου να δηλώνει: «Πιστεύουμε στον πλήρη διαχωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας. Αυτό είναι και το συμφέρον και της Εκκλησίας και της Πολιτείας. Πρέπει η Εκκλησία να πάψει να είναι παράρτημα του Κράτους, χωρίς βέβαια να γίνει κράτος εν κράτει». Υπέρ του χωρισμού ετάχθη «επί της αρχής» και ο τότε υπουργός Παιδείας της κυβέρνησης Καραμανλή, Κωνσταντίνος Ζέππος. Ωστόσο στην πορεία των συζητήσεων οι θέσεις της κυβέρνησης διαφοροποιήθηκαν και έτσι το καθεστώς των σχέσεων Εκκλησίας Πολιτείας παρέμεινε αναλλοιώτο. Ο K. Ζέππος επικαλέστηκε στις 23.4.1975 την παράδοση για να μην προχωρήσει εκείνη την ώρα ο χωρισμός.
Από τότε και κάθε φορά που υπήρχαν προβλήματα στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας το ζήτημα επαναφερόταν. Είναι χαρακτηριστικά τα όσα είπε το 1978 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον Μητροπολίτη Μυτιλήνης με το χαρακτηριστικό του ύφος: «΄Ηρθε ο καιρός να χωρίσουμε τα τσανάκια μας». Μόνο που αυτό που έλεγε ο τότε πρωθυπουργός δεν το υλοποίησε. Απεδείχθη μια κουβέντα του αέρα.
Η υποχώρηση του ΠΑΣΟΚ
Στις αρχές του 1982, η ιδέα του χωρισμού Εκκλησίας και Πολιτείας δέχθηκε ένα σοβαρό πλήγμα με την υποχώρηση της τότε κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου στο ζήτημα του πολιτικού γάμου. Παρά τις διαβεβαιώσεις τού τότε υπουργού Δικαιοσύνης Στ. Αλεξανδρή ότι «η Πολιτεία δεν διαπραγματεύεται τη νομοθετική εξουσία», μετά τις πιέσεις της Εκκλησίας καθιερώθηκε η «ισοδυναμία» του πολιτικού με τον θρησκευτικό γάμο, όχι όμως και η υπεροχή (υποχρεωτικότητα) του πολιτικού, όπως συμβαίνει στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Το ζήτημα του χωρισμού επανήλθε με αφορμή την κρίση στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας για το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας τη διετία 1987-1988. Ωστόσο και τότε το ΠΑΣΟΚ δεν τόλμησε τη μετωπική αντιπαράθεση με την Εκκλησία. Βεβαίως για λόγους καθαρά εκλογικούς.
Χαρακτηριστικά είναι τα όσα ειπώθηκαν στις 18 Φεβρουαρίου 1988, στο Καστρί, όπου ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ μίλησαν γενικά για έναν ενδεχόμενο χωρισμό «κοινή συναινέσει». Είναι η εποχή που ο Παπανδρέου με απαίτηση της Εκκλησίας απομάκρυνε από τη θέση του υπουργού Παιδέιας τον Αντώνη Τρίτση και έβαλε στη θέση του το γιό του Γιώργο.
Πρόθεση εμού και του πρωθυπουργού είναι να βρούμε τις αρμοδιότητές μας, η Εκκλησία το χώρο στον οποίο θα κινείται ελεύθερα και η Πολιτεία το χώρο και τα σημεία, τα οποία, τέλος πάντων, δεν μπορούν να αποφευχθούν, της επαφής Εκκλησίας και Πολιτείας», είπε ο αρχιεπίσκοπος. «Ναι, νομίζω ότι είναι και σύμφωνο με τη βασική γραμμή του Κινήματος και της κυβέρνησης. Αυτή η αυτοτέλεια, ο διαχωρισμός Πολιτείας και Εκκλησίας, ο οποίος δημιουργεί καλύτερες και όχι χειρότερες σχέσεις» συγκατάνευσε ο τότε πρωθυπουργός.
«Προχωρούμε δηλαδή για χωρισμό, κύριε πρωθυπουργέ;» επέμειναν οι δημοσιογράφοι, για να πάρουν την απάντηση: «Οχι, δεν έχω να κάνω τώρα καμία περαιτέρω δήλωση, γιατί είναι τελείως αδύνατον, εφόσον μελετάται το θέμα από κάθε πλευρά από τη Μεικτή Επιτροπή. Δεν θέλω να προκαταλάβω τα συμπεράσματά τους».
Ο Ανδρέας Παπανδρέου αναφερόταν στην «Ειδική Επιτροπή για τη μελέτη θεμάτων σχέσεων Πολιτείας – Εκκλησίας» που συγκροτήθηκε έπειτα από συμφωνία του με τον Αρχιεπίσκοπο και κατέληξε σε μια εισήγηση που ουσιαστικά διατηρούσε τα πράγματα στα παραδοσιακά πλαίσια της «νόμω κρατούσης πολιτείας».
Η πανηγυρική «ταφή» του θέματος
Οι θέσεις των κομμάτων δεν άλλαξαν και με την αναθεώρηση του Συντάγματος που πρότεινε η κυβέρνηση του ΠαΣοΚ και αποφάσισε η Βουλή τον Μάρτιο του 1995. H αναθεώρηση αυτή δεν προχώρησε μετά την απόφαση του K. Σημίτη να οδηγήσει τη χώρα σε πρόωρες εκλογές στις 22.9.1996. Ωστόσο κατά τη διάρκεια των συζητήσεων οι πολιτικές δυνάμεις παρουσίασαν τις θέσεις τους:
Το ΠαΣοΚ, αντί για έναν σαφέστατο χωρισμό, πρότεινε μόνο την αναθεώρηση της παραγράφου 1 του άρθρου 3 «προς την κατεύθυνση της προσθήκης εδαφίου, με το οποίο θα κατοχυρώνεται το αυτοδιοίκητο της Εκκλησίας της Ελλάδος έναντι του Κράτους, θα αποσαφηνίζεται η διαδικασία ψήφισης και θέσης σε ισχύ του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος και θα επιτυγχάνεται, υπό την έννοια αυτή, ο χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας». H ΝΔ έκανε από την αρχή σαφή τη θέση της κατά των αλλαγών.Κατά των αλλαγών ετάχθη και η Πολιτική Ανοιξη του Αντώνη Σαμαρά. Αντίθετα, το KKE και ο τότε Συνασπισμός υποστήριξαν τη θέση του πλήρους και σαφούς χωρισμού. Τελικά οι συζητήσεις ακόμη και για μερική αναθεώρηση δεν κατέληξαν πουθενά. Το ΠαΣοΚ και η ΝΔ κατέληξαν στη θέση ότι, αφού η Εκκλησία κρίνει ότι δεν συντρέχει λόγος αλλαγής, το σχετικό κεφάλαιο πρέπει να κλείσει.
H συμφωνία για κλείσιμο του θέματος επισφραγίστηκε με πανηγυρικό τρόπο στη Μονή Πετράκη, όπου εδρεύει η Ιερά Σύνοδος. Στις 2 Μαΐου 1996 ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ και τα μέλη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου συναντήθηκαν με τον πρόεδρο της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος Π. Κρητικό, τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης Ευ. Βενιζέλο και τον αντιπρόεδρο της ΝΔ I. Βαρβιτσιώτη (στην επιτροπή δεν συμμετείχαν οι εκπρόσωποι των άλλων δύο κοινοβουλευτικών κομμάτων, της Πολιτικής Ανοιξης και του KKE). Οι ασπασμοί που αντηλλάγησαν μεταξύ πολιτικών και ιεραρχών και μεταδόθηκαν απευθείας από τους τηλεοπτικούς σταθμούς συνοδεύθηκαν και από διθυραμβικές δηλώσεις, όπως αυτή του Ευ. Βενιζέλου («το συνταγματικό πλαίσιο είναι επαρκές και σαφές και δεν χρειάζεται αναθεώρηση») και των εκπροσώπων της Εκκλησίας(«οι πολιτικοί συνηγόρησαν εις την εκπεφρασμένην θέσιν της Εκκλησίας διά την διατήρησιν των ισχυουσών θέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας»). Εκείνες τις ημέρες ουσιαστικά το ζήτημα του χωρισμού Εκκλησίας και Κράτους εγκαταλείφθηκε.
Στην εποχή του ΣΥΡΙΖΑ
Η στάση του ΣΥΡΙΖΑ στο ζήτημα του χωρισμού Κράτους και Εκκλησίας θυμίζει τις θέσεις του στο ζήτημα της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων . Στην περίπτωση της κρίσης περάσαμε από το σκίζουμε τα μνημόνια και τα καταργούμε με ένα νόμο και ένα άρθρο στην πλήρη υποταγή και στην παράδοση της χώρας στους δανειστές . Έτσι και στο θέμα του χωρισμού Κράτους και Εκκλησίας πέρασε από την θέση του πλήρους διαχωρισμού στις γενικόλογες τοποθετήσεις «εξορθολογισμό των σχέσεων» και τους «διακριτούς ρόλους», θέσεις παρόμοιες μ’ αυτές που έχει διατυπώσει ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Για να μη μιλήσουμε για τα συνεχή σούρτα φέρτα υπουργών και στελεχών στο πατριαρχείο, την αρχιεπισκοπή και τις μητροπόλεις ή τις εικόνες του πρωθυπουργού να πετάει το περιστέρι στην εορτή των Θεοφανείων στον Πειραιά.
Κι όμως δεν έχουν περάσει και πολλά χρόνια από το 2000 όταν το Τμήμα Ανθρωπινων Δικαιωμάτων του Συνασπισμού ζητούσε την απάλειψη του άρθρου 3 του Συντάγματος , τον χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας και την κατάργηση προνομίων που της είχαν δοθεί. Ή τον Νοέμβριο του 2005 όταν η κοινοβουλευτική ομάδα του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς κατέθετε πρόταση νόμου με σαφή αναφορά στο χωρισμό: «τηρώντας με συνέπεια τη διάκριση των εξουσιών, τον διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους και αποκαθιστώντας την εύρυθμη και διαφανή λειτουργία όλων των συναφών θεσμών».
Το 2009 ο Αλέξης Τσίπρας σε απάντηση επιστολής που πήρε από τους φοιτητές της Θεολογικής σχολής Θεσσαλονίκης ανέφερε χαρακτηριστικά για τη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών, τον εκκλησιασμό των μαθητών και την υποχρεωική προσευχή στα σχολεία: « Θεωρούμε απαράδεκτο σε χώρους εκπαίδευσης παιδιών και νέων να υπάρχει με την παρούσα μορφή του και μάλιστα υπό υποχρεωτική μορφή το μάθημα των Θρησκευτικών. Όπως επίσης ανεπίτρεπτο θεωρούμε τον εκκλησιασμό και την υποχρεωτική πρωινή προσευχή στα σχολεία».
Όμως όσο περνούσε ο καιρός , τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ ανέβαιναν και η κυβερνητική προοπτική γινόταν εμφανής άρχισε «να νερώνει το κρασί του» και να περνάει στη «δημιουργική ασάφεια» για να χρησιμοποιήσουμε βαρουφάκειους όρους.
Το 2014 με αφορμή την επίσκεψη του στο Άγιον Όρος αναφέρθηκε και στις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας. Κι εκεί αποκάλυψε ότι για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν υπήρχε πλέον η βασική αξιακή θέση της Αριστεράς από τις πρώτες δεκαετίες του 20ουαιώνα για πλήρη και ουσιαστικό χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας . Αντ’ αυτής μίλησε γενικά για «εξορθολογισμό» των σχέσεων. Και τίποτα παραπάνω.: «Πρέπει να σας πω ότι η σχέση μας με την Εκκλησία είναι μια σχέση ειλικρινής πράγμα το οποίο μπορεί να μας οδηγήσει σε ουσιαστικά αποτελέσματα. Για τον αναγκαίο εξορθολογισμό των σχέσεων κράτους-Εκκλησίας που θα είναι ευνοϊκός και για το κράτος προκειμένου να είναι ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος αλλά και για την ίδια την Εκκλησία ώστε να επιτελέσει με καλύτερους όρους τον σημαντικότατο κοινωνικό ρόλο που έχει».
Βεβαίως ακόμη και εκείνες τις ημέρες υπήρχαν στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που μιλούσαν ακόμη για χωρισμό κράτους και Εκκλησίας όπως ο σημερινός αντιπρόεδρος της Βουλής Τάσος Κουράκης. Μιλώντας σε συνέδριο στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης έκανε λόγο για το διαχωρισμό Κράτους και Εκκλησίας, την κατάργηση της μισθοδοσίας των κληρικών από το κράτος και την πληρωμή από εισφορές των πιστών , όπως γίνεται σε άλλες ευρωπαικές χώρες. Όμως θέσεις σαν αυτή δεν είχαν πλέον καμία σημασία αφού η ηγεσία του κόμματος είχε προσχωρήσει στον «ρεαλισμό» και στην πολιτική των περιορισμένων αλλαγών στις σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας που δεν θα οδηγούσαν όμως σ΄αυτό που αποτελούσε και αποτελεί βασική θέση για ένα κόμμα που θέλει να λέγεται αριστερό.
Η θέση της Εκκλησίας
Τα μηνύματα της αλλαγής της θέσης του ΣΥΡΙΖΑ τα έπιασε αμέσως η εκκλησιαστική ηγεσία. Έχοντας κατ’ εξοχήν πολιτικό κριτήριο, όπως άλλωστε αποδεικνύει και η ιστορία, κατάλαβαν πως δεν κινδυνεύουν να βρεθούν μπροστά σε ένα αιφνιδιασμό. Έτσι μπορούν , χωρίς να ρισκάρουν να πετάνε το μπαλάκι στην κυβέρνηση και να λένε με δυο λόγια: Άμα θέλετε χωρισμό προχωρήστε, αλλά θα αναλάβετε και τις ευθύνες γιατί το θέμα είναι εθνικό.
Το είπε καθαρά ο αρχιεπίσκοπος σε πρόσφατη συνέντευξή του στην ΕΡΤ. Όταν ρωτήθηκε για τον χωρισμό απάντησε πως η Εκκλησία δεν πρόκειται να θέσει αυτό το θέμα γιατί το θεωρεί εθνικό. Για να προσθέσει ευθύς αμέσως απευθύνοντας και μια σαφή προειδοποίηση: «Αν όμως το Κράτος πει σας χωρίζω, δεν θα πούμε όχι, αλλά θα αναλάβει τις ευθύνες του. Η Εκκλησία δεν φοβήθηκε την σκλαβιά 400 χρόνων, θα φοβηθεί μια Κυβέρνηση ενός χρόνου η έξι μηνών».
Τι ζητούν οι ιεράρχες; Περιορισμό του κρατικού ελέγχου. Το είπε καθαρά ο αρχιεπίσκοπος στην ίδια συνέντευξη, Επιθυμούμε είπε «την ελευθερία της Εκκλησίας, χωρίς παρεμβάσεις, χωρίς εμπόδια, να είναι ελεύθερη να κάνει τα του σπιτιού της. Δεν είμαστε ελεύθεροι». Και για όσους γνωρίζουν από τα μέσα τα εκκλησιαστικά πράγματα το πρώτο που τους ενδιαφέρει και το θέτουν με κάθε ευκαιρία είναι η αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, μεγάλο μέρος της οποίας αυτή τη στιγμή είναι δεσμευμένο αφού ο νόμος που ψηφίστηκε μετά την κρίση του 1987-1988 παραμένει ανενεργός ενώ πολλά μοναστήρια που έχουν προσφύγει στα ευρωπαικά δικαστήρια έχουν δικαιωθεί. Παράλληλα υπάρχουν και οι διαφορές με δήμους και ιδιώτες για εκτάσεις μεγάλης αξίας που εκκρεμούν στα δικαστήρια.
Πάγιο δημοκρατικό αίτημα
Ο χωρισμός της Εκκλησίας από το Κράτος δεν αποτελεί μόνο ένα πάγιο δημοκρατικό αίτημα αλλά και μια ανάγκη της εποχής που επιβάλει την πλήρη κατοχύρωση της ελευθερίας συνείδησης , και της θρησκευτικής, της ισότιμης μεταχείρισης όλων των πολιτών ανεξάρτητα από τα «πιστεύω» τους καθώς και της πεποίθησης πως η θρησκευτική πίστη δεν μπορεί να ορίζεται δια της επιβολής.
Το απαιτούν επίσης οι ανάγκες των καιρών. Όπως αναφέρεται και παραπάνω σήμερα στην ελληνική κοινωνία λόγω του ερχομού μεγάλου αριθμού μεταναστών υπάρχει ποικιλία θρησκευτικών και πολιτιστικών αντιλήψεων. Ο χωρισμός θα έχει επίσης και θετικές συνέπειες τόσο για τους θρησκευόμενους όσο και για τον λαικό κλήρο και θα επιτρέψει στην Εκκλησία ελεύθερη από τα δεσμά του Κράτους να αναπτύξει το έργο της.
Αξίζει επίσης να σημειώσουμε ότι επί μέρους ρυθμίσεις που έγιναν στο παρελθόν όπως η εισαγωγή του πολιτικού γάμου ως ισόκυρου με τον θρησκευτικό ή η μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες αλλά και αυτές που σχεδιάζονται τώρα για τη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών είχαν και θα έχουν αποσπασματικό χαρακτήρα αφού δεν εντάσσονται σε μια γενικότερη πολιτική διαχωρισμού της Εκκλησίας από το Κράτος. Μάλιστα αρκετές από αυτές υπηρετούσαν συχνά άλλες σκοπιμότητες (για παράδειγμα τον αποπροσανατολισμό από σοβαρότερα ζητήματα που απασχολούσαν την ελληνική κοινωνία τη συγκεκριμένη στιγμή).
Τι πρέπει να αλλάξει
Εδώ και χρόνια υπάρχουν συγκεκριμένες επεξεργασίες θέσεων για τον χωρισμό ( όπως αυτές της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου) αλλά και προτάσεις νόμου όπως αυτή που κατέθεσε το 2008 το ΚΚΕ αλλά δεν συζητήθηκαν ποτέ στη Βουλή με ευθύνη των κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ.
Με βάση τις προτάσεις και τις επεξεργασίες που έχουν γίνει μέχρι σήμερα αν θέλουμε να μιλάμε για ένα ουσιαστικό χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους με την αναθεώρηση του Συντάγματος πρέπει να καταργηθούν:
-Η εισαγωγική αναφορά του Συντάγματος « Εις το όνομα της Αγίας και ομοουσίου και αδιαιρέτου τριάδος»
– Το άρθρο 3 που ορίζει ότι «επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού.».
-Η παράγραφος 3 του άρθρου 14 που επιτρέπει την κατάσχεση εντύπου με παραγγελία του εισαγγελέα «για προσβολή της χριστιανικής και κάθε άλλης γνωστής θρησκείας».
– Η παράγραφος 2 του άρθρου 16 στο σημείο που αναφέρει ότι σκοπός της Παιδείας είναι και η «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης».
– Η παράγραφος 8 του άρθρου 18 με την οποία απαγορεύεται η απαλλοτρίωση της αγροτικής ιδιοκτησίας των πατριαρχικών μονών Αγίας Αναστασίας στη Χαλκιδική, των Βλατάδων στη Θεσσαλονίκη και του Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο. Στην ίδια παράγραφο ορίζεται ότι «ομοίως δεν υπόκεινται εις απαλλοτρίωσιν η εν Ελλάδι περιουσία των Πατριαρχείων Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, ως και της ΙεράςΜονής Σινά». Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειώσουμε ότι ουδείς «εθνικός λόγος» και ουδεμία «εθνική υπόθεση» υπαγορεύουν το μεν ελληνικό Σύνταγμα να κατοχυρώνει το αναπαλλοτρίωτο της περιουσίας του πατριαρχείου Ιεροσολύμων στη χώρα μας και οι διοικούντες αυτό να ξεπουλάνε ανυπολόγιστης αξίας εκτάσεις στο Ισραηλινό Κράτος βοηθώντας στα σχέδια των ισραηλινών κυβερνήσεων για εκδίωξη των αράβων από την Ιερουσαλήμ.
Ακόμη πρέπει να τροποποιηθεί η παράγραφος 2 του άρθρου 33 που ορίζει ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά την ανάληψη των καθηκόντων ορκίζεται στο όνομα της Αγίας Τριάδας. Το ίδιο πρέπει να γίνει και με το άρθρο 59 περί ορκωμοσίας βουλευτών. Βεβαίως τα τελευταία χρόνια αυτό στην πράξη έχει καταργηθεί αλλά στο Σύνταγμα παραμένει ο όρκος των βουλευτών. Μπορεί η σχετική παράγραφος να τροποποιηθεί ώστε οι βουλευτές να επικαλούνται τη συνείδησή τους χωρίς θρησκευτικό όρκο. Επίσης είναι αναγκαία η αναθεώρηση του άρθρου 13 έτσι ώστε να κατοχυρώνει πλήρως την ελευθερία συνείδησης, δηλαδή το δικαίωμα του καθενός να πιστεύει σε οποιαδήποτε θρησκεία ή να είναι άθεος. Το κράτος δεν πρέπει να αναμειγνύεται στα ζητήματα αυτά, που είναι αυστηρά προσωπική υπόθεση, αλλά να φροντίζει μόνο για την τήρηση των νόμων ( στο άρθρο αυτό δεν γίνεται καμία αναφορά στους αθέους και τους μη πιστεύοντες σε μια θρησκεία).
Βεβαίως το ζήτημα του χωρισμού Κράτους και Εκκλησίας προυποθέτει και άλλα μέτρα που θα πρέπει να ακολουθήσουν τη συνταγματική κατοχύρωσή του. Μέτρα όπως η κατάργηση του όρκου στις στρατιωτικές μονάδες, οι αγιασμοί η πρωινή προσευχή στα σχολεία και οι εξομολογήσεις μαθητών, η έναρξη των εργασιών της Βουλής με τον αγιασμό από τον αρχιεπίσκοπο και τα μέλη της Ιεράς Συνόδου και πολλά άλλα που θα χρειάζονταν σελίδες επί σελίδων για να καταγραφούν.
Ένα σοβαρό ζήτημα που χρειάζεται ιδιαίτερη μελέτη είναι αυτό της μισθοδοσίας του κλήρου και ειδικότερα των κατώτερων βαθμίδων. Αυτό μπορεί να γίνει είτε με τη συνέχιση του σημερινού καθεστώτος ( η μισθοδοσία από το κράτος σε αντάλλαγμα της εκκλησιαστικής περιουσίας που απαλλοτριώθηκε) είτε με ευθύνη της ίδιας της Εκκλησίας με την προυπόθεση ότι μετά την λύση του μεγάλου προβλήματος της τύχης της περιουσίας της θα έχει τα αναγκαία γι’ αυτό οικονομικά μέσα.
Η ανάγκη ενός έντιμου διαλόγου για τον χωρισμό
Η Ορθοδοξία κατέχει μια δεσπόζουσα θέση στην ελληνική κοινωνία. Είναι φυσικό να υπάρχουν ενστάσεις ,προκαταλήψεις ,φοβίες. Όμως δεν υπάρχει άλλος δρόμος από αυτόν ενός ειλικρινούς και ανοιχτού διαλόγου που θα οδηγήσει σε ένα έντιμο χωρισμό.
Στην πορεία αυτή , θα πρέπει να λάβουμε υπ΄όψιν ορισμένες παραμέτρους.
-Πρώτον:Αυτό που όλοι πρέπει να αποφύγουμε είναι η επίδειξη ενός ακαδημαικού αντικληρικαλισμού .Άμεση σχέση μ αυτό έχει και η απόκρουση της ιδέας ,που ακούγεται «ας χωρίσουμε και από κει και πέρα δεν μας νοιάζει τι θα κάνουν» . Αυτή η θέση όχι μόνο παραγνωρίζει μια ιστορική πραγματικότητα , τον ιδιαίτερο ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην κοινωνία μας, αλλά περιέχει και τον κίνδυνο να απομονώσει τις προοδευτικές δυνάμεις από μεγάλα τμήματα του λαού που μπορεί να είναι διαποτισμένα με πίστη αλλά πλήττονται εξ ίσου από τις συνέπειες του βάρβαρου καπιταλισμού των ημερών μας. Πολύ περισσότερο που αν οι προοδευτικές δυνάμεις αφήσουν κενό θα σπεύσουν να το καλύψουν οι διάφοροι εκπρόσωποι των θεωριών για μια κοινωνία ταυτισμένη απόλυτα με το ιδεολογικό και φιλοσοφικό περιεχόμενο της θρησκείας. Και παραδείγματα έχουμε πολλά. Από τους Χρυσαυγίτες υπερασπιστές του «Πατρίς -Θρησκεία -Οικογένεια» στη χώρα μας , από τους φανατικούς ισλαμιστές στον περίγυρό μας μέχρι τις κινήσεις των ακραίων φονταμενταλιστικών, προτεσταντικής έμπνευσης αμερικανικών εκκλησιών.
-Δεύτερον:Στην πορεία για τον χωρισμό θα πρέπει να επιβεβαιωθεί το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος .Η συγκρότηση εθνικών Εκκλησιών ειδικά στο χώρο των Βαλκανίων ήταν αποτέλεσμα και μέρος των αγώνων για εθνική απελευθέρωση. Και αυτές οι μεγάλες πρωτοβουλίες δεν έχουν εξαντλήσει τη δυναμική τους . Καί όταν λέμε Αυτοκέφαλο εννοούμε την Εκκλησία με όλες τις μητροπόλεις της, Παλαιών και Νέων Χωρών.
Τέλος, ο εκδημοκρατισμός της Εκκλησίας είναι μιά υπόθεση που δεν μπορεί να αφεθεί στην καλή θέληση των μητροπολιτών. Είναι ζήτημα μεγάλης πολιτικής σημασίας και η οποιαδήποτε εξέλιξη σ αυτό θα μπορούσε να βαρύνει καθοριστικά και στις πολιτικές εξελίξεις. Μια δεσποτική Εκκλησία ακόμη και ανεξάρτητη από το Κράτος θα μπορεί να παίξει αρνητικό ρόλο. Αντίθετα θα είναι θετικός ο ρόλος μιάς Εκκλησίας που δεν θα περιχαρακωθεί στο όνομα μιας «καθαρής πνευματικότητας» αλλά θα ενδιαφέρεται και θα τοποθετείται για τα μεγάλα προβλήματα του λαού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου