Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2017

Πόρισμα Συνεδρίου ΣΑΔΑΣ τμ. Αττικής : Η Αττική σε κρίση

ΠΟΡΙΣΜΑ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΣΑΔΑΣ ΤΜΗΜΑ ΑΤΤΙΚΗΣ

20-21-22 Οκτώβρη 2017

Η ΑΤΤΙΚΗ ΣΕ ΚΡΙΣΗ: Όψεις της Κρίσης στην Πόλη και την Κατοικία και οι Αρχιτέκτονες. Μεταλλαγές στις διαδικασίες χωρικής παραγωγής και σχεδιασμού

Κατά την τελική συνεδρίαση της, την Κυριακή 22.10.207, ώρα 6 έως 9 μμ, η ΕΕ του Συνεδρίου του ΣΑΔΑΣ Τμ. Αττικής, κατέληξε ομόφωνα στο Πόρισμα του Συνεδρίου που ακολουθεί.

ΠΟΡΙΣΜΑ

Το Δ.Σ του ΣΑΔΑΣ-Τμήμα Αττικής αποφάσισε τον Μάρτιο 2017 την διοργάνωση του Συνεδρίου αυτού και το Τμήμα το πραγματοποίησε, κρίνοντας ότι στην δημόσια συζήτηση ο κυρίαρχος λόγος προβάλλει σχεδόν αποκλειστικά τις οικονομικές πτυχές της 8ετους πλέον Κρίσης ενώ «παραλείπονται» οι επιπτώσεις και οι μεταλλαγές στην κοινωνία. Μεταξύ αυτών, κεντρική θέση έχουν τα ζητήματα που αναφέρονται στον σχεδιασμό, παραγωγή, ιδιοκτησία και ιδιοποίηση του χώρου, πεδία βασικά για την κοινωνική ζωή και κατεξοχήν αντικείμενα της Μελέτης της πόλης και της Αρχιτεκτονικής. Το επιστημονικό αντικείμενο του σώματος των αρχιτεκτόνων συρρικνώνεται. Ο ΣΑΔΑΣ Τμ. Αττικής έκρινε επίσης ότι τόσο η θεσμική εκπροσώπηση του κλάδου μας, όσο και η αναγνώριση της συνεισφοράς του στο κοινωνικό γίγνεσθαι περιθωριοποιείται.

Το παρόν πόρισμα αποτελεί μια πρώτη θέση – με βάση τις ανακοινώσεις που κατατέθηκαν και τα θέματα που συζητήθηκαν – η οποία επιχειρεί να ανοίξει και όχι να κλείσει τον διάλογο μεταξύ των συναδέλφων και γενικότερα στη κοινωνία.

Ένα από τα Πορίσματα όλων των διεργασιών που περιέλαβε το Συνέδριο θα μπορούσε να συνοψιστεί ως εξής:

«Αν αναιρεθεί η ανθρωποκεντρική οπτική και ανταπόκριση από τα πιο πάνω ζητήματα, καθώς και από τις Επιστήμες και τα Επαγγέλματα του χώρου, αναιρείται μαζί και η επιστημονική τους υπόσταση.»

Βασική συνιστώσα του Συνεδρίου ήταν οι τοπικές προσυνεδριακές Ημερίδες, οι περισσότερες των οποίων αποτέλεσαν σημαντικό γεγονός στην πόλη που πραγματοποιήθηκαν. Οργανώθηκαν σε έξι περιοχές της Αττικής, με πρωτοβουλία από επιτροπές αρχιτεκτόνων και πολιτών, καθώς και από τοπικούς συλλόγους μηχανικών. Σημαντικές υπήρξαν και οι θεματικές ημερίδες, τρεις στο ΕΜΠ και μια στο Σύλλογο Αρχαιολόγων, καθώς και οι αρχιτεκτονικές εκθέσεις, τα εργαστήρια και οι πολιτιστικές δράσεις, ανοιχτές σε συμμετέχοντες και σε μορφές συμμετοχής/δημιουργίας και με ελεύθερη προσέλευση. Συνολικά, στις τελικές εργασίες του Συνεδρίου πήραν μέρος πάνω από 500 συνάδελφοι και μη, επιστήμονες – με κάθε ιδιότητα – του χώρου και ευαισθητοποιημένοι πολίτες της Αττικής, καταθέτοντας θέσεις, μαρτυρίες, αναλύσεις και προτάσεις. Στο κεντρικό τριήμερο πραγματοποιήθηκαν σχεδόν 140 εισηγήσεις, από επιστήμονες όλων των γενεών και πολλών ειδικοτήτων, με σημαντική συμμετοχή γυναικών συναδέλφων που αποτέλεσαν την πλειονότητα όσων παρουσίασαν εισηγήσεις.

Η θεματολογία περιλαμβάνει μεγάλο εύρος ζητημάτων, που σύμφωνα με την ομαδοποίηση των εισηγήσεων και του συνεδριακού διαλόγου σε θεματικές ενότητες, συνοψίζονται ως εξής:

ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΧΩΡΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΑΤΤΙΚΗ / 2. ΑΣΤΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ

Ο χώρος ανάγεται σε σημαντική συνιστώσα των ριζικών ανακατατάξεων που υλοποιούνται στην Ελλάδα, μέσα στο καθεστώς «έκτακτης ανάγκης» υπό την επιτροπεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας.

Με γοργούς ρυθμούς, καταρρέει το κοινωνικό κράτος (υγεία , παιδεία, κοινωνική πρόνοια), απορρυθμίζονται οι συνθήκες της εργασίας, της αγοράς γης και του περιβάλλοντος, συρρικνώνονται τα δικαιώματα των πολιτών και το κεφάλαιο συγκεντροποιείται σε όλους τους τομείς.

Στην Αττική η οικοδόμηση περιορίζεται δραματικά. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια εκτεταμένη αναδιανομή του πλούτου, που είχε κατανεμηθεί τα προηγούμενα 50 χρόνια σε αυτόν τον τομέα στα μεσαία και κατώτερα στρώματα.

Η γη αποκτά σημαντικό ρόλο στις διαδικασίες συσσώρευσης κεφαλαίου και μετατρέπεται σε προνομιακό πεδίο εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων πολιτικών.

Σε συνθήκες επικράτησης ενός ασύδοτου laissez faire μεταβάλλονται ριζικά και οι όροι ανάπτυξης και σχεδιασμού του χώρου. Μέσα σε ελάχιστο διάστημα δημιουργούνται συνθήκες ασταθείς, μεταβατικές και ασαφείς, για την πραγματοποίηση οποιουδήποτε σχεδιαστικού εγχειρήματος.

Η πολιτεία (κεντρική Διοίκηση και τοπική Αυτοδιοίκηση) εκχωρεί τα ζητήματα σχεδιασμού της αστικής ζωής, καθώς και της διαχείρισης και της εκμετάλλευσης του αστικού χώρου στην ιδιωτική πρωτοβουλία και το παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο, που αποβλέπει σε μεγάλης κλίμακας επεμβάσεις στον αστικό ιστό.

Στην πρόσφατη περίοδο της κρίσης φαίνεται να ξεπεράστηκε η ανάγκη ακόμη και αυτής της κεντρικής αναφοράς του άρθρου 24 του Συντάγματος και για πρώτη φορά οι θεσμικές χωρικές πολιτικές της περιόδου της κρίσης, οι λεγόμενες μνημονιακές, δεν έχουν καν ως κεντρικό άξονα αναφοράς την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος.

Η αλλαγή υποδείγματος στο πεδίο της οικονομίας και της πολιτικής είχε ήδη ξεκινήσει από την εποχή της διοργάνωσης των Ολυμπιακών αγώνων. Σε χωρικό επίπεδο εφαρμόζεται με το πρότυπο των αποσπασματικών αναπτύξεων, ευελπιστώντας και επιδιώκοντας την προσέλκυση και την διευκόλυνση μεγάλων επενδύσεων στον τομέα της γης και των ακινήτων. Επέρχεται ως εκ τούτου ριζική μεταβολή στους όρους της ανάπτυξης του χωρικού σχεδιασμού στην Ελλάδα και την Αττική ειδικότερα.

Ο καταιγισμός αλλαγών στη χωρική πολιτική και στο σχετικό θεσμικό πλαίσιο στοχεύει:

Α. στην εξυπηρέτηση του χρέους μέσω και της νομοθεσίας για τα αυθαίρετα. Ο πρόσφατα ψηφισμένος νόμος δεν αποτελεί εξαίρεση.

Β. στην ενίσχυση του μεγάλου κεφαλαίου μέσα από την υφαρπαγή γης, τη προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων, την άρση των περιορισμών στη χρήση γης, την επιτάχυνση της συγκέντρωσης της γης και των τεχνικών έργων.

Από το εγκεκριμένο και με έκδηλες αντιφάσεις Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθηνών εφαρμόζονται μόνον οι πλευρές του που διευκολύνουν τη χωροθέτηση μεγάλων ιδιωτικών επενδύσεων.

Ο δημόσιος έλεγχος στη μελέτη και την κατασκευή συρρικνώνεται και ιδιωτικοποιείται.

ΧΩΡΙΚΕΣ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ, ΣΕ ΔΗΜΟΥΣ ΚΑΙ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ

Οι διάσπαρτες ερειπωμένες γειτονιές – αστικές νησίδες της σύγχρονης Αθήνας, αποτελούν την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, το οποίο διαμορφώνει τις κοινωνικά άνισες καθημερινότητες των κατοίκων της πόλης.

Τα χαρακτηριστικά της κρίσης , επιβαρύνουν περισσότερο τα φτωχά λαϊκά στρώματα και αυτό γίνεται εμφανές στις γειτονιές τους. Με μικρότερη ένταση η κρίση αποτυπώνεται και στις περιοχές των εύπορων στρωμάτων της πόλης. Με άλλες μορφές εμφανίζεται στο κέντρο και με άλλες στην περιφέρεια.

Οι κεντρικές περιοχές απορρυθμίζονται. Το κτιριακό απόθεμα απαξιώνεται. Περιοχές κατοικίας του κέντρου εγκαταλείπονται από τους παλιούς – προ κρίσης – οικιστές και τα διαμερίσματα παραμένουν κενά, είτε ενοικιάζονται σε ευάλωτα κοινωνικά στρώματα (πρόσφυγες – μετανάστες), είτε μετατρέπονται σε περιοχές «προσωρινής κατοίκησης». Πληθώρα μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων κλείνουν, δημιουργώντας στρατιές ανέργων. Δημιουργούνται μεγάλα κενά στο κτηριακό απόθεμα. Κεντρικές λειτουργίες διοίκησης και πολιτισμού μεταφέρονται προς απομακρυσμένες περιοχές. Μεγάλος κερδισμένος φαίνεται να είναι ο κλάδος του τουρισμού και της αναψυχής, που αλλάζει άρδην την φυσιογνωμία του κέντρου με σοβαρές κοινωνικές επιπτώσεις.

Η άρση της κρίσης του κέντρου της πόλης χρησιμοποιείται ως πρόχειρο μέσο για τη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος σε αυτήν. Ως βασικά εργαλεία χρησιμοποιούνται: η προβολή της αγοραίας αξίας της πόλης, ο εξευγενισμός (gentrification), η ενίσχυση της επιλεκτικής αστυνόμευσης και της ανθεκτικότητας, με την προσδοκία ότι με αυτά θα βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα, η επιχειρηματικότητα και η διακυβέρνηση.

Στις γειτονιές και Δήμους του Λεκανοπεδίου και της Αττικής διαπιστώθηκαν τα παρακάτω:

– Απειλούνται οι συνθήκες ζωής και εργασίας των κατοίκων από την εγκατάσταση χωρίς συνολικό σχεδιασμό υπερτοπικών χρήσεων, γεγονός που έλκει από πολύ παλιά την καταγωγή του.

– Ολόκληρες περιοχές και γειτονιές είναι αποκομμένες από τις διπλανές τους από άξονες υπερτοπικής κυκλοφορίας.

– Η ύπαρξη της Αττικής οδού και των άλλων υπερτοπικών οδικών αξόνων έχει συμβάλει στην διάχυση του αστικού ιστού και έχει συντελέσει στην καταστροφή της γεωργικής γής σε όλη την Αττική.

– Τα υπερτοπικά mall, στους βασικούς κυκλοφοριακούς άξονες, έχουν επιφέρει βαρύ πλήγμα στα μικρά και μεσαία εμπορικά καταστήματα των γύρω περιοχών αλλά και του Κέντρου της πόλης, επιβαρύνουν τον κυκλοφοριακό φόρτο και επιδεινώνουν την ατμοσφαιρική και ηχητική ρύπανση του περιβάλλοντος.
ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ/ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΙ ΧΩΡΟΙ /ΚΙΝΗΜΑΤΑ

Σχεδόν παντού όπου υπάρχουν μεγάλοι δημόσιοι διαθέσιμοι χώροι ή άδεια κελύφη από προηγούμενες εγκαταλειμμένες δραστηριότητες, ασκούνται πιέσεις εφαρμογής του νέου μοντέλου χωρικής ανάπτυξης, του μοντέλου των Επενδύσεων και των Μεγάλων Παρεμβάσεων, που παρουσιάζονται ως ευκαιρία για τη δημιουργία θέσεων εργασίας και ανάταξης της φυσιογνωμίας της Αττικής. Στην πραγματικότητα όλα αυτά τα εγχειρήματα βρίσκονται σε αντίθεση με το στόχο του ολοκληρωμένου, κοινωνικά και περιβαλλοντικά δίκαιου σχεδιασμού του χώρου.

Οι μεγάλες επενδύσεις και παρεμβάσεις αφορούν κυρίως σε μια επιλεκτική ανάπτυξη, ορισμένων μόνο περιοχών της Αττικής, βάσει του τρίπτυχου «τουρισμός, εμπόριο, αναψυχή». Οδηγούν με αυτό τον τρόπο σε έναν έντονο διαχωρισμό των προνομιακών περιοχών από τις υποβαθμισμένες, πλήττοντας έτσι σοβαρά τη κοινωνική συνοχή καθώς και την ενότητα της εικόνας του δομημένου περιβάλλοντος.

Προσπάθειες ανάσχεσης επιβλαβών επενδυτικών σχεδίων γίνονται ήδη από τη δεκαετία του 1990 από κινήματα πολιτών, κοινωνικών φορέων και συλλογικοτήτων που δρούν στην Αττική και επιχειρούν – στο πνεύμα της οικολογίας και της υπεράσπισης της ισορροπίας μεταξύ κοινωνίας και φύσης – τη διάσωση των ελεύθερων δημόσιων χώρων.

Κινήματα δραστηριοποιούνται στο Παράκτιο μέτωπο, για τη διάσωση της παραλίας του Σαρωνικού από τα Λιπάσματα της Δραπετσώνας έως το Ελληνικό και την Ανάβυσσο, στο Μητροπολιτικό Πάρκο Γουδή, στον Υμηττό, στο κτήμα Καμπά στα Μεσόγεια, στη Νέα Φιλαδέλφεια, στην Ακαδημία Πλάτωνος, και αλλού.

ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΣΤΟΝ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΩΡΟ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

Στον νομοθετικό καταιγισμό των μνημονιακών χρόνων, στο πλαίσιο μιας δήθεν βιώσιμης ανάπτυξης, που επιβάλλει κάποιο αόριστο δημόσιο συμφέρον, η κατά προορισμό χρήση δασών, αλσών και άλλων δημοσίων περιβαλλοντικών και πολιτιστικών αγαθών αντικαθίσταται βίαια από ιδιωτικές φαραωνικές επενδύσεις, κυρίως τουριστικού χαρακτήρα. Η εφεύρεση των «οικιστικών πυκνώσεων» αποτελεί defacto νομιμοποίησή αυθαίρετων οικισμών, αναιρώντας τον δασικό και εκ του Συντάγματος αναδασωτέο χαρακτήρα τους, καθώς και τον ήδη θεσμοθετημένο και ρυθμισμένο χωρικό σχεδιασμό για τη προστασία των δασικών περιοχών στην Αττική.

Κεντρικοί δημόσιοι χώροι εγκαταλείπονται, απαξιώνονται και αναγορεύονται από τον δημόσιο λόγο ως απόλυτα πεδία παρακμής.

Το μεγαλύτερο μέρος του πλούσιου δικτύου των ρεμάτων του λεκανοπεδίου έχουν εδώ και πολλά χρόνια υποβαθμιστεί, υπογειοποιηθεί και εξαφανιστεί. Τα τελευταία εναπομείναντα κινδυνεύουν και αυτά από τσιμεντοποίηση.

Απέναντι σε τέτοια φαινόμενα, τοπικές κοινωνίες, συλλογικότητες, κινήματα πόλης, ομάδες κατοίκων και μεταναστών, σε συνεργασία με ειδικούς επιστήμονες και αρμόδιους τοπικούς και υπερτοπικούς φορείς, εντάσσουν στη ζωή της πόλης αφανείς αρχαιολογικούς χώρους και ανενεργά στρατόπεδα.

Αναπτύσσονται επίσης κινήματα και κοινότητες, που δραστηριοποιούνται σε θέματα περιβαλλοντικής διαχείρισης, προστασίας ρεμάτων και κεντρικών δημόσιων χώρων, όπως της Κερατέας (ΧΥΤΑ), της Αρτέμιδας/Μαρκοπούλου (Υδροβιότοπος Ερασίνου ποταμού – αρχαιολογική περιοχή Βραυρώνας) και του πεδίου του Αρεως.

ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ / ΝΕΑ ΜΟΝΤΕΛΑ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Αντίβαρο στην κατάρρευση των κοινωνικών υποδομών στην Ελλάδα της κρίσης υπήρξε η άνθηση νέων κοινωνικών χώρων, που κατάφεραν να ανοίξουν για πρώτη φορά, σε πλατιά βάση, τη συζήτηση για τη διαχείριση του δημόσιου χώρου και των κοινών.

Φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα όπως η αύξηση της φτώχειας, της ανεργίας καθώς άλλα, που καταγράφονται στους δείκτες της κοινωνικής αποδιάρθρωσης, επιφέρουν δομικές αλλαγές στην οικονομία και γεωγραφία των πόλεων, οι οποίες κατεξοχήν εγγράφονται στον (υπαίθριο) δημόσιο χώρο. Συνιστούν ένα πρόβλημα κυρίως πολιτικών προτεραιοτήτων ως προς τις επεμβάσεις στον αστικό δημόσιο χώρο. Η διαπίστωση αυτή εντάσσεται σε μια ευρύτερη πολεοδομική ατζέντα που αφορά τον δημόσιο χώρο στην Ελλάδα και όχι μόνο.

Διατυπώνονται προτάσεις για συμπράξεις επιστημόνων με τις τοπικές κοινωνίες – για συνεργασία με ομάδες εγκατεστημένες στην περιοχή μελέτης – με στόχο τη δημιουργία δικτύων κατοίκησης. Σε αυτό το πλαίσιο διερευνώνται θέματα προσβασιμότητας, οπτικής επικοινωνίας και μετακίνησης των αναδυόμενων νέων πληθυσμιακών ομάδων, μέσω μιας κοινής χωρικής – κωδικοποιημένης γλώσσας, που συμβάλει στην επιδιωκόμενη κοινωνική συνοχή.

Ανιχνεύονται δυνατότητες δικτυώσεων πόλης – υπαίθρου, κέντρου – περιφέρειας στη βάση της καταγωγής (ακολουθώντας τα ίχνη των τοπικών πολιτιστικών συλλόγων και των εθνικοτοπικών οργανώσεων) και με προσπάθεια να οικοδομηθούν σχέσεις μεταξύ διαφορετικών περιοχών.

Τέλος οι μετασχηματισμοί στην κατοικία (αστεγία , συγκατοίκηση , airbnb) επιφέρουν αλλαγές στην κοινωνική ζωή, που τα αποτελέσματά τους είναι ήδη ορατά στην πόλη.

ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ

Η μεγάλη αύξηση της ανεργίας και η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, έχουν ως συνέπεια τον περιορισμό των «περιττών» μετακινήσεων για λόγους εξοικονόμησης πόρων, την μεταστροφή από το ΙΧ σε πιο φτηνούς τρόπους μετακίνησης και τη σημαντική μείωση της χρήσης ταξί, ενώ οι εμπορικές μεταφορές μειώνονται λόγω του περιορισμού της παραγωγής και κατανάλωσης.

Θετικό στοιχείο είναι η γενική αποδοχή των μέσων σταθερής τροχιάς ως ιδανικού μέσου μεταφοράς.

Τονίστηκε ιδιαίτερα από όλους η ανάγκη της βιώσιμης κινητικότητας στην πόλη, η ενίσχυση δηλαδή, του ρόλου του συστήματος των δημόσιων αστικών συγκοινωνιών, οι οποίες όμως πρέπει να είναι σχεδιασμένες σε συνάρτηση με τις πολεοδομικές συνθήκες. Στην περίοδο της κρίσης, το σύστημα των δημόσιων μέσων μαζικής μεταφοράς είναι αναγκαίο να λειτουργεί καλύτερα, με συχνά δρομολόγια, ανταποκρίσεις και με κατάλληλο συνδυασμό των μέσων ώστε να εξυπηρετείται το σύνολο των πολεοδομικών λειτουργιών.
ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΑ / ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΙΚΗ ΡΥΠΑΝΣΗ

Η απουσία σχεδιασμού για αποτελεσματική μείωση των σύμμεικτων απορριμμάτων, (6.000 τόνοι /ημέρα), σε συνδυασμό με την έλλειψη επαρκούς θεσμικού πλαισίου και οικονομικών πόρων, καθώς και την καθυστέρηση στη χωροθέτηση εγκαταστάσεων για επεξεργασία και τελική διάθεση των σύμμεικτων (ΜΕΑ, ΧΥΤΥ), προδιαγράφουν ένα ζοφερό μέλλον: την συνέχιση της λειτουργίας της εκρηκτικής περιβαλλοντικής πληγής στον ΧΥΤΑ ΦΥΛΗΣ, παρά τις διεκδικήσεις και τις προτάσεις από Κινήματα πολιτών και δημοτικών φορέων (π.χ. Δήμοι Μάνδρας , Ελευσίνας ) για ένα εναλλακτικό μοντέλο διαχείρισης, στηριγμένο στην αποκέντρωση, την πρόληψη παραγωγής απορριμμάτων, τον κοινωνικό και δημόσιο έλεγχο .

Τέλος διαπιστώνουμε ότι είναι αντιφατικές οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην ατμοσφαιρική ρύπανση.

ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ / ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΚΑΙ ΙΔΙΙΟΚΤΗΣΙΑ / ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ / ΚΤΙΡΙΑΚΟ ΑΠΟΘΕΜΑ: ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ – ΑΝΑΝΕΩΣΗ.

Το ελληνικό στεγαστικό σύστημα βρίσκεται σε φάση ριζικής μεταλλαγής. Αποσταθεροποιούνται παραδοσιακοί μηχανισμοί πρόσβασης στη στέγη και την παραγωγή κατοικίας, (κατάργηση του ΟΕΚ, κλπ). Η υπερφορολόγηση και η επικείμενη εφαρμογή των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών απειλούν να λάβει χαοτικές διαστάσεις η κρίση κατοικίας και να ενταθεί η αστεγία

Δεν υπάρχει οργανωμένη διεκδίκηση μιας κοινωνικής πολιτικής στο θέμα της κατοικίας, εμφανίζονται ωστόσο πυρήνες και πρακτικές αντίστασης και αλληλεγγύης για την αντιμετώπιση των ζητημάτων κατοικίας, για την επιβίωση των αστέγων. Γεννιούνται νέες μορφές διεκδικητικών κινημάτων , (μικρο)κοινωνίες αλληλεγγύης, οικονομίες διαμοιρασμού (sharing economies) και τα κοινά (commons). Εμφανίζονται νέες στεγαστικές πρακτικές, στηριγμένες σε κοινωνικά δίκτυα, ιδίως οικογενειακά (φιλοξενία, συγκατοίκηση, δουλειά από το σπίτι, παραχώρηση έναντι αποπληρωμής των εξόδων του ακινήτου κ.ά.). Το φαινόμενο της πλατφόρμας ενοικίασης κατοικιών Airbnb, ενισχύεται είτε ως στρατηγική επιβίωσης για κάποια νοικοκυριά είτε ως ευκαιρία κερδοσκοπίας. Σε περιοχές όπου το φαινόμενο εντείνεται, υπάρχει ο κίνδυνος να αλλάξουν συνολικά φυσιογνωμία και να γίνουν «περιοχές προσωρινής κατοίκησης» προσελκύοντας τουριστικούς επενδυτές και απομακρύνοντας τους μόνιμους κατοίκους.

Στη στέγαση των προσφύγων κυριαρχεί η «αρχιτεκτονική του κατεπείγοντος» που διαμορφώνει εφήμερες καταστάσεις μιας κατοίκησης – και μιας ζωής – σε μετάβαση. Πλάι στις επίσημες δομές φιλοξενίας – που οδηγούν κατά βάση τους πρόσφυγες στο περιθώριο της αστικής ζωής – γεννιούνται στεγαστικές λύσεις με αυτενέργεια, με την αρωγή αλληλέγγυων ατόμων και οργανώσεων.

Η στεγαστική επισφάλεια οδηγεί στην απώλεια και των ποιοτικών χαρακτηριστικών της κατοικίας, καθώς και στην αδυναμία συντήρησης και ανακαίνισης του κτιριακού αποθέματος.

H αύξηση των κενών κατοικιών είναι απόρροια μακροπρόθεσμων κοινωνικών και χωρικών μεταβολών που σχετίζονται με τις διαδικασίες παραγωγής και τις πρακτικές κατανάλωσης κατοικίας Με την πρόσφατη κρίση επιδεινώθηκε.

Υπήρξαν αρχιτεκτονικές προτάσεις και προβληματισμοί για τα κτήρια κατοικιών σε παρηκμασμένες αστικές γειτονιές, καθώς και για τα κενά κτήρια σε πυκνοδομημένες περιοχές της Αθήνας, όπως επίσης και για αστικές αναπλάσεις ιστορικών οικιστικών συνόλων, μέσα από ποικίλες συλλογικές παρεμβάσεις.

Καταγράφηκε η ενεργειακή φτώχεια στον τομέα της κατοικίας στα χρόνια της κρίση, ως παράγοντας χωρικού μετασχηματισμού.

Εντοπίστηκε τέλος ο προστατευτικός χαρακτήρας που έχει η κατακερματισμένη ιδιοκτησία στα ακίνητα (μικροϊδιοκτησία) απέναντι στις βλέψεις μεγαλοεπενδυτών real estate.

ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΣΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ, ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ

Στην παρούσα φάση οι κρατικές πολιτικές με υποστήριξη για τον πολιτισμό υποχωρούν και εντείνονται οι παρεμβάσεις των ιδιωτικών πολιτιστικών ιδρυμάτων.

Η αρχαιολογική κληρονομιά της Αττικής, εξαρτάται από την πολιτική γης που της επιφυλάσσουν τα «ιδρύματα», όσο και από την γενική εμπέδωση της νεοφιλελεύθερης αντίληψης πάνω στον πολιτισμό.

Η εκχώρηση των φυσικών και πολιτιστικών αγαθών της χώρας σε ιδιώτες, που επαγγέλλονται την πολυπόθητη «ανάπτυξη» εκδηλώνεται από πλευράς των εκάστοτε κυβερνήσεων σε πολλές χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Αυτό καθιστά ιδιαίτερα προβληματική τη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς, που τείνει να περιοριστεί στην άντληση της ιστορικής υπεραξίας των μνημείων.

Ενθαρρυντικό στοιχείο αποτελούν οι αντιδράσεις και συλλογικές προσπάθειες πολιτών και κοινωνικών φορέων και οργανώσεων, που προσφέρουν το έδαφος για να επανενταχτούν τα ιστορικά μνημεία ως ζωντανά κομμάτια του κοινωνικού ιστού.

ΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑ ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ / Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑ / Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑ

Στις κρατούσες νεοφιλελεύθερες συνθήκες το επάγγελμα του αρχιτέκτονα έχει καταβαραθρωθεί. Η έννοια του project, η οποία επικρατεί στην αρχιτεκτονική και την πολεοδομία, τόσο διεθνώς όσο και στη χώρα μας, υποδηλώνει τα εξής:

Α. Την διάλυση του ολοκληρωμένου, κοινωνικά και περιβαλλοντικά δίκαιου χωρικού σχεδιασμού και την αντικατάστασή του με σημειακές επεμβάσεις, με μοναδικό γνώμονα το πρόσκαιρο ιδιωτικό κέρδος ή την ενίσχυση πολιτικών εξουσιών.

Β. Την εξάρτηση της έρευνας και της δημόσιας παιδείας από τους χρηματοδότες των πρότζεκτ (ευρωπαϊκά προγράμματα – ιδιωτικά ιδρύματα)

Γ. Την επέκταση της ελαστικοποίησης της εργασίας στην άσκηση του αρχιτεκτονικού επαγγέλματος, την μετατροπή της μισθωτής εργασίας σε απασχόληση συναδέλφων σε μεμονωμένα πρότζεκτ, σε «προτζεκταριάτο».

Ο τίτλος πανεπιστημιακών σπουδών ουσιαστικά υποβαθμίζεται μέσα από τον εξαναγκασμό των νέων – και όχι μόνο – συναδέλφων σε μια αέναη αναζήτηση πιστοποιητικών και πτυχίων κατάρτισης σε κατακερματισμένα πεδία. Η όλη διαδικασία στοχεύει να συγκεντρωθεί το επάγγελμα σε ελάχιστα εταιρικά σχήματα, δίνοντας τη «χαριστική βολή» στον μισθωτό και αυτοαπασχολούμενο αρχιτέκτονα.

Στον τρόπο που ασκείται το επάγγελμα διαπιστώνονται οι εξής αλλαγές:

– Μειώνεται ο αριθμός των συναδέλφων που απασχολούνται σε μελέτες και κατασκευές.

– Ανακαλύπτονται νέα αντικείμενα εργασίας («παρουσιάσεις», τουριστική βιομηχανία, τακτοποιήσεις αυθαιρέτων).

– Τα αρχιτεκτονικά γραφεία μετακινούνται (μεταφέρονται στο σπίτι ή λειτουργούν σε πιο μικρό/οικονομικό χώρο, προκειμένου να μην κλείσουν).

– Οι γυναίκες αρχιτέκτονες που αποτελούν μεγάλο ποσοστό των συναδέλφων και ιδιαίτερα των νέων – οδηγούνται στην ετεροαπασχόληση ή την ανεργία.

Στη συντριπτική πλειονότητα οι συνάδελφοι αναζητούν αποκλειστικά ατομικές στρατηγικές για να αντεπεξέλθουν στην κρίση.

Απ’ όσα επισημάνθηκαν σε όλες τις προσυνεδριακές ημερίδες – και στο κυρίως σώμα του συνεδρίου:

Αναδύονται αιτήματα για την συνεργασία ευαισθητοποιημένων πολιτών με ειδικούς επιστήμονες για μια ζωντανή αρχιτεκτονική και σχεδιασμό. Μέσα από την κινητοποίηση, την εργασία, την οργάνωση και γνώση, οι ίδιοι οι πολίτες θα διεκδικήσουν λύσεις για το κέντρο των μεγάλων πόλεων όσο και για την περιφέρειά τους.

Αναδείχθηκε επίσης η ανάγκη του συνολικού και όχι αποσπασματικού σχεδιασμού του χώρου, σύμφωνα με τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης, της θεσμικής θωράκισης και της συνεπούς εφαρμογής του. Ενός σχεδιασμού που θα λάβει υπόψη τις συνολικές ανάγκες του κοινωνικού σώματος και του χώρου της Αττικής.

Υπάρχει κοινωνική ανάγκη για αναπλάσεις ενταγμένες σε ένα τέτοιο συνολικό σχεδιασμό, με κοινωνικές προτεραιότητες και με Αρχιτεκτονική ουσίας. Ο ρόλος των αρχιτεκτόνων παραμένει σημαντικός και η συμβολή τους στο κοινωνικό διάλογο και πράξη είναι απαραίτητη.

Επιδιώκουμε να συνδράμουμε μέσω της επιστήμης μας στη συνολική συλλογική, και συμμετοχική αντιμετώπιση των ζητημάτων του χώρου, που αποτελεί σημαντικό διακύβευμα της εποχής που διανύουμε, σε όφελος των κατοίκων της Αττικής και του ελληνικού χώρου, της περιβάλλοντος, της κοινωνίας και του πολιτισμού μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου