Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

Ιουλιανά 1965: Ο «ελληνικός Μάης»

Αναδημοσίευση από τις Θέσεις (Τεύχος 26, περίοδος: Ιανουάριος - Μάρτιος 1989 ), μια και σήμερα είναι η επέτειος από τη δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα


ΙΟΥΛΙΑΝΑ 1965: Ο «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΜΑΗΣ»
(Η πείρα μιας επαναστατικής κατάστασης)
των Χριστόφορου Βερναρδάκη και Γιάννη Μαύρη

Σχεδιάγραμμα του κειμένου:
1. Η σημασία των Ιουλιανών για τη σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία.
2. Ήταν τα Ιουλιανά επαναστατική κατάσταση;
3. Η κρίση «των από κάτω»: Η εξαθλίωση της ελληνικής κοινωνίας.
4. Η κινητικότητα των μαζών.
4.1. Οι κοινωνικοί αγώνες μετά τον εμφύλιο.
4.2. Τα Ιουλιανά μέσα στην διεθνή έκρηξη της δεκαετίας του '60.
5. Η κρίση «των από πάνω».
5.1. Τα Ιουλιανά και η κρίση εκπροσώπησης.
5.2. Ιουλιανά και καθεστωτικό: Η απονομιμοποιημένη μοναρχία.
5.3. Η εξέλιξη της κρίσης εκπροσώπησης και τα πολιτικά κόμματα.
5.3.1. Η Ένωση Κέντρου: επίκεντρο της κρίσης εκπροσώπησης.
5.3.2. ΕΔΑ ΚΚΕ: η δευτερεύουσα πλευρά της κρίσης εκπροσώπησης.
5.3.3. ΕΡΕ και κρίση εκπροσώπησης της αστικής τάξης.
6. Οι ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης επαναστατικής κατάστασης και η ιστορική δυναμική των Ιουλιανών. (Συμπεράσματα για την επαναστατική στρατηγική).

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
1. Η σημασία των Ιουλιανών για τη σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία.
Α. Τα «Ιουλιανά» είναι η μεγαλύτερη κοινωνική έκρηξη της ελληνικής κοινωνίας μετά την ΕΑΜική επανάσταση (1941-1944) και τη συντριβή της στον εμφύλιο πόλεμο (1945-1949). Αποτελούν τη βασική τομή της μετεμφυλιακής ελληνικής ιστορίας. Οι εξελίξεις που πυροδότησαν, επηρέασαν τις πολιτικές τάσεις τόσο σε ένα άμεσο στάδιο (επιβολή δικτατορίας), όσο και μακροπρόθεσμα (Μεταπολίτευση, μεταπολιτευτικά πολιτικά κόμματα). Αποτέλεσαν το βασικότερο σημείο πάνω στο οποίο κρίθηκαν οι πολιτικές και οι στρατηγικές όλων των πολιτικών τάσεων και των πόλων εξουσίας. Συνέβαλαν καταλυτικά στην πολιτική και ιδεολογική χρεοκοπία της μετεμφυλιακής δομής της εξουσίας. Αποτέλεσαν επίσης το χρονικό σημείο κορύφωσης των κοινωνικών αγώνων που ξαναβγήκαν ορμητικά στο προσκήνιο με την αυγή της δεκαετίας του '60.
Είναι κι αυτά μια «πονηριά», θα λέγαμε, της διαλεκτικής: παρ' ότι βρίσκονται χρονικά στο τέλος της προδικτατορικής περιόδου αποτελούν γι' αυτήν εν τούτοις το σημείο «μηδέν». Είναι το κλειδί για τη κατανόηση της ελληνικής μετεμφυλιακής ιστορίας και όχι απλά ένα μικρό επεισόδιο της.
Οι κοινωνικές, οικονομικές, ιδεολογικές και πολιτικές συντεταγμένες της μετεμφυλιακής εποχής θα ήταν αδύνατον να μην συγκλίνουν σε μια εκρηκτική συνάρθρωση, όπως κι έγινε άλλωστε.
Τίποτα στην ελληνική κοινωνία δεν θα είναι ίδιο μετά τα Ιουλιανό. Κατέρρευσαν θεσμοί όπως η Μοναρχία, χρεοκόπησαν πολιτικές γραμμές όπως του Κανελλόπουλου και της κοινοβουλευτικής Δεξιάς, του Γ. Παπανδρέου και του «Κέντρου» της ΕΔΑ και του ΚΚΕ, μετασχηματίσθηκαν συνειδήσεις...
θα περίμενε έτσι κανείς τα Ιουλιανό να έχουν αποτελέσει στους κόλπους της Αριστεράς αντικείμενο επιστημονικής διερεύνησης. Όχι μόνο σαν κορυφαίο ιστορικό γεγονός της πάλης των τάξεων που διεξάγεται στο σύγχρονο ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Αλλά κυρίως γιατί αποτελούν την πιο σημαντική ελληνική επαναστατική εμπειρία μετεμφυλιακά και συνακόλουθα, σημαντική πρώτη ύλη για την επεξεργασία μιας αυτόχθονης επαναστατικής στρατηγικής.
Τίποτα βέβαια τέτοιο δεν έχει συμβεί. Αντίθετα τα «Ιουλιανό» παραμένουν  - 25 σχεδόν χρόνια μετά  -  αγνοημένη, απωθημένη και εντελώς παραχαραγμένη ιστορία. Και όπως φέτος, 20 χρόνια μετά τον Μάη του '68, ο Τύπος και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας βρίθουν από αφιερώματα που εντρυφούν στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια έκρηξη της δεκαετίας του '60.

Ελάχιστα και περιθωριακά είναι βέβαια τα δημοσιεύματα και οι κριτικές που διεκδικούν θέση επιστημονικής ανάλυσης αυτής της παγκόσμιας έκρηξης του '68. Ελάχιστες επίσης και οι προσεγγίσεις που κατανοούν την έκρηξη εκείνη σαν τυπική περίπτωση μιας επαναστατικής εμπειρίας για τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και γενικότερα για τις σύγχρονες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες. Ο λόγος γι' αυτό είναι προφανής. Στη Δυτική Ευρώπη, και βέβαια στην Ελλάδα, έχουμε παύσει εδώ και καιρό να σκεφτόμαστε με όρους κοινωνικής επανάστασης.
Τα αριστερά κόμματα δεν θέτουν σήμερα τέτοια ζητήματα και οι περισσότεροι θεωρητικοί τους έχουν ήδη εμπλακεί σε μια ακαδημαϊκή χρήση του μαρξισμού. Η διαχείριση και ο κυβερνητισμός από τη μια, η ακαδημαϊκή εξαργύρωση και η αλλαγή του ιδεολογικού κλίματος από την άλλη, εμφανίζονται σήμερα πραγματικά σαν επιστημολογικά εμπόδια για τη συγκεκριμένη ανάλυση αυτής της ιστορικής περιόδου (ελληνικής και ευρωπαϊκής).
Κι όταν η έκρηξη του '68 στην Ευρώπη εξαντλείται σήμερα στις ιδεολογίες μιας «αμφισβητησιακής φοιτητικής διαμαρτυρίας» και σε εύπεπτα χρονικά των ημερών εκείνων, πόσο μάλλον η έκρηξη των ελληνικών Ιουλιανών1 που απωθείται, αποσιωπάται η διαστρεβλώνεται. Εξηγείται λοιπόν ο λόγος για τον οποίον κανείς δεν διανοήθηκε να περιλάβει στις αναφορές για το '68 την, ιδιαίτερη βέβαια, έκρηξη της ελληνικής κοινωνίας. Υπάρχει γι' αυτό επιφανειακά κάποιος λόγος: η διαφορά των συνθημάτων. Στα Ιουλιανό δεν θα τεθεί θέμα σοσιαλισμού, «επανάστασης», ή εργατικής εξουσίας, θα τεθεί θέμα Μοναρχίας και Δημοκρατίας, αποκατάστασης του αστικού κοινοβουλευτισμού. Η διαφορά λοιπόν, θα υποστήριζαν πολλοί, είναι σαφής και ο παραλληλισμός μηχανιστικός.
Είναι στις προθέσεις αυτού του άρθρου η αντίκρουση αυτής της καθιερωμένης ιστορικής «προφάνειας» (μύθου της μεταπολεμικής μας ιστορίας), κάθε άλλο βέβαια παρά ουδέτερης. Η αποτίναξη δηλαδή μιας ιδεολογικής κληρονομιάς που φορτίζει ηθικιστικά το γεγονός, περιορίζοντας το μόνο στην επιφάνεια, δηλαδή την αφορμή  -  που υπήρξε στην πραγματικότητα η αποστασία («Η Αποστασία = Προδοσία»)  -, που διατηρεί τη σύγχυση («η προβοκάτσια») και προσωποποιεί τις αντιθέσεις (στο Γ. Παπανδρέου), αντί να συνάγει τα σημαντικότατα διδάγματα που αυτό προσφέρει.
Β. Το σύνολο των αστικών πολιτικών δυνάμεων έκρινε (και κρίνει) σκοπιμότερο την αποσιώπηση του γεγονότος. Τα Ιουλιανό δεν μπορούν προφανώς να «γιορτασθούν» όπως το «Πολυτεχνείο». Γιατί ενώ η αστική ιδεολογία μπορεί σχετικά ευκολότερα να παραχαράξει το «μήνυμα» του Πολυτεχνείου, να το εμφανίσει σαν μια απλή «φοιτητική» αντιδικτατορική εξέγερση για την «αποκατάσταση» της αστικής δημοκρατίας, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τα Ιουλιανό. Εδώ ακριβώς έγκειται και μια από τις διαφορές των δύο εμπειριών. Και στο Πολυτεχνείο (όπου βέβαια η λαϊκή συμμετοχή λόγω ανοιχτής στρατιωτικής καταστολής είναι ασυγκρίτως μικρότερη) και στα Ιουλιανό, το στοιχείο της «βίαιης». άμεσης και αδιαμεσολάβητης επέμβασης των λαϊκών μαζών στην πολιτική σκηνή που ανατρέπει τα πολιτικά δεδομένα είναι κοινό. Εντούτοις, ενώ στην περίπτωση του Πολυτεχνείου η «εκτροπή» και το «πεζοδρόμιο»  -  δηλαδή η επαναστατική έκρηξη  -  συντελείται σε συνθήκες δικτατορίας, στην περίπτωση των Ιουλιανών εμφανίζεται σε συνθήκες αστικού κοινοβουλευτισμού, έστω περιορισμένου. Στην πραγματικότητα αυτήν τη συγκεκριμένη μορφή (την περιορισμένη) τείνει να αποσταθεροποιήσει. Η διαφορά αυτή είναι νομίζουμε πολύ σημαντική και εξηγεί, ως ένα βαθμό και τη διαφορετική στάση τον αστικού πολιτικού κόσμου απέναντι στα δυο γεγονότα.
Γ. Και η στάση όμως που προτείνει η Αριστερά είναι η ίδια: λήθη και σιωπή. Διόλου τυχαία, εφόσον είναι και γι' αυτήν μια δυσάρεστη εμπειρία. Η Αριστερά απουσίασε πολιτικά από τα γεγονότα, δεν τα επηρέασε, δεν καθοδήγησε τη λαϊκή δυναμική. Δεν έπαιξε δηλαδή τον ιστορικό της ρόλο.
Υπάρχει σίγουρα κάποιο επιστημολογικό εμπόδιο που αποτρέπει την ιστορική προσέγγιση από την οπτική της επαναστατικής στρατηγικής. Υπάρχει πριν απ' όλα ένα ζήτημα ιστορικό που ανάγεται στις καταβολές της ελληνικής κομμουνιστικής παράδοσης και της υπανάπτυξης του ελληνικού μαρξισμού. Πρόκειται επίσης για την ιστορική κουλτούρα της ήττας που διαμόρφωσε η Αριστερά στην Ελλάδα μετά τον εμφύλιο (αμυντισμός. κοινοβουλευτισμός. εκλογικισμός κλπ.). Δεν είναι τυχαίο δηλαδή πως τα κόμματα της Αριστεράς ουδέποτε διανοήθηκαν να θέσουν κάτω από αυτή την οπτική το πρόβλημα.
Δεν είναι επίσης τυχαίο πως και η μεγαλύτερη επαναστατική εμπειρία στην Ελλάδα, η ΕΑΜική.  -  τυπική περίπτωση επαναστατικής κρίσης  -  ποτέ δεν έχει αναλυθεί και αποτιμηθεί από την επίσημη Αριστερά σαν τέτοια. Οι ιδεολογίες του «εμφυλίου πολέμου», του «ξένου παράγοντα», του «λάθους», κλπ. έχουν απωθήσει βαθιά στο αριστερό ασυνείδητο την προβληματική μιας κοινωνικής ανατροπής. Στη συνείδηση της Αριστεράς τα Ιουλιανά παραμένουν κάτι ομιχλώδες, ανάμεσα στην προβοκάτσια («τα κόκκινα πουκάμισα») και στην «πολιτική ανωμαλία». Ο μαρξισμός της ελληνικής Αριστεράς παρότι επικαλείται τη λενινιστική παράδοση είναι εντούτοις ελάχιστα «λενινιστικός».
Επιστημολογικό εμπόδιο επίσης αποτελούν και οι θεωρίες για την «εξάρτηση» που έχουν σαν αποτέλεσμα μια ιδεολογική (πλασματική) παράσταση για τη συγκεκριμένη μορφή του μετεμφυλιακού κράτους («εξαρτημένου») και των συγκεκριμένων ενδοκρατικών αντιθέσεων.
Δ. Κατά τη γνώμη μας, τα Ιουλιανά είναι η μοναδική μορφή που θα μπορούσε να πάρει (και πήρε) μια επαναστατική έκρηξη στη μετεμφυλιακή ελληνική κοινωνία. Είναι το χρωστούμενο μιας ηττημένης επανάστασης και των αντιθέσεων που συσσωρεύτηκαν και οξύνθηκαν  -  δημιούργησαν δηλαδή μια εκρηκτική συγχώνευση  -  επί μια δεκαπενταετία μετά τον εμφύλιο πόλεμο.
Η αναγκαστική διαφορά που εμφανίζεται στη μορφή, συγκριτικά με τις αντίστοιχες κοινωνικές εντάσεις που εκδηλώνονται σ' ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο κατά τη δεκαετία αυτή, δεν οφείλεται σε κάποια δήθεν υπανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού, στην ταξική «ασάφεια» της ελληνικής κοινωνίας, στην υπανάπτυξη του πολιτικού συστήματος κλπ. Είναι προϊόν και ιστορικό αποτέλεσμα της συγκεκριμένης έκβασης της ταξικής πάλης που διεξάχθηκε στον κοινωνικό σχηματισμό, δηλαδή της νίκης των κυρίαρχοι τάξεων  -  συντριβής του ΕΑΜογενούς λαϊκού μπλοκ και της επιβολής μιας έκτακτης μορφής αστικού κράτους, «μη κανονικής».
Ο κουτσουρεμένος  -  υπό όρους  -  μετεμφυλιακός κοινοβουλευτισμός, η ανυπαρξία μαζικών αστικών κομμάτων και θεσμών αντιπροσώπευσης (συνδικάτων κλπ.)1, συμβαδίζει με την κρίση ανυπαρξία αστικής ηγεμονικής ιδεολογίας ικανής να ενσωματώσει τις ηττημένες λαϊκές τάξεις μετά τη στρατιωτική τους συντριβή. Μια δεκαετία σχεδόν (1950-1960) θα διαρκέσει η αντεπαναστατική περίοδος που ακολούθησε τον εμφύλιο. Η δεκαετία του '60 όμως θα αποδειχθεί διαφορετική για την Ελλάδα. 15 μόλις χρόνια μετά τον εμφύλιο χρειάστηκαν για να αποδειχθεί αυτό που ακόμα και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος έχει αναγνωρίσει: «Η νίκη που συντελείται με τα "όπλα δεν σημαίνει κατ' ανάγκη και ηθική νίκη. Και η ήττα που οφείλεται στα όπλα δεν σημαίνει πάντοτε ηθική ήττα. Αυτό είναι ένας γενικός κανόνας» (1985).
Αυτή η συγκεκριμένη, πολιτικοποιημένη («Κράτος των εθνικοφρόνων») και ανελαστική μορφή του αστικού κράτους όχι μόνο δε θα σταθεί ικανή να αποφύγει την άμεση πολιτικοποίηση που νέων κοινωνικών αγώνων που ξεσπάνε, αλλά θα συνεισφέρει καθοριστικά σ' αυτό. Οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους δεν θα μπορέσουν να τους απορροφήσουν. Δεν θα καταστεί δυνατό να καναλιζαριστεί η επαναστατική κατάσταση που κυοφορείται. Εκτός από αυτό. η συγκεκριμένη μορφή του κράτους, ελλείψει μηχανισμών αντιπροσώπευσης ενσωμάτωσης, αφήνει έδαφος για να εκδηλωθεί αδιαμεσολάβητα η έκρηξη των κοινωνικών αντιθέσεων και η δράση των μαζών. Αν μπαίναμε στον πειρασμό να μιλήσουμε με όρους μιας ξεχασμένης συζήτησης θα λέγαμε ότι αυτό που συνέβη βρίσκεται πλησιέστερα σε πόλεμο κινήσεων παρά θέσεων!
Η ελληνική ιδιομορφία έγκειται στο εξής: Στην Ελλάδα έχει συντελεστεί μια επανάσταση. Με το ΕΑΜ έχει τεθεί ζήτημα εξουσίας. Η συντριβή και η αντεπαναστατική δεκαετία του '50 που θα ακολουθήσει, έχει σίγουρα απομακρύνει από την επικαιρότητα της συγκυρίας αυτήν την προοπτική. Η ταξική κυριαρχία που έχει επιβληθεί όμως, αποδεικνύει διαρκώς τον αδύναμο χαρακτήρα της. Η αστική ηγεμονία είναι ασταθής και υπονομευμένη.2
Υπάρχουν δηλαδή ιστορικές προϋποθέσεις για τη δημιουργία της επαναστατικής κατάστασης στα μέσα της δεκαετίας του '60 στην Ελλάδα. Το κοινωνικό υπέδαφος είναι ώριμο. Υπάρχει αφενός διατήρηση της εξαθλίωσης. Υπάρχει αφ' ετέρου η ιστορική ιδεολογική προϋπόθεση της ΕΑΜικής εμπειρίας. Υπάρχει τέλος και η πολιτική προϋπόθεση: Η μορφή του μετεμφυλιακού κράτους που εξηγεί τη συγκεκριμένη μορφή που πήρε η επαναστατική κατάσταση στα Ιουλιανό.
Η διαφορά της μορφής του κράτους στην Ελλάδα από τις δυτικές αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες έχει σαν αποτέλεσμα η έκρηξη του Ιουλιανών να προκαλέσει μεγαλύτερους τριγμούς και ρωγμές στο μετεμφυλιακό κράτος, από ό,τι ενδεχόμενα να προκαλούσε μια κρίση της «ίδια έντασης»  -  ας μας επιτραπεί η αυθαιρεσία  -  σε ένα άλλο δυτικό αστικό κράτος.
Για τον μελετητή της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας, που έχει υπ' όψη του τις κοινωνικές προϋποθέσεις, τα Ιουλιανό δεν αποτελούν καθόλου έκπληξη. Είναι το τελευταίο σκαλοπάτι στην πορεία που αρχίζει με την ανασύνταξη του ΕΑΜογενούς λαϊκού μπλοκ (19491961), οδηγεί στην ανάταση των κοινωνικών αγώνων από τις αρχές της δεκαετίας του '60 και απλά κορυφώνεται με τα Ιουλιανό. Και ταυτόχρονα αποτελεί «αναβίωση» μιας άλλης εποχής. Οι εμπειρίες των περίφημων «70 ημερών» ξανάφεραν στην επιφάνεια όλον τον αγωνιστικό ενωτικό πλούτο της ΕΑΜικής εμπειρίας.
Αυτή η κρίση λοιπόν ωριμάζει εδώ και καιρό. Οι εκλογές 1958 ήταν η απαρχή και ένας σαφής οιωνός για αυτό που θα ξεσπάσει αργότερα. Ένα γράμμα που απευθύνει λίγο μετά τις εκλογές ο Σεραφείμ Μάξιμος στην ηγεσία του κομμουνιστικού κόμματος, σε μια προσπάθεια να συνδεθεί ξανά με αυτήν, μέλλει να αποδειχθεί προφητικό: «Οι αποστάσεις που χωρίζουν σήμερα στην Ελλάδα τα καθημερινά πολιτικά αιτήματα από το αίτημα της εξουσίας και οι πιθανότητες που υπάρχουν να τα συνδέσουν όλα αυτά σε ένα ενιαίο όλον είναι τόσο μεγάλες ώστε μπορεί να δημιουργηθεί σύγχυση και μεγάλη μάλιστα. Οι μάζες του Έθνους στέκονται πολύ πέρα από ό,τι το επίσημο κράτος προστάζει και από ό,τι η νομιμότητα παρέχει ως κάτι το δυνατό. Σε μια χώρα όπου ύστερα από 8 χρόνων εμφύλιους πολέμους το επαναστατικό κόμμα συγκεντρώνει το 25% των ψήφων δεν είναι καθόλου φαντασίωση να υποθέσει κανείς ή να προβλέψει ότι σε μια ανασύνταξη και διεύρυνση των πλαισίων αυτό το 25% μπορεί να γίνει 40 ή και περισσότερο. (...)
Αν πάρουμε το τωρινό διεθνές κλίμα όπως πάει να διαμορφωθεί στη βάση της συνυπάρξεως, το αίτημα της εξουσίας πάει σε δεύτερη μοίρα από την πλευρά των άμεσων επιδιώξεων και έρχονται πρώτα τα αιτήματα της συνταγματικής νομιμότητας, της αμερικανοκρατίας και της γερμανοκρατίας (...). Όμως επειδή οι συσχετισμοί των δυνάμεων ταξικά παρμένοι δίνουν άλλες δυνατότητες ή μπορεί η ίδια αυτή πολιτική για τη συνταγματική νομιμότητα (...) να φέρει στο προσκήνιο δυνάμεις τέτοιας σύνθεσης και τέτοιας ανομοιογένειας ώστε να μας φέρει και πάλι μπροστά στην εξουσία.» (Γράμμα προς την ΚΕ του ΚΚΕ, Οκτώβριος (;) 1959).
2. Ήταν τα Ιουλιανά επαναστατική κατάσταση;
Αποτιμώντας την έκρηξη των Ιουλιανών σε ένα άρθρο του στις 8 Σεπτεμβρίου 1965 ο Γιώργος Θεοτοκάς θα γράψει:
«Ο λαός (...) αντέδρασε με μια εξέγερση που πήρε, σε ορισμένες ώρες, ένα χαρακτήρα σχεδόν πάνδημο, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις. Για να μειωθεί η εντύπωση, ειπώθηκαν λόγια σκληρά και επικίνδυνα. Ο λαός ονομάστηκε «όχλος» κι οι Έλληνες πολίτες  -  οι φοιτητές, οι εργάτες, οι γεωργοί, οι άνθρωποι των γραφείων, οι τραυματίες των πολέμων  -  ονομάστηκαν «αλήτες». Οι άρχοντες μας δεν έχουν ζυγίσει καλά τη σημασία των λέξεων όταν εκφράζονται για τους αρχόμενους. Ειπώθηκε ακόμα, σ' όλους τους τόνους, πως γίνεται στην Ελλάδα "Λαϊκό Μέτωπο", επειδή στις εκδηλώσεις έλαβε μέρος κι η Άκρα Αριστερά. Όταν όμως ξεσηκώνονται τα τρία τέταρτα τουλάχιστο τον πληθυσμού, αυτό δε λέγεται πια ούτε "Λαϊκό" ούτε άλλον είδους "Μέτωπο". Αυτό λέγεται: το Έθνος. Γιατί αν τα τρία τέταρτα των Ελλήνων δεν είναι το Έθνος, τότε ποιος είναι;» (Θεοτοκάς 1966, «Που πάμε;», 8 Σεπτεμβρίου 1965)3
Αυτό που δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε ποτέ η Αριστερά να καταλάβει ή να ονομάσει, συνέλαβε σε όλη του τη διάσταση το διεισδυτικό πολιτικό κριτήριο του μεγάλου αστού διανοούμενου, του Γιώργου Θεοτοκά.
Τα Ιουλιανά δεν είναι, όπως συχνά υποστηρίζεται, απλά μια «πολιτική κρίση». Κατά τη γνώμη μας τα Ιουλιανό είναι τυπική περίπτωση «επαναστατικής κατάστασης», σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό της έννοιας από το Λένιν. Όχι επαναστατικής κρίσης, ούτε επανάστασης. Είναι όμως «επαναστατική κατάσταση με αναχαίτιση ή μπλοκάρισμα του κινήματος των μαζών», και τελικά με αντεπαναστατική διέξοδο (Δικτατορία).
Οι έννοιες της επαναστατικής κατάστασης και της επαναστατικής κρίσης είναι κομβικές για τη μαρξιστική παράδοση. Ο ορισμός της επαναστατικής κατάστασης, βασικά από το Λένιν, έχει μια θεμελιακή στόχευση: να περιγράψει μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο της ταξικής πάλης. Να επιτρέψει με αυτόν τον τρόπο στα επαναστατικά κόμματα να καταλάβουν το χαρακτήρα της συγκεκριμένης συγκυρίας που διαμορφώνεται, να «αδράξουν» την ιστορική ευκαιρία τη «στιγμή» που αυτή εμφανίζεται (Λίγο πριν είναι νωρίς, λίγο μετά είναι αργά).
θα πρέπει βέβαια να αποφύγουμε μια σχηματοποιημένη κατανόηση της έννοιας αυτής. Συγκρατούμε για το πλαίσιο αυτού του άρθρου τα εξής: 1) Στα κείμενα του ο Λένιν δεν ανάγει ποτέ την επαναστατική κατάσταση και την επαναστατική κρίση σε μοντέλο. 2) Δεν υπάρχει κάποια «τυπολογία» της επαναστατικής κατάστασης. Αντίθετα η πληθώρα των ιστορικών εμπειριών που έχουν εμφανιστεί, παγκόσμια αλλά και στην Ελλάδα, δείχνουν ότι η επαναστατική κατάσταση παρουσιάζει πάντοτε τις δικές της πρωτότυπες και ανεπανάληπτες μορφές. Το ίδιο συμβαίνει και με τα Ιουλιανά. Έχουν τα δικά τους πρωτότυπα και μοναδικά χαρακτηριστικά. Ο Λένιν περιέγραψε απλά τα βασικά αντικειμενικά χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν μια συγκυρία, σαν επαναστατική κατάσταση. Πριν προχωρήσουμε στον ορισμό της έννοιας οφείλουμε να επισημάνουμε δύο κινδύνους:
1) Μια μηχανιστική ανάγνωση, προσκολλημένη στον «τύπο» των διατυπώσεων, την εξ ίσου μηχανιστική κωδικοποίηση της έννοιας, τη μετατροπή της σε συνταγή πάσης χρήσεως. 2) Την οικονομιστική «ανάγνωση» του λενινιστικού ορισμού  - ξένη προς τον ίδιο το Λένιν.
Ποια είναι όμως τα βασικά (και μόνο τα βασικά) χαρακτηριστικά που προσδίδουν σε μια συγκυρία επαναστατικά χαρακτήρα; Σημειώνουμε παρενθετικά πως η συγκρότηση της έννοιας στο Λένιν διαμορφώνεται σταδιακά, ακολουθώντας την διακύμανση του ρωσικού εργατικού κινήματος, και στοιχεία της βρίσκονται διάσπαρτα σε διάφορα κείμενα, που τα χωρίζει μεταξύ τους όχι μόνο ο χρόνος αλλά και  -  το σημαντικότερο  -  η διαφορά της συγκυρίας.4 Έτσι, χρειάζεται σίγουρα προσοχή για να μην υποκύψουμε σε μια εκλεκτικιστική χρήση τους.
Σε ένα από αυτά τα κείμενα περιέχονται λοιπόν και τα εξής:
«Για ένα μαρξιστή δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επανάσταση είναι αδύνατο να γίνει χωρίς επαναστατική κατάσταση, μα κάθε επαναστατική κατάσταση δεν οδηγεί σε επανάσταση. Ποια είναι, μιλώντας γενικά, τα γνωρίσματα μιας επαναστατικής κατάστασης; Ασφαλώς δεν θα πέσουμε έξω, αν υποδείξουμε τρία βασικά γνωρίσματα, τα παρακάτω: 1) Η αδυναμία των κυρίαρχων τάξεων να διατηρήσουν σε αναλλοίωτη μορφή την κυριαρχία τους η μια ή άλλη κρίση των «κορυφών», η κρίση της πολιτικής της κυρίαρχης τάξης που δημιουργεί ρωγμή, απ' όπου εισχωρεί η δυσαρέσκεια και ο αναβρασμός των καταπιεζομένων τάξεων. Συνήθως, για να ξεσπάσει η επανάσταση δεν είναι αρκετό "τα κάτω στρώματα να μη θέλουν", μα χρειάζεται ακόμη και "οι κορυφές να μην μπορούν" να ζήσουν όπως παλιά. 2) Επιδείνωση, μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη, της ανέχειας και της αθλιότητας των καταπιεζομένων τάξεων. 3) Σημαντικό ανέβασμα για τους παραπάνω λόγους της δραστηριότητας των μαζών, που σε "ειρηνική" εποχή αφήνουν ν «τις ληστεύουν ήσυχα, ενώ σε καιρούς θύελλας τραβιούνται τόσο απ' όλες τις συνθήκες της κρίσης, όσο και από ης ίδιες τις "κορυφές", σε αυτοτελή ιστορική δράση.
Χωρίς αυτές τις αντικειμενικές αλλαγές, που δεν εξαρτώνται ούτε από τη θέληση ορισμένων χωριστών ομάδων και κομμάτων, αλλά ούτε και από τη θέληση ορισμένων χωριστών τάξεων, η επανάσταση, κατά γενικό κανόνα, δεν μπορεί να γίνει. Το σύνολο αυτών των αντικειμενικό αλλαγών είναι εκείνο που ονομάζεται επαναστατική κατάσταση. Τέτοια κατάσταση υπήρχε το 1905 στη Ρωσία και σ' όλες τις εποχές των επαναστάσεων στη Δύση· τέτοια όμως κατάσταση υπήρχε και στα 1860-1870 στη Γερμανία και στην περίοδο 1859-1861 και 1879-1880 στη Ρωσία, αν και σ' αυτές τις περιπτώσεις δεν έγινε καμιά επανάσταση. Γιατί; Γιατί δεν γεννά κάθε επαναστατική κατάσταση επανάσταση, αλλά μόνο μια τέτοια κατάσταση, όπου οι αντικειμενικές αλλαγές και απαριθμήσαμε, συνενώνονται με τις υποκειμενικές αλλαγές που συγκεκριμένα: με την ικανότητα της επαναστατικής τάξης να αναλάβει επαναστατική μαζική δράση, αρκετά ισχυρή, ώστε να τσακίσει (ή να εξασθενίσει σημαντικά) την παλιά κυβέρνηση που ποτέ, ακόμη και σε εποχή κρίσεων, δεν "πέφτει" αν δεν τη "ρίξουν"». (Β. Ι. Λένιν, «Η χρεοκοπία της II Διεθνούς», 1915 άπαντα, τόμος 26, σελ. 220-221).
Νομίζουμε ότι η εμπειρία των Ιουλιανών εμφανίζει και τα τρία βασικά χαρακτηριστικά με τα οποία ο Λένιν προσδιόρισε την έννοια πριν από 75 ολόκληρα χρόνια. Η συγκυρία Ιουλίου Αυγούστου 1965 είναι χωρίς αμφιβολία συγκυρία επαναστατικής κατάστασης. Σ' αυτό το συμπέρασμα καταλήγουμε όχι μόνο προσκολλημένοι στο «γράμμα» των διατυπώσεων αυτών αλλά  -  το ουσιαστικότερο  - στο «πνεύμα» τους. Όχι τυπολογικά και μηχανιστικά αλλά επιστημονικά.
Ακόμα και στελέχη του ΚΚΕ, ενός κόμματος που η εκμετάλλευση τέτοιων καταστάσεων βρίσκεται πολύ έξω από τις προβληματικές του, αναγκάζονται από την πραγματικότητα να το παραδεχτούν. «Τώρα σύντροφοι θέλω να πω τη γνώμη μου σχετικά με την εκτίμηση της κατάστασης, με το χαρακτηρισμό που δώσαμε στην πολιτική κρίση που ξέσπασε στη χώρα μας. Κι εγώ θεωρώ ότι ακόμα αυτή τη στιγμή δεν έχουμε τέτοια οξύτατη πολιτική κρίση με την έννοια της επαναστατικής κρίσης. Σύμφωνοι, αλλά είναι μια τέτοια κρίση "εν δυνάμει" η οποία δεν χωρίζεται με σινικά τείχη, από μιαν επαναστατική κατάσταση. Γιατί το λέω αυτό το πράγμα, σύντροφοι; Γιατί πιστεύω πως πρέπει να είναι μέσα στις προοπτικές μας. να μην έχουμε πραγματικά αύριο αιφνιδιασμούς. Και αν δεν το πούμε στο δημοσιεύσιμο κείμενο, οπωσδήποτε πρέπει να το πούμε εσωκομματικά, να το πούμε στο Κλιμάκιο, ότι η κατάσταση όπως βαδίζει, μπορεί να έχουμε αύριο  -  δεν λέω ότι θα έχουμε οπωσδήποτε  -  άλλα όπως εξελίσσονται τα γεγονότα, το πέρασμα από τη σημερινή κρίση, σε μια κατάσταση που θα έχει όλα τα στοιχεία μιας επαναστατικής κρίσης.» (Ομιλία του Πάνου Δημητρίου στην Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, Αύγουστος 1965. Στο Δημητρίου 1975, σελ. 317).
Η επαναστατική κατάσταση εμφανίζει κάθε φορά τα δικά της ανεπανάληπτα χαρακτηριστικά, που είναι αδύνατο να προβλεφθούν από πριν. Ούτε βέβαια είναι δυνατό να προβλεφθεί με «μαθηματική ακρίβεια», η στιγμή της έκρηξης των συσσωρευμένων αντιθέσεων και κυρίως η αφορμή. «Δεν μπορούμε να ξέρουμε  -  και κανείς δεν είναι σε θέση να καθορίσει από τα πριν  -  πότε θα φουντώσει εκεί [Σ. Σ. Ο Λένιν αναφέρεται στην Αγγλία] μια πραγματική προλεταριακή επανάσταση και ποια θα είναι η αφορμή που πιο πολύ θα ξυπνήσει, θα ξεσηκώσει, θα σπρώξει στον αγώνα τις πολύ πλατιές μάζες που σήμερα κοιμούνται ακόμη. (...) Μπορεί "τον πάγο να τον ραγίσει", να τον "σπάσει" μια κοινοβουλευτική κρίση (υπ. ΧΒΓΜ), μπορεί μια κρίση που θα προκληθεί από τις αποικιακές και ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις, (...) μπορεί και κάτι άλλο κλτ. (...) Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι λ.χ. στην αστική Γαλλική Δημοκρατία, μέσα σε μια κατάσταση που και από διεθνή και από εσωτερική πλευρά ήταν εκατό φορές λιγότερο επαναστατική από τη σημερινή, ήταν αρκετή μια τόσο "απρόοπτη" και τόσο "μικρή" αφορμή, μια από τις χιλιάδες και χιλιάδες άτιμες πράξεις της αντιδραστικής στρατοκρατίας (υπόθεση Ντρέυφους) για να φέρει το λαό στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου!» (Β. Ι. Λένιν: Ο Αριστερισμός..., 1920, άπαντα, τόμος 41, σελ 82-83).'
Στην Ελλάδα του 1965 η αφορμή ήταν πράγματι μια κοινοβουλευτική κρίση. Η κρίση αυτή, προκλήθηκε όχι από μια φαινομενικά «μακρινή» σύγκρουση αλλά από την πιο κεντρική και την πιο πολιτική που θα μπορούσε να υπάρξει: τη θέση του στρατού στη μετεμφυλιακή δομή της εξουσίας και τον έλεγχο του από τη μοναρχία ή την κυβέρνηση και ταυτόχρονα τη θέση της ίδιας της μοναρχίας σαν πόλου εξουσίας.
«Η αντικατάσταση του υπουργού της Εθνικής Άμυνας δεν ήταν η αιτία της κρίσης, αλλά μια απλή αφορμή που έβγαλε απότομα στο φως τη βαθύτερη κοινωνικοπολιτική μας ανισορροπία» (Θεοτοκάς, 29 Σεπτεμβρίου 1965, στο 1966).
Οι παράγοντες που καθορίζουν τη μορφή της επαναστατικής κατάστασης είναι το σύνολο των κοινωνικών αντιθέσεων, εσωτερικών και εξωτερικών, που συναρθρώνονται σε μια συγκεκριμένη χώρα και συγκεκριμένη ιστορική στιγμή. Αυτή η συσσώρευση και συγχώνευση σ' ένα μόνο κράτος όλων των δυνατών  -  σε μια ιστορική στιγμή και τόπο  -  ιστορικών αντιφάσεων δημιουργεί μια ενότητα ρήξης και το καθιστά αδύνατο κρίκο για το ξέσπασμα της επαναστατικής κρίσης.
Το πότε αρχίζει μια επαναστατική κατάσταση δεν είναι γραμμένο σε κανένα ημερολόγιο, ούτε και χωρίζεται με σινικά τείχη από την επαναστατική κρίση. Η επαναστατική κατάσταση είναι μια τάση κατεύθυνση των κοινωνικών αντιθέσεων. Απαραίτητη προϋπόθεση, αναγκαία συνθήκη όχι όμως και ικανή για την εκδήλωση της κοινωνικής επανάστασης. («Κάθε επανάσταση προϋποθέτει επαναστατική κατάσταση αλλά κάθε επαναστατική κατάσταση δεν οδηγεί "νομοτελειακά" σε επανάσταση»).
Μιλήσαμε μέχρι τώρα για τη διάκριση επαναστατικής κατάστασης και επαναστατικής κρίσης (επανάστασης). Η θέση που έχουμε υποστηρίξει είναι ότι τα Ιουλιανό αποτελούν επαναστατική κατάσταση, όχι επαναστατική κρίση. Πράγματι στα Ιουλιανό δεν ξέσπασε «επανάσταση», δεν εμφανίστηκαν φαινόμενα δυαδικής εξουσίας ούτε κατέρρευσε το αστικό κράτος. Η διαφορά ανάμεσα σ' αυτές τις έννοιες είναι η παρακάτω.
Στα διάφορα κείμενα του Λένιν αλλά κυρίως στον ορισμό του 1920, ο Λένιν διακρίνει σαφώς ανάμεσα στις υποκειμενικές και αντικειμενικές συνθήκες της επανάστασης. Πρόκειται για δυο διαφορετικές πραγματικότητες που πρέπει να διαφορίζονται ρητά (Χάρνεκερ 1986). Και αυτό γιατί η επαναστατική κατάσταση δεν μετατρέπεται αυτόματα σε επανάσταση. Υιοθετώντας τη διάκριση που κάνει η Μάρτα Χάρνεκερ μπορούμε να μιλήσουμε για επαναστατική κατάσταση και επαναστατική κρίση, ορίζοντας τις ως εξής:
1. Επαναστατική κατάσταση, είναι η περίοδος που συγκεντρώνει τις τρεις γενικές αντικειμενικές συνθήκες που περιγράφει ο Λένιν και η οποία υποδηλώνεται και με τον όρο «γενική (πανεθνική) πολιτική κρίση». Υποδηλώνει ότι έχουν συσσωρευτεί όλες οι αντικειμενικές συνθήκες που απαιτούνται για την κοινωνική. επανάσταση.
2. Επαναστατική κρίση (ή επανάσταση): η περίοδος όπου εκτός από τις αντικειμενικές συνθήκες που αντιστοιχούν στην επαναστατική κατάσταση εμφανίζεται ποιοτική αλλαγή στη δράση της επαναστατικής τάξης που περνάει από δημοκρατικές μορφές πάλης σε μορφές εξεγερσιακού χαρακτήρα. (Κρίση εξουσίας, κρίση ηγεμονίας, οργανική κρίση, κρίση του κράτους στο σύνολο του  -  Γκράμσι).
Είναι γνωστό ποίοι παράγοντες ορίζονται σαν υποκειμενικοί. Η ανοιχτή πολιτική δράση και αυτόνομη πολιτική έκφραση των μαζών, το πρόβλημα με άλλα λόγια του επαναστατικού κόμματος. Η ικανότητα και η ετοιμότητα του επαναστατικού υποκειμένου για δράση, η απόφαση να βαδίσει στον «ουρανό» για την επανάσταση. Το πέρασμα της επαναστατικής τάξης από μορφές απλά δημοκρατικές (απεργίες, πορείες, συγκεντρώσεις) σε μορφές επαναστατικές και εξέγερσης (γενική ενεργητική απεργία, ένοπλες μορφές πάλης, εξέγερση). «Ούτε η καταπίεση των κάτω, ούτε η κρίση των πάνω δεν θα προκαλέσουν ακόμη την επανάσταση.  -  θα προκαλέσουν μονάχα το σάπισμα της χώρας  -  αν δεν υπάρχει σ' αυτή τη χώρα επαναστατική τάξη ικανή να μετατρέψει την παθητική κατάσταση της καταπίεσης σε δραστήρια κατάσταση αγανάκτησης και εξέγερσης». (Λένιν: «Η πρωτομαγιά του επαναστατικού προλεταριάτου», 1913, άπαντα τόμος 23, σελ. 302).
Τέτοιες υποκειμενικές προϋποθέσεις δεν υπήρχαν στην Ελλάδα του 1965 όταν μάλιστα πριν από 15 μόλις χρόνια έχει συντριβεί μια επανάσταση (θα εξετάσουμε αναλυτικά παρακάτω το πρόβλημα αυτό). Γι αυτό και τα Ιουλιανό παρέμειναν μια χαμένη ιστορική ευκαιρία, δεν μετεξελίχθηκαν σε κρίση επαναστατική. Αντίθετα, η κρίση που δημιουργήθηκε θα οδηγηθεί σε αντεπαναστατικό αδιέξοδο  - την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας. Πράγματι, ένας επιπλέον ορισμός που υπάρχει σύμφωνα με την Μ. Harnecker είναι αυτός της επαναστατικής κατάστασης με αναχαίτιση ή μπλοκάρισμα του κινήματος των μαζών.1 '
Η άποψη του Δημήτρη Χαραλάμπη
Θα αναφερθούμε εδώ στην άποψη του Δ.Χ. όπως διατυπώνεται στο βασικό για * τη προδικτατορική περίοδο βιβλίο του (Χαραλάμπης 1985). θα λέγαμε κατ1 αρχήν ότι στην ανάλυση του Δ.Χ. τα Ιουλιανό είναι σαν γεγονός σαφώς υποτιμημένα. Ο Δ.Χ. έχει μια γραμμική αντίληψη της προδικτατορικής περιόδου χωρίς καμπές και ασυνέχειες, σημεία τομής και έκρηξης. Τα Ιουλιανά παρεμβαίνουν στην ανάλυση του σαν απλό επεισόδιο και μάλιστα χωρίς κοινωνικές προϋποθέσεις τόσο στο επίπεδο ζωής των λαϊκών μαζών στην Ελλάδα, όσο και στο επίπεδο ανάπτυξης των κοινωνικών κινημάτων. Είναι μια προσπάθεια θεωρητικοποίησης της τρέχουσας πολιτικής ιδεολογίας και μάλιστα κάτω από «αριστερό» μανδύα, θεωρούμε ότι η ανάλυση αυτή αποτελεί «θεωρητική» μυστικοποίηση και συγκάλυψη τελικά των γεγονότων του '65. Όλη η ανάλυση για τη μετεμφυλιακή (προδικτατορική) περίοδο βρίσκεται εγκλωβισμένη σε μια δομικιστική οπτική η οποία διακρίνεται για την προτεραιότητα που αποδίδει στις αντιθέσεις των κρατικών μηχανισμών και δομών εξουσίας σε βάρος των κοινωνικών. Καταλήγει έτσι να πραγματεύεται την πολιτική σκηνή αποκομμένα από την κίνηση των μαζών και την πάλη των τάξεων. Εγκλωβίζεται σε μια οπτική που συλλαμβάνει την «πολιτική κρίση» ή την «κρίση του κράτους» όχι ως εσωτερίκευση στο κράτος και στην πολιτική σκηνή των ταξικών συγκρούσεων αλλά ως «αυτόνομο» ενδογενές (του κράτους) φαινόμενο. Την προβληματική αυτή θα εξετάσουμε παρακάτω. Εδώ, μας αρκεί να επιμείνουμε στην άποψη του Δ.Χ. για ό,τι ονομάζει «επαναστατική κατάσταση».
Ο Δ.Χ., όταν αναφέρεται στην «επαναστατική κατάσταση» έχει κατά νου μια συγκεκριμένη ανάλυση, αυτή του Νίκου Ψυρούκη. Αναφέρει σχετικά: «Βέβαια υπάρχουν πολλοί, όπως ο Ψυρούκης, που βλέπουν στα Ιουλιανά μια επαναστατική κατάσταση που προδόθηκε από την αστική εξουσία της Ε.Κ. και τη ρεβιζιονιστική πολιτική της ηγεσίας της Αριστεράς, αλλά πρόκειται για μια καθαρά ανεδαφική υπόθεση. Όχι μόνο γιατί το αστικό σημερινό κράτος δεν μπορεί να ανατραπεί από αυθόρμητες κινητοποιήσεις που οδηγούνται από "σοφούς και συνεπείς αρχηγούς" αλλά και γιατί δεν υπήρχε καν η στοιχειώδης πολιτική υποδομή υποστήριξης ταξικών συμφερόντων των κυριαρχούμενων τάξεων» (Δ.Χ., οπ. π., σελ. 190).'
Τι παρατηρούμε σ' αυτήν τη διατύπωση του Δ.Χ.; Υπάρχει κατ' αρχήν ένας «περίεργος» ορισμός της έννοιας «επαναστατική κατάσταση». Πουθενά αυτή δεν έχει ορισθεί έτσι όπως την καταλαβαίνει ο Δ.Χ.: «ανατροπή του αστικού κράτους από αυθόρμητες κινητοποιήσεις» και «στοιχειώδης πολιτική υποδομή υποστήριξης ταξικών συμφερόντων των κυριαρχούμενων τάξεων»! Σ' αυτές τις δυο μόνο γραμμές περικλείεται ένα πλήθος από αντιφάσεις και ταυτολογίες άσχετες βέβαια με την έννοια που συζητάμε. Ειδικά όμως ως προς το δεύτερο σημείο το οποίο θέτει, δηλαδή την ανυπαρξία ταξικών επαναστατικών κομμάτων θέλουμε να επισημάνουμε τα εξής:
1. Το στοιχείο αυτό αναφέρεται στους «υποκειμενικούς» παράγοντες που απαιτούνται για να μετασχηματιστεί μια επαναστατική κατάσταση σε επαναστατική κρίση (επανάσταση). Άρα δεν αποδεικνύει αυτό που νομίζει ο Δ.Χ., δηλαδή ότι τα Ιουλιανό δεν ήταν επαναστατική κατάσταση. Αλλά ακριβώς εξηγεί γιατί η επαναστατική κατάσταση των Ιουλιανών δεν μετεξελίχθηκε σε επανάσταση.
2. Αν παραβλέψουμε αυτό το σημείο του Δ.Χ., και μείνουμε στην σωστή του διαπίστωση για ανυπαρξία επαναστατικών κομμάτων, τότε γιατί καταλογίζει στον Ν. Ψυρούκη «ανεδαφικότητα» και άδικο αφού το ίδιο ακριβώς με αυτόν υποστηρίζει; (ανυπαρξία επαν. κομμάτων). Πρόκειται για ολοφάνερη αντίφαση του Δ.Χ.
3. Όχι μόνο αυτό αλλά χρεώνει επιπλέον στον Ν. Ψυρούκη μια ανύπαρκτη παιδαριώδη αφέλεια, ότι δήθεν πιστεύει ότι «το αστικό κράτος πέφτει με αυθόρμητες κινητοποιήσεις»! Βέβαια ο Δ.Χ. θεωρεί ότι σ' αυτήν την άποψη «χτυπάει» την έννοια της «επαναστατικής κατάστασης» και κατά συνέπεια τη θέση ότι τα Ιουλιανά ήταν επαναστατική κατάσταση!
Η άποψη όμως του Ν. Ψυρούκη είναι η ακόλουθη: «Η 18η Ιουλίου θα μπορούσε να ήταν ημέρα ιστορικής κοσμογονίας για τον ελληνικό λαό, αν το ηρωικό προλεταριάτο της Ελλάδας διέθετε πραγματικά δικιά του οργανωμένη πολιτική επαναστατική πρωτοπορία. Μα τέτοια δεν υπήρχε. Γι αυτό και η πανεθνική κρίση ακολούθησε τελικά το δρόμο της αντεπαναστατικής διεξόδου.» (Ψυρούκης 1976, σελ. 356).
Και άλλου: «Η παραδοσιακή αριστερά (...) δε μπορούσε να οδηγήσει την πανεθνική κρίση παρά μονάχα εκεί που την οδήγησε: στην αντεπαναστατική διέξοδο, δηλαδή στην ήττα του λαού και στη νίκη των δυνάμεων του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού και της αμερικανοκρατίας. Και αυτό που δε μπορούσε να φτιάξει η παραδοσιακή αριστερά, σίγουρα δεν ήταν δυνατό να το κάνει η "Ένωση Κέντρου" ή οποιαδήποτε άλλη δύναμη του κοινοβουλευτισμού», (οπ. π. σελ. 360). (Βλ. και υπ. 3).
Αυτή η κριτική του Νίκου Ψυρούκη είναι σωστή. Εξηγεί πολύ απλά όχι ότι τα Ιουλιανό δεν ήταν επαναστατική κατάσταση αλλά γιατί ακριβώς αυτή η συγκεκριμένη επαναστατική κατάσταση δεν μπόρεσε να μετατραπεί σε επαναστατική κρίση. Είναι μια κριτική από τα «αριστερά» στην ΕΔΑ και στην ΕΚ. Ο Δ.Χ. στη δική του διατύπωση, που παραθέτει σ' αυτό το σημείου του βιβλίου του, φαίνεται ότι συμφωνεί με το Ν. Ψυρούκη, όταν μιλάει για έλλειψη της «στοιχειώδους πολιτικής υποδομής υποστήριξης ταξικών συμφερόντων των κυριαρχούμενων τάξεων». Αλλά αντιφάσκει, διότι αφενός συμφωνεί στην κριτική, αφετέρου αυτήν την ίδια την κριτικάρει στο πρόσωπο του Ν. Ψυρούκη.
Λέμε σ' αυτό το σημείο του βιβλίου του, γιατί ο Δ.Χ. σε αλλά μέρη του βιβλίου του μιλώντας για την ΕΔΑ, την χαρακτηρίζει σαν το μόνο κόμμα με πλήρη «ρεαλιστική» εκτίμηση της συγκυρίας και των συσχετισμών (βλέπε αναλυτικά παρακάτω). Αλλού πάλι αναφερόμενος στον Γ. Παπανδρέου φρονεί ότι η πολιτική του όφειλε να είναι ανοιχτά συμβιβαστική ώστε να αποφευχθεί η δικτατορία. Διατυπώνει δηλαδή αλλού, μια κριτική στα κόμματα της αντιπολίτευσης «από τα δεξιά». Τι από τα δύο είναι τελικά η άποψη του Δ.Χ. δεν το γνωρίζουμε.
θα αναλύσουμε τώρα συγκεκριμένα τα τρία βασικά χαρακτηριστικά της επαναστατικής κατάστασης, όπως αυτά εκδηλώνονται στα Ιουλιανά.
3. Η κρίση «των από κάτω»: Η εξαθλίωση της ελληνικής κοινωνίας
Ο Δημήτρης Χαραλάμπης υποστηρίζει επίσης ότι τα Ιουλιανά δεν ήταν επαναστατική κατάσταση διότι δεν υπήρχε οικονομική κρίση, αντίθετα η καπιταλιστική ανάπτυξη σημειώνει ραγδαίους ρυθμούς. Λέει χαρακτηριστικά: «Η πολιτική κρίση ούτε προερχόταν ούτε είχε αντίκτυπο στην οικονομία. Είναι ουσιαστικό στοιχείο για την ανάλυση του χαρακτήρα της κρίσης εκπροσώπησης και»της μορφής που πήρε αυτή στην Ελλάδα, το γεγονός ότι η πολιτική κρίση δεν συμβάδισε με οικονομική κρίση» (Χαραλάμπης όπ.π., σελ. 216). Είναι σωστή μια παρόμοια διατύπωση; Πιστεύουμε όχι.
Πρόκειται κατά τη γνώμη μας για μια επιπλέον παρανόηση της έννοιας «επαναστατική κατάσταση» που οφείλεται σε μια καθαρά μηχανιστική και οικονομιστική αντίληψη, τόσο γι' αυτήν όσο και για την ίδια την έννοια της καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Αντίθετα με μια ευρύτατα διαδεδομένη άποψη, η επαναστατική κατάσταση δεν «ισούται» με κάποιο αλγεβρικό άθροισμα [πολιτική κρίση + οικονομική κρίση = επαναστατική κατάσταση]. Η οικονομική κρίση είναι σίγουρα στοιχείο της επαναστατικής κατάστασης, όταν όμως υπάρχει. Στις λενινιστικές διατυπώσεις ο παράγοντας της οικονομικής κρίσης δεν τίθεται ποτέ εν είδει αναγκαστικού προαπαιτούμενου για το χαρακτηρισμό μιας συγκυρίας ως επαναστατικής κατάστασης.
Κανείς λογικός άνθρωπος δεν αμφισβητεί λ.χ. ότι ο Μάης του '68 στη Γαλλία ήταν επαναστατική κατάσταση. Και όμως οικονομική κρίση δεν υπήρχε στη Γαλλία.
Επίσης ο Λένιν στα κείμενα όπου ορίζει την έννοια και περιγράφει τα βασικά της χαρακτηριστικά δεν μιλάει για «οικονομική κρίση». Μια περισσότερο προσεκτική ανάγνωση αυτών των διατυπώσεων μπορεί να μας πείσει. Ο Λένιν μιλάει για «επιδείνωση, μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη, της ανέχειας και της αθλιότητας των καταπιεζομένων τάξεων».
Το πρώτο λοιπόν που πρέπει να συγκρατήσουμε είναι ότι βασικό χαρακτηριστικό της επαναστατικής κατάστασης είναι η εξαθλίωση και όχι η οικονομική κρίση. Στην αντίληψη του Λένιν η εξαθλίωση δεν περιορίζεται μόνο στα οικονομικά φαινόμενα, ούτε είναι συνώνυμο της οικονομικής κρίσης.
Κατά δεύτερο λόγο η έννοια της εξαθλίωσης των μαζών δεν είναι υπερχρονική ή αφηρημένη. Αντίθετα είναι πάντα ιστορικά προσδιορισμένη, όπως άλλωστε και η έννοια της αξίας της εργατικής δύναμης. Δεν παραπέμπει σε κάποιο αφηρημένο απόλυτο επίπεδο «στερήσεων και δεινών» σαν γνώρισμα της επαναστατικής κατάστασης. «Πρόκειται απλώς για όξυνση, δηλαδή για επιδείνωση ενός συγκεκριμένου επιπέδου διαβίωσης των μαζών, που υπάρχει στις δοσμένες συνθήκες. Το επίπεδο αυτό μπορεί να είναι αρκετά υψηλό σε σύγκριση με άλλες χώρες, ιδιαίτερα με τις αναπτυσσόμενες, όμως μπορεί να υστερεί από τις πραγματικές ανάγκες των μαζών, που διαμορφώνονται στις συγκεκριμένης ιστορικές συνθήκες (...) η παραπέρα διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στις πραγματικές [σς. κοινωνικές] ανάγκες των εργαζομένων και στις αντικειμενικές δυνατότητες ικανοποίησης τους, ανάμεσα στο βαθμό ικανοποίησης των αναγκών των εργαζομένων, από τη μια μεριά και της κυρίαρχης τάξης από την άλλη (ένα φαινόμενο που ο καπιταλισμός δεν μπορεί ούτε να εξαλείψει, ούτε να αποτρέψει) μπορούν να προβάλλουν σαν ισχυρός επαναστατικός παράγοντας και. μάλιστα πιο ισχυρός απ' ότι το σταθερό βιοτικό επίπεδο των λαϊκών μαζών στις χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, (Υπ. ΧΒΓΜ)», (Μπατάλωφ 1987, σελ. 45).
Σ' αυτά τα προβλήματα κατανόησης προστίθεται και ένα πρόβλημα που δημιουργούν οι ελληνικές μεταφράσεις των κειμένων του Λένιν. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στην ισπανική έκδοση των απαντών η εν λόγω περικοπή μεταφράζεται διαφορετικά: «Secundo: agudizacion mas alla de lo habituai de los «sufrimientos y de las necesidades de las clases oprimadas.» Ο Λένιν δεν μιλά για αθλιότητα (ισπ. miseria) αλλά για δεινά (ταλαιπωρίες βάσανα) [sufrimientos] και ανάγκες των μαζών [necesidades]. Στην πραγματικότητα βλέπουμε ότι ο Λένιν χρησιμοποιεί και γενικότερους όρους από τον όρο «εξαθλίωση» πχ. «δεινά», «ταλαιπωρίες», «ανάγκες» κλπ.
Πρόκειται για τις γενικότερες συνθήκες ζωής των μαζών που δεν είναι προφανώς μόνο «οικονομικές». Πρόκειται και για τη φτώχεια «δηλαδή για τις οικονομικές συμφορές τις οποίες όμως ο Λένιν δεν τις κατέτασσε ποτέ στην αθλιότητα, όπως ούτε και το σύνολο των δεινών που προβάλλουν σαν γνώρισμα της επαναστατικής κατάστασης το κατατάσσει στα οικονομικά φαινόμενα» (οπ. σελ. 46).
Ο ίδιος ο Λένιν προσφέρει σαφείς  -  για την λογική του  -  διατυπώσεις που δεν επιτρέπουν κατά τη γνώμη μας παρερμηνείες. «Η Ρωσία ζει μια επαναστατική κατάσταση, γιατί η καταπίεση της τεράστιας πλειοψηφίας του πληθυσμού, όχι μόνο του προλεταριάτου, μα και των εννιά δεκάτων των μικροπαραγωγών. ιδιαίτερα των αγροτών, οξύνθηκε στον ανώτατο βαθμό, και μάλιστα η οξυμένη αυτή κατάσταση, οι λιμοί, η φτώχια, η ανομία, ο χλευασμός σε βάρος του λαού (υπ. ΧΒΓΜ) βρίσκονται σε κατάφωρη αναντιστοιχία και με την κατάσταση (...) που υπάρχει σε όλες τις γειτονικές, όχι μόνο τις ευρωπαϊκές, μα και τις ασιατικές χώρες.» (Λένιν, «Η πρωτομαγιά του επαναστατικού προλεταριάτου», 1913, άπαντα, τόμος 23, σελ. 301302).
Θεωρούμε τέλος γνωστές τις παρακάτω διευκρινήσεις: 1. Για τη δημιουργία της επαναστατικής κατάστασης δεν αρκεί μόνο η ύπαρξη οικονομικής κρίσης ή της εξαθλίωσης των μαζών. Δεν αρκεί οι «από κάτω» να μην μπορούν να ζήσουν όπως πριν. Απαιτείται ακόμα η κρίση των «κορυφών» (των «από πάνω»), δηλαδή κρίση της πολιτικής των κυρίαρχων τάξεων (του συνασπισμού εξουσίας).
2. Από την άλλη μεριά βέβαια, μια οικονομική κρίση ή η εξαθλίωση δεν μετατρέπεται αυτόματα ούτε αναγκαία σε πολιτική κρίση ή επαναστατική κατάσταση. Αυτά είναι μια άλλη πλευρά συχνών παρανοήσεων της έννοιας που δεν θα μας απασχολήσουν στο πλαίσιο αυτού του άρθρου.
Το πρόβλημα λοιπόν που τίθεται εδώ είναι το εξής: Υπήρχε το 1965 στην ελληνική κοινωνία εξαθλίωση των μαζών  -  «κρίση των από κάτω»; Και είναι δυνατόν αυτή η κρίση να συνυπάρχει με ραγδαία καπιταλιστική επέκταση;
Κατά τη γνώμη μας η απάντηση είναι θετική και για δύο ερωτήματα. Όπως γίνεται κατανοητό απάντηση σ' αυτά τα ερωτήματα σημαίνει συγκεκριμένη ανάλυση των συνθηκών ζωής της εργατικής τάξης στην Ελλάδα μεταπολεμικά, πράγμα που είναι αδύνατο να γίνει αναλυτικά στα πλαίσια αυτού του άρθρου, θα περιοριστούμε λοιπόν σε ορισμένες μόνο ενδείξεις σχετικά με το πρόβλημα αυτό.1
3.1. Εισαγωγικά.
Κατά τις δυο πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες οι συνέπειες της κατοχής και του εμφυλίου πολύ λίγο έχουν εξαλειφθεί. Η απόλυτη εξαθλίωση που σημειώθηκε κατά τη διάρκεια της κατοχής (μόνο από πείνα 260. 000 νεκροί) θα επιδεινωθεί τρομακτικά με τον εμφύλιο πόλεμο. Σ' αυτό συντελούν η καταστροφή της παραγωγής, και της υπαίθρου, οι αναγκαστικές μετακινήσεις των ορεινών πληθυσμών (σχεδόν 1.000.000 άτομα) για να αποκοπεί το ανταρτικό από τις προσβάσεις του, οι οικονομικές κρίσεις (1951-52. 1961-62) και ο περιορισμένος χαρακτήρας της καπιταλιστικής επέκτασης μέχρι τις αρχές του '60 (βλέπε για μια αναλυτική περιοδολόγηση της συσσώρευσης, Μηλιός Ιωακείμογλου 1987).
Η συρροή εκατοντάδων χιλιάδων μαζών στις πόλεις και βασικά στην Αθήνα έχει σαν αποτέλεσμα να πλατύνει ακόμη περισσότερο η κοινωνική κατηγορία της «φτωχολογιάς» στην περιφέρεια της, που είχε διαμορφωθεί κατά την κατοχή. Η ανυπαρξία οποιασδήποτε υποδομής ή κράτους Πρόνοιας, οι συνθήκες κατοικίας κλπ, λόγω της συντριβής των κυριαρχούμενων τάξεων, είναι γνωστά.
Εικόνες αυτής της εξαθλίωσης μπορεί κανείς να βρει στον πεσιμιστικό νεορεαλισμό του ελληνικού μεταπολεμικού κινηματογράφου, του οποίου και αποτέλεσε βασική πηγή έμπνευσης και θεματικής.7 Ακόμα πιο καθαρή αντανάκλαση αυτής της κατάστασης υπάρχει στο λεγόμενο κοινωνικολαϊκό τραγούδι της δεκαετίας του '50 και '60.s
Ας δούμε τώρα αναλυτικότερα ορισμένες πλευρές του προβλήματος.
3.2. Η φτώχεια στην Ελλάδα
Από όσο ξέρουμε ολοκληρωμένες μελέτες για τη φτώχεια στη μετεμφυλιακή Ελλάδα δεν υπάρχουν. Σχεδόν όλες όμως οι υπάρχουσες (βασικές) μελέτες, για τη διανομή του εισοδήματος στην Ελλάδα κατά την περίοδο μέχρι το 1974, καταλήγουν σε ένα συμπέρασμα: Ότι οι εισοδηματικές ανισότητες όχι μόνο δεν αμβλύνονται αλλά αντίθετα οξύνονται. Παράλληλα η ανισοκατανομή στην Ελλάδα υπερβαίνει τα επίπεδα των ευρωπαϊκών χωρών.9
Κατά το Σ. Μπαμπανάση, «στην περίοδο 1951-1958, ο αριθμός των επίσημα καταγραμμένων απόρου κυμαινόταν μεταξύ 2.000.000 και 3.700.000 ατόμων, δηλαδή 25-40% του πληθυσμού. Το κατά κεφαλή μηνιαίο εισόδημα τους ήταν γύρω στις 180320 δρχ. Μ' αυτό το εισόδημα, μια τετραμελής οικογένεια στην περίοδο 1955-1958 μπορούσε να ικανοποιήσει μόνο το 30-50% των αναγκών, που συμπεριλαμβανόταν στον εργατικό προϋπολογισμό» (Μπαμπανάσης 1981, σελ. 134).
Σύμφωνα με τον Καραντίνα (1985), ακόμη και το 1974 περίπου 30.85% του συνόλου των νοικοκυριών βρίσκονται σε κατάσταση φτώχειας. Το ποσοστό των φτωχών νοικοκυριών στην Ελλάδα είναι το 1974 το υψηλότερο από κάθε άλλη χώρα της ΕΟΚ. (Κανελλόπουλος, 1986, σελ. 73). Πιο αναλυτικά, στο συγκρότημα της πρωτεύουσας 17% των νοικοκυριών και στο συγκρότημα της Θεσσαλονίκης 24% περίπου. Στην ύπαιθρο, περισσότερα από τα μισά νοικοκυριά που διαμένουν σε χωριά με λιγότερους από 1.000 κατοίκους είναι φτωχά. Αναφορικά με το επάγγελμα του αρχηγού του νοικοκυριού, φτωχοί είναι το 49% των αγροτών, κτηνοτρόφων κλπ., το 18% των εργατών και το 47% των εκτός εργασίας (συνταξιούχων, ανέργων κλπ.)
3.3. Ανεργία, συνθήκες εργασίας και μισθοί.
Μόνιμο χαρακτηριστικό της ελληνικής κοινωνίας μετεμφυλιακά είναι η τεράστια ανεργία και υποαπασχόληση. Επίσημα οι άνεργοι υπολογίζονται, για το 1961, σε 215.200 (5.9% του ΟΕΠ, Φράγκος 1980, σελ. 160), αριθμός που σίγουρα υπολείπεται του πραγματικού. Όσον αφορά την υποαπασχόληση, οι υποαπασχολούμενοι, κυρίως αγρότες, υπολογίζονται την ίδια περίοδο σε 624.700.'"
Σχεδόν το 1 4 του ικανού για εργασία πληθυσμού είναι άνεργοι στα βιομηχανικά και αστικά κέντρα η υποαπασχολούμενοι στην ύπαιθρο (Μαντζουράνης 1974, σελ. 39 και Νικολινάκος 1974).
 
Αυτό οφείλεται στη χρονική υστέρηση της καπιταλιστικής επέκτασης που παρατηρείται στην Ελλάδα. Η ανεργία και η υποαπασχόληση είναι και ο βασικός λόγος που θα οδηγήσει μεγάλο τμήμα του πληθυσμού στη φυγή. Σύμφωνα με μια έρευνα της ΕΣΥΕ του 1962, σχετικά με τα κίνητρα της μετανάστευσης, το 83,5% του αγροτικού πληθυσμού που μεταναστεύει δηλώνει ως αιτία την «έλλειψη απασχόλησης«. (ΕΣΥΕ 1962)".
Η συμπίεση των μισθών στην Ελλάδα είναι γνωστή και ιστορική, παρά τις όποιες αυξήσεις καθ' όλη τη μεταπολεμική περίοδο. Οφείλεται βέβαια στην ιστορική συντριβή της εργατικής τάξης και τη διάλυση των οργανώσεων της.
Είναι εντυπωσιακό ότι όπως δείχνει ο πίνακας Ια το μέσο πραγματικό εργατικό ημερομίσθιο είναι μέχρι και το 1956 μικρότερο από το προπολεμικό (1938). Ακόμα και στις αρχές της δεκαετίας του '60, η αύξηση φτάνει μόνο το 1 3 του προπολεμικού ημερομισθίου."11 Το μερίδιο των μισθών στο καθαρό εγχώριο προϊόν, παρά την επέκταση των μισθωτών σχέσεων, παραμένει ακόμα και στη μεταπολίτευση σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από τα αντίστοιχα των δυτικοευρωπαϊκών χωρών (Μηλιός & Ιωακείμογλου 1987).
Όπως φαίνεται στον πίνακα 2, περίπου 14% των απασχολούμενων στον μη αγροτικό τομέα δούλευαν πάνω από 50 ώρες την εβδομάδα. (Φράγκος, 1980, πίνακας 59, σελ. 144. Επίσης σελ. 146).

 




3.4. Η υποβάθμιση του Κράτους Πρόνοιας
Το κράτος Πρόνοιας είναι υποβαθμισμένο στην Ελλάδα όχι μόνο στην προδικτατορική περίοδο αλλά ουσιαστικά μέχρι τη δεκαετία του '80. Μετά τη συντριβή της ΕΑΜικής επανάστασης και την εγκαθίδρυση της «έκτακτης» μορφής του αντικομουνιστικού κράτους, η κοινωνική ειρήνη και η καπιταλιστική συσσώρευση πραγματοποιήθηκαν όχι με «κοινωνικό συμβόλαιο» αλλά καπό από την ωμή φυσική βία και καταστολή. Το ποσοστό των κοινωνικών δαπανούν στην Ελλάδα, σαν ποσοστό % του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, παραμένει απελπιστικά χαμηλό καθ' όλη τη μετεμφυλιακή περίοδο (διάγραμμα 1). Μόνο προς τα τέλη της δεκαετίας του '70 παρατηρείται μια μικρή αύξηση.
Αν εξαιρέσει κανείς την Ισπανία και την Πορτογαλία όπου για τους ίδιους ιστορικούς λόγους (δικτατορίες) οι κοινωνικές δαπάνες είναι επίσης χαμηλές, η Ελλάδα στην περίοδο που μας ενδιαφέρει, κατέχει την τελευταία θέση στην ΕΟΚ (παρεμπιπτόντως αυτό ισχύει και σήμερα) και από τι: χαμηλότερες στο σύνολο τον ΟΟΣΑ. Μάλιστα το ποσοστό της αντιπροσωπεύει για το σύνολο των χωρών της ΕΟΚ περίπου το μισό, (πίνακας 3).

 



Μια περισσότερο λεπτομερειακή ανάλυση των συνθηκών πρόνοιας ενισχύει τα συμπεράσματα μας για τις συνθήκες ασφάλισης που υπήρχαν στην Ελλάδα. Μέχρι τη διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το ποσοστό των συνταξιούχων στο σύνολο του πληθυσμού πάνω από 55 ετών αλλά και των ασφαλισμένων συνολικά στους διάφορους οργανισμούς ήταν πολύ συμπιεσμένο. Ας σημειώσουμε ακόμα ότι αντιπροσωπεύει λιγότερο από το μισό του πληθυσμού, μέχρι και τη μεταπολίτευση12 (βλέπε και πίνακες 4 και 5).



Είναι ολοφάνερο πως το Κράτος Πρόνοιας αντίθετα με ευρύτατα διαδεδομένες απόψεις δεν είναι μια παραχώρηση και μάλιστα «συνειδητή» των κυρίαρχων τάξεων προς τις κυριαρχούμενες αλλά μια κατάκτηση των τελευταίων. Γι αυτό άλλωστε και η έκβαση του κοινωνικού ανταγωνισμού στην Ελλάδα θα επιβάλλει την καθήλωση των κοινωνικών δαπανών, όχι την «παραχώρηση» τους.
3.5. Οι συνθήκες κατοικίας
Στην περίοδο της κατοχής και του εμφυλίου, θα σημειωθεί, λόγω των καταστροφών, μια ραγδαία επιδείνωση της ήδη προβληματικής  - κατά την προπολεμική περίοδο - κατάστασης της κατοικίας. (Μπαμπανάσης 1981, σελ. 126).
Οι συνθήκες κατοικίας για το σύνολο της χώρας ήταν κυριολεκτικά άθλιες και αθλιότερες για την ύπαιθρο. Το 1951, στο σύνολο της χώρας, μόνο 26,7% των κατοικιών είχε ηλεκτρικό ρεύμα. Το 1961 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 53,2%. Δηλαδή σχεδόν οι μισές κατοικίες δεν διέθεταν ηλεκτρισμό.
Η μέση πυκνότητα κατοίκησης στο σύνολο της χώρας ήταν το 1961, 4,07 άτομα ανά οικία και 1,45 άτομα ανά δωμάτιο. Συγκριτικά με τις χώρες της Ευρώπης ήταν από τους χαμηλότερους (Πουλοπούλου 1986, σ. 177).
Σύμφωνα με την ΕΣΥΕ, το 1961 περίπου 60.000 κατοικίες σ' όλη τη χώρα. χαρακτηρίζονταν επίσημα «μη κανονικές» και κατά τον Οικονομικό Ταχυδρόμο σαν «τρύπες».13
3.6. Μορφωτικό επίπεδο
Στα δεδομένα αυτά θα πρέπει να προστεθεί και το μεγάλο ποσοστό αναλφαβητισμού. Στη δεκαετία 1961-1971 παρά τη σχετική βελτίωση, το ποσοστό των αναλφάβητων και ημιαναλφαβήτων στο σύνολο του ΟΕΠ παραμένει υψηλό (42.3% το 1961 και 32.0% το 1971).

3.7. Η εξαθλίωση στις πόλεις14
Για την κατάσταση στις πόλεις, είναι διαθέσιμα και ορισμένα αναλυτικότερα στοιχεία. Η κοινωνική πόλωση είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού ακόμη και για ένα «πνεύμα» όπως του Γ. Θεοτοκά. Πως εκλαμβάνει αυτήν την κοινωνική πόλωση φαίνεται από το παρακάτω απόσπασμα:
«Για να μην απομακρυνθώ πολύ από τη γειτονιά μου, παρακαλάω τον αναγνώστη, αν έχει καιρό, να κάμει έναν περίπατο ως τη γωνία της λεωφόρου Ιλισού και της οδού Παπαδιαμαντοπούλου. θα αντικρίσει εκεί, μέσα σ' ότι απομένει από την κοίτη του Ιλισού, έναν απερίγραπτο οικισμό από τρώγλες, που αποτελεί αληθινό όνειδος για το κράτος μας, το δήμο και την κοινωνία, μιαν ομαδική προσβολή σε κάθε έννοια ανθρωπιάς. Τριγύρω θα δει ολοκαίνουριες πολυκατοικίες, φρέσκες και γελαστές, πλούσια περίπτερα της μπενζίνας. μεγάλη κίνηση ιδιωτικών αυτοκινήτων. Σε λίγα λεπτά απόσταση αστράφτει το Χίλτον. Είναι μια παραστατική εικόνα της σημερινής ελληνικής πραγματικότητας, που αν αρχίσετε να τη συλλογίζεστε μπορεί να σας δώσει ένα άγχος. Μια κοινωνία που παραδέχεται τέτοιες διακρίσεις ανάμεσα στον πληθυσμό της  -  και μάλιστα σε κεντρικά σημεία της πρωτεύουσας της  -  δεν μπορεί να αισθάνεται σίγουρη για τον εαυτό της.
Οι αριθμοί που μας δίνουν οι ειδικοί παρουσιάζουν εκατομμύρια πολίτες ως απόρους και μεγάλα πλήθη ως ανέργους και υποαπασχολούμενους. Αλλά, για να συλλάβουμε το πρόβλημα σ' όλο του το βάθος. πρέπει να ξεπεράσουμε τα αφηρημένα σχήματα των αριθμών και να νοιώσουμε ότι πρόκειται για μάζες ανθρώπινες, για πλάσματα ζεστά και πονεμένα, γεμάτα πίκρα, αποκαρδίωση. οργή. Και σ' ένα επίπεδο κάπως υψηλότερο απ' αυτόν τον κοινωνικό πυθμένα, βρίσκονται άλλες μάζες, που δεν τις αποτελούν άνεργοι και άποροι με την επίσημη έννοια, αλλά άνθρωποι που επίσης υποφέρουν και μνησικακούν γιατί πιστεύουν ότι δεν συμμετέχουν στη ζωή του τόπου με πνεύμα δικαιοσύνης, ότι τα δικαιώματα τους έχουν καταπατηθεί από τους ισχυρούς. Ένα μέρος από τα πλήθη αυτά βρίσκει μια αναγκαστική διέξοδο στη μετανάστευση» (Θεοτοκάς. 29 Σεπτεμβρίου 1965, στο 1966, σελ. 38).
Οι συνθήκες διαβίωσης των λαϊκών μαζών που μετακινήθηκαν από πολεοδομικό συγκρότημα της πρωτεύουσας φαίνονται από τα παρακάτω στοιχεία. Το 1958, σύμφωνα με στοιχεία που είχαν δημοσιευτεί τότε στον Οικονομικό Ταχυδρόμο προέκυπτε η εξής εικόνα, για 60.000 κατοικίες με 220.000 κατοίκους στην περιοχή της Αθήνας:

Η κατάσταση κατά περιοχές είναι διαφορετική. Σε πολλά προάστια της Αθήνας είναι πολύ χειρότερη.
Απ' τις 60. 000 κατοικίες στην περιοχή Αθηνών οι 57% αποτελούνται από ένα δωμάτιο. Η πυκνότητα το ν ατόμων είναι: πάνω από 3 άτομα ανά δωμάτιο............ 37% των κατοικιών
πάνω από 4 άτομα ανά δωμάτιο............ 20% των κατοικιών
πάνω από 5 άτομα ανά δωμάτιο............ 10% των κατοικιών
«Οι συνθήκες κατοικίας της εργατικής τάξης είναι ελεεινές, οι περισσότερες οικογένειες ζουν μέσα στο ίδιο δωμάτιο.» (Walter, Rondholz, Φαράντος 1974. σελ. 18)"
To 1951 μόνο το 64% των κατοικιών διέθεταν ηλεκτρικό ρεύμα. Το 1961 το ποσοστό αυτό έφθασε το 89,5% (Πουλοπούλου 1986, σελ. 522).
Το 1964 στις πόλεις (στις αστικές περιοχές), μόνο 33.1% των νοικοκυρών μαγείρευε με ηλεκτρικό ρεύμα, 35 % περίπου διέθετε τρεχούμενο νερό, μόνο 34.6 % είχε αποχωρητήριο με αποχέτευση και 65 % περίπου δεν είχε λουτρό.16
Η συσσώρευση αυτών των αντιθέσεων γύρω από το πρόβλημα της κατοικίας στην Ελλάδα  -  για το οποίο μόνο ορισμένες ενδείξεις παραθέτουμε εδώ είναι εκρηκτική. Σ' αυτό το γεγονός οφείλεται και το ξέσπασμα σοβαρών κοινωνικών αγώνων στη μεταπολίτευση, δηλαδή στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του '70. Οι συγκρούσεις αυτές (πχ. Πέραμα, Καματερό κλπ.) επικεντρώνονται στην «αυθαίρετη» δόμηση, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο έλυσαν μόνες τους το πρόβλημα της κατοικίας οι λαϊκές μάζες μετεμφυλιακά, μπροστά στην αδιαφορία του κράτους.
3.8. Η εξαθλίωση της υπαίθρου
Οι ραγδαίες αλλαγές των τελευταίων 25 χρόνων μεταμόρφωσαν κυριολεκτικά την ελληνική κοινωνία, ιδιαίτερα η δεκαετία του '80. Η ολόπλευρη (οργανική) πλέον ενσωμάτωση της στο ευρωπαϊκό ιμπεριαλιστικό κέντρο σηματοδοτεί ευρύτατους μετασχηματισμούς που έχουν συντελεστεί όχι μόνο στο οικονομικό επίπεδο αλλά και στο πολιτικό και στο ιδεολογικό.
Η Ελλάδα του '80 προφανώς δεν θυμίζει σε τίποτα πια την Ελλάδα του '50 ή του '60. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει με τη σειρά του ότι η Ελλάδα εκείνη δεν υπήρξε. Εικόνες σαν και την παρακάτω που παρουσιάζει ο Γ. Κάτρης στο βιβλίο του (1974) μπορεί να φαντάζουν σήμερα μάκρυνες, ακατανόητες ή εξωτικές, αντιστοιχούν όμως σ' αυτό που υπήρξε η ελληνική πραγματικότητα.
«Το θέαμα ήταν τρομακτικό. Ντυμένα με κάτι απίθανα κουρέλια, ξυπόλητα, σκελετωμένα, με βαθουλωμένα μάγουλα και απλανή βλέμματα, τα παιδιά των Τζουμέρκων θυμίζουν παιδιά της κατοχικής πείνας, ή του Νταχάου. Στο βάθος κάτι μισοερειπωμένα καλυβόσπιτα, χωρίς παράθυρα και πόρτες, έμοιαζαν με κατοικίες τρωγλοδυτών. Το εσωτερικό τους ένας μοναδικός χώρος με πάτωμα την ίδια την γη. Άνθρωποι και ζώα τρώνε και κοιμούνται μαζί. Βέβαια το "τρώνε" είναι περισσότερο σχήμα λόγου. Το καλοκαίρι, με κανένα λαχανικό, κάτι πάει κι έρχεται. Αλλά το χειμώνα η ζωή γίνεται κόλαση. Η γη δεν βγάζει τίποτε, τα χιόνια κλείνουν κάθε επικοινωνία με τον άλλο κόσμο προμήθειες δεν υπάρχουν. (...) Είναι αλήθεια ότι το κράτος της δεξιάς θυμόταν πότε πότε αυτούς τους ξεχασμένους πληθυσμούς (που ψηφίζουν στις εκλογές...) και έριχνε κατά τους μήνες της βαρυχειμωνιάς από αεροπλάνα σακιά με καλαμπόκι. Είναι η μοναδική τροφή. (...) Όχι, δεν είναι σκυλίσια η ζωή εδώ. Είναι κάτι πολύ χειρότερο (...).
Δεν είναι όλη η Ελλάδα Τζουμέρκα. Αλλά ούτε και "βιτρίνα" [ΣΣ. εννοεί το κέντρο της Αθήνας]» (Κάτρης 1974, σελ. 89).
Η φτώχεια και εξαθλίωση της υπαίθρου είναι σίγουρα ασύγκριτα μεγαλύτερη από ότι στις πόλεις. «Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που δόθηκαν στην Βουλή το 1962, περίπου το 50% των αγροτικών νοικοκυριών είχαν έσοδα μικρότερα από τα έξοδα καλλιέργειας και μόλις το 35% πραγματοποιούσαν εισοδήματα ίσα με τις δαπάνες συντήρησης τους. Η φτώχεια σ' ορισμένες ζώνες της ελληνικής υπαίθρου είχε φτάσει στην κατάσταση της μόνιμης μάστιγας. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, για το διάστημα 19601965, περίπου 10.000 μικρά αγροτικά νοικοκυριά διαλύονταν το χρόνο και οι κάτοχοι τους έφευγαν για τις πόλεις ή το εξωτερικό (...) Η κατάσταση είχε τόσο οξυνθεί που στα μέσα του 1966, ακόμα και ο φασιστικός Τύπος δημαγωγικά διακήρυττε: ότι ο αγροτικός κόσμος δεν είδε μια άσπρη μέρα, πως το "εισόδημα του παραμένει εξευτελιστικό, η εκμετάλλευση συνεχίζεται, η δυστυχία του μεγαλώνει". Το αγροτικό εξακολουθούσε να παραμένει το πιο οξύ εσωτερικό κοινωνικό πρόβλημα του τόπου.» (Ψυρούκης, 1983, Β, 138)'7
Κυρίως στη δεκαετία του '50, οι συνθήκες κατοικίας στην ύπαιθρο ήταν «απαράδεκτες και κυριολεκτικά άθλιες για μερικά ορεινά χωριά» (Πουλοπούλου οπ.). Στη δεκαετία του '60 η κατάσταση αυτή πολύ λίγο είχε τροποποιηθεί. Ο εξηλεκτρισμός της υπαίθρου ήταν στην δεκαετία του '50 και στις αρχές της δεκαετίας του '60 πολύ περιορισμένος (οπ.). Το 1951 μόνο 2.7 % των κατοικιών είχε ηλεκτρικό ρεύμα (όπ, υπ. 111, σελ. 522). Το 1961 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις 13,6 %! Ακόμα και στη δεκαετία του '60 η ζωή στην ύπαιθρο ακολουθεί τους δικού: της ρυθμούς.
Σύμφωνα τέλος με την έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών της ΕΣΥΕ το 1964IS, το 80 % των αγροτικών νοικοκυριών χρησιμοποιούσε ως μέσο μαγειρέματος καυσόξυλα (Καραποστόλης 1983 σελ. 122), μόνο 19.7% είχαν ηλεκτρικό φως! (όπ.π. 123), ενώ τρεχούμενο νερό μόνο 10.9%. Μόνο 0.8 % διέθετε ιδιαίτερο αποχωρητήριο με αποχέτευση!, ενώ το 97 % διέθετε εκτός σπιτιού.
Ακόμα και το 1974 η εικόνα παρέμενε ζοφερή. Το ποσοστό κατοικιών χωρίς αποχωρητήριο αν και είχε μειωθεί παρέμενε 75.1 % !, ενώ δεν είχε λουτρό ακόμη το 86.1%. Τέλος ακόμη και το 1974, 40.2% των αγροτικών νοικοκυριών δεν διέθετε κανένα διαρκές καταναλωτικό αγαθό (τηλέφωνο, ηλεκτρικό ψυγείο, πλυντήριο, τηλεόραση, αυτοκίνητο
3.9. Καπιταλιστική «ανάπτυξη» και εξαθλίωση μετανάστευση.
Ο ελληνικός καπιταλισμός μπαίνει από τις αρχές της δεκαετίας του '60 στη φάση της ραγδαίας ανάπτυξης του. Οι ρυθμοί της καπιταλιστικής συσσώρευσης που σημειώνονται είναι από τους υψηλότερους στον κόσμο. Ενδεικτικά παραθέτουμε τον παρακάτω πίνακα που αφορά τις χώρες της ΕΟΚ.

Συνεπάγεται όμως αυτή η διαδικασία καπιταλιστικής ανάπτυξης στη δεκαετία του '60 και άνοδο του βιοτικού επιπέδου των μαζών, εξάλειψη των φαινομένων της μαζικής εξαθλίωσης που περιγράψαμε συνοπτικά προηγουμένως; Όποιος διατηρεί την ελάχιστη σχέση με την ελληνική κοινωνία της εποχής δεν μπορεί να το ισχυριστεί σοβαρά.
Και στη δεκαετία του '60, και παρά το γεγονός ότι η καπιταλιστική συσσώρευση έχει αρχίσει, η φτώχεια και η εξαθλίωση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού όχι μόνο της υπαίθρου αλλά και των πόλεων εξακολουθούν να διατηρούνται. Το βιοτικό επίπεδο των μαζών δεν έχει καλυτερεύσει. Την καπιταλιστική συσσώρευση δεν ακολούθησε μια άνοδος του βιοτικού επιπέδου των μαζών άρα και των εισοδημάτων. Όπως είχε πει και ο Γ. Παπανδρέου: «Οι αριθμοί ευημερούν και οι άνθρωποι δυστυχούν.»
Τι άλλο άραγε μπορεί να σημαίνει αυτή η τεράστια κοινωνική κίνηση που σημειώθηκε με τη μεταπολεμική μετανάστευση, παρά τη διατήρηση της φτώχειας και της αθλιότητας;
Υπολογίζεται ενδεικτικά ότι στη 20ετία 1950-1970, 650.000 άτομα («καθαρή μετανάστευση»), κατά βάση προλεταριοποιημένοι εργάτες και αγρότες εγκατέλειψαν τη χώρα (Πουλοπούλου 1968, σελ. 59). Πρόκειται αναμφίβολα για μια τεράστια κοινωνική κίνηση. Αν συνοπολογίσουμε μόνιμους (1,2 εκατ.) και προσωρινούς (1,2 εκατ.) μετανάστες, τότε συνολικά η κίνηση αυτή αφορά περίπου 2,4 εκατ. ανθρώπους, το 1 4 της ελληνικής κοινωνίας. (Πουλοπούλου 1968, σελ. 47)
Είναι γνωστό από το Μαρξ1 '' ότι καπιταλιστική ανάπτυξη και εξαθλίωση όχι μόνο δεν είναι αντίθετα πράγματα αλλά το δεύτερο είναι προϋπόθεση του πρώτου. Η ύπαρξη ενός μεγάλου εφεδρικού στρατού σε λανθάνουσα, στάσιμη ή ρευστή μορφή, που ζει σε άθλιες συνθήκες, είναι ευνοϊκός όρος για την αξιοποίηση του κεφαλαίου. Είναι επίσης γνωστές οι αναλύσεις της ελληνικής περίπτωσης πάνω σ' αυτό το πρόβλημα.: "
Έτσι εξηγείται, πως είναι δυνατόν η περίοδος 1960-1965 και συμβολικά το ίδιο το 1965, να είναι για την Ελλάδα ταυτόχρονα έτος υψηλότατης «οικονομικής» ανάπτυξης αλλά και μετανάστευσης (πίνακες 9, 10).



Ο Δημήτρης Χαραλάμπης συγχέοντας την καπιταλιστική ανάπτυξη με μια γενικευμένη ευημερία, θα διατυπώσει την παρακάτω φράση: «(...) αντίθετα με τους φόβους της αστικής εξουσίας, ήδη στη δεκαετία του '50 και πολύ περισσότερο στη δεκαετία του '60 οι κοινωνικές σχέσεις χάνουν τον ενεργό αντιθετικό τους χαρακτήρα και η ταξική αντιπαράθεση περιθωριοποιείται και πάλι (sic !!). Ο πολιτικός καταναγκασμός δεν ήταν ο μόνος λόγος για την ανενέργεια της ταξικής αντίθεσης, αν και ας μην ξεχνάμε, ότι ο φόβος, που γεννά τον οππουρτουνισμό, αποτελεί τη βάση κάθε εξουσίας. Η οικονομική ανάπτυξη, σε βαθμό άγνωστο μέχρι τότε, κυρίως από το 1961-63 και έπειτα, αποτέλεσε τη δεύτερη υποδομή της ταξικής εξουσίας. Εκφραζόμενες μέσα από την αστική ιδεολογία οι κυριαρχούμενες τάξεις δεν απείλησαν ποτέ μετά τον εμφύλιο την ταξική εξουσία σε όλα τα επίπεδα ιδεολογικό, πολιτικό, οικονομικό, η κοινωνική συναίνεση ήταν και είναι πραγματικότητα» (Χαραλάμπης 1985, σελ. 186).
Υπάρχει σίγουρα χάος ανάμεσα στην ελληνική κοινωνία του '50 και του '60 και σ' αυτήν την ιδεολογική αναπαράσταση της! θα παρατηρούσαμε κατ' αρχήν στην άποψη αυτή ότι τα αποτελέσματα της καπιταλιστικής ανάπτυξης πάνω στη σχετική άνοδο του βιοτικού επιπέδου των μαζών έχουν επιπτώσεις πάντα σ' ένα μακροπρόθεσμο στάδιο.
Η (σχετική) άνοδος δηλαδή του βιοτικού επιπέδου δεν γίνεται αυτομάτως και πολύ περισσότερο δεν συνιστά παράγοντα «άμεσης» ιδεολογικοπολιτικής ενσωμάτωσης των κυριαρχούμενοι τάξεων. Η καπιταλιστική ανάπτυξη που άρχισε το 196162 δεν μπορεί δυο τρία χρόνια μετά (δηλαδή το '65) να έχει εξασφαλίσει τη συναίνεση! Πρόκειται αναμφίβολα για μια σχηματική αντίληψη που διακρίνεται για τη μηχανιστική αντανάκλαση που αποδίδει στην καπιταλιστική ανάπτυξη.
Από την άλλη μεριά πιστός στην ανάλυση του σύμφωνα με την οποία οι μάζες είναι διαρκώς ενσωματωμένες και συναινούν προς την αστική εξουσία (παρεμπιπτόντως. είναι κοινή διαπίστωση σ' όλους τους μελετητές ή κρίση ιδεολογικής νομιμοποίησης της αστικής εξουσίας μετεμφυλιακά, κάτι που σε άλλο μέρος του βιβλίου του αναγνωρίζει και ο Δ.Χ. και αποτελεί μια επιπλέον αντίφαση του), ο ΔΧ πολύ απλά. .. παρακάμπτει το «ξεροκέφαλο» γεγονός ότι στη δεκαετία του '60 εξαιτίας της τρομερής αυτής εξαθλίωσης, και όταν το ιδεολογικό και πολιτικό κλίμα το επιτρέπει, ξεσπάνε έντονοι κοινωνικοί αγώνες που παίρνουν μάλιστα πρωτόγνωρες μορφές. Πράγματι, πουθενά στην μελέτη του Δ.Χ. δεν υπάρχει ανάλυση των κοινωνικών αγώνων της προδικτατορικής περιόδου. Αποκαλύπτεται έτσι εδώ μια βασική πλευρά της ανάλυσης του, ο πολιτικισμός. Οι αντιθέσεις στο εσωτερικό του κράτους και στην πολιτική σκηνή αναλύονται, όπως είπαμε και πριν, ερήμην της πάλης των τάξεων, της (ιδεολογικής, πολιτικής, κοινωνικής) κίνησης των μαζών. Η ανάλυση αυτή είναι φανερό ότι στέκεται στο κενό (εδώ) θα επανέλθουμε).
Και όμως η περίοδος 1962-1965 είναι για την Ελλάδα περίοδος πρωτοφανούς έκρηξης των κοινωνικών κινημάτων, που δεν υπολείπεται από την αντίστοιχη της Δ. Ευρώπης. Ας παρακολουθήσουμε όμως πιο κοντά αυτή την έκρηξη και την προϊστορία της.
4. Η κινητικότητα των μαζών
4.1 Οι κοινωνικοί αγώνες μετά τον εμφύλιο
«Η εξέγερση του λαού δεν ήταν τυχαίο φαινόμενο. Το κοινωνικό αδιέξοδο ωρίμαζε από καιρό. Ο μηχανισμός λειτουργίας του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού και της αμερικανοκρατίας στην Ελλάδα αυξάνοντας αδιάκοπα την καταπιεστικότητα και σε βάρος των προλεταρίων και της φτωχολογιάς του χωριού και της πόλης και παράλληλα στριμώχνοντας την ταξική πάλη στα ασφυκτικά περιθώρια του αυθορμητισμού, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο παρά να οδηγεί τις μάζες από τη χρόνια απάθεια στην απρόσμενη εξέγερση. Δε χρειάστηκαν παρά μερικές μονάχα ώρες, μετά από το ξέσπασμα της κρίσης στους κόλπους του κοινοβουλευτισμού (...) για να ξεσπάσει ο εργαζόμενος λαός. (...) Και η συσσωρευμένη οργή των μαζών, έβγαινε με όλη της την ορμητικότητα στην επιφάνεια.» (Ψυρούκης, 1976, σελ. 356).
Η έκρηξη του '65 είναι ακατανόητη για όποιον δεν πάρει υπ' όψη του τη βασική τομή του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, την ΕΑΜική επανάσταση και τη συντριβή της. Με αυτό το στοιχείο σαν «κόκκινο νήμα», ας παρακολουθήσουμε συνοπτικά τους κοινωνικούς αγώνες που διεξάγονται στον κοινωνικό σχηματισμό μετά τον εμφύλιο, θα χρησιμοποιήσουμε γι' αυτό μια περιοδολόγηση που εκθέτουμε αλλού αναλυτικά.
Στην πρώτη περίοδο μετά τον εμφύλιο (1949-1958), η κινητικότητα των μαζών εμφανίζεται χαμηλή. Οι κοινωνικοί αγώνες είναι ουσιαστικά ανύπαρκτοι παρά τη βαθιά οικονομική και κοινωνική κρίση, την εξαθλίωση των μαζών. Η ήττα έχει αποδιοργανώσει και εξουθενώσει το μπλοκ των λαϊκών δυνάμεων (Καράς 1973).
Όποιοι κοινωνικοί αγώνες εμφανίζονταν αυτή την περίοδο, είναι αγώνες για τη δημοκρατία, την κατάργηση της έκτακτης νομοθεσίας, τη γενική αμνηστία, την υπεράσπιση δημοκρατικών δικαιωμάτων, το Κυπριακό, την εκπαίδευση (αναλυτικά όπ. π., υπ. 21). Η ανάπτυξη των αγώνων αυτών που θα βοηθηθούν σημαντικά από τη δημιουργία και την ανάπτυξη της ΕΔΑ. ιδιαίτερα από το 1954-1956 κι ύστερα, θα αποτελέσει το πεδίο σταδιακής ανασύνταξης του ηττημένου ΕΑΜικού μπλοκ, το σκαλοπάτι που θα προετοιμάσει την κατακόρυφη άνοδο των κοινωνικών αγώνων της δεκαετίας του '60.
Οι αγώνες για τον εκδημοκρατισμό, το Κυπριακό, την εκπαίδευση κλπ. είχαν ταξικό χαρακτήρα, κάτι που συχνά παραγνωρίζεται. Δεν είναι μόνο η «μεταμφίεση» του ταξικού αγώνα. Είναι η μόνη δυνατή συγκεκριμένη μορφή που μπορούσαν να λάβουν στη δεδομένη συγκυρία, λόγω της νίκης της αστικής τάξης στον εμφύλιο πόλεμο (αντεπαναστατική περίοδος) και της επιβολής της «έκτακτης» μορφής του μετεμφυλιακού κράτους.
Έτσι η ανασύνταξη του ηττημένου ΕΑΜικού μπλοκ που θα καταγραφεί στην «ξαφνική» άνοδο της ΕΔΑ στο 25% το 1958 δεν είναι αποτέλεσμα ανάπτυξης σημαντικών κοινωνικών αγώνων. Αν και στο εκλογικό αποτέλεσμα δεν συμπυκνώνεται η δράση μαζικών κινημάτων αλλά η κοινοβουλευτική ανασύνταξη του ΕΑΜικού μπλοκ, εντούτοις, το αποτέλεσμα έχει τη δική του δυναμική, θα αποτελέσει αφετηρία για τη ραγδαία ριζοσπαστικοποίηση των μαζών στην αυγή της δεκαετίας του '60. Η περίοδος 1958 -1961 είναι λοιπόν μεταβατική, ενώ το 1960 είναι χρόνος κοινωνικής αναταραχής. Τέλη του '60 (ορόσημο η 1η Δεκέμβρη 1960 και η αιματηρή σύγκρουση με την αστυνομία) εισβάλλει ορμητικά στο πολιτικό προσκήνιο ένα νέο προλεταριακό υποκείμενο, οι οικοδόμοι, δύναμη κρούσης και ραχοκοκαλιά του εργατικού κινήματος που αναπτύσσεται μετά το '60. Περισσότερο από κάθε άλλο κομμάτι του θα βρεθούν στην πρωτοπορία των αγώνων και της βίαιης σύγκρουσης με το αστικό κράτος (Καραμπελιάς 1985).
Οι εκλογές του '61 («βίας και νοθείας») πέτυχαν το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που επιδίωκαν. Αντί να αποτελέσουν απάντηση στην (κοινοβουλευτική) ανασύνταξη του ΕΑΜικού μπλοκ διαμέσου της ΕΔΑ (το 1985), απονομιμοποίησαν τη Δεξιά και το κράτος. Έγιναν το σημείο πυροδότησης των κοινωνικών αγώνων στη δεκαετία του '60 και της όξυνσης της ταξικής πάλης (περίοδοι 1962-1965 και 1965-1967), (Βλ. όπ.π.).
Μπαίνουμε λοιπόν στην τρίτη και σημαντικότερη περίοδο των κοινωνικών αγώνων μετά τον εμφύλιο πόλεμο που θα χαρακτηριστεί από πρωτοφανή ένταση και έκρηξη. Οι αγώνες αυτοί θα οδηγήσουν στην επαναστατική κατάσταση των Ιουλιανών.
Η περίοδος που ακολουθεί τις βουλευτικές εκλογές του 1961, ουσιαστικά από το 1962 και μετά, είναι περίοδος κατακόρυφης όξυνσης της ταξικής πάλης.
Το εργατικό κίνημα
Το 1962 παρατηρείται διπλασιασμός των απεργιών και των απεργών (πίνακας 11 διαγράμματα 2, 3, 4) καθώς και πολιτικοποίηση τους (σημαντική άνοδος των αγώνων εμφανίζεται στη βιομηχανία, και την ενέργεια. Διαγράμματα 5, 6). Ενώ το 1961 μόνο 12.6% περίπου των απεργιών και περίπου 1% των απεργούν έχουν αιτήματα συνδικαλιστικά και δημοκρατικών ελευθεριών, το 1962, οι απεργίες με αντίστοιχα αιτήματα συνδικαλιστικά και δημοκρατικών ελευθεριών, φτάνουν στο 24% και οι απεργοί το 17% (πίνακας 12).







Οι μαζικοί εργατικοί αγώνες του 1962-1963 (το 1963, οι χαμένες ώρες εργασίας διπλασιάζονται διάγραμμα 4), εγκαινιάζουν μια νέα επιθετική περίοδο του εργατικού κινήματος. Είναι αγώνες για αυξήσεις, για συνδικαλιστικά και πολιτικά δικαιώματα. Παράλληλα το συνδικαλιστικό κίνημα ενοποιείται οργανωτικά με την συγκρότηση των ΣΕΟ που ουσιαστικά ξεπερνάει την κρατική ΓΣΕΕ."
Στην έκρηξη αυτών των μαζικών αγώνων καθοριστικό ρόλο έπαιξαν οι μαζικές κινητοποιήσεις του «Ανένδοτου» αλλά κυρίως το αγωνιστικό συνολικό πολιτικό κλίμα που διαμόρφωσε σ' όλη την Ελλάδα. Ο Ανένδοτος είχε ένα βασικό πολιτικό αποτέλεσμα: δημιούργησε μια αγωνιστική ενότητα των κινητοποιημένων μαζών στη βάση, πέρα από τη διαφορετική τους πολιτική εκπροσώπηση (Λιναρδάτος 1988α, Μευνώ 1965). Όπως λέει και ο Ν. Καράς «αυτό που έχει μεγάλη σημασία είναι ότι οι δημοκρατικές δυνάμεις, δηλαδή και η Ένωση Κέντρου και η ΕΔΑ, βρέθηκαν στην από δω μεριά του οδοφράγματος και η ενότητα των μαζών που πραγματοποιήθηκε στη βάση ήταν μια μεγάλη κατάκτηση». (Καράς 1973, XXI).
Τομή στην ανάπτυξη των κοινωνικών αγώνων θεωρείται η κηδεία Λαμπράκη (Μάιος 1963). Πρόκειται για τη μεγαλύτερη κοινωνική κινητοποίηση της μεταπολεμικής περιόδου στην οποία πήραν μέρος 500.000-700.000 λαού.23
Οι μαζικοί αγώνες της περιόδου 1962-63 θα οδηγήσουν στην ανατροπή του Καραμανλή και της ΕΡΕ στις εκλογές του Νοεμβρίου 1963 και του Φεβρουαρίου 1964. «Το νέο πολιτικό κλίμα γίνεται ιδιαίτερα αισθητό στην ύπαιθρο, όπου τα προηγούμενα από το 1963 χρόνια της μετεμφυλιακής περιόδου ήταν δύσκολο να διαδόσεις ακόμα και μετριοπαθείς εφημερίδες του Κέντρου και της Δεξιάς. Η απελευθέρωση αυτή από την πίεση του αστυνομικού κράτους καθώς και οι παροχές προς τους αγρότες που έκανε η πρώτη κυβέρνηση Παπανδρέου εξηγούν τη μεγάλη μετατόπιση ψήφων από τη Δεξιά προς το Κέντρο που θα παρουσιαστεί ιδιαίτερα στις επαρχίες (...) ανάμεσα στο Νοέμβρη του 1963 και το Φλεβάρη του 1964 υποχώρησε ακόμη περισσότερο η φοβία και η αστυνομοκρατία στην ύπαιθρο (...)» (Λιναρδάτος 198βα, σελ. 339 κε)
Η ΕΚ νικήτρια των εκλογών, θα εξασφαλίσει τη συναίνεση των λαϊκών μαζών μόνο για 3 μήνες. Είναι αποκαλυπτική η σύγκριση των στοιχείων που αφορούν τις απεργίες κατά τρίμηνο του 1964 με τα αντίστοιχα του 1963.

Ενώ το Ιο τρίμηνο του 1963 σημειώνονται 56 απεργίες (184.700 απεργοί), το Ιο τρίμηνο του 1964 (περίοδος των εκλογών) σημειώνονται 40 απεργίες (μόνο 18.500 απεργοί). Η σύγκριση για το 2ο τρίμηνο είναι τελείως διαφορετική. Στο 2ο τρίμηνο του 1963 σημειώνονται 40 απεργίες (311.200 απεργοί) ενώ το 1964 οι απεργίες του 2ου τρίμηνου φτάνουν τις 100 (υπερδιπλάσιες από το Ιο τρίμηνο του) και οι απεργοί τις 420.000 δηλαδή αυξάνονται κατά 23 φορές (!) σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο (βλ. πίνακα 13).
Η λαϊκή νίκη των εκλογών '64 πυροδοτεί μια πρωτοφανέρωτη δυναμική των κοινωνικών αγώνων.
Οι απεργίες του 1964 εκτός από τη μεγάλη ανάπτυξη τους, εμφανίζουν δύο "ιδιαίτερα χαρακτηριστικά:
1) Αυξάνει σημαντικά το ποσοστό συμμετοχής των εργοστασιακών εργατών που εισβάλλουν παράλληλα με τους οικοδόμους στο πολιτικό προσκήνιο. 40% των απεργών του '64 είναι εργαζόμενοι σε βιομηχανικές επιχειρήσεις. (Πίνακας 14,. Η θεαματική άνοδος των απεργιών των βιομηχανικών εργατών απεικονίζεται καθαρά στο διάγραμμα 5).

Ορόσημο στους αγώνες του βιομηχανικού προλεταριάτου η ανάπτυξη των οποίων είναι σταθερή, αποτελούν τα γεγονότα του Λαυρίου, τον Ιούλιο του 1964. Περισσότεροι από 400 εργάτες και εργάτριες, κλωστοϋφαντουργοί του εργοστασίου Καρέλα, πραγματοποιούν κατάληψη, και υπερασπίζονται το εργοστάσιο όταν η χωροφυλακή εισβάλλει σ' αυτό γενικεύοντας τη σύγκρουση σ' ολόκληρη την περιοχή. (Λιναρδάτος 1986, σελ. 28-29, Στεφανάτος 1966)



Ο Φακιολάς (1978) υπολογίζει τις απεργίες, από 11 μέρες και πάνω, ως εξής: 1962: 8, 1963: 25, 1964: 30 (4>51 μέρες!), 1965: 29 (1>51 μέρες), 1966: 47 (1>51 μέρες), (Πίνακας 4).
2) Αυξάνει τόσο η ένταση όσο και η διάρκεια τους. Οι απεργίες μεγάλης διάρκειας είναι η κυρίαρχη μορφή («άγριες απεργίες»). (Βλ. πίνακα 15) Η σκλήρυνση της ταξικής πάλης των εργαζομένων ήταν η απάντηση τους στις υπαναχωρήσεις της κυβέρνησης της ΕΚ από τις προεκλογικές και προγραμματικές υποσχέσεις της προς τους εργαζομένους, στην ακόμα μεγαλύτερη σκλήρυνση της εργοδοσίας απέναντι στις εργατικές διεκδικήσεις και στην αντεπίθεση της Δεξιάς με την κινδυνολογία του «κομμουνιστικού κινδύνου» που ξεκίνησε μετά το πρώτο σοκ της εκλογικής ήττας της ΕΡΕ (Στεφανάτος 1966)24.
Είναι ενδεικτικό ότι το 1964, 9,5% των απεργιών που γίνονται έχουν σαν αίτημα α) την επαναπρόσληψη απολυμένων. Στην περίοδο 19621965, το ποσοστό του '64 είναι το υψηλότερο (1962: 7.1, 1963: 8.8, 1964: 9.5, 1965:5.7, 1966: 2.95) Αλλά και 6) λόγους αλληλεγγύης (1962: 7.1, 1963: 7.45, 1964: 9.8, 1965: 6.7, 1966: 5.6) (Φακιολάς 1978, πίνακας 3).
Η αποτελεσματικότητα της ταξικής σύγκρουσης διακρίνεται και στον τρόπο «λύσης» των απεργιών. Ενώ το 1962 μόνο 33 απεργίες θα λυθούν με απ" ευθείας διαπραγμάτευση μεταξύ εργοδοτών εργαζομένων, και το 1963 μόνο 25, το 1964 φτάνουν στις 68, σχεδόν τριπλασιάζονται. (Το 1965 είναι 49 και το 1966 31). (όπ.π. πίνακας 6). Σαν ποσοστό τώρα («τρόπου λύσης» της απεργίας) στο σύνολο των απεργιών, αν εξαιρέσει κανείς το 1962 (γιατί το επίπεδο του απεργιακού κινήματος είναι ακόμη χαμηλό σε σχέση με το 6466) είναι πάλι το υψηλότερο: 1962: 181, 1963: 11.0, 1964: 17.0, 1965: 11.3,, 1966: 5.0.
Σ' ολόκληρη την προδικτατορική περίοδο το συνδικαλιστικό κίνημα αναπτύσσεται σημαντικά και σε τομείς που έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με το κράτος: τραπεζικοί, καθηγητές, ταχυδρομικοί, μεταφορές και ηλεκτρισμός (διαγράμματα 6, 7) Ο κλάδος των μεταφορών, τηλεπικοινωνιών και ηλεκτρισμού, προπορεύεται σε αριθμό απεργιών σ' όλη τη δεκαετία 19561965. «(...) διακρίνεται για τις γερές και μαζικές συνδικαλιστικές οργανώσεις του και για τη συνεπή ηγεσία που έχουν μια σειρά συνδικάτα του, όπως π.χ. η Ομοσπονδία Ηλεκτρισμού» (Στεφανάτος 1966). Η περίοδος αυτή δηλαδή αποτελεί την προϊστορία του κινήματος της Κοινής Ωφέλειας που θα αποτελέσει στη μεταπολίτευση βασική συνισταμένη του λαϊκού κινήματος.
Σ' αυτόν το χώρο θα συγκροτήσει βασικά και το Κέντρο τη συνδικαλιστική του παράταξη, την «Δημοκρατική Συνδικαλιστική Αλλαγή», ιδιαίτερα ισχυρή στα σωματεία των τραπεζοϋπαλλήλων, με βασικούς ηγέτες τους Ν. Παπαγεωργίου, Ι. Αλευρά, Παπαϊωάννου και Βιτώρη (Μεϋνώ, 1974, 183) Είναι ενδιαφέρον ότι η ανάπτυξη των αγώνων στους κλάδους αυτούς (Μεταφορές Επικοινωνίες, Τράπεζες, κρατικές υπηρεσίες) γίνεται μετά τα Ιουλιανό, το 1966 (διαγράμματα 6, 7) με αποτέλεσμα το ειδικό βάρος τους στο συνολικό απεργιακό κίνημα να αυξάνει σημαντικά. Αντίθετα, στους κλάδους της βιομηχανίας και των κατασκευών παρουσιάζεται σχετική κάμψη (διάγραμμα 3). Φαίνεται πως τα Ιουλιανό ριζοσπαστικοποιούν περισσότερο αυτές τις κατηγορίες των εργαζομένων που εισβάλλουν ορμητικά στο προσκήνιο. Από την άλλη οι βιομηχανικοί εργάτες και οι οικοδόμοι, τα βασικά κοινωνικά υποκείμενα (μαζί με τη νεολαία) των Ιουλιανών, δείχνουν σημεία «κόπωσης». Έτσι η κλαδική διόρθωση των χαμένων ωρών του 1966 είναι αισθητά διαφορετική από αυτή των 196465 (πίνακας 14). Κάτι ανάλογο, με μικρότερη κλίμακα βέβαια, συνέβη και στη μεταπολίτευση με την εισβολή και απόσυρση του εργοστασιακού κινήματος 197577. Τη δυναμική του αποτελέσματος μιας αυθεντικής κοινωνικής σύγκρουσης, όπως είναι γνωστό, πολλές φορές τη διαχειρίζονται άλλοι και όχι οι πρωταγωνιστές της.
Οι αγροτικές κινητοποιήσεις.
Ιδιαίτερη ανάπτυξη εμφανίζουν και οι αγροτικές κινητοποιήσεις, που παίρνουν το χαρακτήρα βίαιου ξεσηκωμού και είναι όλο και πιο συχνά αιματηρές, για τις χαμηλές τιμές των αγροτικών προϊόντων, τα χρέη κλπ.2
Η ελληνική ύπαιθρος γνωρίζει για πρώτη φορά νέες μορφές κινητοποίησης: την εισβολή των τρακτέρ στα κέντρα των πόλεων, τη μη παράδοση των αγροτικών προϊόντων.
Σ' ολόκληρη την περίοδο οι αγροτικές κινητοποιήσεις εμφανίζουν ανοδική πορεία, και αρκετές φορές στην περίοδο 1964-66 σημειώνονται βίαιες εκρήξεις (π.χ. τα γεγονότα στη Θεσσαλονίκη, στην Κρήτη, στην Άρτα κλπ.)
«Στις κινητοποιήσεις των τελευταίων χρόνων παρουσιάζεται μια μεγαλύτερη ποικιλία μορφών πάλης. Δίπλα στις συγκεντρώσεις, τα συλλαλητήρια, τα συνέδρια κλπ., εμφανίζονται μορφές πάλης όπως οι αγροτικές «απεργίες» ολόκληρων περιοχών, οι κάθοδοι στις δημοσιές και η κατάληψη τους, οι πορείες και κάθοδοι σε πόλεις, το μαζικό κάψιμο ή η καταστροφή προϊόντων στη δημοσιά ή στις πόλεις, το σταμάτημα τραίνων, οι καταλήψεις κτημάτων κλπ. Μαζικότερο χαρακτήρα πήρε τα τελευταία δύο χρόνια και η ίδια η προετοιμασία των αγώνων». (Στρίγκος 1964, σελ. 41)
Παρά τη δυναμική των αγροτικών αγώνων, όμως δεν μπορούμε να μιλήσουμε ουσιαστικά για συγκροτημένο και διαρθρωμένο αγροτικό κίνημα στην προδικτατορική περίοδο (όπως άλλωστε και στη μεταπολιτευτική). Οι αγώνες παραμένουν κατακερματισμένοι, δεν ενοποιούνται ούτε κλιμακώνονται, πολύ περισσότερο δεν συναρθρώνονται με τ' άλλα κοινωνικά κινήματα της περιόδου (εργατικό, νεολαιίστικο). Μετά τον εμφύλιο, το ζήτημα της εργατοαγροτικής συμμαχίας δεν θα ξανατεθεί από την Αριστερά.
Ανεξάρτητα όμως απ' αυτό, η ανάπτυξη των αγροτικών κινητοποιήσεων και η σύγκρουση με το κράτος, οδηγεί σε διάρρηξη των σχέσεων εκπροσώπησης των αγροτών με το μπλοκ της Δεξιάς. Αυτή η διεργασία θα αντανακλασθεί στο εκλογικό αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών του 1963 και του 1964. (Λιναρδάτος 198βα σελ. 173  -  Νικολακόπουλος 1985)
Στην περίοδο μετά τα Ιουλιανό, οι οικονομικοί αγώνες της αγροτιάς «σημειώνουν τη μεγαλύτερη άνοδο μεταπολεμικά, αγκαλιάζοντας όλους τους κλάδους των παραγωγών και με συμμετοχή 400.000 αγροτών στις πολύμορφες κινητοποιήσεις, με ξεχωριστής σημασίας την πάλη των καπνοπαραγωγών και σιτοπαραγωγών Θεσσαλονίκης στις 10 Ιούλη 1966 που δέχθηκε τη δολοφονική επίθεση της χωροφυλακής με όπλα και χειροβομβίδες με αποτέλεσμα να τραυματιστούν 150 αγρότες». (Διάλογος, 1972, σελ. 92).
Το κίνημα της νεολαίας
Στην περίοδο που εγκαινιάζεται μετά τις εκλογές του '61, και μέσα στο συνολικό κλίμα των μαζικών αγώνων του «Ανένδοτου» το κίνημα της Νεολαίας προσλαμβάνει ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις. Το 1962 αποτελεί τομή στην ανάπτυξη του φοιτητικού κινήματος. «Στα Πανεπιστήμια η κατάσταση ανατρέπεται: Τα Διοικητικά Συμβούλια των Συλλόγων, που κυριαρχούνταν μέχρι τότε από την ΕΚΟΦ, περνάνε στα χέρια των δημοκρατικών φοιτητών. Το εκπαιδευτικό πρόβλημα γίνεται αντικείμενο πολιτικών αγώνων και εγκαινιάζει τις μεγάλες κινητοποιήσεις του 15% και του 114.
Την Άνοιξη του 1962, η βίαιη εισβολή της Αστυνομίας στους Πανεπιστημιακούς χώρους παραβιάζοντας το ακαδημαϊκό άσυλο, δημιουργεί το κίνημα του «114» (Μαρτέν 1984, σελ. 3031).
Τους τελευταίους μήνες του '62 και στις αρχές του '63 αρχίζουν οι κινητοποιήσεις για το 15%. Οι αγώνες αυτοί ανθούν παράλληλα με τις πρώτες κινήσεις για την Ειρήνη, τον αφοπλισμό, τις ξένες βάσεις στην Ελλάδα. Τον Απρίλη του '63 ιδρύεται η Ε.Φ.Ε.Ε., στο Δ' Πανσπουδαστικό Συνέδριο. Ένα μήνα μετά, η δολοφονία του Γρ. Λαμπράκη θα γίνει αφορμή για την πρωτοφανή κορύφωση του νεολαιίστικου κινήματος. Το κίνημα αυτό θα βρει την έκφραση του στην ίδρυση της Δημοκρατικής Κίνησης Νέων «Γρηγόρης Λαμπράκης» η οποία ταχύτατα θα εξαπλωθεί σ' όλη την Ελλάδα με διαδικασίες αυθόρμητης συνεύρεσης. (Μαρτέν 1984). Οι Λαμπράκηδες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη και οργάνωση του νεολαιίστικου κινήματος βοηθώντας στο σπάσιμο της τρομοκρατίας στην ύπαιθρο και πρωτοστατώντας στις κινητοποιήσεις των Ιουλιανών Η κάμψη του νεολαιίστικου κινήματος από το 1966 και μετά (εκτός από μεμονωμένες φοιτητικές εκρήξεις όπως τον Φλεβάρη του '66 και τον Απρίλη του '67) θα συνοδεύσει την συνολική ύφεση του λαϊκού κινήματος στην περίοδο αυτή.
Ιουλιανά: Η έκρηξη των κοινωνικών αντιθέσεων
Η δυναμική των κοινωνικών αγώνων που ξετυλίγονται στην ελληνική κοινωνία μετά το '62 θα βρει την αποκορύφωση τους το 1965, στα Ιουλιανό.
Οι μαζικοί λαϊκοί αγώνες του διμήνου Ιουλίου Αυγούστου '65 για την ανατροπή του μοναρχικού πραξικοπήματος είναι πρωτοφανείς.26 Στο διάστημα των 40 ημερών μετά το πραξικόπημα πραγματοποιούνται 400 λαϊκές συγκεντρώσεις σε ανοιχτό χώρο (!).:7 Δυο από αυτές, η κάθοδος του Παπανδρέου από το Καστρί και η κηδεία του Σωτήρη Πέτρουλα είναι της τάξης των εκατοντάδων χιλιάδων. Όπως σημειώνει ο Γ. Κάτρης: «Ο ρυθμός δέκα μεγάλων λαϊκών κινητοποιήσεων κάθε μέρα δεν νομίζω ότι έχει προηγούμενο στην ελληνική ιστορία».
Οι αγώνες αυτοί έχουν πολιτικοποιηθεί κατακόρυφα. Υπολογίζεται ότι κατά το 1965 το 30,95% των απεργιών και το 76,02% των απεργών έχουν πολιτικά αιτήματα (υπεράσπιση συνταγματικής τάξης και δημοκρατίας, ανατροπή παλατιανού πραξικοπήματος) (πίνακας 12).
Για πρώτη φορά από το 1946 πραγματοποιείται πανεργατική πολιτική απεργία (Νεφελούδης 1965α, 1966β Λιναρδάτος 1986β, σελ. 151 Στεφανάτος 1965, Λιβιεράτος 1985, σελ. 2830).
Η απεργία αυτή αποτελεί τομή στην ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος, εγγράφεται υλικά για πρώτη φορά μετά το ΕΑΜ σαν στοιχείο της επαναστατικής σοσιαλιστικής στρατηγικής για την ελληνική κοινωνία.
«Η γενική πολιτική απεργία είναι η ανώτερη μορφή της απεργιακής πάλης του προλεταριάτου. Με τη συμμετοχή και συμπαράσταση σ' αυτήν των άλλων στρωμάτων του πληθυσμού αποχτά πανεθνικό χαρακτήρα. (...)
Μια γενική πολιτική απεργία μπορεί να κηρυχθεί και να πετύχει μόνο σε συνθήκες οξυμένης πολιτικής κρίσης, όταν κορυφώνεται και παίρνει παλλαϊκό χαρακτήρα η αντίθεση μεταξύ εξουσίας και λαϊκών συμφερόντων. Και η επιτυχία της γενικής πολιτικής απεργίας της 27 Ιούλη δείχνει πως δημιουργήθηκε, ενάντια στο παλατιανό πραξικόπημα, παλλαϊκή αντίθεση». (Στεφανάτος, 1965, 1966).
Στην γενική απεργία της 27 Ιουλίου πήραν μέρος συνολικά περίπου 350.000 εργαζόμενοι.
«...αυθόρμητα, μέσα στα εργοστάσια, στις γειτονιές, έγινε μια τεράστια προετοιμασία. Ο ένας με τον άλλον, αυτοσχέδιες επιτροπές σχηματίζονται, απεργιακές φρουρές της στιγμής δημιουργούνται από αυτούς που βαδίζουν στους δρόμους, από άγνωστους μεταξύ τους εργάτες και η απεργία παίρνει σάρκα και οστά». (Λιβιεράτος, 28).
Η δυναμική της πρωτόγνωρης λαϊκής έκρηξης που η Αριστερά και το Κέντρο θα φαλκιδεύσουν αντί να απελευθερώσουν, κάμπτεται σταδιακά μετά τα Ιουλιανό. Βέβαια το απεργιακό κύμα συνεχίζεται και αυξάνει και το 1966 (πίνακας 11 διαγράμματα)28, όχι όμως ο πολιτικός χαρακτήρας τους που ατονεί, ενώ όπως δείξαμε προηγούμενα τροποποιείται και η κοινωνική διάρθρωση του (πίνακας 14).
Το πολιτικό κλίμα μετά τα Ιουλιανά πιστεύουμε ότι αποδίδει πιστά το παρακάτω απόσπασμα: «Η αυτόνομη πολιτική παρουσία των λαϊκών δυνάμεων ανακόπτεται: από τις λαοθάλασσες των Ιουλιανών περνάμε σε μικροσυγκεντρώσεις στα θέατρα, από τις θριαμβευτικές προελάσεις στις αιματηρές και απομονωμένες συγκρούσεις πρωτοπόρων τμημάτων, από κατήγοροι σε απολογούμενους, από αισιοδοξία, σ' ένα καταθλιπτικό ερώτημα: θα γίνει η δικτατορία; Πότε; Ποιος» (Κράνης, 1972, 40).
Η προσμονή των εκλογών (Μάιος '67) και ο εφησυχασμός τον μαζών που καλλιεργήθηκε θα διευκολύνουν την επιβολή της δικτατορίας.
Βλέπουμε λοιπόν σαν τελικό συμπέρασμα ότι η κινητικότητα των μαζών στο δίμηνο Ιουλίου Αυγούστου '65 είναι πρωτοφανής για τη μετεμφυλιακή περίοδο αλλά και για τα διεθνή δεδομένα. Και το δεύτερο λοιπόν στοιχείο της «επαναστατικής κατάστασης» η υψηλή κινητικότητα των μαζών, είναι σαφέστατα διακριτό.
4.2. Τα Ιουλιανά μέσα στη διεθνή έκρηξη της δεκαετίας του '60
Η άνοδος των κοινωνικών αγώνων στην Ελλάδα μετά το 1960 δεν είναι άσχετη, αντίθετα εντάσσεται οργανικά και συντονίζεται με τον κύκλο των κοινωνικών αγώνων που θα αναπτυχθούν σ' όλες σχεδόν τις δυτικές καπιταλιστικές χώρες κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας και οι οποίοι θα οδηγήσουν στην παγκόσμια επαναστατική άνθηση του 1968.
Ολόκληρη η δεκαετία του '60 είναι «σπαρμένη» από εκρήξεις του κοινωνικού κινήματος σε κάθε χώρα. Η ταξική πάλη βέβαια κάθε κοινωνικού σχηματισμού έχει τους δικούς της μοναδικούς ιστορικούς προσδιορισμούς και ρυθμούς, ακολουθεί έναν ιδιαίτερο εθνικό κύκλο. Το καθοριστικό στοιχείο όμως από το 19681969 και μετά, είναι ο συντονισμός των εθνικών κύκλων, που δημιουργεί μια εντελώς νέα κατάσταση.
Σίγουρα το απεργιακό κίνημα κάθε χώρας δεν είναι ο αποκλειστικός παράγοντας της κοινωνικής έντασης για αυτή τη χώρα, πολύ περισσότερο βέβαια δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει μια κατάσταση επαναστατική. Είναι εντούτοις από τους βασικούς και ίσως ο μόνος που μπορεί να μελετηθεί συγκριτικά με διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία. Μπορεί έτσι, να χρησιμεύσει σαν ισχυρή ένδειξη για τις διακυμάνσεις της κοινωνικής έντασης σε κάθε χώρα. Βάσει αυτών των στοιχείων θα διαγράψουμε, σε γενικές γραμμές, το ευρωπαϊκό κοινωνικό φόντο που είναι αναγκαίο για έναν ακριβέστερο προσδιορισμό των Ιουλιανών.29
Η δεκαετία του '60 εγκαινιάζεται με τις μεγάλες απεργίες του Βελγίου. Το 1961 είναι χρονιά έκρηξης για τη Δανία και ισχυρού απεργιακού κύματος για τη Γαλλία και την Ιρλανδία. Το 1962 χρονιά έκρηξης για την Ιταλία (οι άγριες απεργίες του Τορίνο  -  ορόσημο και αφετηρία μιας ολόκληρης εποχής) και τη Μ. Βρετανία. Το 1963 για τη Δ. Γερμανία και τη Γαλλία, διατήρησης παράλληλα του απεργιακού κύματος σε Ιταλία και Ιρλανδία. Το 1964 χρόνια έκρηξης για την Ιρλανδία 



 
 
 
 

και υψηλού απεργιακού ρεύματος στην Ιταλία. Το 1965, εκτός από τα Ιουλιανό στην Ελλάδα, κοινωνικές εκρήξεις θα σημειωθούν στη Δανία και στην Ιρλανδία, ενώ το απεργιακό κίνημα διατηρείται σε υψηλά επίπεδα και στη Μ. Βρετανία. Στην Ισπανία φουντώνει το απεργιακό κίνημα και συγκροτούνται μέσα σ' αυτό οι «εργατικές επιτροπές» (Comisiones Obreros). To 1966 είναι επίσης χρονιά έκρηξης για την Ελλάδα αλλά και για την Ιρλανδία και το Βέλγιο, νέας άνθησης απεργιακού ρεύματος στην Ιταλία και τη Γαλλία (πίνακας 16).
Το δεύτερο κύμα των κοινωνικών εκρήξεων  -  συντονισμένων πλέον εθνικών κύκλων  -  που θα σημάνει το 1968 (1968: Γαλλία, Ιταλία, Ιρλανδία. 1969: Ισπανία, Ιρλανδία, Ιταλία, Μ. Βρετανία, 1970: Βέλγιο, Ισπανία, Ιρλανδία, Ιταλία, Ολλανδία, Μ.Βρετανία) και το δεύτερο μισό της δεκαετίας του '70. η ελληνική κοινωνία δεν θα το ακολουθήσει. Στην Ελλάδα έχει εγκαθιδρυθεί στρατιωτική δικτατορία.. .
Μάλιστα, σε ένα γενικό επίπεδο, η ανάπτυξη των κοινωνικών αγώνων στην Ελλάδα είναι περισσότερο σταθερή συγκριτικά με το σύνολο των χωρών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Κλιμακώνεται διαρκώς στην περίοδο 1960-1966, ενώ συνολικά η ΕΟΚ μετά το ξέσπασμα του 1961-62, περνάει ύφεση μέχρι τη νέα πρωτοφανή έκρηξη του 1968-1966 (διάγραμμα 8). Συγκρινόμενος ο δείκτης χαμένων ημερών εργασίας ανά 1000 μισθωτούς για την Ελλάδα με το μέσο όρο της ΕΟΚ  -  όπως φαίνεται στον πίνακα 17 και στο διάγραμμα 8  -  υπολείπεται κατά πολύ μέχρι το 1962, καλύπτοντας μόλις το 1 5. Την ίδια χρονιά η Ελλάδα βρίσκεται στην 5η θέση μαζί με το Βέλγιο, (πίνακας 16).

To 1963 όμως, για πρώτη φορά, η Ελλάδα προσεγγίζει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο για να τον ξεπεράσει διαρκώς και κλιμακούμενα στην επόμενη περίοδο μέχρι την επιβολή της δικτατορίας. Όπως φαίνεται και στον πίνακα 17, το 1965 και το 1966 είναι κατά 1,5 φορά μεγαλύτερος. Το 1965 και το 1966 μόνο η Ιταλία και η Ιρλανδία βρίσκονται πιο πάνω από την Ελλάδα σε αριθμό χαμένων ημερών εργασίας (δηλαδή απεργιών)!
Αν συγκρίνουμε τώρα την Ελλάδα με την Ιταλία και την Ιρλανδία, τις δύο χώρες που παρουσίασαν μεταπολεμικά το σημαντικότερο  -  σε έκταση και σταθερότητα  -  απεργιακό κίνημα, παρατηρούμε το εξής.

Το 1965. το απεργιακό κίνημα στην Ελλάδα αποτελεί, μπορούμε να πούμε σχηματικά, το 84.5% του ιταλικού και το 60.0% του ιρλανδικού.
Τα Ιουλιανά λοιπόν εντάσσονται σαφώς σ' αυτήν την γενικότερη συγκυρία ανόδου της πάλης των τάξεων σ' όλες τις δυτικοευρωπαϊκές καπιταλιστικές χώρες μετά από τη ζοφερή πρώτη μεταπολεμική δεκαετία του ψυχρού πολέμου, άσχετα από το γεγονός ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει υποκειμενική συνείδηση αυτής της πραγματικότητας.
Η έκρηξη του '68-69 που θα συμπαρασύρει όλες τις χώρες, έχει την «ελληνική της εκδοχή» λίγο νωρίτερα. Πράγματι, αν μας επιτραπεί άλλη μια αυθαιρεσία, μπορούμε να πούμε ότι το «ελληνικό '68» έχει προηγηθεί του πραγματικού κατά 3 χρόνια! (Ενδεικτικό για αυτό είναι το διάγραμμα 8).
Οι μορφές και οι στόχοι, η ιδεολογία και η αιτηματολογία του, διαφορετικές από τις υπόλοιπες περιπτώσεις δεν πρέπει να ξενίζει και κυρίως να εμποδίζει την κατανόηση της ελληνικής περίπτωσης μέσα στο πραγματικό διεθνές πλαίσιο. Για άλλη μια φορά πρέπει να τονίσουμε ότι οι διαφορές είναι αποτέλεσμα μόνο της έκβασης της συγκεκριμένης πάλης των τάξεων του συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού.
Στο επόμενο: το Β' Μέρος

Σημειώσεις

* Το κείμενο αυτό αποτελεί λήμμα του λεξικού Dictionnaire Critique du Marxisme. Presse Universitaire de France, Paris 1982, που επιμελήθηκε ο Georges Labica. Λήφθηκε υπόψη και η γερμανική μετάφραση του κειμένου.
1.. Βλ. Marie Lavigne, "La societe socialiste avancee" in M. Lavigne et a.. Economie politique de la planification en systeme socialiste. Paris, Economica. 1978.
[1] Kαι αυτό όχι λόγω μιας δήθεν επιβίωσης πελατειακών σχέσεων. 60
[2] ΑΝΤΙ: Το φαινόμενο της κρίσης εξουσίας στην Ελλάδα είναι μόνιμο ή παροδικό: ΠΟΥΛΑΝΤΖΑΣ: Νομίζω ακριβώς πως μια από τις όψεις (aspects) της κρίσης είναι) ; μονιμότητα της σα φαινόμενοι1 της ελληνικής κοινωνίας.
Τους λόγους της μονιμότητας αυτής θα πρέπει να τους αναζητήσουμε στη φύση της ελληνικής αστικής τάξης και στη μορφή του κοινωνικού σχηματισμού. (...) Αποτέλεσμα αυτού τον χαρακτήρα της ήταν και η αποτυχία της στη δημιουργία αυτού παν λέμε "ηγεμονική ιδεολογία". Υπήρχε, εν πάσει περιπτώσει, κυρίαρχη ιδεολογία της αστικής τάξης, αλλά χωρίς τη σταθερότητα που συναντάμε στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Έχουμε δηλαδή το φαινόμενο της ύπαρξης ενός αστικού στρώματος που πιστεύει σε μια σειρά ιδεολογικές αξίες, χωρίς να κατορθώνει ποτέ η άρχουσα αυτή ιδεολογία να διαβρώσει τις λαϊκές τάξεις.(...)
Στην Ελλάδα (...) η άρχουσα τάξη μπορεί να κατάφερε να σιωπήσουν οι αρχόμενοι, αλλά δεν κατάφερε αυτό που έγινε στη Γαλλία, τη Γερμανία πχ. κλπ να επιβάλει το λόγο της. Εκείνο που χαρακτηρίζει τις αρχόμενες τάξεις εδώ στην Ελλάβα είναι όχι το ότι εκφράζονται με τον λόγο της άρχουσας τάξης, αλλά ότι δεν εκφράζονται καν. Δεν έχουν λόγο. Στη Γαλλία π.χ. υπάρχει ένας λόγος της κυρίαρχης τάξης που γίνεται κατανοητός. Εδώ πέρα είναι τέτοιο το χάσμα,  -  και αποτελεί και αυτό μια κρίση της κυρίαρχης ιδεολογίας  -  ώστε δεν κατάφερε ποτέ η ιδεολογία αυτή να γίνει ηγεμονική, διότι δεν κατάφερε να επιβάλει το λόγο της ποτέ. (...) ένα από τα στοιχεία της κρίσης και της συγκεκριμένης μετά το '60 η μετά τα χρόνια της αντίστασης και του εμφυλίου, είναι αυτά τα ξεσπάσματα [σς. των μαζών]» (Πουλαντζάς, συζήτηση του περιοδικού Αντί για την κρίση εξουσίας στην Ελλάδα, 1975).
[3] «Η ιστορική (...) από τα πρόσφατα γεγονότα στην Ελλάδα (1965). μας έδειξε ότι (...) οι εργαζόμενες μάζες μπορούνε και να μετατρέψουν το αδιέξοδο [ΣΣ. Ο ΥΨ εννοεί τα «περιοδικά αδιέξοδα που αντιμετωπίζει νομοτελειακά ο μονοπωλιακός καπιταλισμός»] σε πανεθνική κρίση, δηλαδή σε εκρηκτική επαναστατική κατάσταση. Το γεγονός ότι κάποια χώρα ανήκει στη ζώνη της επαναστατικής ύφεσης, δεν εμποδίζει καθόλου το λαό της  -  μέσα σε συνθήκες κοινωνικού αδιέξοδου  -  να κινηθεί και να δράσει επαναστατικά. Αρκεί να υπάρξει τη στιγμή εκείνη ο αναγκαίος καταλυτικός παράγοντας (...)». (Ψυρούκης 1976, σελ. 127).
[4] Το πρόβλημα αυτό εξετάζει αναλυτικά η Maria Harnecker στο πρόσφατο βιβλίο της La revolucion social (Lenin y America Lalina), editorial Nueva Nicaragua, Μανάγκουα, 1986. Βλέπε επίσης σ' αυτό το τεύχος των «θέσεων» το άρθρο του Daniel Bensaid «Στρατηγική και Κόμμα».
[5] Και αλλού: «Η πείρα της ρωσικής επανάστασης, καθώς και η πείρα των άλλων χωρών, μαρτυρεί αδιάψευστα, πω; όταν υπάρχουν οι αντικειμενικοί όροι μας βαθιάς πολιτικής κρίσης, τότε και οι πιο μικρές και οι περισσότερο, θα έλεγε κανείς, απομακρυσμένες από την πραγματική εστία της επανάστασης συγκρούσεις μπορούν να έχουν την πιο σοβαρή σημαία σαν αφορμή, σαν σταγόνα που κάνει να ξεχειλίσει το ποτήρι, σαν αρχή της στροφής στις διαθέσεις κτλ.» (Σχετικά με την εκτίμηση τη; τρέχουσας στιγμής, 1908, άπαντα, τόμος 17, σελ. 285).
[6] «Η 18η Ιουλίου θα μπορούσε να ήταν ημέρα ιστορικής κοσμογονίας για τον ελληνικό λαό. αν το ηρωικό προλεταριάτο της Ελλάδας διέθετε πραγματικά δικιά του οργανωμένη πολιτική επαναστατική πρωτοπορία. Μα δεν υπήρχε. «Γι αυτό και η πανεθνική κρίση ακολούθησε τελικά το \ ορόιιο τη: αντεπαναστατικής διεξόδου (υπ. ΧΒΓΜ)» (Ψυρούκης, 1976, σελ. 365). l
[7] Ενδεικτικά αναφέρουμε: 1. Το πικρό ψωμί, του Γ. Γρηγορίου 1951. 2. Το ξυπόλητο τάγμα, του Γκρεκ Τάλλας 1954, 3. Η μαγική πόλη, του Νίκου Κούνδουρου 1954. 4.Στέλλα, του Μ. Κακογιάννη 1955, 5. Το κορίτσι με τα μαύρα, του Μ. Κακογιάννη 1956. 6. Συνοικία το όνειρο, του Α. Αλεξανδράκη 1961 (η οποία μάλιστα είχε απαγορευτεί στην αρχή από τη λογοκρισία  -  Λιναρδάτος, τόμος Δ, σελ. 66), 7. Πρόσωπο με πρόσωπο, του Ροβήρου Μανθούλη, 1966. Βλέπε αναλυτικά για αυτό το ζήτημα Γ. Σολδάτος: Ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Νεφέλη, 1979. [8] Βλέπε τη συλλογή «για το κοινωνικό λαϊκό τραγούδι», εκδ. Οδηγητή, 1986. Επίσης την αυτοοιογραφία του Κώστα Βίρβου.
[9] Για μια συνοπτική αναφορά στις διαθέσιμες μελέτες εισοδήματος για την Ελλάβα και την αξιοπιστία των στοιχείων βλέπε: 1. Αθανασίου 1984, σελ. 6Χ κε., 2. Καράγιωργας, Κασιμάτη. Πανταζίβης 1988, σελ. 235-241. Κανελλόπουλος 1986, σελ. 22-24. Οι μελέτες που έχουμε υπ' όψη μας σχετικά με την περίοδο αυτή είναι οι εξής:
1. Crockel J,. Δαπάναι Καταναλώσεοκ και εισόδημα εν Ελλάδι, Οικονομικαί μονογραφίαι, 17, Αθήνα, ΚΕΠΕ, 1970.
2. Karageorgas D., «The dislribution of lax burden by income groups in Greece », The Economic Journal, Vol. 83, London , 1973.
3. Karageorgas D., «The dislribution of tax burden by income groups in Greece », Spoudai KZ. Vol. 2, Piraeus , 1977.
4.. Μπαμπανάσης Στέργιος: Η διαμόρφωση της φτώχειας στην Ελλάβα του 20ου αιώνα (19001981). Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 4243. Μάιος Δεκέμβριος 1981.
5. Αθανασίου Λούκης, Η διανομή του εισοδήματα; στην Ελλάδα, επιστημονικέ; μελέτες. 6. ΚΕΠΕ. Αθήνα, 1984.
6. Καραντινός Δημήτρης, «Η κατάσταση της φτώχειας στην Ελλάδα», επιθεώρηση κοινωνικών ερευνών, τεύχος 56, 1985.
7.. Κανελλόπουλος Κ., Εισοδήματα και φτώχεια στην Ελλάδα: Προσδιοριστικοί παράγοντες, επιστημονικές μελέτες, 22, ΚΕΠΕ, Αθήνα, 1986. [10] Οικονομικός Ταχυδρόμος τεύχος 444, 1961 στο Μαντζουράνης 1974, σελ. 42.
[11] Λόγω της μετανάστευσης, η ανεργία θα μειωθεί αισθητά στα τέλη της δεκαετία; '60. Οι άνεργοι το 1971 φτάνουν τις 101.700 ή 2.9% του ΟΕΠ (Φράγκος 1980 σελ. 16)). [11α] «Ο χρόνος εργασίας στη οδομάδα των 6 εργάσιμων ήταν συχνά επίσημα οχτώ ώρες. στην πραγματικότητα όμως μπορούσε να φτάσεις τις εννέα ή και τις δώδεκα. Οι μισθοί συγκαταλέγονται στους πιο μικρούς της Ευρώπης. (...) Σε σύγκριση με την προπολεμική εποχή, ο πραγματικός μισθός έπεσε κατά 25%. (...)» (Walter, Rondholz, Φαράντος 1974, σελ. 17).
[12] «Το κράτος «.τοΓρυγε μέχρι το 1960 το νόμιμο καθήκον του να συνεισφέρει στη χρηματοδότηση τού ΙΚΑ. και τέλος διέγραψε οριστικά αυτό το καθήκον με ένα νομοθετικό διάταγμα. Δεν είναι να απορεί κανείς που οι παροχές του ΙΚΑ είναι τόσο κακές. Ο μέσος όρος σύνταξης είναι περίπου 700 δραχμές, και οι παροχές για ιστορική περίθαλψη μειώθηκαν από το 1950. μέχρι το 1960. (...)»» (Walter, Rondholz, Φαράντος 1974. σελ. 18)
[13] Βλέπε όπ.π. υποσ. 115, σελ. 522. Επίσης Walter. Rondholz. Φαράντος 1974. σελ. 18.
[14] Για τις συνθήκες διαβίωσης των κοινωνικών τάξεων στην προδικτατορική Ελλάδα βλέπε ενδεικτικά:
1. Καραποστόλης 1983. κεφ. 2. «Αγροτικά και αστικά πρότυπα κατανάλωση;», σελ. 95-201.
2. Fischer. Rondholz, Φαράντος 1974, μέρος πρώτο: «Η κατάσταση των τάξεων».
3. Ψυρούκης 1983β, κεφ. 2 «Το καθεστώς...»
4. Πουλοπούλου 1986, μέρος Α, κεφ. βο: «Οι συνθήκες διαβίωση; του πληθυσμού», σελ. 176-179.
5. Κάτρης 1974. μέρος δεύτερο, κεφ. 1: «Αντινομίες και αντιφάσεις. Σελ. 87107.
6. Μοσχονάς 1986, κεφ. 3 «Ταξικές σχέσεις και αντιθέσει; 19501980».
7. Μαντζουράνης 1974, σελ. 3846.
[15] «Στις αστικέ: περιοχές η έλλειψη ανέσεων αφορούσε κυρίως τις κατώτερες εισοδηματικές τάξεις. Οι φτωχότεροι κάτοικοι των περιοχών αυτών έμεναν σε κατοικίες χωρίς ηλεκτρισμό, χωρίς λουτρό και στοιβάζονταν πολλά άτομα σε ένα μικρό σπίτι που πολλές φορές δεν ήταν καν κανονική κατοικία» (Πουλοπούλου 1986. σελ. 178).
Επίσης: «Οι αποδοχές των εργατών και υπαλλήλων βρίσκονταν αισθητά κάτω από τι; προπολεμικές. Ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργατική; τάξη; από το κεφάλαιο μεγάλωσε, η απόλυτη και η σχετική (εξαθλίωση της εντάθηκε.
Ωστόσο. (...) αυτά (...) δε δίνουν πλήρη την εικόνα της κατάστασης της εργατικής τάξης. Πρέπει σ' αυτά να προστεθούν οι συντάξεις πείνας και η ανεργία. Σήμερα ο αριθμός των ανέργων, σύμφωνα με τους μετριότερους υπολογισμούς, της ΓΣΕΕ. ξεπερνά τις 250.000. δηλαδή, σχεδόν ένας στους 4 μισθωτούς είναι μόνιμα άνεργο: (...)». (ΚΚΕ 8ο Συνέδριο. Κ. Κολιγιάννης. έκθεση της ΚΕ του ΚΚΕ. 1961).
[16] Σύμφωνα με την έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών της ΕΣΥΕ του 1964 (Καραποστόλης. πίνακας 7. σελ. 184).
[17] «Η κατάσταση της αγροτιάς «'ναι ακόμα πιο άσχημη (...) Πλατιές μάζες της αγροτιάς εξαθλιώνονται σε αφάνταστο βαθμό. Η εξαθλίωση αυτή εκφράζεται στο εισόδημα τους. στο ότι πολλοί εγκαταλείπουν τη γη ή και την Ελλάδα και μεταναστεύουν.
Από μια έρευνα. που έκανε το Υπουργείο Γεωργίας πριν 6 χρόνια για την εξακρίβωση του εισοδήματος της αγροτικής οικογένειας και που περιέλαβε 694.583 οικογένειες, δηλαδή περίπου τα 70% της αγροτιάς. διαπιστώθηκε ότι 43% των αγροτικών οικογενειών έχουν εισόδημα κάτω από το μισό εκείνοι1. τον απαιτείται  -  σύμφωνα με τα επίσημα δεδομένα τον Υπουργείου Πρόνοιας  -  για μια στοιχειώδη συντήρηση, και μόνο 11% των αγροτικών οικογενειών έχουν εισόδημα που ξεπερνά το στοιχειώδες αυτό επίπεδο.
Σύμφωνα με νεώτερη έκθεση της Αγροτικής Τράπεζας 583.000 αγροτικές οικογένειες επί συνόλου 1.026.000. δηλαδή πόνο) από τις μισές, έχουν μέσο μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα 316 δρχ. Ακόμη πιο τραγική είναι η κατάσταση του ορεινού πληθυσμού, δηλαδή του πληθυσμού που ζει στη ζώνη των 500 μέτρων και άνω και που αποτελείται από 1.670.00 άτομα η 400.000 οικογενειακές. Όπως έγραφε το «Βήμα» της 14.12.58 σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Γεωργίας τα 36% αυτών των οικογενειών δεν πραγματοποιούν ούτε το 1 4 του εισοδήματος που απαιτείται για τη στοιχειώδη διαβίωση μιας οικογένειας. Έτσι  -  έγραφε η εφημερίδα  -  «γίνεται φανερόν πόσον είναι πένητες και πόσον πρέπει να είναι απηλπισμένοι οι πληθυσμοί ούτοι των ορεινών περιοχών». Έτσι εξηγείται το κύμα της μαζικής εγκατάλειψης του χωριού, ιδίως από τη νεολαία, που παίρνει πολύ σοβαρές διαστάσεις, όπως διαπιστώθηκε και στη συζήτηση που έγινε στη Βουλή στα τέλη του περασμένου Φλεβάρη και από άλλα στοιχεία που υπάρχουν» (ΚΚΕ 8ο Συνέδριο, Κ. Κολιγιάννης. έκθεση της ΚΕ του ΚΚΕ. 1961).
[18] Καραποστόλης, όπ. π., πίνακας 7, σελ. 184. Για τα προβλήματα σχετικά με τα στοιχεία των οικογενειακών προϋπολογισμών βλέπε υπ. (9).
[19] Κεφάλαιο, τόμο; πρώτο;. XECf. 25. «ο γενικό; νόμο; τη; κεφαλαιοκρατική; συσσώρευση;».
ΣΕ. Αθήνα. 1978.
[20] Βλέπε - ενδεικτικά Μ.' Νικολινάκος 1974. Μαντζουρύνης 1971. Πουλοπούλου 1986.
[21] Βλέπε Βερναρδάκης & Μαύρης 1987γ.
 [22] Οι Συνεργαζάμενες Εργατοϋπαλληλικές Οργανώσεις, γνωστές και σαν ΣΕΟ. ιδρύονται τέλη 1962 και παίζουν ρόλο στην ενοποίηση του συνδικαλιστικού κινήματα;, έναντι στη ΓΣΕΕ. Από 35 το 1962. γίνονται 115 τον Απρίλη του 1964. 315 τον Δεκέμβρη του 1964. Βλέπε τα άρθρα του Βασίλη Νεφελούδη α)1965β «Βασικά προβλήματα του συνδικαλιστικού κινήματος». Ελληνική Αριστερά, τεύχος 29. Δεκέμβριος. 1968α «Προβλήματα της συνδικαλιστική; δουλειά;». ΕΑ. τ.31. Φεβρουάριος. γ) 1966β «Το συνδικαλιστικό πραξικόπημα και η πάλη για την ανατροπή του. ΕΑ. τ. 35-36. Ιούνιος Ιούλιος. Επίσης Κατσανέβας; (1981). Μπλέος; (1985). Για τις κρατικές παρεμβάσεις στη ΓΣΕΕ. Κουκουλές. 1985.
[23]  -  Για την κηδεία Λαμπράκη: σχετικά με το πολιτικό κλίμα και τις διαφωνίες στην Αριστερά. (Λιναρδάτο; 1988α. σελ. 268 κ.ε.)
 - Για τις πολιτικές επιπτώσεις της δολοφονίας. (Χαραλάμπη; 1985).
 - Για την σημασία τη; ω; τομή; στο λαϊκό κίνημα. (Καράς 1973. XXII. Νεφινς; 1963. σελ. 33 και 89, 1965β). ΚΚΕ: Απόφαση το ι1 9ου Συνέοριον ΚΚΕ (1974). 32 και εισήγηση Χ. Φλωράκη, σελ. 78 και 60ΧΑ, σελ. 202 (28 Μάη).
[24] Σημαντικοί σταθμοί, το 1964, στην περίοδο μέχρι τα Ιουλιανό είναι: 1) η μεγάλη συγκέντρωση και πορεία που οργάνωσαν οι «115» ΣΕΟ, στις 6 Απρίλη με αιτήματα αυξήσεις 20% και εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος. Συγκεντρώσεις και πορείες έγιναν στην Αθήνα (η συμμετοχή υπολογίζεται σε 100.000 εργαζόμενους), Θεσσαλονίκη και αλλού. (Νεφελούδης 1965β, ΚΚΕ 60ΧΑ, 220 και 2) Η πανεργατική συγκέντρωση στον Παναθηναϊκό, 6 Απριλίου 1965 (Διάλογος 1972).
[25] Για την περιοδολόγηση των αγροτικών αγώνων στην προδικτατορική περίοδο ολέπε: 1. Λιναρδάτος, τόμος 4ος (1961-64), ιδιαίτερα σελ. 171. Από την Ελληνική Αριστερά:
2. Παπαδομιχελάκης Στέλιος, (1983). «Το δίπτυχο των αγροτικών αγώνων». ΕΑ, τεύχος 1, Αύγουστος. 40-43. 90.
3. Σακελλάρης Βαγγέλης. 1963. «Οι αγώνες των αγροτών σε νέα άνοδο». ΕΑ, τεύχος 2. Σεπτέμβριος. 52-64, 90.
4. Στρίγκος Λεωνίδα;. (1964). «Η κατάσταση στο χωριό και τα καθήκοντα των αριστερών». ΕΑ. τεύχος 16, Νοέμβρης.
Σύμφωνα με τον Στρίγκο το 1962 παίρνουν μέρος στις αγροτικέ; κινητοποιήσεις περίου 300.000 αγρότες και το 1961 περίπου 150.000 «Από τα μέσα του 1963 δυναμώνει η πολιτική δραστηριότητα των αγροτών που συνέβαλε στην πάλη για την ανατροπή της κυβέρνησης Καραμανλή (σ. 41)».
5.. Σακελλάρης Βαγγέλης (1965α). «Για την αναγέννηση τη; υπαίθρου». Εισήγηση στην Α' Πανελλαδική Αγροτική Σύσκεψη της ΕΔΑ. ΕΑ. τεύχος 24. Ιούλιο;.
6. Σακελλάρης Βαγγέλης (1965β). «Οι αγρότες στο μέτωπο τη; Δημοκρατία;», ΕΑ. τ. 28, Νοέμβριος.
7. Για τις συγκρούσεις στη Θεσσαλονίκη (Ιούλιος 1966). Λιναρδάτος, 5ος 196467, σελ. 357359.
[26] Για τα Ιουλιανά. Βλέπε ενδεικτικά:
1. Λιβιεράτος Καραμπελιάς (1985).
2. Χρυσοστομίδης Σοφιανός (1965). «Το χρονικό τη; κρίσης». ΕΑ. τεύχος 25-26. Αύγουστος Σεπτέμβριος.
3. Φ.Β. (1965). «Το χρονικό τη: λαϊκής αντίστασης». ΕΑ, Τεύχος 25-26, Αύγουστος Σεπτέμβριος.
4. Βασιλειάδης Τ. &Λάδη: Φώντα;. (1985). Ιουλιανά 1965, 100 μέρες που συγκλόνησαν την Ελλάδα. Αθήνα. εκδ. Καστανιώτη.
5. Λιναρδάτος Σ (1986β), 5ος, Κεφάλαιο τέταρτο.
[27] Ο αριθμός αυτό; αναφέρθηκε στη συνεδρίαση της Βουλής της 25 Αυγούστου 1965. Στο Κάτρης 1974, σελ. 228. '
[28] «Ενώ οι πολιτικοί αγώνες βρίσκονται σε υποχώρηση, οι οικονομικοί αγώνες της εργατικής τάξης, της αγροτιάς και των άλλων εργαζομένων, σημειώνουν ανάπτυξη. Σ' ολόκληρο το 1966 έχουμε έντονη απεργιακή κίνηση της εργατικής τάξης με σύνολο απεργών 1. 600. 000. Επίσης το πρώτο τρίμηνο του 1967 έχουμε σύνολο απεργών 400.000» (Διάλογος. 1972). Για την περίοδο Οκτωβρίου 1965  -  Απριλίου 1967. βλ. Διάλογος (1972). Στην Β' επέτειο της εκλογικής νίκης του Φεβρουαρίου '64. στις 16 Φεβρουαρίου 1966. στη συγκέντρωση που οργανώνει η ΕΚ στην Αθήνα θα πάρουν μέρος 500.000 διαδηλωτές (150.000 κατά την αστυνομία και 300.000 κατά «ουδέτερους παρατηρητές»). Μεϋνώ. μέρος Β', (1974, σελ. 71).
[29] Τα στοιχεία που χρησιμοποιούσε για τις διεθνείς συγκρίσεις του ελληνικού απεργιακού κινήματος είναι διαφορετικά από αυτά που χρησιμοποιούμε όταν μελετάμε το ίδιο το απεργιακό κίνημα. Αυτή η διαφορά είναι αντικειμενική καθ' ότι τα στοιχεία των διεθνών συγκρίσεων που τηρεί το Διεθνές Γραφείο Εργασίας είναι λιγότερο αναλυτικά. Η σημασία τους όμως έγκειται στο ότι είναι ομοειδή για όλες τις χώρες, επιτρέπουν έτσι τη σύγκριση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου