Σάββατο 19 Μαρτίου 2016

ΙΝΕ-ΓΣΕΕ: Κάτω από τα όρια της φτώχειας τα μισά ελληνικά νοικοκυριά

Σε 20 χρόνια, δηλαδή το 2036, το ποσοστό της ανεργίας στην Ελλάδα που σκαρφάλωσε στο υψηλότερο σημείο μεταπολεμικά τον Ιούλιο του 2013 (27,9%) θα επιστρέψει στα προ της κρίσης επίπεδα (7,3% Μάιος του 2008), αν παραμείνει σταθερός ο ρυθμός αποκλιμάκωσης της ανεργίας, καθώς δεν προβλέπεται σημαντική οικονομική ανάπτυξη τα ερχόμενα χρόνια.

Σε αυτή τη δυσοίωνη εκτίμηση καταλήγει η Έκθεση του Iνστιτούτου της ΓΣΕΕ για την oικονομία και την απασχόληση το 2016 (ενδιάμεση), που παρουσιάστηκε το πρωί στο πλαίσιο του 36ου Εκλογοαπολογιστικού συνεδρίου της Συνομοσπονδίας, που πραγματοποιείται 17-20 Μαρτίου στη Ρόδο. Ο επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ Γιώργος Αργείτης πρότεινε ως λύση για την καταπολέμηση της ανεργίας τη δημιουργία προγράμματος εγγυημένης απασχόλησης που θα καλύψει 165.000 θέσεις εργασίας.

Μελετώντας τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανεργίας, παρατηρείται ότι το ποσοστό των ανέργων κλιμακώνεται όσο μικραίνουν οι ηλικιακές κατηγορίες, με το υψηλότερο ποσοστό (58,1%) να εμφανίζεται στις ηλικίες 15 έως 19 και το δεύτερο υψηλότερο (47,7%) στις ηλικίες 20 έως 24. Εξετάζοντας την κλαδική διάσταση της ανεργίας διαπιστώνουμε ότι έχουν πληγεί με ιδιαίτερη σφοδρότητα οι παραδοσιακοί κλάδοι της ένδυσης-υπόδησης, της οικοδομής και της ναυπηγοεπισκευής, με αποτέλεσμα να αποδομούνται οι βασικοί πυλώνες της παραγωγικής βάσης του μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης που κατέρρευσε κατά τη διάρκεια της κρίσης.

Σημαντική είναι επίσης και η γεωγραφική διάσταση του φαινομένου της ανεργίας. Ιδιαίτερη οξύτητα του προβλήματος της ανεργίας παρατηρείται στις περιφέρειες Δυτικής Μακεδονίας και Δυτικής Ελλάδας, περιοχές με σημαντική συμμετοχή παραδοσιακών κλάδων, ενώ αντίθετα στο νότιο Αιγαίο και στα Ιόνια Νησιά, περιοχές με ιδιαίτερη έμφαση στην τουριστική βιομηχανία, παρατηρείται σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας από τον μέσο όρο.

Το σύνολο των αλλαγών στην αγορά εργασίας, όπως αναφέρεται στην περίληψη της Έκθεσης, έχει άμεση και αρνητική επίδραση στα μεγέθη της φτώχειας, της υλικής αποστέρησης και της κοινωνικής ανισότητας. «Παρατηρούμε ότι σε σχέση με το 2010 ο δείκτης της απόλυτης φτώχειας έχει αυξηθεί κατά 30 ποσοστιαίες μονάδες, υποδηλώνοντας έτσι υπερδιπλασιασμό του αριθμού των φτωχών νοικοκυριών. Συγκεκριμένα, το 48% των νοικοκυριών διαβιούν πλέον κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ το 20,9% αδυνατεί να καλύψει βασικές ανάγκες, ποσοστό που αυξάνεται στο 43,4% για τους ανέργους. Έχει σημασία δε να τονίσουμε ότι, παρά τη σημαντική χειροτέρευση του φαινόμενου της φτώχειας, οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας μειώνονται ποσοστιαία περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα-μέλος της ΕΕ15. Αύξηση παρατηρείται και στο δείκτη οικονομικής ανισότητας, καθώς το 2014 ο δείκτης διαμορφώθηκε στο 34,5, εμφανίζοντας αύξηση της τάξης των 1,4 μονάδων σε σχέση με το 2009».

Από την ανάλυση των τελευταίων στοιχείων, προκύπτει ότι το 2015 οι επιχειρησιακές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΣΣΕ) επικρατούν σχεδόν καθολικά, αντιπροσωπεύοντας το 94% του συνόλου των συλλογικών συμβάσεων. Σε σύνολο 282 ΣΣΕ, οι 263 είναι επιχειρησιακές, μόνο οι 12 είναι εθνικές, κλαδικές ή ομοιοεπαγγελματικές, ενώ 7 είναι τοπικές ομοιοεπαγγελματικές. Παρατηρείται επίσης ότι ο αριθμός των προσλήψεων μερικής απασχόλησης και εκ περιτροπής εργασίας, δηλαδή οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης, αυξάνεται διαχρονικά με αντίστοιχη υποχώρηση των προσλήψεων πλήρους απασχόλησης. Η ποσοστιαία τους αναλογία στο σύνολο των προσλήψεων μεταξύ 2009 και 2015 υπερδιπλασιάζεται. Το 2009, οι προσλήψεις με ευέλικτες μορφές εργασίας αντιστοιχούσαν στο 21% του συνόλου των προσλήψεων, ενώ το 2015 αντιστοιχούν στο 55%. Την περίοδο 2014-2015 οι νέες προσλήψεις με μερική απασχόληση είναι αυξημένες κατά 19,6% και με εκ περιτροπής εργασία κατά 45,6%.

«Τα ευρήματα αυτά μας οδηγούν στην εκτίμηση ότι οι ευέλικτες μορφές εργασίας είναι πλέον κύριο χαρακτηριστικό της ελληνικής αγοράς εργασίας. Η ευελιξία της αγοράς εργασίας ενισχύεται και επιταχύνεται και από τη μετατροπή των ατομικών συμβάσεων εργασίας από συμβάσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης σε συμβάσεις μερικής απασχόλησης και εκ περιτροπής εργασίας», αναφέρεται στην περίληψη της Έκθεσης.

Σημαντικά είναι επίσης τα εμπειρικά ευρήματα που δείχνουν ότι υπάρχει αρνητική συσχέτιση μεταξύ του ρυθμού μεταβολής της παραγωγικότητας και των ευέλικτων μορφών απασχόλησης. Η αρνητική αυτή συσχέτιση φαίνεται να συνδέεται πολύ λιγότερο με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των απασχολουμένων σε αυτές και πολύ περισσότερο με τις συνθήκες τις οποίες οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης διαμορφώνουν αναφορικά με τις επενδύσεις, την τεχνολογική εξειδίκευση, τις οργανωτικές αναδιαρθρώσεις της παραγωγής και την ανάπτυξη των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού.

Κατά συνέπεια, «η αύξηση της παραγωγικότητας στους κλάδους και στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας και της επέκτασης των ευέλικτων μορφών απασχόλησης. Η επέκταση της ευελιξίας και η μείωση του κόστους εργασίας φαίνεται να λειτουργεί ως παγίδα που εγκλωβίζει πολλούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας σε έναν φαύλο κύκλο χαμηλής τεχνολογικής εξειδίκευσης, χαμηλής έντασης δεξιοτήτων και χαμηλής παραγωγικότητας, με αποτέλεσμα την αδυναμία τους να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα και τη θέση τους στο εγχώριο και στο διεθνές παραγωγικό σύστημα. Σε αντίθεση λοιπόν με τη λογική των προγραμμάτων προσαρμογής, η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας δεν αυξάνει την ανταγωνιστικότητα, παρά μόνο το αναπτυξιακό έλλειμμα της ελληνικής οικονομίας και τη φτωχοποίηση των εργαζομένων».

Την ίδια ώρα αξιοσημείωτη είναι και η πτώση της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθούκαθώς στην περίοδο 2010-2015 μειώθηκε κατά 24,7%. Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, δε, το 20,9% τωννοικοκυριών αδυνατεί να καλύψει τις βασικές του ανάγκες, ποσοστό που αυξάνεται στο 43,4% για τους ανέργους.

Από την επεξεργασία των στοιχείων της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού σχετικά με το ύψος των μηνιαίων αμοιβών που απολαμβάνουν οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα προκύπτει η εξής κατανομή στις καθαρές μηνιαίες αποδοχές, «η οποία αποτυπώνει τη συμπίεση των μισθών και του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων στη διάρκεια της κρίσης: κάτω των 800 ευρώ σε ποσοστό 50% (14,5% μέχρι 499 ευρώ, 22% μεταξύ 500-699 ευρώ και 13,5% μεταξύ 700-800 ευρώ), μεταξύ 800-1.000 ευρώ σε ποσοστό 18,6% και άνω των 1.000 ευρώ σε ποσοστό 15,7% (9,8% μεταξύ 1.0001.299 ευρώ και 5,9% άνω των 1.300 ευρώ). Αξιοσημείωτη είναι και η πτώση της αγοραστικής δύναμης του πραγματικού κατώτατου μισθού στην Ελλάδα, καθώς την περίοδο 2010-2015 σημειώθηκε μείωση κατά 24,7% και κατά 34,3% για τους νέους κάτω των 25 ετών».

Όπως παρατηρεί η ομάδα εργασίας που συνέταξε την έκθεση, «η υπογραφή και η εφαρμογή του τρίτου Μνημονίου συνεπάγεται τη συνέχιση της πολιτικής της δημοσιονομικής λιτότητας, συνεπώς η προοπτική δημιουργίας βιώσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων και εξόδου από την κρίση είναι αρνητική». Τα ευρήματα, υπογραμμίζεται, δείχνουν «την αδυναμία διατηρήσιμης δημοσιονομικής προσαρμογής μέσω της λιτότητας, και κατά συνέπεια την αναγκαιότητα αλλαγής του υφιστάμενου υποδείγματος πολιτικής. Βασική πρότασή μας είναι ότι η υπέρβαση της κρίσης φερεγγυότητας της χώρας προϋποθέτει την άμεση εφαρμογή ενός αναπτυξιακού πακέτου μέτρων στήριξης της απασχόλησης που θα εγγυηθεί την επίτευξη ενός βιώσιμου δημοσιονομικού πλεονάσματος».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου